
Ο φωτογράφος Γιόζεφ Κουντέλκα και ο φοιτητής Γιαν Πάλατς σφράγισαν με τις μορφές τους την Άνοιξη της Πράγας, ο πρώτος αποτυπώνοντας μοναδικά με τον φακό του τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν για την ένοπλη καταστολή της από τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας στις 20 Αυγούστου 1968 και ο δεύτερος αυτοπυρπολούμενος, με τη θυσία του να γίνεται μια εμφαντική πράξη αντίστασης και διαμαρτυρίας για τη σοβιετική εισβολή και την ανελευθερία στην πατρίδα του

Το βράδυ της 20ής προς 21η Αυγούστου 1968 εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, σε μία επιχείρηση στην οποία συμμετείχαν, με εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, η Σοβιετική Ένωση, η Πολωνία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία. Μόνον η Αλβανία και η Ρουμανία, από τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.

Alexander Dubček
Η επιχείρηση είχε στόχο να καταπνίξει την «Άνοιξη της Πράγας», όπως ιστορικά αποκαλείται η προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, υπό την ηγεσία του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ (Alexander Dubček), να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού στη χώρα, το 1968. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Ντούμπτσεκ συνδιαμορφώθηκαν και ενισχύθηκαν από τη ραγδαία ανάπτυξη ενός γενικευμένου λαϊκού αιτήματος για ελευθερία και δημοκρατική διακυβέρνηση στην Τσεχοσλοβακία, την περίοδο εκείνη.

Η Άνοιξη της Πράγας έμεινε στην ιστορία για τον συμβολισμό δύο κυρίως κοινωνικοπολιτικών φαινομένων: αφενός του πειράματος της εγκαθίδρυσης «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» στο μεταπολεμικό ανατολικό μπλοκ και αφετέρου της βίαιης καταστολής της, τον Αύγουστο του 1968, με την εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας, σε μια οργανωμένη επιχείρηση της Μόσχας να καταπνίξει, με κάθε τίμημα, οποιαδήποτε κίνηση ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη πολιτική της και με το ψυχροπολεμικό σοβιετικό μοντέλο ζωής και διακυβέρνησης που επέβαλλε.

Τα γεγονότα εντάσσονται σε μια περίοδο γενικότερου αναβρασμού στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, που ακολούθησε τον Μάη του ‘68 στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, τις φοιτητικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και της Χούντας των Συνταγματαρχών που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, τον Απρίλη του 1967.
Στο ιστορικό πλαίσιο της βίαιης καταστολής της Άνοιξης της Πράγας και των γεγονότων που συντελέστηκαν στους δρόμους της πόλης τον Αύγουστο του 1968, ξεχωριστή αναφορά οφείλεται σε δύο ανθρώπους που με την προσωπικότητα, την παρουσία και τη δράση τους «σφράγισαν» τα γεγονότα της εποχής, αφήνοντας -καθένας με τον τρόπο του- τη δική του παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα και στους αγώνες των λαών για δημοκρατία, ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο λόγος για τον Γιαν Πάλατς, νεαρό Τσέχο φοιτητή, που αυτοπυρπολήθηκε τον Ιανουάριο του 1969, διαμαρτυρόμενος για την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων και για την ανελευθερία στην πατρίδα του και για τον Γιόζεφ Κουντέλκα, τον επίσης Τσέχο φωτογράφο της εισβολής στην Πράγα, τον Αύγουστο του 1968.
Γιόζεφ Κουντέλκα, ο «Φωτογράφος της Άνοιξης της Πράγας»

Josef Koudelka
Στις 21 Αυγούστου 1968 σοβιετικά τανκς μπήκαν στην πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας, Πράγα. Την επομένη ημέρα είχε προγραμματιστεί συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το κάλεσμα του λαού όμως ήταν παγίδα από την πλευρά της Μόσχας, με σκοπό να πραγματοποιηθούν επεισόδια και να μπορέσουν έτσι οι Σοβιετικοί να δικαιολογήσουν την παρουσία τους επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο. Το προπαγανδιστικό τέχνασμα μαθεύτηκε νωρίς με την απογευματινή εφημερίδα Večerni Praha να δημοσιεύει έκκληση προς τους πολίτες και τους κατοίκους της Πράγας να μην εμφανιστούν στη διαδήλωση, όπως και έγινε…

22 Αυγούστου 1968. Με φόντο την έρημη πλατεία Wenceslas στην Πράγα,
το ρολόι στο χέρι ενός περαστικού δείχνει περασμένες 12 το μεσημέρι…
Η φωτογραφία αποτελεί ένα ντοκουμέντο του Josef Koudelka από τις ημέρες καταστολής της Άνοιξης της Πράγας
Στις 12 το μεσημέρι της 22ης Αυγούστου 1968, ο Josef Koudelka, που έμεινε στην ιστορία ως «ο φωτογράφος της Άνοιξης της Πράγας», βρέθηκε στην ταράτσα ενός κτηρίου στην κάτω πλευρά της πλατείας Βέντσεσλας και απαθανάτισε το συγκλονιστικό γεγονός. Όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι και κανείς διαδηλωτής δεν εμφανίστηκε…

