Αιολική Γη, Γη του τόπου μου…

Ηλίας Βενέζης

Η Αιολική Γη ξεπηδάει από τις ρίζες των δέντρων της Ανατολής, από τα βουνά της Μικρασίας που τα λένε «Κιμιντένια» και ταξιδεύει από το κτήμα του παππού και της γιαγιάς στα κύματα του Αιγαίου. Έτσι όπως ταξιδεύει και η ψυχή του μικρού Πέτρου, που παρέα με την αγαπημένη αδελφή του, την Άρτεμη, ακούει τις μυστικές φωνές της φύσης, τα καλέσματα των σπηλιών και των φαραγγιών και αφουγκράζεται τους ήχους της γης και του νερού.

Κοντά στα τσακάλια, τα αγριογούρουνα, τις αρκούδες και τους αετούς ο Πέτρος θα γνωρίσει μαζί με τα παραμύθια της γιαγιάς, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Θα γνωρίσει την τραχιά και άγρια φύση του τόπου και των ανθρώπων και θα μάθει για τους προγόνους του, που έκαναν τη γη τους ζωή και πεπρωμένο τους.

Κωνσταντίνος Ρωμανίδης, Το σπίτι στην εξοχή

Το υποστατικό του παππού είναι ανοιχτό και φιλόξενο. Σαν ομηρικός βασιλιάς, φιλοξενεί τους περαστικούς και εκείνοι σαν αντάλλαγμα για τη φιλοξενία αφηγούνται στην οικογένεια ιστορίες και παραμύθια από τον μαγικό κόσμο της Ανατολής. Αυτά τα παραμύθια, ντυμένα με ήχους, χρώματα και μυρωδιές θα είναι οι ανεξίτηλες μνήμες που θα συνοδεύουν τον νεαρό ήρωα για πάντα. 

Το αριστούργημα του Ηλία Βενέζη είναι μια αναπόληση της παιδικής αθωότητας αλλά και της μνήμης του αποχωρισμού από τη γενέθλια γη της Μικρασίας λίγα χρόνια πριν τη Μεγάλη Καταστροφή, από την οποία συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια. Ο συγγραφέας καταγράφει με νοσταλγία τις παιδικές αναμνήσεις του στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 1914, όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί…

«Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας…»
Φωκιανοί πρόσφυγες πάνω στο πλοίο που τους έφερε
στη Μυτιλήνη στον πρώτο διωγμό (Ιούνιος 1914)
Στα πρόσωπά τους είναι σμιλεμένοι οι ήρωες του έργου:
Η ομηρική μορφή του γέροντα παππού, ο μπάρμπα Ιωσήφ κοντά του,
ο κυνηγός με δεμένη στα μαλλιά του τη μαντήλα με τα κίτρινα άστρα…

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το τελευταίο κεφάλαιο του έργου. Αναφέρεται στη σκηνή του αποχωρισμού από τη Μικρασία με την επιβίβαση της οικογένειας στο πλοίο που τους έφερε -πρόσφυγες πια- στην αντικρινή Μυτιλήνη. Μια συγκλονιστική αφήγηση για το δέσιμο των ανθρώπων με την πατρογονική γη και την πληγή του ξεριζωμού…   

Αντώνης Καραφυλλάκης, Αγροτική σκηνή

Φεύγουν πρώτα οι άνθρωποι που δούλευαν στο υποστατικό μας, γυναίκες κι άντρες. Φορτωμένοι τον μπόγο τους περνούν μπροστά απ’ τον παππού, που στέκεται στη μεγάλη πόρτα, ένας ‐ ένας. Σκύβουν κλαίγοντας, φιλούν το χέρι του, κ’ εκείνος τους αποχαιρετά και τους ευλογεί.

– Στο καλό. Στο καλό.

Όλοι φύγανε.

– Ε, πάμε κ’ εμείς, Δέσποινα…, λέει στη γιαγιά, της πιάνει το χέρι και το σφίγγει. Θα μπαρκάρουμε απ’ την ακρογιαλιά που είναι κάτω απ’ το υποστατικό του Βηλαρά. Θα πάμε ίσαμε κει με τη νταλίκα.

