Το Αϊβαλί του Κόντογλου και του Βενέζη

«Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί…»

Όταν ξεκινάς το ταξίδι σου για πρώτη φορά από την προβλήτα της Μυτιλήνης για τα απέναντι παράλια, τα συναισθήματα είναι σίγουρα ανάμεικτα. Το μέρος που πρόκειται να πας, σου είναι εξαιρετικά οικείο, μια εικόνα γνώριμη. Είναι εκείνη η στεριά που αντικρίζεις όταν τραβάς το βλέμμα σου καθημερινά στη θάλασσα, στο δρόμο προς το Πανεπιστήμιο ή στη βραδινή βόλτα στο λιμάνι της πόλης. Ωστόσο, μπορεί να έχουν περάσει ολόκληρες γενιές από τότε που η γη αυτή ήταν Ελληνική, μπορεί η καταγωγή σου να μην είναι καν από τις «αλησμόνητες πατρίδες», όμως θελημένα ή μη φέρνεις στο νου σου τον όμορφο σκοπό, κείνο το λυπητερό αργό τραγούδι που βαστάει πάντα μέσα του ολάκερη την πίκρα, τον πόνο και την άσβεστη νοσταλγία για εκείνα που χάθηκαν…

Από την ωραία Μυτιλήνη μπορείς εύκολα να βρεθείς στο Αϊβαλί. Το όνομα του γνωστό και χιλιοτραγουδισμένο. Όμως λίγοι πραγματικά γνωρίζουν ότι αυτό το μικρό μέρος υπήρξε κάποτε ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού, το δεύτερο μετά τη Σμύρνη στη Μικρά Ασία. Οι Κυδωνίες λοιπόν, όπως είναι η ελληνική ονομασία του, βρίσκονται στην είσοδο του Αδραμυττηνού κόλπου, σε απόσταση 25 χλμ. βορειοανατολικά της πρωτεύουσας της Λέσβου.

Το λιμάνι στο Αϊβαλί

Το πέρασμα των κατοίκων του νησιού στο Αϊβαλί, είναι μια συνήθεια που μετράει αιώνες. Αυτό που περιγράφουν οι περισσότεροι ταξιδιώτες όταν επιστρέφουν, είναι η γλυκόπικρη γεύση που τους μένει και ένα σφίξιμο στη καρδιά ύστερα από την επαφή τους με αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο. Η πόλη αναπτύσσεται κατά μήκος της παραλίας και προς τον λόφο, ενώ στο κέντρο της βρίσκεται η Πλατεία Μεϊντανί, που συνορεύει με τα Μεγάλα Καφενεία στον Γιαλό του Αγγελή και το εμπορικό κέντρο. Το Αϊβαλί ανήκει στις αλησμόνητες πατρίδες. Περπατώντας στα σοκάκια του, αντιλαμβάνεσαι εύκολα το ελληνικό στοιχείο που είναι διάχυτο παντού, ενώ σίγουρα θα συναντήσεις κάποιον που με λαχτάρα θα έρθει προς το μέρος σου να σου μιλήσει ελληνικά.

Πολλοί θα πουν ότι πλέον το Αϊβαλί δεν θυμίζει σε τίποτα το ένδοξο παρελθόν του.. Ο τόπος είναι σήμερα λαϊκός, απλός χωρίς χλιδή και κοσμικότητες. Γεμάτος φτωχικά σπίτια, με δαιδαλώδη δόμηση και κακοφτιαγμένους δρόμους, σε κάθε σου βήμα σε πείθει ότι βρίσκεσαι στην Τουρκία, με την εικόνα του Κεμάλ να δεσπόζει σχεδόν παντού, ενώ τουρκικές σημαίες κυματίζουν σε κάθε δημόσιο κτήριο, δρόμο και σπίτι. Ωστόσο η αγορά και το μεγάλο παζάρι, χαρακτηριστικά κάθε ανατολίτικου λαού, μαγνητίζει τους ανθρώπους όλων των ηλικιών και δύσκολα αντιστέκεσαι στο να κάνεις μία βόλτα ανάμεσα στο πάγκους.

