Παναγιώτης Κανελλάκης

«Το περιβάλλον είναι ένας τομέας όπου μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Εκείνη την εποχή ένιωθες χρήσιμος πολεμώντας τη χούντα.
Σήμερα μπορείς να νιώσεις χρήσιμος προωθώντας τα ανθρώπινα
δικαιώματα που συνδέονται με την ποιότητα ζωής.
Αυτό είναι το Περιβάλλον»

Παναγιώτης Κανελλάκης
(1942-2009)

Κορυφαία μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα, συνήγορος υπεράσπισης των διωκομένων συναγωνιστών του, ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Κίνησης Νέων που κατάφερε να συσπειρώσει μερικά από τα πιο ελεύθερα και δημοκρατικά πνεύματα στην Αθήνα της δικτατορίας, ιθύνων νους των φοιτητικών εξεγέρσεων, συγγραφέας της «Μαρτυρίας» του ματωμένου ημερολογίου – ντοκουμέντου του από την πολύμηνη κράτηση και τα βασανιστήρια που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, συνήγορος υπεράσπισης σε πολιτικές δίκες διεθνούς εμβέλειας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πρώτος πρόεδρος του ελληνικού γραφείου της Greenpeace και του ΟΚΑΝΑ, νομικός, συγγραφέας, ταξιδευτής, αλλά και δεινός ξυλουργός, ο Παναγιώτης Κανελλάκης εξακολουθεί να μας εμπνέει με τη ζωή, το πολιτικό του ήθος, τη σκέψη και το έργο του…

G. Vivier

Ο Παναγιώτης Κανελλάκης γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας το 1942, μέσα στον πόλεμο. Ο πατέρας του, Γεώργιος Κανελλάκης, ήταν τότε αξιωματικός του ιππικού, ίλαρχος και αργότερα εργάστηκε στο Παλάτι, στην προσωπική υπηρεσία του βασιλέως Παύλου και στη συνέχεια, και του Κωνσταντίνου. Η μητέρα του, Giselle Vivier, καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας της Μαρασλείου Σχολής και του Γαλλικού Ινστιτούτου, υπήρξε φορέας μιας αντιαυταρχικής παιδείας, έχοντας αφήσει το πολύτιμο αποτύπωμά της στην προσωπικότητα μιας σειράς μαθητών που διδάχθηκαν κοντά της τις ανθρωπιστικές σπουδές και τα φιλελεύθερα πνευματικά ιδεώδη.

Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο το 1959 στη Σχολή Αναβρύτων, ο Παναγιώτης Κανελλάκης ακολούθησε Νομικές Σπουδές και έγινε δικηγόρος. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στο Αμβούργο, όπου το 1967 απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα του Δικαίου. Στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε συνήγορος υπερασπίσεως σε πολιτικές δίκες διωκωμένων αγωνιστών. Στα τέλη του 1969 και στις αρχές του 1970 υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της οργάνωσης «Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων» (ΕΚΙΝ), που πρόλαβε να συσπειρώσει έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών και εν γένει νέων ανθρώπων στους κόλπους της και γύρω από τη δράση και τις εκδηλώσεις της, προτού διαλυθεί από το δικτατορικό καθεστώς, το 1972.

Με τη Μεταπολίτευση, το καλοκαίρι του 1974, χρημάτισε, επί ένα τετράμηνο, ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, μετέχοντας στην προσπάθεια του τότε υφυπουργού Δημήτρη Τσάτσου για κάθαρση στον χώρο της ανωτάτης παιδείας από τα κατάλοιπα της Χούντας. Είναι το μοναδικό δημόσιο πόστο από το οποίο πέρασε… Μανιώδης της ιδιωτικής ζωής, διατηρούσε πάντα αποστάσεις από τον δημόσιο βίο, χωρίς να διεκδικήσει θέσεις, ψήφους ή αξιώματα στον χώρο του Δημοσίου, της πολιτικής ή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Υπήρξε επαγγελματίας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, έχοντας χειριστεί εξαιρετικά απαιτητικές υποθέσεις, όπως τις τρεις εμβληματικές περιπτώσεις καταζητουμένων Ευρωπαίων πολιτών, του Ρολφ Πόλε το 1976, του Μαουρίτσιο Φολίνι το 1987 και του Ενρίκο Μπιάνκο το 1998. Στην αγόρευσή του, το 1976, στον Άρειο Πάγο, που εξέταζε το αίτημα των γερμανικών αρχών για την έκδοση του Πόλε, ο Κανελλάκης θα δώσει τον δικό του ορισμό για την πολιτική: «Πολιτική είναι μία ενέργεια όχι μόνο όταν επιφέρει ένα θεαματικό αποτέλεσμα μέσα σ’ ένα Κοινοβούλιο ή σ’ έναν διεθνή οργανισμό, αλλά κυρίως εκείνη η ενέργεια που διαμορφώνει πολιτικές συνειδήσεις, κατά τρόπο θετικό ή αρνητικό· αυτό είναι θέμα πολιτικής τοποθέτησης». Αυτήν την πεποίθησή του εφάρμοσε ο ίδιος με αυταπάρνηση κατά την περίοδο της δικτατορίας.

Ο Παναγιώτης Κανελλάκης, πρώτος αριστερά, με συναγωνιστές του έξω από τα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ
σε επίσκεψη στον χώρο μετά την πτώση της Χούντας (φωτ. Αντώνης Λιοναράκης)

Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ενεργός πολίτης με ποικίλα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες, κυρίως γύρω από θέματα σχετικά με την τρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το φυσικό περιβάλλον, τα ναρκωτικά αλλά και την ξυλουργική τέχνη, που αγαπούσε ιδιαίτερα να εξασκεί. Το 1990 υπήρξε συνιδρυτής της LIA (Διεθνής Αντιαπαγορευτική Ένωση). Διετέλεσε συνιδρυτής, με τον Γιώργο Βερνίκο, και πρώτος πρόεδρος του ελληνικού γραφείου της διεθνούς οικολογικής οργάνωσης Greenpeace και το 2007 αντιπρόεδρος του ΟΚΑΝΑ. Με βάση σχετικό έγγραφο της Ασφάλειας, που δημοσιεύτηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1995 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», παρέμενε ένας από τους 251 πιο επικίνδυνους πολίτες της χώρας! Έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του 2009, σε ηλικία 67 ετών, ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, από ανεύρυσμα αορτής.

Στο σπίτι του στην Αθήνα κατά τη διάρκεια συνέντευξης

Ανάμεσα στις πολύτιμες παρακαταθήκες που μας άφησε ο Παναγιώτης Κανελλάκης, ξεχωριστή θέση έχει η «Μαρτυρία» του, το ματωμένο του Ημερολόγιο που κατάφερε να τηρεί τις ημέρες της κράτησής του και το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας ήδη από τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης αποτελώντας έκτοτε ένα μοναδικό και αδιάσειστο ντοκουμέντο για τα βασανιστήρια που ελάμβαναν χώρα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλά και ένα συγκλονιστικό ψυχογράφημα για τον πόνο, τον φόβο, τον πανικό, την απόγνωση και τις κάθε είδους προσβολές που βίωναν όσοι κρατήθηκαν και βασανίστηκαν εκεί. Η «Μαρτυρία» αναφέρεται σε όσα υπέστη ο Κανελλάκης μετά τη δεύτερη σύλληψή του, τον Μάρτιο του 1973, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος μετά από 147 ημέρες βασανιστηρίων.

