Αθήνα, το γαλάζιο κρίνο των Ποιητών

Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος

Η Αθήνα τη νύχτα

«Η Αθήνα τη νύχτα
αρχόντισσα μοιάζει
κυρά ξελογιάστρα χρυσή
Ψηλά στα αιθέρια
ασήμι τ’ αστέρια
και μες στα ποτήρια κρασί»


(Στίχοι: Γιώργος Σαντοριναίος, μουσική: Μίμης Πλέσσας, ερμηνεία: Ρ. Βλαχοπούλου, 1964)

Η γεμάτη λάμψη εικόνα της πόλης από ψηλά και τα όμορφα, νοσταλγικά τραγούδια μιας αξέχαστης εποχής, μας πλανεύουν για λίγο, αποπνέοντας την παλιά αίγλη της Αθήνας μας, τη γοητεία που ασκούσε άλλοτε στους κατοίκους και στους επισκέπτες της. Ίσως μερικά σημεία της διατηρούν ακόμα κάτι από όλα αυτά καθώς κι εκείνο το μοναδικό, διάφανο αεράκι του αττικού δειλινού, σε πείσμα των καιρών και παρά τα αβάσταχτα βάρη που, στο πέρασμα των χρόνων, συσσώρευσε στην πόλη το άφθονο τσιμέντο και το καυσαέριο.

Σούρουπο στον Άρειο Πάγο, στον Λόφο της Πνύκας

Και είναι ετούτη ακριβώς η διαυγής ομορφιά του αττικού ουρανού που άθελά σου σε οδηγεί αέναα σε ένα ταξίδι πνευματικό, βαθιά μέσα στον εαυτό σου, στην αναζήτηση της αλήθειας που καθόρισε μοναδικά την ιστορία, την ακτινοβολία και τον πολιτισμό αυτής της πόλης. Ο Γιώργος Σεφέρης καταθέτει ξεχωριστά αυτή την εμπειρία της επαφής με τον ιερό βράχο και το τοπίο του, στο μυθιστόρημά του «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη»:

«Στην Ελλάδα έφτασα ως την άκρη. Η μοναξιά γίνεται συχνά συγκατάβαση, όπως το φεγγαρόφωτο … Ήταν Ιούλιος, δυο ώρες μεσημέρι έκαιγε η ζέστη, τα πόδια κολλούσαν στην άσφαλτο, τα ρούχα στο κορμί, το κορμί στην ψυχή που εξατμίζουνταν … Η Ακρόπολη αγκυροβολημένη, έτοιμη να σαλπάρει… Προσπάθησα να κρατηθώ από ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, όσο μηδαμινό κι αν ήταν. Έπρεπε να αποκοπώ από το φοβερό μέσα, σαν τα μωρά. … – Ξέρεις γιατί σ’ αγαπώ; …Γιατί με βοήθησες να πιστέψω στον άλλον άνθρωπο … Κοντά σου έμαθα αυτό το ρυθμό: να χάνεται κανείς για να υπάρξει …».

Tivadar Csontváry Kosztka, Περίπατος στην Αθήνα με νέο φεγγάρι, 1904

Κι άλλες πάλι φορές, το διάφανο απομεσήμερο της Αθήνας θαρρείς πως διώχνει, με κάθε του πνοή, όλα τα φαύλα και τα περιττά, αφήνοντας μονάχα την ουσία των πραγμάτων, απέριττη και καθαρή, μπροστά στα μάτια της ψυχής καθώς κι ολόγυρά μας. Έρχονται τότε στο νου τα σοφά λόγια της Τιτάνιας, της νεραϊδοβασίλισσας του Σαίξπηρ, που καθώς ανηφορίζεις τα μαβιά λιθόστρωτα της Πνύκας, κάποιο σούρουπο Ιουλίου, παραμερίζει τις φυλλωσιές και σου ψιθυρίζει δροσερά σ’ ένα ατέλειωτο όνειρο καλοκαιρινής νύκτας:

«Γι’ αυτό η αγάπη και η απλότητα η βουβή
σε με τουλάχιστον μιλάει πιο πολύ! …»

William Shakespeare – Titania fairy, Όνειρο θερινής νύχτας, 1935

Κάθε φορά που βρίσκομαι στο ιστορικό κέντρο, η ίδια αίσθηση της αγάπης και του θαυμασμού γι’ αυτή την πόλη μπερδεύεται στη σκέψη μου με μια αγκαλιά αναμνήσεις παιδιάστικες ή φοιτητικές. Το καταστάλαγμα μιας προσωπικής βιωτής στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες περιοχές όπου πέρασαν άλλοτε τα μεγάλα, φωτεινά Κυριακάτικα πρωινά της οικογένειας.

Αθήνα

«Στο περιβόλι τ’ ουρανού
θα μπω για να διαλέξω
δάφνη μυρτιά κι αμάραντο
στεφάνι να σου πλέξω
Αθήνα, Αθήνα!
Χαρά της γης και της αυγής
μικρό γαλάζιο κρίνο
Κάποια βραδιά στην αμμουδιά
κοχύλι σου θα μείνω ..»

(Στίχοι: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, ερμηνεία: Νάνα Μούσχουρη, 1960)

Από Φιλοπάππου μέχρι Λυκαβηττό και από τα Ιλίσια ως πέρα χαμηλά στην Καστέλα, ζωντανεύουν αθέλητα οι διηγήσεις των γονιών μου, που αν και παιδιά της πόλης και οι ίδιοι, μας μετέδωσαν από πολύ νωρίς, σε εμένα και την αδερφή μου, τις μνήμες από το δικό τους αλλοτινό μεγάλωμα στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, σε ένα περιβάλλον αστικό μεν, φορτωμένο με όλα τα προβλήματα της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά που διατηρούσε ακόμα άφθαρτη την ανθρωπιά, την αρχοντιά και τη λιτή ομορφιά του.

Γειτονιά της Πλάκας στην Αθήνα του 1920

Όσα χρόνια και αν πέρασαν από τότε, οι διηγήσεις του πατέρα μου για τις ξένοιαστες περιπλανήσεις της παιδικής συντροφιάς του στις ακόμα χωμάτινες οδούς Σόλωνος και Αχαρνών στο κέντρο της Αθήνας και το πικρό παράπονο της μητέρας μου για την τεράστια αγριοπιπεριά που δρόσιζε τη γειτονιά έξω από το σπίτι τους και θυσιάστηκε, όπως και τόσα ακόμα δέντρα στους δρόμους του Πειραιά, για να περάσει η «άσφαλτος» που θα έφερνε την εξέλιξη και τον πολιτισμό στις «υπανάπτυκτες» συνοικίες, καθώς και τόσα άλλα, φαίνεται πως άφησαν στον παιδικό μας νου και στην καρδιά μας κάτι περισσότερο από μιαν απλή νοσταλγική διήγηση..

«Κυριακάτικο ξύπνημα» – Μοναδικά πλάνα από την Αθήνα του 1953:

Το περιβάλλον στάθηκε πάντοτε το απαραίτητο και αξεχώριστο υπόβαθρο, το σκεύος το ακριβό που μέσα του η ζωή γεννιέται, αναπτύσσεται και ανδρώνεται, το αναγκαίο και απολύτως σεβαστό πλαίσιο εντός του οποίου ο άνθρωπος υπάρχει και εξελίσσεται με όλες του τις δημιουργικές δυνάμεις, τα οράματα, τους καημούς και τις αναζητήσεις, κείνο που καθορίζει αποφασιστικά τη ζωή με τα δικά του χρώματα και τις συνθήκες, έτσι που να μη μπορεί να νοηθεί ποτέ η ζωή αποκομμένη και έξω από αυτό, πολύ δε περισσότερο σε αντιπαλότητα προς αυτό, όπως συμβαίνει σήμερα. Για τούτο και οι παλαιότεροι έκλειναν και το περιβάλλον, τον χώρο όπου ζούσαν και μεγάλωναν, στην ευρύτερη αξία και ιερότητα με την οποία νοούσαν και την ίδια τη ζωή.

