Ο Οκτώβρης του Che

Ernesto -Che- Guevara
(Ροσάριο Αργεντινή, 14 Μαΐου 1928 – Λα Ιγκέρα Βολιβία, 9 Οκτωβρίου 1967)

«Προπάντων να κρατήσετε μέσα σας την ικανότητα
να αισθάνεστε πολύ βαθιά κάθε αδικία,
που διαπράττεται εναντίον οποιουδήποτε,
σ’ οποιοδήποτε σημείο κι αν είναι του κόσμου
Αυτή είναι η πιο ωραία αρετή ενός επαναστάτη…»
Τσε Γκεβάρα

Φέτος συμπληρώνονται 55 χρόνια από την αιχμαλωσία και τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, στις 9 Οκτώβρη 1967, στη Βολιβία.

Εκείνος στον οποίο ανατέθηκε να τον εκτελέσει ήταν ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν. Ο δολοφόνος του Τσε, το 2006 υποβλήθηκε σε εγχείρηση από Κουβανούς γιατρούς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα της «Επιχείρησης Θαύμα» και προσφέρουν -δωρεάν- τις υπηρεσίες τους σε ασθενείς σε όλη τη Λατινική Αμερική. Ο Τεράν έπασχε από καταρράκτη. Οι επεμβάσεις καταρράκτη δεν είναι και τόσο απλό πράγμα για τους φτωχούς ανθρώπους στη Λατινική Αμερική.

Ο γιος του Τεράν, το 2007, στη συμπλήρωση 40 χρόνων από τη δολοφονία του Τσε, έστειλε σε εφημερίδα της Βολιβίας ευχαριστήριο μήνυμα προς τους Κουβανούς γιατρούς που αποκατέστησαν την όραση του πατέρα του. Του δολοφόνου, δηλαδή, του (και) γιατρού Τσε Γκεβάρα…

«Θυμηθείτε αυτό το όνομα -Μάριο Τεράν- ένας άνδρας που εκπαιδεύτηκε για να σκοτώσει μπορεί και πάλι να βλέπει χάρη στους γιατρούς που ακολουθούν τις ιδέες του θύματός του», ήταν το ρεπορτάζ με το οποίο κατέγραψε την είδηση η εφημερίδα «Γκράνμα» της Κούβας.

Με τη σύζυγο του Αλέιδα και τα παιδιά τους

Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Τσε είχε στείλει στα παιδιά του ένα γράμμα:

«Αγαπημένα μου Ιλδίτα, Αλεϊδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο,

Αν μια μέρα χρειαστεί να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα πει πως πια δεν είμαι ανάμεσά σας. Σχεδόν δε θα με θυμάστε πια και τα πιο μικρά θα μ’ έχουν ξεχάσει.
Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έπραττε όπως σκεφτόταν, και που σίγουρα ήταν πιστός στις πεποιθήσεις του (….).
Να μελετάτε πολύ, για να μπορέσετε να κυριαρχήσετε στην τεχνική, που θα σας επιτρέψει να κυριαρχήσετε στη φύση (…). Να ‘στε κυρίως ικανά να αισθάνεστε, όσο πιο βαθιά μπορείτε, κάθε αδικία που γίνεται απέναντι σ’ οποιονδήποτε, σ’ οποιαδήποτε χώρα του κόσμου(…). Πάντα, παιδιά μου, θα ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ένα μεγάλο και δυνατό φιλί απ’ τον Μπαμπά».

Δεν είδε ποτέ ξανά τα παιδιά του. Στις 8 προς 9 Οκτώβρη του 1967 ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα θα περνούσε στο πάνθεον των «αθανάτων» της Ιστορίας με διαβατήριο την πίστη του στις πεποιθήσεις του. Οι δολοφόνοι του μοίρασαν ανά την υφήλιο τη φωτογραφία του νεκρού Τσε πιστεύοντας ότι έτσι θα σφράγιζαν και θα έκλειναν τους λογαριασμούς τους μαζί του. Έκαναν λάθος… Μια άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη που έμελλε να μείνει στην Ιστορία.

Η περίφημη φωτογραφία του Alberto Corda, Κούβα 1960

«Υπήρξε από τους πιο οικείους, από τους πιο θαυμαστούς, από τους πιο αγαπητούς. Ικανός αρχηγός και, δίχως αμφιβολία, ο πιο εξαίρετος από τους επαναστάτες… Ξεχείλιζε από ένα βαθύ πνεύμα απέχθειας και περιφρόνησης προς τον ιμπεριαλισμό… Στη στάση του επέδρασε σημαντικά του η αντίληψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, και ότι η ακατάσχετη πορεία της ιστορίας δε σταματά, ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών. Άνθρωποι σαν τον Τσε σφραγίζουν με τη μορφή και τον αγώνα τους την ιστορία. Γίνονται πρότυπα και για όλους τους άλλους».

Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα στην Κούβα της δεκαετίας του 1960

Με αυτά τα λόγια αποχαιρετούσε ο Φιντέλ Κάστρο, στον επικήδειο που εκφώνησε στην Πλατεία της Επανάστασης, στην Αβάνα, στις 18 Οκτώβρη 1967, τον Ερνέστο Γκεβάρα. Τον Τσε.

Συχνά επανέρχεται το ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που οδήγησε έναν από τους ηγέτες μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα να προσφέρει τόσο αφειδώλευτα την ίδια του τη ζωή στο πεδίο των μαχών για την κοινωνική απελευθέρωση και δικαιοσύνη;

Στη στάση του Τσε απέναντι στη ζωή επέδρασε σημαντικά αυτό που περιέγραψε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο. Η αντίληψη, δηλαδή «ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην Ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, και ότι η ακατάσχετη πορεία της Ιστορίας δε σταματά ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών.

Αυτός ήταν ο Τσε. Ασταμάτητος. Αλύγιστος. Παθιασμένος. Αμετανόητος. Τέτοιος ήταν ο Τσε και αυτός ήταν ο λόγος που συγκαταλέγεται σε εκείνους τους ελάχιστους που κατάφεραν να μετατρέψουν τον θάνατό τους σε ένα τόσο στέρεο σκαλοπάτι για ν’ ανυψωθεί το αίτημα για ζωή, για ανθρώπινη ζωή, ακόμη ψηλότερα.

