«Κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει…» Μια αναδρομή στη δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974)

Επιμέλεια: Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος

Στη μνήμη του Παναγιώτη Κανελλάκη

«Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό
μαύρα πουλιά του δείχνουνε το δρόμο…»
Μάνος Ελευθερίου

Πώς φθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967 και στην κατάλυση του Συντάγματος

Το πρωί της Παρασκευής, 21 Απριλίου του 1967, όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στην Αθήνα μετέδιδαν στρατιωτικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια, ενώ στα κεντρικά σημεία της πόλης ήταν σταθμευμένα άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα. Ήταν η αρχή του κακού.. Στις 06:30 το πρωί όλοι πάγωσαν στο άκουσμα της είδησης: «Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβεν την διακυβέρνησιν της χώρας»! Μέσα σε μία και μόνο πρόταση, η αυστηρή ανδρική φωνή είχε συμπυκνώσει όλα όσα θα ακολουθούσαν τις επόμενες 2.650 ημέρες. Η πολύπαθη χώρα μόλις είχε μπει σε νέες περιπέτειες. Ένα δεύτερο διάγγελμα από τη συχνότητα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας ενημερώνει, λίγες ώρες αργότερα, τον ελληνικό λαό πως το δικτατορικό καθεστώς, «λόγω της εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων», αναστέλλει σειρά άρθρων του Συντάγματος. Παράλληλα, επιβάλλει στρατιωτικό νόμο.

Με τον τρόπο αυτό, την 21η Απριλίου 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου του ιδίου έτους, ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του συντ/ρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού, του συντ/ρχη Νικολάου Μακαρέζου και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα. Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη, προκειμένου ν’ αποφευχθεί η επικράτηση του κομμουνισμού και η αναρχία την οποία, όπως ισχυρίζονταν, σχεδίαζαν και υποκινούσαν κεντροαριστερές πολιτικές ομάδες. 

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κατά τη διάρκεια ομιλίας του. Πίσω του
οι συνεργάτες του Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος

Την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα πρέπει να την δούμε σε συνάφεια με ολόκληρο το πολιτικό κλίμα που είχε επικρατήσει κατά τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε στη χώρα. Κατά τις εθνικές εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και το κόμμα του, η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (ΕΡΕ), πέτυχαν την τρίτη συνεχή εκλογική νίκη τους σχηματίζοντας αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, που ηγείτο της Ενώσεως Κέντρου, αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών καταγγέλλοντάς το ως προϊόν βίας και νοθείας. Με τον τρόπο αυτό εγκαινιάζεται από τον Γεώργιο Παπανδρέου η πολιτική του «Ανένδοτου Αγώνα», με σκοπό την επικράτηση της δημοκρατικής νομιμότητας στην πολιτική ζωή της χώρας.

Γρηγόρης Λαμπράκης
Ο θάνατός του, στις 27 Μαΐου 1963, προκάλεσε αγανάκτηση
στην κοινή γνώμη, πολιτική κρίση και διεθνή κατακραυγή

Την 27η Μαΐου 1963, η δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) Γρηγόρη Λαμπράκη (33 Απριλίου 1912 – 27 Μαΐου 1963), κατέδειξε με τον πιο αδιάσειστο τρόπο τον ρόλο του παρακράτους που μετεμφυλιακά καθόριζε και χειραγωγούσε παρασκηνιακά την πολιτική ζωή στην Ελλάδα. Το πρωί της 23ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φθάνοντας στο πολιτικό του γραφείο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση, ανεφώνησε τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτή τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της ΕΡΕ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή που κατηγορήθηκε ευθέως από την αντιπολίτευση ως ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Λαμπράκη. Η κατακραυγή ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε σε παραίτηση της κυβερνήσεως Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα, την 11η Ιουνίου 1963. Σχηματίστηκε τότε νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Τον Σεπτέμβριο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης, σε συμφωνία με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα, διέταξε την προφυλάκιση των ανωτάτων αξιωματικών της χωροφυλακής που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία Λαμπράκη και τον Νοέμβριο διεξήχθησαν εθνικές εκλογές, τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας πρώτος πρόεδρος εξελέγη ο Μίκης Θεοδωράκης ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά την εκλογική του ήττα, μετέβη στο Παρίσι αφού προηγουμένως οι σχέσεις του με το παλάτι είχαν διαρραγεί οριστικά.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, πρώτος Πρόεδρος της «Νεολαίας Λαμπράκη»

Η πολιτικά ταραγμένη εποχή που ακολούθησε καθορίστηκε αφ’ ενός από την ενεργό ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ που, όπως και οι γονείς του, δεν επιθυμούσε απλώς να βασιλεύει σύμφωνα με το Σύνταγμα, αλλ’ εννοούσε και να κυβερνά, αφ’ ετέρου από την παραίτηση της Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Ιούλιο του 1965 και την εν γένει απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων και των δημοκρατικών θεσμών της χώρας που προκλήθηκε από την εναλλαγή των κυβερνήσεων αποστασίας μεταξύ των ετών 1965-1967. Την πολιτική ανωμαλία ακολούθησε κοινωνική αναταραχή με συνεχείς διαδηλώσεις και επεισόδια στους δρόμους της πρωτεύουσας, συγκρούσεις με τις κρατικές δυνάμεις, βία, τρομοκρατία και αυθαιρεσία που κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή του τόπου της εποχής από κοινού με την ισχυρότατη επιρροή του ξένου παράγοντα, αλλά και την τουρκική απειλή στην περιοχή που είχε επίσης οξυνθεί σημαντικά την περίοδο εκείνη, δημιουργώντας ένα εκκρηκτικό κλίμα.

Τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων

Φθάνουμε έτσι στην 21η Απριλίου του 1967, οπότε το Σύνταγμα, ο κατασταστικός Χάρτης της Πολιτείας, και μαζί με αυτό το δημοκρατικό πολίτευμα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες των Ελλήνων καταλύθηκαν από ομάδα στρατιωτικών που κατέλαβε την εξουσία με τη βία. Στην Ελλάδα επεβλήθη δικτατορία, η οποία κράτησε επτά χρόνια, από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974. Η χούντα των συνταγματαρχών βύθισε τη χώρα -που μόλις ανέκαμπτε από τα δεινά των πολέμων που είχαν προηγηθεί, σε μία ακόμα πιο δεινή και σκοτεινή περίοδο ανελευθερίας και τρομοκρατίας, που στιγμάτισε τραγικά ολόκληρη τη μεταπολεμική ιστορία και την πορεία της στο σύγχρονο κόσμο. Ακόμα και στην εκπνοή του το καθεστώτος της Απριλιανής δικτατορίας επέφερε ένα ακόμα ανυπολόγιστο πλήγμα σε ολόκληρο τον Ελληνισμό, μεθοδεύοντας και προκαλώντας το έγκλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, με την ανατροπή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την επιβολή πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 1974.

Επάνω: Τα Βασιλικά Διατάγματα 280 και 281 της 21ης Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 58/21.04.1967)
περί κηρύξεως της Χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, αναστολής άρθρων του Συντάγματος
και ιδρύσεως Εκτάκτων Στρατοδικείων, με τα οποία καταλύθηκε το Σύνταγμα του 1952
και εγκαθιδρύθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών

Επάνω: Οι Α’ και Β’ Συντακτικές Πράξεις της 6ης Μαΐου 1967 περί ασκήσεως της Συντακτικής και Νομοθετικής εξουσίας, περί κηρύξεως της Χώρας σε κατάσταση Πολιορκίας και περί αναστολής της ισχύος διατάξεων του Συντάγματος, επί των οποίων στηρίχτηκε εν συνεχεία η άσκηση και λειτουργία του καθεστώτος της Απριλιανής δικτατορίας

Αποστασία, αδιαλλαξία, ανωμαλία, εκτροπή…

Της επιβολής του δικτατορικού καθεστώτος είχε προηγηθεί, όπως είδαμε, η «περίοδος της αποστασίας», όπως έμεινε στην ιστορία της Ελλάδος η εποχή πολιτικής ανωμαλίας που ακολούθησε την παραίτηση της κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 15 Ιουλίου 1965 (Ιουλιανά) έως την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967. Συγκεκριμένα, η Ένωσις Κέντρου είχε νικήσει στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%), ο δε πρόεδρός της Γεώργιος Παπανδρέου είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή για την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, τον Ιούλιο του 1965, υπήρξε η διαμάχη του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Αμύνης και του αρχηγού ΓΕΣ, που συνοδεύτηκε από τη μεταξύ τους ανταλλαγή μιας σειράς οξύτατων σχετικών επιστολών, οι οποίες δυναμίτισαν ακόμα πιο πολύ το ήδη τεταμένο κλίμα της αδιαλλαξίας και της αντιπαράθεσης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επιθυμούσε ν’ αντικαταστήσει τον έως τότε υπουργό Εθνικής Αμύνης Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Εξέφρασε μάλιστα την πρόθεσή του να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, επικαλούμενος ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του γιου του Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέα, στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου προέβαλε ότι ήταν απαράδεκτο ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο επιθυμούσε και θεωρώντας εαυτόν ως «πρωθυπουργό υπό απαγόρευσιν», παραιτήθηκε.

Επάνω από αριστερά προς τα δεξιά: ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’. Κάτω από αριστερά προς τα δεξιά: ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας και ο Σπύρος Μαρκεζίνης. Πρόσωπα που, με την παρουσία και τη δράση τους, καθόρισαν την πολιτική ιστορία του τόπου την περίοδο της αποστασίας, ορισμένοι δε και στα χρόνια που ακολούθησαν

Μετά την παραίτηση Παπανδρέου σχηματίστηκαν κυβερνήσεις από μέλη της Ενώσεως Κέντρου παρά τη σφοδρή αντίθεση του αρχηγού της Γεωργίου Παπανδρέου και της πλειοψηφίας των βουλευτών της. Οι πρωθυπουργοί και υπουργοί αυτών των κυβερνήσεων, καθώς και οι βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου που τις στήριξαν, χαρακτηρίστηκαν «αποστάτες», καθώς διάχυτη ήταν η εντύπωση, ότι η στήριξη που παρείχαν δεν πήγαζε από πολιτική ή ιδεολογική συμφωνία, αλλ’ ήταν προϊόν προσωπικής φιλοδοξίας και παρασκηνιακών υποσχέσεων για την ανάληψη κυβερνητικών αξιωμάτων και την ανταπόδοση σημαντικών ανταλλαγμάτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις πενήντα λεπτά μετά την προφορική δήλωση παραιτήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου και χωρίς να υπάρχει έγγραφη παραίτηση της κυβερνήσεώς του, ορκίστηκε ο πρώτος «αποστάτης» Πρωθυπουργός, ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, μέλος της Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος. Επειδή η ορκωμοσία του ήταν προφανώς προαποφασισμένη και προσυνεννοημένη με τον βασιλιά, ονομάστηκε «κατεψυγμένος πρωθυπουργός». Στο μεταξύ ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε κηρύξει «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Στους δρόμους γίνονταν ογκώδεις διαδηλώσεις οργανωμένες από την Ένωση Κέντρου και την αριστερή ΕΔΑ και συγκρούσεις με την αστυνομία. Στις πορείες ακούγονταν έντονα αντιβασιλικά συνθήματα με κυρίαρχο το: «Δε σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος!».

Δημοσίευμα εφημερίδας της εποχής για την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα (δεξιά)

Σε μια τέτοια σύγκρουση, στις 21 Ιουλίου 1965, δολοφονήθηκε ο 23χρονος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς Σωτήρης Πέτρουλας. Το ψευδές επίσημο πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης, που έκαναν αστυνομικοί με στολές ιατρών, έκανε λόγο για θάνατο που προκλήθηκε από ασφυξία λόγω δακρυγόνου. Ωστόσο η εκδοχή αυτή αφήνει ανεξήγητα τα ολικά σχισίματα στο λαιμό του νεκρού που διαπίστωσαν οι δικοί του όταν τον παρέλαβαν. Παρ’ ότι η επίσημη αφήγηση των γεγονότων δεν άλλαξε ποτέ, μεταγενέστερη ιατροδικαστική εξέταση από ιατρούς της οικογένειας έδειξε πως ο Σωτήρης Πέτρουλας στραγγαλίστηκε.

Τελικά η κυβέρνηση Νόβα κατέρρευσε μετά την αποτυχία της να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Μετά την παραίτηση Νόβα και την άρνηση σχηματισμού Κυβερνήσεως του Στεφάνου Στεφανόπουλου, ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως, στις 18 Αυγούστου 1965, στον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος μαζί με τους Στεφανόπουλο, Νόβα και Κ. Μητσοτάκη επεχείρησαν να εξασφαλίσουν τη στήριξη πολιτικών της Ενώσεως Κέντρου. Ωστόσο ούτε και αυτή η κυβέρνηση μπόρεσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή και κατέρρευσε, ενώ στους δρόμους οι ταραχές συνεχίζονταν. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1965 ο Στέφανος Στεφανόπουλος σχημάτισε κυβέρνηση στην οποία μετείχαν οι Ηλίας Τσιριμώκος και Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας ως αντιπρόεδροι και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα παραμείνει στην εξουσία ως την 21η Δεκεμβρίου 1966.

Μια σπάνια έγχρωμη φωτογραφία της 22ας Απριλίου του 1967,
την οποία τράβηξε Ιταλός τουρίστας από το ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας
και την έστειλε στο πρακτορείο Associated Press, όταν πλέον είχε μεταβεί
στο εξωτερικό. Τεθωρακισμένο άρμα στρατού στη Λ. Βασ. Σοφίας (news247.gr)

Γ. Παπανδρέου, ο «Γέρος της Δημοκρατίας»

Στις αρχές του 1967, η εφημερίδα «Ελευθερία» του Π. Κόκκα έφερε στη δημοσιότητα ένα «Μνημόνιο» του Π. Κανελλόπουλου, όπου αναφέρονταν σχέδια για βασιλική δικτατορία. Ανάμεσα στους πρωτεργάτες της συνωμοσίας ήταν ο ίδιος ο Κανελλόπουλος, ο αρχηγός του Πολιτικού Γραφείου των ανακτόρων Μπίτσιος, ο Π. Πιπινέλης κ.ά. Όλοι κατηγόρησαν τον Κόκκα για συκοφαντία, ωστόσο δεν υφίσταται αμφιβολία για την ύπαρξη της εν λόγω συνωμοσίας, ανάμεσα σε άλλες που ελάμβαναν χώρα την ταραγμένη εκείνη εποχή. Ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παραδέχτηκε την ύπαρξη ενός άλλου «μνημονίου», ανάμεσα σε εκείνον, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον βασιλιά, με τη συγκατάθεση του αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τάλμποτ. Το περιεχόμενο της συμφωνίας ήταν η δέσμευση για συνεργασία ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και στον Π. Κανελλόπουλο με τη σύμπραξή τους μετά τις εκλογές, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα, για τον σχηματισμό κυβέρνησης κεντροδεξιάς. Η συμφωνία ήταν γνωστή στην ΚΥΠ του μετέπειτα δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, στη CIA και στον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Ντιν Ρασκ. Τον Δεκέμβριο του 1966, κατόπιν συμφωνίας των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον διοικητή της Εθνικής Τραπέζης, Ιωάννη Παρασκευόπουλο, με σκοπό τη διενέργεια εκλογών τον Μάιο του 1967.

Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο του 1967 στη Βουλή εκφράστηκαν έντονες αντιδράσεις, όταν η Ένωση Κέντρου κατέθεσε τροπολογία που αφορούσε την παράταση της βουλευτικής ασυλίας αναφορικά με τις διώξεις των πολιτικών προσώπων. Η ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου την απέρριψε. Μέσα στο γενικότερο κλίμα που επικράτησε, έπεσε στο κενό και η προσχεδιασμένη -από τον βασιλιά, την ΕΚ και την ΕΡΕ- ιδέα της οικουμενικής κυβερνήσεως. Μετά την άρση της υποστήριξης της ΕΡΕ προς την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, η τελευταία παραιτήθηκε στις 30 Μαρτίου 1967. Στις 4 Απριλίου 1967, παρά την άρνηση τόσο του Γ. Παπανδρέου όσο και του Στ. Στεφανόπουλου να στηρίξουν την ΕΡΕ, ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενέργεια η οποία χαρακτηρίστηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου ως «πραξικοπηματική» εκ μέρους του βασιλιά και ο ίδιος ο μονάρχης ως «κομματάρχης της ΕΡΕ». Τελικά προκηρύχθηκαν εκλογές για την 28η Μαΐου 1967 οι οποίες, ωστόσο, δεν έγιναν ποτέ…

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τα μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης
αμέσως μετά την ορκωμοσία της, την 22α Απριλίου 1967

Η περίοδος της αποστασίας χαρακτηρίστηκε από έντονη πολιτική αυθαιρεσία και αστάθεια, κοινωνικές εντάσεις, αλλά και από την καθοριστική ανάμιξη του βασιλιά Κωνσταντίνου στα πολιτικά πράγματα της χώρας κατά παράβαση του Συντάγματος του 1952. Το πολιτικό κλίμα που επικράτησε καθ’ όλη την ταραγμένη εκείνη περίοδο συνέτεινε καταλυτικά σε μία γενικότερη απαξίωση του πολιτικού βίου της εποχής στη χώρα καθώς και στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, παράγοντες που τελικά άνοιξαν τον δρόμο για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και για την πολιτειακή εκτροπή.

«Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;»

(Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη, 1974)

Η επιβολή του καθεστώτος της Απριλιανής δικτατορίας

Όπως περιγράφει ο Πάνος Πικραμμένος, στο βιβλίο του «Το Πραξικόπημα. Ο Σχεδιασμός και η Επιχείρηση, 21η Απριλίου 1967» (2006): «Ήταν απόγευμα της 20ής Απριλίου, όταν σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη, στο σπίτι του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου, 14 συνταγματάρχες και αντισυνταγματάρχες επικύρωναν μια απόφαση που έμελλε να είναι καθοριστική για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Συμμετείχαν οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Γεώργιος Παπαδόπουλος, Νικόλαος Μακαρέζος, Iωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Δημήτριος Ιωαννίδης, Μιχαήλ Μπαλόπουλος, Αντώνιος Μέξης, Αλέξανδρος Λέκκας, Νικόλαος Γκαντώνας, Στέφανος Καραμπέρης, Δημήτριος Σταματελόπουλος, Iωάννης Αναστασόπουλος και ο ταξίαρχος τεθωρακισμένων Στυλιανός Παττακός. Επίσης, παρευρέθηκε ο Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Ζωιτάκης. Στη συνάντηση, υπό την πιεστική παρότρυνση του ταξιάρχου Στ. Παττακού, οι συνωμότες επικύρωσαν την απόφαση για άμεση πραγματοποίηση του πραξικοπήματος που σχεδίαζαν από καιρό. Οι λόγοι της βιασύνης τους ήταν αρκετά πειστικοί: στους συνωμότες συνταγματάρχες ήταν γνωστό ότι οι στρατηγοί προετοίμαζαν δικό τους πραξικόπημα λίγο πριν τις εκλογές. Η ώρα «μηδέν» ορίστηκε στις 2.00 τα ξημερώματα της Παρασκευής 21ης Απριλίου 1967. Όλα θα γίνονταν μέσα σε έξι ώρες …».

Αθήνα, πρωινό 21ης Απριλίου 1967, τα τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων

Πράγματι, στις 2.15 στη διασταύρωση της λεωφόρου Κηφισίας με την Αλεξάνδρας ξεπρόβαλαν μουγκρίζοντας τα πρώτα άρματα μάχης Μ47. Είχαν ξεκινήσει από το Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στο Γουδή, δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα, και προχωρούσαν αργά στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Πέρασαν εμπρός από την Αμερικάνικη Πρεσβεία και συνέχισαν με κατεύθυνση προς τη Βουλή των Ελλήνων. Την παράξενη πομπή ακολουθούσαν μοτοσικλετιστές. Επικεφαλής της φάλαγγας είναι ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός, που όρθιος στον πυργίσκο του άρματος, κοίταζε την άδεια λεωφόρο με τα κιάλια και μιλούσε στον ασύρματο: «Ουδαμού συνάντησα εχθρόν. Προελαύνω προς Ραδιοφωνικόν Σταθμόν, Βουλήν, Ανάκτορα και Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών» διαμυνούσε…

Ο Στυλιανός Παττακός

Τη νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ενημερώθηκε τηλεφωνικά για το στρατιωτικό πραξικόπημα και ακολούθως είχε και άλλες τηλεφωνικές συνομιλίες από τα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε. Από το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών και τους χειρισμούς του, που ακολούθησαν, συνάγεται ήδη από τις πρώτες εκείνες ώρες της Απριλιανής δικτατορίας, η έκδηλη αναποφασιστικότητα και η πλήρης αδυναμία του τέως μονάρχη ν’ αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση, όπως διαμορφωνόταν, και να υπερασπιστεί το πολίτευμα και τη δημοκρατική νομιμότητα στη χώρα. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανασίου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας και αφού ενημέρωσε τον βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε τον απόπλου του στόλου για την Κρήτη και τον εκεί σχηματισμό κυβερνήσεως. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο και ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το Κέντρο Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και εκείνος με τη σειρά του εισηγήθηκε στον Κωνσταντίνο να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο ως άνω προτάσεις ο βασιλιάς ήταν κατηγορηματικά αντίθετος.

Τεθωρακισμένα άρματα του στρατού στη συμβολή
των οδών Πανεπιστημίου και Πατησίων στο κέντρο
της Αθήνας. Στο βάθος διακρίνεται η πλατεία Ομονοίας

Έτσι, όταν στις 5.30 το πρωί ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τους επικεφαλής του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι συνομιλίες του μαζί τους περιορίστηκαν σε έναν καθαρά διαπραγματευτικό χαρακτήρα και στο θέμα της συνθέσεως της νέας δικτατορικής κυβερνήσεως. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ακολούθησε τελικά τη συμβουλή του τρίτου συνομιλητή του, του πολιτικού Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού συντηρητικού πολιτικού κόμματος, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγή με τους δικτάτορες. Η όλη αντίδραση του βασιλιά Κωνσταντίνου προς τη χούντα των συνταγματαρχών τουλάχιστον κατά τις πρώτες εκείνες ώρες, σύμφωνα με όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα, εκφράστηκε κατά τη …φωτογράφιση της «επαναστατικής» νέας κυβερνήσεως, οπότε ο βασιλιάς φωτογραφήθηκε ανάμεσα στα μέλη της σκυθρωπός, και όχι χαμογελαστός όπως συνήθιζε… Στη δε προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της Χούντας, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας».

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ φωτογραφίζεται συνοφρυωμένος ανάμεσα στα μέλη
της δικτατορικής νέας κυβέρνησης που είχε μόλις ορκίσει, την 22α Απριλίου 1967,
στα ανάκτορα. Το ύφος του αυτό στη φωτογραφία εξέφραζε, κατά τους μετέπειτα
ισχυρισμούς του, και την αντίδρασή του στη Χούντα των Συνταγματαρχών…

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος

Εν συνεχεία απομακρύνθηκε αντικανονικά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β’, ο οποίος τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, εξαναγκάστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, άτομα που ισχυρίστηκαν ότι ήταν ιατροί, νοσοκόμες και αστυνομικοί, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή του και τη διαβεβαίωση του προσωπικού του ιατρού, ότι δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα υγείας, η χούντα τον μετέφερε στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, όπου τελικά εξαναγκάστηκε να παραμείνει πλέον του ενός μηνός χωρίς να είναι ασθενής. Τελικά στις 6 Μαΐου 1967, αξιωματούχος των Ανακτόρων παρέδωσε στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο δύο προτάσεις επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπέγραφε. Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωσε την πλήρη άρνησή του να παραιτηθεί, παρ’ όλα αυτά η αντικανονική απομάκρυνσή του συντλέστηκε με τη μεθόδευση του βασιλιά και των δικτατορικών αρχών. Στη θέση του νομίμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, μετά την αντικανονική απομάκρυνσή του, εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο αρχιμανδρίτης των ανακτόρων, Ιερώνυμος Κοτσώνης. Ενδεικτικό της αντικανονικότητας της καταστάσεως ήταν το γεγονός πως η χειροτονία του Ιερωνύμου έγινε στις 4 Μαΐου 1967, χωρίς ωστόσο να έχει προηγουμένως παραιτηθεί ο νόμιμος αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο οποίος τελικά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση μερικές ημέρες μετά, την 11η Μαΐου 1967.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, τον οποίο επέβαλε η Χούντα το 1967, με τον Στ. Παττακό

Επάνω: Το Βασιλικό Διάταγμα 296 της 13ης Μαΐου 1967 περί ορισμού του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών

Άρματα μάχης διέρχονται την οδό Όθωνος στο Σύνταγμα (Απρίλης 1967)

Η ανάρρηση του Ιερωνύμου Κοτσώνη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αποτελεί την πρώτη και κυριότερη πράξη επιβολής του πραξικοπήματος και στον χώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία συνέβαλε το Παλάτι. Όπως προκύπτει από το Ημερολόγιο του τότε Αυλάρχη των ανακτόρων Λεωνίδα Παπάγου, υπήρχε άμεση επικοινωνία, καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, μεταξύ Συνταγματαρχών και βασιλιά Κωνσταντίνου Β’. Ο χουντικός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης υπήρξε ένας από τους πολλούς μεσολαβητές μεταξύ του βασιλιά και της ηγεσίας της χούντας και μάλιστα, ήταν εκείνος που διαβίβαζε τα προσωπικά μηνύματα του Γ. Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του Κωνσταντίνου προς τον δικτάτορα.

Επάνω: Τα Βασιλικά Διατάγματα 277, 278 και 279 της 21ης Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 57/21.04.1967) περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και Υπουργών της δικτατορικής Κυβερνήσεως

Επάνω: Το Βασιλικό Διάταγμα 282 της 22ας Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 59/22.04.1967) περί διορισμού Υπουργών και Υφυπουργών της δικτατορικής Κυβερνήσεως

«Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί …»

(Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος,
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λιζέττα Καλημέρη,
Δημήτρης Υφαντής)

Το αντικίνημα του μονάρχη και η εγκατάλειψη της Χώρας

Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επεχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή της δικτατορίας. Για τον σκοπό αυτό συμβουλεύτηκε την κυβέρνηση Τζόνσον των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί κράτησαν φαινομενικά ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κυβέρνησης προσδοκούσαν την επικράτηση του βασιλιά. Όμως η CIA φαίνεται να εμπόδισε πολιτική ή άλλου είδους βοήθεια στις ενέργειές του, ενώ παράλληλα ενημέρωσε ενδεχομένως και τον ίδιο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο για τις βασιλικές προθέσεις. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήθελε τον βασιλιά στην Ελλάδα για να στηρίξει την αναγνώριση των πραξικοπηματιών και όχι με εξόριστη κυβέρνηση στην Κύπρο να δρα για την ανατροπή της, όπως ο ίδιος σχεδίαζε να πράξει, σε περίπτωση αποτυχίας του αντιπραξικοπήματος. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να ενεργήσει άμεσα στο αντιπραξικόπημα που σχεδίαζε. Είχε άλλωστε ήδη καθυστερήσει να ενεργήσει οτιδήποτε ανεπανόρθωτα, υπογράφοντας στο μεταξύ όλα τα βασιλικά διατάγματα που έθετε ενώπιόν του η χούντα των συνταγματαρχών με τα οποία εγκαθίδρυσε το καθεστώς της και τους μηχανισμούς της στη Χώρα, από την 21η Απριλίου 1967 και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει…

Στιγμιότυπο από τους βασιλικούς γάμους του Κωνσταντίνου
και της Άννας Μαρίας στην Αθήνα (18 Σεπτεμβρίου 1964)

Έτσι λίγες ημέρες μετά τον επαναπατρισμό της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, που μεθόδευσε η χούντα, ο βασιλιάς επεχείρησε το αντικίνημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Οι στρατιωτικές δυνάμεις στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη ετάχθησαν υπέρ της δικτατορίας, αλλ’ η στρατιά της Λάρισας και το Γ’ Σώμα Στρατού στη Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς και το σύνολο σχεδόν του ναυτικού και της αεροπορίας ετάχθησαν με το μέρος του βασιλιά. Αυτό αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη ότι οι απριλιανοί δεν είχαν ακόμη εδραιώσει την εξουσία τους στο στράτευμα, όπως διατείνονταν και όπως ισχυρίστηκε μετά την αποφυλάκισή του ο Στ. Παττακός. Εξηγεί επίσης αρκετές από τις επιλογές του Πρωθυπουργού Κωνστ. Κόλλια, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των απριλιανών, τόσο όσον αφορά τα πρόσωπα της κυβερνήσεως, όσο και τον χειρισμό της κρίσεως στο Κυπριακό. Χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι και τα εν πολλοίς άγνωστα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην 114 ΠΜ, στην Τανάγρα, την Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου του 1967, κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες, και αφορούν τη μάχη των F104 κατά των τανκς του καθεστώτος, στην πύλη της Τανάγρας, με τη σθεναρή άμυνα που προέβαλε η συγκεκριμένη μονάδα υπέρ του αντικινήματος του βασιλιά, με επικεφαλής τον τότε Επισμηναγό Δ/ντή Επιχειρήσεων Ευστράτιο Καμπιώτη, έναντι ομάδας 10 αρμάτων που επιχειρούσαν εκ μέρους του καθεστώτος, προκειμένου να καταστείλουν την αντίσταση που προέβαλε η Μονάδα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η μονάδα ενημερώθηκε για την αποτυχία του κινήματος και την επιθυμία του βασιλιά να μην συνεχισθεί η αντίσταση. Μετά το επεισόδιο αυτό ο Καμπιώτης συνελήφθη και κρατήθηκε επί 10 περίπου ημέρες, μαζί με άλλους αντιστασιακούς αξιωματικούς, σε ειδικά διαμορφωμένα κρατητήρια μέσα στο στρατόπεδο του Πενταγώνου, υπό την επιτήρηση της ΕΣΑ. Ελευθερώθηκε με προσωπική εντολή του Παπαδόπουλου, σε μια προσπάθεια του δικτάτορα να μειώσει τον συμβολισμό στον οποίο παρέπεμπε το περιστατικό και ν’ αποφύγει την ηρωοποίηση των αντιστασιακών.

Γεώργιος Βαγιακάκος, Τάσος Μήνης και Ευστράτιος Καμπιώτης: τρεις αξιωματικοί της αεροπορίας με αντιδικτατορική δράση

Το σχέδιο του Κωνσταντίνου δεν προέβλεπε καμία συνεργασία με πολιτικά πρόσωπα ούτε με τον ίδιο τον ελληνικό λαό, αλλά στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στα όποια ερείσματα διατηρούσε ακόμα ο μονάρχης στο στράτευμα. Οι ίδιες οι σχέσεις της Χούντας με τον βασιλιά ήταν αμφίρροπες από την πρώτη στιγμή. Η Χούντα ήταν απρόθυμη να δώσει απτές αποδείξεις πως η επέμβασή της ήταν ένα προσωρινό στάδιο, οι δε στρατιωτικοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή στη Δημοκρατία. Αντίθετα, προσεκτικά και μεθοδικά, έδιωχναν ανθρώπους του βασιλιά απ’ όλες τις κρίσιμες θέσεις στον στρατό, υποβάλλοντας τακτικά νέες καταστάσεις αποστρατείας αξιωματικών που επέμεναν να υπογράψει ο βασιλιάς. Ήταν φανερό πως ετοιμάζονταν για μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία. Ο βασιλιάς ελάμβανε καθημερινά προειδοποιήσεις από το περιβάλλον του πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να πάρει θέση και ν’ αρνηθεί να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του Γεωργίου Παπαδόπουλου που είχαν στόχο την αποσύνθεση της ισχύος και την αποδυνάμωση της θέσεως του βασιλιά. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί, πριν αποστρατευθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις όλοι οι δικοί του αξιωματικοί.

Οι πρωτεργάτες της Απριλιανής δικτατορίας, από αριστερά
προς τα δεξιά: Νικόλαος Μακαρέζος, Γεώργιος Παπαδόπουλος
και Στυλιανός Παττακός, έξω από το Κοινοβούλιο

Τον Σεπτέμβριο του 1967 κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα, στο Κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη δικτατορία. Ο βασιλιάς αρκέστηκε να δηλώσει ότι: «Δεν είναι η Κυβέρνησίς μου». Μόλις επέστρεψε από τις ΗΠΑ, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μία κατάσταση τετρακοσίων (400) αξιωματικών για αποστρατεία. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει αλλ’ ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς. Την ίδια περίοδο ο βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του αντικινήματός του και ζήτησε και πήρε τις ευλογίες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.

Η ηγεσία της δικτατορίας με τη βασιλική οικογένεια
στη βάπτιση του διαδόχου Παύλου (29 Ιουνίου 1967)

Η οργή ωστόσο του βασιλιά για τον Παπαδόπουλο και η ελπίδα του να τον ανατρέψει δημιουργούσαν καθημερινά προστριβές που προκαλούσαν κωλύματα στο «εποικοδομητικό» πρόγραμμα της Χούντας. Η λύση για τη χούντα ήταν να ενθαρρυνθεί ο βασιλιάς να «παίξει το χαρτί του». Σίγουρα θα έχανε και έτσι θ’ απαλλασσόταν η χούντα από ένα ενοχλητικό είδος αντιπολίτευσης. Με αφορμή τη σύνταξη του νέου Συντάγματος ο βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1967. Εάν το αντικίνημά του πετύχαινε, τότε ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος είχε μεταβεί στο Παρίσι, να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές για το 1969.

Αρχικά ο βασιλιάς σχεδίαζε να κατευθυνθεί στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο πληροφορούμενος ότι οι χουντικές δυνάμεις είχαν ήδη συλλάβει αξιωματικούς του κινήματός του, αποφάσισε να προσγειωθεί στην Καβάλα, όπου προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του για την ολοκλήρωση του εγχειρήματός του. Την ίδια ημέρα (13 Δεκεμβρίου 1967) ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απηύθυνε προς τον Ελληνικό λαό το ακόλουθο διάγγελμα:

Διάγγελμα βασιλέως Κωνσταντίνου Β’
13 Δεκεμβρίου 1967

Κρίσιμοι στιγμαί μου επιβάλλουν να απευθυνθώ προς τον ελληνικόν λαόν και να ζητήσω την αμέριστον συμπαράστασίν του προς αντιμετώπισιν εθνικής κρίσεως.

Έλληνες,
Επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνήν του Βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας, διά να σας καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και τας ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πύκνωση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου.
Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας, διά να αποτρέψω τας καταστρεπτικάς συνεπείας εκ της παρατάσεως της παρούσης ανωμάλου καταστάσεως. Το αυτό εθνικόν συμφέρον μου επιβάλλει να επιτρέψω την κατάλληλον προετοιμασίαν, ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν ομαλότητα. Διά τους λόγους αυτούς εζήτησα τον ανασχηματισμόν της κυβερνήσεως, απηλλαγμένης όμως των ακραίων στοιχείων τα όποια δεν εγγυώνται ομαλήν εξέλιξιν.
Την κατάστασιν της 21ης Απριλίου, η όποια επλαστογράφησεν ακόμη και το όνομα μου, ηναγκάσθην να δεχθώ ως τετελεσμένον γεγονός, διά να αποφύγω άσκοπον αιματοχυσίαν. Επίσης έτρεφον την ελπίδα ότι δι’ ήπιων μέσων θα επετύγχανον την επαναφοράν της χώρας εις την νομιμότητα.
Δεν είμαι πλέον διατεθειμένος να διακινδυνεύσω μίαν μονιμοποίησιν της παρούσης καταστάσεως υπό το κράτος δευτέρας απειλής όπλων, στρεφομένων εναντίον του λαού μου και εμού. Αι σημεριναί εν Βορείω Ελλάδι προϋποθέσεις μου επιτρέπουν την εκ Μακεδονίας ελευθέραν άσκησιν της πρωτοβουλίας μου όπως δώσω νέαν κυβέρνησιν εις την χώραν.
Εις την λήψιν της αποφάσεως μου εβάρυνον τα έξης γεγονότα:
Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν, υπεκρύπτετο μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνον εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος. Διά το νέον Σύνταγμα υπάρχει πλήρης αβεβαιότης και σύγχυσις ως προς τας προθεσμίας εφαρμογής του. ‘Εν τούτοις ή ανάγκη αναθεωρήσεως του Συντάγματος αποτελεί πραγματικότητα και κοινήν συνείδησιν των ορθοφρονούντων πολιτών. Αι σχετικαί εργασίαι πρέπει να επισπευσθούν με μοναδικόν στόχον το συμφέρον της χώρας. Ελπίζω ότι ή εφαρμογή του νέου Συντάγματος θα σημείωση και την απαρχήν ενός νέου υγιούς ξεκινήματος δια την κοινοβουλευτικήν μας ζωήν.
Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα, διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή. Ή ηγεσία του στρατεύματος δέον να παραμείνη απερίσπαστος, στιβαρά και άξια. Την ηγεσίαν του στρατεύματος ανευρίσκω μόνον εις την ιεραρχίαν και την δεδοκιμασμένην κορυφήν. Ταύτην δεν δύναται να υποκαταστήση αυτοσχέδιος ηγεσία, όσον δυναμική και αν εμφανίζεται, διότι καταλύει την πειθαρχίαν και διανοίγει τον επικίνδυνον δρόμον των προσωπικών φιλοδοξιών και των ατομικών συμφερόντων.
Ας διαφύλαξη ο στρατός τας δάφνας του πάντοτε νωπάς, διότι είναι μεγάλη ή εθνική αποστολή ή όποια τον βαρύνει. Ό στρατός, το ναυτικόν, ή αεροπορία και τα σώματα ασφαλείας ευρίσκονται παρά το πλευρόν μου. Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται, έχετε την απεριόριστον εμπιστοσύνην μου. Σύσσωμον το έθνος προσβλέπει εις σας.
Επίσης επισήμανα ότι ή εσωτερική κατάστασις της χώρας ήλθεν εις τελείαν αντίθεσιν με την επιβεβλημένην εξωτερικήν θέσιν της Ελλάδος. Έχομεν ανάγκην συμμαχιών εντός του Δυτικού κόσμου. Έχομεν ακόμη ανάγκην συμπαραστάσεως οικονομικής και στρατιωτικής, διά να συνεχισθή ή ανοδική πορεία του έθνους. Ταύτα πάντα διακυβεύθησαν σοβαρώς, παρ’ ολίγον δε να εμπλακώμεν εις ρήξιν μετά τής γείτονος Τουρκίας. Και η αντίθεσις αύτη του εξωτερικού, αντί να χαλαρωθή με την πάροδον του χρόνου, τουναντίον επετάθη, εις τρόπον ώστε να εμφανίζωνται εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις διά την χωράν μας.
Διά τής επερχόμενης σήμερον μεταβολής Δεν πρόκειται να κυριάρχηση πνεύμα εκδικήσεως ή μνησικακίας έναντι των υποπεσόντων εις σφάλματα. Επιθυμώ όμως να είναι εις πάντας σαφές ότι Δεν θα ανεχθώ πλέον ουδεμίαν ανυπακοήν ή παρεκτροπήν, οι οποίαι θα παταχθούν αμειλίκτως.
Επίσης δηλώ απεριφράστως ότι ουδεμία συννενόησις θα υπάρξη με τους απεργαζομένους τον εθνικόν όλεθρον κομμουνιστάς. Καθ’ όλην την διάρκειαν τής τελευταίας εικοσιπενταετίας ή κομμουνιστική μειοψηφία δεν απέβλεπε παρά εις την ανατροπήν του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος μας διά μέσων βίαιων και ύπουλων. Έπεσώρευσε καταστροφάς και ερείπια, μολύνει την νεολαίαν και θέτει εις κίνδυνον την υπόστασιν τής φυλής μας.
Σήμερον θέτω τέρμα εις την ανωμαλίαν και την βίαν. Ζητώ από το σύνολον του ελληνικού λαού να με βοηθήση διά να επαναφέρω εις τον τόπον μας τας ηθικάς εκείνας αξίας, αι οποίαι εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν και από τας όποιας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αντλούν την ηθικήν και πνευματικήν των δύναμιν. Ελευθερία και δημοκρατία είναι λέξεις τας όποιας ημείς επροικίσαμεν με αιώνιον νόημα. Με την λαμπράν αυτήν κληρονομίαν ας προχωρήσωμεν εις την δημιουργίαν εθνικής ζωής αντάξιας ενός συγχρόνου λαού, αγωνιζομένου με το σύνθημα τής αναγεννήσεως διά την κοινωνικήν, την οικονομικήν και την πνευματικήν του ανέλιξιν.
Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθειαν τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο σήμερον αποτελεί αίτημα πανελλήνιον. Ή φρόνησις ας ενδυναμώνη την θέλησιν όλων μας δι’ ένα ευτυχές, παραγωγικόν και αντάξιον της φυλής μας μέλλον.