Κωνσταντίνος Μαλέας, Ακρόπολη

Αυτή η απλή στη σύλληψή της συλλογιστική που χαρακτήριζε ακόμα τη Μεταπολεμική γενιά στην Ελλάδα, στρεβλώθηκε βάναυσα σε όλα τα μετέπειτα χρόνια, οπότε παρ’ όλη την επικρατούσα ευμάρεια και την εξασφάλιση μιας αδιατάρακτης από τις κακουχίες του παρελθόντος, ευημερούσας ζωής, φθάσαμε στο σημείο το αυτονόητο να έχει γίνει ζητούμενο, με την εγκατάσταση και κατοίκιση στα μεγάλα αστικά κέντρα να καθίσταται ολοένα και περισσότερο μη βιώσιμη και ασφυκτική και με την ύπαιθρο να μοιάζει καταδικασμένη σε έναν διαρκώς διογκούμενο μαρασμό και σε παρατεταμένη ερήμωση και εγκατάλειψη.

Ειδικά το τοπίο και ο αστικός ιστός της Αθήνας υπέστησαν βίαιη και ολοκληρωτική αλλοίωση και υποβάθμιση από την εντατική αστυφιλία και από μιαν ολέθρια πολιτική δόμησης που ακολουθήθηκε συστηματικά καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έως τις μέρες μας. Η εχθρική προς το περιβάλλον του λεκανοπεδίου και το αττικό τοπίο πολεοδόμηση, η οποία ασκήθηκε επί δεκαετίες, είχε ως αποτέλεσμα το σύγχρονο οικοδομικό καθεστώς που όλοι γνωρίζουμε. Ένα τοπίο εχθρικό που απαξίωσε καταλυτικά την εικόνα της Αθήνας και της αποστέρησε οριστικά την παλαιά της ωραιότητα, τη μετρημένη και βιώσιμη αντίληψη και χρήση του χώρου της και τη μοναδικότητα με την οποία, από την αρχαιότητα, το υλικό στοιχείο στο τοπίο της μπορούσε να μετουσιώνεται σε ιδέα, σε πνευματική αξία και σε πανανθρώπινη αναφορά.

Τι τραγούδι να σου γράψω

«Κι εσύ ‘σαι πολιτεία
που σε ψάχνω μες στο χάρτη
κι εγώ ‘μαι φυλλαράκι
μες στις παγωνιές του Μάρτη»

(Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος, ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη, 1979)

Η τακτική αυτή, που εφαρμόστηκε στην πρωτεύουσα της χώρας, σταδιακά επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις και οικισμούς, με το σύστημα της αντιπαροχής και της οικοδόμησης κατ’ ορόφους να κυριαρχούν ισοπεδωτικά και με την τοπική, παραδοσιακή δόμηση και αρχιτεκτονική να υποχωρούν και να παραγκωνίζονται συστηματικά στο όνομα μιας κακώς νοούμενης ανάπτυξης και του γρήγορου κέρδους. 

Ο Στρατής Τσίρκας, στην αριστουργηματική τριλογία του «Ακυβέρνητες Πολιτείες», περιγράφει μοναδικά την «ασφυξία» της μεγαλούπολης ως στοιχείο που συντελεί καθοριστικά στη σύγχρονη «σκλαβιά» του ανθρώπου:

«Έτσι ξαγρυπνούσα πριν από χρόνια, μετρώντας τα κοκόρια της Αττικής να κράζουν μέσα στο τσουχτερό ξημέρωμα. Μάνα, μικρέ μας Άλκη… Πώς όλα δένουνται περασμένα και τωρινά… Σ’ εκείνα ίσως εκεί τα μπεντένια θ’ απίθωνε τα πόδια του, ξαγρυπνώντας και καπνίζοντας, ο Φλωμπέρ πριν ενενήντα τόσα χρόνια. Κανείς δεν ξέρει πια πού πρέπει να σταθεί, προς τα πού να φύγει. Παντού σκλαβιά …».

