Σου γράφω πάλι από ανάγκη…

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο
και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…
Οδυσσέας Ελύτης, «Μαρία Νεφέλη»

Στίχοι που ακινητούν στον χρόνο και στις καρδιές μας το σύντομο και φευγαλέο πέρασμα από τη ζωή ενός τρυφερού ποιητή, μουσικού και ερμηνευτή, του Παύλου Σιδηρόπουλου, που έφυγε σαν σήμερα, στις 6 Δεκεμβρίου 1990. Μικρό αφιέρωμα και η μεγάλη αλήθεια του σε μια προσωπική του κατάθεση για τα ναρκωτικά…

Πέρασε από τη ζωή και άφησε το στίγμα του βαθιά χαραγμένο στην ελληνική μουσική σκηνή. Ήταν αυτός που συνδύασε το ροκ και το μπλουζ με την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας. Όπως και με τα ρεμπέτικα. Άφησε πίσω του αξιοσημείωτη μουσική κληρονομιά, παρ’ όλο που έζησε μόλις μέχρι την ηλικία των 42 ετών. Μια κληρονομιά με αντοχή στον χρόνο και επιρροή στους καλλιτέχνες που ακολούθησαν τα βήματά του. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος πήρε τη ροκ και την έκανε ένα βαθύτατα προσωπικό μουσικό ιδίωμα, γινόμενος ένας από τους πρωτεργάτες της ελληνικής μουσικής σκηνής.

Να μ’ αγαπάς

Σου γράφω πάλι από ανάγκη
η ώρα πέντε το πρωί
το μόνο πράγμα που ‘χει μείνει
όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ
Τι να τις κάνω τις τιμές τους
τα λόγια τα θεατρικά
μες στην οθόνη του μυαλού μου
χάρτινα είδωλα νεκρά

Να μ’ αγαπάς
Όσο μπορείς να μ’ αγαπάς
Να μ’ αγαπάς
Όσο μπορείς να μ’ αγαπάς.

Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη
βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό
Κι ίσως η ασκήμια του να μείνει
μόλις πλυθώ και ξυριστώ
Βρωμάει η ανάσα απ’ τα τσιγάρα
Βαραίνει ο νους σου απ’ τα πολλά
στον τοίχο κάποια Μόνα Λίζα
σε φέρνει ακόμα πιο κοντά

Να μ’ αγαπάς
Όσο μπορείς να μ’ αγαπάς
Να μ’ αγαπάς
Όσο μπορείς να μ’ αγαπάς

Αν και τελειώνει αυτό το γράμμα
η ανάγκη μου δεν σταματά
σαν το πουλί πάνω στο σύρμα
σαν τον αλήτη που γυρνά
Θέλω να ‘ρθεις και να μ’ ανάψεις
το παραμύθι να μου πεις
σα μάνα γη να μ’ αγκαλιάσεις
σαν άσπρο φως να ξαναπεί.

(από την ταινία «Ο Ασυμβίβαστος» του Ανδρέα Θωμόπουλου)

Τα πρώτα χρόνια

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, γιος του Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου και της Ιωάννας Αλεξίου, γεννιέται στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα. Οι Σιδηρόπουλοι ήταν αστοί Πόντιοι εκ Ρωσίας που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού. Ο πατέρας του Παύλου, Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1918 στο Σοχούμ της Ρωσίας. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι έφυγαν μετά την επανάσταση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, όπου επίσης ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού. To 1936 ο παππούς του Παύλου, μαζί με τα έξι παιδιά του, έφυγαν από το Κιλκίς και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη.

Αλέξης Ζορμπάς

Οι Αλεξίου ήταν μεγάλη οικογένεια διανοουμένων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Η μητέρα του Παύλου, Ιωάννα (Τζένη), γεννήθηκε το 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Πατέρας της ήταν ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και μητέρα της η Αναστασία Αλεξίου το γένος Ζορμπά. Ο Ραδάμανθυς ήταν αδελφός της παιδαγωγού και πεζογράφου Έλλης Αλεξίου, της Γαλάτειας Αλεξίου – Καζαντζάκη (πρώτης συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη) και του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Λευτέρη Αλεξίου.

Έλλη Αλεξίου

Η Αναστασία, γεννημένη στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά, όπως τον παρουσιάζει στο ομώνυμο έργο του ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Ζορμπάς γεννήθηκε στο Ελευθεροχώρι στα 1857 και πέθανε στα Σκόπια στις 16 Σεπτεμβρίου 1941. Ο ίδιος ο Παύλος είχε δηλώσει πως αναγνώριζε στις δύο αυτές διαφορετικές ρίζες του -τον Αλέξη Ζορμπά και την Έλλη Αλεξίου- την αιτία της συνύπαρξης, μέσα του, του ροκά και του σκεπτικιστή.

Το σιντριβάνι στην αυλή του σπιτιού του παππού του Παύλου

Με την οικογένειά του μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη μετά τη γέννησή του. Ζούσαν μαζί με όλη την οικογένεια του παππού του Παύλου στο ιδιόκτητο διώροφο αρχοντόσπιτο του παππού του. Ως παιδί ο Παύλος ήταν πολύ ζωηρός, πειραχτήρι και ριψοκίνδυνος στα παιχνίδια του. Ήταν πρόσχαρος, πάντα ευαίσθητος, καλόκαρδος και πολύ κοινωνικός, κάνοντας εύκολα φίλους.

Από τα έξι χρόνια του και μετά, αφού έχει γεννηθεί και η αδελφή του Σεμέλη (Μελίνα), η τετραμελής πλέον οικογένεια, παίρνοντας μαζί και την ξαδέρφη του πατέρα του Παύλου, Παρασκευή Παραστατίδου – Λαζαρίδου, φεύγει από τη Θεσσαλονίκη και όλοι μαζί εγκαθίστανται στην Αθήνα. Το πρώτο σπίτι της οικογένειας στην Αθήνα ήταν στην οδό Βλαβιανού 13 στα Πατήσια. Από το 1970 μέχρι το 1984, περίοδος που ο Παύλος γίνεται γνωστός στα μουσικά πράγματα της χώρας, η οικογένεια μένει στο σπίτι της οδού Ιωάννου Δροσοπούλου 50 στην Κυψέλη. Από το 1984 και μέχρι το θάνατο του Παύλου, η οικογένεια μένει στην οδό Φωσκόλου 3 στο Γαλάτσι.

Αριστερά: Στο σπίτι στα Πατήσια. Δεξιά: Ο πατέρας του Παύλου Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος έξω από το εργοστάσιό του

Ο πατέρας του Παύλου, που είχε κάνει σπουδές στο χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, μαζί με τον αδελφό του και τον γαμπρό του δημιούργησαν μια μικρή βιομηχανία, την ΕΛΦΩΤ (απασχολούσε 12-15 εργαζόμενους), τη μοναδική ελληνική βιομηχανία η οποία παρήγαγε φωτογραφικό χαρτί.

Στην Αθήνα ο Παύλος Σιδηρόπουλος ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση. Τελείωσε το 22ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών στην οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια και συνέχισε στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε το 1966. Ήταν έξυπνος και καλός μαθητής χωρίς να χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα επιμελής. Στο βιβλίο του Η’ Γυμνασίου – Λυκείου των Εκπαιδευτηρίων Μ.Κ. ΝΟΜΙΚΟΣ (1911-2000) (Ιστορικό οδοιπορικό, Αθήνα 2003), γράφουν για τον Παύλο: «Ως μαθητής, χάρη στην άμεση αντίληψή του, είχε καλές επιδόσεις».

Το φοιτητικό βιβλιάριο του Παύλου από τη Φυσικομαθηματική Σχολή του ΑΠΘ

Παρ’ όλα αυτά δεν έδωσε αμέσως εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Το 1967 πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τις σπουδές του στο Μαθηματικό δεν τις ολοκλήρωσε, έφτασε μέχρι το 3ο έτος και διέκοψε μιας και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και το ταλέντο του στη μουσική τον είχαν οριστικά κατακτήσει.

Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική, έστω κι αν το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελήσει ο πατέρας του. «Κάθε μουσικό άκουσμα άγγιζε την ψυχή του μικρού Παυλάκη. Νανουριζόταν κάνοντας κούνια πάνω στο μικρό του αλογάκι που το κινούσε με απίστευτο ρυθμό πάνω στη μελωδία που σιγοτραγουδούσε μόνος του», διηγιόταν η μητέρα του. Από τα εφηβικά του χρόνια, άκουγε πολύ μουσική και του άρεσε να χορεύει. Το ροκ εν ρολ, που είχε αρχίσει τότε να ακούγεται, έγινε η μουσική που τον αντιπροσώπευε. Μουσικές σπουδές έκανε πολύ αργότερα, αφού είχε ξεκινήσει τη μουσική του σταδιοδρομία και είχε ήδη γίνει γνωστός με το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας».