Την αντίληψη του Τσε για τον άνθρωπο δεν θα μπορούσαν ποτέ να την καταλάβουν οι δολοφόνοι του. Πόσο μάλλον να την εξοντώσουν.

Το έγκλημα, αντί να σβήσει τα ίχνη αυτού του ασθματικού γιατρού από την Αργεντινή, μετατράπηκε σε βαθιά, σε ζωογόνα και ελπιδοφόρα ανάσα για τους αδικημένους, για τους λαούς όλου του κόσμου.

Ό,τι δεν κατάφεραν με τον Τσε εκείνοι που τον δολοφόνησαν νόμισαν ότι θα το κατόρθωναν όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να τον μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη στάμπα πάνω σε μπλουζάκια και «μοδάτα» αξεσουάρ.

Ούτε αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η ζωή του Τσε ξεπερνά κατά πολύ την αγοραία λογική τους. Δεν είχαν τα εργαλεία να αντιληφθούν εκείνο που κατάλαβε ο Σαρτρ: «Η ζωή του Τσε» -έλεγε ο Σαρτρ- είναι η ιστορία του πληρέστερου ανθρώπου της εποχής μας».

Αυτή η «πλήρης Ιστορία», που ο Τσε την έγραψε και τη διηγήθηκε με τη ζωή και τον θάνατό του, είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ερώτημα: «γιατί ο Τσε συνεχίζει να ζει;».

Όσοι προσπαθούν να εξαντλήσουν την εξήγηση αυτής της «αθανασίας», εστιάζοντας στην εικόνα του Τσε ως «γητευτή των φοιτητικών ονείρων», ξεχνούν ότι ο Τσε των εργατών και των αγροτών, ο Τσε των ταπεινών και καταφρονεμένων, ο Τσε της νεολαίας, δεν μας άφησε κληρονομιά μόνο το απίστευτο βλέμμα του.

Ένα βλέμμα που κοιτάζει μακριά αλλά στέρεα προς το φαινομενικά αδύνατο.

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Τσε και οι σύντροφοί του στην Κούβα έγιναν η απόδειξη της νίκης απέναντι στην καταπίεση, στη διαφθορά, στον φασισμό, στον ιμπεριαλισμό.

Δεν ήταν μόνο ότι ο Τσε αρνήθηκε μια «στρωμένη» και άνετη ζωή, πριν την κουβανέζικη επανάσταση, ότι δεν θαμπώθηκε από τις τιμές, τα πόστα, την αναγνώριση, μετά την επικράτηση της επανάστασης.

Στην περίπτωση του Τσε ο τίτλος του «συμβόλου» δεν του χαρίστηκε μετά θάνατον. Ήταν ένας τίτλος που ως καθοδηγητής και ως σύντροφος, ως οδηγός και ως κομαντάντε στην ανειρήνευτη πάλη του ενάντια σε αυτήν την αδικία, τον είχε κατακτήσει ήδη.

Ο Τσε ουδέποτε αισθάνθηκε ότι ήταν «άγιος», έστω κι αν είχε ήδη θεοποιηθεί από πολλούς ανθρώπους. Δεν άφησε ποτέ περιθώρια για «αγιοποίηση». Τελικά, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν απλώς ένας άνθρωπος. Που έκανε ό,τι πίστευε. Και πίστευε ό,τι έκανε.

«Δεν είμαι απελευθερωτής (libertador). Δεν υπάρχουν libertadores. Οι άνθρωποι απελευθερώνουν οι ίδιοι τον εαυτό τους», έλεγε ο Τσε.

O Τσε Γκεβάρα, ο αγαπημένος των λαών όλης της γης

Όλα αυτά μαζί συνθέτουν κομμάτια από τον «μύθο» του Τσε. Αλλά και πάλι δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν γιατί ο Τσε Γκεβάρα «ζει».

Γιατί, τελικά, εκείνο που στην πραγματικότητα κρατά «ζωντανό» τον Τσε είναι ότι παραμένουν τραγικά ζωντανά και δραματικά επίκαιρα όλα όσα τον «δημιούργησαν».

Ο πραγματικός λόγος που ο Τσε παραμένει «ζωντανός» είναι ότι παραμένουν ζωντανά όλα όσα τον «γέννησαν».

Ο Τσε «ζει» γιατί, ως πολεμιστής και ως πολιτικός, ήταν ο κομαντάντε μιας υπόθεσης που και ως θεωρία και ως πράξη θα βρει την ολοκλήρωσή της, μόνο όταν καταργηθεί κάθε μορφής εκμετάλλευση.

Ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό ιδεώδες είναι πλήρως εξαγνισμένο μέσα μου, έλεγε ο Τσε, προσθέτοντας με απόλυτη σαφήνεια:

«Δεν υπάρχει για μας κανείς άλλος ορισμός του σοσιαλισμού, πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».

Ο Τσε θα παραμένει «ζωντανός» για όσο το βλέμμα του θα δείχνει ότι είναι ρεαλιστικό το όραμά του για έναν κόσμο ελεύθερο, δημοκρατικό, χωρίς πείνα, χωρίς φτώχεια, χωρίς καταπίεση.

«Αν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, είσαι σύντροφός μου», έλεγε ο Τσε.

Για όσο στον κόσμο η αδικία θα εξακολουθεί το έργο της, όσο οι έννοιες «τιμή» και «αξιοπρέπεια» θα υπάρχουν στο λεξιλόγιο των ανθρώπων, ο Τσε θα είναι «ζωντανός». Γιατί «ο άνθρωπος -έλεγε ο Τσε- πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής. Όποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή».

Συμπληρώνονται 55 χρόνια από την αιχμαλωσία και τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (9 Οκτώβρη 1967 στη Βολιβία), που ανατέθηκε στον υπαξιωματικό Μάριο Τεράν. Κι όμως, ο Γκεβάρα είναι ακόμα εδώ κι όταν κοιτάζει κανείς τη γνωστή του φωτογραφία, με το βάρος της Ιστορίας και τους συμβολισμούς που κουβαλάει, τη φωτογραφία που οι διώκτες του έστειλαν παντού για ν’ αποδείξουν τον θάνατό του και να πανηγυρίσουν, μπορεί εύκολα να «αναρωτηθεί», αν ο Τσε είναι ο «ζωντανός» και οι γύρω του οι «νεκροί».