Έλληνες,
Ακολουθήστε με εις τον δρόμον τής εθνικής αναγεννήσεως.
Με αγάπην, πίστιν και σύνεσιν ας προχωρήσωμεν ηνωμένοι.
Ζήτω η Ελλάς!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.

Το χρονικό του βασιλικού αντικινήματος

Στις 09.30 το πρωί, της 13ης Δεκεμβρίου 1967 έφτασε στο Τατόι με τις αποσκευές του ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας. Στις 09.50 π.μ. ο Αρχηγός της Αεροπορίας Πτέραρχος Αντωνάκος, πέταξε στη Λάρισα για ν’ αναλάβει τη διοίκηση της μοίρας που στάθμευε εκεί και να κάνει επαφή με τον Στρατηγό Κόλλια, Διοικητή τη Α’ Στρατιάς, που επρόκειτο να συμμετάσχει στο βασιλικό Αντικίνημα. Στις 10.20 π.μ. δίνεται το σύνθημα της αναχώρησης από το Τατόι. Ο βασιλιάς, μαζί με τη συνοδεία του (τον Πρωθυπουργό, τον Αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγο, τη βασιλική οικογένεια, τον ιατρό Βασίλειο Κουτήφαρη, τον Στρατηγό Δόβα, δύο νοσοκόμες, δύο υπηρέτες και έναν σκύλο) απογειώθηκαν από το αεροδρόμιο του Τατοΐου, με κατεύθυνση την Καβάλα όπου θα έδρευε και το Αρχηγείο του. Ενώ ο βασιλιάς πετούσε προς την Καβάλα, ο Στρατηγός Μανέττας επισκέφθηκε τον Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ Οδυσσέα Αγγελή και του έδειξε μία επιστολή του βασιλιά, που έδινε τη διαταγή παράδοσης της διοίκησης του ΓΕΕΘΑ στον Μανέττα. Ωστόσο ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε γρήγορα υπό κράτηση. Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο καθεστώς. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν όμως αποκοπεί με ενέργειες φιλοβασιλικών στρατιωτικών. Η Χούντα, που ανησύχησε ιδιαίτερα με αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής. Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και το κτήριο της Βουλής.

Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος με τη βασιλική οικογένεια στο αεροδρόμιο
της Ρώμης, την 14η Δεκεμβρίου 1967, έχοντας πλέον εγκαταλείψει τη χώρα μας

Ο βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30 π.μ. Οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν εκεί προσχώρησαν αμέσως στο Αντικίνημα. Στη Λάρισα, ο βασιλιάς είχε επιτυχία στην αρχή, αλλά στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά για εκείνον. Ο Αντιστράτηγος Λιαράκος, πιστός στον βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των βασιλικών Δυνάμεων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ταξιάρχου Πατίλη. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της Χούντας το οποίο έδιδε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το Κίνημα του βασιλιά είχε αποτύχει στη βόρειο Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, το Διάγγελμα του βασιλιά μεταδόθηκε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Λάρισας, έναν Σταθμό που ακουγόταν αμυδρά μόνο στην Αθήνα. Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει τον Λιαράκο και ν’ αναλάβει τη διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού.

Γ. Ζωιτάκης

Στις 2.00 το απόγευμα, δύο αεριωθούμενα που ανήκαν στις δυνάμεις του βασιλιά, πέταξαν πάνω από την Αθήνα και σκόρπισαν αντίγραφα του Διαγγέλματός του. Στις 4.00 το απόγευμα, ο βασιλιάς έφυγε με ελικόπτερο για την Κομοτηνή, όπου θα συναντούσε τον Στρατηγό Περίδη. Μόλις έφθασε, πληροφορήθηκε πως ο Στρατηγός Κόλλιας είχε κιόλας συλληφθεί από νεώτερους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στη Χούντα. Απογοητευμένος επέστρεψε στην Καβάλα όπου, και εκεί, τα πράγματα είχαν πάρει τροπή προς το χειρότερο. Ο Στρατηγός Περίδης και ο Ταξίαρχος Έρσελμαν είχαν επίσης συλληφθεί από νεώτερους αξιωματικούς, ενώ ο Ταξίαρχος Ζαλοχώρης είχε διαφύγει περνώντας τα σύνορα στην Τουρκία. Η ΙΧ Μεραρχία της Καβάλας τέθηκε κάτω από τις διαταγές της Χούντας. Τα άλλα δύο Όπλα, το Ναυτικό και η Αεροπορία ήσαν ακόμα πιστά στον βασιλιά, ωστόσο ο βασιλιάς δεν ήξερε πια πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον συμβούλεψαν ν’ αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και σε πλήρη αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία.

Μπροστά στην αποτυχία του αντικινήματός του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τότε κάθε προσπάθεια και μαζί τη χώρα και το λαό του στην πιο κρίσιμη και δύσκολη στιγμή της μεταπολεμικής ιστορίας του… Την 14η Δεκεμβρίου 1967, στις 3.00 το πρωί, ο Κωνσταντίνος ανεχώρησε από την Ελλάδα με προορισμό τη Ρώμη, μαζί με τα λοιπά μέλη της βασιλικής οικογένειας που τον συνόδευαν και τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια. Στη Ρώμη ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση. Μόλις στις 20 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς προέβη σε δηλώσεις, στις οποίες ανέφερε ότι θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνον όταν θα είχαν αποκατασταθεί πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος

Ο Ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδιδε πως «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της Εθνικής Επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την Επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον». Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, στην ουσία, το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα, μετά από 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα. Μετά την αποτυχία του βασιλικού αντικινήματος, η χούντα στην Ελλάδα ισχυροποιήθηκε και παγιώθηκε ακόμα πιο πολύ. Το καθεστώς κυβέρνησε για τα επόμενα επτά χρόνια, κατήργησε και τυπικά τη βασιλεία την 1η Ιουνίου 1973, ακόμα δε και στην εκπνοή του, οδήγησε τη Χώρα στην τραγωδία της Κύπρου, το 1974. Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30 το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου 1967, ο νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως Αντιβασιλέα και ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ν’ αναλάβει καθήκοντα Πρωθυπουργού. Αξιωματικοί του Χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από όλα τα κυβερνητικά κτήρια.

Πορτραίτα του βασιλικού ζεύγους που κοσμούσαν δημόσιους χώρους

Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά ν’ αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του, ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογενείας του, ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ..ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό! Πολλοί υποστηρίζουν ότι η σχετική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες οφειλόταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν την πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς, στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο. Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, είχε αναφέρει το 1974: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα… που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών».

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος επιθεωρεί το στράτευμα

Από την άλλη ο Κωνσταντίνος εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γεώργιο Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει», μετά την απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέκο Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια του επομένου έτους η χούντα διαπραγματεύτηκε με τον Κωνσταντίνο μέσω μεσαζόντων τους όρους της επιστροφής του στην Ελλάδα. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως αναγκαίου όρου της επιστροφής του, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνη την ηγεσία της χούντας. Εν τω μεταξύ το καθεστώς εκπόνησε νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε μεν τον θεσμό της μοναρχίας, αλλά τον απογύμνωνε της ισχύος του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου επέλεγε να δεχτεί ο Κωνσταντίνος τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε έως το 1972, οπότε ο Παπαδόπουλος απομάκρυνε τον Ζωιτάκη και αναγορεύτηκε ο ίδιος Αντιβασιλέας.

Η ορκωμοσία της χουντικής Κυβερνήσεως, αποσπάσματα συνεντεύξεων του τ. βασιλιά Κωνσταντίνου και του Στ. Παττακού και σπάνιο αρχειακό υλικό, στην εκπομπή «Νέοι Φάκελοι» του Αλέξη Παπαχελά (2012):

Το 2006 η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε σημαντικά νέα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η εικόνα του βασιλέα που μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες υπήρξε ένας μύθος. Τα νέα στοιχεία, που προέρχονται από τις αποχαρακτηρισμένες αναφορές Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων προς τα προϊστάμενα υπουργεία των χωρών τους, δείχνουν αντίθετα έναν Κωνσταντίνο που δέχεται να επιστρέψει στην Ελλάδα υπό οποιουσδήποτε όρους. Τα έγγραφα ερευνήθηκαν συστηματικά από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ (Mogens Pelt) στη μελέτη του «Προσδένοντας την Ελλάδα στη Δύση» (Tying Greece to the West) και σε αυτή τη μελέτη βασίζεται και το σχετικό άρθρο της «Ελευθεροτυπίας».

Από τα νεώτερα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι ήταν πρόθυμος «να επιστρέψει άνευ όρων» και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Δεχόταν μάλιστα, όταν θα επέστρεφε, να τεθεί υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της δικτατορίας… Ήταν επίσης αντίθετος με κάθε διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Στις πιέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διακοπή της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Κωνσταντίνος προσφερόταν μάλιστα να εργαστεί για την αναστολή κάθε διεθνούς κριτικής εναντίον της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Χαρακτήρισε «αντιπατριωτική πράξη» κάθε τέτοια κριτική από Έλληνες. Αποδεχόταν το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ένα «ικανοποιητικό πλαίσιο άσκησης των πολιτικών ελευθεριών». Προκύπτει ακόμα από τα νέα αυτά στοιχεία, ότι ο τέως βασιλιάς ουδόλως σκόπευε ν’ αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που τον είχαν υποστηρίξει στο «αντιπραξικόπημα» του Δεκεμβρίου 1967 και ότι επεδίωκε, με κάθε τρόπο, συνάντηση με τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδος για τον διακανονισμό της επιστροφής του.

Η Γυάρος (ή Γιούρα) αποτέλεσε τόπο εξορίας και βασανιστηρίων σε διάφορες περιόδους της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας, από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι την πτώση της χούντας των Συνταγματαρχών, το 1974. Το 1947 κατασκευάστηκε η φυλακή της Γυάρου, που χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς κρατουμένους, οι οποίοι μεταφέρονταν εκεί, κλείνονταν σε κελιά και υποχρεώνονταν σε καταναγκαστικά έργα. Κανείς δεν έφευγε από το νησί, αν δεν υπέγραφε «δήλωση φρονημάτων». Σε πέντε όρμους της Γυάρου δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, διανοίχτηκαν δρόμοι και κατασκευάστηκαν κτήρια από τους ίδιους τους φυλακισμένους, που εξαναγκάστηκαν να χτίσουν τις ίδιες τις φυλακές τους, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος εξαναγκάζεται να σκάψει τον τάφο του… Υπολογίζεται ότι 22.000 άνθρωποι πέρασαν συνολικά από τις φυλακές της Γυάρου, βασανίστηκαν και υπέφεραν γιατί παρέμειναν πιστοί στις αρχές και στα φρονήματά τους (πηγή: greece.terrabook.com)

Δέκα χρόνια αργότερα σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ παραδέχτηκε πως αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω, θα όρκιζε ξανά τη Χούντα! Παγερά και χωρίς καμία αναστολή επίσης παραδέχτηκε την πλήρη αδυναμία του να αντιδράσει στην τότε πολιτική κατάσταση προς όφελος του λαού του και όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Οπωσδήποτε θα την όρκιζα [τη χούντα], οπωσδήποτε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διότι μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο άγνωστο και όταν λέω άγνωστο εννοώ ότι κανένας δεν είχε εξουσία εκείνη τη στιγμή, ο μόνος που είχε εξουσία εάν ήθελε να την ασκήσει ήμουν εγώ, αλλά και ποιος με άκουγε εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ περίεργη η κατάσταση, αλλά θα την όρκιζα την κυβέρνηση». Τέλος ερωτηθείς, αν έχει αισθανθεί την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη για τις εξορίες, τους διωγμούς, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια που έλαβαν χώρα κατά τη βασιλεία του πατέρα του, απήντησε κυνικά: «Δεν αξίζει να ζητήσεις συγνώμη για κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις…!».

Απόκομμα της εφημερίδας «Μακεδονία» για την πάνδημη κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη

«Τα παιδιά μας εγίναν πετρώματα
πολιτείες θαμμένες και μάρμαρα
αεράκι που φέρνει αρώματα
μες στα χρόνια που έρχονται βάρβαρα.
Ρίξε Απρίλη δυο νερά, φέξε και συ φεγγάρι,
άνοιξε γη να ξαναβγεί
το μέγα άνθος της φυλής
εκδίκηση να πάρει»

(Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μουσική: Δημήτρης Λάγιος,
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου, Δίσκος: «Ο Άη-Λαός» 1983)

Το Κίνημα του Ναυτικού και το τέλος της Βασιλείας στην Ελλάδα

Μέχρι το 1973 είχε αυξηθεί η αντίδραση του λαού προς το στρατιωτικό καθεστώς. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Βραδυνή» o Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε ότι μόνη λύση ήταν η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η ανάθεση σχηματισμού της κυβέρνησης σε πολιτικούς και η προκήρυξη εκλογών. Την ίδια εποχή, περί τα τέλη Μαΐου, εκδηλώθηκε το «Κίνημα του Ναυτικού», μια συνωμοτική ενέργεια ομάδας αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το Κίνημα του Ναυτικού, που ετοίμαζαν από το 1969, ωστόσο δεν εκδηλώθηκε, γιατί προδόθηκε στις 22 Μαΐου 1973. Ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις και βασανισμοί.

Το Αντιτορπιλικό «Βέλος»

Το Ναυτικό, στρατιωτικό σώμα με φιλελεύθερη παράδοση, δεν έλαβε ενεργά μέρος στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αυτό φάνηκε και από την παραίτηση του αρχηγού του Κωνσταντίνου Εγκολφόπουλου, αμέσως μετά την επικράτηση των συνταγματαρχών. Η πρώτη αντίδραση του Ναυτικού στη Χούντα εκδηλώθηκε στο αποτυχόν κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (13 Δεκεμβρίου 1967), όταν ο Στόλος εξήλθε στο Αιγαίο. Αμέσως μετά, στελέχη του Ναυτικού της τάξεως του 1940, όπως οι Πλωτάρχες Παππάς, Σέκερης και Μάλιαρης, άρχισαν να οργανώνουν έναν συνωμοτικό πυρήνα εντός του στρατεύματος, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Από τις αρχές του 1969 ο μικρός πυρήνας των στελεχών αυτών άρχισε να μεγαλώνει, με τη συστηματική μύηση αξιωματικών στο κίνημα οι οποίοι έδιδαν όρκο ότι θα αγωνιστούν για την ανατροπή της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα.

Τελευταία φωτογραφία των πρωταγωνιστών του Κινήματος
του Ναυτικού ως αξιωματικών, μετά την ανάκρισή τους
ενώπιον του συμβουλίου που τους απέταξε (kathimerini.gr)

Στο πλαίσιο αυτό είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια: από την απαγωγή του Γεωργίου Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της άσκησης του Στόλου με την επωνυμία «Θρίαμβος» (Αύγουστος 1969), μέχρι την κατάληψη της Κρήτης, της Μήλου και άλλων νησιών και τον εκεί σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την επάνοδο και του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1969). Στην πράξη όμως τα σχέδια αυτά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Τρία χρόνια αργότερα, ο κύκλος των κινηματιών είχε μεγαλώσει, ενώ επίλεκτα μέλη του είχαν καταλάβει καίριες θέσεις στην Ιεραρχία του Ναυτικού. Οι Παππάς, Παπαδόγκωνας, Μάλλιαρης, Γκιόγκεζας, Κουσουρής κ.ά. ήταν όλοι τους διοικητές σε μεγάλα αντιτορπιλικά, έχοντας μυήσει και ανώτερα στελέχη κάθε πλοίου, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πάρουν τα πλοία και να εξεγερθούν κατά της χούντας. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί και αξιωματικοί από τον Στρατό και την Αεροπορία, πολίτες, μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και απόστρατοι αξιωματικοί.

Μετά την εξέγερση της Νομικής, τον Φεβρουάριο του 1973, οι κινηματίες πήραν το λαϊκό μήνυμα και αποφάσισαν να δράσουν. Την απόφασή τους αυτή την κοινοποίησαν στον Ευάγγελο Αβέρωφ και μέσω αυτού στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους. Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία, αφού καταλάμβαναν, θα τοποθετούσαν διοικητή τον απόστρατο ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, που ήταν μυημένος στο Κίνημα. Μόλις επικρατούσαν, θα καλούσαν πολιτικούς όλων των κομμάτων για να σχηματίσουν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.

Επικεφαλής αξιωματικοί του Κινήματος του Ναυτικού

Ως ημερομηνία για την εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε η 22α Μαΐου, όταν στο Αιγαίο θα έπλεε μοίρα Νατοϊκών πλοίων, παρά τις αντιρρήσεις των Παππά, Σέκερη και Παπαθανασίου, που προτιμούσαν την 18η Μαΐου, όταν τρία αντιτορπιλικά θα απέπλεαν σε προγραμματισμένες ασκήσεις με σχεδόν όλη τη δύναμη των Πεζοναυτών. Πρότειναν να κυκλώσουν με τα αντιτορπιλικά τους τα πλοία με τους πεζοναύτες και είτε να τους πάρουν με το μέρος τους, είτε να τους χρησιμοποιήσουν ως ομήρους για να εκβιάσουν τη Χούντα. Η πρότασή τους δεν έγινε αποδεκτή.

Νίκος Παππάς

Την παραμονή της εκδήλωσης του κινήματος, οι μυημένοι αξιωματικοί υποψιάστηκαν ότι το σχέδιό τους είχε γίνει αντιληπτό από τη Χούντα και αποφάσισαν την αναβολή του. Το βράδυ της 22ας Μαΐου, στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή περικύκλωσαν τον Ναύσταθμο, ενώ από το πρωί της 23ης Μαΐου αρχίζουν οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι βασανισμοί. Η Χούντα με ανακοίνωσή της έκανε λόγο για «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», αποκρύβοντας το πραγματικό μέγεθος του κινήματος, που το γνώριζε πολύ καλά. Σε ηρωική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού ανεδείχθη ο απόστρατος ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο οποίος βασανίστηκε απάνθρωπα στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί 47 ημέρες και έμεινε ανάπηρος σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Στις 25 Μαΐου 1973, το πολεμικό πλοίο «Βέλος», με κυβερνήτη τον Νίκο Παππά, έναν από τους πρωτεργάτες του Κινήματος, αποχώρησε από την άσκηση του ΝΑΤΟ, που διεξαγόταν στα ανοικτά της Σαρδηνίας και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου κυβερνήτης και πλήρωμα ζήτησαν πολιτικό άσυλο, ρίχνοντας με αυτό τον τρόπο την αυλαία του Κινήματος του Ναυτικού. Η ενέργειά του αυτή έλαβε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς και κατέδειξε ότι η αντίθεση στη Δικτατορία ήταν μεγάλη και μέσα στο στράτευμα.

Το σύνολο των συλληφθέντων στο Κίνημα του Ναυτικού ήταν 79 άτομα. Από αυτούς, οι 63 ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού (60 εν ενεργεία και τρεις απόστρατοι), πέντε του Στρατού ξηράς (τρεις απόστρατοι και δύο εν ενεργεία), πέντε της Αεροπορίας (εν ενεργεία) και έξι ιδιώτες. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι έως τις 27 Αυγούστου 1973 και κανείς τους δεν οδηγήθηκε σε δίκη, αφού έλαβαν αμνηστία. Προφανώς η χούντα θα απέφευγε ν’ αντιπαρατεθεί με ένα ολόκληρο Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων.. Το Κίνημα του Ναυτικού μπορεί να απέτυχε οργανωτικά, αλλά πέτυχε πολιτικά. Διότι έκανε φανερό ότι το καθεστώς των Απριλιανών κλονιζόταν στη βάση του, που ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Το καθεστώς Παπαδόπουλου προσπάθησε στη συνέχεια να δείξει ένα «φιλελεύθερο» πρόσωπο, αλλά μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ανετράπη από τους σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς του Δημ. Ιωαννίδη.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέφυγε να πάρει δημοσίως θέση για το Κίνημα του Ναυτικού και να το καταδικάσει. Ο Παπαδόπουλος εκδικούμενος προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε «Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», την 1η Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από σχετικό δημοψήφισμα – παρωδία τον Ιούλιο του ιδίου έτους. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του «ΝΑΙ» (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας). Την 1η Ιουνίου 1973 έπαψε και τυπικά ο Κωνσταντίνος να είναι Βασιλεύς της Ελλάδος. Οι πολιτικοί δεν αναγνώρισαν την αλλαγή του πολιτεύματος και δήλωσαν, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος, όταν θα αποκαθίστατο η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας διορίζοντας ταυτόχρονα μία κυβέρνηση πολιτικών προσώπων με επικεφαλής τον παλαιό αρχηγό του Κόμματος των Προοδευτικών Σπύρο Μαρκεζίνη, σκοπεύοντας σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Νοέμβριο όμως του 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανετράπη από τον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, τον αποκαλούμενο «αόρατο δικτάτορα» και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.

Μιχ. Βαρδάνης

Μεταξύ των αξιωματικών που συνελήφθησαν τότε από τις ένοπλες δυνάμεις ήταν και ο ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης, γεννηθείς το 1936 στην Απείρανθο της Νάξου, ο οποίος υπέστη επί μήνες απάνθρωπα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 4 Σεπτεμβρίου 1974 είχε δηλώσει: «Όσα έχω υποστεί δεν αξίζει καν να αναφερθούν, όταν υπάρχουν ο Σπύρος Μουστακλής, το ζωντανό αυτό μνημείο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ, ο ανάπηρος συνταγματάρχης Δημ. Οπρόπουλος και όταν θυμάμαι τα θύματα των βασανιστών που δεν επέζησαν για να γίνουν μάρτυρες της θηριωδίας των εγκαθέτων της χούντας». Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ ο Βαρδάνης υπέστη πρωτοφανή σε σκληρότητα βασανιστήρια από τη γνωστή ομάδα των βασανιστών (ταγματάρχη Σπανό, λοχία Πέτρου, λοχαγό Μπέλο, Χατζηζήση, Κόφα ιατρό, Αντωνόπουλο). Του ζητούσαν να πει ό,τι γνώριζε για το κίνημα του ναυτικού και για την οργάνωση ΑΕΝ. Αρχιβασανιστής του ήταν ο λοχίας Μ. Πέτρου. Ο ίδιος αφηγείται: «Από την 1η μέχρι τις 14 Ιουνίου 1973, αρχίζει η σκληρότερη εμπειρία της ζωής μου με το άγριο ξύλο, το μαρτύριο της ορθοστασίας στο ένα πόδι, που ήταν ένα μαρτύριο καινούριο και εξοντωτικό. Μόλις παρέλυε το πόδι και έπεφτε, αυτοί ορμούσαν κυριολεκτικά να με κατασπαράξουν», το ηλεκτροσόκ, οι παραισθήσεις, το κτύπημα στις πατούσες κ.λπ.» και συνεχίζει: «Μια κουστωδία δημίων με οδηγούσε σε μια αγχόνη. Μια στήλη ηλεκτρικού φορτίου υπήρχε εκεί. Πολεμούσαν με κάθε μέσο να με ακουμπήσουν. Έβλεπα τον αφανισμό μου και προσπαθούσα να παρασύρω τουλάχιστον έναν απ’ αυτούς. Αυτό το κατάλαβα όταν άκουσα μια κραυγή, του Μιχάλη ίσως, που φώναζε: «Άτιμε πήρα κι εγώ». Αυτό ήταν από κει κι ύστερα βρήκα πάλι τον εαυτό μου, αλλά ετοιμοθάνατο πλέον. Αισθανόμουν πως είχα παραμορφωθεί. Άκουγα όμως καθαρά φωνές από τους τοίχους «Βαρδάνη θα πεθάνεις». Ούρλιαζα και για να σταματώ τις κραυγές, ο «καλός» μου Μιχάλης έβαζε μοχλό το γκλοπ του στο στόμα μου φωνάζοντας: «Έχεις βρε κερατά και γερά δόντια». Ο Μιχάλης Βαρδάνης παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Αύγουστο 1973, οπότε αποφυλακίστηκε (24 Αυγούστου) με τη γενική αμνηστία που έδωσε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος. Μετά την απόταξή του, συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του και ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία. Απεβίωσε το 2014.

Αναμφίβολα, η πλέον εμβληματική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού και εν γένει του Αντιδικτατορικού αγώνα είναι ο ηρωικός ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, Σπύρος Μουστακλής (Μεσολόγγι 1926 – Αθήνα, 28 Απριλίου 1986), ο οποίος βασανίστηκε άγρια από τη Χούντα των Συνταγματαρχών με αποτέλεσμα την παράλυσή του, αλλά και τον θάνατό του, σε ηλικία 60 ετών. Ο Σπύρος Μουστακλής αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1948. Κατετάγη εθελοντής στην Εθνική Αντίσταση, στην οργάνωση ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ με στρατηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα, στις 2 Απριλίου 1943 μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ως μέλος της οργάνωσης έλαβε μέρος στις παρακάτω μάχες: α) 4 Ιουλίου 1943 στη Γέφυρα Αχελώου κατά των Ιταλών, β) 16-17 Ιουλίου 1943 στη Μακρυνόρο, Σαραντίνα Κρίκελο κατά των Ιταλών, γ) 2-3 Οκτωβρίου 1943 στον Άγιο Γεώργιο Καστανοχωρίου (Τσακνοχώρι) κατά των Γερμανών, δ) 16-17 Οκτωβρίου 1943 στους Χαλκιοπούλους Βάλτου κατά των ΕΛΑΣιτών, ε) 21 Οκτωβρίου 1943 στη μάχη Τετρακώμου κατά των Γερμανών, στ) 3-7 Σεπτεμβρίου 1944 στο Κορφοβούνι και Φιλιππιάδα κατά των Γερμανών, ζ) 21 Δεκεμβρίου 1944 στον Προφήτη Ηλία Άρτας κατά ΕΛΑΣιτών, όπου τραυματίσθηκε (συντριπτικό κάταγμα περόνης) και διακομίσθηκε για νοσηλεία στο Συμμαχικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (Polish General Hospital) στο Μπάρι Ιταλίας. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο (1948-1949) ως ανθυπολοχαγός (Μάχες Βελούτας, Τούρκα Βάλτου, Γέφυρα Κόρακα Τριχωνίδος, Τρίκορφο κ.λπ.) και στη συνέχεια συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας ως υπολοχαγός.

Επάνω: Ο Σπύρος Μουστακλής σε νεαρή ηλικία και με τη σύζυγό του Χριστίνα. Στο κέντρο: Με τη στρατιωτική στολή του και σε αναπηρικό αμαξίδιο μετά τον βασανισμό του από τη χούντα. Δημοσιεύματα εφημερίδων για τον θάνατό του, στις 28 Απριλίου 1986. Κάτω αριστερά: Ταΐζοντας ένα ελαφάκι στην αγαπημένη του ασχολία, το κυνήγι και στους ώμους της νέας γενιάς στους εορτασμούς για την επέτειο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Κάτω δεξιά: Με τον συναγωνιστή του στο Κίνημα του Ναυτικού, ναύαρχο Λεωνίδα Βασιλικόπουλο

Το 1967 η Χούντα έθεσε σε διαθεσιμότητα 4.000 αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων και τον Σπύρο Μουστακλή, με την ποινή της «απόταξης με ενδείξεις». Για την απόταξή του προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ωστόσο απέρριψε την αίτησή του, οπότε απετάχθη οριστικά από τον Ελληνικό στρατό, στις 13 Νοεμβρίου 1967 με τον βαθμό του ταγματάρχη, ως δημοκρατικός και αντίθετος του καθεστώτος της Δικτατορίας. Τότε ουσιαστικά ξεκινά η αντιδικτατορική δράση του. Το 1969 συνελήφθη, για πρώτη φορά, για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή ομάδα «Ελεύθεροι Έλληνες» και οδηγήθηκε από την Ασφάλεια σε ένα ξενοδοχείο στη Βαρυμπόμπη, το οποίο οι χουντικοί είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Το Πάσχα του 1970 εστάλη εξορία στη Σαμοθράκη και έπειτα από περίπου έναν χρόνο, στο χωριό Καστρί του νομού Αρκαδίας και πάλι στη Σαμοθράκη. Στις 21 Δεκεμβρίου 1971 με διάταγμα που εκδόθηκε από το καθεστώς, αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και εκείνος.

Τον Μάιο του 1973 ο Σπύρος Μουστακλής υπήρξε ένας από τους λίγους αξιωματικούς του στρατού ξηράς που συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού. Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του ναυτικού ως ταγματάρχης, καθώς όμως το κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν την εκδήλωσή του, μεταξύ των λοιπών αξιωματικών συνελήφθη και ο ίδιος, στις 22 Μαΐου 1973 και φυλακίστηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί 47 ημέρες, όπου βασανίστηκε άγρια. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων που του έγιναν, από ομάδα υπό τον βασανιστή Αναστάσιο Σπανό, τα πολλαπλά και βάναυσα χτυπήματα στην περιοχή της καρωτίδας του προκάλεσαν εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να διακομιστεί, με καθυστέρηση πολλών ωρών, στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και με αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο», προκειμένου να προκληθεί σύγχυση και να μη γίνει αντιληπτό το συμβάν. Από τα χτυπήματα του προκλήθηκε ολική παράλυση των δεξιών του άνω και κάτω άκρων και απώλεια της ικανότητάς του για ομιλία. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών και ακολούθως στο ΚΑΤ, για να υποβληθεί σε φυσικοθεραπείες για την αποκατάσταση της υγείας του. Κατάφερε μετά από τιτάνια προσωπική του προσπάθεια και με επισταμένη ιατρική βοήθεια να περπατήσει, χωρίς όμως ποτέ ξανά να καταφέρει να μιλήσει.

Δεκάλεπτο απόσπασμα από ντοκιμαντέρ για τη Χούντα, που προβλήθηκε το 1994 από την κρατική τηλεόραση. Μιλά η σύζυγος του Σπύρου Μουστακλή, Χριστίνα, εκ μέρους του συζύγου της, για τις διώξεις και τα βασανιστήρια που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Προβάλλονται επίσης απόσπασμα συνεντεύξεως του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου από τη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1967 καθώς και σπάνια πλάνα από τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (Νοέμβριος 1973)

Ο Σπύρος Μουστακλής απεβίωσε στις 28 Απριλίου 1986. Μετά τον θάνατό του, του απενεμήθη τιμητικά ο βαθμός του Αντιστρατήγου και το όνομά του στο κέντρο νεοσυλλέκτων του Μεσολογγίου (2/39 Σύνταγμα Ευζώνων), όπου υπάρχει και η προτομή του. Προτομή του επίσης έχει ανεγερθεί στα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ (σήμερα πάρκο Ελευθερίας) στην Αθήνα. Ακόμη, υπάρχουν πάρκο και πλατεία με την προτομή του, στην Ερμούπολη Σύρου και στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, αντίστοιχα. Το όνομά του έχει δοθεί σε οδούς στην Πυλαία και στις Συκιές Θεσσαλονίκης και στη συνοικία της πόλης Τριανδρία, στην Καλαμαριά, στην Ερμούπολη και στη Βάρη της Σύρου, στις Σέρρες, στα Χανιά, στη Σητεία, στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Παραλία Πατρών, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στην Κομοτηνή, στη Λαμία, στη Λάρισα, καθώς και εντός του Πολεοδομικού συγκροτήματος Αθηνών – Πειραιώς, στο Ίλιον, στη Λυκόβρυση, στο Ηλιακό Χωριό Πεύκης, στο Μαρούσι, στη Νέα Ερυθραία, στο Αιγάλεω και στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας.

Η κα Χριστίνα Μουστακλή σε μία συνέντευξη – ιστορικό ντοκουμέντο σκιαγραφεί με έναν μοναδικό τρόπο τη ζωή και τους αγώνες του συζύγου της και ηρωικού ταγματάρχη του Ελληνικού στρατού, Σπύρου Μουστακλή. Η αφήγησή της συγκλονίζει, 46 χρόνια μετά τα άγρια βασανιστήρια, στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ, που κατέστησαν τον σύζυγό της ανάπηρο αλλά και παντοτινό σύμβολο της αντίστασης στην τυραννία. Μία συνέντευξη που καθήλωσε χιλιάδες τηλεθεατές:

Η κα Χριστίνα Μουστακλή – Δημητρακάκη

Μια Γυναίκα – σύμβολο, σύζυγος του ήρωα αγωνιστή του αντιδικτατορικού Αγώνα Σπύρου Μουστακλή και συνοδοιπόρος του σε κάθε δοκιμασία, σε κάθε διωγμό, στις πιο σκληρές ώρες της φρίκης και της πάλης. Γυναίκα, σύζυγος, μητέρα, επιστήμονας, εργαζομένη, πολίτης. Τίμησε και εξακολουθεί να τιμά υποδειγματικά κάθε ρόλο της με απαράμιλλη αξιοπρέπεια, ήθος, καρτερία, ευγένεια. Αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της υγείας του συζύγου της μετά τον απάνθρωπο βασανισμό του από τη χούντα, για τη διατήρηση άσβεστης της ιερής μνήμης του, για τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ιστορία, την αλήθεια. Την τιμούμε και την ευχαριστούμε γι’ αυτό που είναι και σημαίνει για όλους εμάς, για κάθε Έλληνα, για κάθε άνθρωπο!

Η νεκρώσιμος ακολουθία του Σπύρου Μουστακλή στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και η ταφή του στο Μεσολόγγι, την 30ή Απριλίου 1986:

Κατάλυση του Συντάγματος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών

Η περίοδος 1967-1974 υπήρξε η πιο επώδυνη θεσμικά και συνταγματικά περίοδος της συνταγματικής μας ιστορίας και πρέπει να μας υπενθυμίζει πάντα την αξία της περιφρούρησης και της διαφύλαξης του θεμελιώδους νόμου της Πολιτείας. Το Σύνταγμα και η δημοκρατική αρχή, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ο δικαστικός έλεγχος, οι ατομικές ελευθερίες, η πολιτική ισότητα καθώς και κάθε έννοια δημοκρατικής νομιμότητας παραβιάσθηκαν, καταλύθηκαν, καταστρατηγήθηκαν και αποστεώθηκαν από το καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα μας από τη χούντα των συνταγματαρχών.

Στην κατάλυση του Συντάγματος από την Απριλιανή δικτατορία το 1967 έχει γίνει δεκτό ότι συνέτεινε τόσο ο αυταρχικός χαρακτήρας του Συντάγματος του 1952 όσο και η σταδιακή επικράτηση στον Συνταγματικό βίο της χώρας του λεγόμενου «Παρασυντάγματος». Συγκεκριμένα, το ισχύον μέχρι την 21η Απριλίου 1967 Σύνταγμα του 1952 περιελάμβανε ρητή πρόβλεψη δυνάμει της οποίας επιτρεπόταν η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας όχι μόνο λόγω εξωτερικής απειλής, αλλά και για την αντιμετώπιση των εσωτερικών εχθρών της διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Τούτο, σε συνδυασμό με την απουσία αυστηρών προϋποθέσεων για την ενεργοποίηση της κατάστασης πολιορκίας, δημιούργησε μια de facto πραγματικότητα διαρκούς κατάστασης ανάγκης, υπό το πρόσχημα τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών εχθρών. Η δυνατότητα αυτή που επέτρεπε το Σύνταγμα του 1952 νομοθετικά εκφράστηκε κυρίως με την παράλληλη ισχύ των Συντακτικών πράξεων και των Ψηφισμάτων της περιόδου 1944-1952, αλλά και με την κάμψη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και τη σταδιακή υποκατάστασή της από τα νομοθετικά διατάγματα και από έναν αξιοσημείωτο αριθμό αντισυνταγματικών πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδίδονταν δίχως καμία νομοθετική εξουσιοδότηση.

Πομπή τεθωρακισμένων οχημάτων του στρατού κατεβαίνει
την οδό Πατησίων στο ύψος του Πολυτεχνείου (21 Απριλίου 1967)

Επάνω: Το Βασιλικό Διάταγμα 287 της 27ης Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 62/29.04.1967) περί αναθέσεως σε δικαστικούς λειτουργούς καθηκόντων εκτάκτων στρατοδικών

Διαμορφώθηκε έτσι το λεγόμενο «Παρασύνταγμα» της περιόδου 1952-1967, που κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση καθιστούσε διάτρητο το Σύνταγμα του 1952, αφού διαμόρφωνε ουσιαστικά δύο παράλληλες έννομες τάξεις: μία στην οποία ίσχυαν οι συνταγματικές διατάξεις και μία στην οποία ίσχυαν -δυνάμει του Συντάγματος- οι αντισυνταγματικές διατάξεις των ποικίλων Συντακτικών Πράξεων και Ψηφισμάτων. Όλα αυτά λειτούργησαν ως νοσηρά συμπτώματα της συνταγματικής κρίσης της περιόδου 1952-1967, κατά την οποία οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες είτε παρακάμπτονταν συστηματικά και απροκάλυπτα είτε βρίσκονταν στον αστερισμό μιας διαρκούς, υποτιθέμενης «καταστάσεως ανάγκης». Έτσι, ενώ τα νομοθετικά διατάγματα προβλέφθηκαν ως νομοθετικοί μηχανισμοί εξαιρετικού χαρακτήρα, τελικά την περίοδο εκείνη αποτέλεσαν τον κανόνα, γεγονός που αναμφίβολα συνέτεινε στην τελική συνταγματική εκτροπή που επέβαλε η δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967. Ενδεικτικό της καθυπόταξης του νομοθετικού σώματος στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας είναι ότι κατά την περίοδο 1952-1967 εκδόθηκαν συνολικά 964 νόμοι κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία έναντι 1.358 νομοθετικών διαταγμάτων! Παρομοίως δε και η νομολογία της εποχής εκείνης επιβεβαιώνει την αδυναμία ακόμα και του δικαστικού ελέγχου αυτών των νομοθετικών διαταγμάτων ως προς τη συνδρομή των λόγων «εξαιρετικής σημασίας» που δικαιολογούσαν την έκδοσή τους. Συμπερασματικά, το Σύνταγμα του 1952 υπήρξε ένα αυταρχικό και συντηρητικό σύνταγμα ακριβώς επειδή αποτέλεσε αντανάκλαση του ίδιου του μετεμφυλιακού κράτους το οποίο υπήρξε βαθύτατα αυταρχικό κράτος, σε βαθμό που, πολλές φορές, έγγιζε τα όρια του αστυνομικού τύπου κράτους.

Επάνω: Ο Αναγκαστικός Νόμος 12 της 20ής Μαΐου 1967 (ΦΕΚ Α’ 76/20.05.1967) περί δυνατότητας διορισμού δικαστικών και εν γένει δημοσίων λειτουργών, αξιωματικών του στρατού και δικηγόρων σε θέσεις του υπουργικού συμβουλίου κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων

Η δικτατορία που εγκαθιδρύθηκε την 21η Απριλίου 1967 ψήφισε δύο ψευδεπίγραφα «συνταγματικά» κείμενα, τα οποία, σε καμία περίπτωση, δεν δύνανται να θεωρηθούν «Συντάγματα» με όρους συνταγματικής νομιμότητας και δημοκρατίας, καθώς καμία απολυταρχία δεν δύναται να συνταγματοποιηθεί.. Το πρώτο από τα δικτατορικά Συντάγματα ήταν το «Σύνταγμα» του 1968 το οποίο επεβλήθη μετά από σχετικό δημοψήφισμα – παρωδία της 29ης Σεπτεμβρίου 1968, που διεξήγαγε το καθεστώς χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση. Στο δημοψήφισμα εκείνο απαγορεύτηκε η ψήφος σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους καθώς και σε όσους είχαν συλληφθεί ή εκτοπιστεί από τον Απρίλιο του 1967 έως τότε. Το δημοψήφισμα του 1968 προκηρύχθηκε στο ΦΕΚ Α’ 170/5.8.1968, το δε «Σύνταγμα» του 1968 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 267/15.11.1968 (βλ. ακολούθως).