Πριν το 1975 και για μικρό σχετικά διάστημα, όσο ο ίδιος έκρινε ότι του χρειαζόταν, σπούδασε ένα χρόνο σολφέζ, αρμονία και αντίστιξη με το μουσικό και δάσκαλο Αλέξανδρο Αινειάν (1907-1983). Για περιορισμένο επίσης διάστημα, πήρε μαθήματα και από τον μουσικό Ιωάννη Ιωαννίδη (1930), ενώ με ενθουσιασμό μιλούσε για τον συνθέτη Στέφανο Βασιλειάδη (1933-2004), στενό συνεργάτη του Γιάννη Χρήστου, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του επειδή τον μύησε κάποια στιγμή στην ηλεκτροακουστική μουσική. Τη στρατιωτική του θητεία δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο»…

Οικογενειακό περιβάλλον

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος μεγάλωσε μέσα σε ένα άνετο οικονομικά περιβάλλον, με προοδευτικές πολιτικές πεποιθήσεις και πνευματική καλλιέργεια. Στην παιδική του ηλικία δέχτηκε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Στο σπίτι εκτός από τους γονείς του και την αδελφή του ζούσε και η θεία Παρασκευή, η οποία ήταν πολύ σημαντικό στήριγμα για τον μικρό Παυλάκη αλλά και για όλη την οικογένεια. Τις Κυριακές στο πατρικό του σπίτι, συνήθιζαν να τρώνε μαζί με τη θεία, Έλλη Αλεξίου και το δεύτερο σύζυγο της Γαλάτειας, ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας, Μάρκο Αυγέρη. Εκεί άναβαν οι συζητήσεις περί τέχνης και πολιτισμού ή περί των πολιτικών εξελίξεων της εποχής, πάντα όμως με χιούμορ και κριτική διάθεση κάτι που διασκέδαζε και επηρέαζε το συνεχώς ανήσυχο πνεύμα του Παύλου.

Οι γονείς του Παύλου Ιωάννα (Τζένη) Αλεξίου και Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος στο πιάνο

Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος, ήταν άνθρωπος καλός, απλός, έντιμος, ήπιων τόνων, με ευγένεια και ανθρωπιά αλλά και με αυστηρές ηθικές αρχές, με τις οποίες διαπαιδαγώγησε τον Παύλο. Αγαπούσε πολύ τα μαθηματικά, η λύση ασκήσεων ήταν το χόμπι του κι αυτό ήταν κάτι που προσπάθησε να εμφυσήσει στον Παύλο. Είχε ταλέντο στη μουσική και πολύ ωραία φωνή, του άρεσε να τραγουδάει, κυρίως όπερα και να παίζει πιάνο χωρίς όμως να έχουν προηγηθεί μουσικές σπουδές. Παρά την αστική του προέλευση, ο Κωνσταντίνος, ήταν από νεαρή ηλικία προοδευτικός και του άρεσε να συναναστρέφεται με τους απλούς ανθρώπους της δουλειάς. Για τις προοδευτικές του πεποιθήσεις τον απέβαλαν από όλα τα γυμνάσια της Θεσσαλονίκης.

Με τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη

Ο θαυμασμός του πατέρα του, Κωνσταντίνου για την προοδευτική διανόηση τον οδήγησε στη γνωριμία του με την Έλλη Αλεξίου. Στο σπίτι της Έλλης Αλεξίου γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μητέρα του Παύλου, Τζένη Αλεξίου, η οποία είχε έρθει από το Ηράκλειο στην Αθήνα για να τελειώσει τις σπουδές της στο πιάνο. Η Τζένη Αλεξίου ήταν μία όμορφη γυναίκα, χωρίς κακίες, με πνεύμα σπιρτόζο όλο ζωντάνια και χιούμορ. Ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος, και είχε πάντα να σου διηγηθεί μια ιστορία που θα σου προκαλούσε γέλιο και θα σου έφτιαχνε το κέφι. Είχε αδυναμία στον Παύλο, τον καταλάβαινε, θαύμαζε την εξυπνάδα του και τον στήριξε στην καλλιτεχνική του πορεία.

Ο Παύλος σε νεαρή ηλικία, δεξιά με τον Μάρκο Αυγέρη και έναν φίλο του στα Στύρα Ευβοίας

Από πολύ νέα αρρώστησε από μια σπάνιας μορφής ρευματοειδή αρθρίτιδα που κατέληξε να την καθηλώσει. Ήταν πολύ φιλόξενη, με αποτέλεσμα το σπίτι να είναι πάντα γεμάτο κόσμο, από συγγενείς και φίλους μικρούς και μεγάλους. Ο Παύλος ήταν πολύ δεμένος μαζί της, τόσο ώστε να πιστεύουν αρκετοί απ’ αυτούς που τον γνώριζαν, πως αν δεν έφευγε εκείνη πρώτη, πιθανώς να μην έφευγε και αυτός. Δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Χαρακτηριστικά, για τη γυναίκα και την ερωτική σχέση, ο Παύλος είχε πει: «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και το μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το σατανά και το Θεό…» (συνέντευξη στο Νίκο Μποζινάκη για το περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχ. 88).

Μουσική σταδιοδρομία

Από τα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη ξεκινά η σταδιοδρομία του Παύλου στη μουσική. Στη Θεσσαλονίκη συγκατοικεί με τον τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό. Πολύ αργότερα ο Βαγγέλης Γερμανός θα γράψει για εκείνον: «Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ήμασταν φίλοι και συγκάτοικοι το 1970 στη Θεσσαλονίκη, φοιτητές στο Μαθηματικό τμήμα. Ήταν ένας γλυκός «κακομαθημένος» έφηβος. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Είχε διαλέξει και ψευδώνυμο: Παύλος Αστέρης. Εκείνη την εποχή του άρεσαν τα drums και κάναμε ντουέτο στο σπίτι. Εγώ κιθάρα και αυτός τύμπανα σε μία πάνινη πολυθρόνα με κουτάλια και μπαγκέτες. Παίζαμε χαρούμενα και κάναμε ατέλειωτη πλάκα και αταξίες. Θυμάμαι μία βόλτα με τις κοπέλες μας, που είχαν έλθει από την Αθήνα και τη Ρένα να λέει στη δικιά μου: «Ρούλα μου, αυτός ο Παύλος με τσιμπάει στο δρόμο σα μάγκας». Ακριβώς αυτό που τραγούδησε στον «Μπάμπη το Φλου». «Τσιμπολογούσε τις ξανθές»… Αργότερα στην Αθήνα τον έβλεπα στη χάση και στη φέξη. Τον θυμάμαι στη συναυλία του James Brown στό Παλλάς να πάλλεται στην ένταση και το ρυθμό της μπάντας. Άλλη μία φορά στα καμαρίνια του Μετρό να μου λέει πως όπου να ‘ναι «καθαρίζει»… Ο Παύλος ήταν ένας βιωματικός τύπος, όπως πρέπει να είναι ο καλλιτέχνης, μόνο που η χημεία που διάλεξε να παλέψει μαζί της, δεν σηκώνει αστεία και έτσι έφυγε νωρίς… αφήνοντας τα τραγούδια του πίσω για παρηγοριά. Τον θυμάμαι πάντα με αγάπη».

Εκεί γνωρίζεται και με τον μουσικό Παντελή Δεληγιαννίδη, ο οποίος έπαιζε τότε κιθάρα στους Olympians του Πασχάλη, και σχηματίζουν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας».

Τα κοινά ακούσματά τους πολλά (blues, Eric Clapton, Cream, John Mayall κ.ά.). Κατέβηκαν στην Αθήνα και άμεσα, κατά τη διετία 1970-1971, ηχογράφησαν για τη Lyra (μέσω του label της Zodiac) τον πρώτο τους δίσκο, με τα τραγούδια «Ξέσπασμα» και «Ο κόσμος τους». Το πρώτο περιλαμβανόταν στον κυρίως δίσκο τους, ενώ το δεύτερο αποτελούσε τη μία όψη ενός μικρού δίσκου 45 στροφών που συνόδευε τις πρώτες παρτίδες της έκδοσης.

Στην άλλη όψη του δίσκου εκείνου υπήρχε η εξελληνισμένη, από τον Τάσο Φαληρέα, εκδοχή του «The Road Ladies» του Frank Zappa, με τον Δημήτρη Πουλικάκο και το συγκρότημα «Εξαδάκτυλος». Οι «Δάμων και Φιντίας» συμμετείχαν επίσης (ανάμεσα σε μουσικούς και σχήματα όπως η Δέσποινα Γλέζου, «Εξαδάκτυλος», «Socrates») στη ζωντανή ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο» με τα κομμάτια τους «Απογοήτευση» και «Ο Γερο-Μαθιός».

Το 1972 οι Δάμων και Φιντίας συνεργάστηκαν με τον Νίκο Τσιλογιάννη (τύμπανα) και τον Βασίλη Ντάλλα (μπάσο, κιθάρα) από τα «Μπουρμπούλια», διατηρώντας το ίδιο όνομα στη νέα ροκ μπάντα που δημιούργησαν. Από την ετικέτα Zodiac της Lyra, κυκλοφόρησαν ένα μικρό δίσκο με τα τραγούδια «Ο Ντάμης ο ληστής» (εξ αιτίας του φόβου της λογοκρισίας μετονομάστηκε σε «Ο Ντάμης ο Σκληρός») και «Απογοήτευση», σε μουσική του Δεληγιαννίδη και -στο ένα- στίχους του Σιδηρόπουλου. Στις εμφανίσεις τους έπαιζαν πέντε κομμάτια τα οποία θα κυκλοφορούσαν σε δίσκο, κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ.

