Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και η Ποιητική στην Τέχνη του

Θεόδωρος Αγγελόπουλος
(27 Απριλίου 1935 – 24 Ιανουαρίου 2012)

Τέτοιες μέρες, πριν από έντεκα χρόνια, πέρασε στην αιωνιότητα ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής που ανέδειξε η Ελλάδα και ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Στα έργα του, αποτύπωσε αριστουργηματικά την όντως Ελλάδα, τη γνήσια και αληθινή, ενταγμένη στα ασύγκριτα τοπία της, στις ψυχές των ανθρώπων της, στους τόπους τους τυραννισμένους από το αδιάκοπο σφυροκόπημα της μοίρας και της ιστορίας…

Τέτοιες μέρες πριν από έντεκα χρόνια, στις 24 Ιανουαρίου 2012, έφυγε από τη ζωή ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής που ανέδειξε η Ελλάδα και ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Νέου Φαλήρου, όπου νοσηλεύτηκε σε κρίσιμη κατάσταση, έχοντας τραυματιστεί σοβαρά από διερχόμενη μοτοσυκλέτα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της νέας του ταινίας «Η άλλη θάλασσα», στη Δραπετσώνα. H κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, στις 27 Ιανουαρίου 2012 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ήταν ο κινηματογραφικός ποιητής, που με τη φοβερή εικαστική του ματιά έστηνε υπέροχες εικόνες. Ποιητικός, λιτός και αφαιρετικός, ο Αγγελόπουλος καταφέρνει να πει με τη σιωπή όσα δεν μπορούν να πουν άλλοι με τεράστιους διαλόγους. Το βλέμμα του από την αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν στραμμένο στην αναζήτηση της αλήθειας, πολιτικής, ιστορικής και φιλοσοφικής.

Κατά τη διάρκεια γυρισμάτων το 1997

Μας έδωσε, αποτυπώνοντάς την αριστουργηματικά στο φακό του, την όντως Ελλάδα, τη γνήσια και αληθινή, ενταγμένη στα ασύγκριτα τοπία της, στις ψυχές των ανθρώπων της, στους τόπους τους τυραννισμένους από το αδιάκοπο σφυροκόπημα της μοίρας και της ιστορίας… Μας έδωσε, στην ίστατη στιγμή, ιδωμένη μοναδικά μέσα από τα μάτια του, την Ελλάδα που αντιστέκεται στον κόσμο της φθοράς και στην ισοπέδωση της καταναλωτικής κοινωνίας που στο μεσουράνημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου ερχόταν απειλητικά να σαρώσει τις παραδοσιακές και αιώνιες αξίες του λαού μας και ν’ αλλοιώσει καθοριστικά τον βίο των νεοελλήνων…

Κυρίαρχα θέματα στο φιλμικό του σύμπαν ήταν η θνητή φύση του ανθρώπου, η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ού κυρίως αιώνα. Διακρίνεται για την αισθητική ολοκλήρωση των ταινιών του, την εικαστικότητα των πλάνων του, την αρμονία εικόνας και περιεχομένου και το υπαρξιακό βάθος των ταινιών του.

Σκηνή από το «Ταξίδι στα Κύθηρα», 1984

Οι αργοί ρυθμοί, η χειρουργική ακρίβεια των πλάνων, το υπομονετικό ξετύλιγμα των ιστοριών του, είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά στον ιδιαίτερο κινηματογράφο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ομιχλώδη τοπία, έντονο το στοιχείο του νερού, η σιωπηλή φύση… Όλα αυτά και άλλα πολλά μπορεί να τ’ απολαύσει κανείς στα στατικά πλάνα που σημάδεψαν τις ταινίες του, στα οποία υποβόσκει η ανθρώπινη μοναξιά, η μελαγχολία, η αποξένωση…

Παράλληλα, στο έργο του μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον συνδυασμό του κινηματογράφου με το αρχαίο και το μπρεχτικό θέατρο και τις άλλες μορφές τέχνης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η μουσική συνοδεύει άριστα την κίνηση της κάμερας, ντύνοντας μοναδικά όλες τις ταινίες του. Αναλλοίωτη παρέμεινε άλλωστε και η χημεία του με τη συνθέτρια Ελένη Καραΐνδρου, ενώ συνεργάστηκε και με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Χριστόδουλο Χάλαρη.

Στα Γιάννενα για τα γυρίσματα της ταινίας του «Αναπαράσταση», το 1969

Κινητήρια δύναμη της ακατάπαυστης δημιουργικότητάς του, ήταν η πολιτική και το όνειρο μιας άλλης Ελλάδας και ενός διαφορετικού κόσμου. Και δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται γι’ αυτά. Απέφευγε τα κοντινά πλάνα κι αυτό γιατί πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι μικρός μπροστά στα όνειρα και τις χαμένες ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ο ίδιος εκπροσώπησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Σε όλη του την καριέρα δεν σταμάτησε να είναι «σημείο αντιλεγόμενο», αντικείμενο ανάλυσης και διαφωνιών. Όπως πολλοί ήταν οι θαυμαστές του, το ίδιο πολλοί υπήρξαν και οι επικριτές του. Ο ίδιος, υπήρξε ανέκαθεν μεγαλόπνοος, τραγικός, μελαγχολικός, ποιητικός, ένας δημιουργός του οποίου το έργο άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα.

Με τον αξέχαστο Μάνο Κατράκη στα γυρίσματα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα», 1984

Ο μοντερνισμός του στόχευσε να μας ανοίξει τα μάτια. Ο Μάρτιν Σκορσέζε είπε για τον Αγγελόπουλο: «Ξέρει πραγματικά πώς να ελέγχει το κάδρο του. Υπάρχουν σκηνές στα έργα του που η παραμικρή κίνηση της κάμερας ή η ελάχιστη αλλαγή στην απόσταση, έχει αντίκτυπο στον θεατή. Έχει μια σχεδόν απόκοσμη αίσθηση ελέγχου».

Βλέποντας τα φιλμ του Θεόδωρου Αγγελόπουλου αφήνεσαι πράγματι στα χέρια ενός πολύ μεγάλου δημιουργού. Τα έργα του αποτελούν την πιο βαθιά παρηγοριά της ανθρώπινης ψυχής μπροστά στο δράμα της ζωής και της ιστορίας. Πάνω τους ακουμπά αιώνια η Ελλάδα στην πιο καλή στιγμή της, στην αληθινή ομορφιά της, όπως μοναδικά την έσωσε και μας την παρέδωσε. Για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο μονάχα απέραντη ευγνωμοσύνη βυθισμένη στη διάφανη αχλή και στην ιερή σιωπή των πλάνων του…

Ας είναι αιωνία η μνήμη του

Ακολουθεί ένα αφιέρωμα με στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, μια σύντομη περιγραφή των ταινιών του, βίντεο με αποσπάσματα από τις ταινίες του, μια αναλυτική συνέντευξή του καθώς και ένα ανέκδοτο ποίημα του, αφού η ποίηση αποτελεί την πρώτη επαφή του με τον κόσμο της Τέχνης.

Βιογραφία

Αριστερά: Με του γονείς του και την αδελφή του στον Εθνικό Κήπο, το 1939.
Δεξιά: Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, στα δεξιά, με τη μητέρα και τα αδέρφια του, το 1945

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1935. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας μας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός κ.ά. Το 1953 ξεκίνησε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ.

Στο πατρικό του σπίτι στην Αμπελιώνα Μεσσηνίας, το 1986

Ο κινηματογράφος τον μαγνήτιζε δυνατά ήδη από το 1946-47, όπως είχε ο ίδιος δηλώσει, συμπληρώνοντας: «Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στον συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη». Καταλυτικά τον επηρέασε η ταινία του Μάικλ Κέρτιζ «Κολασμένες Ψυχές» («Angels with dirty faces»). «Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία, όπου ο ήρωας οδηγείται από δύο δεσμοφύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή… “Δεν θέλω να πεθάνω”. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ’ έναν τοίχο και μια κραυγή», είχε δηλώσει αργότερα ο ίδιος.

Και συνεχίζει: «Άρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω απ’ την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί. Οι σειρήνες του πολέμου του ’40. Η είσοδος του Γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες. Έπειτα, ο Εμφύλιος τον Δεκέμβρη του ’44. Η σφαγή. Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο. Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, σε ένα χωράφι. Καιρό μετά ένα μήνυμά του από μακριά. Η επιστροφή του μια μέρα βροχής. Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα, όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο. Η λέξη ήταν «βρέχει»…».

Με τη σύζυγό του Φοίβη Οικονομοπούλου στο Τόκυο, 1981

«Ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί, και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία, αποτελούσαν την εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μας κατοικούν και τους κατοικούμε. Ζούμε σ’ ένα τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Όλη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης. Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά. Όπως λέει ο ποιητής “έβγαιναν απ’ το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο”. Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα’ ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει». Η σχέση μου με τη λογοτεχνία και την ποίηση μ’ έφεραν πολύ νωρίς κοντά σ’ όλες τις αναζητήσεις γλωσσικές ή αισθητικές του μοντερνισμού. Αργότερα, στις αρχές του ’60 στο Παρίσι, την εποχή της πολιτικοποίησης, το επικό θέατρο του Brecht που αναιρούσε, ως ένα σημείο, τον ορισμό του Αριστοτέλη για τη δραματική τέχνη, γινόταν σημείο αναφοράς. Πέρασαν χρόνια για να επιστρέψω στον Αριστοτέλη και στον ορισμό του για την τραγωδία: “Έστιν ουν τραγωδία, μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας …”. Πέρασαν χρόνια για ν’ ανακαλύψω ότι ο μονόλογος της Μόλλυ στο τελευταίο κεφάλαιο του “Οδυσσέα” του Τ. Τζόυς, δεν είναι παρά η μακρινή ηχώ της εκπληκτικής περιγραφής των όπλων του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα του Ομήρου».».

Στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο (από το ρεπορτάζ
της ταινίας «Μεγαλέξαντρος», 1979-1980)

Μετά το στρατιωτικό του ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε για το Παρίσι, το 1961, και εκεί αρχικά παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας με τον Ζορζ Σαντούλ καθώς και μαθήματα εθνολογίας με τον Κλοντ Λεβί – Στρος. Στη συνέχεια ήρθε η ώρα των μαθημάτων κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musée de l’ homme.

Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στον ρόλο του πατέρα στην ταινία «Ο Μελισσοκόμος»

Ο ίδιος ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος είχε δηλώσει: «Η “Αναπαράσταση”, η πρώτη μου ταινία, γεννήθηκε την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών ως απόπειρα ανασύνθεσης της αλήθειας από τα θραύσματά της. Η αναπαράσταση όχι ως σκοπός, αλλά ως δρόμος. Οι μικρές ιστορίες, όπως αντανακλώνται, αλλά και καθορίζονται από τη μεγάλη Ιστορία. Ο πατέρας ως σύμβολο, ως παρουσία και απουσία, ως μεταφορική έννοια και ως σημείο αναφοράς. Το ταξίδι, τα σύνορα, η εξορία. Η ανθρώπινη μοίρα. Η αιώνια επιστροφή. Θέματα που ακολούθησαν και μ’ ακολουθούν».

Σκηνή από την ταινία «Μέρες του ’36»

«Όλες μου οι εμμονές μπαίνουν και βγαίνουν στις ταινίες μου, όπως μπαίνουν και βγαίνουν, όπως σωπαίνουν για να ξαναεμφανιστούν αργότερα, τα όργανα μιας ορχήστρας. Είμαστε καταδικασμένοι να λειτουργούμε με τις εμμονές μας. Δεν κάνουμε παρά μόνο μια ταινία, δεν γράφουμε παρά μόνο ένα βιβλίο. Παραλλαγές και φούγκα πάνω στο ίδιο θέμα. Πολλοί, που μου έχουν κάνει την τιμή να ασχοληθούν με τη δουλειά μου, νομίζουν ότι ο τρόπος που γράφω είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής επιλογής. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Βέβαια, όταν γύριζα τις “Μέρες του ‘36”, μια ταινία πάνω στη δικτατορία, την εποχή της δικτατορίας, και ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσω άμεσες αναφορές, αναζήτησα μια κρυφή γλώσσα. Υπονοούμενα της Ιστορίας. Νεκροί χρόνοι μιας συνωμοσίας. Αποσιωπήσεις. Ο ελλειπτικός λόγος σαν αισθητική αρχή. Μια ταινία που όλα τα σημαντικά μοιάζουν να γίνονται εκτός κάδρου. Αλλά δεν ξεκινάει από αυτό το γεγονός η επιλογή των μεγάλων πλάνων».

Ο Μπρούνο Γκαντς σε σκηνή από την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», 1998

«Δεν αποφάσισα λογικά να δουλεύω με μεγάλα πλάνα. Σκέφτομαι πάντα ότι ήταν μια φυσική επιλογή. Μια ανάγκη ένταξης του φυσικού χρόνου στον χώρο, ως ενότητα χώρου και χρόνου. Μια ανάγκη, οι λεγόμενοι νεκροί χρόνοι ανάμεσα στη δράση και την αναμονή της, που συνήθως εξαφανίζει το ψαλίδι του μοντέρ, να λειτουργήσουν μουσικά σαν παύσεις. Μια αντίληψη του πλάνου ως ζωντανού κυττάρου με εισπνοή, εκφορά του κυρίως λόγου και εκπνοή. Γοητευτική και επικίνδυνη επιλογή, που συνεχίζεται ως τώρα…».

Με συνεργάτες του στα γυρίσματα της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», 1990

«Δουλεύω με την ίδια ομάδα συνεργατών από τότε που άρχισα. Με ξέρουν, τους ξέρω. Με τα χρόνια έχουν γίνει οικογένειά μου. Με θυμώνουν συχνά την ώρα της δουλειάς, μου λείπουν όταν δεν τους βλέπω. Αισθάνομαι αβέβαιος, όταν ένας καινούριος τεχνικός μπει στην ομάδα, σαν απ’ αυτόν να εξαρτώνται όλα… Μιλάω μαζί τους για τα σχέδια και τις αβεβαιότητες μου. Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα η ίδια ταραχή, η ίδια συγκίνηση, η ίδια ανάγκη να είμαστε κοντά, κρατώντας την αναπνοή μας, περιμένοντας το τέλος ενός πλάνου».

Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και η Νάντια Μουρούζη στον «Μελισσοκόμο»

«Ταξίδια, χωρισμοί, περιπλανήσεις… Ένα αυτοκίνητο, ένας φίλος φωτογράφος να οδηγεί σιωπηλά κι ο δρόμος. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι το μοναδικό μου σπίτι, το μοναδικό μέρος που αισθάνομαι ότι ισορροπώ, που γαληνεύω, είναι δίπλα στον φίλο που οδηγεί. Το παράθυρο ανοιχτό, το τοπίο να φεύγει. Οι εικόνες γεννιούνται σ’ αυτά τα ταξίδια. Δεν χρειάζεται να κρατάω σημειώσεις. Γεννιούνται με τις γραμμές τους, με τα χρώματά τους, με το ύφος τους, πολλές φορές και με τις κινήσεις της μηχανής, με τις αισθητικές τους ισορροπίες, με το φως τους».

Από την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

«Οι εκατοντάδες φωτογραφίες χρησιμεύουν ως μνήμες. Όμως τίποτα δεν τελειώνει πριν από το γύρισμα. Στο γύρισμα αναπλάθονται όλα με βάση την καινούργια πραγματικότητα. Ηθοποιοί, απρόβλεπτα, ευτυχή ή ατυχή, ξαφνικές ιδέες. Κι όμως, η αρχή έχει προηγηθεί. Καιρό πριν. Τότε που από το τίποτα γεννιέται η ιδέα μιας ταινίας. Πέρασαν τριάντα χρόνια σχεδόν από την πρώτη ταινία. Παραφράζοντας τον Eliot, θα μπορούσα να πω: “Να ’μαι λοιπόν πιο πέρα, πιο μακριά από του δρόμου τα μισά”».

Σκηνή από την ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει»

«Τα χρόνια μου σπαταλημένα, τα πιο πολλά, ανάμεσα σε θυμούς της Ιστορίας, πασχίζοντας ακόμα να μάθω να χρησιμοποιώ εικόνες. Και κάθε μου προσπάθεια μια καινούργια αρχή και μια μορφή αποτυχίας, γιατί μαθαίνουμε μόνο όταν δεν χρειάζεται να εκφραστούμε πια. Έτσι το κάθε τόλμημα ένα ξεκίνημα καινούργιο μέσα στης ανακρίβειας των αισθημάτων τον γενικό χαμό. Μέσα στου πάθους τις ασύντακτες ορδές. Μια έφοδος στο άναρθρο. Να βρεθεί ξανά αυτό που χάθηκε, και βρέθηκε, και χάθηκε πάλι. Να βρεθεί ξανά… In my end is my beginning».

Πλάνο από «Το λιβάδι που δακρύζει»

Φιλμογραφία

Forminx story (1965)

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή», μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Και κάπου στα 1965 έρχεται η πρώτη παραγγελία για την ταινία «Φόρμιξ Στόρυ» που αφορούσε το νεανικό συγκρότημα τότε του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ήρθε όμως σε ρήξη με την παραγωγή και το σχέδιο ναυάγησε.

Αριστερά: Με την Ελένη Καραΐνδρου που έχει «ντύσει» με την αριστουργηματική
μουσική της τις περισσότερες ταινίες του. Δεξιά: Με τον Βασίλη Ραφαηλίδη, το 1980

Εκπομπή (1968)

Την επομένη χρονιά έρχεται η μικρού μήκους ταινία «Εκπομπή», που παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μια ομάδα δημοσιογράφων ζητά στον δρόμο από τους περαστικούς να τους ορίσουν τα χαρακτηριστικά που, κατά τη γνώμη τους, συνθέτουν τον «ιδανικό άνδρα», ενώ βάσει των απαντήσεων, ένας σχεδιαστής φτιάχνει ένα είδος identikit. Στη συνέχεια, οι ίδιοι δημοσιογράφοι ψάχνουν ανάμεσα στον κόσμο τον άντρα που ανταποκρίνεται σ’ αυτή την περιγραφή. Ανακαλύπτουν έναν μικροαστό, λίγο σεξομανή, ο οποίος πετάει απ’ τη χαρά του, όταν του ανακοινώνουν ότι έχει επιλεγεί ως ο «ιδανικός άνδρας» και έχει κερδίσει ως βραβείο να περάσει μια νύχτα με μια ντίβα του κινηματογράφου. O μικροαστός ετοιμάζεται με μεγάλη ανυπομονησία για το ραντεβού, αποκρύπτοντας το γεγονός από τη σύζυγο, αλλά, όταν φτάνει στο χώρο που του υπέδειξαν, και αφού περιμένει για ώρες, αντί για τη ντίβα, εμφανίζονται οι δημοσιογράφοι της έρευνας. Τον οδηγούν στο στούντιο και του δίνουν ένα δακτυλογραφημένο κείμενο που πρέπει να διαβάσει: είναι η ενθουσιώδης έκθεση πεπραγμένων μιας εκπληκτικής συνάντησης με μια ντίβα.