Πρώτη ανεβαίνει στην καρότσα η γιαγιά. Κλαίει απαρηγόρητα. Τ’ άσπρα μαλλιά που στεφανώνουν το γλυκό της το πρόσωπο δεν είναι πια φροντισμένα, παίζουν στο λίγο αγέρι που φυσά. Τρέμουν τα γόνατά της. Ο παππούς κ’ η μητέρα μας τη βαστάνε ν’ ανεβεί. Ύστερα ανεβαίνει η μητέρα μας, ύστερα η Ανθίππη, η Λένα, η Αγάπη. Απ’ το ένα χέρι βαστά τον μπόγο της, απ’ το άλλο την Κοσμογραφία της -τους αριθμούς με τ’ άστρα.

Έρχεται η σειρά της Άρτεμης. Δεν κοιμηθήκαμε χτες μήτε κείνη μήτε εγώ. Το πρόσωπό της είναι κατάχλωμο.

– Έλα, Άρτεμη.

Σέρνει, με το σκοινί που είναι δεμένο, το αρκούδι της. Έρχεται σιγανά. Γυρίζει πλάι της και κοιτάζει. Είναι κει κοντά. Είναι πια δεντράκι η καρυδιά που μια μέρα, κινημένη απ’ τη βαθιά επιθυμία να μάθει, φύτεψε με το χέρι της, απ’ την ανάγκη να μάθει αν φυτεύοντας καρυδιά θα πληρώσει με θάνατο. Κοιτάζει το δεντράκι. Το αποχαιρετά. «Μικρή καρυδιά, η Άρτεμη φεύγει. Θα πληρώσει άραγες εκεί που πάει; Δε θα πληρώσει;…».

Η Άρτεμη λύνει το σκοινί που κρατά το αρκουδάκι. Το μικρό μαύρο αγρίμι κοιτάζει μια από δω μια από κει, κ’ ύστερα, με το σίγουρο ένστιχτο που το καλεί, παίρνει το δρόμο τρέχοντας σα μεθυσμένο στο μονοπάτι που πάει στα Κιμιντένια.

Μείναμε τελευταίοι, ο παππούς κι εγώ. Ο Παγίδας με τα παλικάρια του περιμένουν να μας συνοδέψουν. Ο παππούς γυρίζει και κοιτάζει πίσω του, ν’ αποχαιρετήσει τα δέντρα και τα Κιμιντένια.

Όταν, τον βλέπει: Έρχεται μέσα απ’ το υποστατικό. Βαδίζει αργά, με τρεμάμενα απ’ τους χρόνους πόδια, και στέκει εκεί, πλάι στη μεγάλη πόρτα. Ο μπαρμπα‐Ιωσήφ!

– Δεν έφυγες, γερο ‐ Γιωσήφ; λέει ξαφνιασμένος ο παππούς και πάει κατά το μέρος του.

Ατάραχη, ήσυχη, γαλήνια η φωνή του γέροντα απ’ τη Λήμνο:

– Όχι, αφέντη μου. Εγώ θα μείνω.

– Θα μείνεις;!

Αυτό είναι απροετοίμαστος να το δεχτεί ο παππούς, και κάθε άλλος. Πού θα μείνεις; του λέει. Έρχουνται οι Τούρκοι! Ψυχή δεν αφήνουν ζωντανή!

Απόστολος Γεραλής, Προσευχή

Ο μπαρμπα‐Ιωσήφ ακούει. Όμως έχει πάρει την απόφασή του. Δεν έφυγε απ’ τα Κιμιντένια όταν ήταν καιρός. Δεν έφυγε όταν μια άλλη φωνή, πιο δυνατή κι απ’ το θάνατο, τον φώναζε να γυρίσει, όταν τον καλούσε η φωνή της καρδιάς, το κορίτσι που μελετούσε εκεί στο γυμνό νησί τους -στη Λήμνο- τα άστρα. Δεν μπόρεσε τότε. Τώρα είναι αργά. Για ποιο λόγο τώρα; Οι μέρες του πια, οι ώρες του, είναι μετρημένες. Είναι αργά.

– Θα μείνω, αφέντη μου. Τι θα μου κάμουν πια εμένα;

– Γέρο, θα σε χαλάσουν! φωνάζει ο Αντώνης Παγίδας. Φύγε!

Μα η απόφαση που ακινητεί στα πικραμένα μάτια του γέροντα είναι δυνατή σαν την αγάπη της γης.

– Θα μείνω.

Όλοι καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τρόπος για να τον κάμουν ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Παγίδας κοιτάζει τον ήλιο που χαμηλώνει.

– Δεν έχουμε καιρό! λέει στον παππού. Πρέπει να βιαστούμε!