Όμορφη πόλη

«Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα.
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου»

(Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης, μουσική – ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης, 1966)

Κι ο Οδυσσέας Ελύτης, στα νεώτερα χρόνια, συμπληρώνει για τον ελληνικό λαό στο έργο του «Ανοιχτά Χαρτιά»: «Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω …».

«Μὰ ἡ νύχτα δὲν πιστεύει στὴν αὐγὴ
κι’ ἡ ἀγάπη ζεῖ τὸ θάνατο νὰ ὑφαίνει
ἔτσι, σὰν τὴν ἐλεύθερη ψυχή,
μιὰ στέρνα ποὺ διδάσκει τὴ σιγὴ
μέσα στὴν πολιτεία τὴ φλογισμένη»

Γιώργος Σεφέρης, «Στέρνα»

Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις μας, όπου οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινότητας, η αθρόα συνύπαρξη ανθρώπων και ενός πλήθους αναγκών και δραστηριοτήτων τους, η αισθητική υποβάθμιση, το κυκλοφοριακό χάος και οι οικιστικές πιέσεις δημιουργούν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα σκληρό και ασφυκτικό, μοιάζουν να έχουν χάσει από καιρό «το μυστικό του σκελετού τους», κατά τον λόγο του T.S. Eliot, αδυνατώντας πλέον να φέρουν τα βάρη του ίδιου του εαυτού τους.

Κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας ενώ βραδιάζει..

«Τη βλέπετε αυτή την πολυσύχναστη λεωφόρο, πνιγμένη στο αυτοκίνητο και τα καυσαέρια; Τον καιρό που ήμουν παιδί ήταν ρέμα ..με μιαν ήσυχη νεροσυρμή που πότιζε όσα πλατάνια είχαν απομείνει ..»

Κώστας Ταχτσής, «Η γιαγιά μου η Αθήνα»

Αιόλου και Πατησίων.. (sites.google.com)

Η ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα αναδεικνύει ολοένα και περισσότερο επιτακτικό το αίτημα για «ανθρώπινες» πόλεις, που θα ανταποκρίνονται, από απόψεως σχεδιασμού, δυνατοτήτων και υποδομών, όχι μόνο στις σημερινές απαιτήσεις για κατοικία, εργασία και συναλλαγές, αλλά και στην καίρια και πρωταρχικής σημασίας ανάγκη του ανθρώπου για απόλαυση υγιούς και βιώσιμου περιβάλλοντος, εντός του οποίου θα μπορεί να δραστηριοποιείται, να συμμετέχει, να εκφράζεται και ν’ αναπτύσσεται αρμονικά και δημιουργικά.

Σπύρος Βασιλείου, Η λάμπα της Αλίκης, 1965

Είναι ακριβώς εκείνο για το οποίο ο Γιώργος Σεφέρης, περνώντας το καλοκαίρι του στην οικία Φλώρου στην Αίγινα, τον Αύγουστο του 1936, σημειώνει: «Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό …» (Μέρες Γ’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33). Και αλλού πάλι αναφέρει εμφαντικά: «Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει. Σ’ αυτή τη δική μας ζωή, την αναφαίρετη και τη μοναδική (αφού κανένας άλλος δεν την έχει) που δίνει το χυμό στα έργα μας και τα κάνει όμοια μ’ εμάς, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το θαύμα» (Μέρες Α’).