Αριστερά: Η ανακοίνωση της Ασφάλειας για τη σύλληψη του Παναγιώτη Κανελλάκη δημοσιευμένη στις εφημερίδες «Νέα Πολιτεία» και «Τα Νέα» της 6ης Μαΐου 1972. Δεξιά: Ανακοίνωση για την πρώτη σύλληψη του Παναγιώτη Κανελλάκη στο ΔΣ της ΕΚΙΝ (από το βιβλίο του Γιώργου Βερνίκου «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα») (styga.gr)

Είχε προηγηθεί, τον Μάιο του 1972, η πρώτη σύλληψή από τα όργανα της χούντας. Ο Κανελλάκης ήταν ήδη μάχιμος δικηγόρος και έπαιρνε μέρος σε δίκες ως υπερασπιστής πολιτικών αντιπάλων της χούντας. Η χούντα όμως θεωρούσε πάντοτε ότι έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη του μαζικού φοιτητικού κινήματος, το οποίο ξεκινούσε εκείνη την περίοδο σε διάφορες σχολές, μεταξύ των οποίων και η Νομική. Στην πραγματικότητα, εκείνο που κυρίως καταλόγιζαν στον Κανελλάκη οι χουντικές υπηρεσίες ασφαλείας ήταν το γεγονός ότι είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία μιας καθ’ όλα «νόμιμης» αντιστασιακής οργάνωσης, η οποία δημιουργήθηκε καθόλα νόμιμα και διέθετε εγκεκριμένο καταστατικό.

Συνήγορος υπεράσπισης στις δίκες
του Ενρίκο Μπιάνκο και του Ρολφ Πόλε

Η εν γένει δράση της ΕΚΙΝ, όσο και αν από πρώτη ματιά δεν είχε άμεσες πολιτικές αναφορές, στην πραγματικότητα ήταν ασύμβατη με τους όρους που είχε θέσει η χούντα στον πολιτισμό και την παιδεία. Παράλληλα όμως η ΕΚΙΝ είχε άμεση σχέση με τους πρώτους πυρήνες του φοιτητικού κινήματος, τον χώρο του Πανεπιστημίου και ειδικά της Νομικής Σχολής. Η δημιουργία της ΕΚΙΝ δεν αντιμετώπιζε μόνο τους κινδύνους από τη χουντική καταστολή. Καμιά παρόμοια οργάνωση δεν είχε δημιουργηθεί έως τότε. Και ήταν εντελώς αχαρτογράφητα τα νερά που διέπλεε αυτή η μικρή ομάδα νέων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλες τις πολιτικές τάσεις του αντιδικτατορικού φάσματος που είχαν ωστόσο ως κοινό στόχο τους την ανατροπή της.

Με συντροφιά φίλων στα μεταπολιτευτικά χρόνια

Οι διαδηλώσεις της 21ης και της 29ης Απριλίου 1972, στο κέντρο της Αθήνας, έπεισαν τη χούντα ότι πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις κρυβόταν η ΕΚΙΝ. Μετά τη σύλληψη του προέδρου της Παναγιώτη Κανελλάκη, στις αρχές Μαΐου 1972, η χούντα προχώρησε στη διάλυση του Συλλόγου, με την αιτιολογία ότι: «Υπό την “αθώαν” προσωνυμίαν “Ελληνο-ευρωπαϊκή Κίνησις Νέων” η υπό διάλυσιν οργάνωσις απεπειράτο να διασπάση την ενότητα, η οποία έχει σφυρηλατηθή μεταξύ της Επαναστάσεως και του κόσμου των νέων, να διαβρώση την σκέψιν των με ανατρεπτικάς και αντεθνικάς ιδέας, να τους παρακίνηση εις αμέσους ή εμμέσους αντικαθεστωτικάς ενεργείας …».

Το κτήριο της Υποδ/νσης Ασφαλείας Αθηνών επί της Λεωφ. Μεσογείων

Ο Κανελλάκης έμεινε τότε επί 33 ημέρες στην Ασφάλεια στη λεωφόρο Μεσογείων, χωρίς να υποστεί βία. Όπως εξηγεί στη δική του μαρτυρία ο Νικήτας Λιοναράκης, ενώ στην πλειονότητά τους οι φοιτητές που συνελήφθησαν εκείνες τις ημέρες υπέστησαν άγρια κακομεταχείριση, τους τέσσερις που προόριζαν οι αρχές της χούντας για παραπομπή σε δίκη ως «οργανωτές», δεν τους άγγιξαν καν: Παναγιώτη Κανελλάκη, Νικήτα Λιοναράκη, Μιχάλη Σαμπατακάκη, Α. Φωτεινού. «Θυμάμαι τον απίθανο Κανελλάκη», γράφει ο Λιοναράκης, «να κάνει άνω-κάτω τη φυλακή (έκλεβε τα μάνταλα από τις πόρτες, έκλεψε μέχρι και το όπλο του αστυφύλακα φρουρού!)».

Το Πρακτικό του ΔΣ της ΕΚΙΝ μετά την πρώτη κλήση του Παναγιώτη Κανελλάκη στην Ασφάλεια, την 7η Ιουλίου 1971 (από το βιβλίο του Γιώργου Βερνίκου «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα») (styga.gr)

Ο Κανελλάκης θα συλληφθεί για δεύτερη φορά την 1η Μαρτίου 1973, μία εβδομάδα μετά την ιστορική κατάληψη της Νομικής, το διήμερο 21-22 Φεβρουαρίου 1973, της οποίας υπήρξε βασικός υποκινητής και οργανωτής από κοινού με τον Γιώργο Βερνίκο, τον Νίκο Μεγγρέλη και τον Νίκο Μπίστη. Μπορεί η ΕΚΙΝ να είχε διαλυθεί, αλλά το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στις αρχές του χρόνου είχε αρχίσει να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Θα επακολουθήσουν για πέντε μήνες όσα καταγράφει στη «Μαρτυρία» του. Στις 25 Ιουλίου 1973 ο Κανελλάκης θα απελευθερωθεί από την ΕΣΑ.

Η α’ έκδοση της «Μαρτυρίας»

Λίγες ημέρες αργότερα ο Παπαδόπουλος θα εξαγγείλει γενική αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν η περίοδος που η χούντα είχε επιλέξει τη νόθα «πολιτικοποίηση» που θα κατέληγε στο φιάσκο Μαρκεζίνη. Έναν μήνα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973, ο Παναγιώτης Κανελλάκης και ο Γιώργος Βερνίκος, θα διαφύγουν στη Γενεύη, με πλαστά διαβατήρια. Στην Ελλάδα ο Παναγιώτης Κανελλάκης θα επιστρέψει στις 25 Ιουλίου 1974.

Μεγάλο μέρος της «Μαρτυρίας» του Παναγιώτη Κανελλάκη δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» από τον Ιανουάριο του 1975, πριν καν ξεκινήσουν οι δίκες των πρωταιτίων και των βασανιστών της Χούντας, ενώ το 1996 εκδόθηκε και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Όμβρος και το 2017 κυκλοφόρησε με την Εφημερίδα των Συντακτών, με αφορμή την επέτειο 50 χρόνων από την Απριλιανή δικτατορία. Εδώ μεταφέρουμε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό, απόσπασμα της συγκλονιστικής αφήγησης του Παν. Κανελλάκη από το κείμενο της «Μαρτυρίας» του:

10 Μαρτίου 1973, Σάββατο

(…) Σε λίγο ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Πέτρου. Χαμογελάει χαιρέκακα. «Πας για στήσιμο», μου λέει, «ακολούθα» και μου παίρνει τα φάρμακα που ‘χω για το στομάχι μου. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Με οδηγεί απέναντι στο κελί No 6, που είναι τεράστιο και άδειο. Μοναδικό έπιπλο ένα μικρό σιδερένιο κομοδίνο στον τοίχο. Κρεβάτι δεν υπάρχει. Εδώ περιμένουν δυο άλλοι εσατζήδες. Με τοποθετούν στη μέση του δωματίου, έτσι που να απέχω από τον κάθε τοίχο τουλάχιστον δύο μέτρα και με την πόρτα του κελιού πίσω μου. «Θα σταθείς εδώ», μου λένε, «σε στάση προσοχής, τα χέρια τεντωμένα κάτω και θα κοιτάζεις το ταβάνι. Αν κάνεις πως κουνιέσαι ή πως ξύνεσαι, χάθηκες». Από πίσω μου, ακουμπισμένος στον τοίχο, στέκεται ένας εσατζής μ’ ένα κλομπ στο χέρι. «Κάθε φορά που θα λυγίζεις ένα πόδι», μου λέει, «θ’ αρπάζεις κι από μια διάσειση». (…)