Από εμφάνιση με «Τα Μπουρμπούλια»

Γι’ αυτό το υλικό, είχε μιλήσει ο Παύλος, τον Φλεβάρη του 1973: «Όλα τα κομμάτια στηρίζονται στη δημοτική μουσική και στο κλασικό ροκ και ένα από αυτά έχει προκλασικά στοιχεία. Είναι «Το ξέρεις θα ’μαι μακριά», βασισμένο στη μακεδονίτικη μουσική, «Ο Καμπούρης» που αποτελείται από δύο μέρη, το ένα από τα οποία είναι βασισμένο σε στοιχεία της προοδευτικής τζαζ και «Ο θάνατος του Βασιλιά Σαρδόνιου» πάνω σε στοιχεία δημοτικά και προκλασικά» (συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου, περιοδικό Φαντάζιο).

Σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες του Παύλου, υπήρχαν και τα κομμάτια «Η ερημική χώρα» και το δημοτικό αφιέρωμα «Στην Ελευθερία». Το τελευταίο, μαζί με το τραγούδι «Ο Καμπούρης», είχαν κινηματογραφηθεί για τη μοναδική μουσική τηλεοπτική εκπομπή της εποχής, «Δισκοθήκη για νεολαία» του Νίκου Μαστοράκη, αλλά δεν προβλήθηκαν ποτέ εξ αιτίας της λογοκρισίας του χουντικού καθεστώτος.

Γενικότερα ως ήχος, τα «Μπουρμπούλια», στη μετασαββοπουλική συγκεκριμένη φάση τους, εξέφραζαν μια τάση παντρέματος της ροκ με την παραδοσιακή μουσική και τον ελληνικό στίχο. Διαλύονται στις αρχές του 1974, αφού από τις τάξεις τους πέρασαν και πολλοί άλλοι μουσικοί (Άρης Τασούλης, Νίκος Πολίτης, Γιάννης Σπυρόπουλος, Γιώργος Κουβαράς).

R’N’R’ sto krevati

Γουστάρω να σ’ ακούω κούκλα μου όταν μιλάς
Να αληθωρίζουν μάτια όταν στην πίστα πηδάς
Γουστάρω όταν ακούω Αχ, τι παιδί ειν’ αυτό!

Γιατί εσύ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πει rock n’ roll
Στα σκοτεινά δωμάτια ειν’ η ψυχή μας γυμνή
Και δε χωράν εκεί μυστικά
Και συ μονάχα ξέρεις πως η αλήθεια ειν’ εκεί
Που η μοναξιά μου στον καθρέφτη κοιτά.

Γουστάρω που όταν κλαίω δεν ρωτάς το γιατί
Γιατί εσύ ξέρεις πως ο πόνος μου έχει αιτία τυφλή
Γουστάρω σαν γατούλα όταν μου παίζεις κρυφτό
Κι όταν φοβάμαι μη σε χάσω να μου λες σ’ αγαπώ.

Στα σκοτεινά δωμάτια ειν’ η ψυχή μας γυμνή
Και δε χωράν εκεί μυστικά
Και συ μονάχα ξέρεις πως η αλήθεια ειν’ εκεί
Που η μοναξιά μου στον καθρέφτη κοιτά.

Το ξέρω πως δεν ειμ’ αυτός
Που πάνω του θα στηριχθείς
Κι ούτε λεφτάς κι ίσως γυρνάς
Πιωμένο μες τα μπαρ να με βρεις.

Μα όμως εγώ θα σου μετρώ
Της πόλης το σφυγμό μ’ αγκαλιές
Θα σου χαϊδεύω το μυαλό
Με χίλιες και μια νύχτα γλυκιές.

Στα σκοτεινά δωμάτια ειν’ η ψυχή μας γυμνή
Και δε χωράν εκεί μυστικά
Και εκεί να σ’ αγαπάω ξέρω κούκλα μου εκεί
Τη μοναξιά μου στον καθρέφτη όταν σπας
Τη μοναξιά μου στον καθρέφτη όταν σπας
Τη μοναξιά μου στον καθρέφτη όταν σπας.

(Στίχοι, μουσική και ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος, άλμπουμ: Zorba the freak, 1985)

Mε τον Γιάννη Μαρκόπουλο

Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, το 1976

Είναι η εποχή της μεταπολίτευσης και «η ροκ σκηνή δεν έχει νόημα ύπαρξης πλέον γιατί το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί. Οι περισσότεροι μουσικοί ή φεύγουν έξω ή σιωπούν», όπως αφηγείται ο Σιδηρόπουλος τον Σεπτέμβριο του ’90, στην τελευταία συνέντευξή του, στον Δημήτρη Δημητράκα και τον Rock FM. Προκειμένου να κάνει οτιδήποτε άλλο τότε, δούλεψε για κάποιους μήνες στο εργοστάσιο του πατέρα του. Κάπου εκεί και μέσα στη δημιουργική απελπισία του, συμφωνεί να συνεργαστεί με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω του Π. Ζέρβα, ιδιοκτήτη των κλαμπ «Κύτταρο» και «Ροντέο».

Ο Παύλος τελικά συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο από το 1974 έως το 1976, ως σατιρικός τραγουδιστής και ως ηθοποιός. Μετά τις πρώτες πρόβες, ο Παύλος θυμόταν πως «ο Μαρκόπουλος σχεδόν απαγόρεψε σε οποιονδήποτε φίλο του να με πλησιάσει. Με σύστηνε πάντα με χαμόγελο ως ο ροκ επικίνδυνος τρόπος ζωής, αλλά φαίνεται ότι ασκούσα κάποια έλξη απάνω του γι’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο της ζωής».

Ο Παύλος συμμετείχε σε τρεις δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου: 1. «Θεσσαλικός Κύκλος» (1974, ΕΜΙ), με τα τραγούδια «Εισαγωγή – Τελάλης», «Το τηλέφωνο» (μαζί με τη Λιζέττα Νικολάου), «Η Βασίλω» και «Το Γράμμα» (μαζί με το Λάκη Χαλκιά), 2. «Ανεξάρτητα» (1975, ΕΜΙ), με το σκωπτικό τραγούδι «Τούμπου Τούμπου Ζα» (μαζί με το Λάκη Χαλκιά), και 3. «Οροπέδιο» (1976, ΕΜΙ), όπου ερμήνευσε το «Δεν Ήρθα σαν Ξένος» σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού (με τη συμβολή του κιθαρίστα Γιάννη Σπάθα των Socrates). Στις 4 και 6 Οκτωβρίου του 1976, ο Παύλος συμμετείχε στις συναυλίες του Μαρκόπουλου στο Ηρώδειο, οι οποίες ηχογραφούνται -αλλά θα μείνουν στο ράφι για δύο δεκατίες και πλέον, μέχρι το 1990 που κυκλοφορεί το διπλό άλμπουμ «Η Συναυλία στο Ηρώδειο». Με τις συναυλίες αυτές ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος συνεργασίας του Σιδηρόπουλου με τον Μαρκόπουλο.

Το 1986 οι δύο μουσικοί θα συνεργαστούν ξανά στον δίσκο «Τολμηρή Επικοινωνία», όπου ο Παύλος ερμηνεύει τα τραγούδια «Μάθε το Ζήτω», «Ώρα Μηδέν» (μαζί με τη Μαρία Φωτίου), «Παπαντόπ Ντοπ Ντοπ» (μαζί με το συνθέτη), «Ηλεκτρικός Θησέας» (μαζί με τη Μαρία Φωτίου), ενώ απαγγέλει και τα ποιήματα «Γραμμή ανοιχτή» του Δημήτρη Βάρου και «Σκηνή της αφίξεως στη Γένοβα» του Γιώργου Χρονά. Για τη συνεργασία του με τον σπουδαίο Έλληνα συνθέτη, ο Παύλος θα παρατηρήσει: «Δεν ήμουν δημιουργός. Ήταν μια εμπειρία ως εκτελεστής … Στην αρχή μπήκα ασυνείδητα στον χώρο του Μαρκόπουλου. Στην πορεία επάνω μπήκα συνειδητά. Ήταν μια εμπειρία, αυτό που λένε σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Δεν μου πρόσφερε καμία συγκίνηση ή πολύ ελάχιστες».

Λάκης Χαλκιάς, Λιζέττα Νικολάου, Γιάννης Μαρκόπουλος, Βίκυ Μοσχολιού και Παύλος Σιδηρόπουλος σε συναυλία του συνθέτη

Για τον ίδιο τον Παύλο η συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα στις προσωπικές και καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Ενώ είχε πρόταση να συνεχίσει με τη Βίκυ Μοσχολιού, ο Παύλος αρνήθηκε, επιστρέφοντας οριστικά και αμετάκλητα στον αυθεντικό ροκ ήχο και ουσιαστικά στον εαυτό του. Η χρονική περίοδος αυτή ταυτίζεται με το δημιουργικό διάστημα κατά το οποίο ο Σιδηρόπουλος έγραψε τους στίχους και τη μουσική του πρώτου μεγάλου δίσκου του, «Φλου».