Σε διάλεξη στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Grenoble, το 1996

Αναπαράσταση (1970)

Το 1969, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη, εκδίδουν το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και το 1970 έρχεται η «Αναπαράσταση». Είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που βραβεύεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και διακρίνεται στο εξωτερικό. Οι πόρτες πλέον έχουν ανοίξει διάπλατα για τον Έλληνα σκηνοθέτη.

Μετά από χρόνια δουλειά στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, την Τυμφαία της Ηπείρου, μια χούφτα πέτρινα σπίτια σε μια έρημη, τραχιά και αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου μετράνε τις μέρες τους οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει.

Από τα γυρίσματα της «Αναπαράστασης» στη Ζίτσα Ιωαννίνων, 1970

Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξανάφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο, δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό όμως η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες και γρήγορα θα φτάσει η αστυνομία.

Σκηνές από την ταινία «Αναπαράσταση», 1970

Αυτός είναι ο πυρήνας του θέματος που θα αναπτυχθεί μέσα από διαφορετικές έρευνες: τη γραφειοκρατική (της ανάκρισης) που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση κι εκείνην μιας ομάδας δημοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο που υπέθαλψε αυτή την ιστορία. Το χρονικό του φόνου ολοκληρώνεται με τη σύλληψη της γυναίκας, αλλ’ η δραματική κοινωνική πραγματικότητα του χωριού παραμένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία τελειώνει με την επανάληψη της σκηνής του φόνου. Η αμετάβλητη πραγματικότητα πάνω στην οποία ωρίμασε ο φόνος, παραμένει εκεί.

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1970, με τους πρωταγωνιστές
της «Αναπαράστασης» Τούλα Σταθοπούλου και Γιάννη Τότσικα

Μέρες του ’36 (1972)

Ατίθασος χαρακτήρας βάζει μπροστά το ιστορικοπολιτικό τρίπτυχο «Μέρες του ’36» (1972), «Θίασος» (1974) και «Κυνηγοί» (1977), που αποτελεί μια σπουδή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Οι «Μέρες του ’36» είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της φιλοφασιστικής δικτατορίας του στρατηγού Μεταξά. Σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο και κάτω από έναν δυνατό ήλιο, δολοφονείται ένας συνδικαλιστής.

Οι υποψίες στρέφονται στον Σοφιανό, έναν πρώην συνεργάτη της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. O Σοφιανός αγωνίζεται μάταια ν’ αποδείξει την αθωότητά του. Απελπισμένος, κρατάει όμηρο στο κελί του έναν φίλο βουλευτή, που τον επισκέπτεται στη φυλακή και απειλεί να τον σκοτώσει, αν δεν τον ελευθερώσουν.

Είμαστε στις παραμονές των εκλογών του 1936 και η κυβέρνηση Μεταξά, που μόλις στέκεται όρθια χάρη σ’ έναν δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση: αν αντισταθεί στον εκβιασμό του Σοφιανού, προκαλώντας τον θάνατο του βουλευτή, θα χάσει τη στήριξη της Δεξιάς. Αν αντίθετα υποκύψει στον εκβιασμό και αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο, θα χάσει τη στήριξη του Κέντρου.

Το ποια «τάξη» αποκαταστάθηκε τελικά, το φανερώνει ξεκάθαρα η σκηνή της εκτέλεσης των διαδηλωτών που κλείνει και ολοκληρώνει την εμβληματική αυτή ταινία.

Ο Θίασος (1974-75)

Ο «Θίασος» αναφέρεται σε μία από τις πλέον σκοτεινές περιόδους στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, από το 1939 έως το 1952, μέσα από τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου. Η ταινία αποτελεί κορυφαία στιγμή στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ έχει χαρακτηριστεί και ως μία από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου όλων των εποχών.

Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελληνική ύπαιθρο, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη, «Γκόλφω, η βοσκοπούλα». Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική ζωή καθενός από τα μέλη του θιάσου, που ταυτόχρονα αποτελούν και μέλη της ίδιας οικογένειας, πλέκονται αξεδιάλυτα ξετυλίγοντας το κουβάρι αυτής της μοναδικής ιστορίας.

Παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «αριστερών» αγωνιστών και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952, όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς.

Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Oρέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας και ο Oρέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής του, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του αντάρτικου κατά τον Εμφύλιο.

Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας, τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ως το τέλος και φροντίζει τον μικρό Oρέστη, τον γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αμερικανό αξιωματικό.

Το παραδοσιακό καφενείο «Πανελλήνιο» στην Άμφισσα, όπου γυρίστηκε ο «Θίασος»

Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο.

Ο «Θίασος» θα ήταν υποψήφιος για Βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλ’ η κυβέρνηση Καραμανλή τη θεώρησε πολύ «αριστερή» για να εκπροσωπήσει τη χώρα μας… Και έτσι, επειδή το επίσημο φεστιβάλ αδυνατούσε να παραβεί την επιθυμία της κυβέρνησης Καραμανλή, ο «Θίασος» κατέληξε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών».

Μια παράλληλη εκδήλωση που για πρώτη φορά λειτούργησε ως αντίπαλον δέος στο επίσημο «συντηρητικό» πρόγραμμα του φεστιβάλ από το 1969. Έναν χρόνο μετά την εξέγερση του Μάη του ’68, όπου Γκοντάρ, Λελούς και Τριφό, τα τρομερά παιδιά της Νουβέλ Βαγκ (Νέο Κύμα), ανέβηκαν στη σκηνή και κατέβασαν την οθόνη των Καννών διακόπτοντας το «άθλιο φεστιβάλ των μπουρζουάδων»…

Από τα γυρίσματα του «Θιάσου»

Έτσι, χωρίς ο Αγγελόπουλος να πληρώσει δεκάρα τσακιστή, χωρίς ο παραγωγός του και (τότε) εφοπλιστής Γιώργος Παπαλιός να χρησιμοποιήσει γνωριμίες, χωρίς τίποτα, ο «Θίασος» μετατρέπεται στο απόλυτο γεγονός των Καννών. Μια ταινία τεσσάρων ωρών πλημμυρίζει ασφυκτικά από μάζες ενός διψασμένου κοινού που ζητούσε το καινούργιο, το φρέσκο και το διαφορετικό. Ο «Θίασος» τους το έδωσε με το παραπάνω, με τον Αγγελόπουλο να φεύγει με πολλά βραβεία.

Οι Κυνηγοί (1977)

«Οι Κυνηγοί» αποτελούν το τελευταίο μέρος της τριλογίας. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ’ την πληγή του, παρ’ όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια.

Οι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής (μαζί τους όμως και ένας «ανανήψας αριστερός»), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ’ τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και τον φόβο του παρελθόντος.

Μπροστά σ’ ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ’ ένα είδος εκδικητή της επανάστασης. Αφού ακούσουν απ’ τα χείλη του την καταδικαστική απόφαση, οι αστοί εκτελούνται, για να ξανασηκωθούν, βγαίνοντας από ένα άσχημο όνειρο. Το πτώμα θα επιστρέψει στο χιόνι και οι κυνηγοί θα συνεχίσουν την πορεία τους στο κατάλευκο τοπίο.

Με την Εύα Κοταμανίδου, τη Μαίρη Χρονοπούλου
και τον Βαγγέλη Καζάν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 1977

Ο Μεγαλέξαντρος (1980)

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1900, δραπετεύει από τη φυλακή, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, ένας επικίνδυνος ληστής, ο «Μεγαλέξαντρος», όπως τον αποκαλεί ο λαός, αφού βλέπει σ’ αυτόν το μυθικό ανάλογο των λαϊκών εξεγέρσεων. Με τη βοήθεια των παλικαριών του, απάγει μια ομάδα άγγλων διπλωματών και τους κρατάει ομήρους στο χωριό του, ζητώντας από την κυβέρνηση αμνηστία και την επιστροφή της γης στους χωρικούς.

Οι χωρικοί, που έχουν δημιουργήσει μια κοινότητα κάτω από την καθοδήγηση ενός δασκάλου σοσιαλιστή, υποδέχονται τον Αλέξανδρο και τους δικούς του και τον χαιρετίζουν ως λυτρωτή. Η αρμονία ανάμεσα στους ληστές και τους χωρικούς δεν διαρκεί πολύ. O Αλέξανδρος δεν συμμετέχει στη ζωή της κοινότητας. Μένει μόνος με τους συντρόφους του και τις επιληπτικές του κρίσεις. Δεν ανέχεται κανενός είδους αντίδραση ή διαφωνία και πολύ γρήγορα θα εκτελέσει τον δάσκαλο και τη θετή του κόρη.

Από τα γυρίσματα της ταινίας

Αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, οι χωρικοί χτυπιούνται απ’ το στρατό, που επιδιώκει την απελευθέρωση των ομήρων και τη σύλληψη του Αλέξανδρου. Αυτός, πληγωμένος γίνεται βορά του πλήθους και το σώμα του εξαφανίζεται. Ό,τι απέμεινε απ’ τον μυθικό ήρωα, είναι ένα μαρμάρινο κεφάλι και λίγο αίμα γύρω του. Στην έρημη πλατεία του χωριού, μετά την αντιπαράθεση με το στρατό, ο μικρός Αλέξανδρος, καβάλα σ’ ένα μουλάρι, θ’ απομακρυνθεί με προορισμό την πόλη.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τον «Χρυσό Λέοντα» στο Φεστιβάλ Βενετίας, 1980

Η ταινία «Μεγαλέξαντρος» τιμήθηκε με το βραβείο του «Χρυσού Λέοντα» στο Φεστιβάλ Βενετίας. Ήταν η πρώτη μεγάλη διεθνής διάκριση για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας ο μεγάλος σκηνοθέτης γνωρίζεται με τη διευθύντρια παραγωγής Φοίβη Οικονομοπούλου, η οποία έγινε από τότε η σύντροφος της ζωής του. Το ζευγάρι θ’ αποκτήσει τρεις κόρες, την Άννα (1980), την Κατερίνα (1982) και την Ελένη (1985).