Επάνω: H προκήρυξη του Δημοψηφίσματος της 29ης Σεπτεμβρίου 1968

Ενδεικτικό της ανελευθερίας είναι το άρθρο 24 του δικτατορικού Συντάγματος του 1968, με το οποίο οριζόταν ότι όποιος «καταχράται» το άσυλο της κατοικίας, της ελευθερίας εκφράσεως των στοχασμών ιδίως διά του Τύπου, του απορρήτου της ανταποκρίσεως, της ελευθερίας της συναθροίσεως, της ελευθερίας ιδρύσεως συνεταιρισμών και ενώσεων προσώπων και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για να αγωνιστεί εναντίον του καθεστώτος, στερείται των δικαιωμάτων του αυτών ή και του συνόλου των δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα(!). Ομοίως αξιοσημείωτες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος του 1968, που κατοχύρωναν την εξουσία του βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου (δηλ. της χουντικής κυβερνήσεως), να αναστέλλει την εφαρμογή των άρθρων του Συντάγματος που προέβλεπαν θεμελιώδεις ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα, να θέτει σε εφαρμογή τον νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας και να συστήνει έκτακτα δικαστήρια, για λόγους που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, σοβαρή διαταραχή ή έκδηλη απειλή της δημόσιας τάξης και ασφάλειας του Κράτους από εσωτερικούς κινδύνους, όπως η χούντα θα ερμήνευε εν συνεχεία αυτούς τους «εσωτερικούς κινδύνους» για το καθεστώς της!

Μια εικόνα χίλιες λέξεις.. Από τη στρατοκρατούμενη Αθήνα του Νοέμβρη 1973

Επάνω: Το επίσημο κείμενο του δικτατορικού Συντάγματος του 1968

Από τη σφοδρή προπαγάνδα της χούντας υπέρ του ΝΑΙ κατά το δημοψήφισμα του 1973

«Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια»

(Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος,
Ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης)

Το δεύτερο «Σύνταγμα» της χούντας ήταν εκείνο του 1973, που προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος και συγκεκριμένα την προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η αλλαγή της πολιτειακής καταστάσεως της χώρας προέκυψε ως μια «φιλελεύθερη» αντίδραση του καθεστώτος ενόψει της φοιτητικής εξέγερσης της Νομικής (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1973) και του Κινήματος του Ναυτικού της 23ης Μαΐου 1973, που είχε εκδηλωθεί για την ανατροπή της Χούντας. Το «Σύνταγμα» του 1973 (βλ. κατωτέρω) χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους χουντικούς ως «επαναστατικό», δεδομένου ότι αντέβαινε στο άρθρο 137 παρ. 1 του προηγουμένου δικτατορικού Συντάγματος του 1968, το οποίο ανέφερε ότι «οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, καθώς και εκείνες που ορίζουν τη μορφή κυβερνήσεως ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας δεν μπορούν ποτέ να αναθεωρηθούν». Για την ψηφισή του το καθεστώς είχε προβεί ήδη από τον Ιούλιο του 1973 στη διεξαγωγή ενός ακόμα, επίσης αυθαιρέτου δημοψηφίσματος για την κατάργηση ή μη της μοναρχίας στην Ελλάδα, παρ’ όλο που η κατάργηση της μοναρχίας και η κήρυξη του βασιλιά «εκπτώτου» είχαν ήδη συντελεστεί από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο με Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 (βλ. κατωτέρω). Η κατάργηση της μοναρχίας με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 θεωρήθηκε ως μια μορφή «τιμωρίας» από το καθεστώς του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος από το εξωτερικό, όπου είχε μεταβεί ήδη από τα τέλη του 1967, δεν προέβη ρητά σε καταδίκη του Κινήματος του Ναυτικού, γεγονός που εξελήφθη από τη χούντα ότι σήμαινε πως σιωπηρώς το στήριζε εναντίον του καθεστώτος.

Επάνω: Η Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 (ΦΕΚ Α’ 118/01.06.1973) περί καθορισμού της μορφής του Πολιτεύματος της Χώρας ως Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας

Με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973, η Χούντα είχε -ήδη από τότε- καθιερώσει τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, με προσωρινό πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, πολύ πριν το ζήτημα τεθεί στην κρίση του Ελληνικού λαού με το δημοψήφισμα που ακολούθησε. Παρ’ όλα αυτά το δημοψήφισμα, αν και παντελώς αυθαίρετο, διεξήχθη και επικύρωσε a posteriori το νέο Σύνταγμα και την αβασίλευτη μορφή του Πολιτεύματος, με ποσοστό 21,56% των Ελλήνων να υποστηρίζει τη μοναρχία και 78,44% να ψηφίζει υπέρ της καταργήσεώς της. Το «Σύνταγμα» του 1973 δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α’ 266/4.10.1973, δεν εφαρμόστηκε ποτέ και μετά την πτώση του καθεστώτος, τον Ιούλιο του 1974, αντικαταστάθηκε από το σημερινό Σύνταγμα της Ελλάδος του 1975, όπως ψηφίστηκε και ισχύει, μετά και τις αναθεωρήσεις που συντελέστηκαν, καθ’ όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης έως και σήμερα.

Επάνω: Το επίσημο κείμενο του δικτατορικού Συντάγματος του 1973

Επάνω: Το διάγγελμα που απηύθυνε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προς τον Ελληνικό λαό, τον Ιούνιο του 1973, ενόψει της ψηφίσεως του νέου Συντάγματος και της καταργήσεως της βασιλείας

Λογοκρισία και Αντίσταση

Το καθεστώς, που έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή ως «Χούντα* των Συνταγματαρχών» ή «Επταετία», προχώρησε από τις πρώτες ώρες της 21ης Απριλίου 1967 σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και σε απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και στην καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Κάθε άρθρο εφημερίδας, κάθε έργο τέχνης, έπρεπε να έχει την έγκριση των αξιωματικών της αρμόδιας επιτροπής που έδρευε στο Υπουργείο Τύπου, επί της οδού Ζαλοκώστα.

Αριστερά: Η Ελένη Βλάχου στο γραφείο της. Το 1967 διέκοψε αυτόβουλα την έκδοση όλων των εντύπων της ως διαμαρτυρία στη Χούντα. Δεξιά: Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει στο Ανόβερο για τη Χούντα (29 Απριλίου 1970) (news247.gr)

Οι εφημερίδες «Καθημερινή», «Μεσημβρινή» και «Ελευθερία» αποφασίζουν να διακόψουν την έκδοσή τους το 1967, αντιδρώντας στη στρατιωτική δικτατορία. Η χούντα επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό στην εκδότρια της «Καθημερινής», Ελένη Βλάχου, αλλ’ εκείνη, στις 15 Δεκεμβρίου του 1967, δραπέτευσε πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού της σε διπλανή οικία. Στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Από εκεί εξέδιδε το περιοδικό «Hellenic Review» στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενα και σκίτσα κατά της δικτατορίας.

(* Η λέξη «Χούντα», η οποία έχει επικρατήσει για να υποδηλώνει τα δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο, προέρχεται από την ισπανική λέξη «Junta», που σημαίνει «σύνδεσμος» ή γενικότερα «επιτροπή διοίκησης», «συμβούλιο διοίκησης»).

Υπολογίζεται ότι το καθεστώς λογοκρισίας, που επεβλήθη από τη χούντα, απαγόρευσε με διατάγματα την κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, αρχίζοντας μάλιστα από τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς: Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αριστοφάνη και καταλήγοντας σε νεώτερους ξένους συγγραφείς, όπως ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Τόμας Μαν, ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Αλμπερ Καμύ και ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Φυσικά ούτε συζήτηση για τα έργα του Κώστα Βάρναλη, του Γιάννη Ρίτσου, του Βασίλη Ρώτα, του Μάρκου Αυγέρη και πολλών άλλων Ελλήνων λογοτεχνών με αριστερό προσανατολισμό. Επίσης, απαγορεύτηκε ρητά η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε η Μελίνα Μερκούρη, οι ταινίες του Κώστα Γαβρά και πολλές άλλες ακόμα.

Την περίοδο της επταετίας, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων διανοουμένων, πολιτικών και καλλιτεχνών κατέφυγαν στο εξωτερικό, κυρίως στο Παρίσι, που προσέφερε έναν ιδανικό χώρο για την ανάπτυξη πολιτικού αγώνα και για την εξ αποστάσεως στήριξη της αντίστασης και του αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα. Το 1971 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της Μελίνας Μερκούρη, όπου, μεταξύ άλλων, η διεθνούς φήμης Ελληνίδα ηθοποιός αναφέρει: «Θα πολεμήσω τη Χούντα ώσπου να πεθάνω!». Στο απόγειο της δόξας της, όταν θριάμβευε στο Broadway πρωταγωνιστώντας στη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή», θα εγκατέλειπε τα πάντα, για ν’ αφοσιωθεί -ψυχή τε και σώματι- στον αντιδικτατορικό αγώνα. Κατά τη διάρκεια της επταετίας πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε συναυλίες, διοργάνωσε πορείες αντιδικτατορικού χαρακτήρα, συνάντησε πολιτικούς και πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποιήσει ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών. Σε βάρος της έγιναν απόπειρες δολοφονίας και το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα οργανώθηκε, ώστε να την αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο.

Μελίνα Μερκούρη

«Μια φορά κι έναν καιρό
στη φωτιά και στον αγώνα.
Την αντίκρισα θαρρώ
σαν μια κόκκινη σταγόνα …»


(Στίχοι: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη)

«Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν, Απαγορεύομεν …»

«Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία / κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία / κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία / πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία / εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά …»

Δαχτυλογραφημένοι σε μια κόλλα χαρτί οι στίχοι της Κωστούλας Μητροπούλου και από κάτω χειρόγραφα: «Απερρίφθη υπό της Α/θμίου Επιτροπής διότι δια της προφανούς μεταφορικής εννοίας των στίχων προσβάλλεται η ιδέα της ελευθερίας (παρομοίωσις με μάντρα παλαιών υλικών κ.λπ.)», με την υπογραφή του Τμηματάρχη Κ. Δημητρίου. Ο «Δρόμος» του αείμνηστου Μάνου Λοΐζου είναι ένα μόνο από τα αμέτρητα τραγούδια που λογοκρίθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Και δεν ήταν μόνο τα τραγούδια, ήταν και κινηματογραφικά έργα και θεατρικές παραστάσεις και εφημερίδες και βιβλία… «Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν, Απαγορεύομεν …», λέξεις που κυριαρχούσαν στο καθεστώς της ασφυκτικής προληπτικής και κατασταλτικής λογοκρισίας που επέβαλε στον Τύπο, στην εκπαίδευση και σε κάθε εκδοχή της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στη χώρα η επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών.

Μίκης Θεοδωράκης

Λίγο μετά την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αρχηγού τότε τη Νεολαίας Λαμπράκη, απαγορεύθηκε σε όλη την ελληνική Επικράτεια, με το υπ’ αριθ. 13/1-6-1967 ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου ελληνικού στρατού Οδυσσέα Αγγελή, με την αιτιολογία ότι «εξυπηρετούσε τον κομμουνισμό». Σύμφωνα με το διάταγμα, όποιος εκτελούσε ή ανατύπωνε μουσικά έργα του Μ. Θεοδωράκη ή έστω τραγουδούσε τραγούδια της κομμουνιστικής νεολαίας (η οποία είχε ήδη διαλυθεί από τη χούντα με το διάταγμα της 6ης Μαΐου 1967) που εθεωρούντο ότι «υποκινούσαν πάθη και διενέξεις», παραπεμπόταν άμεσα στο στρατοδικείο και καταδικαζόταν «σύμφωνα με τις διατάξεις της έκτακτης νομοθεσίας». Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, οι Έλληνες έχαναν την προσωπική τους ελευθερία, καταδικάζονταν από τα στρατοδικεία της χούντας και φυλακίζονταν υπό απάνθρωπες συνθήκες αντιμέτωποι με εκτοπίσεις και βασανιστήρια, επειδή ..τραγουδούσαν..!

Το Ειδικό διάταγμα Αγγελή με το οποίο απαγορεύτηκε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αναζητώντας προκάλυμμα νομιμότητας, εκμεταλλεύτηκε το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο «έκτακτης ανάγκης» και «προληπτικής λογοκρισίας» ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις διασταλτικά και κατά το δοκούν. Παράλληλα, προχώρησε στον επανέλεγχο κινηματογραφικών ταινιών που είχαν παραχθεί πριν από την 21η Απριλίου, συγκρότησε λίστα με απαγορευμένα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, ενώ επέβαλε και προληπτική λογοκρισία στον Τύπο και τις εκδόσεις μέχρι το 1969. Τροποποιήσεις έγιναν και στο νομικό πλαίσιο επιβολής λογοκρισίας, ιδίως στη σύσταση των επιτροπών ελέγχου, που αποτελούνταν μετά το 1969 όχι μόνο από ανώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομίας, αλλά και από ιδιώτες, όπως σκηνοθέτες, κινηματογραφικούς παραγωγούς, μουσικοσυνθέτες, θεατρικούς συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου, νομικούς, λογοτέχνες κ.ά.

Γιάννης Μαρκόπουλος, Κωστούλα Μητροπούλου, Διονύσης Σαββόπουλος, Μάνος Λοΐζος. Τα έργα τους λογοκρίθηκαν από τη Χούντα

Σφραγίδα λογοκρισίας

Στις επιτροπές, ιδίως την περίοδο 1967-1969, κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί, με τον συνταγματάρχη Βρυώνη επικεφαλής των υπηρεσιών λογοκρισίας. Οι διατάξεις του νομικού πλαισίου προληπτικής λογοκρισίας καθιστούσαν προφανές το τι λογοκρινόταν, αν και τα σχετικά ντοκουμέντα αποδεικνύουν ότι η φαντασία και ο παραλογισμός των λογοκριτών ήταν ανεξάντλητα! Το 1970 η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών υπήχθη στον πρωθυπουργό και μετονομάστηκε Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών. Στο απριλιανό καθεστώς, η περίοδος 1967-1969 αποτέλεσε τη σκληρότερη φάση της λογοκρισίας που επεβλήθη από τους συνταγματάρχες, ενώ έγινε πιο ελαστική το 1969-1973 στο πλαίσιο ενός ψευδεπίγραφου δημοκρατικού «ανοίγματος» του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Την περίοδο του Ιωαννίδη ο κύκλος κλείνει με την αυστηρότητα του «λογοκρίνειν» να επανέρχεται.

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ο αντικομμουνισμός μετατράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της κυρίαρχης ιδεολογίας του κράτους και της άρχουσας τάξης, λαμβάνοντας θεσμικό χαρακτήρα. Οι νικητές του εμφυλίου ήθελαν να θωρακίσουν το αστικό πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο εξαλείφοντας οποιαδήποτε υπαρκτή ή φανταστική κομμουνιστική απειλή και αποκόπτοντας τους κομμουνιστές από τα μέσα προπαγάνδας της ιδεολογίας τους. Έτσι, ταινίες, θεατρικά κείμενα, λογοτεχνικά έργα κ.λπ. με αναφορές στον κομμουνισμό και εν γένει στην αριστερή ιδεολογία, απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν.

Κατάλογος λογοκριθέντων κινηματογραφικών ταινιών

«Απερρίφθη … διότι εκδηλώνει σαφώς αντίθεσιν προς τα όνειρα, τα ιδανικά της φυλής μας», γράφει ο λογοκριτής για τους στίχους του τραγουδιού «Οι Έλληνες έναν καιρό» του Κ.Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου). Και κάτω από το «Ζεϊμπέκικο» το γνωστό «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια», του Διονύση Σαββόπουλου, έγραψε: «Απερρίφθη… διότι δεν συνεμμορφώθη με τας υποδείξεις». Το «Ο» δίπλα από τον τίτλο του τραγουδιού, που περνούσε από λογοκρισία, σήμαινε «ακατάλληλο» και το «Δ» «διφορούμενο». Βιβλία λογοκρίθηκαν γιατί είχαν κόκκινο εξώφυλλο ή επειδή το επώνυμο του συγγραφέα είχε κατάληξη σε «-ώφ». «Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί το κλίμα της δικτατορίας. Ήταν τεράστια η αγραμματοσύνη. Σε συνδυασμό με όλο εκείνο το πλέγμα της εθνικοφροσύνης δημιουργούσε απίστευτα φράγματα», αναφέρει ο ιστορικός Νίκος Καραγιαννακίδης.

Θ. Αγγελόπουλος

Οι κινηματογραφικές ταινίες, που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αντιμετώπιζαν συνεχώς παρεμβάσεις της λογοκρισίας. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος δημιούργησε μέσα στη χούντα δύο σπουδαίες ταινίες: Την «Αναπαράσταση» (όπου ακούγεται και η ιστορική φράση «Αριστερά, όλο αριστερά!»), γυρισμένη στα Ζαγοροχώρια, που αναφέρεται στο έγκλημα δύο παράνομων εραστών. Ωστόσο ο Αγγελόπουλος υπαινίσσεται μέσα από αυτό, τη θηλιά που έβαλαν οι συνταγματάρχες στο λαιμό της χώρας. Το ελλειπτικό τέλος καθορίζει και την αδυναμία ν’ αναπαρασταθεί ένα έγκλημα, του οποίου οι ηθικοί αυτουργοί βρίσκονταν εκτός κάδρου. Το 1972 ο Αγγελόπουλος γυρίζει τις «Μέρες του ‘36», οι οποίες αναφέρονται στο κοινοβουλευτικό χάος που επικρατούσε στη χώρα λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Όλοι οι νοήμονες ένιωσαν ωστόσο πως οι «Μέρες του ‘36» αναφέρονταν στη Χούντα των Συνταγματαρχών του ‘67. Οι λογοκριτές ωστόσο, σίγουροι για την επιτυχία του καθεστώτος, όχι μόνον δεν κατάλαβαν τίποτα, αλλ’ ισχυρίστηκαν πως το φιλμ περιέγραφε …τα χάλια του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα… Αλλά και από το σενάριο της ταινίας «Ο Θίασος» του Θ. Αγγελόπουλου διαγράφηκαν από τη λογοκρισία αναφορές στην ελευθερία και στη Γαλλική Επανάσταση.

Π. Βούλγαρης

Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης ήταν φυλακισμένος στη Γυάρο, όταν ένας συγκρατούμενός του τον βρήκε και τον ρώτησε συγκλονισμένος: «Εσύ γύρισες μια ταινία «Το Προξενιό της Άννας;»». «Ναι», απάντησε ο Βούλγαρης. «Μόλις βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου, το ξέρεις;». Ο Βούλγαρης δεν το γνώριζε. Και ο άλλος του είπε: «Βραβεύτηκες εκεί και εσύ είσαι εδώ;», και έβαλε τα κλάματα. «Τον κάθισα», θυμάται ο σκηνοθέτης, «του έφτιαξα καφέ και τον παρηγόρησα»… Η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευσε επίσης ακόμα και την εκτός Ελλάδος(!) προβολή της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Ο Κλέφτης».

Από τη λογοκρισία δεν γλύτωσαν ούτε ταινίες με μεγάλη εμπορική επιτυχία, όπως η «Υπολοχαγός Νατάσσα» και «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάνδρες» διαγράφηκε η φράση: «Τώρα έχουμε δημοκρατία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει». Πολλοί άλλοι Έλληνες σκηνοθέτες μέσω των ταινιών τους τόλμησαν ωστόσο ακόμα και σαφή επίθεση κατά της δικτατορίας. Κλασικό παράδειγμα παραμένει η βραβευμένη ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη με τον Θανάση Βέγγο «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση» (1971). Σαφώς υπάρχει μία χρονική μετάθεση 30 χρόνων. Δεν είναι οι Γερμανοί τελικά, αλλ’ η εσωτερική κατοχή της χώρας που επιχειρεί να βρει την ελεύθερη έκφραση και πληροφόρηση (τα πλάνα στο τέλος με το παράνομο ραδιόφωνο είναι χαρακτηριστικά). Σαφείς αναφορές κατά της Χούντας συναντάμε και στις ταινίες «Τα χρώματα της ίριδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και η «Δίκη των δικαστών» του Γιώργου Γλυκοφρύδη.

Σκηνή από την ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» που λογοκρίθηκε από τη Χούντα

Η πράξη λογοκρισίας της ταινίας «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»

«Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974» είναι ένα ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του βραβευμένου Έλληνα σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, διάρκειας 37 λεπτών. Περιέχει σπάνιο αρχειακό υλικό από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη έως τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών:

Στο παρακάτω βίντεο μια από τις αξέχαστες σκηνές με τον Θανάση Βέγγο, από την ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», του 1976. Η Χούντα έχει «πέσει», ωστόσο στην ταινία παρακολουθούμε μια ανεπανάληπτη αναφορά στον τρόπο που λειτουργούσε η λογοκρισία στην Επταετία: Παίζοντας στη διαπασών και τραγουδώντας με πάθος τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» του Μίκη Θεοδωράκη, ο Βέγγος περνά μέσα από ένα χωριό στο οποίο οι χουντικοί πραγματοποιούν εκδήλωση. Τότε συνειδητοποιεί πως η κασέτα συνδέεται με το μεγάφωνο του φορτηγού που οδηγεί και τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη ακούγονται «απ’ άκρη σ’ άκρη!». Μια σκηνή με πολλά κωμικά, αλλά ταυτόχρονα και τραγικά στοιχεία, που αποδίδει αντιπροσωπευτικά το κλίμα της λογοκρισίας που επικρατούσε επί Χούντας:

«Ηλέκτρα» του Μ. Κακογιάννη

Από τη λογοκρισία δεν ξέφυγαν ούτε τα έργα δημιουργών ή με ηθοποιούς που είχαν εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή τους στην απριλιανή δικτατορία, όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, ο Μιχάλης Κακογιάννης. Έτσι, το 1970 απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας «Ηλέκτρα» (1962) του Μιχ. Κακογιάννη, με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Γενικότερα κατά την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας οποιαδήποτε νύξη στην πολιτική κατάσταση της χώρας και οι αναφορές στη δημοκρατία και την ελευθερία απαγορεύονταν και, ως εκ τούτου, λογοκρίνονταν. Έτσι, από την ταινία «Σπάρτακος» του Κιούμπρικ κόπηκε ο διάλογος: «Δέχομαι λίγη δημοκρατική διαφθορά μαζί με λίγη ελευθερία. Δεν δέχομαι όμως δικτατορία χωρίς καθόλου ελευθερία». Από μια ταινία του «Ρομπέν των Δασών» του 1967, κόπηκε από τη λογοκρισία η φράση «στο Βασιλιά Ριχάρδο σύντομα να γυρίση να απαλλάξουμε τον τόπο από τον πρίγκιπα Ιωάννη, το Νόττιγχαμ και όλους τους τυράννους», ενώ η ταινία Χουαρέζ του 1939 που αναφέρεται στη μεξικανική επανάσταση του 19ου αιώνα απαγορεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1967, διότι «αι ιδέαι περί δημοκρατίας απαιτούν ανεπτυγμένον κοινόν ίνα μη παρεξηγηθούν υπό τας παρούσας συνθήκας». Το 1968 οι επιτροπές λογοκρισίας δεν έδωσαν, αρχικά, άδεια στον Κάρολο Κουν ν’ ανεβάσει το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ θεωρώντας ότι «το έργο διαστρεβλώνει τη σύστασιν μιας υγιούς αστικής κοινωνίας».

Ν. Κούνδουρος

Και η ταινία «Μαγική πόλις» του Νίκου Κούνδουρου κρίθηκε ακατάλληλη να προβληθεί στο εξωτερικό, για τον λόγο ότι παρουσίαζε εικόνες μιζέριας. Το 1972 η αρμόδια επιτροπή ενέκρινε το σενάριο «Ο δρόμος» του Κατσουρίδη με την προϋπόθεση της αντικατάστασης των σκηνών του χωριού που παρουσίαζαν «γενικήν αθλιότητα» με σκηνές που «δεν θα προπαγανδίζουν οικονομικήν κατάστασιν μη γνώριμον σήμερον πλέον εν Ελλάδι». Για την περίοδο της δικτατορίας, η λογοκρισία έπρεπε να διαφυλάξει την εικόνα ενός ιδεατού κρατικού μηχανισμού απαλλαγμένου από φαινόμενα διαφθοράς, ασυδοσίας και παρακμής. Στον χώρο του τραγουδιού ανατρεπτικά χαρακτηρίστηκαν από τη λογοκρισία το «Χασάπικο» του Σταύρου Κουγιουμτζή, ο «Μέρμηγκας» του Μάνου Λοΐζου και το «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου. Μεγάλος πονοκέφαλος για τους λογοκριτές της Χούντας ήταν οι θεατρικές επιθεωρήσεις, αφού η απουσία σταθερού σεναρίου και οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών καθιστούσαν ανεφάρμοστη την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας.

Οι Πράξεις λογοκρισίας της ταινίας «Ηλέκτρα» του Μιχ. Κακογιάννη και του «Χασάπικου» του Στ. Κουγιουμτζή

Εκτός από τη θεσμική και εξωθεσμική πολιτική περιστολής της ελευθερίας της έκφρασης, η άσκηση πολιτικών προληπτικής λογοκρισίας αναδεικνύει ένα κράτος πανεπόπτη που, λειτουργώντας πατερναλιστικά, όριζε για τον πολίτη τις επιτρεπόμενες ιδεολογίες, τις υγιείς κοινωνικές του παραδόσεις ακόμη και το αισθητικό του κριτήριο. Η κοινωνία αντιμετωπιζόταν ως ανώριμο παιδί που έπρεπε να προστατευτεί μέσω της λογοκρισίας από επιβλαβείς εικόνες, παραστάσεις, στίχους και αναγνώσματα. Ο φόβος και μόνο της ύπαρξης της λογοκρισίας, μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία σε μια συνειδητή παραλυσία απέναντι στον αυταρχισμό και την απώλεια δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε αυτολογοκρισία δηλαδή, αποτελώντας ένα από τα ισχυρότερα όπλα επιβολής, αφού η λογοκρισία έχει το πλεονέκτημα να μην αφήνει ίχνη, όπως άλλες μορφές άσκησης βίας και αυταρχισμού.

Το φθινόπωρο του 1967, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος κατορθώνει να σπάσει το φράγμα σιωπής και στέλνει στον ξένο Τύπο μαγνητοφωνημένες δηλώσεις εναντίον της δικτατορίας, προκαλώντας διεθνώς μεγάλο ενδιαφέρον. Δύο ημέρες αργότερα τίθεται σε κατ’ οίκον κράτηση. Ήδη από τους πρώτους μήνες της κατάλυσης της δημοκρατίας, είχαν κάνει την εμφάνισή τους και οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και η Δημοκρατική Άμυνα, στελεχωμένες από κεντρώους και αριστερούς πολίτες. Ειδικά στη Γαλλία, ο λαός, οι διανοούμενοι και ο Τύπος τάχθηκαν σύσσωμοι στο πλευρό των Ελλήνων αντιστασιακών και καταδίκασαν τη Χούντα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με την κυβέρνηση Ντε Γκολ, η οποία χορήγησε αλλεπάλληλα δάνεια στους «Απριλιανούς». Τον Ιανουάριο του 1968 n Χούντα αναγνωρίστηκε από τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία και την Τουρκία…

«Περιπολία στους δρόμους
και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις το δάχτυλο βάζεις
να βρεις την πληγή.
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι.
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι.
Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς»

(Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος,
Μουσική – Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος)

Το Μεγάλο μας Τσίρκο

«Το Μεγάλο μας Τσίρκο» είναι μια μαρτυρία για τη διαχρονικότητα της εθνικής μας περιπέτειας. Ένα λαϊκό έπος στο οποίο διαγράφονται ανάγλυφα οι αρετές αλλά και οι παθογένειες της φυλής, οι ανατάσεις και οι πτώσεις, οι αγώνες και οι αγωνίες ενός λαού, που φορτωμένος τη βαριά του ιστορία, δοκιμάζει τον βηματισμό του προς τον χρησμό ενός αμφίσημου μέλλοντος. Μια καταβύθιση του Πατριάρχη της μεταπολεμικής δραματουργίας στη «θεία κωμωδία» του ανελέητου ελληνικού αφηγήματος. Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973, στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων. Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό και έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας.

«ΡΩΜΙΟΣ: Αρκετά!… Και τώρα μια τελευταία διευκρίνιση. Είπα ότι το έργο μας είναι κωμωδία. Αλλά δεν είναι απλώς διότι έτσι γράφτηκε ή διότι το λέμε εμείς. Είναι κωμωδία για έναν άλλο σοβαρότερο και πολύ πιο έγκυρο λόγο: Το δηλώσαμε ως κωμωδία, το υποβάλαμε στη λογοκρισία ως κωμωδία και ενεκρίθη ως κωμωδία δια της υπ’ αριθμόν 199 αποφάσεως. Δε θέλω με τούτο να πω ότι δυνάμει του νόμου τάδε είστε υποχρεωμένοι να γελάσετε. Κάθε άλλο! Επισημαίνει απλώς ότι οποιαδήποτε ομοιότης της κωμωδίας μας με δράμα είναι τελείως συμπτωματική»

Αλληγορικά γραμμένο «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών. Όπως έλεγε η Τζένη Καρέζη: «Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα ‘πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα ‘πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν».

Το σκοτεινό και αποκρουστικό πρόσωπο της χούντας των συνταγματαρχών, μέσα από τις συνεντεύξεις της θρυλικής «διαφωτίστριας» της δικτατορίας, Τελέσιλας Λαμπέα και του Σπύρου Ζουρνατζή, υφυπουργού Τύπου του χουντικού καθεστώτος, ο οποίος υπήρξε και ιδρυτικό μέλος του εθνικιστικού κόμματος ΕΠΕΝ. Στην εκπομπή Made in Greece της Σεμίνας Διγενή, το 1992, μιλούν επίσης ο Δημήτρης Παπαχρήστου και ο Ανδρέας Λεντάκης καθώς και φοιτητές που συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και βασανίστηκαν άγρια στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Οι εορτασμοί της Χούντας

Στιγμιότυπα από τις εορτές της Χούντας στο Καλλιμάρμαρο στάδιο

Χαρακτηριστικό της επταετίας ήταν η στροφή προς την παράδοση (με τους χουντικούς να σέρνουν τον χορό στα βήματα του τσάμικου και του καλαματιανού σε κάθε ευκαιρία), την αρχαία Ελλάδα και τις γιορτές που ξεχείλιζαν από λαϊκίστικο θέαμα και κιτς αισθητική. Κάπως έτσι η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» απέκτησε κάθε 29η Αυγούστου την καθιερωμένη εορτή της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων», σήμα κατατεθέν του χουντικού κιτς που εύλογα προκαλούσε (μυστικά τότε) και συνεχίζει ελεύθερα (πλέον) να προκαλεί άφθονο γέλιο.

Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης, όταν ακόμα το γλεντούσαν μαζί…

Το πανηγύρι που θυμίζει αρκετά τις σημερινές καρναβαλικές εκδηλώσεις ελάμβανε χώρα στο Καλλιμάρμαρο στάδιο της Αθήνας καθώς και στο Καυταντζόγλειο στάδιο της Θεσσαλονίκης. Οι εορτασμοί ξεκινούσαν από το πρωί με κανονιοβολισμούς από τον Λυκαβηττό. Αρχικά, έβγαζε λόγο κάποιος από τους συνταγματάρχες μπροστά σε χιλιάδες πολίτες που είχαν κατακλύσει από νωρίς το κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ακολουθούσε η παρέλαση των Ενόπλων Δυνάμεων και ένα φαντασμαγορικό θέαμα γεμάτο χουντικά σύμβολα, συνθήματα, πυροτεχνήματα και άθλια, τραγελαφικά σόου μιας άνευ προηγουμένου κακογουστιάς.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ως πρωτεργάτης αλλά και ως …πρωτοχορευτής της χούντας!

Από τα πιο χαρακτηριστικά των εορτών ήταν τα ακροβατικά τσίρκου που πραγματοποιούσαν οι μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ, οι οποίοι όταν δεν ξυλοφόρτωναν τον κόσμο, σχημάτιζαν πάνω στις μοτοσικλέτες τους ανθρώπινες πυραμίδες ή έκαναν άλματα περνώντας μέσα από πύρινα δαχτυλίδια. Επίσης ξεχώριζαν οι άντρες των ειδικών δυνάμεων που έκαναν γυμναστικές ασκήσεις ή έπεφταν από ελικόπτερα με αλεξίπτωτα, ενώ μεγάλη ατραξιόν αποτελούσαν οι μεταμφιέσεις σε αρχαίους Έλληνες, Βυζαντινούς και αρματολούς της Επανάστασης του ‘21. Εκ των πρωταγωνιστών βέβαια ήταν και η «Ελλάς», η οποία στεκόταν πάνω σε άρμα σε στάση προσοχής μπροστά στο «πουλί» της χούντας, φορώντας αρχαιοπρεπή χιτώνα και στεφάνι στο κεφάλι. Μέσα σε όλο αυτό τον αχταρμά του παραλογισμού και της ασχήμιας έκανε την εμφάνισή του και ο Δούρειος Ίππος με τους Έλληνες και τους Τρώες να μάχονται γύρω του ανελέητα, ο Μέγας Αλέξανδρος με όλο το ασκέρι του, οι 300 του Λεωνίδα και πολλοί άλλοι.

Καθώς ακόμα και οι πιο γλαφυρές περιγραφές ωχριούν μπροστά στην εικόνα, παρακολουθήστε, όσο αντέχει η αισθητική σας, μερικά από τα στιγμιότυπα της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων» στο βίντεο που ακολουθεί. Πλάι στους βασικούς εκπροσώπους του δικτατορικού καθεστώτος στις κερκίδες του Καλλιμάρμαρου, το παρόν δίνουν το τότε βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος, Κωνσταντίνος και Άννα Μαρία καθώς και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος:

Διώξεις, εκτοπίσεις, δολοφονίες και βασανιστήρια

Νικηφόρος Μανδηλαράς

Από την πρώτη ημέρα που ανέβηκαν στην εξουσία οι συνταγματάρχες έβαλαν μπρος ένα σχέδιο εξόντωσης των πολιτικών τους αντιπάλων και φίμωσης κάθε διαφορετικής φωνής, κάποιες φορές ακόμα και με τον θάνατο. Από τις πρώτες ώρες της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 μια γιγαντιαία επιχείρηση, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο 15χρονος μαθητής Βασίλης Πεσλής και η 24χρονη Μαρία Παλαβρού υπήρξαν τα πρώτα -και μάλλον τυχαία- θύματα, που έπεσαν την ίδια τη νύχτα του πραξικοπήματος. Τις αμέσως επόμενες ημέρες και μήνες θα δολοφονηθούν και άλλοι συνάνθρωποί μας -σκόπιμα αυτή τη φορά: Ο αντιστασιακός Παναγιώτης Ελής δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στον Ιππόδρομο Φαλήρου όπου είχαν συγκεντρώσει οι καθεστωτικοί αγωνιστές και αριστερούς με προοροσμό τη Γυάρο και άλλους τόπους εξορίας. Αυτόπτυς μάρτυρας της δολοφονίας Ελή υπήρξε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, που έτυχε να βρίσκεται -συλληφθείς και ο ίδιος από τη Χούντα- στο σημείο του εγκλήματος την ώρα που συντελέστηκε. Ομοίως στις 22 Μαΐου δολοφονήθηκε ο δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς ο οποίος υπήρξε συνήγορος υπερασπίσεως στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και στις 5 Σεπτεμβρίου 1967, ο Γιάννης Χαλκίδης, Θεσσαλονικιός και μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη. Τον επόμενο χρόνο, στις 9 Μαΐου 1968, θα σκοτωθεί, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ Γεώργιος Τσαρουχάς.

«Πάλης ξεκίνημα / νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας / οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα / κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα / οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς / βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν / οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν / ενότητα κι αγώνα
για νά ‘βρουν ανάπαυση / οι πρώτοι νεκροί»

(Στίχοι: Αλέκος Παναγούλης,
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη)

Σε ολόκληρη την Ελλάδα υπολογίζεται ότι συνελήφθησαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις στα σπίτια τους 6.135 άνθρωποι. Η διαδικασία ήταν απλή και περιγράφεται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Γιάννη Κάτρη, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»: «Η ηλικία, το φύλο, η θρησκεία ή η κατάσταση υγείας δεν έπαιζαν κανέναν ανασταλτικό ρόλο. Γέροι 70 και 75 χρόνων στοιβάχτηκαν με νέους και κορίτσια 16 και 17 χρόνων μέσα σε στρατιωτικά καμιόνια σαν σαρδέλες κονσερβαρισμένες… Ο επικεφαλής αξιωματικός χτυπούσε την πόρτα και, αν δεν άνοιγε αμέσως, την έσπαζαν με τσεκούρια. Συνήθως η οικογένεια ξυπνούσε έντρομη. Τα παιδιά τσίριζαν καθώς έρχονταν αντιμέτωπα με την αγριάδα των νυχτερινών επισκεπτών και τις ξιφολόγχες τους. Τους έδιναν προθεσμία δύο λεπτών για να ντυθούν. Πολλοί σύρθηκαν με τις πιτζάμες και τα εσώρουχα… Όταν υπήρχε εντολή να συλληφθούν και οι δύο γονείς, η μητέρα έπαιρνε μαζί το πιο μωρό …».

Οι φυλακές της Γυάρου την περίοδο της επταετίας

Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα, κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών και αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Παρά τις εξαγγελίες τους, οι δικτάτορες προετοίμαζαν το έδαφος για μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, προβαίνοντας σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ή υπόπτων σε πολλούς τομείς, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, σε οργανισμούς και στις ένοπλες δυνάμεις. Στη δίκη των βασανιστών της Χούντας, πολλοί ήταν οι μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν ότι δεν γνώριζαν για ποια αιτία είχε γίνει η σύλληψη και η προσαγωγή τους ή ότι ρώτησαν συγκρατούμενό τους τον λόγο της κρατήσεώς του και δεν γνώριζε ν’ απαντήσει κάτι συγκεκριμένο.. Όπως επίσης ιστορεί ο Γ. Κάτρης: «Τα καμιόνια μετέφεραν τους συλληφθέντες στον Ιππόδρομο, στο τέλος της λεωφόρου Συγγρού, και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα. … Η επιχείρηση συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες και είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη πολιτών που θεωρούνταν κομμουνιστές, αριστεροί ή, γενικώς, «επικίνδυνοι». Η κύρια ομάδα δράσης ήταν του Κέντρου Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων υπό τις εντολές του Παττακού. Η δύναμή του ανερχόταν σε 2.500 άντρες, από τους οποίους οι 250 ήταν αξιωματικοί, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι. Διέθετε άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και μεγάλο αριθμό φορτηγών των 3 τόνων. Η μονάδα αυτή εκτέλεσε συνολικά 26 αποστολές».

Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες εξορίστηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Γυάρου. Η επιλογή του τόπου δεν ήταν τυχαία. Η Γυάρος (ή Γιούρα) διέθετε τις απαραίτητες «υποδομές»: μία φυλακή που είχε χτιστεί από τους αριστερούς εξορίστους της μετεμφυλιακής περιόδου (1949-1958), οπότε και «πρωτοαξιοποιήθηκε» το νησί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μέσα στους πρώτους 20 μήνες του χουντικού καθεστώτος ο Στυλιανός Παττακός ισχυριζόταν πως είχαν σταλεί εκεί 6.138 ψυχές… Ο συνολικός αριθμός όμως των εξορισθέντων, όπως δημοσιεύτηκε σχετικά πρόσφατα (2009) από την «Ελευθεροτυπία», έφτασε ως το τέλος της επταετίας τους 7.840.