Χειρόγραφο από το αρχείο του Παύλου Σιδηρόπουλου

Μουσικά σχήματα και διαδρομές

«Σπυριδούλα»

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και οι «Σπυριδούλα»

Στα τέλη του 1977, ο Σιδηρόπουλος, έχοντας ήδη έτοιμο το υλικό για το δίσκο «Φλου», γνωρίζεται με τους «Σπυριδούλα», οι οποίοι τότε ήταν ένα νέο ροκ συγκρότημα που είχε δημιουργηθεί τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς από τους αδερφούς Σπυρόπουλους, Βασίλη και Νίκο, αλλά μέσω των συχνών ζωντανών εμφανίσεων είχαν ήδη γίνει γνωστοί στη ροκ σκηνή. Άρεσαν πολύ στον Παύλο «γιατί δεν είχαν μεγάλη τεχνική κατάρτιση, το παίξιμό τους είχε αίσθημα, γουστάρανε που παίζανε, δηλαδή κινιότανε το πράγμα πάνω στο πάλκο» (από συνέντευξή του στον Λάκη Παπαδόπουλο, περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχ. 6).

Το 1978 Σιδηρόπουλος και Σπυριδούλα δίνουν μαζί συναυλίες, με τον Παύλο αρχικά να συμμετέχει σε διασκευές τραγουδιών, κυρίως των Rolling Stones. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου, ύστερα από ανακατατάξεις, το συγκρότημα καταλήγει στη σύνθεση με την οποία ξεκίνησε τα sessions του «Φλου» (ΕΜΙΑΛ, 1979): ο Παύλος στη φωνή και τα κρουστά, Βασίλης και Νίκος Σπυρόπουλος στις ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες (με το Νίκο να παίζει επίσης πλήκτρα και φλάουτο), ο Τόλης Μαστρόκαλος στο μπάσο και ο Ανδρέας Μουζακίτης πίσω από τα τύμπανα (ο οποίος κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, θα δώσει τη θέση του στον Τάσο Φωτοδήμο).

Το γκρουπ υπογράφει στην ΕΜΙΑΛ (EMI Columbia) και αρχίζει ηχογραφήσεις με παραγωγό τον Θεόδωρο Σαραντή, ενώ ο Μάνος Ξυδούς αναλαμβάνει τον συντονισμό τους. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται το 1978, αλλ’ ο δίσκος θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του ’79. Συμμετέχουν φίλοι μουσικοί (Δημήτρης Πολύτιμος, Νίκος Πολίτης, Γιώργος Μαγκλάρας κ.ά.), ενώ στην ψυχεδελική «Ώρα του Stuff» κάνει φωνητικά η Δήμητρα Γαλάνη. Αξίζει να σημειωθεί πως το «Φλου» ψηφίστηκε από τους συντάκτες του περιοδικού Ποπ+Ροκ -σε σχετικό αφιέρωμα τον Οκτώβριο του 1992- ως το καλύτερο άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής ροκ σκηνής.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος παρατηρεί επ’ αυτού: «Τα παιδιά στη Σπυριδούλα ήθελαν μια πιο μαρξιστική τοποθέτηση. Θέλανε ένα γκρουπ με συγκεκριμένη πολιτική θέση. Πράγμα στο οποίο εγώ δε συμφωνούσα και εκεί βρήκαμε ότι δεν ταιριάζουμε. Και σταματήσαμε να συνεργαζόμαστε» (συνέντευξη τον Οκτώβριο του 1982).

Μετά ωστόσο από λίγους μήνες και αρκετές συναυλίες, η συνεργασία του Παύλου με το συγκρότημα τελειώνει απροσδόκητα. Ως έναν από τους λόγους που έπαιξαν ρόλο σε αυτό, εξηγεί διακριτικά ο Σιδηρόπουλος: «Τα παιδιά στη Σπυριδούλα ήθελαν μια πιο μαρξιστική τοποθέτηση. Θέλανε ένα γκρουπ με συγκεκριμένη πολιτική θέση, πράγμα στο οποίο εγώ δε συμφωνούσα και εκεί βρήκαμε ότι δεν ταιριάζουμε και σταματήσαμε να συνεργαζόμαστε» (από συνέντευξη στον Ανδρέα Γιαννακουλόπουλο, περιοδικό «Μουσική», Οκτώβριος 1982].

«Εταιρεία Καλλιτεχνών»

Το καλοκαίρι του 1979, ο Παύλος παίζει με τον Τόλη Μαστρόκαλο και τον Θόδωρο (Τέρρυ) Παπαντίνα (θρυλικός κιθαρίστας της ροκ σκηνής της Θεσσαλονίκης ήδη από τα ’70s), τζαμάροντας στο σπίτι του τελευταίου, οπότε και αποφασίζουν να δημιουργήσουν σχήμα. Στη σύνθεση προστίθενται ο επίσης Σαλονικιός Στίλπων Νέστορας (ρυθμική κιθάρα) και ο Τζίμης Τζιμόπουλος (τύμπανα). Ο τελευταίος προτείνει να ονομαστεί το γκρουπ «Art Associations» και ο Σιδηρόπουλος συμφωνεί, αλλά με το όνομα να αναγράφεται στα ελληνικά και …εγένετο «Εταιρεία Καλλιτεχνών». Έπαιζαν ροκ εν ρολ της δεκαετίας 1955-1965, αλλά και δικά τους κομμάτια, τα οποία -αν και σχεδίαζαν να δισκογραφήσουν, αυτό δεν έγινε ποτέ.

Οι κριτικές του μουσικού Τύπου για τις εμφανίσεις τους ήταν εντυπωσιακές. Ενδεικτικά: «η Εταιρεία Καλλιτεχνών έχει μια αρμονία που διαχέει μυστηριακή συγκίνηση», «ένα καταπληκτικό σύνολο με βαθιά αίσθηση του ροκ εν ρολ, που κινητοποιεί τον κόσμο και απελευθερώνει τελείως την ένταση». Έναν χρόνο μετά, ο Παύλος θα πει για το γκρουπ: «Μπορεί όλοι να ‘μαστε από διαφορετικά μουσικά ρεύματα επηρεασμένοι, αλλά τα μουσικά αυτά ρεύματα είναι του ροκ εν ρολ και όλοι μας γουστάρουμε να παίζουμε ροκ εν ρολ».

Όμως, αυτά τα διαφορετικά μουσικά ρεύματα φάνηκαν τελικά ισχυρότερα και η «Εταιρεία Καλλιτεχνών» διαλύθηκε μετά από μια βραχύβια παρουσία, αφήνοντας πίσω της όλες κι όλες τέσσερις ηχογραφήσεις, διασκευές γνωστών ροκ κομματιών, οι οποίες παρέμεναν ανέκδοτες μέχρι πρότινος, στο αρχείο του Παπαντίνα. Πρόκειται για τα τραγούδια «You really got me» των Kinks, «So you want to be a rock’n’roll star» των Byrds, «We gotta get out of this place» των Barry Mann & Cynthia Weil (γνωστό από τους Animals) και το «As I went out one morning» του Bob Dylan, ηχογραφημένα όλα ζωντανά στο αθηναϊκό club Skylab τον Οκτώβρη του ’79.

«Μουρμούρα»

Ο Σιδηρόπουλος συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε ροκ συναυλίες συνοδευόμενος για λίγο καιρό από τους ανερχόμενους Sharp Ties. Κάπου εκεί -και πριν τη δημιουργία των «Απροσάρμοστων»- τοποθετείται χρονικά η δημιουργία ενός βραχύβιου σχήματος που ονομαζόταν «Μουρμούρα» και το οποίο αποτελούσαν παλιοί γνώριμοι (Σιδηρόπουλος, Ντάλλας, Τζιμόπουλος), ο Πιερ Χωρέμης και ο Νίκος Γιαννάτος. Θυμάται σχετικά ο Γιαννάτος: «Η «Μουρμούρα» έπαιξε ένα καλοκαίρι στον Φλοίσβο στο Φάληρο κι έκανε μερικές σποραδικές εμφανίσεις εδώ κι εκεί. Απ’ ό,τι έλεγαν ο Παπαντίνας και ο Μαστρόκαλος, που μας είχαν ακούσει, παίζαμε καλά. Μετά ήρθε πάλι η πρέζα, το γκρουύπ διαλύθηκε και ο Παύλος έβγαλε το δίσκο «Εν Λευκώ»» (από συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη, περιοδικό «Οδός Πανός», Μάιος 2011).

Βρισκόμαστε πλέον στις αρχές του 1980 και ο Παύλος αναζητεί και πάλι μουσική αγκαλιά για τα ακούσματά του. Αυτή τη φορά έψαχνε ωστόσο κάτι πιο μόνιμο.