Με τη σύζυγό του Φοίβη Οικονομοπούλου και τις τρεις κόρες τους Άννα, Κατερίνα και Ελένη

Το 1981 ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε για την ΥΕΝΕΔ το φιλμ «Χωριό ένα, κάτοικος ένας», διάρκειας 20 λεπτών, που αναφέρεται στην εγκατάλειψη του χωριού Νέα Σεβάστεια του νομού Θεσσαλονίκης από τον τελευταίο του κάτοικο και το 1983 το διάρκειας 43 λεπτών φιλμ «Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη», με θέμα μία διαφορετική Αθήνα, της ιστορίας και του προσωπικού μύθου του σκηνοθέτη, που προβλήθηκε από την ΕΡΤ.

Η «Τριλογία της σιωπής»

Το 1984 ο Αγγελόπουλος επανέρχεται με την «Τριλογία της σιωπής», η οποία αποτελείται από τις ταινίες «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), «Μελισσοκόμος» (1986) και «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988 – Βραβείο Αργυρού Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας).

Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)

Ο Μάνος Κατράκης με τη Ντόρα Βολανάκη στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα», 1984

Η ιστορία πραγματεύεται την επιστροφή στην Ελλάδα ενός πολιτικού πρόσφυγα, του Σπύρου (Μάνος Κατράκης), έπειτα από τριάντα δύο χρόνια εξορίας στη Σοβιετική Ένωση και την αδυναμία του να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και στις καταστάσεις, αφού η μνήμη του και η ψυχή του παραμένουν δοσμένες στο παρελθόν. Παράλληλα, ένας σκηνοθέτης περιπλανιέται μάταια, προσπαθώντας να φτιάξει την επόμενη ταινία του. Κουρασμένος από την αναζήτηση, προσκολλάται στον Σπύρο, που πουλάει λεβάντες στον δρόμο.

Ο Σπύρος επιστρέφει από την Τασκένδη, όπου ζούσε από το 1949 ως Έλληνας της περιφέρειας (ή του περιθωρίου), καθώς του δίνεται άδεια να γυρίσει στην πατρίδα του. Επιστρέφοντας ωστόσο διαπιστώνει ότι η πατρίδα που ήξερε δεν υπάρχει πια. Το «νόστιμον ήμαρ» του είναι εξαιρετικά πικρό. Νιώθει ξένος στον τόπο που έχουν πουλήσει στους ξένους άλλοι «Έλληνες» από χρόνια…

Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας του ξεπουλήματος της γης και των ιδεών και προσπαθεί όλα αυτά να τ’ αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Αδυνατεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.

Ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός Μάνος Κατράκης, που έφυγε από τη ζωή μόλις λίγους μήνες μετά την προβολή της ταινίας, είχε αραιώσει τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις και χρειάστηκε να τον επισκεφθεί ο ίδιος ο Αγγελόπουλος για να τον πείσει να πρωταγωνιστήσει σε αυτή του την ταινία. Στην ταινία συμμετέχει και ο δημοφιλής ηθοποιός Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, που και για εκείνον ήταν η τελευταία του δουλειά, την οποία δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένη, καθώς απεβίωσε λίγο πριν το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας.

Θεματικά το φιλμ διαφέρει από τις προηγούμενες δουλειές του μεγάλου Έλληνα δημιουργού, αφού σηματοδοτεί τη νέα του στροφή στον περισσότερο ανθρωποκεντρικό κινηματογράφο, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο χαρακτήρας και όχι η κοινωνική – πολιτική κατάσταση (η οποία όμως υποβόσκει πίσω από τις λέξεις), κάτι που ο Αγγελόπουλος ακολούθησε και σε επόμενες ταινίες του («Ο Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην Ομίχλη» κ.ά.).

Η διορατική ματιά του Αγγελόπουλου είναι παρούσα, τα πλάνα στην ομίχλη είναι μοναδικά και ο λόγος είναι λιτός, αλλά τα νοήματα, πίσω από τις εικόνες και τα λόγια, βαθυστόχαστα και επίκαιρα για την Ελλάδα της εποχής αλλά ακόμα και σήμερα. Την εποχή της προβολής της, η ταινία σάρωσε τα κρατικά βραβεία της χώρας, ενώ σημαντική διάκριση αποτελεί και το βραβείο σεναρίου που απέσπασε στο φεστιβάλ Καννών.

Ο Μελισσοκόμος (1986)

Στην ταινία «Ο Μελισσοκόμος» ο Σπύρος (Marcello Mastroianni), δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου πέρασε όλη του τη ζωή, μετά τον γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του, που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ξαναρχίζει και αυτός το ταξίδι του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι του και τη γυναίκα του. Διασχίζει τη χώρα κουβαλώντας μαζί του τις κυψέλες, όπως έκαναν ανέκαθεν ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του, ακολουθώντας τον δρόμο της Άνοιξης, τον δρόμο των μελισσών.

Ο Marcello Mastroianni σε σκηνή από την ταινία «Ο Μελισσοκόμος»

Η συνάντησή του με μια κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα και αναμνήσεις. Για εκείνον το παρελθόν είναι όλα. Για εκείνη δεν είναι τίποτα. O Σπύρος όμως, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι μόνος του με το παρελθόν του και πολύ κουρασμένος πια για να επιμείνει στον αγώνα της ζωής: θα πεθάνει αφημένος στην επίθεση των ίδιων του των μελισσών…

Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η Τζένη Ρουσέα, η Νάντια Μουρούζη
και ο Ντίνος Ηλιόπουλος στον «Μελισσοκόμο»

Η Νάντια Μουρούζη και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στον «Μελισσοκόμο»

Από τα γυρίσματα του «Μελισσοκόμου»

Τοπίο στην ομίχλη (1988)

Η Βούλα και ο Αλέξανδρος είναι δυο παιδιά, αδέλφια, που ο πατέρας τους δουλεύει μετανάστης στη Γερμανία. Αυτή τουλάχιστον είναι η απάντηση που τους δίνει η μητέρα τους, όταν εκείνα τον αναζητούν.

Η Τάνια Παλαιολόγου, ο Μιχάλης Ζέκε και ο Στράτος Τζώρτζογλου
στην ταινία «Τοπίο στην ομίχλη»

Μια μέρα, επιβιβάζονται σ’ ένα τρένο που νομίζουν ότι θα τους μεταφέρει στη Γερμανία. Το ταξίδι τους δε φαίνεται να πραγματοποιείται. O προορισμός απομακρύνεται όσο τα δυο παιδιά εμπλέκονται σε μια διαρκή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, που τους «καθυστερεί» σε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς κατά μήκος της χώρας.

Μετά από μια σκληρή περιπλάνηση στη ζωή και την ενηλικίωση, θα φτάσουν σ’ εκείνο το σύνορο, πέρα απ’ το οποίο πιστεύουν ότι θα βρουν τελικά έναν πατέρα, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτά μια ελπίδα. Αν, μετά την έρημη και παρακμασμένη χώρα που διέτρεξαν, υπάρχει η «Γερμανία» πέρα απ’ αυτό το σύνορο, τότε υπάρχει ελπίδα τα παιδιά να βρουν μόνα τους τον δρόμο για να βγουν απ’ τον δικό μας χαοτικό κόσμο.

Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991)

Ακολουθεί η ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», πάλι με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τη Ζαν Μορό. Ένας πολιτικός, μετά από μια συνεδρίαση στη βουλή όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του και εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος στα γυρίσματα της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», 1991

Ένας νεαρός δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ στην παραμεθόριο για τους εγκλωβισμένους στα σύνορα μετανάστες και πρόσφυγες διαφόρων φυλών, συναντά έναν ηλικιωμένο πρόσφυγα, του οποίου η εξωτερική εμφάνιση ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του αγνοούμενου πολιτικού. Παρά τις έρευνές του και μια συνάντηση που καταφέρνει να οργανώσει ανάμεσα στον άγνωστο και τη γαλλίδα γυναίκα του πολιτικού, η ταυτότητα του άντρα παραμένει ανεξακρίβωτη.

Αξέχαστες σκηνές από την ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», 1991

Ο ρεπόρτερ συναρπάζεται από τη φυσιογνωμία αυτού του αγνώστου, που ζει σχεδόν ασκητικά σε μια μικρή συνοριακή πόλη. Χωρίς να διευκρινίζει την πόλη, όπου τοποθετείται η πλοκή της ταινίας του, ο Αγγελόπουλος φτιάχνει ένα έργο – μεταίχμιο πάνω στην απελπισία του τέλους του 20ού αιώνα και τη διασταύρωση δύο όμορων πολιτισμών (Αλβανίας – Ελλάδας).