Ο Τσε Γκεβάρα πολέμησε, με τ’ όπλο και χωρίς αυτό ενάντια σε εκείνους που ονόμαζε «βασιλιάδες χωρίς στέμματα», το σύστημα τους σε όλες τις εκφράσεις του. «Τώρα υπάρχουν βασιλιάδες χωρίς στέμματα: είναι τα μονοπώλια, αληθινοί αφέντες ολόκληρων χωρών…», έλεγε και περιέγραφε την «αθλιότητα» και τη «φαυλότητά» τους:

«Οι τυφλοί νόμοι του καπιταλισμού, αόρατοι για τους περισσότερους ανθρώπους, επιδρούν πάνω στο άτομο χωρίς αυτό να το αντιλαμβάνεται. Δεν βλέπει παρά ένα απέραντο ορίζοντα που φαίνεται ατελείωτος. Έτσι προσπαθεί να παρουσιάσει η καπιταλιστική προπαγάνδα την περίπτωση Ροκφέλλερ -αληθινή ή όχι- σαν ένα δίδαγμα στις δυνατότητες επιτυχίας. Την αθλιότητα που πρέπει να συσσωρεύσεις για να προκύψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα και το μέγεθος της φαυλότητας που προϋποθέτει μια περιουσία τόσο τεράστια, αυτά δεν εμφανίζονται στον πίνακα και δεν είναι πάντα εύκολο για τις λαϊκές δυνάμεις να διακρίνουν καθαρά τα φαινόμενα».

Με το βλέμμα στραμμένο και στις σημερινές συνθήκες μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Τσε, όταν έγραφε ότι:

«… Το εσωτερικό καθεστώς του κάθε λαού που του επιτρέπει να εξασκεί την εξουσία του περισσότερο ή λιγότερο απόλυτα, είναι ένα θέμα που πρέπει να ρυθμίζεται απ’ αυτόν τον ίδιο τον λαό. Αλλά εθνική κυριαρχία, κατ’ αρχήν, εξασφαλίζει σε μια χώρα το δικαίωμα να αρνείται οποιαδήποτε επέμβαση που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή της, καθώς και το δικαίωμα να διαλέγει τον τρόπο της διακυβέρνησης που της ταιριάζει καλύτερα. Αυτό εξαρτάται από τη θέλησή της και ο λαός της είναι ο μόνος που μπορεί ν’ αποφασίσει αν μια κυβέρνηση πρέπει ή όχι να αλλάξει. Άρα όλες αυτές οι αρχές περί πολιτικής και εθνικής ισχύος δεν είναι παρά κούφια λόγια, όταν δεν συνοδεύονται από οικονομική ανεξαρτησία. Είπαμε στην αρχή ότι η πολιτική κυριαρχία και οικονομική ανεξαρτησία συμβαδίζουν. Μια χώρα που δεν έχει δική της οικονομία και στην οποία εισβάλλουν ξένα κεφαλαία δεν μπορεί να ξεφύγει από την κηδεμονία της χώρας απ’ όπου εξαρτάται. Και επί πλέον δεν μπορεί να επιβάλει τη θέληση της, αν βρεθεί σε αντίθεση με τα συμφέροντα της χώρας που την εξουσιάζει οικονομικά».

Όπου και να κοιτάξει κανείς γύρω του αντιλαμβάνεται πως και στην εποχή μας οι άθλιοι που ο Γκεβάρα πολέμησε με κάθε τρόπο υπάρχουν ακόμα και κυριαρχούν, σμπαραλιάζοντας ανθρώπινες ζωές. Δεν τους πολέμησε σαν «αιώνιος» και «αγνός επαναστάτης» ή κάτι σαν «άγιος» με μεταφυσική ύπαρξη πέρα από τα ανθρώπινα, όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν στα «ιλουστρασιόν» και νερόβραστα αφιερώματα τους εκείνοι που θέλουν να τον ξεχωρίσουν από την ίδια την επιλογή που έκανε στη ζωή του. Και η επιλογή αυτή ήταν συγκεκριμένη και αδιαμφισβήτητη: Να πολεμήσει τη βαρβαρότητα ως κομμουνιστής.

Όσο και αν προσπάθησε η κυρίαρχη προπαγάνδα να μετατρέψει τον Τσε σε ένα ακίνδυνο μπλουζάκι δεν τα κατάφερε. Ο Τσε δεν χώρεσε στα ράφια της εμπορευματοποίησης, δίπλα σε προϊόντα της μιας ή της άλλης μόδας. Δεν ξεθώριασε και η πορεία του υπάρχει για να εκφράζει αυτό που εκπροσωπεί: Τις ώρες των λαϊκών εξεγέρσεων, την Επανάσταση, που ο Γκεβάρα και οι σύντροφοι του έκαναν πραγματικότητα.

Ο Τσε δεν ήταν «υπεράνθρωπος», ήταν άνθρωπος, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Τον Γκεβάρα δεν μπορούμε να τον κοιτάμε «από μακριά». Εάν ασχοληθεί κανείς, έστω και λίγο, με τη ζωή του θα καταλάβει πως κάτι τέτοιο το απεχθανόταν. Η ρεαλιστική προσέγγιση του θα αναδείξει το μεγαλείο της ύπαρξης του ιστορικού (πια) προσώπου του Τσε. Με αυτή την προσέγγιση δεν μπορούμε παρά να διαβάσουμε (και να ξαναδιαβάσουμε) ποιος ήταν ο Γκεβάρα, αλλά και να μελετήσουμε τα κείμενα του.

Ο Τσε Γκεβάρα ήταν άνθρωπος των πράξεων κι όταν έλεγε κάτι δεν το έκανε για να προκαλέσει εντύπωση. Έγραφε σε γράμμα στους γονείς του, με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1959: «Είμαι από εκείνους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις αλήθειες τους». Μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό ήταν η ίδια του η ζωή.