Με τους «Απροσάρμοστους» ως το τέλος…

Αρχές του 1980, ο Παύλος Σιδηρόπουλος βρίσκεται και πάλι στη διαδικασία αναζήτησης μουσικών. Όλα δείχνουν ότι πλέον αναζητά μια μόνιμη μπάντα που να μπορεί να ανταποκρίνεται στο όραμά του και να αφοσιωθεί σε αυτόν τον σκοπό.

«Ξέρω πολλούς κιθαρίστες που παίζουν ροκ εν ρολ, αλλά ποιοι είναι ροκεντρολίστες; Η γενιά του ’70 όσον αφορά το ροκ εν ρολ είναι τελειωμένη», έλεγε σε συνέντευξή του στον Τάσο Ψαλτάκη (περιοδικό «Μουσικό Εξπρές», τεύχ. 26, Δεκέμβριος 1980). Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέγει νέα παιδιά για το συγκρότημα που φτιάχνει, «γιατί υπάρχει όρεξη… και ύστερα είναι όλοι σε καλή φυσική κατάσταση. Πολλοί από τους παλιούς μουσικούς δεν είναι σε καλή κατάσταση. Η φυσική κατάσταση παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Για να χεις όρεξη να κάνεις κάτι, δηλαδή, κι όχι να ψάχνεις να βρεις χαμένες… παιδικές ευτυχίες …».

Ο Παύλος δοκιμάζει αρκετούς μουσικούς και σιγά – σιγά διαμορφώνεται η τελική σύνθεση της ομάδας που θα ηχογραφήσει τον επόμενο δίσκο. Λέει ο ίδιος, την άνοιξη του ’82, πως «έχοντας αλλάξει και ‘γω δεν ξέρω πόσους μπασίστες και ντράμερ, φτιάχνω το σημερινό μου γκρουπ, τους “Απροσάρμοστους”. Τώρα πια το γκρουπ είναι έτοιμο και, όπως ξέρεις, σύντομα θα κυκλοφορήσουμε έναν δίσκο, που θα λέγεται “Εν Λευκώ” και που η μουσική και οι στίχοι του είναι δικοί μου. Όπως βλέπεις δεν πολυκαθόμουνα αυτό τον καιρό, αλλά το μυαλό μου στο βάθος – βάθος του ήταν πάντα εκεί» (από συνέντευξη στον Άκη Λαδικό, περιοδικό «Phenomenon», τεύχ. 4).

Το συγκρότημα «Απροσάρμοστοι» αποτελούσαν οι: Οδυσσέας Γαλανάκης (ηλεκτρική κιθάρα), Βασίλης Πετρίδης (ηλεκτρική κιθάρα), Αλέκος Αράπης (μπάσο) και Κυριάκος Δαρίβας (τύμπανα) -αν και στο «Εν Λευκώ» τύμπανα έπαιξε ο Άκης Σημηριώτης, μιας και ο Δαρίβας υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του. Τον Μάρτιο του ‘82, ο Σιδηρόπουλος έρχεται σε νέα συμφωνία με την ΕΜΙ και ξεκινούν οι ηχογραφήσεις του δίσκου, στο στούντιο του Σταμάτη Σπανουδάκη. Το «Εν Λευκώ» (ΕΜΙ, 1985) κυκλοφορεί τον ίδιο χρόνο, προκαλώντας αντιδράσεις -ακόμα και την παρέμβαση της λογοκρισίας.

Οι «Απροσάρμοστοι» χωρίζουν πρόσκαιρα με τον Παύλο στα τέλη του ‘82 και ο Παύλος τραγουδάει τα blues που τόσο του άρεσαν, με τους «BUM» (Blue United Musicians), στο Ροντέο. Ο ίδιος παραδεχόταν πως ως νέος δεν είχε καμία σχέση με το βαρύ blues του Muddy Waters ή του Howlin’ Wolf «γιατί δεν είχα τραβήξει τίποτα ακόμα. Ήμουνα πιτσιρικάς. Δεν με αντιπροσώπευε καθημερινά στη ζωή μου αυτό το πράγμα, αλλά ταυτόχρονα κάτι μου ‘λεγε ότι “στα λέω γιατί μπορεί να ‘ρθουνε κι αυτά έξω από την πόρτα σου κάποτε”… Και με ξένιζε αυτό το μαύρο, το μουντό, το βαρύ πράγμα, αλλά ταυτόχρονα με γοήτευε αφάνταστα. Γιατί εγώ δεν είμαι ροκενρολίστας από γεννησιμιού μου. Είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αλλά το διάλεξα σαν τρόπο ζωής και ό,τι τράβηξα μετά, το τράβηξα επειδή το ‘θελα, όχι επειδή οδηγήθηκα προς τα ‘κει» (από συνέντευξη στον Νίκο Πολίτη, περιοδικό «Ήχος», Μάιος 1981).

Το οπισθόφυλλο του δίσκου «Zorba the Freak»

Ο Σιδηρόπουλος ψάχνει παράλληλα για συγκρότημα, μιας και οι «Απροσάρμοστοι», «αφού μάθανε όσα θέλανε και δέθηκαν, θεώρησαν τους εαυτούς τους φίρμες. Έτσι, κάποια στιγμή, με είπαν αυταρχικό, απόλυτο κ.λπ. Μετά απ’ αυτά, για τελείως προσωπικούς λόγους δηλαδή, διέκοψα τις επαφές μου μαζί τους. Μόνον ο Βασίλης Πετρίδης, ένας σπουδαίος κιθαρίστας και πραγματικός γνώστης της κιθάρας ήρθε μαζί μου». Τελικά όμως, οι «Απροσάρμοστοι» τα ξαναβρίσκουν με τον Παύλο και θα παραμείνουν μαζί του μέχρι το τέλος. Αργότερα, στο συγκρότημα συμμετείχαν περιστασιακά ο κιθαρίστας Σπύρος Σούκης και μόνιμα ο Λουκάς Γκέκας στα πλήκτρα.

Τον Απρίλιο του 1984, ξεκινούν οι ηχογραφήσεις για το άλμπουμ «Zorba the Freak» (ΕΜΙ, 1985). Ο Δημήτρης Πουλικάκος αναλαμβάνει την παραγωγή της ηχογράφησης, ενώ πολλοί φίλοι μουσικοί, συνδράμουν σε ένα παρεΐστικο κλίμα -μουσικοί όπως ο κιθαρίστας Δήμης Παπαχρήστου (1953 – 2008), ο πιανίστας – οργανίστας Δημήτρης Πολύτιμος, ο σαξοφωνίστας David Lynch, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Πέτρος Σκούταρης των Sharp Ties κ.ά.

Ο δίσκος κυκλοφορεί στα μέσα του 1985 και περιέχει ορισμένα από τα πλέον δημοφιλή τραγούδια που έγραψε και ερμήνευσε ο Παύλος, όπως τα «R’Ν’R στο κρεβάτι», «Άντε και καλή τύχη μάγκες», «Μίκη Μάου(ς)» καθώς και αναθεωρημένες εκτελέσεις σε παλιότερα κομμάτια του («Απογοήτευση», «Το ‘69»), ενώ για πρώτη φορά γράφει και τραγουδάει στα αγγλικά -στο blues κομμάτι «Clown».

Με τους «Απροσάρμοστους», ο Παύλος Σιδηρόπουλος πραγματοποιεί όλα αυτά τα χρόνια πολλές συναυλίες, σε ιστορικά κλαμπ («Αν», «Ροντέο», «Cinema», «Μετρό», «Κύτταρο» κ.ά.), κινηματογράφους, φεστιβάλ, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ακόμα και στη Μπιενάλε της Βαρκελώνης. Μια από αυτές τις συναυλίες, τον Φλεβάρη του 1989, στη μουσική σκηνή «Μετρό», αποτυπώνεται στη δισκογραφική κυκλοφορία «Χωρίς Μακιγιάζ» (ΜΒΙ, 1989), η οποία αποτέλεσε το τελευταίο εν ζωή άλμπουμ για τον Παύλο Σιδηρόπουλο και το μοναδικό ζωντανά ηχογραφημένο. Ο δίσκος περιείχε κυρίως κομμάτια που παρ’ ότι παίζονταν συχνά στις συναυλίες, δεν είχαν δισκογραφηθεί ποτέ πριν. Παραγωγός ήταν ο στενός φίλος του Παύλου, Πάνος Ηλιόπουλος, ο οποίος μέσω της δισκογραφικής ετικέτας «Η πόρτα που ανοίγει», ήταν και ο μόνος που επιμελήθηκε και μετά τον θάνατο του Παύλου την κυκλοφορία άλλων ηχογραφήσεων από ζωντανές εμφανίσεις του.

Ευρύτερη καλλιτεχνική δραστηριότητα

Ηθοποιός

Στην τελευταία συνέντευξή του -στο Δημήτρη Δημητράκα, στο Rock FM- ο Παύλος Σιδηρόπουλος με σαρκασμό ομολογεί ότι κάποια περίοδο θέλησε να ασχοληθεί με την ηθοποιία. Η συμμετοχή του στην ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου «Ο ασυμβίβαστος», τον είχε δελεάσει (φωτογραφία από το blog http://natassaki.wordpress.com).