Μέχρι τις 26 Αυγούστου 1968 όμως, οπότε υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Μόσχας, σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια σε ολόκληρη τη χώρα. Ο 30χρονος τότε Τσέχος φωτογράφος, που είχε μόλις επιστρέψει στην Πράγα από ένα ταξίδι του στη Ρουμανία όπου είχε φωτογραφήσει τη ζωή των τσιγγάνων, έβγαλε μια σειρά φωτογραφιών που έμειναν στην ιστορία με τον τίτλο «Invasion 1968» και καταγράφουν μοναδικά τη βίαιη καταστολή μιας σύντομης πολιτικής φιλελευθεροποίησης, που άφησε πίσω της 96 νεκρούς Τσεχοσλοβάκους, 50 νεκρούς σοβιετικούς στρατιώτες και εκατοντάδες τραυματίες και πρόσφυγες…

Ο Γιόζεφ Κουντέλκα
Τις ημέρες της σοβιετικής εισβολής, καθώς τα άρματα μάχης κινούνταν στους δρόμους και στις πλατείες της Πράγας, ο Κουντέλκα περιφερόταν πυρετωδώς όπου μπορούσε, με μια παλιά Exacta φορτωμένη με υψηλής αντίθεσης κινηματογραφικό φιλμ. Φωτογράφισε την οργή, τον αποτροπιασμό και τη θλίψη των συμπολιτών του, τις εκρήξεις αυθόρμητης, ομαδικής ή ατομικής αντίστασης, αλλά και τη συχνή αμηχανία των εισβολέων, τους οποίους η σοβιετική προπαγάνδα είχε πείσει ότι έφθαναν στην Πράγμα ως «σωτήρες» κατόπιν πρόσκλησης της ίδιας της Τσεχοσλοβακίας… Έχουν καταγραφεί και μαρτυρίες Σοβιετικών φαντάρων οι οποίοι αγνοούσαν ακόμα και πού βρίσκονταν ή πίστευαν πως είχαν έρθει στη Γερμανία…








Καθώς η κρίση βάθαινε και αυξανόταν η αντίδραση των Τσεχοσλοβάκων στα στρατεύματα εισβολής, ο Κουντέλκα συνέχισε ακατάπαυστα τη φωτογράφιση, συχνά με κίνδυνο της ίδιας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητάς του και πάντα κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Εν τέλει, οι πάνω από 5.000 λήψεις που εξασφάλισε (κατ’ άλλες μαρτυρίες, πάνω από 10.000) συνθέτουν ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο για την κατάλυση της Άνοιξης της Πράγας.

Ο Κουντέλκα κατάφερε να περάσει τις φωτογραφίες που τράβηξε παράνομα στο εξωτερικό. Η λάθρα διαρροή των φωτογραφιών του από τη χώρα του έγινε «χέρι με χέρι», αρχικά προς την ιστορικό φωτογραφίας Anna Farova και τον Eugene Ostroff, επιμελητή του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν, και με τελικό αποδέκτη τους τον φωτογράφο του πρακτορείου Magnum Elliott Erwitt, ο οποίος φρόντισε για τη δημοσίευσή τους, έναν χρόνο αργότερα, στην εφημερίδα «London Sunday Times» και στο Αμερικανικό περιοδικό «Look», με το ψευδώνυμο P.P., δηλαδή «Φωτογράφος της Πράγας» (Prague Photographer). Επί 16 χρόνια ο Γιόζεφ Κουντέλκα δεν είχε αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, επειδή φοβόταν αντίποινα και διώξεις από τη Σοβιετική Ένωση για τον ίδιο και την οικογένειά του.

Οι φωτογραφίες του Κουντέλκα απεικονίζουν τις μαζικές διαμαρτυρίες και την άνιση μάχη μεταξύ των άοπλων διαδηλωτών και του πάνοπλου σοβιετικού στρατού. Ο κόσμος έμαθε έτσι ότι η «αδελφική βοήθεια» την οποία διακήρυττε παγίως η ΕΣΣΔ, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια αιματηρή και απάνθρωπη εισβολή.
Το 1970 ο Κουντέλκα έφυγε από τη χώρα του και ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Μ. Βρετανία. «Φοβόμουν να γυρίσω στην Τσεχοσλοβακία, γιατί γνώριζα ότι αν ήθελαν να βρουν ποιος ήταν ο ανώνυμος φωτογράφος, θα το έκαναν», έχει δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.