Με βάζουν πάλι στο ίδιο σημείο, στην ίδια στάση. Αρχίζουν να περνάνε οι ώρες. Ένας σκοπός με κλομπ, που αλλάζει κάθε δύο ώρες, στέκεται συνέχεια πίσω μου. Κάθε λίγο δέχομαι χτυπήματα επειδή κουνήθηκα. Πονάει το κεφάλι μου κι έχω ζαλάδες. Ζητάω φάρμακα για το στομάχι μου αλλά δεν μου δίνουν. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνεις», μου λένε. Είναι φανερό πως χρησιμοποιούν τη στέρηση των φαρμάκων και τους πόνους του στομαχιού σαν πρόσθετο μέσο για να με κάνουν να μιλήσω. (…) Διψάω πολύ. Ζητάω νερό. Χαμογελάνε με νόημα. «Πρώτα θα μιλήσεις», μου λένε, «και μετά θα πιεις νερό». (…)

11 Μαρτίου 1973, Κυριακή

(…) Σε λίγο κάποιος μου τραβάει απότομα την καρέκλα και με ρίχνει κάτω. Είναι ο Πέτρου. «Στήσου για να μην πεθάνεις» μου λέει. (…) Ξαναρχίζει η ορθοστασία, ο εφιάλτης. Είμαι σε απόγνωση. Πόσο θα με κρατήσουν ακόμα; (…) Ο σκοπός πίσω μου βγάζει φοβερές κραυγές. «Σήκω απάνου κερατά». Αισθάνομαι το κλομπ του στα νεφρά μου. Συγχρόνως ορμάει μες στο κελί ο Τσέλιγκας. Σαν να την περίμενε αυτή τη στιγμή. Νιώθω έναν δυνατό πόνο στο κρανίο. Κάποιος με πατάει με αρβύλα στο κεφάλι και τη στριφογυρίζει όπως σβήνουν το τσιγάρο. Αισθάνομαι τους κροτάφους μου να παραμορφώνονται κάτω απ’ το βάρος. Δεν αντέχω. Φωνάζω. Με σηκώνουν πάλι όρθιο. Ο Τσέλιγκας συνεχίζει να με χτυπάει με μπουνιές και χαστούκια. (…)

Ξαναρχίζει η ορθοστασία. Αυτή τη φορά με χτύπησαν άσχημα. Το κλομπ με βρήκε στη σπονδυλική στήλη και πονάει. Η αριστερή πλευρά του προσώπου μου είναι πρησμένη και με καίει. Δεν μ’ αφήνουν ν’ ακουμπήσω ούτε το πρόσωπό μου με το χέρι μου. Είμαι πραγματικά εξαντλημένος.(…) Έχω μείνει κάπου 20 ώρες όρθιος. (…)

Στην τουαλέτα μου επιτρέπουν να πάω τρεις φορές την ημέρα, πριν από κάθε φαγητό. Πάντα όμως κάτω από παρακολούθηση, για να μην πιω νερό από τη βρύση έξω από την τουαλέτα. Απόψε ζητάω να πάω στην τουαλέτα εκτάκτως. Ο δεσμοφύλακας, ο Πέτρου, λείπει εκείνη τη στιγμή. Ισχυρίζομαι πως έχω επείγουσα ανάγκη. Ο σκοπός μου διστάζει αλλά τελικά με οδηγεί στην τουαλέτα λέγοντάς μου να κάνω γρήγορα. Μπαίνω μέσα, κλείνω πίσω μου την πόρτα, πέφτω στο πάτωμα (ο καμπινές είναι τούρκικος) και πίνω νερό μέσ’ από τη λεκάνη. Φοβάμαι να πιω πολύ, μήπως πάθω τίποτα. Μετά μένω ξαπλωμένος κάτω ανάσκελα, κάπου 2 ολόκληρα λεπτά. Ακουμπάω τα πόδια μου ψηλά στον τοίχο για να κατεβεί λίγο το αίμα και να ξεπρηστούν. Είναι απίστευτη η ηδονή.

Ο σκοπός όμως μου χτυπάει την πόρτα να τελειώνω. Ξανασηκώνομαι με δυσκολία. Το σακάκι μου έχει μουσκέψει απ’ το νερό στο πάτωμα του μπάνιου. Το βλέπει ο σκοπός, καταλαβαίνει ότι ξάπλωσα κάτω και αρχίζει να με χτυπάει. (…) Σε λίγο ξαναπέφτω. Ο Πέτρου με χτυπάει μ’ όλη του τη δύναμη. Ο σκοπός το ίδιο. Έχουν και οι δύο κλομπ. Με σηκώνουν όρθιο και συνεχίζουν να με χτυπάνε. Βλέπω το κλομπ να κατεβαίνει με τέτοια δύναμη πάνω στο κεφάλι μου, που είναι αδύνατον να πιστέψω πως δεν θα τ’ ανοίξει στα δύο. Σε μια στιγμή το κλομπ του Πέτρου σπάει διαγώνια στα δύο. Αν δεν το ‘βλεπα δεν θα το πίστευα. Έσπασε πάνω στην πλάτη μου και το μισό κομμάτι πετάχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.

13 Μαρτίου 1973, Τρίτη

(…) Λίγο αργότερα έρχεται στο κελί ο Πέτρου μαζί με 2-3 άλλους. «Θα μιλήσεις, ναι ή όχι;», μου λέει, «για να τελειώνουμε». Δεν απαντάω. Κλείνει την πόρτα. Με βάζει με την πλάτη στον τοίχο. Ανάβει έναν αναπτήρα του γκαζιού και μου τον βάζει κάτω από το σαγόνι. Έχω δύο εβδομάδων γένια. Τα μυρίζω που καίγονται. Αισθάνομαι τη φλόγα στο σαγόνι μου. Το κάψιμο δεν πονάει όσο φανταζόμουν. Νιώθω το δέρμα μου να πληγιάζει. Μου βάζουν τον αναπτήρα κάτω απ’ τη μύτη σβηστό, έτσι που ν’ αναπνέω το γκάζι. Απότομα τον ανάβουν. Δεν καταλαβαίνω πια τι μου γίνεται. Νιώθω πως έχει καεί η μύτη μου από μέσα. Πονάω καθώς αναπνέω. Μου κάηκαν τα τσίνορα. Τώρα ο Πέτρου παίρνει τσιγάρα. Βρέχει με λίγο νερό τα γένια μου και σβήνει επάνω τους το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάθε τόσο φωνάζει «κάτω τα χέρια».

Φαίνεται πως προσπαθώ να προφυλαχτώ με τα χέρια μου. Ακούω τον θόρυβο που κάνουν τα τσιγάρα, καθώς σβήνουν στα γένια μου. Φωνάζω από τον πόνο. Έχουν πληγιάσει τα μάγουλά μου. Ένας εσατζής παίρνει το κλομπ. Βάζει ένα πιάτο κάτω απ’ το σαγόνι μου. «Για τα αίματα», λέει και ετοιμάζεται να μου σπάσει το κόκαλο της μύτης. Δεν έχω καμία δύναμη να αντιδράσω. Ο Πέτρου φεύγει για μια στιγμή και γυρίζει μ’ ένα πιστόλι. Είναι ένα μεγάλο Colt σαρανταπεντάρι. «Αφήστε τον», λέει, «αφού δεν μιλάει, μας είναι άχρηστος». Οπλίζει. «Για τελευταία φορά σε ρωτάω, θα μιλήσεις, ναι ή όχι». Μένω ακίνητος. Με σημαδεύει ίσια μες στα μάτια. Ακούω το «κλικ» της σκανδάλης. Δεν είχε σφαίρα. Όλοι γελάνε. Δεν τον είχα πιστέψει.