Οι πρώτες του εμφανίσεις ως ηθοποιός έγιναν την εποχή του Γ. Μαρκόπουλου, όπου τραγουδώντας στο πάλκο, ζωντάνευε θεατρικά, ευρηματικά και με χιούμορ το περιεχόμενο των τραγουδιών.

Ο Μαρκόπουλος εκείνη την εποχή είχε γράψει και τη μουσική στο παιδικό έργο «Ντενεκεδούπολη» της Ευγενίας Φακίνου, ένα πρωτότυπο κουκλοθέατρο από ντενεκεδάκια.

Χρ. Λεοντής

Η Φακίνου, το 1977, όταν ανέβασε στο θέατρο Κάβα το έργο της Στο Κουρδιστάν σε μουσική Χρήστου Λεοντή, χρειάστηκε έναν ηθοποιό. Ο Μαρκόπουλος της πρότεινε τον Παύλο και τους έφερε σε επαφή. Συνεργάστηκαν στις παραστάσεις του συγκεκριμένου έργου με τον Παύλο να υποδύεται τον «Μπουλντόζα».

Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής εκείνης καθώς επίσης και για την άτυπη αντιπαλότητα μεταξύ πολιτικού τραγουδιού και ροκ, είναι η ακόλουθη μαρτυρία του συνθέτη Χρήστου Λεοντή: «Ήμουν τόσο απορροφημένος με την κατασκευή του ήχου της παράστασης, εφόσον οι τεχνικές συνθήκες ήταν άθλιες, που δυστυχώς δεν είχα τον χρόνο να δουλέψω περισσότερο με τους ηθοποιούς – τραγουδιστές του έργου.

Θυμάμαι ότι με ένα κασετόφωνο της κακιάς ώρας και με έναν μετρονόμο προσπαθούσα να αναδείξω τον ήχο των ρολογιών – ξυπνητηριών, που ήταν πολύ βασικός για τη δραματουργική εξέλιξη.

Βέβαια, θυμάμαι και τον Σιδηρόπουλο σαν μία ευγενική φυσιογνωμία που τραγούδησε το κομμάτι που είχα γράψει για τον «Μπουλντόζα», τον κακό χαρακτήρα της παράστασης. Δεν μας δόθηκε η ευκαιρία περαιτέρω συνεργασίας, ούτε καν προσωπικής γνωριμίας. Εγώ άλλωστε ήμουν απόλυτα ταγμένος τότε στο πολιτικό τραγούδι, ενώ εκείνος στο αμερικανόφερτο είδος, το λεγόμενο ροκ. Και ροκ με πολιτικό τραγούδι δεν τα έβρισκαν ιδιαίτερα».

Από τις παραστάσεις εκείνες δεν υπάρχει καμία ηχογράφηση, ούτε φωτογραφία. Ωστόσο, οι τελευταίες φράσεις του Χρήστου Λεοντή δεν θα έβρισκαν απόλυτα σύμφωνο τον Παύλο. Ο ίδιος υπήρξε ένα ευρέως πολιτικοποιημένο άτομο που μέσα από το ροκ εξέφραζε την επαναστατικότητά του. Γι’ αυτές του τις ιδέες, ερχόταν σε ρήξη με πολλούς στρατευμένους συνθέτες της εποχής, θεωρώντας πως η κραυγαλέα επαναστατικότητα των στίχων που χρησιμοποιούσαν, κατέληγε να μην είναι γνήσια επαναστατική. Κάτι σχετικό είχε δηλώσει στον συγγραφέα – δημοσιογράφο Μισέλ Φάις, τον Σεπτέμβριο του 1990, για το περιοδικό «ΗΧΟΣ&HI-FI»: «Το ροκ στην Ελλάδα ακόμα είναι επαναστατικό είδος. Δεν έχει χάσει τον κοινωνικό του ρόλο. Ανεβαίνεις στο πάλκο και βλέπεις ότι ο άλλος έρχεται ανοιχτός να σε ακούσει για τα καθημερινά του προβλήματα».

Το 1977 ο Αντρέας Θωμόπουλος, γνωστός ήδη στους αντεργκράουντ μουσικούς και κινηματογραφικούς κύκλους της εποχής από το φιλμ «Αλδεβαράν» του 1976, γράφει το σενάριο της επόμενης ταινίας του με τελικό τίτλο «Ο Ασυμβίβαστος». Η μουσική της ταινίας είναι του Γιώργου Θεοδωράκη. Στην ταινία περιέχονται και τα τραγούδια «Να μ’ αγαπάς», «Μη μου μιλάς για τίποτα», «Στον Ύπνο μου», «Τι να σου πω» σε στίχους και μουσική του Αντρέα Θωμόπουλου καθώς και το τραγούδι «Κάποτε θά ‘ρθουν» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το 1977 με πρωταγωνιστή τον Σιδηρόπουλο, ο οποίος και ερμηνεύει τα τραγούδια της ταινίας (το «Τι να σου πω» ηχογραφήθηκε και με τη φωνή του Γιώργου Θεοδωράκη).

Ο Σιδηρόπουλος στην τελευταία του συνέντευξη στον Δημήτρη Δημητράκα για τον ROCK FM θα πει σχετικά: «Με πήρε μια μέρα ο Αντρέας τηλέφωνο και μου λέει: Έχω γράψει ένα έργο για πάρτη σου, μοιάζει πολύ με τη ζωή σου. Το βρήκα λίγο μελό είναι η αλήθεια, αλλά ο Αντρέας μου είπε ότι στο δρόμο θ’ αλλάξει θα το κάνουμε πιο πειστικό και πιο ανθρώπινο, αλλά δεν έγινε. Το έκανα με μαύρη καρδιά είναι η αλήθεια». Είναι σχεδόν σίγουρο πως με την παραπάνω μαρτυρία του, ο Παύλος αναφερόταν στην αναπροσαρμογή του σεναρίου της ταινίας πάνω στον χαρακτήρα του και την ιδιοσυγκρασία του από τον σκηνοθέτη.

Ο ίδιος ο Ανδρέας Θωμόπουλος σε συνέντευξη του στον Αντώνη Μποσκοΐτη για το περιοδικό «Δίφωνο» (Δεκέμβριος 2008) θυμάται την πρώτη γνωριμία του με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, αλλά και τη «μοίρα» της ταινίας του, όταν βγήκε στις αίθουσες:

«Το 1977 έκανα διαφημιστικές ταινίες. Ένας συνεργάτης μου, ο Τόλης Μαστρόκαλος, εκτός από καλός βοηθός σκηνοθέτη και μπασίστας (έπαιζε με τους «Σπυριδούλα»), ήταν και καλός φίλος του Παύλου. Ένα ζεστό βράδυ με επισκέφτηκε με τον Παύλο για καφέ και μείναμε για ώρες, στο μπαλκόνι στο Παγκράτι, με δύο κιθάρες, μία φυσαρμόνικα και κάμποσο τσίπουρο…

Με τον Παύλο, ανάμεσα στα τραγούδια που του ‘παιξα και του ‘παιξα, ανταλλάξαμε μυθολογίες. Εντυπωσιάστηκα απ’ τη συγκροτημένη σκέψη, την ακρίβεια στο λόγο του, τη φωτογένεια και την ευκολία του να ακούει ένα άγνωστο τραγούδι και να το παίζει αμέσως. Όταν χωρίσαμε εκείνο το βράδυ, ήμουν σίγουρος πως με τον χαρισματικό αυτόν άνθρωπο, θα φτιάχναμε κάτι μαζί. Είχα ήδη αρχίσει να γράφω το σενάριο της επόμενης ταινίας, που είχε προσωρινό τίτλο το διφορούμενο «Εύκολος δρόμος». Στη συνέχεια έγινε ο «Ασυμβίβαστος»…

Οι κριτικές δεν ήταν καλές. Ως προς τον κόσμο, σε κάποιους άρεσε, ενώ κάποιοι άλλοι μίλησαν για ταινία αδιάφορη. Άρεσε όμως στη Γερμανία και παίχτηκε σε εφτά κανάλια εκεί και σε ένα φεστιβάλ στο Κάρλοβυ Βάρι της τότε Τσεχοσλοβακίας βρήκε οπαδούς και τρυφερούς συγγενείς. Μετά τον θάνατο του Παύλου, πολλοί πια μιλούν γι’ αυτή την ταινία που απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Τέλος, το «Να μ’ αγαπάς», το τραγούδι – ορόσημο της ταινίας, προϋπήρχε. Γράφτηκε έναν χρόνο πριν από την ταινία, για την Ηρώ, τη γυναίκα μου και μητέρα των παιδιών μου».

Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978 και έναν χρόνο μετά κυκλοφόρησε από τη Lyra ο δίσκος με τη μουσική και τα τραγούδια της. Σε ό,τι αφορά το «Κάποτε θα ‘ρθουν», από την, μόλις πέντε λεπτών, συνάντησή του με τον Μίκη Θεοδωράκη, με αφορμή το τραγούδι αυτό, ο Παύλος θα εμπνευστεί για το κείμενο – καταπέλτη που ηχογράφησε στο σπίτι του και κυκλοφόρησε το 1994, στο μεταθανάτιο άλμπουμ του «Εν αρχή ην ο λόγος».