Η φύση …απόλυτη πρωταγωνίστρια με μοναδικά πλάνα
στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού»

Η γυναίκα δεν τον αναγνωρίζει και εκείνος δεν φαίνεται διατεθειμένος ούτε για μια στιγμή να δώσει ένα σημάδι ότι δεν πρόκειται για τον πολιτικό που αγνοείται. Σ’ αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο, όπου έχει καταφύγει στην απομόνωση ενός κόσμου με δικό του θεό και νόμο, συμπιεσμένο ανάμεσα σε εμπόδια, σύνορα και όρια, όλα μετεωρίζονται σε μιαν αβέβαιη πραγματικότητα…

Οι πρωταγωνιστές της ταινίας Marcello Mastroianni και Jeanne Moreau‎, 1991

Με τους συνεργάτες του στα γυρίσματα της τανίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», 1991

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας στη Φλώρινα, ο οικείος μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης, μη συμφωνώντας με το περιεχόμενο της ταινίας, αφόρισε τον Αγγελόπουλο, στις 17 Δεκεμβρίου 1990, καθώς και τον πρωταγωνιστή Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Το συμβάν απασχόλησε για μέρες τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού και διεθνούς Τύπου.

Mε τη Jeanne Moreau‎ στα γυρίσματα της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», 1991

Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995)

Σκηνοθετώντας τον Θανάση Βέγγο και τον Harvey Keitel στην ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

Το 1995 ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών, προς μεγάλη απογοήτευση του Αγγελόπουλου, που θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί ο «Χρυσός Φοίνικας» και με δηλώσεις προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του Φεστιβάλ.

Από τα γυρίσματα της ταινίας στη Θεσσαλονίκη, 1995

Στην παραλία Θεσσαλονίκης από τα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

O ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Α. επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ, όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του Α. (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο.

Η Maya Morgenstern και ο Harvey Keitel σε σκηνές
της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

Από τα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

Η οδύσσεια του Α. δεν είναι μια ομηρική Οδύσσεια. Όλα τα ομηρικά αντίστοιχα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο σαν σχήματα, σκορπισμένα στοιχεία στο μακρύ ταξίδι της σύνθεσης. Τώρα που όλες οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, τώρα που το σοσιαλιστικό όνειρο κύλησε στο ποτάμι της Ιστορίας, η περιπέτεια του βλέμματος απέμεινε η μόνη περιπέτεια να αφηγηθείς.

Με τη Μάνια Παπαδημητρίου τα γυρίσματα της ταινίας, 1995

Χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

Ο Θανάσης Βέγγος και ο Harvey Keitel σε σκηνή της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

Ο Harvey Keitel και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», 1995

Με τις κόρες του, τον Harvey Keitel και τη Maya Morgenstern
στο Φεστιβάλ Καννών, 1995

Μια αιωνιότητα και μια μέρα (1998)

Ακολουθεί, το 1998, η ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», για την οποία το Φεστιβάλ Καννών απονέμει στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο τον Χρυσό Φοίνικα. Η αύρα του Αγγελόπουλου είχε προσεγγίσει, ήδη από τη δεκαετία του ’80, αρκετούς διεθνείς και καταξιωμένους ηθοποιούς, όπως τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τον Χάρβεϋ Καϊτέλ. Το 1998 ήταν η σειρά του Μπρούνο Γκάντς να ενσαρκώσει τον κεντρικό χαρακτήρα της νέας ταινίας τα έργα του Έλληνα σκηνοθέτη.

Ο Bruno Ganz στην παραλία Θεσσαλονίκης σε σκηνή της ταινίας «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», 1998

Στο φιλμ «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» ο σπουδαίος ελβετός ηθοποιός Bruno Ganz ενσαρκώνει τον Αλέξανδρο, έναν μεσήλικα συγγραφέα, ο οποίος αντιλαμβάνεται πως δεν του μένει αρκετός χρόνος ζωής, λόγω μιας ανίατης ασθένειας από την οποία έχει προσβληθεί.

Ο Bruno Ganz και η Isabelle Renauld σε σκηνές της ταινίας «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», 1998

Αυτό οδηγεί τον Αλέξανδρο να κάνει έναν απολογισμό της ζωής του, ασχολούμενος παράλληλα με ένα ημιτελές ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Ωστόσο, μια συνάντηση με ένα άστεγο παιδί θα σημαδέψει τον λίγο χρόνο που του απομένει, κάτι που τον οδηγεί στο να αναβάλει την «αναχώρησή» του και να παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του και ν’ αφήσει τα ίχνη του σ’ ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, μέσα απ’ το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει…

O Μπρούνο Γκαντς και ο μικρός Αχιλλέας Σκεύης σε σκηνές της ταινίας

Η ταινία ξεχώρισε για την ανάδειξη της σχέσεως του συγγραφέα με το μικρό παιδί (Αχιλλέας Σκεύης) και την εξαιρετικά σουρρεαλιστική απόδοσή της, τόσο από τον Αγγελόπουλο σκηνοθετικά, όσο και από τους αριστοτέχνες συνεργάτες του, που την έντυσαν με τη μουσική της η Ελένη Καραΐνδρου, με τη φωτογραφία του ο Γιώργος Αρβανίτης και με το μοντάζ του ο Γιάννης Τσιτσόπουλος.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος στη Θεσσαλονίκη για τα γυρίσματα της ταινίας, 1998

Από τα γυρίσματα της ταινίας με τους μικρούς της ήρωες

Έχοντας χαρακτηριστεί ως ένας φιλόσοφος και ποιητής του σινεμά, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, σε πολλά από τα έργα του, είχε θέσει στο επίκεντρο το προσωπικό ταξίδι και τον στοχασμό των πρωταγωνιστών του, το οποίο διανθίζεται από τις υποβλητικές και ομιχλώδεις τοποθεσίες της Ελλάδος. Ο σκηνοθέτης είχε καλλιεργήσει μια μοναδική συνεργασία με τον φωτογράφο του Γιώργο Αρβανίτη, ο οποίος συνοδευόμενος από τη σκηνοθετική μαεστρία του Αγγελόπουλου, παρείχε μνημειώδεις εικόνες της ελληνικής υπαίθρου και όχι μόνο.

Με τον βραβευμένο φωτογράφο του Γιώργο Αρβανίτη, 1998

Σε σύγκριση με προηγούμενες δημιουργίες του, εδώ ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βελτιστοποίησε στο έπακρο τις θεματικές, με τις οποίες αρεσκόταν να καταπιάνεται, προσφέροντας σε κοινό και κριτικούς ένα από τα πιο διαυγή και συναισθηματικά κινηματογραφικά ταξίδια του. Ο Χρυσός Φοίνικας ήταν το επιστέγασμα μιας ήδη λαμπρής καριέρας και ο δρόμος προς την αιωνιότητα.

Με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών για την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», 1998

Δημοσίευμα της εποχής για την απονομή στον Θ. Αγγελόπουλο
της κορυφαίας κινηματογραφικής διάκρισης

Το λιβάδι που δακρύζει (2004)

Το 2004 ο σπουδαίος σκηνοθέτης ξεκινάει να δημιουργεί την επομένη τριλογία του. Η πρώτη της ταινία με τίτλο «Το Λιβάδι που δακρύζει» αναφέρεται στην ιστορία του Ελληνισμού από το 1919 έως το 1949. Το θέμα της πραγματεύεται την ιστορία μιας κοινότητας Ελλήνων προσφύγων της Οδησσού στην Ελλάδα.

Η δεύτερη ταινία της τριλογίας έχει τίτλο «Η Σκόνη του Χρόνου» (2008), ενώ την τρίτη ταινία θ’ αποτελούσε η ταινία «Η άλλη θάλασσα» (2011-12), την οποία δυστυχώς ο σκηνοθέτης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει καθώς στα γυρίσματά της τον βρήκε ο θάνατος, στις αρχές του 2012.

Πλάνα της ταινίας «Το Λιβάδι που δακρύζει», 2004

Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σ’ έναν βαλτότοπο της Ελλάδας, που ορίζεται από ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά τον θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι τους, αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στον χαμό του διωγμού.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος στα γυρίσματα της ταινίας «Το Λιβάδι που δακρύζει»
με τους νεαρούς πρωταγωνιστές Αλεξάνδρα Αϊδίνη και Νίκο Πουρσανίδη

Ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με τον γιο του, με τον οποίο αγαπιούνται από παιδιά. Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, με την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μία τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί το ζευγάρι ν’ αντιμετωπίσει μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τους συνεργάτες του
στα γυρίσματα της ταινίας «Το Λιβάδι που δακρύζει»

Μη μπορώντας να στεριώσουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αμερική σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας. Η Ελένη, μόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέμου και του εμφυλίου, χάνοντας και τα δύο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόμισε πως είχε βρει, φτάνοντας μια μέρα, μικρό παιδάκι, στην Ελλάδα.

Αριστερά: Στο χωριό που έχτισε στη λίμνη Κερκίνη για τα γυρίσματα
της ταινίας «Το Λιβάδι που δακρύζει». Δεξιά: Για την ίδια ταινία έφτιαξε
ολόκληρο οικισμό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης

Η σκόνη του χρόνου (2008)

Η ταινία «Η σκόνη του χρόνου», του 2008, είναι η δεύτερη αυτής της τριλογίας. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α., σημεία κομβικά στις εξελίξεις του παγκόσμιου πολιτικοκοινωνικού σκηνικού της εποχής. Τους κεντρικούς ρόλους ενσαρκώνουν μια ομάδα καταξιωμένων ηθοποιών διεθνούς κύρους (ο Willem Dafoe, ο Bruno Ganz, η Irene Jacob και ο Michel Piccoli).