Η νύχτα προχωράει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ν’ αντέχω ακόμα. Ακούω απ’ έξω τη φωνή του λοχαγού Τσάλα. (…) Σε λίγο έρχεται και σε μένα. Κοιτάζει τα πόδια μου. «Και να φύγεις από δω κάποτε», μου λέει, «θα είσαι ανάπηρος». (…) Η ώρα θα κοντεύει δέκα το βράδυ. Στο κελί μου μπαίνει ο Πέτρου μαζί μ’ άλλον έναν εσατζή κοντό με ασπρόμαυρα μαλλιά. Αρχίζουν να με χτυπάνε. (…) Δεν χρησιμοποιούν ούτε κλομπ ούτε ζωστήρα. Μόνο μπουνιές και κλοτσιές. Το ξύλο κράτησε πάνω από δύο ώρες, δηλαδή περισσότερο από τη δίωρη βάρδια του σκοπού. Όπου με χτυπάνε, το σώμα μου είναι ήδη χτυπημένο και μελανιασμένο. (…) Κάθε χτύπημα συνοδεύεται από μια βρισιά. Το βρισίδι το ‘χουν ανάγκη για να αισθάνονται δικαιωμένοι. (…) Έρχεται νέος σκοπός. Με βάζει πάλι στη μέση του δωματίου, σε στάση προσοχής και με το κεφάλι ψηλά. Έτσι θα περάσω κι αυτή τη νύχτα.

15 Μαρτίου 1973, Πέμπτη

(…) Αρχίζουν να με χτυπάνε με το κλομπ. Το βρίσκω παράλογο να με χτυπάνε μετά απ’ όλη την ταλαιπωρία που ‘χω υποστεί. Κάποια στιγμή τους διακόπτω. Λέω στον Πέτρου πως θέλω να του μιλήσω ένα λεπτό. Σταματάει. «Τι θες;» μου λέει. Τον ρωτάω πώς είναι δυνατόν να με χτυπάει, αφού του είμαι τελείως άγνωστος, δεν ξέρει καν τι έχω κάνει κι ακόμη ξέρει πως δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Μου απαντάει ήρεμα και χαμογελαστά: «Μα εγώ είμαι σαδιστής, δεν το ξέρεις; Δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι έχεις κάνει· εμένα η χαρά μου είναι να σε βλέπω να πονάς». Και συνεχίζει το ξύλο. Φοβάμαι πως λέει την αλήθεια. (…)

Βγήκα από την ΕΣΑ στις 25 Ιουλίου του 1973. Με τα ξεφαντώματα της απελευθέρωσης το ημερολόγιο ξεχάστηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε στο πλυντήριο. Πλύθηκε κατά λάθος μαζί με το σακάκι που το έκρυβε στις φόδρες του. Τυχαία σώθηκε το παραπάνω κομμάτι, που αναφέρεται στις 16 πρώτες ημέρες της κράτησής μου. Ήταν μία περίοδος μεστή σε εμπειρίες και βιώματα. Στα βιώματα αυτά δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς, φιλοδοξώντας να τα εκφράσει· να τα διατυπώσει δηλαδή έτσι ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση εκείνη.

Το παράγωγο της τρομοκρατίας, το προϊόν της επιβολής του κράτους του τρόμου, είναι ο πανικός. Η αποτελεσματικότατα της τρομοκρατίας μετριέται από την ένταση του πανικού που παράγει. Και η τρομοκρατία στην ΕΣΑ, κεκλεισμένων των θυρών, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Είχε πετύχει το καθεστώς να κατασκευάσει ένα γκέτο, έναν χώρο στεγανό, όπου βασίλευε η αίσθηση του πανικού. Ο πανικός του κυνηγημένου ζώου, που ψάχνει μάταια κάτω από διαρκή καταδίωξη μια γωνιά να κρυφτεί, να αισθανθεί λίγη ασφάλεια. Έναν χώρο όπου δεν αναγνωριζόταν η ανθρώπινή σου υπόσταση, δεν ακουγόταν η φωνή σου. Ξεχνούσες αξίες, απόψεις, συναισθήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται και να συνδέονται μεταξύ τους.

Ζούσες μέσα σε μια αγριότητα ασταμάτητη, που διαπερνούσε ατόφια ακόμη κι εκείνους από τους συγκροτούμενους, που για κάποιους λόγους είχαν εξαιρεθεί από τη σωματική βία με τη στενή έννοια. Ο πανικός ήταν το αίσθημα με το οποίο έπρεπε να ζεις όλο το εικοσιτετράωρο. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του. Και σχεδόν πάντα να ξυπνάει αυτός πριν από σένα και να σε περιμένει.

Ο διαρκής πανικός σε παραμόρφωνε, σου διέλυε την προσωπικότητα, σε γερνούσε, σου αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά. Την έκφραση του προσώπου σου έπαυες να την ορίζεις. Δεν υπήρχε μια στιγμή ιδιωτική, να βρεθείς λίγο μόνος με τον εαυτό σου, να πάρεις μιαν ανάσα. Δεν είχες κάπου ν’ ακουμπήσεις, να βρεις κουράγιο για να συνεχίσεις. Ήσουν αποκομμένος από κάθε τι το αληθινό ή το ανθρώπινο. Κι επιπλέον δεν είχες καμία πληροφορία. Δεν ήξερες τι συμβαίνει έξω ή δίπλα σου· τι γίνεται στην Αθήνα ή στο διπλανό κελί. Δεν είχες ποτέ καμία επαφή μ’ έναν κοινό, μ’ έναν κανονικό άνθρωπο.

Το βίωμα του πανικού δεν είναι απλά μια κατάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Κυρίως είναι μια υπόθεση εσωτερικών εκκρίσεων. Μια υπόθεση ξεχωριστής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αποτυπώθηκε στη δική μου συνείδηση. Ως μία ειδική μορφή «ζην», που δεν αφορά μόνο το μυαλό ή το σώμα αλλά την ύπαρξη, την υπόσταση του ανθρώπου συνολικά.

Σήμερα, όλα αυτά αποτελούν μνήμες από μια ζωή μακρινή, μια ζωή ξένη αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και οικεία, που ώρες ώρες, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναρωτιέμαι πώς ήταν εκείνος που τα ‘ζησε αυτά. Τι κοινό μπορεί να έχει με μένα σήμερα. Πόσο έχω αποξενωθεί από τη συνείδηση κι απ’ το πετσί εκείνου.

Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως υπάρχει το όνειρο. Αυτή η ελευθεριότητα του νου, που όχι σπάνια έρχεται τη νύχτα σαν καταλύτης να επιβεβαιώσει την υπαρξιακή συνέχεια. Εκεί στον ύπνο, κάπου παραμονεύει η συνείδηση ή το υποσυνείδητο του δεσμώτη. Παραμονεύουν εκείνο το κελί, εκείνες οι φάτσες, εκείνες οι φωνές. Καιροφυλακτεί η γνώριμη αυτή γεύση της παραλυσίας. Του φόβου πως τα βήματα που ακούγονται απ’ έξω, στην πόρτα του ονείρου, οδηγούν στο κελί μου, σε μένα. «Έρχονται για μένα πάλι». (…)

Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται το ημερολόγιο ακέραιο, χωρίς παρεμβολές και σχόλια. Χρειάστηκε να ξεπεράσω δισταγμούς μιας εικοσαετίας για να πάρω την απόφαση να εκθέσω στην αδιάφορη βουλιμία ενός απροσδιόριστου αναγνωστικού κοινού ένα τόσο προσωπικό κομμάτι από τη ζωή μου.

Πάντως, σίγουρα η παρούσα έκδοση δεν αποτελεί εκπλήρωση κάποιου «χρέους». Τα «χρέη» γενικά τα αποφεύγω. Το μόνο που ίσως χρωστούσα στον εαυτό μου ήταν η απόσβεση εκείνης της διακινδύνευσης -διόλου αμελητέας- που συνεπαγόταν η καταγραφή του ημερολογίου και η διαφύλαξή του κάτω από τις συνθήκες εκείνες. Εξάλλου, χρήσιμο είναι τέτοιες μικρές μαρτυρίες από τις μαύρες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής Ιστορίας να μη μένουν για πάντα στο συρτάρι.