Το πρόσωπο του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα διατηρεί μια αναμφισβήτητη αίγλη μέσα στην ιστορία. 55 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο «Τσε» παραμένει ο «Χριστός» της εξέγερσης, αλλά και το ίδιο το κυρίαρχο φόντο, στο οποίο συγκρούστηκαν η άρχουσα τάξη με το προλεταριάτο. Ο Τσε υπήρξε η προσωποποίηση της ρήξης, της σύγκρουσης, της ριζοσπαστικής έκφρασης, της δύσκολης αλλά και αδιαπραγμάτευτης διείσδυσης στο ξένο, στο εχθρικό περιβάλλον. Αφοσιωμένος σε αβέβαιους και μακρινούς αγώνες, πέρασε στη σφαίρα της μυθολογίας, αφού κατάφερε να συνδυάσει με μοναδικό τρόπο τη μαρξιστική ρητορική και τον ανθρωπισμό, να αγκαλιάσει την επανάσταση με ενθουσιασμό και να περιφρονήσει τους δογματικούς περιορισμούς.

Στην εικόνα της πραγματικής επανάστασης των συνειδήσεων, ο Τσε Γκεβάρα συμβολίζει τη δύναμη της βούλησης και της ευθύνης, τον ριζοσπαστικό σπόρο του άπειρου στο χωράφι της ελευθερίας. Η αριστερή «προφητεία» του, λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη μιας ιδιαίτερης αντίληψης για την εξέγερση, εκείνης που δεν οχυρώνεται γύρω από τον κρατικό, γραφειοκρατικό σοσιαλισμό. Ιδεαλιστής και βαθιά διεθνιστής, ο Τσε οργάνωσε και προσανατόλισε το ζήτημα της επανάστασης προς μια πολιτική ταυτότητα, η οποία ζητούσε την υλοποίηση της ουτοπίας μέσα από την πράξη, τελείως αντίθετη δηλαδή με την προσεκτική εφαρμογή της αόριστης θεωρίας του σοβιετικού σταλινισμού.

Ήταν η δράση του Γκεβάρα, εκείνη που συνέβαλε στο να ξαναβρεί ανάσες η μέχρι τότε περιθωριοποιημένη αμφισβήτηση του αυθόρμητου, καθολικά υποταγμένου κάτω από την απαίτηση της «οργάνωσης», και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία το περιβόητο «μοντέλο» έμπαινε σε περίοδο κρίσης. Ο Τσε ήταν η αρχή του Μάη του ‘68: είχε χαθεί πριν λίγο καιρό κάτω από τραγικές συνθήκες και έτσι μπόρεσε να ενσαρκώσει στις γραμμές της άκρας Αριστεράς, έναν συνδυασμό επαναστατικού ριζοσπαστισμού, μαρξιστικής ρητορικής και ανθρωπισμού, εκπροσωπώντας ένα ύφος λιγότερο δογματικό και πιο ενθουσιώδες από ό,τι εκείνα του Τρότσκι ή του Μάο. Η άποψή του ήταν ξεκάθαρη: η επανάσταση, που δεν είναι η εφαρμογή μιας «θεωρίας», αποδεικνύεται στην πράξη.

Μια άποψη στηριγμένη σε τρεις ατσαλένιους πυλώνες, που αποτέλεσαν βάση και αφετηρία μαζί στην προσωπική του συνειδητοποίηση και κινητοποίηση. Η αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, η απέχθεια για τους «yankees» Αμερικάνους και η γοητεία που άσκησε πάνω του ο μαρξιστικός λόγος, δημιούργησαν το εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε τον έφηβο από το Ροσάριο να απαρνηθεί την απάθεια και να υπακούσει στα ένστικτα της ρήξης. Τα βιβλία βοήθησαν ακόμα περισσότερο να καρπίσει μέσα του ο σπόρος της σύγκρουσης. Ο Τζακ Λόντον, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Λόρκα, ο Δουμάς, ο Βερν, άνοιξαν πανιά στο εσωτερικό του ταξίδι, πριν καν ξεκινήσει η περιπλάνησή του στη Λατινική Αμερική.

Από κοντά ο Φρόιντ, αλλά και ο Μαρξ. Αντιπερονιστής, όπως και οι γονείς του, δηλωμένος δημοκράτης, αλλά με τον σπόρο της σύγκρουσης φυτρωμένο από νωρίς μέσα του: «Δε θα κατέβω στους δρόμους παρά μόνο αν μου δώσουν όπλο», δήλωνε ξεκάθαρα στους συμμαθητές του, στην Κόρδοβα, που ήθελαν να διαδηλώσουν. Το πεπρωμένο του έδειχνε να συμβαδίζει με εκείνο του ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου, του Δον Κιχώτη. Διψούσε για περιπέτειες, ήθελε να περιπλανηθεί. Στα 23 του, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, γνωρίστηκε με τη «Μεγάλη Αμερική», στο πρώτο του πολιτικό τετ α τετ με την κοινωνική πραγματικότητα της Λατινικής ηπείρου και δεσμεύτηκε μέσα του για τον δύσκολο προορισμό που τον περίμενε.

Συνάντησε τους περιφρονημένους Ινδιάνους, μίλησε με τους βασανισμένους εργάτες των ορυχείων και τους εξαθλιωμένους αγρότες, εξοργίστηκε με την εκμετάλλευση των ξένων που έκλεβαν τη ζωή των «συμπατριωτών» του. Έναν χρόνο αργότερα, το 1952, ορκισμένος πλέον γιατρός, αναχώρησε και πάλι. «Φεύγει ένας στρατιώτης της Αμερικής», είχε πει στη μητέρα του, αποχαιρετώντας τη στον σταθμό των τρένων. Ο νεαρός αστός διανοούμενος δε διψούσε πια για περιπέτειες, τουλάχιστον όχι με την ανέμελη, αποστασιοποιημένη απέναντι στην προσωπική του ευθύνη, έννοια. Τα μαρξιστικά βιβλία ήταν πλέον το κύριο ανάγνωσμά του, οι ερμηνείες όμως ανήκαν απόλυτα στον ίδιο.