«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά,
μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα
μαζεύονται γύρω τους»

(Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική: Χρήστος Λεοντής,
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, 1975)

Έλλη Παππά

Συγκλονιστική είναι και η περιγραφή της μεταγωγής της στη Γυάρο της Έλλης Παππά, από το βιβλίο της «Μαρτυρίες μιας διαδρομής» (Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, 2010, σελ. 154): «Στο Ναύσταθμο του Σκαραμαγκά περίμενε το αρματαγωγό … Μας στοιβάξανε στην τεράστια κοιλιά του, κάπου 1.500 Αθηναίους και Πειραιώτες που είχαν συγκεντρώσει στα δύο γήπεδα -στο γήπεδο της ΑΕΚ η Χωροφυλακή, στον Ιππόδρομο του Φαλήρου η Αστυνομία της Αθήνας και του Πειραιά. Τις πρώτες ώρες η τρομοκρατία ήταν ασφυκτική, η φρουρά απαγόρευε κάθε μετακίνηση. Συνεχώς ακουγόταν από το μεγάφωνο η φωνή του αξιωματικού, που είχε αποκτήσει ξαφνικά δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω μας: «Προσοχή! Προσοχή! Σας ομιλεί ο επικεφαλής των Δυνάμεων Ασφαλείας. Απαγορεύεται να κινείσθε. Όστις κινηθεί θα τυ-φε-κί-ζε-ται..». Μόνο την αναπνοή δεν απαγόρευε ο επικεφαλής των Δυνάμεων Ασφαλείας, αλλά αυτή ήταν απαγορευμένη εκ των πραγμάτων. Αέρας για τους 1.500 κρατουμένους έμπαινε μόνο από τη μπουκαπόρτα του αρματαγωγού που την είχαν αφήσει μισάνοιχτη και ήταν και ο μοναδικός «χώρος υγιεινής» για τους 1.500: Μια κουβέρτα ριγμένη σε ένα σκοινί κάλυπτε όποιον κατέφευγε εκεί για τις φυσικές του ανάγκες, αν έβρισκε τρόπο να σταθεί και να ισορροπήσει. Κατάσταση κτηνώδης. … Όλοι είμασταν παλιοί γνώριμοι, φίλοι, συναγωνιστές, σύντροφοι. Όλοι περασμένοι από τις φυλακές και τις εξορίες. Η γενιά της Αντίστασης, χρόνια «φακελωμένη» ήταν και πάλι το πιο πρόχειρο θύμα. … Ξημέρωνε και το αρματαγωγό ακόμη ταξίδευε. Οι υποθέσεις πέφτανε βροχή. Από την αρχή περιμέναμε ή Μακρόνησο ή Γιούρα. Τώρα η Μακρόνησος έπρεπε μάλλον να αποκλειστεί, άρα μας πηγαίνανε στα Γιούρα».

Αριστερά: Διατηρητέα κτήρια του αρχηγείου του ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) στο Πάρκο Ελευθερίας, επί της Λεωφ. Βασ. Σοφίας, στην Αθήνα, και δεξιά: Η πολυκατοικία της οδού Μπουμπουλίνας 18, εκεί όπου άλλοτε στεγαζόταν η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών με την «ταράτσα – σφαγείο»: Δύο κτήρια – κολαστήρια της Χούντας, όπου βασανίστηκαν ανηλεώς εκατοντάδες συνάνθρωποί μας κατά τη διάρκεια της επταετίας

Αριστόβουλος Μάνεσης

Τον Νοέμβριο του 1968, παράλληλα προς τη δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη, διεξήχθησαν δύο σημαντικές δίκες: της «Δημοκρατικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη και ομάδας αντιστασιακών φοιτητών στην Αθήνα. Η πλειονότητα των κατηγορουμένων καταδικάστηκε με βαριές ποινές. Συγκεκριμένα, στις 13 Νοεμβρίου 1968 από το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης καταδικάστηκαν οι: Στέλιος Νέστωρ σε ποινή 16 ετών, Παύλος Ζάννας σε ποινή 10 ετών, Γ. Σιπιτάνος σε ποινή 7 ετών, Σ. Δέδες, Κ. Πύρζας και Αργύρης Μαλτσίδης σε ποινή 5 ετών. Αντιστοίχως, στις 23 Νοεμβρίου το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τους φοιτητές Α. Αθανασίου, Ν. Γιανναδάκη, Ν. Κιάο και Π. Κλαυδιανό σε ποινή 21 ετών, τους Κ. Καρυωτάκη και Κ. Γούργο σε ποινή 16 ετών, τους Α. Μαργαρίτη και Α. Σαββάκη σε ποινή 14 ετών, τους Γ. Μπυζάκη και Α. Θεοδωρίδη σε ποινή 10 ετών και τον Ν. Σταματάκη σε ποινή 5 ετών. Παράλληλα, πολλές χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί απολύθηκαν ως «μη νομιμόφρονες». Τον Ιανουάριο οι απολύσεις επεκτάθηκαν και σε δεκάδες καθηγητές πανεπιστημίου. Ανάμεσα στους απολυμένους και οι μετά την πτώση της χούντας εκλεγέντες ακαδημαϊκοί Γεώργιος Τενεκίδης, Γεώργιος Βλάχος, Μιχ. Σακελλαρίου και Αριστόβουλος Μάνεσης. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Μάνεσης, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόλαβε να μιλήσει ανοιχτά εναντίον της χούντας στο τελευταίο του μάθημα, στις 18 Ιανουαρίου, ενώπιον 800 φοιτητών. Άλλοι καθηγητές παραιτήθηκαν, άλλοι συνελήφθησαν και βασανίστηκαν (όπως ο Δημήτρης Μαρωνίτης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και άλλοι εκτοπίστηκαν (μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος Ευρυγένης, επίσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου).

Εξουδετερώνοντας αμείλικτα κάθε είδους αντίθεση απέναντί της, η χούντα, ισχυρή και απτόητη, προχώρησε στο νόθο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, στις 29 Σεπτεμβρίου. Το ποσοστό που εμφάνισε ήταν 92,21%. Ο Γ. Παπαδόπουλος διακήρυξε ότι το αποτέλεσμα αποτελούσε «δικαίωσιν της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου».

Η δίκη της οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» στη Θεσσαλονίκη (6-12 Νοεμβρίου 1968). Στην πρώτη σειρά, οι κατηγορούμενοι (από αριστερά): Παύλος Ζάννας, Γιώργος Σιπητάνος, Στέλιος Νέστορας. Πίσω (από αριστερά): Κωστής Πύρζας, Σωτήρης Δέδες, Αργύρης Μαλτσίδης (in.gr)

Στο βίντεο που ακολουθεί η Μελίνα Μερκούρη τραγουδάει το μελοποιημένο ποίημα «Με το λύχνο του άστρου» από «Το Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, σ’ ένα απόσπασμα από το φιλμ «Η Δοκιμή» (The Rehearsal), που γυρίστηκε τον Απρίλιο του 1974, στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για μια παραγωγή της Nike Films, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jules Dassin, φωτογραφία του Alan Metzger, μουσική των Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Μαρκόπουλου, με τους: Μελίνα Μερκούρη, Μίκη Θεοδωράκη, Στάθη Γιαλελή, Γιάννη Μαρκόπουλο, Laurence Olivier, Lillian Helman, Maximillian Schell, Arthur Miller, Olympia Dukakis κ.ά. Ο Ντασέν, η Μερκούρη και οι συνεργάτες τους παρουσιάζουν τις πρόβες και τα γυρίσματα μιας φανταστικής ταινίας με θέμα τα γεγονότα της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973 και τα βασανιστήρια των αντιχουντικών. Ακούγονται τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη και Γ. Μαρκόπουλου, ενώ διάσημοι καλλιτέχνες διαβάζουν και δραματοποιούν ποιήματα, γράμματα φυλακισμένων και άλλα ντοκουμέντα της εποχής. Παρεμβάλλονται κινηματογραφημένα επίκαιρα και μαρτυρίες:

Το 1969, οι δυνάμεις ασφαλείας προσήγαγαν στα δικαστήρια του καθεστώτος εκατοντάδες αντιστασιακούς, πολλοί από τους οποίους καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, αφού προηγουμένως είχαν περάσει από τα άντρα βασανιστηρίων του Στρατού, της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης αναστάτωσε και πάλι το δικτατορικό καθεστώς, καθώς κατόρθωσε να αποδράσει στις 6 Ιουνίου, συνελήφθη όμως τρεις ημέρες αργότερα. Η εντύπωση που προκάλεσε η αναγγελία της δραπέτευσης στην ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη ήταν μεγάλη. Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν πασίγνωστος για την παράτολμη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, που πραγματοποιήθηκε στη Βάρκιζα, στις 13 Αυγούστου του 1968.

Ο Αλέκος Παναγούλης υποδεικνύει το σημείο της δολοφονικής απόπειρας
κατά του Γ. Παπαδόπουλου στην παραλιακή λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου

Σχέδιο που αναπαριστά την απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου την 13η Αυγούστου 1968 (eleftherostypos.gr)

Καταδικασμένος δις εις θάνατον από το στρατοδικείο, στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας όπου υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Σταθμίζοντας τις επαπειλούμενες διεθνείς αντιδράσεις, ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εκτέλεσή του και τον μετέφερε στις φυλακές του Μπογιατίου. Η απόδρασή του αποτέλεσε οδυνηρό ράπισμα για τη χούντα, αποδεικνύοντας ότι η αντιδικτατορική αντίσταση ήταν ικανή να διαπεράσει και αυτά τα τείχη των φυλακών. Μάλιστα, μαζί με τον Παναγούλη είχε δραπετεύσει και ο δεσμοφύλακάς του, δεκανέας Γιώργος Μωράκης, ενώ υπήρξαν ενδείξεις συμμετοχής και άλλων φρουρών στο εγχείρημα.

Ο Αλέκος Παναγούλης κατά τη σύλληψή του μετά την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου

«Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες, το αίμα σου μαβί,
έβαψε μαύρο τον ουρανό, κόκκινο τον καιρό.
Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν, όνειρα, ιδανικά,
γίναμε όλοι φαντάσματα, ζούμε συμβατικά.
Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας)

Κυκλοφόρησε το 1976, σε δίσκο 45 στροφών,
στη μνήμη του Αλέκου Παναγούλη

Αμέσως μετά την απόδραση, που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου, η χούντα εξαπέλυσε ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του δραπέτη. Σε μια απόπειρα να εμφανιστεί κύριος της κατάστασης, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος κάλεσε εσπευσμένα σε συνέντευξη Τύπου τους πολιτικούς συντάκτες και τους ξένους ανταποκριτές την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η απόδραση (7 Ιουνίου). Αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο με τις προσδοκίες του. Στη διάρκεια της συνέντευξης, ο Παπαδόπουλος αναγνώρισε τη σύλληψη 15 απότακτων αξιωματικών με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή της χούντας και αποκάλεσε «ψυχοπαθείς, με πιστοποιητικό φρενοκομείου» τους συντάκτες του ευρείας κυκλοφορίας αμερικανικού περιοδικού Look, που έκαναν λόγο για όργιο βασανιστηρίων στην Ελλάδα, υποσχόμενος ότι, εάν του προσκομισθούν αποδείξεις βασανιστηρίων, θα εκτελούσε προσωπικά στην πλατεία Συντάγματος τους πρωταίτιους. Όσο για την υπόθεση Παναγούλη, ο δικτάτορας επικαλέστηκε, ως απόδειξη ανθρωπιστικού πνεύματος, το γεγονός ότι επικήρυξε το δραπέντη ζώντα «και ουχί την κεφαλήν του, όπως συνέβαινε παλαιότερον με τους ληστάς».

Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Ιουνίου 1969, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Παναγιώτης Τζεβελέκος κάλεσε επειγόντως τους δημοσιογράφους στο υπουργείο Τύπου, όπου τους γνωστοποίησε περιχαρής τη σύλληψη του Παναγούλη. Ο υπουργός συνοδευόταν από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής Καραμπέτσο και Μαυροειδή, οι οποίοι, όπως ανακοινώθηκε, συνέλαβαν τον Παναγούλη, «με τη συνδρομή πολιτών» σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της οδού Πάτμου 51, στην πλατεία Κολιάτσου. Στη συνέχεια, οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι μεταφέρθηκαν με πούλμαν στην υποδιεύθυνση της Ασφάλειας, στη Νέα Ιωνία Αττικής, για να δουν και να φωτογραφήσουν τον Παναγούλη προτού αυτός παραδοθεί για τα περαιτέρω στους άνδρες της ΕΣΑ. Τα όργανα της χούντας δεν επέτρεψαν καμία ερώτηση στους δημοσιογράφους. Την επομένη, ανακοινώθηκε η σύλληψη και του δεκανέα Μωράκη, ενώ η Ασφάλεια επέτρεψε στους δημοσιογράφους να επισκεφθούν το κρησφύγετο του Παναγούλη: Ένα σχεδόν άδειο δυάρι, με δύο σουμιέδες, μία καρέκλα, μία πλαστική ντουλάπα, δύο βαλίτσες, λίγα φλυτζάνια του καφέ, ένα ραδιόφωνο και ένα ημερολόγιο τοίχου, ανοιγμένο στο μήνα Οκτώβριο, με μια μεγάλη φωτογραφία της Κόκκινης Πλατείας της Μόσχας -σε μια προφανέστατη «αισθητική παρέμβαση» του υπευθύνου προπαγάνδας του καθεστώτος Γεώργιος Γεωργαλάς.

Από τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (Νοέμβρης 1973)
(φωτ. Β. Καραμανώλης, αρχείο Αντιδικτατορικής Νεολαίας)

Γ.-Α. Μαγκάκης

Μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 1969 προκλήθηκαν περίπου 300 εκρήξεις βομβών και συνελήφθησαν 450 πολίτες. Οι εκρήξεις συνήθως δεν προκαλούσαν θύματα, με σοβαρότερη εξαίρεση τον φόνο περαστικής γυναίκας έξω από την τότε έδρα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στη γωνία Σωκράτους και Ζήνωνος στην Αθήνα. Στις 26 Μαΐου 1969, το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τα μέλη της κεντρώας οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» Βασίλη Φίλια σε φυλάκιση 19 ετών, Στέργιο Αγγελίδη σε 12 έτη, Σπύρο Πλασκοβίτη σε 5 έτη και Λένα Δουκίδου σε 5 έτη με αναστολή. Ο ίδιος ο ηγέτης του καθεστώτος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ανακοίνωσε στις 8 Ιουνίου τη σύλληψη 15 αποστράτων αξιωματικών επειδή σχεδίαζαν «διατάραξη της τάξεως». Αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη, στις 17 Ιουλίου 1969, η έκρηξη βόμβας που σημειώθηκε στα χέρια του Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάκη Καράγιωργα τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Η έκρηξη σημειώθηκε μέσα στο σπίτι του καθηγητή, σε προάστιο των Αθηνών. Μαζί του ήταν ο υφηγητής Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο δε Καράγιωργας συνελήφθη.

Αριστερά: Ανδριάντας του Αλέκου Παναγούλη στην Πλατεία Τερτσέτη – Πολυζωΐδη, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Σανταρόζα στο κέντρο της Αθήνας, έργο του γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου. Στο κέντρο: Γλυπτό μνημείο του Σπύρου Μουστακλή στο Πάρκο Ελευθερίας στον Περίβολο του Μουσείου Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης (πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ όπου βασανίστηκε), έργο του γλύπτη Αγγέλου Βλάσση. Δεξιά: Χαρακτικό του Α. Τάσσου για τον Σπύρο Μουστακλή που σήμερα κοσμεί το κελλί όπου βασανίστηκε απάνθρωπα από τη χούντα

Στις 30 Αυγούστου, το καθεστώς ανακοίνωσε συλλήψεις φιλοβασιλικών και άλλων, μεταξύ των οποίων και 35 αποστράτων αξιωματικών. Δεν έλειψαν και οι καταδίκες για «πεπραγμένα παρελθουσών εποχών». Στις 28 Σεπτεμβρίου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον Γρηγόρη Φαράκο, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, για τη δράση του στην περίοδο 1947-1951… Τον Οκτώβριο καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 16 ετών ο 39χρονος λοχαγός εν αποστρατεία Αλέκος Αρχάκης και 10 ετών και 6 μηνών ο έμπορος Δημήτρης Λέκκας, κατηγορούμενος για εκρήξεις βομβών. Λίγες μέρες αργότερα καταδικάστηκαν σε ακόμη βαρύτερες ποινές τέσσερις αντιστασιακοί που κατηγορήθηκαν για την τοποθέτηση βομβών: Γεώργιος Μυλωνάς (33 χρόνια), Γιώργος Ανωμερίτης (25 χρόνια), Δημ. Παπαϊωάννου (25 χρόνια) και Δημοσθένης Δώλας (25 χρόνια). Στις 5 Νοεμβρίου οι Τάκης Μπενάς και Λ. Κολοβός καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά για παράβαση του αντικομμουνιστικού νόμου 509 και σε 10 χρόνια κάθειρξη ο Λεων. Γιαννακόπουλος. Σε 20 χρόνια κάθειρξη καταδικάστηκαν την επομένη ο Αντ. Αρκάς, σε 16 χρόνια ο Τρ. Καραγεωργίου και σε 5 χρόνια η Σ. Κυπριώτου. Δεν περνούσε μέρα σχεδόν που να μην υπήρχαν καταδίκες αντιστασιακών από τα έκτακτα στρατοδικεία της χούντας.

«Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το ‘χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ‘χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος

Θεέ μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θεέ μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση»

(Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Το Άξιον Εστί, 1964)

Βασανιστήρια

Από όλες τις πρακτικές του χουντικού καθεστώτος καμία δεν προκάλεσε περισσότερη πολεμική, όσο η χρήση βασανιστηρίων στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα – Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) στο οποίο επικεφαλής ήταν ο συμπλεγματικός και παρανοϊκός δικτάτορας Δημ. Ιωαννίδης. Τα βασανιστήρια στη μαύρη δικτατορία δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές των σωμάτων ασφαλείας, αντίθετα αναπτύχθηκαν στη βάση ενός συστηματικού σχεδίου του καθεστώτος, μαζί με τις εξορίες και τα στρατοδικεία, για τη σωματική, ηθική και πολιτική εξόντωση των αντιπάλων του.

Το εξώφυλλο του τεύχους Αυγ/Σεπτ. 1974 του περιοδικού «Επίκαιρα» με εκτενές ρεπορτάζ για βασανισμούς κρατουμένων

Οι πρώτες καταγγελίες για χρήση βασανιστηρίων από το καθεστώς ξεκίνησαν από τους αυτοεξόριστους Έλληνες στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους απέναντι στις κατηγορίες, τις οποίες απέδιδαν σε ψίθυρο των ανθελλήνων και δάκτυλο κομμουνιστών. Η καμπή έγινε τον Δεκέμβριο του 1967, όταν ο Τζέιμς Μπέκετ, δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας κατέφθασε στην Ελλάδα, με σκοπό να καταγράψει το εύρος του ζητήματος. Όσα διαπίστωσε τον άφησαν άναυδο… Ο έντιμος Μπέκετ, την ώρα που ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, «ουδέν είδε».., συνέταξε αποκαλυπτική έκθεση για τα θύματα και τους τρόπους βασανισμού, η οποία οδήγησε στην αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την απομόνωση του καθεστώτος στην οποία πρωτοστάτησαν συγκινητικά, οι Σκανδιναβικές χώρες. Στο κατηγορητήριο, περιλαμβάνεται ο φάκελος «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969 και η ανατριχιαστική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση που δημοσιεύθηκε επώνυμα στο περιοδικό «Look», τον Μάιο του 1969.

Εν αρχή, ήταν οι συλλήψεις που γίνονταν συνήθως νύχτα και, στην πλειοψηφία τους, χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς καν να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες ή προληπτικά, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 87.000 κρατουμένους χωρίς κατηγορίες… Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη διαβόητη «Μπουμπουλίνας», στο σκοτεινό βασίλειο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Επρόκειτο για ένα σύγχρονο κολαστήριο, στο οποίο ανακρίνονταν, με συστηματική χρήση βασανιστηρίων, χιλιάδες συλληφθέντες Αριστεροί και, γενικότερα, πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος.

Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατριχιάζει από τις οιμωγές των βασανισμένων στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, αναφέρουν μαρτυρίες. «Η ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας 18 έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Ασφαλίτικη επινοητικότητα με τα πιο μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια δημιούργησαν μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας», θα γράψει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες», που αποτελεί προσωπική μαρτυρία. Το «πανηγύρι» στη διεστραμμένη αργκό των βασανιστών, δηλαδή το ανέβασμα στην ταράτσα, αποτελούσε την έναρξη των συστηματικών και απάνθρωπων βασανιστηρίων, που τελούνταν ενώ οι συλληφθέντες ήταν δεμένοι στον πάγκο. Οι ανακριτικές αρχές, χρησιμοποιούσαν τεχνικές ανάκρισης που κυμαίνονταν από απλή εξέταση, έως βασανισμό μέχρι θανάτου:

Προφορικές μέθοδοι: Στο προοίμιο, ο κρατούμενος δέχεται λεκτική επίθεση με αισχρολογίες, ψέμματα και απειλές, ανήμπορος να απαντήσει. Κλασσικό το υπόδειγμα:
– «Τι κάνει αγόρι μου η μάνα σου η πουτάνα;»
– «Που να δεις τη γυναίκα του, που ανακουφίζει τον πάσα ένα στους δρόμους».
– «Θα τις φέρουμε και τις δύο εδώ να τις γαμήσουμε. Θα του αρέσει να παίρνει μάτι».
– «Τέτοια “αδελφή” που είναι σίγουρα θα του αρέσει».
– «Τι συμβαίνει “αδελφή”; Δεν είσαι άντρας εσύ; Δεν λες τίποτε που βρίζει τη μάνα και τη γυναίκα σου; Ξέρεις ότι είναι αλήθεια έτσι;».

Απειλές: Από την πρώτη στιγμή το θύμα απειλείται ότι θα το κρεμάσουν, θα το σκοτώσουν, θα το εκπαραθυρώσουν, βιάσουν, ευνουχίσουν, ακρωτηριάσουν και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς στην κλίμακα του φόβου και της διαστροφής.

Σωματικά βασανιστήρια: Αν τα «προκαταρκτικά» δεν πιάσουν ακολουθεί ο σωματικός πόνος, με πρώτο στη σειρά, το ξυλοκόπημα. Η συνηθέστερη μορφή εδώ, είναι ο «φάλαγγας». Αν και δεν αφήνει γενικώς μόνιμη αναπηρία, επιτυγχάνει τον μέγιστο δυνατό πόνο, επειδή επί πολύ μεγάλο διάστημα, το θύμα έχει συνείδηση. Το θύμα, ακινητοποιημένο σφιχτά πάνω σε ένα πάγκο, δέχεται χτυπήματα στα πέλματα -«φιστίκια» στην αργκό των ανθρωποφυλάκων. Οι παραλλαγές κι εδώ ήταν πολλές. Για να μην ακούγονται οι φωνές, έβαζαν σε λειτουργία μια μηχανή, ή έκλειναν το στόμα του θύματος με ένα πανί βουτηγμένο σε ούρα, ή του έριχναν νερό στο στόμα προκαλώντας συνθήκες πνιγμού. Το βασανιστήριο αυτό, απαιτεί τη σωματική συμμετοχή του βασανιστή. Οπότε γεννούσε την ελπίδα μέσα στον παραλογισμό στο θύμα ότι κάποτε μπορεί να κουραστεί και να σταματήσει…

Ηλεκτρονικά συστήματα: Ηλεκτροσόκ στα ευαίσθητα σημεία, όπως πόδια, χέρια, λαιμό, γεννητικά όργανα. Χρήση μέγγενης που πιέζει το κεφάλι, εκτόξευση υπό πίεση νερού στον πρωκτό ή στο αιδοίο. Η Ασφάλεια Πειραιά, που δεν μπορούσε να λυγίσει τον αγωνιστή Χρήστο Παπαγιαννάκη εγκατέστησε ένα εκκωφαντικό κουδούνι έξω από το κελί του, το οποίο είχε διαστάσεις τηλεφωνικού θαλάμου, και χτυπούσε απροειδοποίητα μέρα και νύχτα.

Κάψιμο με τσιγάρο παντού, στα χέρια, τα πόδια, τα γεννητικά όργανα, κρέμασμα επί πολλές ώρες από το ταβάνι ή δένδρα και βασανιστήρια σεξουαλικού προσανατολισμού που έχουν ισχυρή σωματική, αλλά και ψυχολογική επίδραση. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα χτυπιούνται με μαστίγιο από ατσάλινη πλεξούδα και λεπτές σακούλες γεμάτες άμμο, ενώ στις γυναίκες χτυπούν το στήθος και σφηνώνουν βίαια, ραβδιά, περίστροφα και δάχτυλα στον κόλπο. Μια νεαρή φοιτήτρια διακορεύθηκε με βέργα, από την οποία στη συνέχεια την κρέμασαν στον τοίχο. Ύστερα από αυτό, βρισκόταν σε κατάσταση κλονισμού, ανίκανη να αντιδράσει σε οποιονδήποτε εξωτερικό ερέθισμα παρά μόνο με δάκρυα.

Χημικά μέσα: Απορρυπαντικό (Tide) ρίχνεται στα μάτια, τη μύτη και το στόμα του θύματος, αλάτι ρίχνεται στις πληγές ή του δίνουν χλωρίνη όταν ζητά νερό. Στις πληγές του σεμνού και αλύγιστου κομμουνιστή Κώστα Κάππου που βασανίστηκε απάνθρωπα, έριξαν ασβέστη και δεν έκλεισαν ποτέ.

Άλλοι τρόποι: Ξεριζώνονται τρίχες από το κεφάλι, τις μασχάλες και τα γεννητικά όργανα και τις βάζουν στο στόμα του θύματος. Στο Διόνυσο άγρια σκυλιά ξαμολήθηκαν μέσα στα κελιά των θυμάτων. Στο ίδιο στρατόπεδο θύματα αφέθηκαν γυμνά στο χειμωνιάτικο κρύο και δέχονταν παγωμένο νερό. Συνηθισμένη επίσης πρακτική, η ταφή μέχρι το λαιμό, η παραμονή επί ώρες σε θέση γονατιστή, σπάσιμο των δαχτύλων και χειροπέδες στενές, που μετά από ώρες μπήγονται στη σάρκα, ενώ τα χέρια πρήζονται αφύσικα και αλλόκοτα.

Θόρυβος: Παρ’ ότι είναι σωματικός, προκαλεί εντούτοις ισχυρή ψυχολογική επίδραση. Στη Θεσσαλονίκη μηχανές έξω από τα κελιά, δυνατά κουδούνια στη Μπουμπουλίνας και τον Πειραιά, φρουροί που χτυπούν δαιμονισμένα μεταλλικές πόρτες και άλλα αντικείμενα, όλα εξαντλούν τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα του κρατουμένου.

Γύμνια: Η ανάκριση ανδρών και γυναικών γυμνών, τους αφαιρεί, άλλη μια ψυχολογική άμυνα.

Εκμετάλλευση ψυχολογικών αδυναμιών: Ένας φοιτητής αντιστάθηκε θαρραλέα σε κάθε είδους μαρτύριο. Όταν στο διαμέρισμά του ανακάλυψαν ερωτικές επιστολές προς την αρραβωνιαστικιά του και διαβάζοντάς τες φωναχτά μέσα σε ειρωνείες, απειλούσαν ότι θα την έφερναν εκεί να την βιάσουν και θα την έστελναν στη συνέχεια σε οίκο ανοχής που είχε φτιάξει ο Παπαδόπουλος για στρατιώτες, «έσπασε» και έδωσε ονόματα.

Ακούγοντας άλλους να βασανίζονται: Εκείνοι που το βίωσαν θεωρούν ότι είναι χειρότερο από το να βασανίζονται οι ίδιοι. Ο εξαναγκασμός να ακούει κάποιος τις κραυγές, τα ουρλιαχτά και τα βογκητά των άλλων, έχει προκαλέσει απελπισία σε σημείο νευρικού κλονισμού.

Εικονικές εκτελέσεις: Σκηνοθετούνται πειστικά και περιλαμβάνουν συχνά ιερέα και εκτελεστικό απόσπασμα που ρίχνει άσφαιρα. Στη Μπουμπουλίνας, το έργο περιλάμβανε γκρέμισμα από (χαμηλό) ύψος με τα μάτια δεμένα.

Απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας, μέσω της συστηματικής προσπάθειας να πειστεί το θύμα πως είναι παράφρων, πως οι πληγές που βλέπει δεν είναι αληθινές, ή πως στο δωμάτιο όπου υπήρχαν φρουροί, δεν υπήρχε κανείς, με συνέπεια τον νευρικό κλονισμό.

Υπογραφή: Η κορύφωση του δράματος. Και μια από τις πιο εξευτελιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αρχές. Όπως είπε ένας κρατούμενος «ή καταστρέφεσαι σωματικά με τα βασανιστήρια ή καταστρέφεσαι ηθικά υπογράφοντας». Με διαδοχικές υποχωρήσεις το θύμα δηλώνει ότι δεν είναι κομμουνιστής, εν συνεχεία αποκηρύσσει τη δράση του ΚΚΕ και της ΕΔΑ και στο τέλος υπογράφει και μια δήλωση υποστήριξης της χούντας που δημοσιεύεται στον Τύπο.

Οι περισσότεροι βασανιστές, ειδικά της ΕΣΑ, ήταν χωριατόπαιδα που αποκτηνωθήκαν στη βασική εκπαίδευση με σκληρά καψώνια και οι περισσότεροι, απογοητεύθηκαν με την πτώση της χούντας, γιατί έχασαν τα προνόμια που τους δόθηκαν. Η μεταδικτατορική Ελλάδα, στάθηκε πάντως εξόχως επιεικής. Ελάχιστοι βασανιστές κάθισαν στο «σκαμνί» και όσοι τιμωρήθηκαν σύντομα αφέθηκαν ελεύθεροι… Στις 11 Νοεμβρίου του 1975 ξεκίνησε στη Χαλκίδα η δίκη των αρχιβασανιστών της χούντας Μάλλιου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη και Κραβαρίτη -ίσως της πλέον διεστραμμένης ομάδας του καθεστώτος, μαζί με στελέχη, όπως το δίδυμο Θεφιλογιαννάκου – Χατζηζήση του ΕΑΤ ΕΣΑ. Εμβρόντητη η κοινή γνώμη άκουσε τους δικαστές να τους αθωώνουν, αναγνωρίζοντας, ότι «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραβαρίτης ήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους»… Κατά τη διάρκεια της δίκης – παρωδία, η συμπεριφορά των κατηγορουμένων, όπως καταγράφει ο Τύπος της εποχής, υπήρξε «θρασσυτάτη». Πήραν τον ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας προκλητικές ερωτήσεις στους μάρτυρες, ενώ διατείνονταν πως οι κακώσεις που έφεραν τα θύματά τους ήταν αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού…

Έναν χρόνο αργότερα, η δολοφονία των Μάλλιου – Μπάμπαλη από τη νεοεμφανιζόμενη, τότε, οργάνωση «17 Νοέμβρη» ανοίγει, αιματηρά, έναν νέο πολιτικό κύκλο στην Ελλάδα. Η ανάπηρη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία που βγήκε από τις στάχτες της δικτατορίας και της εθνικής τραγωδίας που αυτή προκάλεσε στην Κύπρο, απεδείχθη ανίκανη και απρόθυμη να ικανοποιήσει το αίτημα για Δικαιοσύνη, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό που έσπευσε να καλύψει η τρομοκρατία και οι παρασκηνιακές δυνάμεις που κρύβονταν πίσω της…

Η δήλωση Καραμανλή

Κωνσταντίνος Καραμανλής

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1969, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεχείρησε βαρυσήμαντη παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα από το Παρίσι, μέσω εκτενέστατου κειμένου δηλώσεών του στην ελβετική εφημερίδα Journal de Genève. Κατηγόρησε τη χούντα για «τυραννική πολιτική», υπογραμμίζοντας ότι «η αυθαιρεσία έγινε καθεστώς και η αγανάκτησις του λαού απεκορυφώθη», ενώ η δικτατορία επιπροσθέτως «με την τυραννική της πολιτική, τους κομπασμούς και τας ασυναρτησίας της εδημιούργησεν κλίμα εκρηκτικόν εν Ελλάδι και κατέστησε τη χώρα διεθνώς ανυπόληπτον. Με την αντιφατική δε και ασυνάρτητον αυτήν πολιτικήν της, εδημιούργησε ένα τυραννικό και νόθο καθεστώς μέσα εις το οποίον σήπεται και αυτή και η χώρα. Διότι, το καθεστώς των Αθηνών, στερούμενον, εκτός των άλλων, και ιδεολογικού προσανατολισμού, εις ουδεμίαν μορφήν πολιτεύματος ανταποκρίνεται. Ουδέ καν της κλασσικής Δικτατορίας. Και δεν αναπληροί βέβαια την έλλειψιν αυτή ούτε η μεσαιωνική περί πολιτείας θεοκρατική αντίληψις ούτε το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», όταν μάλιστα αμφότερα εκφράζονται με μεθόδους ελάχιστα χριστιανικάς». Στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει τους δικτάτορες να παραδώσουν την εξουσία. Και η δήλωση Καραμανλή κατέληξε με την προσφορά του να ηγηθεί του καθεστώτος ειρηνικής μετεξέλιξης της χούντας, απευθύνοντας ταυτόχρονα έκκληση ανατροπής της προς τους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων.

Πρόσωπα του Αντιδικτατορικού αγώνα

Είναι τεράστιος ο αριθμός των ανθρώπων που κατά την περίοδο της Επταετούς δικτατορίας προσήχθησαν, κρατήθηκαν παράνομα και κακοποιήθηκαν βάναυσα -σωματικά και ψυχολογικά- στα κρατητήρια της Ασφάλειας Αθηνών, του ΕΑΤ-ΕΣΑ και των κατά τόπους φυλακών και τόπων εξορίας της Χούντας. Επώνυμοι ή ανώνυμοι συμπολίτες μας που πλήρωσαν με το αίμα τους και με ανείπωτα μαρτύρια την πίστη τους στη δημοκρατία και την ελευθερία. Όλοι τους συνέβαλαν με τον αγώνα τους και τη θυσία τους στην πτώση της χούντας και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής και Συνταγματικής νομιμότητας στην πατρίδα μας. Επειδή ωστόσο ο εξαιρετικά περιορισμένος χώρος ενός διαδικτυακού αφιερώματος δεν επιτρέπει εκτενέστερη παρουσίαση, επιλέξαμε και αποτολμούμε εδώ μια σύντομη αναφορά σε επτά μόνον εμβληματικές προσωπικότητες που, με τη ζωή, τη δράση και το έργο τους, σφράγισαν τον Αντιδικτατορικό Αγώνα: α) Στον Κώστα Γεωργάκη, τον Έλληνα φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε το 1970, αρνούμενος να ζήσει με την τυραννία της δικτατορίας. β) Στον Ανδρέα Λεντάκη, επειδή μέσα από το τραγούδι που του αφιέρωσε ο Μίκης Θεοδωράκης έγιναν ευρύτερα και άμεσα γνωστά τα φρικτά βασανιστήρια που ελάμβαναν χώρα επί χούντας στην ταράτσα της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών επί της οδού Μπουμπουλίνας αριθ. 18. γ) Στον Αλέκο Παναγούλη, για τα θηριώδη μαρτύρια που υπέμεινε ακλόνητος και για το θάρρος και το αδούλωτο φρόνημα το οποίο επέδειξε ακόμα και μετά την πτώση της χούντας, σε κάθε στιγμή του αγώνα του για την εμπέδωση της ελευθερίας και της δημοκρατίας από την Ελληνική κοινωνία και την πολιτική ζωή του τόπου. δ) Στον Σπύρο Μουστακλή, τον ανδρείο αξιωματικό στον οποίο η χούντα προκάλεσε μόνιμη, βαριά αναπηρία από τους βασανισμούς που υπέστη χωρίς ωστόσο να κάμψει το ψυχικό και ηθικό σθένος του και χωρίς ποτέ να καταφέρει να του αποσπάσει την παραμικρή πληροφορία για τους συντρόφους του και τον αγώνα τους. ε) Στον Τάσο Μήνη, τον γενναίο αεροπόρο με τη θαυμαστή αντιστασιακή και αντιδικτατορική δράση που υπέστη φοβερά μαρτύρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ χωρίς ποτέ να λυγίσει. Στο πρόσωπο του Τάσου Μήνη αποδεικνείεται περίτρανα ότι ο ελληνικός στρατός δεν αποτελείτο στο σύνολό του από φιλοχουντικά στοιχεία, αλλ’ ανέδειξε και σπουδαίους δημοκράτες αγωνιστές. στ) Στον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, επειδή είναι εκείνος που -πέρα από την προσωπική ταλαιπωρία των βασανιστηρίων, των διώξεων και των εκτοπίσεων που υπέστη, βίωσε και το αβάσταχτο για έναν γονιό μαρτύριο, να δει να βασανίζουν το ίδιο το παιδί του στον χώρο όπου εκρατείτο και εκείνος. Τέλος, ζ) στον Παναγιώτη Κανελλάκη, τον δικηγόρο που, με τη σοφή κρίση και τους εύστοχους χειρισμούς του, στάθηκε ο ακούραστος πρωτεργάτης των αγώνων των φοιτητών και της νεολαίας της εποχής του ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών και ο οποίος κρατήθηκε επί 147 ημέρες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου και βασανίστηκε.

Η μνήμη όλων τους -όπως και κάθε ανθρώπου, που αγωνίστηκε
ενάντια στη χούντα- είναι αιώνια, άσβεστη και ιερή!

α) Κώστας Γεωργάκης (1948-1970)

Κ. Γεωργάκης

Ο Κώστας Γεωργάκης (23 Αυγούστου 1948 – 19 Σεπτεμβρίου 1970) ήταν Έλληνας φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ήταν μέλος της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Σπούδαζε γεωλογία στην Ιταλία, όταν το 1970 ανώνυμα σε συνέντευξή του αποκάλυψε ότι η χούντα είχε διεισδύσει στις ελληνικές οργανώσεις της Ιταλίας. Φοβούμενος ότι η χούντα αργά ή γρήγορα θα ανακάλυπτε την ταυτότητά του, αποφάσισε να προβεί σε μια πράξη διαμαρτυρίας κατά της Χούντας, η οποία δεν θα έδινε τη δυνατότητα στο καθεστώς να προβεί σε αντίποινα προς την οικογένειά του, που ζούσε στην Ελλάδα.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1970, ξημερώματα, στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας, μπροστά από το δικαστικό μέγαρο, περιέλουσε τον εαυτό του με βενζίνη και αυτοπυρπολήθηκε, φωνάζοντας: «Το έκανα για χάρη της Ελλάδας, ζήτω η δημοκρατία, όλοι οι Ιταλοί ας αναφωνήσουν: Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και πέθανε μετά από λίγες ώρες.

Η είσοδος του δικαστικού μεγάρου στην πλατεία Ματεότι
της Γένοβας, αμέσως μετά τη θυσία του Κώστα Γεωργάκη

Ο πατέρας του εκλήθη να ταξιδέψει από την Κέρκυρα, όπου έμενε, στην Ιταλία μετά από ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορούσε ότι ο γιος του έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού ατυχήματος: «Ο Κώστας νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σαν Μαρτίνο. Πρέπει να έρθετε αμέσως εδώ». Την αλήθεια την έμαθε αργότερα στον αεροδρόμιο του Μπρίντιζι τυχαία από έναν υπάλληλο που είχε μάθει τα νέα. Την επομένη ημέρα, στη Γένοβα, έπρεπε να πάει στο νεκροτομείο. Η μαρτυρία του τραγικού πατέρα στον ερευνητή της υπόθεσης Κωνσταντίνο Παπουτσή είναι συγκλονιστική: «Ήρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ήταν καμένος, δηλαδή κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος. Ναι, αυτό είναι το παιδί μου… Αυτός είναι ο Κώστας μου. Έκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα και κατέρρευσα», θυμάται.