Ο Παύλος εμφανίστηκε και στην τηλεόραση ως ηθοποιός, το 1982, στο σήριαλ «Οικογένεια Ζαρντή», που σκηνοθέτησε για την ΕΡΤ-1 ο Κώστας Φέρρης. Ο ίδιος ο Φέρρης για τη συμμετοχή του Παύλου στο σήριαλ θα γράψει: «Σ’ έναν πολύ ωραίο ρόλο … ενός οπιομανούς γαλλοθρεμμένου αστού στις αρχές του αιώνα. Σε μία σκηνή του σήριαλ έπαιζε κιθάρα για να τραγουδήσει η Σωτηρία Λεονάρδου το Summertime που της δίδαξε ο Πουλικάκος! Ακόμα, τη μουσική της σειράς έγραψε ο Σταύρος Λογαρίδης. Αυτά κυρίως για να καταφανεί ο σύνδεσμος που κρατούσε αυτή τη γενιά σε διαρκή επαφή σαν μια οικογένεια με τα καλά και τα κακά». Παρ’ όλο που ο Παύλος δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός, η τέχνη της υποκριτικής τον είχε κερδίσει τόσο, ώστε στην προσπάθειά του να την κατανοήσει, έφτασε ν’ αναλύσει σε βάθος ακόμα και τον τρόπο διδασκαλίας της!

Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν

Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν
και πώς σε θένε.

Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε.

Κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν.

Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν.

Και όταν θα ‘ρθουν οι καιροί
που θα ‘χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα’

Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα.

(Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος, 1979)

Συγγραφέας

Το χαρακτηριστικό του καλλιτέχνη Παύλου Σιδηρόπουλου ήταν ότι έγραφε συνεχώς! Σε οποιοδήποτε άδειο χαρτί, απόκομμα, μπλοκ, έστω και σε μισή κενή κόλλα που μπορεί να βρισκόταν μπροστά του, θα αποτύπωνε κάποια σκέψη του, κάποιο συναίσθημά του. Ο Σιδηρόπουλος δεν έγραψε μόνο στίχους, αλλά και ποιήματα, ημιτελή θεατρικά έργα καθώς και κείμενα με πολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις. Διάβαζε, ιδιαίτερα ποίηση, αλλά και φιλοσοφία. Συχνά καταπιανόταν με τη συγγραφή διηγημάτων, τα οποία όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Έχει σημασία να αναφέρουμε πόσο καθοριστικές υπήρξαν για τον στιχουργό – ποιητή Παύλο οι επιρροές του από το κίνημα της αμερικανικής beat λογοτεχνίας (κυρίως από τον Allen Ginsebearg, κατά τον ίδιο τον Παύλο), χωρίς ν’ αφήσουμε εκτός, τη λεγόμενη rock subculture με βασικότερο εκφραστή της τον Lou Reed.

Δεν έλειπαν ακόμη οι στιχουργικές παραπομπές του Παύλου σε σημαντικούς Έλληνες ποιητές: στον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον «Ποιητή της Ήττας», στο κομμάτι του, «Οι σοβαροί κλόουν» από το «Φλου». Αγαπούσε ιδιαίτερα τον Γιώργο Σεφέρη, τον οποίο θεωρούσε ποιητή παγκόσμιας εμβέλειας, τον Οδυσσέα Ελύτη για την ελληνικότητα της γραφής του, τον Τάκη Σινόπουλο, το Νίκο Καρούζο και από τη νεότερη γενιά τον Γιώργο Χρονά και τον Δημήτρη Βάρο. Επίσης ανέφερε ως συνειδητή επιρροή του τον Διονύση Σαββόπουλο και τη στιχουργική του, επειδή στην ηλικία των 20 ετών ήταν ο μόνος άνθρωπος που εξέφρασε τις υποψίες του για το κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα.

Ώριμος πια ο Σιδηρόπουλος, τον Σεπτέμβριο του 1990, θα πει σε συνέντευξή του στον Μισέλ Φάις για το περιοδικό «ΗΧΟΣ&Hi-Fi»: «Νιώθω περισσότερο στιχουργός παρά μουσικός». Φράση του Παύλου που μέσα σε δυο αράδες συνοψίζει όλη του την οπτική γι’ αυτό το σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας του.

Ο μεγάλος έρωτας

Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου

Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου ήταν ο μεγάλος έρωτας του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ποιήτρια και ζωγράφος με μεγάλο ταλέντο και ταυτόχρονα τοξικομανής, με αυτοκαταστροφικές τάσεις, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 50 ετών, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι της. Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου έγραφε ποιήματα εκφράζοντας με τον δικό της ξεχωριστό, καλλιτεχνικό τρόπο την κουλτούρα του κίτρινου σούρουπου, δηλαδή όλα εκείνα τα ευαίσθητα παιδιά, που υπέφεραν από προσωπικά αδιέξοδα και δεν κατόρθωσαν (ή και δεν θέλησαν) να προσαρμοστούν στην κοινωνία των «υγιών» και «σοβαρών» ανθρώπων.

Η ηθοποιός Δέσποινα Τομαζάνη, ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Γιόλα Αναγνωστοπούλου στον Πύργο Υπάτης, το Πάσχα 1978

Η Γιόλα εξέδωσε συνολικά τρεις ποιητικές συλλογές. Την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ποιήματα» (1972), την εξέδωσε ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια Γυμνασίου. Πρόλαβε να τυπώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, όλες στις εκδόσεις Νίκη, που ανήκαν στον πατέρα της: «Κατ’ Εικόνα και Ομοίωσιν» (1973) και «Οξείς Μετάλλου Ήχοι περιστρέφουν τις Όψεις της Αποθάρρυνσης» (1979). Το πιο σπουδαίο ωστόσο ποιητικό της έργο βρέθηκε μετά τον θάνατό της, ενώ το μεγαλύτερο ποιητικό έργο της παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε μετά τον θάνατό της, σε σκόρπια χαρτιά και σελίδες ημερολογίων. Σπουδαία ποιήματα, γραμμένα ακόμη και σε χαρτοπετσέτες.

Στο πατρικό σπίτι της Γιόλας (κάτω αριστερά) στον Πύργο Υπάτης, το Πάσχα του 1978

Ο έρωτάς της με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξεκινά μεταξύ 1977-1980, ενώ ήταν φοιτήτρια στο Παρίσι, όπου σπούδαζε Φιλοσοφία. Ο Παύλος την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, δεν κατόρθωσε ποτέ να την ξεπεράσει. Η σχέση τους έμοιαζε σαν ένα οδήγημα τρελό, πάνω από γκρεμό.

Ο Παύλος, στα χρόνια αυτά, παρουσιάζει τα δύο σημαντικότερα έργα του («Φλου» και «Εν Λευκώ»). Η Γιόλα ήταν γι’ αυτόν μια τεράστια, δημιουργική και ταυτόχρονα καταστροφική επιρροή. Ήταν η μούσα του, αλλά και η αιτία που παγιδεύτηκε στην ηρωίνη.

Το 1980 η Γιόλα Αναγνωστοπούλου εγκαταλείπει τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαφνικά, θέλοντας ν’ αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της και να «καθαρίσει» από τις ουσίες.

Απομακρύνεται από τον Παύλο, ωστόσο δεν κατορθώνει ποτέ να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά. Έτσι, η Γιόλα θα ζήσει επί χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που γίνεται 50 χρόνων και τελικά πεθαίνει μόνη, στο σπίτι της, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο της συκώτι.

Ο τραγουδοποιός δεν κατάφερε ποτέ να αφήσει πίσω του τον έρωτά του για εκείνη και έπεσε σε κατάθλιψη, όταν τον χώρισε ξαφνικά. Σε μία προσπάθεια να τη φέρει ξανά κοντά του ο Σιδηρόπουλος ηχογράφησε σε μία κασέτα δύο ερωτικά τραγούδια με τίτλο «Come to me» και «You Left Me» τα οποία της έστειλε με δέμα στο Παρίσι, θέλοντας να την κερδίσει και πάλι. Τα κομμάτια έμειναν άγνωστα και ακυκλοφόρητα μέχρι τον θάνατο της Γιόλας Αναγνωστοπούλου, το 2005.

Ο Νίκος Παπάζογλου, η Ηδύλη Τσαλίκη και ο Παύλος Σιδηρόπουλος στη Βαρκελώνη το 1987

Μετά την Γιόλα ο Παύλος γνωρίζει τη βραβευμένη τραγουδίστρια και συνθέτρια Ηδύλη Τσαλίκη η οποία δίνει πραγματικό, καθημερινό αγώνα, προκειμένου να τον βγάλει από τα ναρκωτικά. Ο ίδιος ο Παύλος, την περίοδο εκείνη, έδειχνε για πρώτη φορά μετά από καιρό ευτυχισμένος, ήρεμος και δυνατός ξανά. Οι δυο τους, ωστόσο, χωρίζουν ανεξήγητα και πλέον ο Σιδηρόπουλος ξεκινάει να βαδίζει προς το τέλος…

Το τέλος…

Το φθινόπωρο του 1979, όταν ο Παύλος ήταν 31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Η καλλιτεχνική του πορεία μετρούσε ήδη εννιά χρόνια και η δημιουργικότητά του, το έργο του και η προσωπικότητά του είχαν για τα καλά αποκαλυφθεί. Στην αρχή ο Παύλος πιστεύει ότι δεν έχει να χάσει τίποτα και ότι θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα. Σύντομα σχετικά αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο, κάτι που φαίνεται άλλωστε τόσο στους στίχους των κομματιών του όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές κάνει προσπάθειες να ξεφύγει, και κατορθώνει για κάποια χρονικά διαστήματα να είναι «καθαρός». Είναι οι περίοδοι που ο Παύλος δημιουργεί ξανά και βάζει στόχους.