Ο ένοπλος αγώνας ήταν το δικό του ιδανικό. «Έξω από την επανάσταση δεν υπάρχει ζωή», υποστήριζε σθεναρά σε όλη τη ζωή του. Αφήνοντας πίσω του τον υπαρξισμό του Σαρτρ, μαζί και την αμηχανία που του προκαλούσε η «απόλυτη ελευθερία» του Γάλλου φιλοσόφου, ο Τσε προτίμησε να προχωρήσει κρατώντας την αέναη πάλη για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης υπόστασης μέσα από την προσωπική δράση, επέκταση της πολιτικής δέσμευσης απέναντι στον εαυτό του και τις αξίες που οδηγούσαν μοιραία στην συνυπευθυνότητα και την ικανοποίηση των κοινωνικών αιτημάτων χωρίς εκπτώσεις ή υποχωρήσεις. Μπροστά του, γύρω του, παντού, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Χωρισμένα στους καλούς και τους κακούς.

Τον Δεκέμβρη του 1953 ο Γκεβάρα έφτασε στην επαναστατημένη Γουατεμάλα. Ο Χακόμπο Άρμπενς, ένας νεαρός αριστερός συνταγματάρχης, προσπαθούσε να ελευθερώσει τη χώρα του από τα αποικιοκρατικά δεσμά των ΗΠΑ. Μια από τις κινήσεις του ήταν να εθνικοποιήσει 84.000 εκτάρια της United Fruit Company, κάτι που προκάλεσε την οργή της Ουάσιγκτον. Η CIA οργάνωσε πολύ γρήγορα πραξικόπημα και τα στρατεύματα του Κάρλος Καστίγιο μπήκαν στη χώρα τον Ιούνιο του 1954, ανατρέποντας την κυβέρνηση. Η «ανοιχτή πληγή που του άφησε στα πλευρά η Γουατεμάλα», όπως έγραφε ο ίδιος στο ημερολόγιό του, ήταν το πρώτο μεγάλο μάθημα για τον Τσε και η απόλυτη επιβεβαίωση για την αναγκαιότητα ανάπτυξης ένοπλων κινημάτων.

Τελικά κατέληξε στο Μεξικό, όπου ήρθε σε επαφή με Κουβανούς εξόριστους. Γνωρίστηκε με τον Ραούλ Κάστρο, επίσης ενθουσιώδη μαρξιστή – λενινιστή και τον αδερφό του, Φιντέλ, έναν νεαρό δικηγόρο, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1953 είχαν επιχειρήσει αποτυχημένη έφοδο με άλλους 133 αντάρτες στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας. Οι ατελείωτες ώρες συζητήσεων με τον Φιντέλ για την επόμενη απόβαση, οριοθέτησαν την αφετηρία της εξέγερσης. Οι 81 «τρελοί» όσο και αποφασισμένοι που επιβιβάστηκαν στην «Granma» -μια θαλαμηγό ερείπιο – τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956, για να φτάσουν μια εβδομάδα μετά στην ακτή Λας Κολοράδας στη νοτιοανατολική Κούβα, μοιράζονταν τα ίδια οράματα με τον ενθουσιώδη γιατρό από την Αργεντινή.

Το άγαλμα του Che στη Σάντα Κλάρα της Κούβας, την πόλη
που ελευθέρωσε και όπου σήμερα αναπαύονται τα οστά του

Η ζούγκλα αποδείχτηκε σκληρή και αφιλόξενη, όμως οι «barbudos», οι γενειοφόροι αντάρτες, βοηθήθηκαν από τους αγρότες, τους εργάτες, τα συνδικάτα, όλους τους καταπιεσμένους από τη δικτατορία του Μπατίστα και δυο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1959, μπήκαν νικητές στην Αβάνα. Ο Τσε απελευθέρωσε τη Σάντα Κλάρα και έγινε δεκτός σαν ήρωας. Με τον τίτλο του comandante πλέον, είχε πετύχει τον αρχικό του στόχο: να πείσει πως με έναν ανταρτοπόλεμο, ένας αρχικός μικρός πυρήνας πολεμιστών, μπορούσε να κερδίσει την υποστήριξη των φτωχών και εξαθλιωμένων. Το καλοκαίρι του 1959 ο Γκεβάρα ήρθε σε επαφή με τους Νάσερ, Νεχρού και Τίτο -τους ηγέτες που δυο χρόνια αργότερα θα δημιουργούσαν το κίνημα των αδεσμεύτων- διεκδικώντας τη θέση της ελεύθερης Κούβας στον πολιτικό χάρτη.

Η δική του λογική της «διαρκούς επανάστασης», υιοθετήθηκε από τον Φιντέλ και η κουβανέζικη επανάσταση ανακηρύχθηκε αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική. Στο νησί επιτελέστηκαν μεγάλες αλλαγές: αγροτική μεταρρύθμιση, υγειονομικές υπηρεσίες, μαθήματα γραφής και ανάγνωσης για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, όλα αυτά και πολλά ακόμη, μπήκαν σε εφαρμογή υπό την επίβλεψη του Τσε, που τύπωσε στο εθνικό τυπογραφείο εκατό χιλιάδες αντίτυπα του «Δον Κιχώτη» και τα μοίρασε δωρεάν στους Κουβανούς. Η νέα εποχή είχε ξρκινήσει μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας και ο Γκεβάρα, αναλαμβάνοντας το υπουργείο βιομηχανίας, ανακοίνωσε τη «γέννηση» ενός καινούργιου ανθρώπου, του οποίου το μοναδικό κίνητρο θα ήταν η ηθική.

Η «ουτοπία» που είχε οραματιστεί στη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στη Λατινική Αμερική, έδινε ταυτότητα στην καθημερινή πραγματικότητα του νησιού. Γνώρισε τον Σαρτρ (ο οποίος επισκέφθηκε την Αβάνα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ) και όταν ο υπαρξιστής φιλόσοφος τον ρώτησε «ποιο είναι το σχέδιο της επανάστασης», εκείνος απάντησε «να επεκτείνουμε το πεδίο του εφικτού», μια φράση που έκρυβε μέσα της αυτόν τον υπέροχο περιπλανώμενο, αιώνια ανυπότακτο, στην υπηρεσία της εξερεύνησης άλλων, δυσεύρετων «τόπων», επαναστάτη. Έναν ταξιδιώτη του καθήκοντος με συνεχείς προορισμούς, που σαν στόχο θα είχαν την κοινωνική δικαιοσύνη και την μέχρι θανάτου αμφισβήτηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.