Η κηδεία του Κώστα Γεωργάκη έγινε στη Γένοβα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1970. Το περιστατικό αποσιωπήθηκε από τη δικτατορία, προκάλεσε όμως έντονη αίσθηση στη διεθνή κοινότητα. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών, λόγω εσκεμμένων κωλυσιεργιών της Χούντας, και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Σήμερα στο σημείο που αυτοπυρπολήθηκε υπάρχει αναμνηστική πλάκα με την επιγραφή στα ιταλικά: «Al giovane Greco Constantino Georgakis che à sacrificato i suoi 22 anni per la Libertà e la Democrazia del suo paese. Tutti gli Uomini Liberi rabbrividiscono davanti al suo Eroico Gesto. La Grecia Libera lo ricorderà per sempre», που μεταφράζεται: «Στον νεαρό Έλληνα Κωνσταντίνο Γεωργάκη που θυσίασε τα 22 χρόνια του για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία της πατρίδας του. Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι σκιρτούν μπροστά στην ηρωική του χειρονομία. Η Ελεύθερη Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα».

Αναθηματική πλακέτα στο σημείο θυσίας του Κ. Γεωργάκη

Στη γενέτειρά του Κέρκυρα υπάρχει πλατεία με το όνομά του και με τον ανδριάντα του. Στη Θεσσαλονίκη οδός φέρει το όνομά του, στη συνοικία της Ανάληψης. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αναφέρεται στη θυσία του σε ένα από τα ποιήματά του:

Αυτοπυρπόληση
Νικηφόρος Βρεττάκος

Στον φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το 1970

Ντύθηκες γαμπρός
φωταγωγήθηκες σαν έθνος.
Έγινες ένα θέαμα ψυχής
ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα.
Είσαι η φωτεινή περίληψη
του δράματος μας, τα χέρια μας
προς την Ανατολή
και τα χέρια μας προς τη Δύση.
Είσαι στην ίδια λαμπάδα
τη μια τ’ αναστάσιμο φως
κι ο επιτάφιος θρήνος μας.

(Συλλογή «Η θέα του κόσμου»)

Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και την ανασύσταση της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας (ΕΔΗΝ) από τον Αλέκο Παναγούλη, διοργανώθηκε το 1975 εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Γεωργάκη. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Κώστας Γεωργάκης, σε επιστολή του προς τον πατέρα του: «Εγώ δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ένα ελεύθερο άτομο. Η γη μας, που γέννησε την ελευθερία, θα εκμηδενίσει την τυραννία!».

β) Ανδρέας Λεντάκης (1935-1997)

Α. Λεντάκης

Ο «Ανδρέας» είναι ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, που γράφτηκε για τον αγωνιστή Ανδρέα Λεντάκη (1935-1997), ο οποίος κατά τη διάρκεια της επταετίας κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια και βασανίστηκε φρικτά στην ταράτσα του κτηρίου της οδού Μπουμπουλίνας 18. Όντας κρατούμενος κατήγγειλε τη βαναυσότητα της χούντας στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, ενώ η περίπτωσή του έγινε θέμα συζήτησης και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η δράση, οι αγώνες του και η αντοχή του ενέπνευσαν στον συγκρατούμενό του, στο διπλανό κελί, Μίκη Θεοδωράκη, μερικά από τα ωραιότερα επαναστατικά τραγούδια του. Με τον Μίκη Θεοδωράκη ο Ανδρέας Λεντάκης είχαν επινοήσει έναν μυστικό κώδικα επικοινωνίας με χτυπήματα στον μεσότοιχο του κελιού τους, απ’ όπου και οι στίχοι του τραγουδιού που ο Μίκης αφιέρωσε στον Ανδρέα: «τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ …». Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης είχε δηλώσει: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από το ν’ ακούς τους συγκρατούμενούς σου να παίρνουν κουράγιο τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια μέσα απ’ τα κελιά τους».

Το κτήριο της Υποδ/νσης Ασφαλείας Αθηνών επί των οδών Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα

Έτσι δημιουργήθηκαν «Τα τραγούδια του Ανδρέα» που αποτελούν έναν φόρο τιμής στον φίλο, συναγωνιστή και συγκρατούμενο του Μίκη στο ανατριχιαστικό κτήριο της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας, ως «ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και του θαυμασμού μου στο πρόσωπό του», όπως έλεγε ο Μίκης. Ο Θεοδωράκης θυμόταν στο αυτοβιογραφικό του έργο «Το χρέος»: «ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο “μέρος’’. Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μεσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών». Και συνεχίζει: «Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μου διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. “Με χτυπούσαν με μικρούς σάκκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία …’’».

Ο Ανδρέας Λεντάκης υπήρξε σημαντικό στέλεχος της Αριστεράς με πλούσια αντιδικτατορική δράση καθώς και μέλος του φοιτητικού κινήματος και πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπέστη τα πάνδεινα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών ως ιδρυτικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη. Στη φυλακή και στην εξορία παρέμεινε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μεταπολιτευτικά, ήταν ιδρυτικό μέλος και βουλευτής του Συνασπισμού και δήμαρχος Υμηττού. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο. Έφυγε από καρδιακή προσβολή το 1997, σε ηλικία 62 ετών. Θα τον θυμόμαστε πάντα από αυτό το «τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ», που όπως μας λέει ο Μίκης «πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά, κρατάω καλά».

Στο ακόλουθο βίντεο ακούγονται τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη «Είσαι Έλληνας», «Ανδρέας» και «Σφαγείο», που αναφέρονται στην κράτησή του στην Ασφάλεια και στον Ανδρέα Λεντάκη, σε απόσπασμα συναυλίας που δόθηκε το 1974, μετά τη λήξη της δικτατορίας. Στο τέλος ακούγεται ο κόσμος που βροντοφωνάζει: «Δώστε τη χούντα στο λαό!», ένα από τα κορυφαία συνθήματα που επικρατούσαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας:

«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα / μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα / τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ.
Που πάει να πει / σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή / βαστάω γερά, κρατάω καλά.
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι / και το κελί μας κόκκινο ουρανό»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης)

γ) Αλέξανδρος Παναγούλης (1939-1976)

Αλέκος Παναγούλης

Ο Αλέκος Παναγούλης, σπούδασε στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων – Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, πέρασε στην παράνομη δράση κατά της χούντας, αφού πρώτα λιποτάκτησε από τον στρατό, όπου υπηρετούσε τη θητεία του. Πνεύμα ελεύθερο και δημοκρατικό, εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στην «Ένωση Κέντρου» (Ε.Κ.) του Γεωργίου Παπανδρέου και συγκεκριμένα στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος -Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου» (ΟΝΕΚ) που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (ΕΔΗΝ), της οποίας την προεδρία ανέλαβε μετά τη μεταπολίτευση, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.

Υπήρξε ο ουσιαστικός ηγέτης της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση» και ο αρχηγός του ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ). Επεχείρησε χωρίς αποτέλεσμα να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στις 13 Αυγούστου 1968 στη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου, κοντά στο Λαγονήσι, οπότε συνελήφθη και οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ΕΣΑ, όπου βασανίστηκε με απάνθρωπη σκληρότητα. Όπως σημειώνει η σύντροφός του Οριάνα Φαλάτσι στη συνέντευξη της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη, μετά την απελευθέρωσή του, η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι αναφέρει πως ο ίδιος ο Αλέκος Παναγούλης είχε δηλώσει στη συνέντευξή του εκείνη: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

Στην ανατριχιαστική του κατάθεση στη δίκη των βασανιστών της Χούντας, ο Αλέκος Παναγούλης, μεταξύ άλλων είχε καταθέσει για την περίοδο που εκρατείτο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ: «Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου και άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών ο βασανιστής Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος. Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη. Ήταν παρών και όταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης μου είχαν περάσει σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα και εθέρμαιναν το εκτός της ουρήθρας μέρος …». Στη συνέχεια ο Παναγούλης περιγράφει πως οι βασανιστές του έκλειναν το στόμα, ώστε να μην μπορεί να αναπνεύσει μέχρι που δάγκωσε τον Θεοφιλογιαννάκο και έκτοτε χρησιμοποιούσαν κουβέρτα και μαξιλάρια για να τον εμποδίζουν να αναπνέει.

Από πάνω προς τα κάτω: Ο Αλέκος Παναγούλης με τη μητέρα του Αθηνά και τον αδερφό του Στάθη. Πάνω δεξιά, κέντρο δεξιά και δεύτερη φωτογραφία κάτω: Ενώπιον του στρατοδικείου. Κέντρο αριστερά: Γραμματόσημο με τον Αλέκο Παναγούλη. Κάτω αριστερά: Κατά την απονομή του δειθνούς βραβείου λογοτεχνίας Βιαρέτζιο. Κάτω δεξιά: Με την Οριάνα Φαλάτσι. Το αυτοκίνητο του Αλέκου Παναγούλη μετά το θανατηφόρο τροχαίο την Πρωτομαγιά του 1976

Στις 17 Νοεμβρίου 1968 ο Αλέκος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αθηνών, όμως η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε χάρη στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης. Παρέμεινε επί πέντε χρόνια έγκλειστος στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου, απ’ όπου στις 5 Ιουνίου 1969 δραπέτευσε, αλλά συνελήφθη μετά από προδοσία και κλείστηκε στην απομόνωση των φυλακών.

Την Πρωτομαγιά του 1976 βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας του και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα. Ο Τύπος της εποχής έγραψε ότι κάποιοι ήθελαν να τον «βγάλουν από τη μέση», επειδή είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που έδειχναν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη χούντα.

Από την κηδεία του Αλέκου Παναγούλη με μια λαοθάλασσα να τον συνοδεύει…

«Όταν χτυπήσεις δυο φορές ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου, σκέφτομαι το φευγιό σου
Σε βλέπω σε κελί στενό να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στο θάνατό σου …»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη)

δ) Σπύρος Μουστακλής (1926-1986)

Ο Αντιδικτατορικός αγώνας, που έλαβε χώρα κατά την επταετία, είχε ως κορυφαίες στιγμές του την απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, το 1968, από τον Αλέκο Παναγούλη, το Κίνημα του Ναυτικού το 1973 με την ηρωική μορφή του Σπύρου Μουστακλή και τις φοιτητικές εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, επίσης το 1973.

«Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε.
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας.
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε»

(Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης, Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης, ερμηνεία: Μαργαρίτα Ζορμπαλά)

Ο αξιωματικός Σπύρος Μουστακλής (Μεσολόγγι 1926 – Αθήνα 1986) συμμετείχε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας σε αντιδικτατορικές οργανώσεις, οπότε συνελήφθη και φυλακίστηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί 47 ημέρες, όπου βασανίστηκε άγρια. Οι βασανιστές του με δυνατά χτυπήματα του προκάλεσαν παράλυση, με αποτέλεσμα να διακομιστεί, με καθυστέρηση πολλών ημερών, στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και με αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο»… προκειμένου το περιστατικό να μην υποπέσει στην αντίληψη κανενός.. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, στο ΚΑΤ και σε νοσοκομεία του εξωτερικού, όμως παρά τις προσπάθειες των ιατρών δεν κατάφερε ποτέ ξανά να μιλήσει, ενώ δύο χρόνια μετά τον βασανισμό του κατάφερε και πάλι να βαδίσει, όμως με πολλή δυσκολία.

Όπως θυμάται η σύζυγός του Χριστίνα Μουστακλή: «Ο Σπύρος ήταν στο Κίνημα του Ναυτικού και όταν υποψιάστηκε ότι το κίνημα προδόθηκε, έφυγε εκτάκτως για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι. Πήρε κάτι σάκους τους έβαλε στο αυτοκίνητο από το βράδυ και νωρίς τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Μαΐου έφυγε για το Μεσολόγγι. Προφανώς, αν και αυτό δεν το έμαθα ποτέ, ήθελε να κρύψει και να καταστρέψει αρχεία. Ίσως αν έμενε εκεί θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη σύλληψη. Όμως είχαμε ένα ατύχημα με την κόρη μας που κάηκε στο χέρι και στο πρόσωπο από ένα φλιτζάνι ζεστού καφέ, οπότε ήθελε να είναι δίπλα της. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα τον συνέλαβαν το απόγευμα, γύρω στις 5-6, της Τρίτης 22 Μαΐου 1973 για τη συμμετοχή στο Κίνημα του Ναυτικού. Παρακολουθούσαν κάθε κίνησή του, τα πάντα. Τον πήγαν πρώτα στη Γενική Ασφάλεια και τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 26 Μαΐου, τον πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου και υπέστη τα φρικτά βασανιστήρια, ώστε την επομένη να τον στείλουν στο νοσοκομείο. Εγώ, τον επισκέφθηκα στις 11 Ιουλίου 1973 στη νευρολογική πτέρυγα συνοδευόμενη από τον επίατρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ Δημήτρη Κόφα και τον διευθυντή της νευρολογικής κλινικής του 401 Ανδρέα Δαβαρούκα. Στις 9 Ιουνίου 1973 φύγαμε από το 401 και πήγαμε στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου διέμεινε έως τις 24 Αυγούστου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά ο Αλέξανδρος Παναγούλης και η Οριάνα Φαλάτσι.

Όσο καιρό μετά τη σύλληψή του δεν είχα νέα του, ήταν σαν να είχε ανοίξει η γης και να τον κατάπιε. Ψάξαμε σε όλα τα νοσοκομεία, τηλεφωνούσα παντού, μα πουθενά. Από την ημέρα που τον πιάσανε πήγαινα είτε στη Γενική Ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας, είτε στην πύλη του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ρωτούσα για τον Σπύρο και μου λέγανε ότι δεν υπήρχε τέτοιο όνομα. Πήγαινα επί 47 ημέρες και έφευγα χωρίς να μου πουν πού βρίσκεται ο άνδρας μου. Ακόμη και διεθνή Μέσα, όπως η Deutsche Welle και το BBC, αναρωτιόνταν: “Πού είναι ο Μουστακλής;” και “Χάθηκε ταγματάρχης στην Ελλάδα”. Κάποιος από το νοσοκομείο θα μπορούσε να τον είχε αναγνωρίσει και να έπαιρνε ένα ανώνυμο τηλέφωνο να μας ειδοποιήσει, αλλά φοβόνταν όλοι τότε. Κάποτε, έρχεται ο ταγματάρχης Γκίζας και μου λέει να πάω από Δευτέρα, διότι είχε πληροφορίες. Έφυγα και στο μυαλό μου στριφογύριζε ότι κάτι κακό συνέβαινε. Τελικά μου ανακοίνωσε ότι ο Σπύρος βρισκόταν στο νοσοκομείο. Όταν τον αντίκρισα για πρώτη φορά μετά από τόσες ημέρες αναζήτησης συνέβη το εξής οξύμωρο: Αν και ήμουν πανευτυχής που βρέθηκε μετά από 47 ημέρες, από την άλλη η εικόνα που τον πρωτοείδα μου έχει μείνει για πάντα χαραγμένη. Όταν μπήκα στον θάλαμο και είδα τον Σπύρο, φώναξα. Είχε παντού κατάμαυρα σημάδια, ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι. Έκανα τρεις μέρες να κοιμηθώ.

Ο Σπύρος υπέστη άγρια βασανιστήρια από το καθεστώς της δικτατορίας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Σ’ αυτόν τον χώρο με αποκορύφωμα τα βασανιστήρια στον Σπύρο καταπατήθηκαν όλες οι ανθρώπινες αξίες. Τα χτυπήματα των ΕΣΑτζήδων έφτασαν να προκαλέσουν την παράλυσή του και την απώλεια της ομιλίας του. Το μοιραίο χτύπημα δόθηκε στην αριστερή καρωτίδα και ήταν σαν να έπαθε εγκεφαλικό. Έπεσε κάτω, έμεινε παράλυτος, αλλά δεν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τον άφησαν όλη τη νύχτα του Σαββάτου μέσα στα αίματα και τα ούρα και τον πήγαν στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στις 9 το βράδυ της Κυριακής. Μετά από 20 και πλέον ώρες… Όταν πίστευαν ότι έχει πεθάνει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός αξιωματικού του Ναυτικού, τον φώναξαν κατά τις 12 τη νύχτα να τον δει και του είπαν οι ΕΣΑτζήδες: «Κοίτα τον φίλο σου έτσι θα σε κάνουμε κι εσένα» και όπως θυμάται ήταν χάλια, πληγωμένος, με αίματα παντού και ένα πατσαβούρι στο στόμα.

Οι βασανιστές εκτελούσαν εντολές, τους έλεγαν «βαράτε» και χτυπούσαν αλύπητα, αυτή ήταν η δουλειά τους, πέτρες να χτυπούσαν ή ανθρώπους ήταν το ίδιο και το αυτό. Τους είχαν κάνει τεράστια πλύση εγκεφάλου ότι πρέπει να τους τιμωρήσουμε επειδή είναι μεγάλη απειλή για την πατρίδα μας. Όμως, για μένα χειρότεροι από τους βασανιστές, ήταν οι επιστήμονες που γνώρισα. Εγώ πιο πολύ ρίχνω το φταίξιμο στους γιατρούς που παρέβησαν τον νόμο του Ιπποκράτη. Όλοι τους συμμετείχαν σε όλη αυτή την περιπέτεια. Μάλιστα, όταν έκαναν στον Σπύρο εισαγωγή έγραψαν ως επίθετο «Μιχαηλίδης» και ότι είχε έρθει από τροχαίο ατύχημα στον ιππόδρομο. Έκαναν ό,τι ήθελαν σε έναν ανήμπορο άνθρωπο, δεν ειδοποίησαν ποτέ κανέναν συγγενή του για την κατάστασή του και επί 47 ολόκληρες ημέρες έκρυβαν έναν ζωντανό νεκρό, συνωμοτώντας με τους δικτάτορες και καλύπτοντας του δημίους του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ούτε και εκείνοι ζήτησαν μια συγνώμη όλα αυτά τα χρόνια, επιστήμονες άνθρωποι. Σε όλο εκείνο το διάστημα της δικτατορίας, γνώρισα τον τρόπο συμπεριφοράς αξιωματικών, όπως ο Χατζηζήσης, ο Σπανός, αλλά και στο νοσοκομείο τους γιατρούς. Δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο Παττακός, ο οποίος είπε για τον Σπύρο «καλά του κάναμε»… Άλλωστε αυτός ήταν και στην ηγεσία της χούντας. Δεν εκπλήσσομαι από την απάνθρωπη συμπεριφορά του, τους είχα ζήσει. Σε όλη αυτή την περιπέτεια με κορόιδευαν και με ειρωνεύονταν. Θυμάμαι να μου κάνουν πόλεμο νεύρων λέγοντάς μου “Εσύ τον διάλεξες, καλά να πάθει δεν αγαπούσε την οικογένειά του»».

ε) Τάσος Μήνης (1919-2005)

Τάσος Μήνης

Γεννημένος στην Νέδουσα Μεσσηνίας το 1919, ο Αναστάσιος Μήνης εισήχθη το 1940 στη Σχολή Ικάρων. Πολέμησε στη Μέση Ανατολή και τραυματίστηκε για πρώτη φορά στη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Έπεσε με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα Ελλάδα με πολεμική αποστολή. Τραυματίστηκε άλλες τρεις φορές πέφτοντας με το αεροπλάνο του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1952 τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα με το βαθμό του σμηναγού λόγω του σοβαρού τραυματισμού του στη σπονδυλική στήλη. Για τη δράση του τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας και με το βρετανικό παράσημο B.E.N.

«Οι Χουντικοί είχαν θορυβηθεί με τον πατέρα μου, διότι ήταν παρασημοφορεμένος από τους Βρετανούς, o μοναδικός Έλληνας αξιωματικός της αεροπορίας που είχε λάβει το συγκεκριμένο παράσημο για κατασκοπεία και σαμποτάζ», αναφέρει ο Πάνος Μήνης έχοντας μελετήσει εξονυχιστικά τον φάκελο της Ασφάλειας για τον πατέρα του. «Πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο Παπαδόπουλος τον πρέσβη της Αγγλίας». Ο «φάκελος» ωστόσο έγραφε και άλλα πράγματα που εξόργιζαν τους Συνταγματάρχες. Στην περίφημη Δίκη των Αεροπόρων το 1953, ο Τάσος Μήνης ήταν ο μοναδικός που εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης μιας ομάδας αξιωματικών που κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές «από μια κλίκα παρακρατικών, πρακτόρων και σκευωρών στην Πολεμική Αεροπορία». Από το 1963, ο Τάσος Μήνης συμμετείχε δυναμικά στους αγώνες κατά του αστυνομικού κράτους και της βασιλικής αυθαιρεσίες μέσα από το προοδευτικό τμήμα της τότε Ένωσης Κέντρου.

Ο Τάσος Μήνης συγκρότησε την ΑΑΑ στα τέλη του 1968 μαζί με τον επιστήθιο φίλο του, τραγικό ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, ο οποίος αργότερα θα έμενε ανάπηρος από τα χτυπήματα των βασανιστών μέσα στα ίδια κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Στην οργάνωση συμμετείχαν ακόμα ο τότε ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης, ο αείμνηστος ναύαρχος Γιάννης Μασουρίδης, ο τότε βουλευτής Γιάννης Αλευράς και πολύ αργότερα ο αγαπημένος του φίλος, παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης. Το 1969, ο Μήνης είχε φτιάξει και 15 βόμβες για την οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», μία εκ των οποίων εξερράγη από λάθος χειρισμό στα χέρια του Σάκη Καράγιωργα.

Στις 13 Μαΐου 1972, ο Τάσος Μήνης μεταφέρεται στην Ασφάλεια Προαστείων στον Κορυδαλλό, όπου προφυλακίζεται εν αναμονή του Στρατοδικείου. Ένα μήνα μετά όμως, στις 15 Ιουνίου, ο Τάσος Μήνης μεταφέρεται αυθαίρετα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ για συνέχιση της ανάκρισης, κατά παράβαση οποιουδήποτε κώδικα δικονομίας, ακόμα και αυτών της Χούντας… Κατά τις 111 μέρες που έμεινε στην ΕΣΑ, ο Τάσος Μήνης δεν αποκάλυψε τίποτε. Καταφέρνει ωστόσο να καταγράψει τη μαρτυρική εμπειρία από το ΕΑΤ-ΕΣΑ, υλικό από το οποίο προέκυψε το βιβλίο του «111 μέρες στην ΕΣΑ – Ημερολόγιο βασανιστηρίων του Τάσου Μήνη» που αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα και πλέον συγκλονιστικά ντοκουμέντα για το τι συνέβαινε στα φρικτά κρατητήρια.

Ο Τάσος Μήνης δίνοντας συνέντευξη έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του Σοφία

Στο διάστημα της κράτησής του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ παρέμεινε σε απόλυτη απομόνωση χωρίς να του επιτραπεί οποιαδήποτε έξοδος από το κελί του και βασανίστηκε ανελέητα με αποκορύφωμα το στήσιμο σε απόλυτη ορθοστασία, δερνόμενος ταυτοχρόνα με γκλομπς κατά βάρδιες, επί 11 ημέρες. Από τις 2 έως τις 10 Ιουλίου και από τις 17 έως τις 21 Αυγούστου, οπότε και υπέστη τον πιο άγριο ξυλοδαρμό. Ο ίδιος γράφει στο ημερολόγιό του:

«- Ακούστε κ. Μήνη, σας εμελέτησα πριν σας φωνάξουν, από τότε που γεννηθήκατε. Γνωρίζω τα πάντα για σας, γνωρίζω όλες τις ασχολίες σας και όλες σας τις παρέες. … Λοιπόν, για πόσο καιρό ακόμα νομίζετε ότι θα μείνει η Επανάστασις;
– Δεν έχω στοιχεία και δεν μπορώ να κάνω το μάντη.
– Ε, σας γνωρίζω ότι θα μείνει εκατό χρόνια και θα έπρεπε να έχει γίνει πριν δεκαπέντε χρόνια. Γι’ αυτό εδώ θα μας τα πείτε όλα σχετικά με την οργάνωσή σας.
– Ό,τι είχα να πω, τα είπα στην Ασφάλεια Προαστείων.
– Καλά αυτοί δεν ξέρουν από οργανώσεις, χωροφύλακες είναι. Από οργανώσεις μόνο εμείς ξέρουμε. Λοιπόν, θα μείνετε εδώ, θα πάτε στο κελί σας και θα μας γράψετε ό,τι ξέρετε. Σας θυμίζει τίποτα το όνομα Οδυσσεάς;
– Τον ήρωα του Ομήρου».

Το σπίτι του Αντισμήναρχου Τάσου Μήνη στου Παπάγου.
Όσο κρατούσε το καθεστώς Ιωαννίδη, επί 8,5 μήνες, δεν το
πλησίασε καθώς οι ΕΣΑτζήδες τον περίμεναν οπλισμένοι
(περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Όπως ακόμα διαβάζουμε στο ημερολόγιο που κράτησε ο Τάσος Μήνης για τις 111 Μέρες που κρατήθηκε στην ΕΣΑ, Οδυσσέας ήταν το ψευδώνυμό του και ήταν γνωστό μόνο σε μερικούς συνεργάτες του. Όπως επιβεβαιώνει σήμερα η οικογένειά του, η ΑΑΑ δεν ήταν μια υπόθεση μεταξύ του ιδίου και του Παντελάκη. «Αν ένας άνθρωπος λεύτερος στενάζει στο κελί, σ’ οποιοδήποτε σημείο της γης, η ευθύνη πέφτει σε μας τους δειλούς και τους βολεμένους», γράφει ο Γιάννης Μανιατέας, στη «Σφηκοφωλιά της επταετίας». O Μανιατέας ήταν ο μοναδικός δεσμοφύλακας που δεν άγγιξε τον Τάσο Μήνη. Στο βιβλίο του τον αποκαλεί «το αλύγιστο κυπαρίσσι», ενώ ο Μήνης, για να μην τον προδώσει, στο ημερολόγιό του τον αποκαλεί «O Άλλος»:

Ο Θεοφιλογιαννάκος τον είχε προειδοποιήσει: «Από εδώ θα φύγεις ή φίλος ή σακάτης». Ο ίδιος ο διευθυντής της ΕΣΑ, ο συνταγματάρχης Ιωαννίδης, τον είχε επισκεφθεί για να του ξεκαθαρίσει ότι «τον παράγοντα άνθρωπο τον βάζομεν σε 2η και 3η μοίρα», αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η «Επανάστασις» διένυε τότε τον έκτο χρόνο, ενώ στην αρχή δεν της έδιναν παρά έξι μήνες ζωής. «Αν τον παράγοντα άνθρωπο τον βάζαμε σε πρώτη μοίρα, θα είχαμε πέσει», του είπε. Όμως το «κυπαρίσσι» εξακολουθούσε να στέκει «αλύγιστο» στον «πράσινο κύκλο»…

Αφού τα βασανιστήρια δεν απέδιδαν, η ΕΣΑ επιστράτευσε έναν φρουρό προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μήνη και να αποδράσουν μαζί με την ελπίδα ότι θα τον οδηγήσει στους συντρόφους του στην ΑΑΑ. «Για ένα λεπτό κάποιος να μην σε βασάνιζε τον θεωρούσες ευεργέτη», συνήθιζε να λέει αργότερα ο Μήνης. Τον πίστεψε λοιπόν στην αρχή και τον έστειλε στο σπίτι του στο Χαλάνδρι να συναντήσει τη γυναίκα του και να της παραδώσει ένα σημείωμα. Σε αυτό το σημείωμα της έγραψε για πρώτη φορά ότι βασανίστηκε:

«Σοφουλάκι μου,
Τώρα που σου γράφω είμαι πάρα πολύ καλά. Εβασανίσθηκα, εβασανίσθηκα πολύ, πάρα πολύ. Αγάπη μου, μην ανησυχείς είμαι εντελώς καλά. Να προσπαθήσεις να εξυπηρετήσεις τον φέροντα το σημείωμα, είναι πολύ καλό παιδί.
Με απέραντη αγάπη και αξιοπρέπεια, Τάσος».

«Στις 8.15 φτάνω με την κλούβα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Με οδηγούν σε ένα γραφείο που γράφει “Ταγματάρχης Χατζηζήσης Νικ.”. Σε λίγο έρχεται ένας βλογιοκομμένος με πολιτικά, μου συστήνεται: Θεοφιλογιαννάκος, διοικητής της μονάδος». Η κυρία Μήνη περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν ως εξής: «Ο Βλάσης ήρθε πρώτη φορά στο σπίτι μας στο Χαλάνδρι. Τη δεύτερη συνάντηση όμως την κάναμε στην πλατεία Κάνιγγος. Από πίσω μου ήταν και παρακολουθούσε ο Σπύρος ο Μουστακλής. Ο Σπύρος εξακολουθούσε να έρχεται στο σπίτι μας, απλά έβαζε το αυτοκίνητό του πιο μακριά για να μην δίνει στόχο. Ήξερε για τον Βλάση και με ακολούθησε χωρίς να το γνωρίζω. Συναντιέμαι λοιπόν με τον Βλάση, από πίσω ήταν η ΕΣΑ που παρακολουθούσε εμένα, από πίσω ο Σπύρος και πίσω από τον Σπύρο παρακολουθούσε η ΚΥΠ. Ο Βλάσης φορούσε ένα κασκετάκι όπου είχε κρύψει το μαγνητοφωνάκι του για να καταγράψει την όλη μας συζήτηση. Του είπα, “Βλάση αν όλο αυτό είναι παιχνίδι, αν κάτι προσπαθείς να δημιουργήσεις, όταν το μάθω θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια”. Αλλά είχε γίνει ήδη η ζημιά».

Ο Τάσος Μήνης με τον επιστήθιο φίλο του και συναγωνιστή
του Σπύρο Μουστακλή (mixanitouxronou.gr)

«Με καλέσανε στην ΕΣΑ και με κρατήσανε εκεί όλη μέρα. “Τα ξέρουμε όλα”, “πήγες να εξαγοράσεις” κ.λπ. Από πάνω να ακούγονται ποδοβολητά, μια αναστάτωση, να μου λένε ότι ο Τάσος δεν είναι εκεί, ότι θα τον σκοτώσουν. Κάποια στιγμή έβαλα τα κλάματα, ξέσπασα, “έχετε τον άνδρα μου εδώ και με βασανίζετε, έχω δυο μικρά παιδιά”. Φτερό στον άνεμο ήμουν εκείνη την ώρα. Γιατί ήξερα την όλη ιστορία. Tο δράμα μου ήταν ότι γνώριζα, γνώριζα τους πάντες και τα πάντα, είχα τοποθετήσει και δύο βόμβες στο Χίλτον». «Δεν θα ξεχάσω ποτέ, ωστόσο, τα λόγια του δικηγόρου, συμβούλου και επιστήθιου φίλου μου, Γ.Α. Μαγκάκη», συνεχίζει η κυρία Μήνη. «Είχαμε πάει να τον επισκεφθούμε με τα παιδιά, όταν ο Τάσος είχε πλέον επιστρέψει στον Κορυδαλλό, και τους είπε: “Nα είστε περήφανοι για τους γονείς σας, γιατί ενώ όλες οι άλλες οργανώσεις ξηλώθηκαν σαν δαντέλα, η ΑΑΑ ήταν η μόνη που δεν ξηλώθηκε και έμεινε σφιχτή”».

Στις 4 Οκτωβρίου 1972, χωρίς να έχουν καταφέρει να αποσπάσουν ούτε μια λέξη από τον Τάσο Μήνη για τους συνεργάτες του και τις επαφές του στο εξωτερικό, αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν και πάλι στις φυλακές Κορυδαλλού. Γράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του: «Τελείωσε η έρευνα. Μου ανοίγουν την εξωτερική πόρτα της φυλακής. Επί τέλους ελεύθερος, μπαίνω στο χώρο της Ελευθερίας. Από μέσα με περιμένουν οι φίλοι μου. Φιλιά, δάκρυα χαράς, μεγάλη στιγμή. Επί τέλους, βλέπω ανθρώπους». Το ημερολόγιο της μεγάλης δοκιμασίας των ημερών στην ΕΣΑ, ο Τάσος Μήνης κατόρθωσε να το καταγράψει έχοντας για γραφίδα τη μύτη ενός μολυβιού, κρατώντας κρυπτογραφημένες σημειώσεις στις σελίδες του μοναδικού βιβλίου που του επέτρεψαν να έχει και το οποίο του είχε στείλει η σύζυγός του Σοφία. Με βάση αυτό το πρωτογενές υλικό, όταν επέστρεψε στον Κορυδαλλό έγραψε το βιβλιαράκι «111 Μέρες στην ΕΣΑ».

Ο Τάσος Μήνης περιγράφει τα βασανιστήρια και τις απειλές που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

«Το έγραψε σε πάρα πολύ λεπτές σελίδες, τις οποίες δίπλωσε με αριστοτεχνικό τρόπο, πήρε ένα πακέτο τσιγάρα, το άδειασε, έβαλε όλο αυτό το ντοκουμέντο μέσα, και έκοψε δύο φίλτρα να φανεί ότι είναι γεμάτο πακέτο με τσιγάρα. Σε επισκεπτήριο στον Kορυδαλλό, κατάφερε να το περάσει στα παιδιά, διότι τα παιδιά μπορούσε να τα αγκαλιάσει. Συγκεκριμένα το έδωσε στον Θανάση. Μου είχε πει να του ράψω μια τσέπη εσωτερική στο μπουφάν του και όπως τον αγκάλιασε, έβαλε μέσα το πακέτο», αφηγείται η κυρία Μήνη. Κάπως έτσι, το ντοκουμέντο φυγαδεύτηκε εκτός φυλακής και κατόπιν εκτός Ελλάδος, στη Γερμανία, όπου μεταδόθηκε από τη Deutsche Welle. «Επί δύο εβδομάδες το διάβαζαν σε συνέχειες», θυμάται ο Πάνος Μήνης. «Έγινε χαμός εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα. Δεν είχε και πολλά πράγματα να ακούσεις τότε το ραδιόφωνο, όλη μέρα εμβατήρια, οπότε πολύς κόσμος έβαζε ξένους σταθμούς, κυρίως Εδώ Παρίσι, BBC και Deutsche Welle».

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Τάσου Μήνη (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

«Ήταν Ιούλιος του 1973 όταν εκφωνήθηκε το ημερολόγιο του πατέρα μου. Αν εξαιρέσεις το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε για τα βασανιστήρια, τους “Ανθρωποφύλακες” του Περικλή Κοροβέση, το 1968, δεν νομίζω ότι είχε κυκλοφορήσει κάτι άλλο. Ήταν πολύ δύσκολο τότε να βγει προς τα έξω το θέμα των βασανιστηρίων. Η Διεθνής Αμνηστία έλεγε κατά καιρούς ότι μάθαινε για τρομερά πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα, στην Ασφάλεια και στην ΕΣΑ, η Χούντα όμως διέψευδε τα πάντα. “Είναι όλα ψεύδη των εχθρών της Ελλάδας, εδώ υπάρχει δημοκρατία και ανθρωπισμός”. Οπότε αυτά ήταν μαχητικά ντοκουμέντα και ήταν ελάχιστα όσο ήταν η Χούντα στην εξουσία», συμπληρώνει ο γιος του Τάσου Μήνη. «Κατόπιν, το βιβλιαράκι εκδόθηκε στα Γερμανικά μαζί με το σημείωμα του Στέφανου Παντελάκη και στη συνέχεια μεταφράστηκε σε πολλές ακόμα γλώσσες», καταλήγει η κυρία Μήνη. «Γι’ αυτό το έγραψε ο άνδρας μου, για να μάθουν στο εξωτερικό τι συνέβαινε σε αυτόν τον τόπο».

Ο πρώτος αντάρτης

«Κάτω απ’ της βίας τη σημαία
στέκει η Ελλάδα σιωπηλή
Τι τετραπόταμοι θυμοί βρουχιούνται
κι αστράφτεις εσύ
Ο πρώτος μου αντάρτης
Ελλάδα τόλμη στην ψυχή
Λιακάδα θάλασσα πουλιά στα μάτια σου
Η λευτεριά»

(Στίχοι: Αλέκος Ξένος, Μουσική και
Ερμηνεία: Δημήτρης Λάγιος)

στ) Γιάννης Χαραλαμπόπουλος (1919-2014)

Γ. Χαραλαμπόπουλος

O Γιάννης Χαραλαμπόπουλος υπήρξε ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και αξιωματικός εν αποστρατεία με τον βαθμό του Συνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης καθώς και αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, οπότε φυλακίστηκε στη Γυάρο, ενώ υπήρξε και αρχηγός του ΠΑΚ στην Ελλάδα. Η μαρτυρία του είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση»:

«Tο βράδυ του πραξικοπήματος είχα μια συγκέντρωση φίλων στο σπίτι μου, που ήταν τότε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, ακριβώς απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν. Και μείνανε οι φίλοι μου μέχρι τα μεσάνυχτα διότι την επομένη θα πήγαινα στη Μεσσηνία για να αρχίσει η προεκλογική μου περιοδεία. Κάθισα στο γραφείο μου, τακτοποιούσα ορισμένα χαρτιά, και κατά τις 2:00 η ώρα άκουσα θόρυβο. Πέρναγε ένα τάνκ μπροστά από το σπίτι και πήγαινε προς τα κάτω, προς το Στάδιο. Πάω να σηκώσω το τηλέφωνο, κλειστό το τηλέφωνο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο περί πραξικοπήματος. Αφού κατέστρεψα ορισμένα χαρτιά τα οποία εγώ θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια τους, έφυγα μέσα σε λίγα λεπτά και πήγα στη Ν. Σμύρνη, σε ένα φιλικό σπίτι. Έτσι, δεν συνελήφθηκα το πρώτο βράδυ. Διότι, μετά από λίγο, πήγαν στο σπίτι μου να με συλλάβουν. Και για ένα διάστημα, περίπου για ένα μήνα, πήγαινα από φιλικό σπίτι σε φιλικό σπίτι.

«Από τη σχισμή της πόρτας στο κελί μου, μια μέρα βλέπω και τον γιο μου
τον οποίο κτυπάγανε και βρίζανε, μπροστά στα μάτια μου. Άκουσα μέσα
στη νύχτα τη φωνή του παιδιού μου που το βασάνιζαν …». Από τη συγκλονιστική
μαρτυρία του Γ. Χαραλαμπόπουλου (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Κάποια στιγμή, είχα βρεθεί στην Λ. Αλεξάνδρας, σε ένα φιλικό σπίτι όπου εκεί ήρθε και με συνάντησε ο μακαρίτης τώρα, ο Τάσος Μήνης, για να συνεννοηθούμε για το πώς θα οργανωθούμε. Ήταν ένας γενναίος αξιωματικός έκανε πάρα πολλά με την οργάνωση που έφτιαξε κατά τη διάρκεια της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας. Τον πρώτο μήνα συναντηθήκαμε και με άλλους φίλους της ομάδας του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως ήταν ο Αντώνης Λιβάνης, ο Λευτέρης Βερυβάκης, ο Παναγιώτης Κρητικός, ο Σάκης Πεπονής, ο Τάκης Κατσικόπουλος στο σπίτι του Σπύρου Νικολάου, στο τέρμα 3ης Σεπτεμβρίου, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εκεί ιδρύσαμε την οργάνωση ΕΚΔΑ, το Εθνικό Κίνημα Δημοκρατικής Αντίστασης. (…) Εν τω μεταξύ, εμένα με συνέλαβαν, γιατί πήγα στο σπίτι νύκτα για να πάρω ορισμένα πράγματα και με περίμεναν. (…) Έμεινα φυλακή ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, και μετά με έστειλαν εξορία στην Κατούδα της Αιτωλοακαρνανίας, όπου έμεινα μόνος μου εκεί για ένα χρόνο. Και μετά μας μαζέψανε τους μισούς στην Μακρακώμη Φθιώτιδας και τους άλλους μισούς στο Θέρμο της Αιτωλοακαρνανίας. Το 1971, μας άφησαν τότε σχεδόν όλους από την εξορία, και το 1972 απεσύρθη ο Γιάννης Αλευράς από την ηγεσία του ΠΑΚ εσωτερικού για λόγους υγείας. Εγώ διατηρούσα μια επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου μέσω της Αμαλίας Φλέμινγκ, η οποία ήταν στενή μου φίλη. Την είχαν απελάσει και είχε πάει στο Λονδίνο. Με είχε πάρει, λοιπόν, τηλέφωνο τότε και μου είπε ότι «ο Ανδρέας θα ήθελε να αναλάβεις την ηγεσία του ΠΑΚ εσωτερικού». Εγώ δέχτηκα και ανέλαβα το 1972. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, λόγω των μετέπειτα εξελίξεων. (…)

Επιστρέφοντας από την εξορία στη Γυάρο

Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου εγώ είχα συλληφθεί βέβαια, είχε συλληφθεί και ο γιος μου και δεν γνώριζα ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος, ήμουνα μέσα στην ΕΣΑ. Το έμαθα μετά ότι ανετράπη ο Παπαδόπουλος και ότι ανέλαβε ο Γκιζίκης, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Ανδρουτσόπουλος πρωθυπουργός. Στην ΕΣΑ ήταν επικεφαλής, εκτός του Θεοφιλογιαννάκου, ένας Νικολόπουλος, ταγματάρχης. Εγώ όταν ήμουν στον στρατό, ήμουνα καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, δίδασκα το μάθημα της Θερμοδυναμικής. Ο Νικολόπουλος λοιπόν, ήταν μαθητής μου. Εγώ ήμουν τότε ή ταγματάρχης ή αντισυνταγματάρχης και αυτός ήταν ανακριτής. Με καλεί στο γραφείο του για να με ανακρίνει. Αυτός καθόταν στην καρέκλα και μου λέει, «είμαι σε δύσκολη θέση που σας καλώ, σας είχα καθηγητή». Και άρχισε να με ρωτάει διάφορα. Εκεί, άρχισε να μου κατηγορεί τον Μαρκεζίνη και τον Παπαδόπουλο, χωρίς να μου πει όμως ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος. Και μου λέει, «δεν θα αφήσουμε εμείς οι νέοι αξιωματικοί, που κάναμε την επανάσταση, να χαθεί αυτή η ευκαιρία για να αλλάξει η Ελλάδα. Και είμαστε διατεθειμένοι να σκοτώσουμε ακόμη και πέντε χιλιάδες ανθρώπους για να γλιτώσουμε την Ελλάδα από τους αναρχικούς και από τους κομμουνιστές και από τους Αριστερούς». Μου είπε αυτό το πράγμα σε μένα που ήμουν κρατούμενος, και καθηγητής του και βουλευτής και αξιωματικός.