Είναι ακόμη μια προσωπική, αντανακλαστική κίνηση μπροστά στην άχρωμη κι επίπεδη γραμμικότητα που σημαδεύει τη σημερινή ζωή. Είναι ο μόνος φθόγγος που μπορώ να εκφέρω σχεδόν αυθόρμητα, παρακολουθώντας το κενό που ζωγραφίζεται σε νεαρά πρόσωπα, καθώς συνωστίζονται παθητικά και άβουλα μπροστά στο face control ενός νυχτερινού κέντρου.

Βίος αβίωτος, τότε και τώρα..
Τότε λόγω της έντασης του βιωμένου.
Τώρα λόγω απουσίας εντάσεων στα βιώματα.

Κυρίως όμως πρόκειται για μια πράξη περίπου αντιστασιακή απέναντι στην ευτέλεια που χαρακτηρίζει τη σημερινή ενασχόληση με τα κοινά. Μια ενθύμηση προς ορισμένους από τους συντρόφους της εποχής εκείνης, τα πρόσωπα των οποίων άθελά τους αλλοιώθηκαν, σχεδόν παραμορφώθηκαν από την αυταρέσκεια της πολιτικής εξουσίας που επάξια κατέλαβαν, εξαργυρώνοντας βιώματα όπως εκείνα.

Π.Κ. (1996)

Η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ)

Η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ) όπως και η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) υπήρξαν δύο σωματεία, που είχαν συγκροτηθεί νομίμως το 1970, και είχαν δραστηριοποιηθεί κυρίως στη διοργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και διαλέξεων σε δημόσιους χώρους, με διάφορα σύγχρονα θέματα. Ιδρυτικά μέλη της ΕΚΙΝ υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Βερνίκος, ο Νικήτας Λιοναράκης, ο Μάκης Παρασκευόπουλος, ο Νίκος Μπίστης, ο Παναγιώτης Κανελλάκης και άλλοι κεντροαριστεροί κυρίως καθηγητές και νεολαίοι. Πρωτεργάτες της ΕΜΕΠ ήταν οι Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Βιργινία Τσουδερού, Ανέστης Παπαστεφάνου, Γεώργιος Κουμάντος, Κώστας Αλαβάνος, Χριστόδουλος Κουρούκλης, Νίκος Κυριαζίδης, Αλέκος Ξύδης και άλλοι.

Αξιοσημείωτο κοινό χαρακτηριστικό των δύο σωματείων υπήρξε η εμπλοκή σε αυτά, και μάλιστα από την ιδρυτική τους περίοδο, ατόμων μεσαίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλοαστικής προέλευσης, με πολιτικά μετριοπαθές ή και κεντρώο προφίλ. Η ΕΚΙΝ χαρακτηρίστηκε έτσι από τη χούντα ως «περίπου κομμουνιστική». Η θεματολογία των εκδηλώσεων, το προφίλ των εισηγητών, αλλά και η ανταπόκριση του ευρύτερου κοινού δεν άργησαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των διωκτικών αρχών, που δημιούργησαν σταδιακά έναν κλοιό παρακολούθησης και ολοένα εντεινόμενης τρομοκράτησης γύρω από τη δράση τόσο της ΕΚΙΝ όσο και της ΕΜΕΠ. Η παρουσία ασφαλιτών στις συνεδριάσεις αλλά και στις εκδηλώσεις των δύο σωματείων, οι έλεγχοι κατά την προσέλευση του κοινού σε αυτές, η αφαίρεση ταυτοτήτων και η κλήση μελών των σωματείων στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν των», έγιναν σύντομα κανόνας.

Σε απόρρητο τότε φάκελο της Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας αναφέρεται χαρακτηριστικά για τη δράση της ΕΚΙΝ: «Αύτη, καθοδηγουμένη υπό κομμουνιστών και κεντροαριστερών διανοουμένων, έχει ως κύριον στόχον την σπουδάζουσαν νεολαίαν με προοπτικήν διευρύνσεως τούτου εις ολόκληρον τον χώρον της Ελληνικής Νεολαίας». Μεταξύ των …εγκλημάτων της ΕΚΙΝ συγκαταλέγονται η αντιμετώπιση των φοιτητικών προβλημάτων, η συμμετοχή στην επιστημονική έρευνα και καλλιτεχνική δημιουργία και η προσέγγιση και διάδοση στα ευρύτερα στρώματα της νεολαίας του «συγχρόνου προοδευτικού προβληματισμού!».

Οι ιδρυτές της ΕΚΙΝ Παναγιώτης Κανελλάκης και ο Γιώργος Βερνίκος

Άλλα …εγκλήματα, όπως τονίζει το έγγραφο της ασφάλειας, οι ομιλίες ειδικών ομιλητών- «μετά συζητήσεως» μάλιστα όπως αναφέρεται με έμφαση- όπως του Γιάννη Μαρκόπουλου με θέμα «Χρονικόν», του Βασίλη Ραφαηλίδη με θέμα: «Ο κινηματογράφος και οι άλλες τέχνες», του Αναστάση Πεπονή με θέμα: «Η τηλεόραση σα μέσο επικοινωνίας», του Γιώργου Κουμάντου με θέμα: «Κράτος και παιδεία», του Κ. Μουρσελά με θέμα: «Το θέατρον», αλλά και του Κ. Κουλουφάκου με θέμα: …«Τι είναι ποίημα!». Μπροστά σε αυτά βεβαίως ήταν απολύτως λογικό η ασφάλεια να χαρακτηρίζει κομμουνιστικά τα βιβλία που πρότεινε η οργάνωση να μελετώνται όπως του Δ. Χατζή «Το τέλος της μικρής μας πόλης», του Έρνεστ Μαντέλ «Βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας», του Ντάβιντ Χόροβιτς «Από την Γιάλτα στο Βιετνάμ», αλλά και του περιοδικού … «Σύγχρονος κινηματογράφος».

Η εξέγερση της Νομικής (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1973)

«Οι κομμουνισταί και οι κεντροαριστεροί διανοούμενοι, θέσαντες ως κύριον στόχον των την διάβρωσιν της νεολαίας, συνεκρότησαν από εξαμήνου και πλέον εις Αθήνας οργάνωσιν, ήτις ανέπτυξεν έντονον δραστηριότηταν εις τον χώρον των σπουδαστών και φοιτητών Ανωτέρων και Ανωτάτων Σχολών, διοργάνωσε συγκεντρώσεις και ομιλίες και έθεσεν εις κυκλοφορίαν βιβλία και περιοδικά προπαγανδιστικού περιεχομένου», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο έγγραφο του Γενικού Διευθυντού Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος μάλιστα εγκαλεί τις υπηρεσίες ασφαλείας της πρωτεύουσας, γιατί δεν πήρε είδηση την δημιουργία της οργάνωσης: «Αι αρμόδιαι Υπηρεσίαι Ασφαλείας, ιδίως δε αι τοιαύται της Πρωτευούσης, εις την περιοχήν των οποίων από εξαμήνου και πλέον λαμβάνουσι χώραν διάφοροι εκδηλώσεις, δεν επεσήμαναν, ως διαπιστούται μετά λύπης μου, ούτε την δημιουργίαν της εν λόγω Οργανώσεως, ούτε την δραστηριότητα ταύτης. Το γεγονός τούτο είναι απαράδεκτον και μαρτυρεί, ότι δεν υφίσταται η δέουσα επαγρύπνησις των Υπηρεσιών Ασφαλείας εις τον ζωτικόν χώρον της Νεολαίας και ειδικώτερον εις τους χώρους των Ανωτέρων και Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων …!».