Σκηνές από την ταινία «Η Σκόνη του Χρόνου», 2008

«Η Σκόνη του Χρόνου» είναι μια ιστορία χωρίς σύνορα, ένας απολογισμός του περασμένου αιώνα, μέσα από έναν έρωτα που προκαλεί τον χρόνο. O Α. (Γουίλιαμ Νταφόε), Αμερικανός σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής, γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία τη δική του και των γονιών του.

Ο Γουίλιαμ Νταφόε σε σκηνές της ταινίας «Η Σκόνη του Χρόνου», 2008

Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ), ανάμεσα στον Γιάκομπ (Μπρούνο Γκάντς) και τον Σπύρο (Μισέλ Πικολί) διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται σαν σε όνειρο, η σκόνη του χρόνου μπερδεύει τις μνήμες. Ο Α. τις αναζητά και τις ζει στο παρόν…

Από τα γυρίσματα της ταινίας στο Βερολίνο, 2008

Με την Ιρέν Ζακόμπ και τον Γουίλιαμ Νταφόε από την ταινία «Η Σκόνη του Χρόνου», 2008

Η άλλη θάλασσα (2012)

Κινηματογραφικό θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τον θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη, αφού του έστησε καρτέρι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος πέθανε αναπάντεχα, βυθίζοντας στο πένθος όχι μόνο την οικογένειά του, αλλά και ολόκληρο τον καλλιτεχνικό χώρο στην Ελλάδα και το εξωτερικό και το λαό μας.

Η είδηση του θανάτου του Θεόδωρου Αγγελόπουλου έκανε τον γύρο του κόσμου και σόκαρε όλους όσους τον είχαν γνωρίσει και αγαπήσει είτε από κοντά είτε μέσα από τις ταινίες του. Η θλίψη που άφησε η απώλειά του μεγάλη.

Ο τρόπος που άφησε την τελευταία του πνοή μοιάζει απίστευτος, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του «Η άλλη θάλασσα», στις 24 Ιανουαρίου 2012.

Σκηνή από την ανολοκλήρωτη ταινία «Η άλλη θάλασσα», 2012

Η ταινία μιλά για την κρίση στη χώρα μας, ένα θέμα που δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει αδιάφορο τον Έλληνα σκηνοθέτη, που ανέκαθεν υπήρξε από τους ανθρώπους που αφουγκράζονται τα προβλήματα της κοινωνίας. Το σενάριο είναι η ιστορία μιας ομάδας ηθοποιών, που θέλει να ανεβάσει την «Όπερα της πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αλλά δεν τα καταφέρνει, λόγω οικονομικών δυσκολιών. Υπάρχει όμως και η σχέση ενός πατέρα με την κόρη του, που συμβολίζουν το πρόσωπο που δημιούργησε την κρίση και εκείνο που έχει υποστεί τις συνέπειές της. Η ταινία είναι μια αλληγορία για τη κατάσταση της Ελλάδας και της Ευρώπης την περίοδο που γυρίστηκε.

Τα γυρίσματα του κύκνειου άσματος του σκηνοθέτη είχαν αρχίσει μόλις λίγες ημέρες πριν, στις 29 Δεκέμβρη του 2011.

Το μεγαλύτερο μέρος τους γινόταν στην περιοχή του Πειραιά, εκεί δηλαδή όπου εσυνέβη το μοιραίο δυστύχημα, και θα συνεχίζονταν στην Πάτρα αλλά και στο θέατρο «Ρεξ», ενώ κάποια είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθούν και στην Κύπρο.

Οι ηθοποιοί που είχαν επιλεγεί να συμμετέχουν στην τελευταία ταινία του διάσημου σκηνοθέτη δεν μπορούν να πιστέψουν ότι οι τίτλοι τέλους είχαν πέσει πριν καν τελειώσουν τα γυρίσματα και μάλιστα, με την αιφνίδια απώλεια του 77χρονου δημιουργού.

Συνέντευξη του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στον Παναγιώτη Φραντζή
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πριν», στις 8 Φεβρουαρίου 2009)

Θα ήθελα να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Πώς βλέπετε την εποχή που ανοίγεται μπροστά μας; Τι φέρνει η καπιταλιστική κρίση;

Το εντυπωσιακό είναι ότι πλέον αστοί διανοούμενοι ανακαλύπτουν ξανά τον Μαρξ και την ανάλυσή του για τον καπιταλισμό. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητα ελέγχου της αγοράς από το κράτος. Το πνεύμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, το περίφημο laissez faire, laissez passer, le monde va de lui même! έχει πεθάνει, καθώς αποδείχθηκε ότι η αγορά δεν μπορεί να αυτορρυθμιστεί.

Μπαίνουμε λοιπόν σε μια νέα περίοδο που θα οδηγήσει την αστική τάξη σε υποχωρήσεις, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό περιγράφεται ακριβώς με τον όρο της επαναστατικής ή προεπαναστατικής κατάστασης. Δεν βλέπω δηλαδή μια πολιτική ανατροπή, παρ’ όλα αυτά. Βέβαια, η κρίση μπορεί να φέρει μια νέα συνειδητοποίηση του κόσμου, των εργαζομένων, όλων, γιατί κανείς δεν είναι ικανοποιημένος με αυτή την κατάσταση. Αλλά, σε σχέση με παλαιότερα, σήμερα είναι πιο δύσκολο να προβλέψεις τι θα γίνει. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει αυτό που λέει η ταινία, ένα τοπίο στην ομίχλη, όπου δεν μπορείς να δεις μακριά, παρά μόνο λίγο πιο κοντά, λίγο πιο πέρα από κει που είσαι… Θα δούμε.

Από τα γυρίσματα της ταινίας «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

Μιλάτε για υποχωρήσεις της αστικής τάξης και σκέφτομαι ότι το εργατικό κίνημα έχει ήδη υποχωρήσει πολύ.

Το εργατικό κίνημα στις μέρες μας δεν συμπλέει με την Αριστερά -και αυτό είναι ένα καινούργιο φαινόμενο. Όχι τελείως καινούργιο, αλλά σίγουρα κάτι για το οποίο θα πρέπει να διερωτηθεί η Αριστερά. Κάτι συμβαίνει. Δεν είναι η ίδια κατάσταση που υπήρχε κάποτε. Κάποτε η Αριστερά ξεκίναγε από την εργατική τάξη, από τα εργατικά κινήματα. Μερικοί επιμένουν να επικαλούνται ότι αντιπροσωπεύουν… αλλά δεν αντιπροσωπεύουν, στην πραγματικότητα. Αυτά είναι πάντως προς μελέτη, όλων των αριστερών κινήσεων και κομμάτων. Τι αντιπροσωπεύουν. Εν ονόματι ποιου ή σε ποιον απευθύνονται.

Και πώς συνδέουν τα σύμβολα της εποχής του Λένιν και του Μπελογιάννη με αυτά που ζούμε σήμερα. Πώς επιστρέφουμε στην υλιστική διαλεκτική…

Είναι μια άλλη εποχή. Δεν είναι θέμα επιστροφής, είναι θέμα αναζήτησης ενός καινούριου πολιτικού λόγου. Για μένα, αυτό που πρέπει να προκύψει και το μέλλον της Αριστεράς… και ο όρος δεν ξέρω αν θα ισχύει, αλλά ας πούμε έτσι… ποια θα είναι η θέση της Αριστεράς, εάν δεν έχει καινούριο πολιτικό λόγο. Το μεγάλο πρόβλημα, εδώ και χρόνια, είναι ότι είμαστε συνέχεια μόνο άρνηση, κριτική. Δεν υπάρχει νέος πολιτικός λόγος που να μπορεί να παντρευτεί τη σημερινή συγκυρία και τα προβλήματα που γεννιόνται από ‘δω και πέρα. Αυτό το πρόβλημα το διαισθανόμουν εδώ και πάρα πολύ καιρό. Απλώς όλοι μας, όσοι ανήκουμε στην Αριστερά, είμαστε κάπως… κολλημένοι σε κάποια πράγματα.

Σκηνή από την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

Αυτό εξηγείται από τα αντανακλαστικά του αμυνόμενου που είχαμε μετά τον εμφύλιο…

Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει πια. Τελείωσε από τη στιγμή που σε μια κυβέρνηση που έγινε μετά τη μεταπολίτευση συμμετείχε και το ΚΚΕ με τον Φλωράκη.

Πάντως αυτή τη στιγμή σχεδόν την έχουν ξεχάσει, υπάρχει μια περίεργη σιωπή…

Καλά, άσ’ το αυτό… Ε, βέβαια υπάρχει σιωπή… Εκεί τελείωσε πάντως.

Για την εποχή που έρχεται σκεφτόμουν ότι ίσως είναι ένα περίεργο μείγμα: μέρες του ’36 και μέρες του ’65 μαζί. Εσείς ζήσατε τα Ιουλιανά…

Άλλο πράγμα… Κάποτε είπα για όλο αυτό ότι τότε τραγουδούσαν οι δρόμοι. Τώρα, πέρα απ’ τα παιδιά που κατέβηκαν χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί κατεβαίνουν, αλλά όλοι το διαισθανόμασταν, αυτή τη διαμαρτυρία για έναν κόσμο που δεν μας αρέσει… αυτό που χαλάει την ιστορία είναι όταν ο άλλος πάει και σπάει -ουσιαστικά υπονομεύει αυτή την ιστορία, γιατί δίνει άλλοθι και στην καταστολή και στην αντίδραση όλων των υπολοίπων. Δεν είναι πολιτικός λόγος αυτό.