Σε μια στιγμή, μου λέει, «πώς σας φέρονται εδώ;». Εγώ του είπα για τα βασανιστήρια που μου κάνανε. Αυτοί στέλνανε αργά τη νύχτα, στις 2:00 ή στις 3:00, τέσσερις με πέντε ΕΣΑτζήδες, ανοίγανε την πόρτα του κελιού και κτυπάγανε όπου βρίσκανε. Με κτυπήσανε στο κεφάλι πολλές φορές. Δεν μου κάνανε ατομικό βασανιστήριο όπως κάνανε στον γιο μου, αλλά με έδερναν μέσα στη νύκτα τρεις, τέσσερις, δήθεν μεθυσμένοι, και με βρίζανε. Το κάνανε αυτό τέσσερις με πέντε φορές. Όταν του το είπα, λέει, «λοιπόν, θα καλέσω τον αρχιφύλακα και θα του πω να σέβεται τον κ. Συνταγματάρχη» και κάτι τέτοια. Το ίδιο βράδυ, ήρθαν και με κτυπήσανε πάλι. Δηλαδή, με κορόιδευε. Που σημαίνει ότι τα βασανιστήρια που γίνονταν στον καθένα ατομικά, ήταν κατόπιν διαταγής, κατόπιν εντολής.

Αμαλία Φλέμινγκ

Ο γιος μου ήταν φοιτητής της Νομικής και στην ηγεσία του φοιτητικού κινήματος. Αλλά η χούντα είχε τότε διακόψει την αναβολή σε πενήντα περίπου συνδικαλιστές φοιτητές, μεταξύ των οποίων και στον γιο μου. Και ήταν φαντάρος κάπου στα σύνορα. Αλλά όταν ήρθε ο Μαρκεζίνης, τους απέλυσε αυτούς ώστε να ξαναέρθουν στα πανεπιστήμια. Έτσι, δεν πρόλαβε να φθάσει στο «Πολυτεχνείο» ο γιος μου, ήταν καθ’ οδόν, ερχόταν από τα βόρεια σύνορα προς την Αθήνα όταν έγινε η εξέγερση. Ένα βράδυ, λοιπόν, ήρθαν εδώ πέρα να τον συλλάβουν. Εγώ όμως τον είχα ειδοποιήσει, κι ένας συγγενής μου τον περίμενε στο σταθμό του τρένου, τον πήρε και τον έκρυψε. Δεν τον βρήκαν. Την πρώτη βραδιά, λοιπόν, ήρθαν για τον γιο μου και τη δεύτερη βραδιά ήρθαν για μένα. Μπήκε μέσα ένας ταγματάρχης με το πιστόλι στο χέρι και με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, έβλεπα από μια σχισμή της διαβρωμένης πόρτας του κελιού μου, ότι φέρνανε σωρηδόν παιδιά από το «Πολυτεχνείο», τα κτυπάγανε, τα κλωτσάγανε, τους βάζανε και γλείφανε το πάτωμα και τα λοιπά. Τους φέρνανε κατά ομάδες, να τους τρομοκρατήσουν. Αυτοί ήταν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πέρασαν πάρα πολλοί και μια μέρα βλέπω και τον γιο μου, τον οποίο κτυπάγανε και βρίζανε, μπροστά στα μάτια μου. Δηλαδή, εγώ ήμουνα μέσα αλλά τον έβλεπα από τη χαραμάδα.

Για μια στιγμή λοιπόν, κάποιος από αυτούς με πήρε χαμπάρι και μου ανοίγει την πόρτα. Διότι υπήρχε κι ένα συρτάκι που το ανοίγανε αυτοί απέξω και βλέπανε τι κάνεις εσύ μέσα. Ανοίγουν, λοιπόν, το συρτάκι και με βλέπουν εμένα που είχα κολλήσει το μάτι στη σχισμή της πόρτας, και μπαίνουν μέσα, δεν με κτυπήσανε βέβαια, αλλά με βρίσανε, μου δώσανε μερικές κλωτσιές. Αυτή ήταν η επαφή με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Να τον βλέπω να τον βασανίζουν. Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω καθόλου με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Ούτε φυσικά να τον συναντήσω. Τον βασανίσανε δε τόσο πολύ που τον είχαν υποχρεώσει να υπογράψει δήλωση ότι με απαρνείται εμένα και τις ιδέες μου. Και βρέθηκε σε μια πίεση άνευ προηγουμένου μετά από τα βασανιστήρια. Στην ΕΣΑ της Νέας Φιλαδέλφειας βρήκε στην τουαλέτα μισό ξυραφάκι από αυτά που βάζαμε για να ξυριστούμε, και τραβάει μια ξυραφιά, κάπου οκτώ εκατοστά σε μήκος και δυο εκατοστά σε βάθος, ως εκ θαύματος ζει, δηλαδή. Έτρεχε το αίμα, προχώρησε αυτός, βγήκε έξω από την πόρτα της τουαλέτας κι έπεσε κάτω. Κι ευτυχώς, βρέθηκε κάποιος από τους φύλακες, είδε το αίμα, τον πήρανε και τον πήγανε στο νοσοκομείο όπου τον υπέβαλαν σ’ εγχείρηση. Τον κρατήσανε αρκετό καιρό.

Πεντέμισυ από τα επτά χρόνια της χούντας ο βουλευτής
Γ. Χαραλαμπόπουλος τα πέρασε στην εξορία, στα κρατητήρια
και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Εγώ δεν ήξερα τίποτα, γιατί εγώ ήμουν τότε στην Γυάρο, όπου με έστειλαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1973. Εκείνη τη μέρα ήρθε η γυναίκα μου και μου έφερε μια βαλίτσα. Λέω, θα με πηγαίνουν στον Κορυδαλλό για δίκη για το ΠΑΚ, γιατί μου το είχε πει καθαρά ο Νικολόπουλος. Αλλά δεν με πήγανε για δίκη. Με πήρανε το βράδυ και με πήγανε στην Ασφάλεια, στον Περισσό, όπου εκεί είχαν φέρει μερικούς από τις στρατιωτικές φυλακές του Μπογιατίου, μεταξύ των οποίων, ο Νίκος Κιάος, ο Σαγιάς, ο Μανιός, ο γιατρός και άλλοι μεγαλύτεροι. Και με βάλανε σ’ ένα κελί, τι κελί δηλαδή, δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε τίποτα, όρθιος ήμουν, με τους εμετούς κάτω στο πάτωμα, με τέτοια πράγματα. Και κατά τις 4:30 το πρωί, μας πήρανε, μας βάλανε σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, αλλά δεν μας περάσανε από κάποιο γνωστό σημείο, ώστε να καταλάβω που μας πάνε, μας πηγαίνανε προς την κατεύθυνση του Κορυδαλλού αλλά δεν πήγαμε στον Κορυδαλλό, τελικά πήγαμε στον Πειραιά. Όπου εκεί, τα ξημερώματα περίπου, μας βάλανε σε ένα μεταγωγικό του στρατού. Ήμασταν όλοι-όλοι 26 και μας βάλανε κάτω στο αμπάρι. Σε αθλία κατάσταση όλοι, άλλοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν όπως ο Κιάος που ζαλιζόταν, τον είχαν τσακίσει στα βασανιστήρια. Ήταν και άλλοι μεγάλοι του ΚΚΕ, όπως ο Γιώργος Τρικαλινός, ο παλαιός δικηγόρος από τον Βόλο. Του λέω, «Πού μας πάνε;». Δεν ξέρανε, αλλά με τις ώρες που προχωρούσε το καράβι, κατάλαβε ο Τρικαλινός και οι άλλοι ότι πάμε μάλλον στη Γυάρο, γιατί αυτός είχε εξοριστεί και άλλη φορά στη Γυάρο. Ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που πήγαινε στη Γυάρο ο Γιώργος Τρικαλινός.

Εγώ αρρωσταίνω στη Γυάρο, στράβωσε το στόμα μου και αναγκαστήκανε να με πάνε στο νοσοκομείο της Σύρου, στην Ερμούπολη. ..Έρχομαι λοιπόν στην Αθήνα συνοδεία αλλά αυτοί δεν με πήγανε στο νοσοκομείο αλλά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. (…) Την τρίτη ημέρα εμφανίζεται ο Κόφας, ο περιβόητος γιατρός, ο οποίος με είδε και μου λέει, «θα σας πάμε στο νοσοκομείο». Περνάνε δυο ημέρες, δεν με πάνε. Την τρίτη ημέρα, με πάνε στο νοσοκομείο της Αεροπορίας (…). Μου κάνανε καρωτιδογράφημα που ήταν πολύ επικίνδυνο, από ό,τι έμαθα εκ των υστέρων, μήπως υπήρχε κάποια βλάβη στον εγκέφαλο, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα, και με ξαναγυρίσανε πάλι στην ΕΣΑ μετά από λίγες ημέρες. Εκεί λοιπόν, πρέπει να το πω αυτό, για να δείξουμε ότι υπήρξαν και άνθρωποι τολμηροί την εποχή εκείνη, ήταν ένας γιατρός νευρολόγος, αρχίατρος την εποχή εκείνη, ο Αγγελίδης, ο οποίος όταν μπήκε μέσα να με εξετάσει λέει, έτσι αιφνιδίως, στον έναν ΕΣΑτζή που καθόταν δίπλα μου: «Πήγαινε φέρε μου», δεν ξέρω τι. Και για μια στιγμή απομακρύνθηκε ο ΕΣΑτζής. Μου λέει τότε ο γιατρός, «Ο γιος σας είναι καλά και άμα θέλετε, μπορείτε μέσω εμού να στείλετε μήνυμα στην οικογένειά σας»». Εγώ από το κεφάλι υποφέρω ακόμα. Έχω κάνει τα πάντα, αλλά υποφέρω, ιδίως όταν αλλάζει ο καιρός. Διότι με κτυπήσανε πίσω πολλές φορές, κτυπάγανε όπου βρίσκανε αδιακρίτως, φως δεν υπήρχε μέσα, μπαίνανε μέσα και κτυπάγανε. Αλλά ο λαός δεν ήταν μαζί τους ποτέ. Βέβαια, τι μπορούσε να κάνει; Και αυτό που έχει σημασία είναι ότι την πλήρωσαν ανώνυμοι άνθρωποι. Δεν μιλάμε για τους επωνύμους, γιατί εγώ ήμουνα βουλευτής, μπορεί να πει κανείς ότι υπήρχε και ένα έννομο συμφέρον, αλλά ένας απλός άνθρωπος γιατί να ρισκάρει να υποστεί βασανιστήρια, να πάει φυλακή; Εκεί φαίνεται το μεγαλείο της ζωής. Στους ανώνυμους. Όχι στους επώνυμους, σε μένα. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Τελικά, καταλήγει κανείς ότι αν δεν χυθεί αίμα δυστυχώς, αγώνες δεν γίνονται, αυτής της μορφής δηλαδή εναντίον μιας δικτατορίας. Εάν δεν υπάρξουν και αυτοί που θα πληρώσουν με τη ζωή τους ακόμα».

«Πότε θα κάμει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου,
την έμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό,
στη στράτα του Μουσούρου,
να κάμω μάνες δίχως γιους,
γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά,
να κλαιν’ δίχως μανάδες»

(Ριζίτικο Κρήτης, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης)

ζ) Παναγιώτης Κανελλάκης (1942-2009)

Ο Παναγιώτης Κανελλάκης γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας το 1942, μέσα στον πόλεμο. Ο πατέρας του, Γεώργιος Κανελλάκης, ήταν τότε αξιωματικός του ιππικού, ίλαρχος και αργότερα εργάστηκε στο Παλάτι, στην προσωπική υπηρεσία του βασιλέως Παύλου και στη συνέχεια, και του Κωνσταντίνου. Η μητέρα του, Giselle Vivier, καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας της Μαρασλείου Σχολής και του Γαλλικού Ινστιτούτου, υπήρξε φορέας μιας αντιαυταρχικής παιδείας, έχοντας αφήσει το πολύτιμο αποτύπωμά της στην προσωπικότητα μιας σειράς μαθητών που διδάχθηκαν κοντά της τις ανθρωπιστικές σπουδές και τα φιλελεύθερα πνευματικά ιδεώδη. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο το 1959 στη Σχολή Αναβρύτων, ο Παναγιώτης Κανελλάκης ακολούθησε Νομικές Σπουδές και έγινε δικηγόρος. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στο Αμβούργο, όπου το 1967 απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα του Δικαίου. Στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε συνήγορος υπερασπίσεως σε πολιτικές δίκες διωκωμένων αγωνιστών. Στα τέλη του 1969 και αρχές του 1970 γίνεται ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της οργάνωσης «Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων» (ΕΚΙΝ), που πρόλαβε να συσπειρώσει έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών και εν γένει νέων ανθρώπων στους κόλπους της και γύρω από τη δράση και τις εκδηλώσεις της πριν διαλυθεί από το δικτατορικό καθεστώς το 1972.

Με τη Μεταπολίτευση, το καλοκαίρι του 1974, χρημάτισε, επί ένα τετράμηνο, ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, μετέχοντας στην προσπάθεια του τότε υφυπουργού Δημήτρη Τσάτσου για κάθαρση στον χώρο της ανωτάτης παιδείας από τα κατάλοιπα της Χούντας. Είναι το μοναδικό δημόσιο πόστο από το οποίο πέρασε. Μανιώδης της ιδιωτικής ζωής, διατηρούσε πάντα αποστάσεις από τον δημόσιο βίο, χωρίς να διεκδικήσει θέσεις, ψήφους ή αξιώματα στον χώρο του Δημοσίου, της πολιτικής ή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Υπήρξε επαγγελματίας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, έχοντας χειριστεί εξαιρετικά απαιτητικές υποθέσεις, όπως τις τρεις εμβληματικές περιπτώσεις καταζητουμένων Ευρωπαίων πολιτών, του Ρολφ Πόλε το 1976, του Μαουρίτσιο Φολίνι το 1987 και του Ενρίκο Μπιάνκο το 1998. Στην αγόρευσή του, το 1976, στον Άρειο Πάγο, που εξέταζε το αίτημα των γερμανικών αρχών για την έκδοση του Πόλε, ο Κανελλάκης θα δώσει τον δικό του ορισμό για την πολιτική: «Πολιτική είναι μία ενέργεια όχι μόνο όταν επιφέρει ένα θεαματικό αποτέλεσμα μέσα σ’ ένα Κοινοβούλιο ή σ’ έναν διεθνή οργανισμό, αλλά κυρίως εκείνη η ενέργεια που διαμορφώνει πολιτικές συνειδήσεις, κατά τρόπο θετικό ή αρνητικό· αυτό είναι θέμα πολιτικής τοποθέτησης». Αυτήν την πεποίθησή του εφάρμοσε ο ίδιος με αυταπάρνηση την περίοδο της δικτατορίας.

Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ενεργός πολίτης με ποικίλα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες, κυρίως γύρω από θέματα σχετικά με την τρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το φυσικό περιβάλλον, τα ναρκωτικά αλλά και την ξυλουργική που αγαπούσε ιδιαίτερα να εξασκεί. Το 1990 υπήρξε συνιδρυτής της LIA (Διεθνής Αντιαπαγορευτική Ένωση). Διετέλεσε συνιδρυτής, με τον Γιώργο Βερνίκο, και πρώτος πρόεδρος του ελληνικού γραφείου της διεθνούς οικολογικής οργάνωσης Greenpeace και το 2007 αντιπρόεδρος του ΟΚΑΝΑ. Με βάση σχετικό έγγραφο της Ασφάλειας, που δημοσιεύτηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1995 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», παρέμενε ένας από τους 251 πιο επικίνδυνους πολίτες της χώρας! Έφυγε από τη ζωή το 2009, σε ηλικία 67 ετών, ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, από ανεύρυσμα αορτής.

Ανάμεσα στις πολύτιμες παρακαταθήκες που μας άφησε ο Παναγιώτης Κανελλάκης, ξεχωριστή θέση έχει η «Μαρτυρία» του, το ματωμένο του Ημερολόγιο που κατάφερε να τηρεί τις ημέρες της κράτησής του και το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας ήδη από τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης αποτελώντας έκτοτε ένα μοναδικό και αδιάσειστο ντοκουμέντο για τα βασανιστήρια που ελάμβαναν χώρα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλά και ένα συγκλονιστικό ψυχογράφημα για τον πόνο, τον φόβο, τον πανικό, την απόγνωση και τις κάθε είδους προσβολές που βίωναν όσοι κρατήθηκαν και βασανίστηκαν εκεί. Η «Μαρτυρία» αναφέρεται σε όσα υπέστη ο Κανελλάκης μετά τη δεύτερη σύλληψή του, τον Μάρτιο του 1973, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος μετά από από 147 ημέρες βασανιστηρίων.

Αριστερά: Η ανακοίνωση της Ασφάλειας για τη σύλληψη του Παναγιώτη Κανελλάκη δημοσιευμένη στις εφημερίδες Νέα Πολιτεία και Τα Νέα της 6ης Μαΐου 1972. Δεξιά: Ανακοίνωση για την πρώτη σύλληψη του Παναγιώτη Κανελλάκη στο ΔΣ της ΕΚΙΝ (από το βιβλίο του Γιώργου Βερνίκου «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα») (styga.gr)

Είχε προηγηθεί, τον Μάιο του 1972, η πρώτη σύλληψή από τα όργανα της χούντας. Ο Κανελλάκης ήταν ήδη μάχιμος δικηγόρος και έπαιρνε μέρος σε δίκες ως υπερασπιστής πολιτικών αντιπάλων της χούντας. Η χούντα όμως θεωρούσε πάντοτε ότι έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη του μαζικού φοιτητικού κινήματος, το οποίο ξεκινούσε εκείνη την περίοδο σε διάφορες σχολές, μεταξύ των οποίων και η Νομική. Στην πραγματικότητα, εκείνο που κυρίως καταλόγιζαν στον Κανελλάκη οι χουντικές υπηρεσίες ασφαλείας ήταν το γεγονός ότι είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία μιας καθ’ όλα «νόμιμης» αντιστασιακής οργάνωσης, η οποία δημιουργήθηκε καθόλα νόμιμα και διέθετε εγκεκριμένο καταστατικό. Η εν γένει δράση της ΕΚΙΝ, όσο και αν από πρώτη ματιά δεν είχε άμεσες πολιτικές αναφορές, στην πραγματικότητα ήταν ασύμβατη με τους όρους που είχε θέσει η χούντα στον πολιτισμό και την παιδεία. Παράλληλα όμως η ΕΚΙΝ είχε άμεση σχέση με τους πρώτους πυρήνες του φοιτητικού κινήματος, τον χώρο του Πανεπιστημίου και ειδικά της Νομικής Σχολής. Η δημιουργία της ΕΚΙΝ δεν αντιμετώπιζε μόνο τους κινδύνους από τη χουντική καταστολή. Καμιά παρόμοια οργάνωση δεν είχε δημιουργηθεί έως τότε. Και ήταν εντελώς αχαρτογράφητα τα νερά που διέπλεε αυτή η μικρή ομάδα νέων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλες τις πολιτικές τάσεις του αντιδικτατορικού φάσματος που είχαν ωστόσο ως κοινό στόχο τους την ανατροπή της.

Οι διαδηλώσεις της 21ης και της 29ης Απριλίου 1972, στο κέντρο της Αθήνας, έπεισαν τη χούντα ότι πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις κρυβόταν η ΕΚΙΝ. Μετά τη σύλληψη του προέδρου της Παναγιώτη Κανελλάκη, στις αρχές Μαΐου 1972, η χούντα προχώρησε στη διάλυση του Συλλόγου, με την αιτιολογία ότι: «Υπό την “αθώαν” προσωνυμίαν “Ελληνο-ευρωπαϊκή Κίνησις Νέων” η υπό διάλυσιν οργάνωσις απεπειράτο να διασπάση την ενότητα, η οποία έχει σφυρηλατηθή μεταξύ της Επαναστάσεως και του κόσμου των νέων, να διαβρώση την σκέψιν των με ανατρεπτικάς και αντεθνικάς ιδέας, να τους παρακίνηση εις αμέσους ή εμμέσους αντικαθεστωτικάς ενεργείας …». Ο Κανελλάκης έμεινε τότε επί 33 ημέρες στην Ασφάλεια στη λεωφόρο Μεσογείων, χωρίς να υποστεί βία. Όπως εξηγεί στη δική του μαρτυρία ο Νικήτας Λιοναράκης, ενώ στην πλειονότητά τους οι φοιτητές που συνελήφθησαν εκείνες τις ημέρες υπέστησαν άγρια κακομεταχείριση, τους τέσσερις που προόριζαν οι αρχές της χούντας για παραπομπή σε δίκη ως «οργανωτές», δεν τους άγγιξαν καν: Παναγιώτη Κανελλάκη, Νικήτα Λιοναράκη, Μιχάλη Σαμπατακάκη, Α. Φωτεινού. «Θυμάμαι τον απίθανο Κανελλάκη», γράφει ο Λιοναράκης, «να κάνει άνω-κάτω τη φυλακή (έκλεβε τα μάνταλα από τις πόρτες, έκλεψε μέχρι και το όπλο του αστυφύλακα φρουρού!)».

Το Πρακτικό του ΔΣ της ΕΚΙΝ μετά την πρώτη κλήση του Παναγιώτη Κανελλάκη στην Ασφάλεια την 7η Ιουλίου 1971 (από το βιβλίο του Γιώργου Βερνίκου «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα») (styga.gr)

Ο Κανελλάκης θα συλληφθεί για δεύτερη φορά την 1η Μαρτίου 1973, μία εβδομάδα μετά την ιστορική κατάληψη της Νομικής, το διήμερο 21-22 Φεβρουαρίου 1973, της οποίας υπήρξε βασικός υποκινητής και οργανωτής από κοινού με τον Γιώργο Βερνίκο, τον Νίκο Μεγγρέλη και τον Νίκο Μπίστη. Μπορεί η ΕΚΙΝ να είχε διαλυθεί, αλλά το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στις αρχές του χρόνου είχε αρχίσει να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Θα επακολουθήσουν για πέντε μήνες όσα καταγράφει στη «Μαρτυρία» του. Στις 25 Ιουλίου 1973 ο Κανελλάκης θα απελευθερωθεί από την ΕΣΑ. Λίγες ημέρες αργότερα ο Παπαδόπουλος θα εξαγγείλει γενική αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν η περίοδος που η χούντα είχε επιλέξει τη νόθα «πολιτικοποίηση» που θα κατέληγε στο φιάσκο Μαρκεζίνη. Έναν μήνα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973, ο Παναγιώτης Κανελλάκης και ο Γιώργο Βερνίκο, θα διαφύγουν στη Γενεύη, με πλαστά διαβατήρια. Στην Ελλάδα ο Παναγιώτης Κανελλάκης θα επιστρέψει στις 25 Ιουλίου 1974.

Μεγάλο μέρος της «Μαρτυρίας» του Παναγιώτη Κανελλάκη δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» από τον Ιανουάριο του 1975, πριν καν ξεκινήσουν οι δίκες των πρωταιτίων και των βασανιστών της Χούντας, ενώ το 1996 εκδόθηκε και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Όμβρος και το 2017 κυκλοφόρησε με την Εφημερίδα των Συντακτών, με αφορμή την επέτειο 50 χρόνων από την Απριλιανή δικτατορία. Εδώ μεταφέρουμε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό, απόσπασμα της συγκλονιστικής αφήγησης του Παν. Κανελλάκη από το κείμενο της «Μαρτυρίας» του:

10 Μαρτίου 1973, Σάββατο

(…) Σε λίγο ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Πέτρου. Χαμογελάει χαιρέκακα. «Πας για στήσιμο», μου λέει, «ακολούθα» και μου παίρνει τα φάρμακα που ‘χω για το στομάχι μου. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Με οδηγεί απέναντι στο κελί No 6, που είναι τεράστιο και άδειο. Μοναδικό έπιπλο ένα μικρό σιδερένιο κομοδίνο στον τοίχο. Κρεβάτι δεν υπάρχει. Εδώ περιμένουν δυο άλλοι εσατζήδες. Με τοποθετούν στη μέση του δωματίου, έτσι που να απέχω από τον κάθε τοίχο τουλάχιστον δύο μέτρα και με την πόρτα του κελιού πίσω μου. «Θα σταθείς εδώ», μου λένε, «σε στάση προσοχής, τα χέρια τεντωμένα κάτω και θα κοιτάζεις το ταβάνι. Αν κάνεις πως κουνιέσαι ή πως ξύνεσαι, χάθηκες». Από πίσω μου, ακουμπισμένος στον τοίχο, στέκεται ένας εσατζής μ’ ένα κλομπ στο χέρι. «Κάθε φορά που θα λυγίζεις ένα πόδι», μου λέει, «θ’ αρπάζεις κι από μια διάσειση». (…)

Με βάζουν πάλι στο ίδιο σημείο, στην ίδια στάση. Αρχίζουν να περνάνε οι ώρες. Ένας σκοπός με κλομπ, που αλλάζει κάθε δύο ώρες, στέκεται συνέχεια πίσω μου. Κάθε λίγο δέχομαι χτυπήματα επειδή κουνήθηκα. Πονάει το κεφάλι μου κι έχω ζαλάδες. Ζητάω φάρμακα για το στομάχι μου αλλά δεν μου δίνουν. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνεις», μου λένε. Είναι φανερό πως χρησιμοποιούν τη στέρηση των φαρμάκων και τους πόνους του στομαχιού σαν πρόσθετο μέσο για να με κάνουν να μιλήσω. (…) Διψάω πολύ. Ζητάω νερό. Χαμογελάνε με νόημα. «Πρώτα θα μιλήσεις», μου λένε, «και μετά θα πιεις νερό». (…)

11 Μαρτίου 1973, Κυριακή

(…) Σε λίγο κάποιος μου τραβάει απότομα την καρέκλα και με ρίχνει κάτω. Είναι ο Πέτρου. «Στήσου για να μην πεθάνεις» μου λέει. (…) Ξαναρχίζει η ορθοστασία, ο εφιάλτης. Είμαι σε απόγνωση. Πόσο θα με κρατήσουν ακόμα; (…) Ο σκοπός πίσω μου βγάζει φοβερές κραυγές. «Σήκω απάνου κερατά». Αισθάνομαι το κλομπ του στα νεφρά μου. Συγχρόνως ορμάει μες στο κελί ο Τσέλιγκας. Σαν να την περίμενε αυτή τη στιγμή. Νιώθω έναν δυνατό πόνο στο κρανίο. Κάποιος με πατάει με αρβύλα στο κεφάλι και τη στριφογυρίζει όπως σβήνουν το τσιγάρο. Αισθάνομαι τους κροτάφους μου να παραμορφώνονται κάτω απ’ το βάρος. Δεν αντέχω. Φωνάζω. Με σηκώνουν πάλι όρθιο. Ο Τσέλιγκας συνεχίζει να με χτυπάει με μπουνιές και χαστούκια. (…)

Ξαναρχίζει η ορθοστασία. Αυτή τη φορά με χτύπησαν άσχημα. Το κλομπ με βρήκε στη σπονδυλική στήλη και πονάει. Η αριστερή πλευρά του προσώπου μου είναι πρησμένη και με καίει. Δεν μ’ αφήνουν ν’ ακουμπήσω ούτε το πρόσωπό μου με το χέρι μου. Είμαι πραγματικά εξαντλημένος.(…) Έχω μείνει κάπου 20 ώρες όρθιος. (…)

Στην τουαλέτα μου επιτρέπουν να πάω τρεις φορές την ημέρα, πριν από κάθε φαγητό. Πάντα όμως κάτω από παρακολούθηση, για να μην πιω νερό από τη βρύση έξω από την τουαλέτα. Απόψε ζητάω να πάω στην τουαλέτα εκτάκτως. Ο δεσμοφύλακας, ο Πέτρου, λείπει εκείνη τη στιγμή. Ισχυρίζομαι πως έχω επείγουσα ανάγκη. Ο σκοπός μου διστάζει αλλά τελικά με οδηγεί στην τουαλέτα λέγοντάς μου να κάνω γρήγορα. Μπαίνω μέσα, κλείνω πίσω μου την πόρτα, πέφτω στο πάτωμα (ο καμπινές είναι τούρκικος) και πίνω νερό μέσ’ από τη λεκάνη. Φοβάμαι να πιω πολύ, μήπως πάθω τίποτα. Μετά μένω ξαπλωμένος κάτω ανάσκελα, κάπου 2 ολόκληρα λεπτά. Ακουμπάω τα πόδια μου ψηλά στον τοίχο για να κατεβεί λίγο το αίμα και να ξεπρηστούν. Είναι απίστευτη η ηδονή.

Ο σκοπός όμως μου χτυπάει την πόρτα να τελειώνω. Ξανασηκώνομαι με δυσκολία. Το σακάκι μου έχει μουσκέψει απ’ το νερό στο πάτωμα του μπάνιου. Το βλέπει ο σκοπός, καταλαβαίνει ότι ξάπλωσα κάτω και αρχίζει να με χτυπάει. (…) Σε λίγο ξαναπέφτω. Ο Πέτρου με χτυπάει μ’ όλη του τη δύναμη. Ο σκοπός το ίδιο. Έχουν και οι δύο κλομπ. Με σηκώνουν όρθιο και συνεχίζουν να με χτυπάνε. Βλέπω το κλομπ να κατεβαίνει με τέτοια δύναμη πάνω στο κεφάλι μου, που είναι αδύνατον να πιστέψω πως δεν θα τ’ ανοίξει στα δύο. Σε μια στιγμή το κλομπ του Πέτρου σπάει διαγώνια στα δύο. Αν δεν το ‘βλεπα δεν θα το πίστευα. Έσπασε πάνω στην πλάτη μου και το μισό κομμάτι πετάχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.

13 Μαρτίου 1973, Τρίτη

(…) Λίγο αργότερα έρχεται στο κελί ο Πέτρου μαζί με 2-3 άλλους. «Θα μιλήσεις, ναι ή όχι;», μου λέει, «για να τελειώνουμε». Δεν απαντάω. Κλείνει την πόρτα. Με βάζει με την πλάτη στον τοίχο. Ανάβει έναν αναπτήρα του γκαζιού και μου τον βάζει κάτω από το σαγόνι. Έχω δύο εβδομάδων γένια. Τα μυρίζω που καίγονται. Αισθάνομαι τη φλόγα στο σαγόνι μου. Το κάψιμο δεν πονάει όσο φανταζόμουν. Νιώθω το δέρμα μου να πληγιάζει. Μου βάζουν τον αναπτήρα κάτω απ’ τη μύτη σβηστό, έτσι που ν’ αναπνέω το γκάζι. Απότομα τον ανάβουν. Δεν καταλαβαίνω πια τι μου γίνεται. Νιώθω πως έχει καεί η μύτη μου από μέσα. Πονάω καθώς αναπνέω. Μου κάηκαν τα τσίνορα. Τώρα ο Πέτρου παίρνει τσιγάρα. Βρέχει με λίγο νερό τα γένια μου και σβήνει επάνω τους το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάθε τόσο φωνάζει «κάτω τα χέρια».

Φαίνεται πως προσπαθώ να προφυλαχτώ με τα χέρια μου. Ακούω τον θόρυβο που κάνουν τα τσιγάρα, καθώς σβήνουν στα γένια μου. Φωνάζω από τον πόνο. Έχουν πληγιάσει τα μάγουλά μου. Ένας εσατζής παίρνει το κλομπ. Βάζει ένα πιάτο κάτω απ’ το σαγόνι μου. «Για τα αίματα», λέει και ετοιμάζεται να μου σπάσει το κόκαλο της μύτης. Δεν έχω καμία δύναμη να αντιδράσω. Ο Πέτρου φεύγει για μια στιγμή και γυρίζει μ’ ένα πιστόλι. Είναι ένα μεγάλο Colt σαρανταπεντάρι. «Αφήστε τον», λέει, «αφού δεν μιλάει, μας είναι άχρηστος». Οπλίζει. «Για τελευταία φορά σε ρωτάω, θα μιλήσεις, ναι ή όχι». Μένω ακίνητος. Με σημαδεύει ίσια μες στα μάτια. Ακούω το «κλικ» της σκανδάλης. Δεν είχε σφαίρα. Όλοι γελάνε. Δεν τον είχα πιστέψει.

Η νύχτα προχωράει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ν’ αντέχω ακόμα. Ακούω απ’ έξω τη φωνή του λοχαγού Τσάλα. (…) Σε λίγο έρχεται και σε μένα. Κοιτάζει τα πόδια μου. «Και να φύγεις από δω κάποτε», μου λέει, «θα είσαι ανάπηρος». (…) Η ώρα θα κοντεύει δέκα το βράδυ. Στο κελί μου μπαίνει ο Πέτρου μαζί μ’ άλλον έναν εσατζή κοντό με ασπρόμαυρα μαλλιά. Αρχίζουν να με χτυπάνε. (…) Δεν χρησιμοποιούν ούτε κλομπ ούτε ζωστήρα. Μόνο μπουνιές και κλοτσιές. Το ξύλο κράτησε πάνω από δύο ώρες, δηλαδή περισσότερο από τη δίωρη βάρδια του σκοπού. Όπου με χτυπάνε, το σώμα μου είναι ήδη χτυπημένο και μελανιασμένο. (…) Κάθε χτύπημα συνοδεύεται από μια βρισιά. Το βρισίδι το ‘χουν ανάγκη για να αισθάνονται δικαιωμένοι. (…) Έρχεται νέος σκοπός. Με βάζει πάλι στη μέση του δωματίου, σε στάση προσοχής και με το κεφάλι ψηλά. Έτσι θα περάσω κι αυτή τη νύχτα.

15 Μαρτίου 1973, Πέμπτη

(…) Αρχίζουν να με χτυπάνε με το κλομπ. Το βρίσκω παράλογο να με χτυπάνε μετά απ’ όλη την ταλαιπωρία που ’χω υποστεί. Κάποια στιγμή τους διακόπτω. Λέω στον Πέτρου πως θέλω να του μιλήσω ένα λεπτό. Σταματάει. «Τι θες;» μου λέει. Τον ρωτάω πώς είναι δυνατόν να με χτυπάει, αφού του είμαι τελείως άγνωστος, δεν ξέρει καν τι έχω κάνει κι ακόμη ξέρει πως δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Μου απαντάει ήρεμα και χαμογελαστά: «Μα εγώ είμαι σαδιστής, δεν το ξέρεις; Δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι έχεις κάνει· εμένα η χαρά μου είναι να σε βλέπω να πονάς». Και συνεχίζει το ξύλο. Φοβάμαι πως λέει την αλήθεια. (…)

***

Βγήκα από την ΕΣΑ στις 25 Ιουλίου του 1973. Με τα ξεφαντώματα της απελευθέρωσης το ημερολόγιο ξεχάστηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε στο πλυντήριο. Πλύθηκε κατά λάθος μαζί με το σακάκι που το έκρυβε στις φόδρες του. Τυχαία σώθηκε το παραπάνω κομμάτι, που αναφέρεται στις 16 πρώτες ημέρες της κράτησής μου. Ήταν μία περίοδος μεστή σε εμπειρίες και βιώματα. Στα βιώματα αυτά δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς, φιλοδοξώντας να τα εκφράσει· να τα διατυπώσει δηλαδή έτσι ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση εκείνη.

Το παράγωγο της τρομοκρατίας, το προϊόν της επιβολής του κράτους του τρόμου, είναι ο πανικός. Η αποτελεσματικότατα της τρομοκρατίας μετριέται από την ένταση του πανικού που παράγει. Και η τρομοκρατία στην ΕΣΑ, κεκλεισμένων των θυρών, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Είχε πετύχει το καθεστώς να κατασκευάσει ένα γκέτο, έναν χώρο στεγανό, όπου βασίλευε η αίσθηση του πανικού. Ο πανικός του κυνηγημένου ζώου, που ψάχνει μάταια κάτω από διαρκή καταδίωξη μια γωνιά να κρυφτεί, να αισθανθεί λίγη ασφάλεια. Έναν χώρο όπου δεν αναγνωριζόταν η ανθρώπινή σου υπόσταση, δεν ακουγόταν η φωνή σου. Ξεχνούσες αξίες, απόψεις, συναισθήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται και να συνδέονται μεταξύ τους.

Ζούσες μέσα σε μια αγριότητα ασταμάτητη, που διαπερνούσε ατόφια ακόμη κι εκείνους από τους συγκροτούμενους, που για κάποιους λόγους είχαν εξαιρεθεί από τη σωματική βία με τη στενή έννοια. Ο πανικός ήταν το αίσθημα με το οποίο έπρεπε να ζεις όλο το εικοσιτετράωρο. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του. Και σχεδόν πάντα να ξυπνάει αυτός πριν από σένα και να σε περιμένει.

Ο διαρκής πανικός σε παραμόρφωνε, σου διέλυε την προσωπικότητα, σε γερνούσε, σου αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά. Την έκφραση του προσώπου σου έπαυες να την ορίζεις. Δεν υπήρχε μια στιγμή ιδιωτική, να βρεθείς λίγο μόνος με τον εαυτό σου, να πάρεις μιαν ανάσα. Δεν είχες κάπου ν’ ακουμπήσεις, να βρεις κουράγιο για να συνεχίσεις. Ήσουν αποκομμένος από κάθε τι το αληθινό ή το ανθρώπινο. Κι επιπλέον δεν είχες καμία πληροφορία. Δεν ήξερες τι συμβαίνει έξω ή δίπλα σου· τι γίνεται στην Αθήνα ή στο διπλανό κελί. Δεν είχες ποτέ καμία επαφή μ’ έναν κοινό, μ’ έναν κανονικό άνθρωπο.

Το βίωμα του πανικού δεν είναι απλά μια κατάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Κυρίως είναι μια υπόθεση εσωτερικών εκκρίσεων. Μια υπόθεση ξεχωριστής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αποτυπώθηκε στη δική μου συνείδηση. Ως μία ειδική μορφή «ζην», που δεν αφορά μόνο το μυαλό ή το σώμα αλλά την ύπαρξη, την υπόσταση του ανθρώπου συνολικά.

Σήμερα, όλα αυτά αποτελούν μνήμες από μια ζωή μακρινή, μια ζωή ξένη αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και οικεία, που ώρες ώρες, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναρωτιέμαι πώς ήταν εκείνος που τα ‘ζησε αυτά. Τι κοινό μπορεί να έχει με μένα σήμερα. Πόσο έχω αποξενωθεί από τη συνείδηση κι απ’ το πετσί εκείνου.

Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως υπάρχει το όνειρο. Αυτή η ελευθεριότητα του νου, που όχι σπάνια έρχεται τη νύχτα σαν καταλύτης να επιβεβαιώσει την υπαρξιακή συνέχεια. Εκεί στον ύπνο, κάπου παραμονεύει η συνείδηση ή το υποσυνείδητο του δεσμώτη. Παραμονεύουν εκείνο το κελί, εκείνες οι φάτσες, εκείνες οι φωνές. Καιροφυλακτεί η γνώριμη αυτή γεύση της παραλυσίας. Του φόβου πως τα βήματα που ακούγονται απ’ έξω, στην πόρτα του ονείρου, οδηγούν στο κελί μου, σε μένα. «Έρχονται για μένα πάλι». (…)

Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται το ημερολόγιο ακέραιο, χωρίς παρεμβολές και σχόλια. Χρειάστηκε να ξεπεράσω δισταγμούς μιας εικοσαετίας για να πάρω την απόφαση να εκθέσω στην αδιάφορη βουλιμία ενός απροσδιόριστου αναγνωστικού κοινού ένα τόσο προσωπικό κομμάτι από τη ζωή μου.

Πάντως, σίγουρα η παρούσα έκδοση δεν αποτελεί εκπλήρωση κάποιου «χρέους». Τα «χρέη» γενικά τα αποφεύγω. Το μόνο που ίσως χρωστούσα στον εαυτό μου ήταν η απόσβεση εκείνης της διακινδύνευσης -διόλου αμελητέας- που συνεπαγόταν η καταγραφή του ημερολογίου και η διαφύλαξή του κάτω από τις συνθήκες εκείνες. Εξάλλου, χρήσιμο είναι τέτοιες μικρές μαρτυρίες από τις μαύρες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής Ιστορίας να μη μένουν για πάντα στο συρτάρι.

Είναι ακόμη μια προσωπική, αντανακλαστική κίνηση μπροστά στην άχρωμη κι επίπεδη γραμμικότητα που σημαδεύει τη σημερινή ζωή. Είναι ο μόνος φθόγγος που μπορώ να εκφέρω σχεδόν αυθόρμητα, παρακολουθώντας το κενό που ζωγραφίζεται σε νεαρά πρόσωπα, καθώς συνωστίζονται παθητικά και άβουλα μπροστά στο face control ενός νυχτερινού κέντρου.

Βίος αβίωτος, τότε και τώρα..
Τότε λόγω της έντασης του βιωμένου.
Τώρα λόγω απουσίας εντάσεων στα βιώματα.

Κυρίως όμως πρόκειται για μια πράξη περίπου αντιστασιακή απέναντι στην ευτέλεια που χαρακτηρίζει τη σημερινή ενασχόληση με τα κοινά. Μια ενθύμηση προς ορισμένους από τους συντρόφους της εποχής εκείνης, τα πρόσωπα των οποίων άθελά τους αλλοιώθηκαν, σχεδόν παραμορφώθηκαν από την αυταρέσκεια της πολιτικής εξουσίας που επάξια κατέλαβαν, εξαργυρώνοντας βιώματα όπως εκείνα.

Π.Κ. (1996)

«Είμαστε δυο, είμαστε δυο,
η ώρα σήμανε οχτώ
κλείσε το φως, χτυπά φρουρός,
το βράδυ θά ‘ρθουνε ξανά
Έμπα μπροστά, έμπα μπροστά
και οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή και ακολουθεί
το ίδιο τροπάρι το γνωστό
Βαράνε δυο, βαράνε τρεις,
βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω εγώ,
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θά ‘ρθει καιρός να μας το πει»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη)

Τα κολαστήρια της Χούντας

Η ισχύς του δικτατορικού καθεστώτος μπορεί να στηριζόταν στον στρατό και οι ανακρίσεις των σημαντικότερων υποθέσεων αντίστασης να πέρασαν από ένα σημείο και έπειτα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλ’ η καθημερινή διαχείριση του κατασταλτικού μηχανισμού, η διαρκής τρομοκράτηση των πολιτών, το κυνηγητό, οι κακοποιήσεις, οι συλλήψεις και οι περισσότερες ανακρίσεις και βασανισμοί ήταν κυρίως έργο των σωμάτων ασφαλείας, με αιχμή του δόρατος τη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Ήδη από την πρώτη στιγμή ο ρόλος της ΥΓΑΑ (Υποδιεύθυνσις Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) υπήρξε κομβικός στην επιτυχία του πραξικοπήματος, καθώς τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 προχώρησε στη σύλληψη περισσοτέρων των 600 πολιτών (των οποίων το παρελθόν άφηνε περιθώρια να υποθέσει κανείς ότι θα επιχειρούσαν να κινητοποιηθούν), παραλύοντας έτσι κάθε δυνατότητα άμεσης οργανωμένης αντίδρασης στην περιοχή της πρωτεύουσας. Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες εξορίστηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Γυάρου.

Η ταράτσα της Ασφάλειας Αθηνών επί της οδού Μπουμπουλίνας 18

Επακολούθησε ένα διάστημα βαθμιαίας εδραίωσης του καθεστώτος, κατά το οποίο ο ρόλος της ΥΓΑΑ υπήρξε εξ ίσου αποφασιστικός, εξαπολύοντας απηνή διωγμό εναντίον κάθε απόπειρας αντίστασης (ή και απλής αντίδρασης) εναντίον της δικτατορίας. Κατά την περίοδο εκείνη δεν χρειαζόταν καν να συμμετέχει κανείς σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση προκειμένου να μπει στο στόχαστρο. Πολίτες συλλαμβάνονταν από την Ασφάλεια και οδηγούνταν στα έκτακτα στρατοδικεία για λόγους όπως διασπορά «ψευδών και ανησυχητικών» ειδήσεων, «πολιτικολογία ενώπιον θαμώνων καφενείου», κατοχή απαγορευμένων δίσκων του Θεοδωράκη, ακρόαση εκπομπών ξένων ραδιοσταθμών, φιλοξενία ατόμων χωρίς δήλωσή τους στην αστυνομία και, βεβαίως, εξύβριση της «εθνικής κυβερνήσεως», απείθεια σε διαταγή στρατιωτικής αρχής, άρνηση δηλώσεως στοιχείων σε στρατιωτική περίπολο κ.ο.κ.

(περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Ήδη όμως είχε ξεκινήσει και η δράση των πρώτων αντιδικτατορικών οργανώσεων, πολλά από τα μέλη των οποίων συνελήφθησαν από τη Γενική Ασφάλεια, βασανίστηκαν και στη συνέχεια καταδικάστηκαν από τα στρατοδικεία σε μακρόχρονες ποινές φυλάκισης. Η φάλαγγα παρέμενε η συνηθέστερη μέθοδος βασανισμού, ενώ είχαν προστεθεί τα κτυπήματα στο κεφάλι, το ξερίζωμα τριχοφυΐας, το βγάλσιμο νυχιών, η κακοποίηση γεννητικών οργάνων κ.ά. Αρκετά από τα θύματα έπαθαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους. Το κακόφημο στίγμα της οδού Μπουμπουλίνας διασώζεται περισσότερο στη δημόσια μνήμη εξ αιτίας της ευρείας δημοσιότητας που πήρε από πολύ νωρίς, χάρη στο σθένος ορισμένων κατηγορουμένων που κατήγγειλαν την κακοποίησή τους κατά τη διάρκεια της δίκης τους, χάρη σε άλλους που δημοσίευσαν επώνυμα τις εμπειρίες τους στο εξωτερικό ήδη από την εποχή της δικτατορίας ή και μετά την πτώση της χούντας, αλλά και χάρη στο διάσημο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Το σφαγείο», με την αναφορά του στη διαβόητη ταράτσα, όπου βασανίζονταν οι κρατούμενοι. Τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας είχαν αποτελέσει εξ άλλου αντικείμενο έρευνας διεθνών οργανώσεων, με ανάλογα δημοσιεύματα την ίδια περίοδο, ενώ υπήρξαν και μία από τις βασικές κατηγορίες (αν όχι η βασικότερη) που οδήγησαν το καθεστώς στο εδώλιο του κατηγορουμένου και κατέληξαν στην καταδίκη του από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την αποπομπή της Ελλάδας από τον οργανισμό.Όπως εύστοχα είχε υποστηριχθεί σε σχετικό αφιέρωμα στο περιοδικό Επίκαιρα (τεύχ. 317/Αύγ. 1974), «οι εκπληκτικές αποκαλύψεις των βασανισθέντων επιβεβαιώνουν εκείνο που επανειλημμένα είχε τονιστεί από διεθνείς οργανισμούς: ότι για τη χούντα της Ελλάδος τα βασανιστήρια ήταν μια μέθοδος διακυβερνήσεως».

«Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!»

(Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτη, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

ΕΑΤ – ΕΣΑ

Πολύ περισσότεροι από τους εξορισθέντες ήταν οι βασανισθέντες. Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν συλληφθεί ως «ύποπτοι αριστερών φρονημάτων» ή απλά ως αντικαθεστωτικοί, περνούσαν από τις εγκαταστάσεις του διαβόητου ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) για ανάκριση. Βρισιές, ξύλο, ξερίζωμα μαλλιών, σπάσιμο δαχτύλων και πολλά άλλα -μεταξύ των οποίων ακόμα και εικονικές εκτελέσεις– περιελάμβανε το φρικιαστικό «μενού». Πολλά θύματα που είχαν συλληφθεί μιλάνε μέχρι και σήμερα για τις σκοτεινές εκείνες ημέρες που έζησαν στα κελιά της φυλακής. Η εξύβριση, η τρομοκράτηση και ο ξυλοδαρμός ήταν, όπως λένε, απλά η αρχή του βασανισμού τους, διότι στη συνέχεια χρησιμοποιούνταν χειρότερες μέθοδοι ανάκρισης. Η πιο γνωστή ήταν η διαβόητη «φάλαγγα», κατά την οποία οι βασανιστές χτυπούσαν τις πατούσες των φυλακισμένων μέχρι να πρηστούν τόσο πολύ, που να μη χωράνε στα παπούτσια τους. Όπως δηλώνουν, ο πόνος ήταν τρομαχτικός, διαπερνούσε όλο τους το σώμα και δεν τους επέτρεπε να περπατάνε φυσιολογικά. Συνηθέστερα οι βασανιστές τους κουβαλούσαν πίσω στο κελί τους μέσα σε μια κουβέρτα, ενώ για πολλές μέρες ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν στην τουαλέτα έρποντας.

Σχεδιάγραμμα των εγκαταστάσεων του ΕΑΤ ΕΣΑ την περίοδο της δικτατορίας (Αρχείο Αντ. Λιοναράκη)

Επίσης χρησιμοποιήθηκε το μαρτύριο της σταγόνας, που τότε πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα, και το ηλεκτροσόκ στα πιο ευάλωτα σημεία του σώματος, βασανιστήριο που οι πρώην κρατούμενοι περιγράφουν ως επίπονο και ατελείωτο. Το μεγαλύτερο όμως φόβο αποτελούσε η σεξουαλική κακοποίηση, γυναικών αλλά και ανδρών, η οποία αποτελούσε μια μόνιμη απειλή. Πολλοί από τα βασανιστήρια υπέστησαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους και στη σωματική τους ακεραιότητα, όπως ο Σπύρος Μουστακλής, υπόδικος για το αποτυχημένο «κίνημα του ναυτικού», ο οποίος έμεινε παραπληγικός. Ή η Αμαλία Φλέμινγκ, που έπαθε μόνιμη ταχυκαρδία. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί και ξεψύχησαν στα χέρια των βασανιστών τους. Ο βουλευτής Θεσσαλονίκης της ΕΔΑ (Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς), Γιώργος Τσαρουχάς, ήταν ένας από τους πρώτους που είχαν αυτή την κατάληξη, το 1968.

Το κελί του Σπύρου Μουστακλή στο ΕΑΤ-ΕΣΑ
(Αρχείο Αντ. Λιοναράκη)

Κάτω: Ένα σπάνιο και συγκλονιστικό ντοκουμέντο: Ο Αλέκος Παναγούλης καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των βασανιστών της Χούντας, μιλά για τα ανείπωτα μαρτύρια, στα οποία υπεβλήθη από τους βασανιστές και δημίους του ΕΑΤ-ΕΣΑ κατά την κράτησή του: Ψυχολογικά, σωματικά αλλά και φρικτά σεξουαλικά βασανιστήρια με σκοπό να κάμψουν το ηθικό του και να του αποσπάσουν πληροφορίες και ομολογία για την αντιδικτατορική δράση του.

Ο παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης (1929-2017) που βρέθηκε στα χέρια των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ θυμάται: «Την ημέρα της σύλληψης ήμουν στη δουλειά, στο νοσοκομείο Παίδων. Ήρθαν και με ζητήσανε στα εργαστήρια. Τους λέω πρέπει να ενημερώσω τον διευθυντή μου, αφήνω το τμήμα μου, αφήνω άρρωστα παιδιά και πρέπει να ξέρει. Με άφησαν λοιπόν και πήγα στον διευθυντή μου τον Δοξιάδη και του είπα: Με συλλαμβάνουν, ειδοποίησε τη Ντόρα. Με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια στον Περισσό. Ακολούθησαν βασανιστήρια». Ήταν πρωί Σαββάτου, 22 Απριλίου 1972. Ο 43χρονος τότε παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης είχε μόλις ολοκληρώσει ένα μάθημα σε φοιτητές, όταν του ζήτησαν να μεταβεί στην Ασφάλεια για ένα «επείγον θέμα».

Η πρώτη επείγουσα σκέψη που έκανε ήταν να ειδοποιηθεί η σύζυγός του, Ντόρα, μητέρα των τριών παιδιών τους, του 18χρονου τότε Νίκου, της 16χρονης Αριέττας και του 10χρονου Αλέξανδρου. Σε λίγη ώρα, ούτε η σκέψη της οικογενειακής θαλπωρής στο σπίτι τους στη Φιλοθέη δεν θα μπορούσε να τον ανακουφίσει από τον πόνο των βασανιστηρίων. Αυτό του είπε ο ταγματάρχης Κλωνάρης, όταν τον υποδέχτηκε στην Ασφάλεια Προαστείων μαζί με τον μοίραρχο Κωνσταντόπουλο και τον αντισυνταγματάρχη Φαβατά. «Και μην νομίζεις ότι μας πειράζει ότι θα βγεις στη δίκη και θα πεις ότι σε βασανίσαμε. Καρφί δεν μας καίγεται ούτε για τα συμβούλια της Ευρώπης, ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Στέφανος Παντελάκης

Πίσω από τις κλειστές πόρτες της Ασφάλειας και της ΕΣΑ, οι αξιωματικοί της Χούντας έλεγαν απερίφραστα όσα αρνούντο δημοσίως, φερόμενοι ως εκφραστές ενός φιλάνθρωπου κράτους που δεν βασανίζει, σεβόμενο τις διεθνείς συμβάσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κεκλεισμένων των θυρών, οι χειρότερες απειλές τους γινόντουσαν πράξη. Εν προκειμένω, έγιναν πράξη στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον Περισσό, μέσα σε μια αίθουσα διαλέξεων, διαμορφωμένη σε σωστό κολαστήριο. «Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένας ξύλινος μπάγκος» περιγράφει ο Παντελάκης. «Με είχαν παραδώσει στους βασανιστές».

Κατά την ανάκριση, ο Στέφανος Παντελάκης παραδέχθηκε τη συμμετοχή του σε αντιδικτατορική οργάνωση, αλλά βασανίστηκε αρνούμενος να αναφέρει ονόματα συνεργών. Ούτε στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό να σπάσει. Υπήρξε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Γενεύης, διακεκριμένος ιατρός, ένας «παιδίατρος της υψηλής κοινωνίας» -όπως τον αποκαλούσαν- που εμφανιζόταν τότε στην ΥΕΝΕΔ για ιατρικά θέματα, αλλά και κάτοχος μετέπειτα μιας σειράς διευθυντικών θέσεων σε νοσοκομεία και φορείς Υγείας και Πρόνοιας. Μόλις πρόσφατα μίλησε για πρώτη φορά για όσα συνέβησαν τότε. Όταν ρωτήθηκε: «Γιατί δεν μιλήσατε όλα αυτά τα χρόνια;», απάντησε: «Να πω τι;» διερωτήθηκε. «Μίλησε στη δίκη και είπε αυτά που έπρεπε. Tα βασανιστήρια καταγράφηκαν. Από εκεί και πέρα δεν υπήρχε κάτι να εξαγοράσει ούτε να εξαργυρώσει», πρόσθεσε η κόρη του Αριέττα.

Φωτογραφία του Αντ. Λιοναράκη (1976) από τα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ (lefterianews.wordpress.com)

Ο Στέφανος Παντελάκης αναφέρεται σε ένα ασημόχαρτο από αυτά που βρίσκει κανείς μέσα στα πακέτα των τσιγάρων, πάνω στο οποίο κατέγραψε τα βασανιστήρια που υπέστη, όταν πλέον είχε μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού. Ένα ντοκουμέντο πάνω στο οποίο βασίστηκε η κατάθεσή του στο Στρατοδικείο, ένα ντοκουμέντο ιστορικής μνήμης. Τα όσα καταθέτει συγκλονίζουν: «Ενώ με έβριζαν με τις χυδαιότερες εκφράσεις και με κορόιδευαν μου έβγαλαν το σακάκι, με ξάπλωσαν ανάσκελα στο μπάγκο, μου κατέβασαν παντελόνι και σώβρακο, με έδεσαν σφιχτά πόδια χέρια σώμα με ένα σφικτό σχοινί και μου έβαλαν μια πετσέτα στο στόμα για να μην βλέπω. Τώρα όλοι γελούσαν, έλεγαν πως είμαι πούστης ξεφτιλισμένος και ξεκολιάρης. (…) Μου είπανε ότι είχα άλλα 5 λεπτά για να μιλήσω πριν αρχίσει η περιποίηση. Και επειδή δεν μιλούσα άρχισα ξαφνικά να αισθάνομαι ένα αιχμηρό αντικείμενο να γδέρνει το κάτω μέρος της κοιλιάς. Και σε λίγο με ένα παράγγελμα που έδωσε κάποιος μπήκε το μηχάνημα μπρος και άρχισαν να αισθάνομαι κάτι τρομακτικούς πόνους. Νόμιζα ότι μου ξέσχισαν το κρέας, τιναζόμουν ολόκληρος. Αυτό όλο και γινόταν πιο δυνατό, το πήγαιναν σε όλο το υπογάστριο και τα γεννητικά όργανα. Ούρλιαζα από τους πόνους. Νόμιζα ότι μου έκοβαν τα γεννητικά μου όργανα. Επειδή φώναζα μου δίνανε κτύπους στο κεφάλι και προσπαθούσαν να μου κρατήσουν το στόμα μου κλειστό, εγώ όμως εσπαρταρούσα με τέτοια δύναμη που το αριστερό μου χέρι λύθηκε από το σχοινί και προσπαθούσα να αμυνθώ. Τότε το έπιασαν και με μοχλό την πλάτη του πάγκου το πίεζαν λυσσασμένοι, νόμιζα ότι θα το σπάσουν, παρ’ όλα αυτά το χειρότερο ήταν κάθε φορά που το αιχμηρό αντικείμενο περιφερόταν στην κοιλιά μου».

Επί δύο εβδομάδες η Ντόρα Παντελάκη δεν γνώριζε με βεβαιότητα πού ακριβώς βρισκόταν ο άνδρας της. «Εκεί είχα τη μεγαλύτερη αγωνία. Ήθελα να ξέρω γιατί είχαμε και τα προηγούμενα με τον Μανδηλαρά». Προκειμένου λοιπόν να μάθει, η κυρία Παντελάκη, εγγονή του τέως πρωθυπουργού Αλέξανδρου Διομήδη, αξιοποίησε όλες της τις γνωριμίες, ακόμα και από την άλλη πλευρά. «Πήγα και βρήκα έναν φίλο, ο οποίος όμως ήταν από την αντίθετη πλευρά, ήταν χουντικός, και μου αποκάλυψε ότι ο Στέφανος βρισκόταν στην Ασφάλεια Προαστείων. Όταν όμως πήγα να δω τον άνδρα μου, ορκίστηκαν στα παιδιά τους ότι δεν ήταν εκεί. Τους λέω “ξέρω ότι είναι εδώ από άνθρωπο δικό σας”. Μετά το μάθαμε πια επισήμως από την ανακοίνωση της Αστυνομίας».

Η ανακοίνωση της Αστυνομίας δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 4 Μαΐου 1972: «19 βόμβας είχον τοποθετήσει 3 συλληφθέντα μέλη οργανώσεως» διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολις» που εστιάζει στον αριθμό των εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα» εστιάζει στις ιδιότητες των συλληφθέντων: «Συνελήφθησαν για τοποθέτηση βομβών, γιατρός, αντισμήναρχος και αρχιτέκτων (…) Ούτοι εμφανίζοντο ως οργάνωσις υπό την επωνυμίαν “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ – ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ – ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ” (ΑΑΑ) και δια τηλεφωνημάτων προς τους εν Αθήναις ανταποκριτές των πρακτορείων του ξένου Τύπου, αναλάμβαναν υπέρ της οργανώσεώς των την ευθύνην των σημειούμενων εκρήξεων».

Από αριστερά, η Ντόρα και ο Στέφανος Παντελάκης με τα παιδιά τους
Αλέξανδρο, Αριέττα και Νίκο (news247.gr)

Οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, τοποθετήθηκαν μέσα σε διάστημα 14 μηνών, από τον Φεβρουάριο του 1971, συνήθως σε «σταθμεύοντα αμερικάνικα αυτοκίνητα», «εις τα γραφεία της Αρχιεπισκοπής», «πλησίον της Γαλλικής Πρεσβείας κατά την επίσκεψιν του Γάλλου υφυπουργού των εξωτερικών» και αλλού. Ο Παντελάκης είχε συλληφθεί μαζί με τον ξάδερφό του Αλέκο Ζάννο και τον ιδρυτή της οργάνωσης, αντισμήναρχο εν αποστρατεία, Τάσο Μήνη. Ευθύνη για την κατασκευή των βομβών ανέλαβε ο Μήνης, ενώ η τοποθέτησή τους γινόταν από κοινού με τον Παντελάκη. Ο Ζάννος ήταν αυτός που γνώρισε τους άλλους δύο γύρω στα τέλη του 1970. Δεν είχε όμως καμία συμμετοχή στη δραστηριότητα με τις βόμβες και αφέθηκε ελεύθερος ελλείψει στοιχείων.

«Δεν ήταν φίλοι από πριν, τους ένωσε η επιθυμία να κάνουν κάτι εναντίον της Χούντας. Ήθελαν να γίνει ντόρος, να εμπεδωθεί στο εξωτερικό ότι κάποιοι αντιδρούν και αντιστέκονται με αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό χτυπούσαν διεθνείς στόχους. Ήταν μια ευαισθητοποίηση προς τα έξω, ότι “προσέξτε εδώ κάτι γίνεται”. Και βέβαια οι εκρηκτικοί μηχανισμοί ήταν μικρής ισχύος, προσεκτικά τοποθετημένοι ούτως ώστε να μην είναι δυνατόν να προκαλέσουν θύματα», εξηγούν τα παιδιά του Στέφανου Παντελάκη.

«Ο Στέφανος είναι ένας υπέροχος ευφυέστατος άνθρωπος και κορυφαίος παιδίατρος», μας λέει από πλευράς της η Σοφία Μήνη, χήρα του Τάσου Μήνη για τον φίλο και συνεργάτη του άνδρα της. «Πώς αυτός ο άνθρωπος, με αυτήν την καριέρα, με αυτόν τον κύκλο σε Ελλάδα και εξωτερικό, δέχθηκε να μπλεχτεί σε μια τέτοια υπόθεση;», διερωτάται ο γιος της Πάνος. «Είναι δυνατόν να τα ρισκάρει όλα και να βάζει βόμβες; Πώς τον έπεισε ο πατέρας μου;». «Ο Τάσος δεν ρίσκαρε να ανοίξει τα χαρτιά του σε όποιον κι όποιον», προσθέτει η κυρία Μήνη. «Ήταν στρατιωτικός από 18 χρονών, ήξερε από συνωμοσία πέρα για πέρα. Κατάλαβε ότι ο Στέφανος είναι άνθρωπος έτοιμος. Και έγιναν αχώριστοι».

Ο Τ. Μήνης με τον Στ. Παντελάκη

Ο Τάσος Μήνης και ο Στέφανος Παντελάκης παραπέμφθηκαν τον Φεβρουάριο του 1973 στο έκτακτο στρατοδικείο. Στις φωτογραφίες από τη δίκη που κατέκλυσαν τις εφημερίδες της εποχής, αίσθηση προκαλεί το χαμόγελο στα πρόσωπά τους και η αγέρωχη στάση τους. «Είχαν έρθει συγγενείς και φίλοι, ο πατέρας μου με τον Στέφανο ήταν χαλαροί, χαμογελαστοί», θυμάται ο Πάνος Μήνης. «Μάλιστα, μου λέει ο πατέρας μου, “αν με αθωώσουν θα χαρείς;”. Και του λέω “όχι πατέρα, προς Θεού”. Και ενθουσιάστηκε! Μα θυμάμαι τον Μαγκάκη που τον είδε να έρχεται και λέει: “Βρε κοίταξέ τον, κατεβαίνει με τα χέρια δεμένα και είναι σαν λιοντάρι ο άνθρωπος και χαμογελάει κιόλας!”, προσθέτει η Σοφία Μήνη. «Το θέμα τους ήταν να γίνει γνωστό το ζήτημα των βασανιστηρίων για ν’ αντιδράσει το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Διεθνής Αμνηστία κ.λπ. Με αυτή τη λογική αντιμετώπισαν τη δίκη», επισημαίνει από πλευράς του ο γιος του Στέφανου Παντελάκη, Νίκος. «Δηλαδή, οι μάρτυρες υπεράσπισης και των δύο ήταν γνωστές προσωπικότητες της πολιτικής, ήρθαν και ξένοι, καθηγητές από Αγγλία και Αμερική ως μάρτυρες υπεράσπισης του μπαμπά, που τον γνωρίζανε ως άνθρωπο και επιστήμονα».

Διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Απογευματινή» από την 20ή Φεβρουαρίου 1973: «Μάρτυρες υπερασπίσεως κατέθεσαν τέως Πρωθυπουργοί, υπουργοί, στρατηγοί, πτέραρχοι, και ειδικά κληθέντες ξένοι καθηγηταί Πανεπιστημίων, οι οποίοι υποστήριξαν: “Η δίκη είναι καθαρά πολιτική. Οι δύο κατηγορούμενοι εξέχοντα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας -δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να εκφράσουν με αυτόν τον τρόπο την πικρία τους για τη συνεχιζόμενη παράταση της εκτροπής”. Χαρακτήρισαν τον αντισμήναρχο κ. Μήνη σαν ήρωα πολέμου και τον κ. Παντελάκη σαν επιστήμονα με διεθνή προβολή και είπαν: “Δεν είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να έγιναν ξαφνικά εγκληματίες του Κοινού Ποινικού Δικαίου”.

Ο Αμερικανός καθηγητής κ. Μπλάτμαν Σαούλ, μάλιστα προέβη στην εξής δήλωσι στο δικαστήριο: “Το Πανεπιστήμιο του Ντάρθρμουθ με εξουσιοδότησε να προσφέρω μια θέσι στον κατηγορούμενο Παντελάκη”. “Μας είχαν πει ότι πρέπει να καταγραφεί ότι ο Στέφανος καταγγέλλει βασανιστήρια” επισημαίνει η σύζυγος του κυρίου Παντελάκη, Ντόρα, ενώ η κόρη τους Αριέττα, η οποία ήταν επίσης παρούσα στη δίκη, περιγράφει πώς διεκπεραίωσε την ειδική αποστολή που της είχε ανατεθεί: “Για να δημοσιοποιηθεί το ζήτημα στο εξωτερικό, έπρεπε να υπάρχει η μαρτυρία του μπαμπά και του Μήνη. Δεν ξέραμε όμως αν θα τους αφήσουν να μιλήσουνε στο Στρατοδικείο για τα βασανιστήρια, προκειμένου να κινητοποιηθούν άμεσα οι έξω για να τα δημοσιοποιήσουν. Οπότε μπήκαμε μέσα με τη μαμά, κι εγώ σε αυτή την ηλικία που ήμουν, είχα το καθήκον μόλις ακούγαμε για τα βασανιστήρια να κάνω ότι λιποθυμάω και θέλω να πάρω αέρα, να βγω από την αίθουσα, να πάω να ειδοποιήσω τους έξω (κινητά δεν είχαμε τότε βλέπετε) και να ξαναμπω μέσα να παρακολουθήσω. Έτσι και έγινε”.

Στην απολογία του ο Στέφανος Παντελάκης αναφέρει: «Είναι ψευδές ότι με εμύησε ο κ. Μήνης και ότι δεν εγνώριζα πού έβρισκε τις κροτίδες. Καθ’ υπαγόρευση εγραφησαν αυτά στην απολογία μου. Εστράφην εναντίον ενός τυραννικού καθεστώτος που φιμώνει το λαό και εκπαιδεύει βασανιστές». «Δεν τα θέλω αυτά», τον διακόπτει ο Πρόεδρος. «Πώς δεν τα θέλετε;», συνεχίζει ο Παντελάκης. «Δεν θα προέβαινα πότε σε τέτοιες πράξεις κάτω από ένα ελεύθερο καθεστώς. Είπε ο Κ. Γιαννικόπουλος ότι είμαι αναρχικός. Είναι ψέμα. Ιδεώδη έχω. Πιστεύω στην ελεύθερη έκφραση σκέψεως και την εκλογή των ηγετών από το λαό». Και προσθέτει: «Ακούσατε ότι το 1967 μου εδόθη η δυνατότης να σταδιοδρομήσω στο εξωτερικό. Μετά από ώριμη σκέψη και ανάμεσα στους τρεις δρόμους, της φυγής από τον τόπο αυτό, της παραμονής στον τόπο αυτό με το κεφάλι σκυφτό και της παραμονής στον τόπο αυτό με το κεφάλι ψηλά, προτίμησα την τελευταία λύση».

Συγκλονιστική ήταν και η απολογία του Τάσου Μήνη, παρά τις προσπάθειες του προεδρείου να μην τον αφήσει να μιλήσει: «Ως αξιωματικός ορκίστηκα να τηρώ το Σύνταγμα. Και το τελευταίο άρθρο του Συντάγματος λέει ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Θεώρησα σωστό να τηρήσω τον όρκο μου. Ευτυχώς για τους κρατούντας, ήμουν σε πολεμική διαθεσιμότητα στις 21 Απριλίου 1967. Αν ήμουν διοικητής βάσεως, θα χτυπούσα. Θα σήκωνα όσα αεροπλάνα είχα. Και να είσθε βέβαιοι ότι αυτή η δίκη δεν θα είχε γίνει». Σε άλλο σημείο ο Μήνης ξεκαθαρίζει ότι δεν επιθυμεί μειωμένη ποινή ή επιείκεια ούτε επικαλείται τον πρότερο έντιμο βίο του: «Θεωρώ το διάστημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο το καλύτερο της ζωής μου». Όταν ο Μήνης αρχίζει να μιλά για τα βασανιστήρια, διακόπτεται επανειλημμένα από το προεδρείο. «Ύψωσες το κορμί αγέρωχα στους στρατοδίκες και έγινες η φωνή ενός λαού που δεν τολμούσε να φωνάξει», γράφει η Δάφνη Μαχαίρα, στο ποίημα «Η Δίκη». Μετά την απολογία του στο Στρατοδικείο, ο Τάσος Μήνης έλαβε δεκάδες ποιήματα και γράμματα θαυμασμού και υποστήριξης.

«Δεν τα θέλωμε αυτά», φωνάζει ο πρόεδρος. «Διαπίστωσα ότι ο Ελληνικός Στρατός βασανίζει», επιμένει ο Μήνης.
ΠΡ.: Δεν τα θέλωμε σας είπα.
ΜΗΝΗΣ: Να βασανίζομαι από αξιωματικούς και…
ΠΡ.: Σταματήστε. Δεν τα θέλουμε.
ΜΗΝΗΣ: Έμεινα 111 μέρες στην ΕΣΑ. Με είχαν 11 ημέρες όρθιο. Με κτυπούσαν από τα πόδια έως το κεφάλι…
ΠΡ.: Κύριε Μήνη, δεν τα θέλουμε. Σταματήστε. […] Δεν επέτρεψα ποτέ εις καμμίαν περίπτωσιν να μιλήσουν δια βασανιστήρια. Δεν θα κάνω διάκρισιν τώρα. Κάνατε μίαν δημοσίευσιν…
ΜΗΝΗΣ: Επολέμησα κ. πρόεδρε, τραυματίσθηκα, αλλά αυτά που πέρασα στην ΕΣΑ θα τα θυμάμαι εγώ και τα παιδιά μου για όλη μας τη ζωή. Συνήθισα όρθιος…
ΠΡ.: Σταματήστε.
ΜΗΝΗΣ: Σχεδόν φύτρωσα. Με κτυπούσαν παιδιά 20 χρονών. Για όνομα του Θεού. Πού θα τα πω αυτά;».

Την επομένη ημέρα, στις 21 Φεβρουαρίου 1973, το Έκτακτο Στρατοδικείο επέβαλε ποινές κάθειρξης, 9 χρόνια και 10 μήνες στον Τάσο Μήνη και 7 χρόνια και 8 μήνες στον Στέφανο Παντελάκη. Οι δυο τους θα αφεθούν τελικά ελεύθεροι με την αμνηστία και θα περάσουν στην παρανομία από τη στιγμή που έκαναν την εμφάνισή τους τα τανκς του Ιωαννίδη και μέχρι τη Μεταπολίτευση.

«Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους
Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα»

(Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική –
Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης)

Στο βιβλίο του «Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας», ο Γιάννης Σεργόπουλος καταθέτει το δικό του συγκλονιστικό βίωμα από την κράτησή του και το βασανισμό του στο χουντικό κολαστήριο. Γεννημένος το 1950 στην Αθήνα, ο Γιάννης Σεργόπουλος συμμετείχε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Συνελήφθη και κρατήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας: «Κάθε χρόνο στις 23 Ιουλίου πραγματοποιείται μια σεμνή τελετή στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, άλλοτε τόπο βασανιστηρίων και σήμερα Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης. Στο προαύλιο βρίσκεται η προτομή του Σπύρου Μουστακλή. Πολιτικά κόμματα και φορείς καταθέτουν στεφάνια. Ακολουθεί μια βουβή περιήγηση στον χώρο των κελιών και η εκδήλωση ολοκληρώνεται με μια σύντομη ομιλία. Έπειτα από τόσες δεκαετίες, ξανάρχεται στο μυαλό το ίδιο ερώτημα: Αξιζε τον κόπο;».

«Το ΚΕΣΑ ήταν ένα θέατρο του παραλόγου βασισμένο στην αισθητική της βίας. Παραγωγός ο διοικητής του, ο ταξίαρχος Δημήτρης Ιωαννίδης, και βασικός σκηνοθέτης ο στρατονόμος Νίκος Καίνιχ (Έλληνας με καταγωγή από τους Βαυαρούς του Όθωνα). Οπωσδήποτε σαλεμένος (…). Την επόμενη μέρα οι πόρτες του λυσσιατρείου άνοιξαν από τις δέκα η ώρα το πρωί περίπου, και ο Καίνιχ ξεχύθηκε με την κουστωδία του στα κελιά μας. Το κλείστρο της πόρτας μου τούτη τη φορά ήταν ελαττωματικής κατασκευής και όταν έκλεινε δεν εφάρμοζε καλά, αφήνοντας μια χαραμάδα που μου επέτρεπε να παρακολουθώ τι συμβαίνει στον διάδρομο. Άνοιξαν το πρώτο κελί αριστερά, αυτό που ήταν δίπλα στην τουαλέτα, και πλάκωσαν τον δόλιο κρατούμενο στο ξύλο. Βάραγαν όλοι μαζί, έδιναν σκαμπίλια, μπουνιές και μαστίγωναν με τους ζωστήρες· όσο ο κρατούμενος κραύγαζε από τον πόνο ή έλεγε ικετευτικά «φτάνει, φτάνει πια», τόσο αυτοί συνέχιζαν. Έδερναν ενώ ταυτόχρονα έβριζαν χυδαία, και ο συνδυασμός αυτός τους έφτιαχνε. Το θύμα πρέπει να ήταν ένας αξιόλογος συμφοιτητής μου, που δεν ζει πια, ο Νικήτας Λιοναράκης.

Αυτό βαστούσε πάνω από δεκαπέντε λεπτά. Στη συνέχεια έβγαιναν από το κελί, έπαιρναν μια ανάσα και συνέχιζαν στον επόμενο. Για μένα η διαδικασία αυτή στάθηκε το μεγαλύτερο μαρτύριο. Η αναμονή του βασανισμού και οι φωνές απελπισίας και πόνου των άλλων με έκαναν ράκος. Άλλος φώναζε «μάνα μου, αχ μάνα μου», άλλος φώναζε «πονάω, έλεος», αλλά αυτά τα κτήνη δεν καταλάβαιναν τίποτα. Έλεγα χίλιες φορές καλύτερα να ήμουν στο πρώτο κελί, τώρα θα είχα ξεμπερδέψει, το να περιμένω να έρθει η σειρά μου ακούγοντας τους βασανισμούς τρίτων αυτό με ξεπερνούσε. Υπέφερα ψυχικά πάρα πολύ, δεν το άντεχα.

Εκείνη την ημέρα σταμάτησαν στους πέντε απέναντι. Σωστά μάντεψα ότι την επομένη θα ήταν η τιμητική μας. Ήρθαν την ίδια ώρα, άρχισαν με την ίδια σειρά και εγώ, δυστυχώς, ήμουν ο τελευταίος. Είχα την ελπίδα ότι θα είχαν κουραστεί, αλλά δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Σκαρφίστηκα και τους είπα: «Παιδιά, το κεφάλι μου δεν είναι καλά. Αύριο θα έρθει ο Κόφφας να με πάρει για αξονική». Προσποιήθηκαν ότι δεν έδωσαν σημασία και άρχισαν να με χτυπάνε με ζωνιές. Ο Καίνιχ μου έδωσε κάποιες μπουνιές στο στήθος. Έπεσα κάτω και δεν σηκωνόμουνα. Αυτό τους ξεβόλευε και μου ρίχνανε κλωτσιές με τις αρβύλες στον κώλο. Πάντως, το κεφάλι το είχα γλιτώσει. Για όσο έμεινα κρατούμενος στην ΕΣΑ και μέχρι την απόλυσή μου ποτέ δεν έβγαλα τα ρούχα μου. Με το παντελόνι και το πουκάμισο κοιμόμουνα, με αυτά ξυπνούσα, γιατί δεν ήθελα να με αιφνιδιάσουν και να με βρουν με το σλιπ και να νιώθω σε μειονεκτική θέση. Και πράγματι, η σκέψη μου αυτή ήταν σωστή, γιατί ο Καίνιχ έμπαινε μεσάνυχτα στα κελιά με ένα φακό και ένα μαστίγιο ιππασίας και μας έριχνε μερικές, αλλά περισσότερες έριχνε σ’ αυτούς που τους έβλεπε με τα σώβρακα. Στο ΚΕΣΑ τα φώτα των κελιών έκλειναν το βράδυ».