Ο παππούς προχωρεί με τρεμάμενα βήματα στον μπαρμπα‐Ιωσήφ. Ο γέροντας της Λήμνου κάνει να σκύψει και να φιλήσει το χέρι του άλλου γέροντα. Ο παππούς τον παίρνει στην αγκαλιά του, τον κοιτά μες στα βουρκωμένα μάτια, κ’ ύστερα τον φιλά στο μέτωπο.

– Έχε γεια!

Ο παππούς πάλι στηλώνεται. Στέκεται μια στιγμή μπρος στη μεγάλη πόρτα του υποστατικού με τα μάτια γυρισμένα σ’ αυτό. Όρθια η βασιλική μας δρυς, στεφανωμένη με τα μαλλιά που τα λεύκανε ο καιρός, τυλιγμένη στα χρυσά χρώματα του ήλιου που βασιλεύει, στέκεται κει σα να προσεύχεται. Έπειτα βγάζει το καλπάκι του, γονατίζει ταπεινά, σκύβει και φιλά το χώμα που το βλόγησε με τη ζωή του.

– Έχε γεια!

ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ στο καΐκι που μας περιμένει. Το υποστατικό της θάλασσας είναι έρημο. Οι Βηλαράδες έχουν κιόλας μπαρκάρει. Βλέπουμε το καΐκι τους που σιέρνει το πανί και ξεμακραίνει απ’ τη στεριά. Προσπαθώ να ξεχωρίσω τη Ντόρις. Δεν μπορώ. Μονάχα μια στιγμή κάτι σαλεύει κει στην πλώρη, ένα χρυσό φως μπλέκεται με τη γαλάζια θάλασσα και πάλι χάνεται πίσω απ’ το φλόκο που μπατέρνει. Θα ‘ναι τα μαλλιά της.

Οι κοντραμπατζήδες μπαίνουν ένας ‐ ένας στο κόκκινο τρεχαντήρι τους. Ο Παγίδας καβάλα στ’ άλογό του τους παρακολουθεί. Μπαρκάρισε κι ο τελευταίος. Ψυχή πια ανθρώπινη δεν είναι στη στεριά. Όλα τα παλικάρια κοιτάν τον αρχηγό τους.

– Καπετάνιο! Έλα!

Ο Παγίδας γυρίζει το κεφάλι του αργά, δεξιά, ζερβά. Το πρόσωπό του φωτισμένο απ’ τον ήλιο που βασιλεύει, είναι κόκκινο. Τεντώνεται στη σκάλα της σέλας του, σφίγγει γερά τα χαλινάρια του αλόγου.

– Γεια σας! φωνάζει στους συντρόφους του.

Δε θα πάει μαζί τους ο καπετάνιος τους;

Όχι, δε θα πάει. Τα παλικάρια μέσα απ’ το καΐκι το ξέρουν πια πως ο αρχηγός του φεύγει. Φεύγει για να χτυπηθεί, μοναχός, με το λεφούσι που κατεβαίνει. Και να πεθάνει. Αλλιώς δεν μπορεί. Πάει ν’ ανταμώσει το φίλο του που σκότωσε.

Τον βλέπω που χάνεται καλπάζοντας με τ’ άλογό του στο κόκκινο φως. Τα μαρτίνια των κοντραμπατζήδων μέσ’ απ’ τη βάρκα αδειάζουν αποχαιρετιστήρια στον αγέρα. Ο μεταλλικός τους κρότος πέφτει στη θάλασσα και σβήνει στα κύματα.

ΤΑ ΑΣΤΡΑ όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε, πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;

Η Λένα αποκοιμήθηκε. Ήθελε πολύ τον τόπο με το κοκκινόχωμα. Εκεί θα ζούσε με τον άντρα που θα ‘παιρνε, και θα ‘κανε πολλά παιδιά, και θα είχαν κουνέλια και περιστέρια κι άλλα πολλά. Όχι, η Λένα δε μελετούσε ταξίδια σε θάλασσες, δεν ήθελε να τη χωρίσουν απ’ τα Κιμιντένια. Δεν το ήθελε.