Παλαιά ελληνικά αρχοντικά στο Αϊβαλί

Το Αϊβαλί του Κόντογλου και του Βενέζη

Η μεγάλη ακμή της πόλης τοποθετείται μετά το 1773, με τα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της από την οθωμανική διοίκηση. Εκείνη την εποχή οικοδομήθηκε νοσοκομείο και βρεφοκομείο, πολιτιστικά μνημεία, όπως ο μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας των Ορφανών, αλλά και ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, η «Ελληνική Σχολή» με την πλούσια βιβλιοθήκη της, που αργότερα πήρε το χαρακτήρα ανώτερης σχολής και ονομάστηκε «Ακαδημία των Κυδωνιών». «Σε αυτήν την παραλία της Αιολίδας υπάρχει ένα σχολείο στο οποίο οι μαθητές μαθαίνουν να διαβάζουν Όμηρο και Θουκυδίδη …», γράφει στα 1809 ο Γάλλος Auguste de Choiseuil – Gouffier αναφερόμενος στη φημισμένη Ακαδημία των Κυδωνιών.

Το ξώφυλλο του βιβλίου του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», εκδ. Άγκυρα

Όπως αναφέρει και ο Φώτης Κόντογλου στο έργο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»: «Στ’ Αϊβαλί στάθηκε και το μεγάλο σκολειό, που πηγαίνανε από παντού και σπουδάζανε τ’ αρχαία γράμματα πριν από το Εικοσιένα. Δασκάλοι ήτανε Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Ευστράτιος Πέτρου, ο Γρηγόριος Σαράφης κι άλλα σοφά κεφάλια. Το σκολειό αυτό το λέγανε Ακαδημία. Ίσαμε τα τώρα βρισκότανε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, που την είχε χαρισμένη ο Γάλλος Διδότος. Η πρώτη πρέσα της τυπογραφίας που ήρτε στην Ανατολή ήτανε η λεγόμενη «Μέλισσα» και τύπωνε τα βιβλία του σκολειού …».  

Το σπίτι του Ηλία Βενέζη στο Αϊβαλί

Έτσι το Αιβαλί λίγο πριν την ελληνική επανάσταση αποτελούσε σημαντικό οικονομικό και πνευματικό κέντρο, ενώ αριθμούσε 30.000 Έλληνες σε πληθυσμό. Στις 2 Ιουνίου του 1821 το Αϊβαλί καταστράφηκε από τον τουρκικό στρατό σε ένδειξη αντιποίνων για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στην Ερεσό της Λέσβου. Όσοι κάτοικοι σώθηκαν, κατέφυγαν σε άλλα νησιά, κυρίως στα Ψαρά, αλλά και στην Πελοπόννησο, όπου έλαβαν μέρος στον επαναστατικό αγώνα. Αργότερα το 1827, με την επιστροφή των προσφύγων, άρχισε η ανοικοδόμηση της πόλης και παρουσιάστηκε ξανά σταδιακή αύξηση του πληθυσμού και ανάπτυξη της ναυτιλιακής δραστηριότητας, του εμπορίου, της βιοτεχνίας, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη του πολιτισμού που οδήγησε στη δημιουργία μιας έντονης πνευματικής ζωής στην πόλη. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός λογίων και ανώτερων κληρικών με καταγωγή από τις Κυδωνίες, γνωστότεροι από τους οποίους είναι οι λογοτέχνες Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης και Στρατής Δούκας.