Σαφώς πιο ανεκτικός από τον Κάστρο, φρόντισε να κρατήσει τις αποστάσεις του από τις ακρότητες. Διαφώνησε με τις πολιτικές διώξεις και την υποχρεωτική στράτευση των καλλιτεχνών και διανοούμενων, λέγοντας το ιστορικό «η ομορφιά δεν έχει τσακωθεί με την επανάσταση». Όμως δεν έκανε ούτε βήμα πίσω στην ασφάλεια της Κούβας, «στήνοντας» κάθε εχθρό στον τοίχο. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη ξεκινήσει τον πόλεμο της αποσταθεροποίησης, αρνούμενες να ανεχθούν το «κομμουνιστικό καρκίνωμα» στη γειτονιά τους, η ΕΣΣΔ από την άλλη, αγνοούσε το εμπάργκο, αγοράζοντας ζάχαρη και προσφέροντας πετρέλαιο. Ακολούθησε η αποτυχημένη εισβολή των αντικαθεστωτικών -με την υποστήριξη της CIA- στην Πλάγια Χιρόν.

«Αυτό που δεν μπορούν να μας συγχωρήσουν οι ιμπεριαλιστές, είναι ότι κάναμε μια σοσιαλιστική επανάσταση που θα την υπερασπιστούμε με τα όπλα», ξεκαθάρισε τον Απρίλη του 1961 ο Φιντέλ, αμέσως μετά το αμερικανικό φιάσκο. Στη συνέχεια, ο Τσε συνάντησε τον Νικίτα Χρουστσόφ και τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας. Ωστόσο, η κρίση που ακολούθησε και η εγκατάλειψη του σχεδίου από την Μόσχα, τον ανάγκασαν να αλλάξει και αυτός τη «ρουτίνα» του, απογοητευμένος από τις εξελίξεις και το Κρεμλίνο. Συνέχισε να καλεί τις επαναστατικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο να αντιγράψουν το κουβανέζικο πρότυπο και να πολεμήσουν τη «Διεθνή του εγκλήματος», όπως είχε αποκαλέσει τον ιμπεριαλισμό, τον Δεκέμβριο του ‘64 από το βήμα του ΟΗΕ.

Ο Τσε Γκεβάρα στην ιστορική ομιλία του στη γενική συνέλευση
των Ηνωμένων Εθνών, στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 στη Νέα Υόρκη

Το ίδιο μήνυμα έστειλε δυο μήνες αργότερα, από το βήμα του οικονομικού συνεδρίου της Αφροασιατικής Αλληλεγγύης στο Αλγέρι: «Πρέπει να αλλάξουμε τον άνθρωπο, ο προλεταριακός διεθνισμός είναι το καθήκον κατά του κοινού εχθρού, του ιμπεριαλισμού». Τον Μάρτιο του 1965 ο Γκεβάρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Στις αρχές Απριλίου έφτασε μεταμφιεσμένος στο Κογκό για να ξεκινήσει καινούργιο αντάρτικο. Όμως η προσπάθεια απέτυχε και επτά μήνες μετά, ο Γκεβάρα διέφυγε μαζί με τους Κουβανούς συντρόφους του, βρίσκοντας μυστικό καταφύγιο στην κουβανική πρεσβεία της Τανζανίας. Στο μεταξύ, οι πιέσεις στην Κούβα ήταν μεγάλες για να ενημερωθεί ο κόσμος τί είχε απογίνει ο Τσε.

Έτσι ο Κάστρο αποφάσισε να διαβάσει δημόσια το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Γκεβάρα, γραμμένο αρκετό καιρό πριν και αμέσως μετά ο Κάρλος Πουέμπλα συνέθεσε το συγκλονιστικό τραγούδι του, «Hasta siempre, Comandante». Σε εκείνο το γράμμα, ο Γκεβάρα επιβεβαίωνε για μια ακόμα φορά «την αλληλεγγύη του στην κουβανέζικη επανάσταση», αλλά πρόσθετε πως «ήταν αποφασισμένος να φύγει για να υπηρετήσει την επανάσταση στο εξωτερικό». Το πάθος μέσα του συνέχιζε να καίει, ούτε τα κρατικά αξιώματα στην Αβάνα, ούτε η θέση του στο κομμουνιστικό κόμμα, ήταν ικανά να τον κρατήσουν πίσω από ένα γραφείο. Ο όρκος με τον οποίο είχε δεσμευτεί, τον έστελνε για μια ακόμα φορά στο πεδίο της μάχης.

Το πτώμα του Τσε Γκεβάρα λίγο μετά την εκτέλεσή του (Βολιβία 9/10/1967)

Ο ίδιος ένιωθε ταγμένος στην προοπτική ενός νέου αντάρτικου και στον στόχο της απελευθέρωσης ακόμα περισσότερων βασανισμένων της Νότιας Αμερικής, της «μεγάλης πατρίδας», όπως την αποκαλούσε. Τον Νοέμβριο του 1966, με πλαστό διαβατήριο της Ουρουγουάης και όνομα Ραμόν Μπενίτες, έφτασε κρυφά στην Λα Πας, όπου ενώθηκε με μια μικρή ομάδα ανταρτών, για να δημιουργήσει εκεί μια νέα επαναστατική «εστία». «Είναι η ώρα της φωτιάς και δεν πρέπει να βλέπουμε παρά μόνο φως», έλεγε στους δικούς του, χρησιμοποιώντας τη φράση του Χοσέ Μαρτί. «Δεν πρέπει να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι κατάλληλες συνθήκες. Πρέπει να τις δημιουργήσουμε», έγραφε στο ημερολόγιο εκστρατείας στη Βολιβία.