Η Αγάπη έχει στηλώσει αφηρημένα τα μάτια της στα άστρα. Πόσο πολύ τα μελέτησε τον τελευταίο καιρό, πόσο πολύ μέτρησε τις αποστάσεις τους με τους αριθμούς! Όμως τώρα που τα κοιτάζει, φεύγοντας απ’ τη γενέθλια γη για δύσκολους δρόμους, τώρα μόνο το ανακαλύπτει: βλέπει πως αυτό ήταν το λάθος της, το ανεπανόρθωτο λάθος. Τα άστρα της ξέφυγαν. Όταν εμείς ζούσαμε τις χίμαιρές μας στα φαράγγια της Αιολικής γης, όταν δημιουργούσαμε παντοτινούς συντρόφους που έμελλε πια να μας ακολουθούν σ’ όλες τις πικρές μέρες του μέλλοντος, εκείνη ήθελε να κατεβάσει, τόσο μικρή, τον ουρανό στη γη.

Καημένη Αγάπη … Καημένη Αγάπη …

Είναι κάπου, σ’ ένα υποστατικό της Ανατολής, κάτω απ’ τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, ένα δωμάτιο «Κίτρινο». Τα σπαθιά, που είναι κρεμασμένα κει μέσα, τις νύχτες ξυπνούνε.

Από κει κάποτε πέρασε ένας άνθρωπος. Πορευόταν τους δρόμους της Ανατολής γυρεύοντας ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι. Το μοναδικό καμήλι με άσπρο κεφάλι που κάποτε πέρασε απ’ τη ζωή του και χάθηκε. Οι άνθρωποι τον περιπαίζανε, μα αυτός δεν τους άκουγε. Επειδή δεν μπορούσε να το πιστέψει, επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.

Απ’ το ίδιο μέρος πέρασε κ’ ένας άλλος άνθρωπος. Τραβούσε για τη μακρινή την Ιερουσαλήμ, κυνηγώντας να πιάσει τους ήχους, να κάμει τους ήχους να μη σωπαίνουν μέσα σ’ ένα ρολόι με χρυσούς σάτυρους. «Ξέρεις πού είναι οι Άγιοι Τόποι, πού είναι η Ιερουσαλήμ;» του λέγαν οι συμπονετικοί άνθρωποι. «Θα πρέπει να περάσεις την Ανατολή ολάκερη…». «Θα περάσω την Ανατολή ολάκερη», τους αποκρινόταν βαθιά, γαλήνια και πειστική η φωνή του πάθους.

Εκεί, κάτω απ’ τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, είναι μια σπηλιά όπου πάνε τ’ αγριογούρουνα που γέρασαν, για να πεθάνουν. Μια σαλαμάντρα, μια μικρή χελώνα, μια κρεμασμένη νυχτερίδα περιμένουν το θάνατο. Δεν προλάβαμε, Άρτεμη, να κρεμάσουμε στο λαιμό μας το ψιλό κόκαλο του πουλιού, πλάι στο χρυσό σταυρό μας. Έτσι θα μας αγαπούσαν όλοι. Μα δεν προλάβαμε.

Όμως παραπέρα, πέρα απ’ το Ποτάμι των Τσακαλιών, είναι η φωλιά του αϊτού. Εκεί μια καλοκαιρινή μέρα ήρθε η καταιγίδα. Ας είναι βλογημένη. Όλες πια οι καταιγίδες που είναι να ‘ρθουν θα θυμίζουν εκείνη. Ας είναι βλογημένη.

Και πιο πάνω ακόμα, πέρα απ’ τη χώρα με τις οξιές, πέρα απ’ τη χώρα με τις αγριοβαλανιδιές, στο φρύδι της μεγάλης χαράδρας, μια ντουφεκιά που πέφτει βρίσκει τη μεγάλη αρκούδα του Λιβάνου. Έχει ένα μωρό, ένα αρκουδάκι με μαύρη τρίχα. Η μεγάλη αρκούδα θα πεθάνει. Κ’ ένας κυνηγός, που έχει στο κεφάλι του μαντίλα με κίτρινα άστρα, κι αυτός θα πεθάνει. «Γιατί;» λένε οι τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα. «Για την αγάπη», αποκρίνουνται οι βαλανιδιές.

Άρτεμη, εσύ κ’ εγώ δε θα ‘μαστε, Άρτεμη, στην ξένη χώρα έρημοι. Από δω και πέρα σ’ όλες τις μέρες, ως την άκρη του τέλους, δε θα ‘μαστε έρημοι.

ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο τα όνειρα μας.

Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.

Claude Dervenn, Ζευγάρι ηλικιωμένων, 1957

Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.

– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.

Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

– Τι είναι;

– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.

– Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.

Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα.

Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.

– Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.

Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

* Η «Αιολική γη» εκδόθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1943 από τις εκδόσεις «Άλφα». Έκτοτε εκδίδεται και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».

Αιολική γη…

Η Αιολική Γη στάθηκε για μένα, απ’ όταν την πρωτοδιάβασα, ένα ανοιχτό παράθυρο μυρωμένο απ’ τον γλυκόν αγέρα της Αιολίας, η παντοτινή ματιά στη γνήσια και αληθινή διάσταση του ελληνισμού, της πατρίδας μας, της ίδιας της ψυχής του κόσμου στην αρχετυπική του μορφή. Στον παιδικό μου νου σελίδα – σελίδα αποκαλύπτονταν το θάμβος και η ομορφιά, η ανθρωπιά και το μεγαλείο ενός κόσμου ονειρικού και απτού μαζί, δοσμένου -μέσα απ’ τις περιγραφές των τοπίων της Αιολικής γης και τα ήθη των ανθρώπων της- με την απαράμιλλη γραφή του Ηλία Βενέζη.

Το έργο αυτό είναι μια αιώνια αναφορά στο θαύμα της ζωής, όπως στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων άνθησε και πορεύτηκε από τον Ελληνισμό της Μικρασίας. Οι ολάνθιστοι κήποι και τα μποστάνια, τα χαρούμενα Ομηρικά ακρογιάλια, το μυρωμένο αγέρι της εξοχής, τα ήρεμα βουνά τους, τα Κιμιντένια και οι άνθρωποι -απλοί και αγαθοί, δοσμένοι στη γη τους, στους αγαπημένους τους, στις καθημερινές τους παραδοσιακές ασχολίες..

Κι όμως, δεν ήταν παρά αυτός ο ίδιος τόπος ο λουσμένος στο φως, ο μυθικός, ο χιλιοτραγουδισμένος, ο γεμάτος θρύλους και δόξα, που ανέδειξε αυτοκρατορίες και ευλογήθηκε από το αίμα αγίων και ηρώων, που γνώρισε -στα χρόνια που περιγράφει το βιβλίο και αργότερα, τη φρίκη και τη βαρβαρότητα, την ανείπωτη καταστροφή και την πιο ωμή θηριωδία.

Οι διηγήσεις των Ελλήνων προσφύγων της Μικρασίας, της Πόλης, της Θράκης και του Πόντου και ως σήμερα ακόμη των Κυπρίων, για τη ζωή που άφησαν, τους διωγμούς και τα δεινά τους, το πικρό βίωμα της αδικίας και του ξεριζωμού από τις προαιώνιες πατρογονικές εστίες τους, πάντοτε με οδηγούν να συγκρίνω όσα πέρασαν με την ευγένεια και την ανθρωπιά που κατάφεραν -σε πείσμα τόσης κακίας- να διατηρήσουν ανέπαφα.

Και πάντοτε θαυμάζω το μεγαλείο της ψυχής, τη δύναμη και την αστείρευτη δημιουργικότητά τους, με τα οποία μπόλιασαν τη ζωή όλων μας, μα πάνω από όλα την αγάπη τους για την ίδια τη ζωή, όπως τη γνώρισαν και την ανέδειξαν στην ευωδιαστή αγκαλιά του τόπου τους…

Στο πρόσωπο των ανθρώπων εκείνων και στη μαρτυρική θυσία ενός ολόκληρου λαού, που μεγαλούργησε ριζωμένος από χιλιάδες χρόνια σε αυτό το θαύμα της πλάσης που ανέκαθεν αποτέλεσε η περιοχή της καθ’ ημάς Ανατολής, φαίνεται ξεχωριστά η πνευματική διάσταση του ελληνισμού, η δύναμη της πίστης του λαού μας και η ακλόνητη και ακατάλυτη προσήλωσή του στα πανανθρώπινα ιδανικά και τις αξίες που, στο διάβα των αιώνων, διαμόρφωσαν και έθρεψαν την ψυχή και την ουσία του βίου των ανθρώπων και του παγκόσμιου πολιτισμού.

Σε όλους εκείνους αφιερώνεται ξεχωριστά το παρόν ιστολόγιο, ως μια ελάχιστη προσπάθεια για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της ιστορίας, των παραδόσεων και του πολιτισμού του τόπου μας και των αιώνιων πατρίδων του Ελληνισμού.

Πηγή: n-t.gr, el.wikipedia.org, crowdsourcing.cut.ac.cy

Σχολιάστε