Οι φωτογραφίες του Γιόζεφ Κουντέλκα από την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας, είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες του 20ού αιώνα. Έχουν χαρακτηρισθεί «Μνημείο της παγκόσμιας φωτοδημοσιογραφίας», ενώ τo 1969 ο ακόμα τότε ανώνυμος Τσέχος φωτογράφος κέρδισε το βραβείο «Overseas Press Club’s Robert Capa Gold Medal» για τις φωτογραφίες του, που απαιτούσαν εξαιρετικό θάρρος.
Χαρακτηριστικότερη ίσως από όλες είναι η φωτογραφία με το ρολόι στο χέρι του περαστικού, που δείχνει λίγα λεπτά μετά τις 12 το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1968. Το χέρι με το ρολόι εισχωρεί σαν γροθιά στο πρώτο πλάνο της φωτογραφίας και στο βάθος εικονίζεται έρημη η μεγάλη Πλατεία Wenceslas της Πράγας.
Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί μόλις ένα εικοσιτετράωρο από την ώρα που τα πρώτα τεθωρακισμένα του Συμφώνου της Βαρσοβίας παραβίασαν τα ανατολικά σύνορα της Τσεχοσλοβακίας και εισέβαλαν στη χώρα του Κουντέλκα.
Η παγωμένη αυτή στιγμή του ιστορικού χρόνου σηματοδοτεί το άνοιγμα της αυλαίας πάνω στο δράμα του τέλους της Άνοιξης της Πράγας -δράμα όχι μόνο για τους 146 νεκρούς, τους τραυματίες και τους 300 περίπου πρόσφυγες, που ήταν ο άμεσος απολογισμός της σοβιετικής εισβολής, αλλά και για την οριστική απώλεια της ελπίδας επίτευξης του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», όπως τον είχαν οραματιστεί ο Dubček και οι ανανεωτές του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας.
Γιαν Πάλατς, ο φοιτητής που έκανε τον εαυτό του ολοκαύτωμα

Jan Palach
Ο Γιαν Πάλατς (Jan Palach) ήταν Τσέχος φοιτητής, σύμβολο της αντίστασης κατά των σοβιετικών εισβολέων στην Τσεχοσλοβακία, το 1968. Γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1948 στο Βσέτατι και το 1966 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Κάρλοβι, για να σπουδάσει Φιλοσοφία. Τον Αύγουστο του 1968 βίωσε και αυτός, όπως και εκατομμύρια συμπατριώτες του, την κατάλυση της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας του από τα τανκς του Κόκκινου Στρατού. Η Μόσχα δεν ανεχόταν το πείραμα ανανέωσης του κομμουνισμού (σύζευξη του υπαρκτού σοσιαλισμού με τη δημοκρατία), που επιχειρούσε ο γραμματέας του κόμματος Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Είχαν ήδη περάσει 15 μήνες κάτω από την επιβολή της σοβιετικής μπότας και ο νεαρός Πάλατς αποφάσισε μια πράξη απελπισίας, προκειμένου να ταρακουνήσει τις συνειδήσεις των συμπατριωτών του.

Το απόγευμα της Πέμπτης, 16 Ιανουαρίου 1969 περιλούστηκε με βενζίνη στην κεντρική πλατεία Βέντσεσλας της Πράγας και αυτοπυρπολήθηκε, παρά τις προσπάθειες των περαστικών να τον σώσουν. Στην τσάντα του βρέθηκε ένα σημείωμα, γραμμένο σε μαθητικό τετράδιο, που έγραφε:
«Επειδή οι λαοί μας βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας, αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε για να ξυπνήσουμε τη λαϊκή συνείδηση. Η ομάδα μας αποτελείται από εθελοντές, πρόθυμους να πυρποληθούν για τον κοινό σκοπό. Επειδή μου έτυχε να τραβήξω τον αριθμό 1, έγραψα εγώ την πρώτη επιστολή και έγινα ο πρώτος ανθρώπινος δαυλός. Απαιτούμε την κατάργηση της λογοκρισίας και την απαγόρευση της «Ζπράβι» (της εφημερίδας των σοβιετικών δυνάμεων κατοχής). Αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας εντός πέντε ημερών, στις 21 Ιανουαρίου 1969, και αν ο λαός μας δεν παράσχει επαρκή υποστήριξη στα αιτήματά μας με κήρυξη γενικής απεργίας, θα ανάψει ο δεύτερος δαυλός». Υπογραφή: «Ο δαυλός Νο 1».
Οι φίλοι του, οι καθηγητές του, οι γονείς του τον περιέγραψαν ως έναν νέο επιμελή, με καλή αίσθηση του χιούμορ. Οι σοβιετικές αρχές και τα όργανά τους επεχείρησαν αντίθετα να τον παρουσιάσουν ως ψυχοπαθή και τοξικομανή, σε μια προσπάθεια να υποτιμήσουν τα κίνητρα της θυσίας του και να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη.
Ο Γιαν Πάλατς άφησε την τελευταία του πνοή στις 19 Ιανουαρίου 1969, σε νοσοκομείο της Πράγας, τρεις ημέρες μετά την αυτοπυρπόλησή του, από καθολικά εγκαύματα τρίτου βαθμού.