Σε δεύτερο έγγραφο αναφέρονται τα μέλη του Δ.Σ. της Ελληνοευρωπαϊκής Ένωσης Νέων: Πρόεδρος Κανελλάκης Παναγιώτης, Αντιπρόεδρος Ξενοφών Γιαταγάνας, Γενικός Γραμματέας Γιώργος Βερνίκος, Ταμίας Ανδρέας Γιαννακόπουλος, Ειδικός Γραμματέας Σοφία Αναστασιάδου και σύμβουλοι οι Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Αντώνης Φραντζεσκάκης και Νίκος Γουλανδρής. Στο βιβλίο του «Η άλλη κρίση – Η μαρτυρία ενός πρέσβη» ο πρέσβης Αλέξανδρος Μαλλιάς θυμάται και αναφέρει:

«Δεθήκαμε από τότε με τον Νίκο Αλιβιζάτο και ορισμένους άλλους. Τον Ιούνη του 1970 Ιδρύεται η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. Γιώργος Βερνίκος, Μάκης Παρασκευόπουλος, Νίκος Μπίστης και οι πρόωρα, μα πολύ πρόωρα χαμένοι Νικήτας Λιοναράκης και Παναγιώτης Κανελλάκης. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν μπόρεσαν με πλαστά διαβατήρια να φύγουν από την Ελλάδα, με συγκίνηση και χαρά φιλοξένησα τον Γιώργο και τον Παναγιώτη για κάμποσο καιρό σε ένα άθλιο φοιτητικό δωμάτιο στη Γενεύη. Οι εκδηλώσεις της ΕΚΙΝ ανοικτές. Οι οδοί Γιάννη Σταθά και Ευέλπιδος Ρογκάκου εξακολουθούν να σημαίνουν πολλά για μας. Η ζύμωση ήταν έντονη και διαρκής. Το καζάνι έβραζε…

Στις 22 Μαρτίου 1972, μια ομάδα 42 φοιτητών, που δεν λειτουργούσε ακόμη σαν ομάδα αλλά περισσότερο σαν άθροισμα μονάδων, καταθέσαμε στο Πρωτοδικείο Αθηνών προσφυγή κατά του διορισμένου συμβουλίου της “Θέμιδας”. Εκτός από τους Νίκο Αλιβιζάτο, Γιώργο Βερνίκο και Νικήτα Λιοναράκη, μνημονεύω επιλεκτικά και τους Άλκη Κούρκουλα, Νίκο Μεγγρέλη, Όλγα Τρέμη, Αλέξανδρο Αλαβάνο, Ιωάννα Καρυστιάνη και Νίκο Μπίστη. Ορισμένοι το πλήρωσαν με βασανιστήρια και φυλακή.

Όπως έδειξαν οι εξελίξεις, το ρήγμα είχε αρχίσει και διευρυνόταν. Στα χρόνια εκείνα, εκτός από την ανάγνωση των εφημερίδων που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε παράθυρο που επέτρεπε η προληπτική λογοκρισία, η ενημέρωση γινόταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το μεσημέρι, γύρω στις 2 η ώρα, αν θυμάμαι καλά, ήταν η ελληνόφωνη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού Παρισίων. Το βράδυ ξεκινάγαμε με το ΒΒC και τη Ντόιτσε Βέλε από την Κολωνία. Αργά, γύρω στις 11, άκουγα που και που και το Ράδιο Μόσχα, που εξέπεμπε στην ελληνική. Μερικές φορές οι ειδήσεις από τη Μόσχα ήταν πραγματικά ακαταλαβίστικες. Ακόμη και η δημοτική υπέφερε. Αν μου πείτε τώρα, 40 χρόνια αργότερα, τι θυμάμαι από τις εκπομπές αυτές, θα σας πω με σιγουριά το άκουσμα των Λιανοτράγουδων του Θεοδωράκη σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, συνεντεύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου, στην Κολωνία νομίζω, και την ανάγνωση από τον σερ Λώρενς Ολιβιέ στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου ενός μηνύματος από τη φυλακή του Γεωργίου – Αλέξανδρου Μαγκάκη. Οι ελληνόφωνες εκπομπές της Κολωνίας, του Λονδίνου και του Παρισιού ήταν η μόνη δυνατότητα ελεύθερης πληροφόρησης, την οποία καθημερινά αποζητούσαμε».

Και συνεχίζει:

«Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος 1972 -δύσκολες στιγμές. Η χούντα βγάζει το προσωπείο και αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το αληθινό της πρόσωπο. Κλείνουν την ΕΚΙΝ και την ΕΜΕΠ. Διακόπτεται η αναβολή στράτευσης φοιτητών. Ο Πεσμαζόγλου εκτοπίζεται. Εκτοπίζονται και άλλοι. Η Αικατερίνη Δούκα και το γραφείο της Ζαλοκώστα 4 ενημερώνει συνέχεια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ευαισθητοποιεί τους Επιτρόπους. Ο τότε πρόεδρος της Επιτροπής, Ολλανδός Σίκο Μάνσχολντ, τηρεί σκληρή στάση απέναντι στη χούντα. Κάνει δηλώσεις στο Στρασβούργο. Στέλνει στην Αθήνα σε εμπιστευτική αποστολή τον διευθυντή του γραφείου του Σάουκ Γιόνκερ. …».

Επάνω και στις επόμενες φωτογραφίες: Συλλήψεις φοιτητών
στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και βίαιες προσαγωγές,
μετά τις διαδηλώσεις της 21ης και 29ης Απριλίου 1972

Κατά την περίοδο που εξετάζουμε οι εκδηλώσεις των δύο σωματείων είχαν πυκνώσει, φτάνοντας τις είκοσι (20) τους πρώτους μήνες του 1972. Ορισμένες από αυτές είχαν προκαλέσει ευρύτερη αίσθηση, όπως ενδεικτικά η διάλεξη της Βρετανίδας οικονομολόγου Τζόαν Ρόμπινσον (Joan Robinson) στις 17 Μαρτίου 1972 (ΕΚΙΝ), που οδήγησε στην απαγόρευση της δεύτερης προγραμματισμένης εμφάνισής της, καθώς και η ομιλία του Γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας (Günter Grass) στις 20 Μαρτίου 1972 (ΕΜΕΠ), που προκάλεσε την έντονη δημόσια αντιπαράθεση του ομιλητή με τον εκπρόσωπο Τύπου του δικτατορικού καθεστώτος. Η διάλεξη του συγγραφέα Βασίλη Ρώτα, με θέμα: «Το νόημα της ελευθερίας», που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της ΕΚΙΝ, στις 29 Απριλίου 1972, και η ανοικτή συζήτηση που οργάνωσε η ΕΜΕΠ στο Θέατρο Άλφα του Στέφανου Ληναίου, στις 8 Μαΐου 1972, με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα υπήρξαν και το κύκνειο άσμα των δύο σωματείων.

Η ΕΚΙΝ είχε άμεση σχέση με τους πρώτους πυρήνες του φοιτητικού κινήματος, τον χώρο του Πανεπιστημίου και ειδικά της Νομικής Σχολής. Η δημιουργία της δεν αντιμετώπιζε, όπως είδαμε, μόνο τους κινδύνους από τη χουντική καταστολή. Καμιά παρόμοια οργάνωση δεν είχε δημιουργηθεί έως τότε. Και ήταν εντελώς αχαρτογράφητα τα νερά που διέπλεε αυτή η μικρή ομάδα νέων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλες τις πολιτικές τάσεις του αντιδικτατορικού φάσματος που είχαν ωστόσο ως κοινό στόχο τους την ανατροπή της.

Οι διαδηλώσεις της 21ης και της 29ης Απριλίου 1972 έπεισαν τη χούντα ότι πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις κρυβόταν η ΕΚΙΝ. Μετά τη σύλληψη του προέδρου της Παναγιώτη Κανελλάκη, στις αρχές Μαΐου 1972, η χούντα προχώρησε στη διάλυση του Συλλόγου, με την αιτιολογία ότι: «Υπό την “αθώαν” προσωνυμίαν “Ελληνο-ευρωπαϊκή Κίνησις Νέων” η υπό διάλυσιν οργάνωσις απεπειράτο να διασπάση την ενότητα, η οποία έχει σφυρηλατηθή μεταξύ της Επαναστάσεως και του κόσμου των νέων, να διαβρώση την σκέψιν των με ανατρεπτικάς και αντεθνικάς ιδέας, να τους παρακίνηση εις αμέσους ή εμμέσους αντικαθεστωτικάς ενεργείας …».