Δυστυχώς, όμως, παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες, που γίνονται κυρίως ατομικά και χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα αποτοξίνωσης (χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του Πάνου Ηλιόπουλου στο περιοδικό ΝΤΕΦΙ), τελικά δεν θα τα καταφέρει. Την άνοιξη του 1990 χάνει τη μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γεγονός που τον καταβάλλει.

Λίγους μήνες αργότερα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του (η διάγνωση του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών της 18ης Αυγούστου του 1990 ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος») και η κακή ψυχολογία του επιδεινώνεται. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοιμάζει με το συγκρότημά του, τους «Απροσάρμοστους», τον καινούργιο του δίσκο (πρόκειται για το μεταθανάτιο άλμπουμ «Άντε και καλή τύχη μάγκες») και δίνει συναυλίες.

Σύμφωνα με τον Αλέκο Αράπη, τον μπασίστα των «Απροσάρμοστων», την προηγούμενη νύχτα του θανάτου του, στις 4 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος έφτασε στο στούντιο αρκετά καθυστερημένος και σε αλλόφρονα κατάσταση τσακώθηκε με τους μουσικούς του. Υπάρχει και η μαρτυρία του φίλου του, παραγωγού Πάνου Ηλιόπουλου, κατά την οποία εκείνο το βράδυ ο Παύλος προσπαθούσε απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μαζί του από τηλεφώνου. Για την ακρίβεια, ο τηλεφωνητής του Ηλιόπουλου κατέγραψε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις και δεκαπέντε αντίστοιχα φωνητικά μηνύματα από τον Παύλο. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, σε ηλικία 42 ετών, ευρισκόμενος στο σπίτι μιας γνωστής του στον Νέο Κόσμο Αττικής, έπεσε σε κώμα και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στον Ευαγγελισμό, χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.

Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθους συγκλονισμένου και βαθειά θλιμμένου κόσμου που είχε κατακλίσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο. Σήμερα στον Κόκκινο Μύλο υπάρχει οικογενειακός τάφος στον οποίο βρίσκονται ο Παύλος, η μητέρα του και ο πατέρας του, με την προτομή του Παύλου που φιλοτέχνισε η γλύπτρια Δώρα Βουτσινά.

Δισκογραφία μετά θάνατον

Την επομένη χρονιά (1991) οι «Απροσάρμοστοι» κυκλοφορούν τον δίσκο «Άντε και καλή τύχη μάγκες», με τα τραγούδια, που δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος, να τα ερμηνεύουν διάφοροι καλλιτέχνες.

Και το 1992 κυκλοφορεί ο δίσκος «Τα μπλουζ του πρίγκιπα», με τις πειραματικές ηχογραφήσεις του Παύλου από το 1979-1981 να παντρεύουν το μπλουζ με το ρεμπέτικο.

Τελευταίος σταθμός στη μεταθανάτια δισκογραφία του ασίγαστου Σιδηρόπουλου θα είναι το 1994, όταν κυκλοφορεί ο διπλός δίσκος «Εν αρχή ην ο λόγος», που περιέχει ζωντανές ηχογραφήσεις, την απαγγελία ενός κειμένου καθώς και μια συνέντευξή του στην ΕΤ2, με τα περισσότερα τραγούδια του άλμπουμ να εκδίδονται για πρώτη φορά.

Ο τραγουδοποιός, στιχουργός και ερμηνευτής Παύλος Σιδηρόπουλος πέρασε σύντομα από τη ζωή, αφήνοντας όμως το στίγμα του βαθιά χαραγμένο στην ελληνική μουσική σκηνή.

Για την ηρωίνη…

Παύλος Σιδηρόπουλος
(1948-1990)

Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ο Παύλος Σιδηρόπουλος παραχώρησε πολλές συνεντεύξεις σε περιοδικά και εφημερίδες. Σε μία από αυτές, που δόθηκε για το περιοδικό «Σχολιαστής» (τεύχ. 57/23 Δεκεμβρίου 1987) στη δημοσιογράφο Ιουλία Ραλλίδη, έχουν ιδιαίτερο νόημα όσα αναφέρει ο ίδιος για την ηρωίνη:

Π.Σ.: Η εμπειρία μου με την ηρωίνη υπάρχει στο “Εν Λευκώ”, το 1979-80. Υπάρχει ένας στίχος που λέει “ένα φιξάκι φίλε δεν είναι παρά μια στιγμή, κι όμως μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή, μίλησα για μένα. Σε έναν τρίτο τα λέω στα ίσα κι ίσως να σαρκάζω, όταν λέω “κι ίσως να ξεχαστείς, να λες πως την ελέγχεις, πως ξέρεις τι ζητάς και το γιατί”. Τι σημαίνει να ξεχαστείς; Άλλωστε η πρώτη πλευρά του δίσκου τελειώνει με το “Θάνατος”.

– Δηλαδή είναι ένα ταξίδι, που μοιραία καταλήγει εκεί;

Π.Σ.: Εκεί, βέβαια.

– Δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει κανείς και να νομίσει ότι θα σωθεί;

Π.Σ.: Υπάρχουν περιπτώσεις που έχουν σταματήσει, αλλ’ είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα δυστυχώς. Οι περισσότεροι μένουν στο λούκι μια ζωή ολόκληρη.

– Όταν ξεκίνησες εσύ να κάνεις μουσική δεν υπήρχε η σημερινή εξάπλωση των σκληρών ναρκωτικών.

Π.Σ.: Εκτός από το λαϊκό κύκλωμα. Τότε ήταν διαχωρισμένοι οι ηρωινομανείς λαϊκοί (μπουζούκια, σκυλάδικα) και το κύκλωμα των ηρωινομανών στο ροκ. Αυτά μιξαρίστηκαν από το 1979 και μετά. Στους ρεμπέτες υπήρχε ο Ανέστης Δελιάς, που ήταν πρεζάκι. Η δική μου γενιά είναι της drug culture. Αυτή δεν είχε σχέση με την πρέζα ή με το body building, με τα δύο άκρα. Τώρα βλέπω μπλουζάκια νεαρών με το σύνθημα “no drug generation”, έτσι απροκάλυπτα. Η ηρωίνη σαν ναρκωτικό του νευρικού συστήματος το καταστέλλει μέχρι πλήρους αδράνειας. Τότε, στη γλώσσα της ηρωίνης, έχουμε το “νοντάρισμα”, το κουτούλημα. Όχι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να κάνει χρήση ηρωίνης -το λέω κατηγορηματικά, γιατί έχω εμπειρία- δεν αξίζει το τράβηγμα. Είναι πολύ άνισο αυτό που παίρνεις μ’ αυτό που δίνεις -πέρα από την πρέζα-, ώστε να ξαναέρθεις σε κάποια ισορροπία. Εκτός αν αποφασίσεις να είσαι σε όλη σου τη ζωή πρεζάκιας, οπότε εκεί δεν ξέρω τι συμβαίνει, δεν μπορώ να πω τίποτα.

– Υπάρχουν ρόκερ που σώθηκαν από την πρέζα, η Marianne Faithfull, ο Iggy Pop, ο Lou Reed…

Π.Σ.: Σώθηκαν… βγήκανε πες, ξε-αρρωστήσανε.

– Το ότι βγαίνουν “καθαροί”, συνεχίζουν να κάνουν μουσική, ξαναρχίζοντας από ‘κει που ξεκίνησαν…

Π.Σ.: Όχι από κει που ξεκίνησαν, αλλά με το παρελθόν της ηρωίνης πια. Αν δεν το πάρεις χαμπάρι αυτό, τότε την έχεις βάψει. Πρέπει να δεχτείς ότι στο δρόμο έχεις χάσει πράγματα, που πιθανώς να μην τα ξαναπάρεις πίσω σε συναισθηματικό, αλλά και σε βιολογικό επίπεδο …».

«Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε…»
Οδ. Ελύτης, Κλίμα της απουσίας

Πηγές:
– Ευαγγελία Λούτσου, σε: enimerotiko.gr
– Χριστίνα Προφαντή, σε: enimerotiko.gr
– Φώντας Τρούσας, σε: lifo.gr
ertnews.gr, freedomgreece.blogspot.com, retromaniax.gr, toklysma.weebly.com, lamianow.gr, mixcloud.com, iefimerida.gr, irememberpavlos.blogspot.com, pavlos-sidiropoulos.gr

Σχολιάστε