Χρειάζεται πρώτα ο πολιτικός λόγος και αυτό πρέπει να αναζητήσει η Αριστερά. Δεν έρχονται βέβαια τα πράγματα με κουμπάκια. Είναι όμως ένα ψάξιμο που πρέπει να γίνει σε βάθος για την αναζήτηση μιας οραματικής σχέσης με το μέλλον που να ανοίγει μια ιστορική προοπτική. Δεν γίνεται αλλιώς -ειδάλλως είναι ένα ακίνητο πράμα, το οποίο θα παραπαίει. Τότε, στα Ιουλιανά, τα πράγματα είχαν ένα στόχο, δεν ήταν απλώς μια εξέγερση, υπήρχαν αιτήματα. Οι φοιτητές μιλάγανε πολιτικά, δεν ήταν άρνηση μόνο. Υπήρχε μια έξαρση, υπήρχε ένα τραγούδι, θα το έλεγα τραγούδι με τη μεταφορική έννοια.

Από τα γυρίσματα της ταινίας «Ο Μελισσοκόμος»

Πείτε μου για την εμπειρία σας στην Αθήνα του 1965, τότε που άρχισαν όλα.

Το ’64 ήμουν ακόμα στο Παρίσι. Είχα κλείσει μια δουλειά με τον Αλέν Ρενέ (είχα μια τρομακτική αποδοχή από τη μεριά των Γάλλων, όλοι περιμένανε πώς και πώς), είχα δηλαδή μια ανοιχτή ιστορία στη Γαλλία. Και κατέβηκα να δω τους γονείς μου πριν ξαναγυρίσω πίσω. Και κατεβαίνοντας, είναι γνωστή η ιστορία, κάπου στα Χαυτεία ήτανε, συγκρούονταν φοιτητές με αστυνομικούς, ξύλο, εγώ έμενα στην Αχαρνών και πήγαινα με τα πόδια, με ένα σακίδιο… και δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα. Ήρθαν οι αστυνομικοί καταπάνω μου. Έφαγα μια σφαλιάρα στο πρόσωπο, μου έπεσαν τα γυαλιά κάτω και έσπασαν -τότε έσπαγαν τα γυαλιά. Και τα ‘χασα.

Γυρίζοντας σπίτι μίλησα στο τηλέφωνο με την Τώνια τη Μαρκετάκη, που τότε δούλευε στη «Δημοκρατική Αλλαγή» και έκανε κριτική. «Θεόδωρε έμαθα ότι γύρισες, ξέρουμε πώς γράφεις και θέλουμε να είσαι στην εφημερίδα μαζί μας». Λέω «Τώνια, εγώ θα γυρίσω, έχω κλείσει δουλειά». «Καλά εντάξει», μου λέει, «θα τα πούμε». Αλλά εγώ είχα σοκαριστεί αγρίως. Και καθόμουν και σκεφτόμουν. Όλη νύχτα την πέρασα δύσκολα. Σαν να είχα περάσει ένα ψυχολογικό σοκ, έτσι θα το έλεγα. Την άλλη μέρα το πρωί τηλεφώνησα στην Τώνια και της είπα: «Εντάξει Τώνια, θα ’ρθω». Κι έμεινα στην Ελλάδα. Ακόμα και όταν οι φίλοι μου στη διάρκεια της δικτατορίας φύγαν όλοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, εγώ έμεινα και άρχισα να κάνω ταινίες. Με σκοπό να καταλάβω όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά για να καταλάβω πού βρισκόμουν. Και πού αλλού να πάω, με την «Αναπαράσταση» πήγα στη βαθιά Ελλάδα, όχι στην Αθήνα, να ανακαλύψω τη χώρα μου -και έτσι άρχισε αυτή η ιστορία.

Θυμάμαι επίσης τη δολοφονία του Πέτρουλα ιδωμένη πάνω απ’ το μπαλκόνι της «Δημοκρατικής Αλλαγής», θυμάμαι τη στιγμή της επίθεσης της αστυνομίας στους διαδηλωτές και στο συμβάν και στο σημείο που έπεσε νεκρός ο Πέτρουλας κοντά στη Χρήστου Λαδά έκανα αναφορά σε ένα ντοκιμαντέρ μου για την Αθήνα…

Σκηνή από την ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει»

Πώς ήταν στην εφημερίδα το κλίμα;

Καταπληκτικά. Από τη πλευρά της Αριστεράς σε σχέση με την Αυγή ήταν πρωτοπορία: πιο νεανική, τόσα αξιόλογα πρόσωπα… ήταν καταπληκτικά! Εκτός απ’ το γεγονός ότι η διεύθυνση βέβαια ήταν σκληροπυρηνική. Μια φορά θυμάμαι έγραψα μια αρνητική κριτική για μια ρώσικη ταινία, που δεν μου άρεσε καθόλου, και έγινε χαμός. Φωνάξαν τον Βασίλη τον Ραφαηλίδη, ο οποίος ήταν στο κόμμα οργανωμένος, και του έκαναν πολύ αυστηρή επίπληξη για την κριτική που έκανα.

Τον γνωρίζατε από πριν τον Ραφαηλίδη;

Όχι. Γνωριστήκαμε μέσα στη «Δημοκρατική Αλλαγή». Από τότε ο Βασίλης έγινε αδερφός μου. Μπορώ να πω για τρεις τέσσερις ανθρώπους που ήταν πνευματικά αδέρφια μου και τους αγαπούσα πολύ. Ένας από αυτούς ήταν ο Βασίλης, μέχρι το τέλος. Παρά τις διαφωνίες που είχαμε σε ορισμένα πράγματα, τις υπερβολές του… Ήταν υπερβολικός, αλλά εξαιρετικά ειλικρινής μες στην υπερβολή του.

Τι έκταση δίνατε στα θέματα του πολιτισμού;

Νομίζω ότι ήτανε πάντα σε κεντρική σελίδα, είχε μια πολύ καλή θέση μέσα στην εφημερίδα ο πολιτισμός. Τότε δινόταν πολύ μεγάλο βάρος σε αυτά, ήταν πολύ εντυπωσιακή και έντονη η παρουσία του πολιτισμού στην εφημερίδα, μέσα από κριτικές και άρθρα. Καλά οι κριτικές κινηματογράφου που έκανα εγώ τότε ήταν τελείως άλλο πράγμα από αυτές που γίνονταν μέχρι τότε. Ήταν και οι άνθρωποι διαφορετικοί. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τη διαφορά με σήμερα, αλλά τότε ήταν όλα αλλιώς.

Θυμάμαι έντονα μια σκηνή από «Το Λιβάδι που δακρύζει». Εκεί που πιάνεται στα χέρια ο Αρμένης με τον συνεργάτη του και όταν τους χωρίζουν λέει: «Δεν είναι τίποτα παιδιά, ένας φίλος πρόδωσε».

Το «Αριστερός» δε σημαίνει πάντα ότι είναι κανείς και μεγαλόψυχος, έτσι δεν είναι; Υπήρχαν όμως αυτοί που ήταν όντως έτσι. Εγώ νομίζω ότι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης ο Ρίτσος. Μιλάω από την προσωπική επαφή που είχα μαζί του. Ο Γιάννης ο Ρίτσος ήταν έτσι. Και άλλοι, ανώνυμοι. Σκληροί ήταν πάρα πολύ οι στενά κομματικοί. Ήταν πολύ κάθετοι, είναι γνωστές οι ιστορίες και από το εσωτερικό το λεγόμενο τότε και από το εξωτερικό, πόσο σκληρά ήταν τα πράγματα και πόσοι σκληροί οι μεν για τους δε. Το κομματικό καθήκον ήταν παραπάνω από αυτό που θα λέγαμε ανθρωπιά. Στο κομμουνιστικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν έτσι; Οι διαγραφές, οι προγραφές…

Βέβαια δεν ήταν πάντα έτσι ούτε στο μπολσεβίκικο κόμμα…

Η εποχή ακριβώς της επανάστασης, πριν από την επανάσταση, είναι αλλιώς. Για να μεταχειριστώ τη γνωστή φράση του Ταλεϊράνδου που χρησιμοποιεί ο Μπερτολούτσι στην πρώτη πρώτη του ταινία: «Όποιος δεν έζησε την εποχή πριν την επανάσταση δεν ξέρει τι θα πει γλύκα της ζωής». Τότε τα πράγματα είναι γλύκα της ζωής, μετά σκληραίνουν. Ό,τι γίνεται καθεστώς γίνεται θέσεις, γίνεται ταξινόμηση, γίνεται ιεραρχία…

Πάμε στην Ελένη μετά το «Λιβάδι που δακρύζει»;

Το «Λιβάδι που δακρύζει» δεν έχει καμία σχέση με την επόμενη ταινία -απλώς είναι και αυτή μια ταινία πάνω στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και οι δύο αναφέρονται στην ίδια περίπου περίοδο. Μόνο το όνομα Ελένη είναι το ίδιο, δεν είναι ούτε καν το ίδιο πρόσωπο. Υπάρχει ένας έρωτας πάντα, έτσι δεν είναι; Στο «Λιβάδι που δακρύζει» η Ελένη είναι ένα κορίτσι που ερωτεύεται έναν άντρα, που φεύγει για την Αμερική. Αυτή θα μείνει πίσω και θα περιμένει.