Ζευγάρι Ελλήνων στο Αϊβαλί πριν τη Μικρασιατική καταστροφή (mikrasia.lit.upatras.gr)

1922…

Σήμερα για εμάς είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τη φρίκη και τον πόνο, μερικά μόνο από τα συναισθήματα που ένιωσαν οι άνθρωποι εκείνες τις δύσκολες ημέρες της καταστροφής της Σμύρνης και της ανταλλαγής των πληθυσμών που ακολούθησε, όπου μέσα σε μια στιγμή έχασαν ό,τι είχαν. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που προηγήθηκαν, χαρακτηρίζονται από αντιπαραθέσεις και διώξεις του μικρασιατικού Ελληνισμού. Το Αϊβαλί πέρασε και πάλι σε ελληνικά χέρια μετά την κατάληψη της πόλεως από τον ελληνικό στρατό το 1919 και με την επιστροφή των εκτοπισμένων, ενώ άρχισε και η σταδιακή ανασυγκρότηση της πόλης που όμως κράτησε για λίγο. Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου. Οι μαρτυρίες είναι ανατριχιαστικές και σας τις μεταφέρω όπως ακριβώς τις βρήκα στο βιβλίο «Μικρασία, Χαίρε» του Ηλία Βενέζη:

«Στις 6 Σεπτ 1922 τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού ήλθαν από τη Σμύρνη για να καταλάβουν το Αϊβαλί. Το ίδιο βράδυ κηρύχτηκε ό στρατιωτικός νόμος. Ύστερα βγήκε ή φοβερή διαταγή: “Να παρουσιασθούν όλοι οι άνδρες από 18-45 χρονών”. Τους μάζεψαν, τους δέσαν, τους μεταφέρανε έξω από την πόλη καi τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι και στις χαράδρες. Από αυτή την ομαδική στρατολογία καi σφαγή είχαν εξαιρέσει τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Αυτούς τους πήγαν σ’ ένα λόφο λεγόμενο “Μπογιά” και τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας μόνο γλύτωσε και είπε το τι έγινε. Τέλος πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι οδηγούσανε στο εσωτερικό της Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φθάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων».

Το Αϊβαλί σε παλαιά επιστολικά δελτάρια των αρχών του 20ού αι.

Κι αλλού σημειώνει χαρακτηριστικά: «Σιγοφυσά τ’ αγεράκι ανάμεσα στους πρίνους και στις βαλανιδιές. Πέφτει ένα φύλλο ξερό κι ακούγεται τόσο πολύ σούσουρο, που λες πως περπατά άνθρωπος. Κανένας δεν περπατά. Κάθεσαι σε μια πέτρα και πέφτεις σε συλλογή. Εδώ, σε τούτα τα βουνά, γίνηκε τούτο, γίνηκε κείνο, πέσανε βόλια, σκοτωθήκανε ανθρώποι. Κει χάμου, μέσα στα απάτητα χώματα, στα έρημα ντερβένια και στις ανεμοβραχιές, είναι χυμένο το αίμα της καρδιάς μας. Διαβάζεις μέσα στα βιβλία ειδών ιστορίες και θαρρείς πως, κει που περπατάς, θα συναπαντηθείς με τον έναν και με τον άλλον ξακουσμένον που βλέπεις μέσα στα χαρτιά. Αλίμονο! Τα βουνά ξεχνάνε, τα κάστρα γκρεμνίζουνται, οι φυλακές είναι βουβές, τα κόκκαλα λιώνουνε πολύ γλήγορα. Ούλα είναι αδιάφορα στον πόνο μας, αφού κι ο άνθρωπος ατός του ξεχνά τα ντέρτια του. Παρατά στη λησμονιά τιμημένα μνημόρια. Απάνου στο χώμα που πλάγιασε για πάντα φιλότιμη καρδιά, περπατά δίχως κανένα αίστημα μέσα του. Μα εγώ δε θέλω να ζω έτσι που ζει ο ένας κι ο άλλος στις μέρες μας. Πάγω και κλαίγω κρυφά στ’ Άγιο Βήμα, κι αφουγκράζουμαι τις σκόρπιες πέτρες, και κάνω την προσευκή μου μπροστά στα παλιά κονίσματα, που με βλογάνε και με ξεκουράζουνε…»

Πηγή: Μαρία Μπερτσουκλή, σε: my.aegean.gr

kimintenia.wordpress.com

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s