Πρωτοσέλιδα εφημερίδων της 10ης Μαΐου 1972 για τη διάλυση της ΕΚΙΝ και της ΕΜΕΠ

Ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΕΚΙΝ, Παναγιώτης Κανελλάκης, πολύ αργότερα θυμάται:

«Ήταν βραδάκι και έριχνε ένα ψιλό χιονόνερο -κάπου αρχές Δεκέμβρη του ’71. Δύο μπάτσοι με στολή και ένας με γκαμπαρντίνα μας σταματάνε έξω από τα γραφεία της Γιάννη Σταθά για εξακρίβωση στοιχείων. Με τη βοήθεια φακού συλλαβίζουν τα ονόματά μας στις ταυτότητες με εκείνη την ασφαλίτικη προφορά του επαρχιώτη που κρύβει την καταγωγή του. Οι κουβέντες είναι κοφτές και τα βλέμματα βλοσυρά. Ως συνήθως. Διαδικασία αποσκοπούσα στην αποθάρρυνση της αθρόας προσελεύσεως των νέων και στην αποφυγή μιάνσεως της νεολαίας με αντεθνικάς ιδέας και ανατρεπτικά πολιτικά συνθήματα.

Απόψε όμως κάτι πάει στραβά. Κάτι τους στενοχωρεί τους μπάτσους. Τραβιούνται λίγο παράμερα και κοιτάνε δύσπιστα μια εμάς και μια τις ταυτότητες. Με ύφος σκοτεινό. Σαν κάτι να τους ξινίζει. Περνάνε στιγμές αμφίπλευρης αμηχανίας. Τι διάολο, πρωτάρηδες είναι; Τη λύση τελικά θα τη δώσει αυτός με την γκαμπαρντίνα που δείχνει να έχει και την πολιτική ευθύνη των χειρισμών. Με μια αποφασιστική κίνηση μας… επιστρέφει τις ταυτότητες, καληνυχτίζει(!), κάνει μεταβολή και χάνεται μαζί με τους άλλους δύο στο σκοτάδι. Μόνο συγγνώμη που δεν μας ζήτησε! (Γιατί μου φάνηκε πως στη φωνή του έπαιζε μια δόση δουλικότητας;).

Μπήκαμε στα γραφεία και κοιταζόμασταν. Δεν μας είχαν μαθημένους οι μπάτσοι σε τέτοιες αβρότητες. Τι είχε συμβεί; Η όλη υπόθεση ήταν αρκετά σκοτεινή και ίσως να έμενε για πάντα ανεξιχνίαστη αν ένας από την παρέα, αυτός που ανέλαβε την αναμοιρασιά των ταυτοτήτων, δεν διάβαζε τα ονόματά μας μεγαλοφώνως. Και τότε, διαμιάς, φωτίστηκαν σε όλο τους το μεγαλείο… οι δισταγμοί του ασφαλίτη. Τα τρία πρώτα ονόματα ήταν: Γουλανδρής Ν., Λάτσης Γ., Βερνίκος Γ. … Σου λέει: «Πού να μπλέκεις τώρα; Ξέρω ‘γώ τι γίνεται; Άσε καλύτερα…

Είχε και η χούντα τα ωραία της. Αλλά και εμείς στην ΕΚΙΝ είχαμε τα δικά μας. Στις παρέες, στους πολιτικούς καβγάδες, στις ταβέρνες, στις εκδρομές -με τα απαγορευμένα άσματα- υπήρχε μια έξαψη, μια ευφορία σε επίπεδο… ελευθεριακής παράνοιας. Χωρίς αυταπάτες. Το κέφι, το χιούμορ, οι πλάκες δεν μας απέλειπαν, ακόμη και τότε που η μάχη με τον φόβο είχε γίνει υπόθεση καθημερινή.

Στην Ασφάλεια που μας καλούσε ο Καραπαναγιώτης, στη Μεσογείων, μπαίναμε ως τεθλιμμένοι συγγενείς αλλά βγαίνοντας τρέχαμε στα γραφεία, με την αδρεναλίνη στα ύψη, να αφηγηθούμε τα ασφαλίτικα σενάρια και τις κουτοπονηριές του Μαΐλη και του Κραβαρίτη, χωρίς να κρύβουμε τις λαχτάρες που πέρασε η καρδούλα μας.
Ήταν ωραίες εποχές και τις ζήσαμε έντονα. Αφού διερωτώμαι καμιά φορά μήπως υπάρχει κάποια νομοτέλεια που θέλει τη διακινδύνευση ως προϋπόθεση της χαράς και της ευφροσύνης.

Αυτό που γέμιζε τις μπαταρίες μας -διατηρώ άθικτη την ανάμνηση- ήταν εκείνος ο μικρός θρίαμβος που έπαιζε στα μάτια του νέου την ώρα που περνούσε το κατώφλι και έμπαινε στα γραφεία της ΕΚΙΝ έχοντας ξεπεράσει τους φόβους του, έχοντας στυλώσει την αυτοεκτίμησή του… Αυτή ίσως ήταν η μεγάλη μας προσφορά.

Μέσα στην οργανωμένη σύγχυση των καιρών σηκώσαμε το δικό μας πρωτοφυές πολιτικό ανάστημα, εύθραυστο και προκλητικό, δίνοντας το δικό μας νόημα στον όρο αντίσταση. Χωρίς να είναι φωνακλάδικη η θεμιτή αντίσταση της ΕΚΙΝ κατάφερε να σπάσει τη γενική σιωπή που στήριζε τη γενικευμένη παρακμή. Συνεδριάζαμε, παίρναμε αποφάσεις, καταστρώναμε σχέδια στρατηγικά, χαράζαμε γραμμή, δημιουργούσαμε γεγονότα, ορίζαμε εξελίξεις. Οι συνεδριάσεις του ΔΣ, με τους χαφιέδες απ’ έξω, υπήρξαν σουρεαλιστικές αλλά και ιστορικές συνάμα.

Ο ιστορικός των καιρών κρατούσε ένα μάτι διαρκώς στραμμένο πάνω μας, το αριστερό. Αλλά η υπόθεση «ΕΚΙΝ» δεν πιστώνεται εξ ολοκλήρου στην Αριστερά. Χωρίς αυτήν, χωρίς τη γόνιμη συμμετοχή της, δεν θα είχαμε ποτέ καταφέρει να ξανοιχθούμε στον χώρο της νεολαίας. Αλλά και χωρίς την αστικοδημοκρατική στελέχωση θα ήταν αδύνατον να στεριώσουμε. Είχαμε κάνει μια σύμβαση -απολύτως σιωπηρή και ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Απόδειξη: η χούντα μας τίμησε με το άχτι της. Χωρίς διακρίσεις (Εγώ ήμουν πράκτορας της Αριστεράς αλλά μυστικός της το έκρυβα.)

Όχι να το παινευτούμε αλλά το ‘λεγε η περδικούλα μας. Ήμασταν οι πρωτοπόροι, οι τολμητίες. Και ξέραμε πως θα δικαιωθούμε γιατί ήμασταν οι καλοί. Χωρίς αμφιβολίες και ενδοιασμούς. Οι κακοί ήταν οι άλλοι. Και ήταν πολύ… κακοί. Τελικά νομίζω πως… καλά τη βγάλαμε. Και σχετικά φτηνά. Τουλάχιστον ως την άνοιξη του ’72 που άρχισαν τα δύσκολα μπορώ να πω ότι το διασκεδάσαμε.

Τι καταφέραμε; Κρατήσαμε μερικές συνειδήσεις ξύπνιες -τις δικές μας πρώτα απ’ όλα. Και ακόμη δώσαμε φωνή -αλλά και ήθος- σε ένα κομματάκι της κοινωνίας, το πιο ζωντανό, που πήρε αέρα και πια δεν κρατιόταν.
Ήταν ωραίες εποχές. Πλούσιες σε βιώματα και συναισθήματα. Και τις ζήσαμε γεμάτα. Και να σκεφθεί κανείς πως ακόμη δεν έχει γραφτεί η άλλη, η ερωτική ιστορία της ΕΚΙΝ, που δεν ήταν και μικρή».