Ακόμα ένας δικηγόρος Αθηνών, ο Διονύσης Μπουλούκος, συμμετείχε ενεργά στο φοιτητικό κίνημα, στους κόλπους της νεολαίας της Αριστεράς. Υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης πολλών αγωνιστών καθώς και κατηγορουμένων για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Κρατήηκε και βασανίστηκε βάναυσα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η μαρτυρία του στο περιοδικό Επίκαιρα, (τεύχ. 317/Αύγ. 1974) επίσης συγκλονίζει. Μεταξύ άλλων καταγγέλει ότι υπέστη ανελέητους ξυλοδαρμούς εξ αιτίας των οποίων πρήστηκε ολόκληρο το σώμα του, ενώ υπεβλήθη και στο μαρτύριο της ορθοστασίας αλλά και σε αδιάκοπους ψυχολογικούς εκβιασμούς και απειλές με σκοπό την κάμψη του ηθικού του:

Από τους πρωτεργάτες του φοιτητικού κινήματος, ο Γιώργος Βερνίκος, ανέπτυξε σημαντική αντικτατορική δράση από νεαρή ηλικία. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε, ενώ για τους αγώνες του έχει τιμηθεί από τη Βουλή των Ελλήνων. Κατά τη σύλληψή του, στις 7 Μαΐου 1973, ήταν φοιτητής της Νομικής και εκλεγμένο μέλος της Επιτροπής Νομικής. Επίσης υπήρξε Γενικός Γραμματέας της Ελληνοευρωπαϊκής Κινήσεως Νέων (ΕΚΙΝ). Στη μαρτυρία του, που σοκάρει, δίνει τη δική του συγκλονιστική εκδοχή για όσα έζησε στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μεταξύ άλλων, καταγγέλλει ανηλεείς ξυλοδαρμούς που υπέστη, απειλές και ψυχολογική βία από τον διοικητή Χατζηζήση, φάλαγγα, σπάσιμο των οστών του, στέρηση του πόσιμου νερού επί εικοσιτετράωρα και κράτηση κάτω από άθλιες συνθήκες. Ομοίως καταγγέλλει ότι μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετείχε, κρυβόταν για να αποφύγει τη σύλληψη. Τότε οι ΕΣΑτζήδες, επειδή δεν βρήκαν τον ίδιο συνέλαβαν και βασάνισαν, αντ’ αυτού(!), τον αδερφό του και την και αρραβωνιαστικιά του (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974):

Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Λεωφόρου Μεσογείων 14-18

Η Γενική Ασφάλεια, που υπήρξε η αιχμή του δόρατος στον κατασταλτικό μηχανισμό του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, έδρευε αρχικά στην οδό Μπουμπουλίνας 18 και από το 1971 μεταστεγάστηκε στη λεωφόρο Μεσογείων 14-18. Το πρώτο κτήριο δεν υπάρχει πια, αλλά το κακόφημο στίγμα του διασώζεται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια μνήμη, εξ αιτίας της ευρείας δημοσιότητας που πήρε από πολύ νωρίς, χάρις στις καταγγελίες των κρατουμένων, όπως αποτυπώθηκαν και στα συγκλονιστικά βιβλία  του Περικλή Κοροβέση και της Κίττυς Αρσένη», λέει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), ο οποίος υπογράφει το βιβλίο «Μεσογείων 14-18, η υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών στα χρόνια της Δικτατορίας (1971-1974)» και προσθέτει: «Αντίθετα, η ανάμνηση της Μεσογείων έχει ξεθωριάσει σχεδόν τελείως, παρά το γεγονός ότι εκεί ανακρίθηκαν και κακοποιήθηκαν βάναυσα περισσότεροι από τρεις χιλιάδες αντίπαλοι του καθεστώτος, στη πλειοψηφία τους νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες, καθώς η περίοδος εκείνη συμπίπτει με τη ραγδαία ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος στα πανεπιστήμια. Η σύμπτωση ότι αυτό το κτήριο, όχι μόνο υπάρχει ακόμη, αλλ’ επιπλέον στεγάζει τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, ενώ στο υπόγειο γκαράζ διασώζονται δύο κελιά από την εποχή εκείνη, στάθηκε η αφορμή να αναρτηθεί μια πλακέτα ιστορικής μνήμης το 2017, με πρωτοβουλία της Γενικής Γραμματέως Πατρίτσιας Κυπριανίδου. Η ίδια μας ανέθεσε και τη διεξαγωγή μιας έρευνας γύρω από την ιστορία του κτήρίου, που κατέληξε στην έκδοση του βιβλίου».

Το κτήριο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών επί της Λεωφ. Μεσογείων αριθ. 14-18 (amna.gr)

Η μεταστέγαση της Ασφάλειας από τη Μπουμπουλίνας ήταν ζητούμενο ήδη από την επαύριο του πραξικοπήματος. Έτσι, όπως γράφει στην ενδελεχή έρευνά του ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «το καλοκαίρι του 1970 εκμισθώθηκαν στο ελληνικό δημόσιο δύο πολυκατοικίες που βρίσκονται στη λεωφόρο Μεσογείων 14-18, “προς στέγασιν της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών”, έναντι συνολικού μηνιαίου μισθώματος μισού εκατομμυρίου δραχμών! Την εποχή εκείνη ένα τριάρι διαμέρισμα στην Πατησίων νοικιαζόταν 2.200 δραχμές και ένα κατάστημα 90 τ.μ. στη Φωκίωνος Νέγρη 4.000 δραχμές… Ακριβούτσικο το ενοίκιο, αλλά η υπηρεσία είχε ανάγκες και το καθεστώς τις κατανοούσε… προφανώς! Η μετακόμιση έγινε στις 15 Ιουλίου 1971. Και ο “υπουργός” Δημόσιας Τάξης, στρατηγός Τζεβελέκος εγκαινιάζοντας “τον Αστυνομικόν τούτον οίκον… σύμβολον της ισχύος του κράτους και εγγύησις της ασφαλείας του”, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι στον νέο χώρο θα αναπτυχθεί “έτι περαιτέρω η έξοχος ήδη και λίαν επιτυχής” δραστηριότητα των οργάνων της τάξεως».

Εκτιμάται ότι από το 1971 μέχρι τη μεταπολίτευση στο κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών, επί της Λεωφόρου Μεσογείων αριθ. 14-18, ανακρίθηκαν και κακοποιήθηκαν βάναυσα περισσότεροι από 3.000 αντίπαλοι του καθεστώτος, μεταξύ των οποίων στελέχη πολιτικών κομμάτων και αντιδικτατορικών οργανώσεων αλλά και απλοί πολίτες. Στην πλειονότητά τους ωστόσο οι προσαγόμενοι στο κτήριο της οδού Μεσογείων ήταν νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες, καθώς η περίοδος εκείνη συμπίπτει με τη ραγδαία ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος στα πανεπιστήμια. Στο κτήριο της Μεσογείων 14-18 κατέληγε συνήθως κάποιος με δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε συλλαμβανόταν απ’ ευθείας, στο πλαίσιο οργανωμένου κτυπήματος της Ασφάλειας σε αντιστασιακές οργανώσεις ή κατά τη διάρκεια αντιδικτατορικών εκδηλώσεων, διαδηλώσεων, καταλήψεων κ.λπ. είτε εξαναγκαζόταν να προσέλθει ο ίδιος, προκειμένου να παραλάβει το δελτίο ταυτότητάς του που του είχε αφαιρεθεί στο πλαίσιο αστυνομικών ελέγχων ή διότι είχε λάβει το περίφημο έγγραφο που τον καλούσε να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν του». Σε όλες τις περιπτώσεις διεξαγόταν μια κατ’ αρχήν ανάκριση, που άλλοτε κατέληγε στην απόλυσή του σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τις κατάλληλες «νουθεσίες» και άλλοτε στη συνέχιση της κράτησής του για περαιτέρω «δραστικότερες» μεθόδους ανάκρισης, που ενδεχομένως κατέληγαν στην παραπομπή του σε δίκη.

Οι ανακρίσεις αυτές συνοδεύονταν κατά κανόνα από βιαιοπραγίες, το εύρος των οποίων περιγράφεται με μια γραφειοκρατική αλλά σαφή γλώσσα στο πόρισμα της δικαστικής έρευνας που διεξήχθη μετά τη μεταπολίτευση. Ξεκινούσαν από «ισχυρά γρονθοκοπήματα εις την κεφαλήν, το πρόσωπον και το στήθος», «λακτίσματα εις τους πόδας και τα γεννητικά όργανα», «κτυπήματα διά ξυλίνου ροπάλου ή γκλομπ ή καλωδίου ή μαστιγίου εις το σώμα», «εκρίζωσιν των τριχών της κεφαλής και του υπογενείου» και στη συνέχεια «πάτημα διά των τακουνίων ή κτύπημα διά σφυρίου επί των ονύχων των ποδών», «ισχυρά πίεσις των βολβών των οφθαλμών» κ.λπ. Οι κακοποιήσεις αυτές λάμβαναν χώρα καταρχήν στα γραφεία των «ανακριτών» στον 4ο όροφο και συνεχίζονταν κατά περίπτωση εντός των κελιών του 5ου ορόφου, στους διαδρόμους έξω από τα κελιά, ακόμη και στις τουαλέτες. Συχνά, ωστόσο, ακολουθούσε μεταφορά του κρατουμένου στο υπόγειο γκαράζ, «πρόσδεσις επί του αυτόθι υπάρχοντος πάγκου εν υπτία θέσει και κτυπήματα επί των πελμάτων διά καδρονίου ή σιδηράς ράβδου, μέχρι απωλείας των αισθήσεων (βασανιστήριον της φάλαγγας)», «πρόσδεσις σχοινίου εις τα γεννητικά όργανα και έλξις αυτών», «έμπηξις ροπάλου εις τον πρωκτόν», «πυρ εις τας τρίχας των γεννητικών οργάνων δι’ ανημμένου τεμαχίου χάρτου» κ.λπ. Σε περιπτώσεις νεαρών φοιτητριών καταγράφονται επιπλέον κακοποιήσεις σεξουαλικής υφής, όπως «εκρίζωσις των τριχών του εφηβαίου», «περίσφιξις των γεννητικών οργάνων» και «έντονος έλξις των μαστών», συνοδευόμενες από απειλές ομαδικού βιασμού, ενώ μαρτυρούνται και δύο πραγματικές απόπειρες βιασμού κατά τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας.

Στις 18 Οκτωβρίου 1971, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην Ασφάλεια, οι εξαδέλφες Αγριαντώνη μεταφέρθηκαν εσπευσμένα από τα μεμονωμένα κελιά τους σε ένα από τα μεγάλα πλαϊνά κελιά (πιθανότατα το υπ’ αρ. 4), όπου βρέθηκαν μαζί με τις συγκρατούμενές τους Ειρήνη Κελαϊδήτου και Ζωή Χριστοφίδου. Η αιτία αυτών των μετακινήσεων έγινε αντιληπτή λίγο αργότερα, όταν άκουσαν «ποδοβολητά» καθώς μεταφέρονταν εκείνη τη νύχτα στα υπόλοιπα κελιά οι 32 συλληφθέντες ως μέλη του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν σημαντικά στελέχη, όπως ο 68άχρονος παλαίμαχος κομμουνιστής ηγέτης Μήτσος Παρτσαλίδης και ο 55άχρονος γενικός γραμματέας του κόμματος Μπάμπης Δρακόπουλος.

Οι συλληφθέντες κρατήθηκαν στην Ασφάλεια για περίπου έναν μήνα και κακοποιήθηκαν στη διάρκεια των ανακρίσεων, κυρίως από τα μεσαία στελέχη. «Με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο κορμί, με γροθιές και με βούρδουλα από ηλεκτρικό καλώδιο», αναφέρει η τότε 26άχρονη Γερμανίδα δικηγόρος Χανελόρε Ρουνφτ (Hannelore Runft), συμπληρώνοντας: «Προσπάθησαν να με φοβίσουν με κάθε μορφής απειλές. Μου έλεγαν “μη νομίζεις ότι θα σε σεβαστούμε επειδή είσαι ξένη, θα σου κάνουμε τα ίδια που κάνουμε και στους Έλληνες”. Είχα ακούσει στην Ευρώπη τα βασανιστήρια που κάνουν στους Ελληνες πολίτες και τώρα ξαφνικά βρισκόμουν απροστάτευτη στα χέρια τους. Τις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τις κραυγές των ανθρώπων που βασάνιζαν».

«Ο Μπάμπαλης με κτυπούσε με γροθιές, κλοτσιές και με ένα μαστίγιο από στριμμένα καλώδια, ενώ με απειλούσε “θα σε λειώσω, όπως και την Παπαθανασοπούλου”» καταθέτει ο τότε 37χρονος απόστρατος υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού και γιατρός Γιώργος Γρηγοριάδης, ο οποίος έπαθε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς από τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια, προσθέτοντας: «Με ρημάξανε στο ξύλο πιστεύοντας ότι θα μιλήσω. Τους είπα από την αρχή “Εγώ δεν θα μιλήσω. Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα. Είμαι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού” (…) Μετά με άρχισαν και με χτυπάγανε εβδομάδες. Ξύπνησα στο νοσοκομείο πια, όπου η γυναίκα μου είχε κινητοποιήσει τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και με βρήκε». Ερωτώμενος στο δικαστήριο πού στόχευε κατά τη γνώμη του αυτή η συμπεριφορά των ανακριτών, εκτίμησε ότι τα βασανιστήρια είχαν σκοπό να αποσπάσουν ομολογίες και να δημιουργήσουν κατηγορίες εκεί που δεν υπήρχαν, εξ αιτίας της ανικανότητας των αστυνομικών – βασανιστών να συλλέξουν με μεθοδικό τρόπο στοιχεία σε βάρος των αντιστασιακών οργανώσεων και να τις εξαρθρώσουν.

Η Παπαθανασοπούλου, την οποία ο Μπάμπαλης ανέφερε στον Γρηγοριάδη καυχώμενος ότι την είχε λειώσει, ήταν η 47χρονη τότε καθηγήτρια φιλόλογος Ασπασία Παπαθανασοπούλου, που είχε επίσης συλληφθεί τότε και είχε βρεθεί στην Ασφάλεια της Μεσογείων, όπου μια ομάδα αστυνομικών με επικεφαλής τον υπαστυνόμο Ευάγγελο Γιαννικόπουλο την κακοποίησαν επανειλημμένα «με γροθιές και κλοτσιές», ενώ ο Μπάμπαλης την απειλούσε με ένα περίστροφο. Στη συνέχεια την απομόνωσαν σε ένα κελί, αφήνοντάς την χωρίς τροφή επί είκοσι μέρες: «Αποτέλεσμα αυτών ήταν να εξαντληθώ τελείως και στην κυριολεξία να σέρνομαι».

Τον Φεβρουάριο του 1972 εκδόθηκε το βούλευμα που παρέπεμπε σε δίκη δεκαεννέα από τους τριάντα τρεις αρχικώς συλληφθέντες. Από τους παραπεμπόμενους προφυλακίστηκαν οι οκτώ στις φυλακές Κορυδαλλού, ενώ οι υπόλοιποι κρίθηκαν προσωρινά αποφυλακιστέοι. Στη δίκη που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 1973 (έπειτα από προφυλάκιση ενός χρόνου, τριών μηνών και δέκα ημερών) καταδικάστηκαν τελικά σε ποινές μεταξύ ενός και δώδεκα ετών ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Μπάμπης Δρακόπουλος, η Ασπασία Παπαθανασοπούλου, ο εργάτης Γεράσιμος Αντωνίου, ο οικοδόμος Δημήτρης Βολοβίνης, ο τραπεζικός υπάλληλος Νίκος Δημάκος, η Χανελόρε Ρουνφτ και η Ζωή Βέη. Οι δύο τελευταίες αποφυλακίστηκαν καθώς ο χρόνος προφυλάκισής τους υπερέβαινε την ποινή τους.

Ενώ βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη οι προσαγωγές κατηγορουμένων για συμμετοχή στο ΚΚΕ Εσωτερικού, οδηγήθηκαν στις 20 Οκτωβρίου 1971 στην Ασφάλεια και άλλα τέσσερα άτομα. Επρόκειτο για το τρίτο κτύπημα των καταδιωκτικών αρχών μέσα σε έναν μήνα και αυτήν τη φορά αφορούσε τον πυρήνα μιας από τις πλέον εμβληματικές οργανώσεις της δυναμικής αντίστασης, του Κινήματος 20ής Οκτώβρη. Συνελήφθησαν ο 24χρονος φοιτητής της Ιατρικής Νίκος Μανιός, ο 23χρονος φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Γιώργος Σαγιάς, ο 34χρονος φοιτητής της Ανωτάτης Γεωπονικής Νίκος Χρυσανθόπουλος και ο 30χρονος υδραυλικός Απόστολος Μανωλάκης, ενώ επικηρύχθηκαν ως καταζητούμενα άλλα δύο άτομα που διέφυγαν.

Κελί που διατηρήθηκε στον υπόγειο μουσειακό χώρο
της Λεωφ. Μεσογείων 14-18 (amna.gr)

Αμέσως μετά τη σύλληψή του ο Γιώργος Σαγιάς οδηγήθηκε στον 4ο όροφο της Μεσογείων, στο Τμήμα Πνευματικής Κινήσεως: «Ο Καραπαναγιώτης άρχισε να με κτυπά με τα χέρια του, και σε συνέχεια κάποιος άλλος με κτυπούσε με ένα χοντρό, διπλό καλώδιο. Ήταν αρκετοί μέσα στο γραφείο του Καραπαναγιώτη. Άρχισαν να με βρίζουν και να με κτυπούν όλοι μαζί, άλλος με κλωτσιές, άλλος μου πατούσε τα δάχτυλα των ποδιών με τα τακούνια του, άλλος πιάνοντάς με από τα μαλλιά μου κτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο». Μετά τη συνεχιζόμενη άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις τους, έξι με επτά ασφαλίτες, με επικεφαλής τους υπαστυνόμους Κραββαρίτη και Σμαΐλη, τον κατέβασαν στο υπόγειο: «Με υποχρέωσαν να γδυθώ τελείως, με ξάπλωσαν σε έναν πάγκο και με έδεσαν έτσι που να μην μπορώ να κουνηθώ, μου σκέπασαν τα μάτια και με κτυπούσαν με μια σωλήνα στις πατούσες και στα γεννητικά μου όργανα. Ταυτόχρονα, αυτός που μου έκλεινε τα μάτια μου τα πίεζε με τους αντίχειρές του και ένιωθα να βουλιάζουν μέχρι μέσα. Όταν με ανέβασαν ξανά, δεν μπορούσα να σταθώ μόνος μου, με βαστούσαν συνέχεια».

Ανάλογη τύχη περίμενε και τον σύντροφό του Νίκο Μανιό: «Το ίδιο βράδυ κιόλας με πήραν από το κελί μου όπου κοιμόμουν -στο πάτωμα-, με κατέβασαν με κλωτσιές και χαστούκια στο υπόγειο, αφού προηγουμένως μου έδεσαν τα μάτια. Εκεί με υποχρέωσαν να γδυθώ, στη συνέχεια με έδεσαν πάνω σ’ έναν πάγκο, κάποιος άρχισε να με κτυπά στα πέλματα με έναν σωλήνα. Ενώ ένας άλλος είχε δέσει το πέος με νάιλον νήμα και το τραβούσε. Εκείνος που περνούσε φάλαγγα με χτύπαγε κατά διαστήματα στους όρχεις με τον σωλήνα. Όλοι μου έλεγαν πως θα με αχρηστεύσουν για πάντα. Ένας τρίτος με κτυπούσε στην κοιλιά και στο πρόσωπο. Σταμάτησαν για λίγο να με κτυπούν και με απειλούσαν για χειρότερα βασανιστήρια. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ και η φάλαγγα ξανάρχισε, ώσπου σε μια στιγμή με έπιασε κάποιος από τον λαιμό και τη μύτη και προσπαθούσε να με πνίξει, πιέζοντας με δύναμη τον λάρυγγά μου. Τα κτυπήματα στα πόδια και στους όρχεις επαναλήφθηκαν για μία ακόμη φορά. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το μαρτύριο. Ύστερα με σήκωσαν και μ’ έτρεχαν γυμνό και με δεμένα μάτια γύρω γύρω και μου χτυπούσαν το κεφάλι στους τοίχους».

Ο Γιάννης Μουρίκης (πάνω αριστερά), φοιτητής του Πολυτεχνείου κατά τη σύλληψή του και μέλος της Αντιδικτατορικής Εθνικής Φοιτητικής Ενώσεως Ελλάδος, έζησε την κόλαση των βασανιστηρίων στο κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών αλλά και στις φυλακές Μπογιατίου και Κορυδαλλού, για την αντιδικτατορική δράση του. Μεταξύ άλλων καταγγέλλει ότι στην ασφάλεια υπέστη άγριο βασανισμό με τη μέθοδο της φάλαγγας μετά το πέρας της οποίας τον υποχρέωναν να τρέχει, ενώ ο ίδιος αδυνατούσε ακόμα και να σταθεί στα πόδια του. Αναφέρει ακόμα ότι τουλάχιστον για μισό μήνα, δεν μπορούσε να περπατήσει, ενώ ουρούσε αίμα και ένιωθε πόνους στο συκώτι. Κατά την κράτησή του υποχρεώθηκε να μείνει επί μέρες στην απομόνωση με την απειλή όπλου, ενώ το έκλεισαν -γυμνό και πληγωμένο σοβαρά απ’ τους ξυλοδαρμούς- σε ένα θεοσκότεινο μπουντρούμι, χωρίς καθόλου παράθυρα, με 2-3 πόντους νερό στο πάτωμα και με μια πλαστική λεκάνι για τουαλέτα. Μέσα στο κελί δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ένα σιδερένιο κρεβάτι βασανισμού, ωστόσο υποχρεώθηκε να παραμείνει εκεί επί μέρες χωρίς ρούχα, χωρίς κουβέρτα και χωρίς στρώμα. Αφού τον έδεσαν σφιχτά στο σιδερένιο κρεβάτι επί μέρες, χωρίς νερό και τροφή, του έριχναν παγωμένο νερό, ενώ κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του δέκα βασανιστές που άρχισαν στην κατάσταση αυτή να τον χτυπούν αλύπητα, επί μία ώρα, με ξύλα, παλούκια και ό,τι άλλο είχαν. Ο Γ. Μουρίκης υπεβλήθη επίσης και στο φρικωδέστατο βασανιστήριο της διαρκούς επίκυψης: Έδεσαν τα γεννητικά του όργανα με το κεφάλι του με λεπτό νάυλον νήμα, έτσι ώστε να είναι αναγκασμένος να παραμένει σκυμμένος μόνιμα, η δε παραμικρή κίνηση του προξενούσε αφόρητους πόνους.

Σοκαριστική είναι και η αναφορά του τελειόφοιτου της Αρχιτεκτονικής Στ. Πάντου – Κίκκου, ο οποίος κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια για τη συμμετοχή του στις φοιτητικές κινητοποιήσεις ως μέλος εκλεγμένης συνδικαλιστικής επιτροπής της σχολής του και της φοιτητικής συνδικαλιστικής οργάνωσης Αντιδικτατορική ΕΦΕΕ. Όπως καταγγέλλει: «Ο Παύλου άρχισε να με χτυπά με λύσσα και να με βρίζει χυδαιότατ. Με έριξε κάτω βγάζοντάς μου αρκετά μαλλιά και με κλωτσούσε με μανία σε όλα τα μέρη του σώματός μου. … Με τρομοκρταούσαν. … Με κατέβασαν στο υπόγειο. Σε μια γωνιά του γκαράζ με ξάπλωσαν ανάσκελα σε έναν ξύλινο πάγκο δένοντάς με με σκοινί ως το λαιμό. Άρχισαν να με χτυπάνε στις πατούσες με χοντρά καδρόνια. Οι πόνοι ήσαν αφόρητοι. Προσπαθώντας να μην φωνάζω έβγαζα συνεχώς αφρούς από το στόμα. … Όταν άρχισα να χάνω πια τις αισθήσεις μου, με έλυσαν, με πέταξαν χάμω και μου έριξαν έναν κουβά νερό. Σέρνοντάς με σαν σακκί, με έστελναν ο ένας στον άλλον με κλωτσιές και γροθιές. Με χτυπούσαν πάνω στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα της Ασφάλειας. Με απειλούσαν και με έβριζαν χτυπώντας το κεφάλι μου στους τοίχους. Καθώς ήμουν πεσμένος, μου έβαζαν ένα παλούκι από πίσω. Τα ρούχα μου είχαν σκιστεί και άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου. Ό,ως συνέχιζαν να με χτυπάνε, να μου πατάνε τα πρησμένα από τη φάλαγγα πόδια μου και να χοροπηδούν πάνω στο σώμα μου. Μου έριξαν ακόμα έναν κουβά νερό και με ξανάδεσαν πάνω στον πάγκο μέχρι τη μέση. Σηκώνοντας το κεφάλι και την πλάτη μου δέσανε τα χέρια πίσω με χειροπέδες και ξανάρχισαν να μου κάνουν φάλαγγα.. Μου έριχναν συνεχώς νερό για να μη λιποθυμήσω. Όταν κουραζόταν ο ένας συνέχιζε ο άλλος με περισσότερο μίσος. Μου κατέβασαν το παντελόνι όταν μισολιπόθυμο με έλυσαν και ένας από τους βασανιστές μου τραβούσε τα γεννητικά μου όργανα και μου τα έστριβε. Κάποτε σταμάτησαν να με χτυπάνε και με ανέβασαν σηκωτό στο κελλί μου όπου με πέταξαν με κλωτσιές. Για μέρες δεν μπορούσα να σταθώ στα πόσια μου … Την άλλη μέρα, 12 του Μάρτη μπήκαν οι βασανιστές μου στο κελλί μου και μου είπαν να ετοικαστώ να πεθάνω στο υπόγειο. Στις 11 του Απρίλη μεταφερθήκαμε στο Μπογιάτι. Μας έγδυσαν τελείως και μας έκαναν εξονυχιστική έρευνα, Κάθε βράδυ ακούγονταν οι φωνές των αγωνιστών που βασανίζονταν … Το μαρτύριο της πείνας και της δίψας είχε μπεί σε εφαρμογή. … Μου έβαλαν μια ειδική ζώνη βασανισμού στο ύψος του θώρακος με δύο χειροπέδες στα πλάγια. Αφού κλείδωσαν τη ζώνη σφιχτά με λουκέτο μου πέρασαν τις χειροπέδες. Μετά με έδεσαν πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι με χοντρό σκοινί μπρούμυτα μέσα σε ένα μικρό κελί 1,5×2,00 μ. τελείως σκοτεινό χωρίς κανένα παράθυρο. Μ’ έδεσαν τόσο σφιχτά που δεν μπορούσα να κουνηθώ και για να γυρίσω το πρόσωπό μου από την άλλη μεριά, έπρεπε να το γδάρω πάνω στο κρεβάτι. Μου έβγαλαν παπούτσια και κάλτσες μου έριξαν έναν κουβά νερό και άρχισαν να με χτυπάνε λυσσασμένα με βούρδουλα, αφού μου πέρασαν ανάμεσα στα δόντια ένα πανί …».

«Μη, μην το πεις οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις για πάντα φύγαν
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις»

(Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος)

Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών και η ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας

Αριστερά: Το κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 στη μορφή που είχε την εποχή της δικτατορίας. Κέντρο: Ο αρχιβασανιστής της χούντας Λάμπρου φωτογραφίζεται στη γωνία των οδών Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα έξω από το κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών. Δεξιά: Τμήμα του κτηρίου στον αριθμό 18 της οδού Μπουμπουλίνας, που σήμερα στεγάζει το Υπουργείο Πολιτισμού

Χτισμένο το 1932, το ιστορικό σήμερα κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 υπήρξε κατοικία του δωσίλογου των Γερμανών, πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου. Στα μέσα του περασμένου αιώνα πέρασε στα χέρια της υπηρεσίας συγκέντρωσης διανομής και επεξεργασίας πληροφοριών και στέγασε τη διαβόητη ΚΥΠ. Εν συνεχεία, στα χρόνια της δικτατορίας μετατράπηκε στο κολαστήριο της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών, ενώ μεταπολιτευτικά φιλοξένησε τα γραφεία του ΚΚΕ, κατά τη δεκαετία του ’80, για να καταλήξει στο Υπουργείο Πολιτισμού από το 1993 έως και σήμερα. Την περίοδο που η δικτατορία έχει ριζώσει για τα καλά στα σώματα ασφαλείας, στο κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 στεγάζεται η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας (κατεδαφισμένη σήμερα) στην οποία έδρασαν οι βασανιστές της χούντας. Το άντρο του Μάλλιου, του Μπάμπαλη και του Λάμπρου, χαράσσεται στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής από τις κραυγές των αντιστασιακών που βασανίζονται στη μονίμως αιματοβαμμένη ταράτσα του. Πολλοί είναι εκείνοι που θα δηλώσουν αργότερα πως τα βασανιστήρια ήταν τόσο απάνθρωπα που ακόμη και ο θάνατος φάνταζε μια κάποια λύση.

Η σύγχρονη πολυκατοικία που ανεγέρθηκε το 1974 στη θέση του κτηρίου της Υποδ/νσης Ασφαλείας Αθηνών στη συμβολή των οδών Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα (peternikoltsos2016.wordpress.com)

Κίττυ Αρσένη

Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η 29χρονη τότε ηθοποιός Κίττυ Αρσένη, συλλαμβάνεται μετά από πληροφορίες για τα αντικαθεστωτικά της φρονήματα και τη δράση. Αρχικά μεταφέρεται στα νταμάρια της Κυψέλης όπου γίνεται μια πρώτη επίδειξη βασανιστηρίων και εκφοβισμού με εικονικές εκτελέσεις. Όταν δεν μιλά, μεταφέρεται στην ασφάλεια. Κάπως έτσι περιέγραφε τη «διαμονή» της στο περίφημο κτήριο σε παλαιότερα συνέντευξή της: «Άρχισε μία περίοδος ανακρίσεων άλλου τύπου, εξοντωτικές, αϋπνίες, αυστηρά απομόνωση, που σήμαινε ότι σε ένα κελί δεν έπινες νερό, δεν έτρωγες, δεν έβγαινες για τις σωματικές σου ανάγκες. Και βεβαίως η επίσκεψη επάνω στην περίφημη ταράτσα. Εκεί ήταν το λεγόμενο «πανηγύρι» το λέγανε. Το λέγανε «το πανηγύρι». Εκεί ήταν πιο συστηματικά τα βασανιστήρια. Δηλαδή ενώ στα Νταμάρια ήτανε κάποιοι άνθρωποι που κτυπούσαν, κλωτσάγανε και είχες την αίσθηση ότι μπορείς και να τους αντιμετωπίσεις, εκεί άρχισαν πιο συστηματικά. Ήταν ο πάγκος, ήταν το δέσιμο πάνω στον πάγκο να είσαι ακίνητος. Ήτανε τα νερά που σου ρίχνανε και δεν μπορούσες ν’ αντιδράσεις και η φάλαγγα, η κανονική, που είναι αυτό το κτύπημα στα πέλματα με ματσούκια. Φαντάζομαι, δεν τα είδα. Το σκοτάδι, οι πατσαβούρες που ήταν πίσω που σου ρίχνανε».

Η ταράτσα του κτηρίου της οδού Μπουμπουλίνας 18, όπου βασανίστηκαν φρικτά δεκάδες άνθρωποι

Ανδρέας Λεντάκης

Εκτός από την Κίττυ Αρσένη εκεί φυλακίζεται και ο Ανδρέας Λεντάκης. Όπως η Κίττυ Αρσένη γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18»: «Εδώ έφεραν και τον Ανδρέα. Μόλις τον πιάσανε τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο και πρόλαβε να μας ρωτήσει: «Βαράνε πολύ;». Κι εμείς τότε δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. Μόνο αρχίσαμε το τραγούδι. Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε επάνω, τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε… Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχιζαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο. Τίποτα δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Κι όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινόταν. Στην πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανέβασαν και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή έπαψαν να ακούγονται χτυπήματα ή μοτοσικλέτα… και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά. Τότε δεν αντέξαμε. Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζόταν από σπασμούς. Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά: «Να πεθάνει! Να πεθάνει! Να μην βασανίζεται άλλο!». Ακούγαμε τα νερά που του ρίχνανε και το κιούπι που ανεβοκατέβαινε. Τα ξημερώματα ακούστηκε: «Φτάνει, δεν θα αντέξει άλλο!». Τότε πέσαμε και εμείς να κοιμηθούμε. Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου του είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Όταν ο Ανδρέας μας ξανακοίταξε με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και στα γένια, χαμογελούσε, τους είχε νικήσει».

Άλκης Αλκαίος

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1974 συλλαμβάνεται ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης. Μένει στην Ασφάλεια επί 40 ημέρες και στη συνέχεια εξορίζεται. Στην κατάθεσή του ανέφερε τα εξής: «Σωματικές κακοποιήσεις δεν είχα. Μόνο ψυχικές. Είχαν συλλάβει και τη γυναίκα μου. Με ανέκρινε ο Σμαΐλης… Μια μέρα έφεραν στο κελί μου τον Τάσο Παπαδόπουλο. Τον είχαν κακοποιήσει… Τον είχαν κάψει στα γεννητικά όργανα και είχε σημάδια από χαστούκια». Ο κορυφαίος Έλληνας στιχουργός και ποιητής Άλκης Αλκαίος (Βαγγέλης Λιάρος) συμμετείχε επίσης ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Συνελήφθη από τη χούντα το καλοκαίρι του 1972, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια επί πέντε μήνες, πρώτα στη Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες η υγεία του. Ο ίδιος προτιμούσε να μη μιλάει. Ελάχιστοι γνώριζαν. Στο βιβλίο του «Αγύριστο κεφάλι – Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα» (εκδ. Λιβάνη 2013) ο τραγουδοποιός και ερμηνευτής Μίλτος Πασχαλίδης, εκτός από στιγμές της γνωριμίας και της συνεργασίας τους, κατέγραψε πτυχές της αγωνιστικής δράσης του Άλκη Αλκαίου, όπως του τις είχε μεταφέρει ο ίδιος.

Νατάσα Μερτίκα

Αφάνταστοι εξευτελισμοί και μαρτύρια σημειώνονταν και σε κρατούμενες γυναίκες και κορίτσια. Οι δηλώσεις του τότε εισαγγελέα έλεγαν χαρακτηριστικά «ούτε οι ορδές του Αττίλα δεν κακοποιούσαν τραυματίες». Χαρακτηριστικότερη όλων η περίπτωση της Νατάσας Μερτίκα, με καταγωγή από το Λουτρό Κορινθίας, κόρης του Χαράλαμπου Μερτίκα, ενός ήρωα της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ. Την περίοδο της Χούντας, σε ηλικία 24 ετών, η Νατάσα είχε μόλις παντρευτεί και ήταν έγκυος τριών μηνών, όταν τη συνέλαβε η Χούντα και την οδήγησε στη Μπουμπουλίνας. Εκεί, όπως κατέθεσε στη δίκη των βασανιστών, επειδή η εγκυμοσύνη της δεν ήταν ακόμα εμφανής, έδειξε στον Μάλλιο τα σχετικά έγγραφα του γυναικολόγου της που την αποδείκνυαν. Η απάντηση του Μάλλιου, όταν είδε τα έγγραφα, ήταν: «Σιγά μη σε αφήσουμε να κάνεις παιδί σαν και σένα». Στην Ασφάλεια κανείς δεν σεβάστηκε την κατάστασή της. Βασανίστηκε φρικτά και, εξ αιτίας των βασανιστηρίων που υπέστη, έχασε το μωρό της ενώ ακόμα εκρατείτο, αλλά και τη δυνατότητα να γίνει μητέρα στο μέλλον. Μετά από 47 μέρες στην απομόνωση, μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, απ’ όπου κατάφερε να δραπετεύσει και να καταθέσει ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της Χούντας. Η περιπέτειά της είχε διεθνή απήχηση και συνέβαλε σημαντικά σε ένα από τα πρώτα «χαστούκια» που δέχτηκε η Χούντα από ανθρωπιστικούς διεθνείς Οργανισμούς. 

Περικλής Κοροβέσης

Η «Επιστημονική Ανάκριση» της ταράτσας περιγράφεται και στους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση: «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα, με εντελώς μηδαμινά μέσα -έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας. Πριν σε πάνε εκεί την ξέρεις. Όταν μπαίνεις έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούργιο για σένα, είναι ο πανικός. … Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα κι ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν, τους χαιρέτησε λέγοντας: «Από κυνήγι έρχεστε;»» … Η πινακίδα γράφει: “Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος”. … Έμοιαζε με ιεροτελεστία ανθρωποθυσίας. Κανένας δεν μίλαγε πια. Δουλεύανε. Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιον Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. … Οδηγίες Σπανού προς τον χειρώνακτα βασανιστή: «Δώσε φυστίκι, Κώστα». «Ξύλο, σίδερο;». «Ξύλο και βλέπουμε». «Μάλιστα γιατρέ». Ο Κώστας έφτυσε τα χέρια του, πήρε το ξύλο κι άρχισε. Ο Φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη επικλινή γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια θα σου ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις από πού έρχεται …».

Ο Περικλής Κοροβέσης κατέγραψε στο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις επί Χούντας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα το 1969 σε λίγα αντίτυπα στη Γενεύη και έπειτα, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, φανέρωσε σε ολόκληρο τον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Βαρύνουσας σημασίας ήταν η κατάθεση του Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε ν’ αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της, που κατόρθωσαν και έφθασαν στο βήμα του Στρασβούργου. Ουσιαστικά επρόκειτο για αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Τα βασανιστήρια και η Μπουμπουλίνας έμειναν από τότε δύο άρρηκτα συνδεδεμένες λέξεις. Οι συλλήψεις γίνονταν συνήθως νύχτα και στην πλειονότητά τους χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες, προληπτικά με τη δικαιολογία πως έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Στο σύγχρονο κολαστήριο στο οποίο ανακρίνονταν χιλιάδες συλληφθέντες οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξύλο, φάλαγγα, αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα. Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνη την περίοδο οι ήχοι της ταράτσας ανατρίχιαζαν ολόκληρη τη γειτονιά, ενώ η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια, ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους και άλλα 21 λίγες μέρες μετά ή μέσα σε έναν χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.

Η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με «επιστήμη»», ήταν κάποιοι τίτλοι που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων. Στη μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε». Όταν οι βασανιστές βρέθηκαν στο εδώλιο του δικαστηρίου αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες που είχαν ειπωθεί εις βάρος τους και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων και τα σημάδια στα κορμιά τους κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας…

Εκδόσεις για τον αντιδικτατορικό αγώνα, τη δικτατορία και τη συνταγματική εκτροπή

Διόνυσος, Κορυδαλλός, Αίγινα, Μπογιάτι…

Εκτός από το ΕΑΤ-ΕΣΑ και τα κτήρια της Ασφάλειας Αθηνών της οδού Μπουμπουλίνας 18 και της Λεωφ. Μεσογείων 14-18, ο κύκλος της φρίκης των βασανιστηρίων της χούντας επεκτεινόταν στους τόπους εξορίας αλλά και στις φυλακές στον Διόνυσο, στην Αίγινα και στο Μπογιάτι, όπου επίσης μαρτύρησαν πολλοί αγωνιστές, μεταξύ των οποίων ο Αλέκος Παναγούλης. Ένα κεφάλαιο της διαδρομής του αγωνιστή Κώστα Κάππου ήταν τα φριχτά βασανιστήρια που δέχτηκε από τα όργανα της χούντας των συνταγματαρχών και τα οποία λίγο έλλειψε να του κόψουν το νήμα της ζωής, αφήνοντας για πάντα τα σημάδια τους σε όλο το κορμί του. Μεταφέρουμε ένα μοναδικό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», τον Σεπτέμβριο του 1974. Φωτογραφίες από τα σημάδια των βασανιστηρίων στο σώματου Κώστα Κάππου, εικόνες – ντοκουμέντα που μαρτυρούν τη διαστροφική μανία των βασανιστών του, αλλά και την αλύγιστη αντοχή του.

Κώστας Κάππος (1937-2005)

«Ονομάζεται Κώστας Κάππος, είναι ηλικίας 37 ετών, πατέρας ενός ανήλικου αγοριού. Στις 25 Απριλίου 1968 το απόγευμα συνελήφθη. Κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια ένα μήνα και μετά οδηγήθηκε στο Διόνυσο. Βασανίστηκε ένα μήνα εκεί και τον ξανάφεραν στην Ασφάλεια Αθηνών, από όπου οδηγήθηκε στη Λέρο. Καμιά κατηγορία δεν απαγγέλθηκε σε βάρος του. Κανένας μάρτυρας δεν τον κατήγγειλε για τίποτα. Η δουλειά του ήταν λογιστής. Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος από τη φύση του… Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτή τη δοκίμασε στο Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν, είδαν ότι τόσο η φυσιογνωμία του όσο