«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος…»
Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος»
(Μεταίχμιο Β’, 1957, απόσπασμα)

Η θυσία του Γιαν Πάλατς θυμίζει έντονα τον Έλληνα φοιτητή Κώστα Γεωργάκη ο οποίος σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1970, επίσης αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα της Ιταλίας όπου σπούδαζε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο νέοι έφυγαν από τη ζωή έχει πολλά κοινά σημεία: Και οι δύο ήταν φοιτητές τη στιγμή της θυσίας τους και αυτοπυρπολήθηκαν σε κεντρικές πλατείες των πόλεων, όπου ζούσαν και σπούδαζαν, στην πλατεία Βέντσεσλας της Πράγας ο Πάλατς και στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας ο Γεωργάκης. Και οι δύο άφησαν ένα σημείωμα σχετικά με τη θυσία τους. Και οι δύο ζούσαν ακόμα όταν μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, όπου και εξέπνευσαν αργότερα από τα εγκαύματά τους. Οι θυσίες και των δύο αποσιωπήθηκαν συστηματικά από μεν το σοβιετικό καθεστώς του Πάλατς και από τη χούντα των συνταγματαρχών του Γεωργάκη, ξεσήκωσαν όμως διεθνείς αντιδράσεις και την κοινή γνώμη στο εξωτερικό των πατρίδων τους κατά των ανελεύθερων καθεστώτων που τις κυβερνούσαν.

Στις 25 Ιανουαρίου 1969 έγινε στην Πράγα η κηδεία του Πάλατς με πάνδημο τρόπο. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο πρύτανης της Φιλοσοφικής Σχολής ο οποίος τόνισε: «Η Τσεχοσλοβακία θα μπορεί να θεωρείται δημοκρατική χώρα μόνο όταν δεν θα χρειάζονται τέτοιου είδους θυσίες…». Στην πρόσοψη του Πανεπιστημίου οι συμφοιτητές του είχαν αναρτήσει ένα τεράστιο πανό με την περίφημη φράση του Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Δυστυχισμένος ο λαός που δεν έχει ήρωες, και ακόμη πιο δυστυχισμένος αυτός που χρειάζεται ήρωες».

Το παράδειγμα του Γιαν Πάλατς το ακολούθησαν και άλλοι νέοι. Τουλάχιστον επτά ακόμα άτομα αυτοπυρπολήθηκαν στην Τσεχοσλοβακία την περίοδο που ακολούθησε τη θυσία του Πάλατς, αλλά ο θάνατός τους παρέμεινε σχεδόν άγνωστος, καθώς η λογοκρισία λειτούργησε πιο αποτελεσματικά σε σχέση με την περίπτωση του Πάλατς, που ακόμη και πεθαμένος ενοχλούσε το κομμουνιστικό καθεστώς και τον νέο ηγέτη του Γκουστάβ Χούζακ.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις 25 Οκτωβρίου 1973 η μυστική αστυνομία ξέθαψε τα οστά του Πάλατς, τα αποτέφρωσε και έστειλε την τέφρα στη μητέρα του, προκειμένου να εξαλείψει κάθε σημείο στη χώρα που θα μπορούσε να μετατραπεί σε τόπο μνήμης και τιμής του ίδιου και της θυσίας του.

Λίγους μήνες μετά τη θυσία του Πάλατς, ο εξόριστος τσέχος αστρονόμος Λούμπος Κόχουτεκ έδωσε το όνομά του σε έναν αστεροειδή που ανακάλυψε (1834 Palach).
Μετά τη «Βελούδινη Επανάσταση» που έλαβε χώρα το 1989, ο Πάλατς τιμήθηκε από τη δημοκρατική Τσεχοσλοβακία με την ανέγερση μνημείου στο σημείο της θυσίας του και την ονοματοδοσία μιας κεντρικής πλατείας της Πράγας με το όνομά του.
Το βρετανικό ροκ τον μνημόνευσε χρόνια αργότερα, καθώς ο μπασίστας των Stranglers Ζαν Ζακ Μπαρνέλ τον αναφέρει στο τραγούδι του «Euromess» (1979), ενώ οι Kasabian του αφιέρωσαν το μουσικό βίντεο του τραγουδιού τους «Club Foot» (2004).

Πηγές: el.wikipedia.org, ifocus.gr, sansimera.gr, el.wikipedia.org, ebooks.edu.gr, photographyinfo.gr