Ο Παναγιώτης Κανελλάκης με τον Γιώργο Βερνίκο και τον Βάσο Λυσσαρίδη στην Κύπρο

Το έγχρωμο φιλμ που απαθανάτισε κρυφά την εξέγερση του Πολυτεχνείου

Ένα φιλμ ντοκουμέντο, που έπειτα από επεξεργασία είναι πλέον έγχρωμο, απαθανατίζει την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973. Τα πλάνα τράβηξε κρυφά ο Νίκος Α. Βερνίκος από το παράθυρο ενός γωνιακού δωματίου στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου «Ακροπόλ», απέναντι από το Πολυτεχνείο, από τις 14 ως τις 17 Νοεμβρίου 1973.

Σύμφωνα με τον ίδιο, είχε νοικιάσει το δωμάτιο αυτό για την υποστήριξη των φοιτητών που ήταν μέλη της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων (ΕΚΙΝ), που δραστηριοποιούνταν για την κινητοποίηση του φοιτητικού κινήματος ενάντια στη δικτατορία. Ηγετική θέση στην ΕΚΙΝ είχε ο αδελφός του Γεώργιος Α. Βερνίκος, που ήταν και μέλος της επιτροπής κατάληψης της Νομικής, τον Φεβρουάριο 1973, και είχε συνεχή επαφή και συντονισμό, με την επιτροπή κατάληψης του Πολυτεχνείου.

Από το δωμάτιο αυτό εκτός από ανεφοδιασμό των εντός του Πολυτεχνείου φοιτητών, γινόταν τηλεφωνικά -από την Ντέμη Βεζυρούλη και τον ΝΑΒ- ενημέρωση σε Ευρωπαϊκά ΜΜΕ και ιδιαίτερα στο ΒΒC, Le Monde και το Deutsche Welle, στο οποίο συνεργάτης για τα Ελληνικά θέματα ήταν ο αείμνηστος Παύλος Μπακογιάννης, καθώς και οι δημοσιογράφοι Βάσος Μαθιόπουλος και Άγγελος Μαρόπουλος.

«Η παρακολούθηση των γύρω από το Πολυτεχνείο γεγονότων γινόταν μέσα από το κατεβασμένο ξύλινο ρολό με ανοικτό το τζάμι, με κομμένη την ανάσα», γράφει ο Νίκος Βερνίκος στο βίντεο. «Μεσάνυκτα Παρασκευής 16 προς Σάββατο 17 Νοεμβρίου στη γωνία του Ακροπόλ ήταν σταθμευμένο τανκ που περίμενε να επέμβει. Το κράνος του όρθιου οδηγού έφτανε στο κάτω μέρος του γωνιακού παραθύρου».

«Λίγο πριν την επέμβαση στο Πολυτεχνείου και ενώ επικρατούσε πλήρης ησυχία, δημιουργήθηκε μικρός θόρυβος μέσα στο δωμάτιο από τους παρευρισκόμενους φίλους συναγωνιστές φοιτητές και το τηλέφωνο. Ο στρατιώτης έστρεψε τη φωτιστική δέσμη του προβολέα του τανκ στην πρόσοψη του ξενοδοχείου, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του θορύβου. Σταμάτησε για λίγο στο από πίσω του και λίγο πιο πάνω ευρισκόμενο σκοτεινό, με το κατεβασμένο ρόλο, παράθυρο του δωματίου μας. Το φως του προβολέα έμπαινε μέσα από τις χαραμάδες. Ο στρατιώτης προσπαθούσε να καταλάβει από που ερχόταν ο θόρυβος που ξεχώρισε από τον ήχο των πυροβολισμών».

«Όπως εκινείτο φώτιζε τοίχους και ιδιαίτερα το ταβάνι του δωματίου προς όλες τις κατευθύνσεις. Η αναπνοή των παρευρισκόμενων στο δωμάτιο σταμάτησε. Έμειναν ξαπλωμένοι σαν το μαρμάρινο άγαλμα της «κοιμωμένης» του Χαλεπά πάνω στα κρεβάτια και το πάτωμα. Αναπνεύσαμε όταν η δέσμη του φωτός έφυγε. Το τανκ προχώρησε λίγο και κάλυψε το κοντά σε αυτό ευρισκόμενο παρόμοιο άρμα απέναντι από την πόρτα του Πολυτεχνείου».

«Πυροβολισμοί από ελεύθερους σκοπευτές ακούγονταν από τους κάθετους στην Πατησίων δρόμους. Γύρω στις 02.30, μετά την άρνηση των πολιορκημένων να βγουν, το τανκ έριξε την πύλη εισόδου του Πολυτεχνείου, μπήκε στον περίβολο της σχολής και οι στρατιωτικές δυνάμεις μπήκαν μέσα. Οι φοιτητές φώναζαν: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία. Είμαστε αδέλφια». Ξεχύθηκαν στην οδό Πατησίων κυνηγημένοι από αστυνομία και στρατό, ενώ σφαίρες σφύριζαν γύρω μας», συνεχίζει.

«Πολλοί, με πρώτους τους από νωρίτερα τραυματισμένους από τις σφαίρες, βρήκαν καταφύγιο στο ισόγειο του «Ακροπόλ». Λίγοι από τους πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν στο δωμάτιο. Η Torill Engeland Magrethe, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας, δεν πρόλαβε. Θανάσιμα τραυματισμένη από πυρά, ξεψύχησε από αιμορραγία στην καρωτίδα στα χέρια μου και στα χέρια του Γιώργου Λαζαρίδη, οδοντογιατρού που τη μετέφερε νεκρή στον κοντινό Σταθμό Α’ Βοηθειών στην 3ης Σεπτεμβρίου».

«Στιγμές που ο χρόνος συμπυκνώνεται και τα δευτερόλεπτα μετράνε για αιώνες», αναφέρει.

Όπως αναφέρεται στο τέλος του βίντεο, ο Νίκος Α. Βερνίκος συνελήφθη το μεσημέρι του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973 από το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΑΤ-ΕΣΑ). Παρέμεινε μέχρι 31/12/73, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στα κρατητήριά της που βρίσκονταν στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας, ανακρινόμενος με βασανιστήρια.

Αναλυτικά στο βίντεο με τα νυχτερινά πλάνα βλέπουμε: Στο 07:03 βλέπουμε την κάνη του ενός τανκ. Στο 07:12 το τανκ προχωρώντας, σπρώχνει ένα λεωφορείο στη μέση του δρόμου. Στο 07:45 καταφθάνουν τα τεθωρακισμένα με στρατιώτες. Στο 07:50 ομάδα γιατρών μεταφέρει φορείο. Στο 08:59 ο οδηγός του άρματος παίρνει τη θέση του. Ο κινηματογραφιστής δεν προλαβαίνει τη στιγμή που το άρμα πέφτει πάνω στην πύλη, αλλά αμέσως μετά το βλέπουμε να μπαίνει πιο μέσα ενώ εισβάλλουν στρατιώτες (11:03).

Το τεράστιας ιστορικής αξίας φιλμ ανέδειξε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα ο υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης. Όπως έγραψε στην ανάρτησή του, το «Acropole Across», όπως ονομάζεται σήμερα, υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού και πρόκειται να λειτουργήσει ως Κέντρο Πολιτισμού. «Στο τότε ξενοδοχείο Acropole Palace, νυν Acropole Across, το οποίο αυτή τη στιγμή προετοιμάζουμε ως τον πρώτο δημόσιο φορέα εστιασμένο στους ίδιους τους δημιουργούς, ένας χώρος θα αφιερωθεί μόνιμα στη προβολή όλου αυτού του υλικού και στις ημέρες εκείνες του 1973 που άλλαξαν την Ελλάδα και συνέδεσαν για πάντα τα δύο αυτά κτήρια που αντικρύζουν το ένα το άλλο», έγραψε ο υφυπουργός.

Πηγή: kimintenia.com, in.gr, koutipandoras.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s