Όμως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Χωρίς υποστήριξη από κανέναν εκτός από μερικούς νεολαίους του ΚΚΒ, με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να μη συνεργάζονται μαζί τους, με την επικοινωνία σχεδόν αδύνατη αφού οι Ινδιάνοι μιλούσαν μόνο τοπικές διαλέκτους, με τον βολιβιανό στρατό να τους καταδιώκει συνεχώς σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο τον κλοιό, με την πείνα και την εξάντληση να τους έχουν τσακίσει, με τους χαφιέδες να τους αχρηστεύουν τον ανταρτοπόλεμο, ο Τσε και οι σύντροφοί του δεν άντεξαν. Όσο και αν ο αρχηγός τους δε σταματούσε να λέει, «ένα, δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ, αυτό είναι το σύνθημά μας», ο Ρίο Γκράντε και η Λα Ιγκέρα, κατάπιαν μέσα τους το όνειρο της επανάστασης, αφήνοντας πίσω μόνο τα πτώματα των λίγων αγωνιστών που έπεσαν στην ενέδρα της Κοτσαβάμπα.

Ο Τσε τη στιγμή της σύλληψής του από τον Βολιβιανό στρατό

Ο Γκεβάρα, τραυματισμένος, συνελήφθη από τους Βολιβιανούς Ρέιντζερς το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου του 1967. Η είδηση έφτασε με κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της Βαγεγκράντε, στον στρατηγό Σεντένο: «Papa cansado». Ο «μπαμπάς», κωδική ονομασία του Τσε, είναι «κουρασμένος», δηλαδή τραυματισμένος. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου, ο Φέλιξ Ροντρίγκες, κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, πήρε εντολή από τον πρόεδρο της Βολιβίας, Ρενέ Μπαριέντος, να θέσει σε ισχύ τα πρωτόκολλα 500 και 600. Το «500» ήταν ο βολιβιανός κωδικός για τον Τσε και το «600» η κωδική διαταγή για την εκτέλεσή του. Ο Ροντρίγκες ενημέρωσε τον Σεντένο για τη διαταγή, συμπληρώνοντας όμως ότι είχε λάβει σαφείς οδηγίες από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κρατήσει τον Γκεβάρα ζωντανό με οποιοδήποτε τίμημα.

Ο Σεντένο αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τις δικές του διαταγές και έδωσε εντολή να πραγματοποιηθεί η εκτέλεση. Ο Ροντρίγκες ήταν εκείνος που ανακοίνωσε στον κρατούμενο την απόφαση. «Είναι καλύτερα έτσι. Ποτέ δεν έπρεπε να με πιάσουν ζωντανό», απάντησε ο Τσε και έδωσε στον Ροντρίγκες ένα μήνυμα για τη γυναίκα του και άλλο ένα για τον Φιντέλ. Ο 27χρονος λοχίας Μάριο Τεράν, προσφέρθηκε να εκτελέσει τον τραυματισμένο επαναστάτη. Μόλις μπήκε μέσα, πυροβόλησε με ένα Μ2 Carbine τον Κομαντάντε στο στήθος, στα χέρια και τα πόδια. Ήταν μία και δέκα το μεσημέρι όταν ο Τσε έπεσε νεκρός. Η Βολιβία έγινε ο τάφος του, αλλ’ η αιωνιότητα έκανε το όνομά του σύμβολο.

Εννέα ημέρες αργότερα, πάνω από ένα εκατομμύριο Κουβανοί κατέκλυσαν την Plaza de la Revolución στην Αβάνα, για ν’ αποχαιρετήσουν τον δικό τους Τσε. «Η ζωή του είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας. Οι δολοφόνοι του θα απογοητευτούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή και την εξυπνάδα του δεν μπορεί να πεθάνει», ήταν τα λόγια του Φιντέλ. Και πράγματι, 55 χρόνια μετά τον θάνατό του, η αλήθεια της θυσίας του παραμένει αναλλοίωτη μέσα στον χρόνο. Γιατί όπως είχε πει ο ίδιος ο Ερνέστο Γκεβάρα: «Τι σημασία έχει αν μας βρει ο θάνατος; Σημασία έχει ότι η κραυγή μας θα ακουστεί και ένα άλλο χέρι θα βρεθεί για να πάρει το όπλο μας, και άλλοι άνθρωποι θα ξεσηκωθούν για να πιάσουν το τραγούδι, για να ακουστεί η καινούργια κραυγή του πολέμου και της νίκης …».

Οι τελευταίες του στιγμές και το επτασφράγιστο μυστικό της ταφής του

Χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια για να βγάλει ο απόστρατος στρατηγός Μάριο Βάργκας Σαλίνας το βάρος από την ψυχή του… Στις 12 Ιουλίου 1997, 30 χρόνια μετά την εκτέλεση του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, επιβεβαιώνεται ότι οστά που ανακαλύφθηκαν σε ομαδικό τάφο στη Βολιβία, ανήκουν εκείνον. Ο αργεντινός κομμουνιστής επαναστάτης υπήρξε, με τον Φιντέλ Κάστρο, ηγετική φυσιογνωμία των ανταρτών της Κούβας και αποτέλεσε παγκόσμιο σύμβολο ιδεαλισμού και αντίστασης. Η τοποθεσία της ταφής του παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό για δεκαετίες…

«Ο οδηγός ο Τίκονα εμφανίστηκε οδηγώντας μπουλντόζα… Έσκαψε ένα μεγάλο λάκκο. Πήγε μετά στο φορτηγό, το μανουβράρισε να ευθυγραμμιστεί η καρότσα με το όρυγμα και μετά άρχισε την ανατροπή. Τέλος, ξαναγύρισε στην μπουλντόζα και σκέπασε τα επτά πτώματα με το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Ισοπέδωσε τον ομαδικό τάφο και αμέσως μετά μπήκαν και οι τρεις -ο οδηγός και οι δύο νεαροί αξιωματικοί- στο φορτηγό και άφησαν πίσω τους το Βαγεγκράντε. Ήταν η ιδιωτική κηδεία του Τσε Γκεβάρα και έξι συντρόφων του…».

Έτσι είπαν στους δύο νεαρούς αξιωματικούς όταν τους ξύπνησαν χαράματα της Τρίτης 11 Οκτωβρίου 1967 για να συνοδεύσουν το φορτηγό. «Πηγαίνουμε σε ιδιωτική κηδεία». Χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια για να βγάλει ο Μάριο Βάργκας Σαλίνας το βάρος από την ψυχή του. Απόστρατος στρατηγός σήμερα. Τότε που παράχωσε τον Τσε ήταν τριαντάρης υπολοχαγός.

