Camille Corot, Jeune femme d’Albano, 1872, Brooklyn Museum
Εις το Παρίσι επάνω εις μίαν όχθην του ποταμού Σεν, όστις διαμοιράζει την περίφημον αυτήν πολιτείαν εις διάφορα τερπνά χωρίσματα, και φέρει εις την όρασιν του ανθρώπου μίαν ηδονήν, μίαν αγαλλίασιν, οπού νομίζει κανείς πως ευρίσκεται εις τον επίγειον παράδεισον, ήτον το σπήτι ενός πλουσιωτάτου ευγενούς, ο οποίος είχε διά κληρονόμον μίαν μονογενή ωραιοτάτην κόρην, ονόματι Ζεμίραν, αναθρεμμένην με ευταξίαν κατά τους κανόνας της ευγενείας, χαριτωμένην, τέρας του κάλλους, και έμψυχον εικόνα της Αφροδίτης. Ο βασιλεύς των αισθαντικών καρδιών έρωτας εφαίνετο πως να είχε στήση τον θρόνον του εις το αγγελικόν πρόσωπόν της, η φλογεραίς σαγίταις του να ετοξεύοντο από τα πυρφόρα μάτια της, και όλοι όσοι έφθασαν να υποταχθούν εις το σκήπτρον του, επήγαιναν εις τους πόδας της διά να πληρώσουν τον φόρον των επαίνων, οπού ήρμοζαν εις το ουράνιον αυτό πλάσμα. Ο πατέρας της το είχε κρυφόν καμάρι, και μεγάλην του δόξαν να ονομάζεται γεννήτωρ της κορωνίδος των κοριτζιών του αιώνος του· αν ήθελεν είσται κομμάτι μέτριον το κάλλος της, βέβαια ήθελε την υπανδρεύση με έναν ανεψιόν οπού είχεν έξω εις το χωρίον, εύμορφον παλικάρι· η Ζεμίρα όμως ήτον όλη νούρι, όλη νοστιμάδα, και με υπερβολήν πλουσία· καθώς έγινε δεκατεσσάρων χρονών, έτρεξαν από παντού να την γηρεύουν, φοβούμενοι καθ’ ένας να μην τύχη και αργοπορήση, και έτσι την χάση… Αφ’ ου εθεώρησαν οι γονείς της όλα τα μέρη, οπού την εζητούσαν, έβαλαν κατά νουν να την δώσουν ένα νέον και ευγενή καβαλιέρον, πλην κατηφή, σοβαρόν, και γεμάτον από φαντασίαις.
Συνέχεια →