Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1903. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύθηκε Διδάκτωρ Νομικής το 1934. Το 1937 διορίσθηκε Υφηγητής Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1943 τακτικός Καθηγητής της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών της οποίας διετέλεσε Πρύτανης από το 1951 έως το 1958. Κατά τη διετία 1951-1953 διετέλεσε Πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Το 1952 υπηρέτησε ως υπηρεσιακός Υπουργός Προεδρίας και Εργασίας στην Κυβέρνηση Κιουσόπουλου και το 1958 ως Υπουργός Προεδρίας στην Κυβέρνηση Γεωργακόπουλου. Το 1929, επιτυχών πρώτος στο σχετικό διαγωνισμό δικαστών, εισήλθε ως Εισηγητής στο Συμβούλιο της Επικρατείας του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος από το 1966 έως το 1969.
Το καθεστώς, που έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή ως «Χούντα* των Συνταγματαρχών» ή «Επταετία», προχώρησε από τις πρώτες ώρες της 21ης Απριλίου 1967 σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και σε απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και στην καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Κάθε άρθρο εφημερίδας, κάθε έργο τέχνης, έπρεπε να έχει την έγκριση των αξιωματικών της αρμόδιας επιτροπής που έδρευε στο Υπουργείο Τύπου,επί της οδού Ζαλοκώστα.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης υπήρξε ιατρός, αθλητής, πολιτικός, μα πάνω απ’ όλα αγωνιστής της Δημοκρατίας και της Ειρήνης. Γεννήθηκε στην Κερασίτσα Αρκαδίας στις 3 Απριλίου 1912. Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του μετέβη στην Αθήνα και εισήλθε στην Ιατρική. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας και της ιδεολογίας του δεν έκανε τίποτα στη ζωή του, αν αυτό δεν είχε κάποια υψηλή στόχευση και δεν εξέφραζε εκείνα που θεωρούσε ως ιδανικά. Ήταν από τους πρώτους και τα περισσότερα χρόνια των σπουδών του έπαιρνε υποτροφίες. Από τα εφηβικά του χρόνια ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και αναδείχθηκε δέκα (ή 12 κατ’ άλλους) φορές βαλκανιονίκης στο άλμα εις μήκος, ενώ επί χρόνια (1936-1959) κατείχε το πανελλήνιο ρεκόρ του αγωνίσματος.
Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού Πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού Πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν Δυο παιδιά ερωτευμένα δυο παιδιά του χαμού Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη, γυρεύω το γιο μου Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ το Βόλο, την κόρη μου θέλω Δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του Χαμού Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη, γυρεύω το γιο μου Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ το Βόλο, την κόρη μου θέλω.
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται -δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε. Για να ‘χω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου και συ στο σπιτάκι σου μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Εδώ ληξιαρχείο. Καταγραφή ονομάτων. Με τη σειρά ή ανάκατα. Άτσαλα. Εδώ σταθμός. Πάγκοι παλιοί, ξύλινοι. Στη σειρά, περιμένουν. Συγγενείς και φίλοι. Πιο πολύ, μένουν. Όχι περιμένουν. Μένουν. Απλά. Σαν να είναι μια σειρά από σπασμένα. Στα δύο. Στα οχτώ. Στα δεκάξι. Παλιά ενθύμια για να διαιωνίζεται η μνήμη. Και μια φωτογραφία με ήλιο.
Κάθε Νοέμβρη, ο νους και η καρδιά μας είναι εκεί, στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, στην ηρωική εξέγερση των φοιτητών, της νεολαίας και ολόκληρου του ελληνικού λαού κατά της τυραννίας, τον Νοέμβρη του 1973.
Ξεκινώντας δίχως τουφέκι – σπαθί, μονάχα με τον ήλιο στο μέτωπο λάμπετε τόσο ψηλά που η ποίηση θα μείνει χρεώστης σας. Υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το ποίημα. Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί που ωραία λουλούδια σε υψηλό λειμώνα τις μορφές σας λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου! Μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Οι μεταδόσεις του σταθμού του Πολυτεχνείου κατά την εξέγερση του Νοέμβρη του 1973
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου ήταν παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός ο οποίος λειτούργησε για ελάχιστες ημέρες, το 1973, το τελευταίο έτος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών με έδρα το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο σταθμός ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 15 Νοεμβρίου του 1973 ύστερα από την πρωτοβουλία φοιτητών του Πολυτεχνείου για να ξεσηκώσουν τον λαό κατά της χούντας. Η πιο γνωστή φράση του είναι:
«Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων μαθητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων».
«Δυο νέες κοπέλες, που βρέθηκαν τυχαία σ’ ένα παγκάκι να λένε τα δικά τους, κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες μιας από τις σημαντικότερες πολιτικές δολοφονίες των τελευταίων δεκαετιών, της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομά τους. Αν και οι αστυνομικοί έκαναν έκκληση, πολύ λίγοι κατέθεσαν από πολύ κόσμο που είχε δει το συμβάν, καθώς το έγκλημα έγινε σε δημόσια θέα.
Η μητέρα της μίας, ξέροντας τις πιέσεις και τους κινδύνους που ενέχει σε μια τέτοια κοινωνία το να είσαι ηθικά άρτιος, της είπε να γυρίσει αμέσως σπίτι. Όπως πιθανόν θα έλεγε και η μητέρα των περισσοτέρων από εμάς.. Η φοιτήτρια όμως αυτή ύψωσε το ανάστημά της. «Και αν ήταν ο αδερφός μου, αυτό θα μου έλεγες;», ρώτησε τη μητέρα της.
Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Ίσως όμως μια ιστορία που θα γραφόταν διαφορετικά, αν δεν υπήρχαν αυτές οι δύο γυναίκες. Και όλα αυτά καθώς έδρασε και αναδύθηκε ο κόσμος της αλληλεγγύης, ο κόσμος της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο έναν άνθρωπο και δεν λέει «να ένας ξένος», αλλά λέει «να ο αδελφός μου!».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον συνάδελφο δικηγόρο Θανάση Καμπαγιάννη και είναι απόσπασμα της αγόρευσής του εκ μέρους της Πολιτικής Αγωγής, ενώπιον του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, στο πλαίσιο της δίκης της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής.
Αποδεικνύουν δε πως σε πείσμα της αλλοτρίωσης και του ατομικισμού, που κυριαρχούν σήμερα στις κοινωνίες μας, η αγάπη και ο σεβασμός στον άνθρωπο και στον «πλησίον» εξακολουθεί να υπάρχει και να γεννά θαυμαστά αποτελέσματα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το ήθος αυτό ανήκει σε δύο νεαρά άτομα, τότε το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο..
Η δίκη αυτή ίσως τελικά είναι μια νίκη όχι μόνον όσον αφορά αυτό καθ’ αυτό το σπουδαίο αντικείμενό της, αλλά και σε περισσότερα από τα διαφαινόμενα επίπεδα.. Αποτελεί μια νίκη της κοινωνίας μας και του πολιτισμού μας. Μια νίκη της γενιάς μας!
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]