Τριάντα χρόνια κρατούσε το μυστικό. Ενώ κόντευε να τελειώσει τη συγκέντρωση των στοιχείων για τη βιογραφία του Τσε, ο Τζον Λι Άντερσον έτυχε να μάθει το όνομα ενός αξιωματικού που υπηρετούσε στη Σάντα Κρουζ την εποχή που σκότωσαν τον Τσε, σκέφτηκε να του μιλήσει και έτσι βρέθηκε στο σπίτι του στη Σάντα Κρουζ τον Νοέμβριο 1995, χωρίς να γνωρίζει ότι είχε μπροστά του έναν αυτόπτη μάρτυρα.

Έχοντας τελειώσει τη συνέντευξή και τακτοποιώντας τις σημειώσεις του, ρωτάει ο Άντερσον -έτσι για να πει κάτι:
– Τι να έγινε άραγε το πτώμα του Τσε;
– Μα αυτό περίμενα να με ρωτήσετε τόση ώρα…, απάντησε ο στρατηγός.

Και το μαγνητοφωνάκι πήρε φωτιά. Ο στρατηγός τα είπε όλα «με το νι και με το σίγμα». Και έτσι για πρώτη φορά μαθεύτηκε η ημερομηνία και ο τόπος που είχε δεχτεί το σώμα του Τσε Γκεβάρα. Στη Βαγεγκράντε, επάνω στα βουνά, διπλά σε έναν πρόχειρο διάδρομο προσγείωσης στο οροπέδιο, 150 μίλια δυτικά από τη Σάντα Κρουζ (Βολιβία). Ύστερα από 1,5 έτος ερευνών και ανασκαφών στο σημείο που είχε υποδείξει ο βολιβιανός στρατιωτικός, τα οστά του Τσε Γκεβάρα εντοπίστηκαν.

Οι τελευταίες ώρες του Τσε

Το 1966, ο Τσε Γκεβάρα φτάνει στη Βολιβία με σκοπό τη δημιουργία μαρξιστικής επανάστασης ενάντια στον «ιμπεριαλισμό των γιάνκηδων» που θα απλωνόταν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.

Για 11 μήνες ο Τσε και η ολιγομελής αντάρτικη ομάδα του ανέπτυξε δράση στη Βολιβία, χωρίς όμως καμία ουσιαστική επιτυχία. Τελικά ο βολιβιανός στρατός με την καθοριστική συμβολή της CIA, εντόπισε τον Τσε και την ομάδα του μέσα στη ζούγκλα και κατόρθωσε να τους εγκλωβίσει.

Η ομάδα περικυκλώθηκε και ο Τσε συνελήφθη. Δεμένο πισθάγκωνα με την ίδια του τη ζώνη τον πυροβόλησε ένας έξαλλος λοχίας του βολιβιανού στρατού, ο Μάριο Τεράν, που μόλις την προηγούμενη ημέρα είχε χάσει τρεις φίλους του σε μάχη με τους αντάρτες. Παρών κατά την εκτέλεση ήταν και αμερικανός (κουβανικής καταγωγής) πράκτορας της CIA. Το ίδιο βράδυ, κατ’ εντολή του τότε προέδρου της Βολιβίας, στρατηγού Ρενέ Μπαρέντος, το πτώμα μεταφέρθηκε στο σχολείο του κοντινού χωριού Λα Χιγκουέρα.

Την επομένη, για να επιβραδυνθεί η αποσύνθεση, ο νεκρός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε Νουέστρο Σενιόρ ντε Μάλτα, πενήντα μίλια μακριά. Εκεί ένας γιατρός έκοψε τον λάρυγγα και διοχέτευσε φορμαλδεΰδη στην κοιλότητα των σπλάχνων. Έτσι, για να παινευτούν και για να τον διαπομπεύσουν, παρουσίασαν τον νεκρό ήρωα, που έγινε ίνδαλμα της παγκόσμιας σπουδάζουσας νεολαίας, μέσα στο πλυσταριό του νοσοκομείου. Με τα μάτια ανοικτά, λες και ζούσε ακόμη, τον φωτογράφησαν οι δημοσιογράφοι και τον προσκύνησαν ενδόμυχα οι ντόπιοι που πέρασαν δήθεν από περιέργεια.

Λένε ότι οι νοσοκόμες που έπλυναν το σώμα του τον έβλεπαν σαν τον Χριστό. Κάποιες έκοψαν για φυλακτό μερικές τρίχες από τα μαλλιά και τα γένια του…

Πολύ σπάνια στην παγκόσμια ιστορία υπήρξε ξανά ένα πλάσμα προικισμένο με τόσες αρετές, ικανότητες και σπάνια χαρίσματα, που ακτινοβολούσε μια καθολική ομορφιά της μορφής και της ψυχής του που μάγευε και καθήλωνε. Ένας επαναστάτης – στοχαστής που νοηματοδότησε μοναδικά την ουσία του αγώνα του με τόσο υποδειγματική συνέπεια λόγων, πεποιθήσεων και έργων μέχρι το τέλος. Ένας αληθινός ήρωας που έζησε, πολέμησε και νίκησε τον φόβο, την αδικία, την τυραννία, την υποκρισία, την εκμετάλλευση των ανθρώπων από τους δυνάστες τους ως και αυτό τον ίδιο τον θάνατο, αφού 55 χρόνια μετά τη δολοφονία του, σαν σήμερα το 1967, η μνήμη του παραμένει επίκαιρη και ολοζώντανη. Το αστράκι που έφεγγε, στη σύντομη επίγεια ζωή του, στο μέτωπό του πάνω στον χαρακτηριστικό του μπερέ θα γινόταν ένα αστέρι ολόφωτο που διέτρεξε την οικουμένη και πάντα θα οδηγεί και θα φωτίζει τη ζωή και τη μοίρα των φτωχών και των αδυνάτων όλων των εποχών και των λαών της γης. Όσο υπάρχουν άνθρωποι…

Το τραγούδι – θρύλος που έγραψε ο Κάρλος Πουέμπλα το 1965, ως απάντηση στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε στους Κουβανούς, το οποίο είχε αναγνώσει δημόσια στην Αβάνα ο Φιντέλ Κάστρο:

Πηγές: news247.gr, ethnos.gr, tovima.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s