Η ηρωίδα αυτή δέχεται παθητικά τα χτυπήματα της ζωής, ενώ…

Η Ελένη της πρώτης ταινίας δεν είναι ενταγμένη στην Αριστερά. Βέβαια φυλακίζεται για υπόθαλψη καθεστωτικού, υπομένει πολλά βάσανα αλλά κοιτάξτε, η στάση αυτού που περιμένει δεν είναι παθητική -είναι ενεργητική στάση. Έχει μια μεγάλη εξωπραγματική δύναμη που έχει περάσει και σε μύθους πολλών λαών, όπως ο δικός μας της Πηνελόπης και του Οδυσσέα. Τώρα, στη δεύτερη ταινία της τριλογίας, στη «Σκόνη του χρόνου» υπάρχει ένα κορίτσι που είναι οργανωμένο στην Αριστερά, ένα υποκείμενο ή μάλλον υποκείμενο και μετά αντικείμενο της ιστορίας. Διώκεται για τη δράση της, φεύγει από τη χώρα και καταλήγει στην Τασκένδη και από εκεί στο Καζακστάν, κοντά στα σύνορα με τη Σιβηρία. Αυτή έχει γνωρίσει έναν άντρα σε έναν χορό, κάπου στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο στη συνέχεια χάνει. Θα τον ξανασυναντήσει μετά από τρία χρόνια στην Τασκένδη τη μέρα του θανάτου του Στάλιν. Και όταν όλοι έχουν φύγει μετά το άκουσμα της είδησης, οι δυο τους θα έχουν μια ερωτική συνάντηση μέσα σε ένα βαγόνι… Πρέπει να σου πω ότι ο άντρας τα χρόνια που μεσολάβησαν την έψαχνε παντού και τελικά τη συναντά, αφού ταξιδεύει έξω με άλλο όνομα και άλλα ρούχα…

Υπάρχει όμως και ένας άλλος…

Υπάρχει ναι και ένας άλλος άντρας, ο οποίος αφού σε μια στιγμή ο πρώτος άντρας θα αναγκαστεί να φύγει για την Αμερική, θα ζήσει κοντά της και θα υπάρξει συμπαραστάτης και φίλος της και τελικά θα την ερωτευθεί. Και εκείνη φυσικά θα αγαπήσει βαθιά και τους δύο.

Λοιπόν η ταινία ξεκινά με την αναγγελία του θανάτου του Στάλιν το 1953 και τον κόσμο να κλαίει…

Πρέπει να σου πω ότι δεκάδες κομπάρσοι, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, έκλαιγαν στ’ αλήθεια στα γυρίσματα, σαν να ξαναζούσαν τη μέρα εκείνη. Γιατί για αυτούς ο Στάλιν ήταν αυτός που έδωσε ζωή στον τόπο τους.

Ο πατέρας ενός λαού, το χαμένο τους στήριγμα, ο αυστηρός πατέρας της ταινίας του Ζβιαγκίντσεφ που επιστρέφει μετά από απουσία δώδεκα χρόνων.

Οι Ρώσοι έχουν μια μακρά παράδοση, στην οποία η έννοια του πατέρα είναι θεμελιακή. Η μορφή του πατέρα επανέρχεται στις ταινίες μου και με απασχολεί πολύ λόγω βιωμάτων. Πολύ μικρός, μετά το Δεκέμβρη του ’44, θυμάμαι που ψάχναμε με τη μητέρα μου να βρούμε τον πατέρα μου νεκρό -τον είχαν πάρει όμηρο αποχωρώντας από την Αθήνα οι Ελασίτες, αλλ’ εμείς ξέραμε ότι τον είχαν πάει για εκτέλεση… Απίστευτες καταστάσεις. Ώσπου μια μέρα, εκεί που έπαιζα στον δρόμο μπροστά στο σπίτι μας τον είδα να επιστρέφει!… Η «Αναπαράσταση» ξεκινά με την επιστροφή του πατέρα. Ενώ το «Τοπίο στην ομίχλη» είναι η αναζήτηση του πατέρα. Αυτό που ψάχνουν και τώρα τα παιδιά στους δρόμους, τι άλλο είναι; Έναν πατέρα ψάχνουν σε συμβολικό επίπεδο: ένα σταθερό σημείο αναφοράς.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και η Ποίηση

Είναι σχετικά άγνωστο, ότι ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία από την ποίηση και δημοσίευε ποιήματα στη «Νέα Εστία», πολύ πριν ασχοληθεί με το σινεμά, χωρίς ωστόσο ποτέ να εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. Ακολουθεί ένα ανέκδοτο ποίημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, γραμμένο το 1982:

Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δε μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.
Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά..
Κι έπειτα, δε μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει «δικό μου είναι».
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε.
Ότι δεν έχω, καν, όνομα.
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο.
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.

Για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο έχουν πει μεγάλοι σκηνοθέτες:

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και η Φοίβη Οικονομοπούλου με τον Akira Kourosawa, 1981

«Μέσα από το φακό του, ο Αγγελόπουλος κοιτάει τα πράγματα σιωπηλά. Είναι το βάρος αυτής της σιωπής και η ένταση του αμετακίνητου βλέμματος της κάμερας του Αγγελόπουλου, που κάνει τον Μεγαλέξανδρο τόσο δυνατό, που ο θεατής δεν μπορεί να αποδράσει από τη οθόνη. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική στην ιδιαιτερότητά της, τείνει να επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά. Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί την εντύπωση της φρεσκάδας και της δύναμης. Όσο για μένα, παρακολουθώντας αυτό το φιλμ, ένιωσα βαθιά την απόλαυση του κινηματογράφου, με την πιο απόλυτη έννοια του όρου».
Ακίρα Κουροσάβα

«Είδα τον “Μελισσοκόμο”, που άλλοτε θεωρούσα μια καλή ταινία. Τώρα, αντιλαμβάνομαι πως είναι ένα αριστούργημα. Είναι μια εμπειρία απίστευτα συγκλονιστική».
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

«Έφυγα από τις Κάννες μαγεμένος από το “Βλέμμα του Οδυσσέα”. Στο Τόκιο που βρίσκομαι τώρα με ακολουθεί. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά».
Βιμ Βέντερς

Με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη, 1984

Ταινίες

1965: «Περιπέτειες με τους Φόρμιγξ» (ημιτελής)
1968: «Εκπομπή»
1970: «Αναπαράσταση»
1972: «Μέρες του ’36»
1975: «Θίασος»
1977: «Οι κυνηγοί»
1980: «Μεγαλέξαντρος», με τον Ομέρο Αντονούτι
1984: «Ταξίδι στα Κύθηρα», με Μάνο Κατράκη και Διονύση Παπαγιαννόπουλο
1986: «Μελισσοκόμος», με Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Νάντια Μουρούζη
1988: «Τοπίο στην ομίχλη», με Στράτο Τζώρτζογλου, Εύα Κοταμανίδου, Ηλία Λογοθέτη
1991: «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», με Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και Ζαν Μορό
1995: «Το βλέμμα του Οδυσσέα», με Χάρβεϊ Καϊτέλ, Έρλαντ Γιόζεφσον και Θανάση Βέγγο
1998: «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», με Μπρούνο Γκαντς και Ιζαμπέλ Ρενό
2004: «Το λιβάδι που δακρύζει», με Νίκο Πουρσανίδη, Εύα Κοταμανίδου και Γιώργο Αρμένη
2008: «Η σκόνη του χρόνου», με Γουίλιαμ Νταφόε, Μπρούνο Γκαντς, Μισέλ Πικολί και Ιρέν Ζακόμπ
2012: «Η άλλη θάλασσα» (στα γυρίσματα), με Τόνι Σερβίλο

Με το βραβείο του B.F.I., 1976

Διακρίσεις

«Η Εκπομπή», βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1968.
«Αναπαράσταση», Α’ βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1970, βραβείο Ζωρζ Σαντούλ (Γαλλία, 1971), καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ Hyères (1971), ειδική μνεία της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (1971).
«Μέρες του ’36», βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1972, βραβείο της FIPRESCI στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (1972).
«Ο Θίασος», βραβείο Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α’ αντρικού και Α’ γυναικείου ρόλου Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1975, καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1970-1980 από την Ένωση Κριτικών της Ιταλίας.
«Οι Κυνηγοί», βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο (1977), βραβείο της Ένωσης Τούρκων κριτικών (1977), επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών.
«Ο Μεγαλέξανδρος», Χρυσό Λιοντάρι το 1980 στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας.
«Ταξίδι στα Κύθηρα», βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών (1984), κρατικά βραβεία καλύτερης ταινίας, σεναρίου, Α’ ανδρικού ρόλου, Α’ γυναικείου ρόλου, σκηνογραφίας, βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Ρίο ντε Τζανέιρο (1984).
«Τοπίο στην Ομίχλη», Αργυρό Λιοντάρι Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας, βραβείο Φελίξ καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας (1988).
«Το Βλέμμα του Οδυσσέα», Μεγάλο Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών, βραβείο της FIPRESCI (1995).
«Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα», Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών (1998).
«Το Λιβάδι που Δακρύζει», βραβείο της FIPRESCI (2004).
Για το σύνολο του έργου του, Xρυσό μετάλλιο του ιδρύματος Circulo de Bellas Artes (Mαδρίτη, 2008).

Το Υπουργείο Πολιτισμού και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης καθιέρωσαν, το 2012, Διεθνές Βραβείο «Θόδωρος Αγγελόπουλος» ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του σπουδαίου σκηνοθέτη, που απονέμεται κάθε Νοέμβριο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο Γάλλος πρέσβης απονέμει στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο
το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, 1992

Πηγές: theoangelopoulos.gr, greekschannel.com, tetartopress.gr, tlife.gr, camerastyloonline.wordpress.com, calendart.gr, clproductions.gr, greeceactuality.wordpress.com, flash.gr, enplosimioseis.blogspot.com, elculture.gr, imerodromos.gr, tvxs.gr

Σχολιάστε