Απόψε πάλι αφήνομαι γλυκά στο ολόγιομο φεγγάρι σου Αθήνα. Κείνο το γνώριμο βαθύχρωμο φεγγάρι που διαγράφει τη στράτα του πίσω από την Ακρόπολη κι αλέθει αργά ολόκληρη τη «μεθυσμένη πολιτεία» στον ουράνιο δίσκο του. «Η Αθήνα είναι μεγάλο χωνευτήρι», μου είπε πριν χρόνια μια πολυαγαπημένη ψυχή. Και είναι αλήθεια.. Αναλογίζομαι πόσους πολιτισμούς εγκολπώθηκε αυτή η πόλη, πόσες γενιές ανέθρεψε στις γειτονιές της, πόσους πολέμους άντεξε στο πικραμένο κορμί της, πόσες πληγές που έστρεφε με πόνο να τις κλείσει στον εκτυφλωτικό ήλιο της Αττικής. Πόσες φορές άλλαξε η μοίρα της, το πρόσωπό της, η μορφή της, μα στέκει πάντα εδώ αγέρωχη και γλαυκή, γεμάτη φως, διαύγεια και δέος.

Μεθυσμένη πολιτεία

«Μεθυσμένη πολιτεία
με σημάδεψες βαθιά
είχα κάποτε μια αγάπη
και την πήρε η συννεφιά
μες την έρημη πλατεία
τ’ όνειρό μου το παλιό
μεθυσμένη πολιτεία
σ’ αγαπώ»

(Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος, Μουσική: Μιχάλης Μικελής, Ερμηνεία: Άννα Βίσση, 1980)

Από τη μάντρα του Αττίκ και την ανθισμένη αμυγδαλιά του Δροσίνη, τις δροσερές καντάδες και τις βόλτες με μόνιππο στους ήσυχους δρόμους της μέχρι τα Δεκεμβριανά και την πάνδημη κηδεία του Κωστή Παλαμά και από τις ατσάλινες ερπίστριες των τεθωρακισμένων της χούντας που κροτάλιζαν κατεβαίνοντας τις μεγάλες λεωφόρους της μέχρι τις φοιτητικές εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου που έκαναν τον ουρανό της να πάλλεται από τη δίψα για δημοκρατία και λευτεριά, πόσα είδαν, πόσα έζησαν και κράτησαν για πάντα χαραγμένα πάνω τους ετούτοι οι δρόμοι, τα κτήρια, οι πλατείες και οι γειτονιές της Αθήνας… Μιας πόλης που κάθε γωνιά της έχει κάποια δική της ξεχωριστή ιστορία να διηγηθεί, γεμάτη άλλοτε από ρομαντισμό και ονειρική νοσταλγία και άλλοτε από εικόνες απαράμιλλου ηρωισμού και γεγονότα που γέννησαν οι αγώνες του λαού μας και σφράγισαν την ιστορία μας.    

Ιάκωβος Ρίζος, Αθηναϊκή βραδιά, 1907, Εθνική Πινακοθήκη

Ταξίδεψέ μας κι απόψε Αθήνα, όπως μονάχα εσύ ξέρεις να αναπαύεις την ψυχή και τη ματιά μας: Στους λόφους σου με τα αρχαία μάρμαρα και τα μνημεία των βυζαντινών, που πάνω στ’ απαλό τους το ανάγλυφο μοιάζει η αγκαλιά σου ν’ ανασαίνει. Στις ανάλαφρες ράχες των γύρω βουνών σου που φωτίζουν ροδαλές ως αργά το απόβραδο, πυρωμένες απ’ τη θέρμη του μεσημεριού. Στου Μακρυγιάννη, στην Κυψέλη, στον Αρδηττό και στη Δεξαμενή, απόψε πάλι γίνομαι ένα μαζί σου Αθήνα, παιδί δικό σου κι εγώ, να σε ζητάω, να σε ζω, να σε νοιάζομαι και πιο πολύ από ποτέ να σ’ αγαπώ.

Οδός Αριστοτέλους

«Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου ‘ριχνα στα μάτια να πόνας.
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ»

(Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Γιάννης Σπανός, Ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου, 1973)

* Το άρθρο αντλεί αποσπασματικές αναφορές από το βιβλίο της Σοφίας Παυλάκη, «Αστικό και Περιαστικό Πράσινο – Νομοθετικό πλαίσιο – Νομολογία», Αθήνα 2019.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s