
Γρηγόρης Λαμπράκης (1912-1963)
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης υπήρξε ιατρός, αθλητής, πολιτικός, μα πάνω απ’ όλα αγωνιστής της Δημοκρατίας και της Ειρήνης. Γεννήθηκε στην Κερασίτσα Αρκαδίας στις 3 Απριλίου 1912. Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του μετέβη στην Αθήνα και εισήλθε στην Ιατρική. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας και της ιδεολογίας του δεν έκανε τίποτα στη ζωή του, αν αυτό δεν είχε κάποια υψηλή στόχευση και δεν εξέφραζε εκείνα που θεωρούσε ως ιδανικά. Ήταν από τους πρώτους και τα περισσότερα χρόνια των σπουδών του έπαιρνε υποτροφίες. Από τα εφηβικά του χρόνια ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και αναδείχθηκε δέκα (ή 12 κατ’ άλλους) φορές βαλκανιονίκης στο άλμα εις μήκος, ενώ επί χρόνια (1936-1959) κατείχε το πανελλήνιο ρεκόρ του αγωνίσματος.


Στιγμιότυπα από τη συμμετοχή του Γρ. Λαμπράκη σε Βαλκανικούς αγώνες (cityportal.gr)
Στα 19 του αναδεικνύεται πρώτος πανελληνιονίκης στο τριπλούν με 13,62 μ. Το 1935 βελτιώνει το πανελλήνιο ρεκόρ στο μήκος με 7,15 μ. καταρρίπτοντας το παλαιό 7,02 μ. Μια εβδομάδα αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη, κερδίζει δυο χρυσά στους Βαλκανικούς Αγώνες, στο μήκος (7,10 μ.) και στο τριπλούν (14,13 μ.). Το 1938 ήταν η σπουδαιότερη χρονιά στην αθλητική του καριέρα, αφού κατέρριψε τρεις φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στο μήκος και τις τρεις φορές μέσα στον Αύγουστο. 7.16 μ., 7.20 μ. και 7.37 μ., μία επίδοση που άντεξε επί 21 ολόκληρα χρόνια.

Με τον Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (cityportal.gr)
Το 1936, ο Λαμπράκης πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Ο 24χρονος τότε Λαμπράκης δεν διακρίθηκε στα αγωνίσματά του, το άλμα εις μήκος και το τριπλούν, οι αγώνες ήταν όμως για εκείνον μια μοναδική εμπειρία. Όπως και η γνωριμία του εκεί με τον συναθλητή του και μεγάλο πρωταγωνιστή των αγώνων, τον Αμερικανό Τζέσε Όουενς. Ο Όουενς ήταν ο αθλητής που έκανε τον Χίτλερ να σηκωθεί από τη θέση του και να εγκαταλείψει το στάδιο, προκειμένου να μην αναγκαστεί να δώσει συγχαρητήρια σε μαύρο αθλητή.
Η κατοχή τον βρίσκει 29 ετών. Ο ένας του αδελφός συλλαμβάνεται και στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ ο άλλος ανεβαίνει στο βουνό. Ο Λαμπράκης μένει πίσω για να βοηθήσει. Μαζί με άλλους αθλητές ιδρύουν, το 1943, την Ένωση Ελλήνων Αθλητών (ΕΕΑ) η οποία είχε ως στόχο τη συνέχιση της αθλητικής δραστηριότητας, την περίθαλψη ασθενών αθλητών, την τροφοδοσία των λαϊκών συσσιτίων από τα έσοδα των αγώνων κ.ά. Οι αθλητές προσπαθούσαν να διοργανώσουν συλλαλητήρια, συσσίτια και έναν αθλητικό αγώνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Αρχικά είχε δοθεί άδεια, η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε. Ο Λαμπράκης μπήκε, επικεφαλής αθλητών, στα γραφεία του ΣΕΓΑΣ στο Κολωνάκι και έκανε τεράστια φασαρία. Στη συνέχεια πήγαν στην Πλατεία Φιλικών, στεφάνωσαν το μνημείο του Ξάνθου και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.
Οι αγώνες έγιναν τελικά, στο Καλλιμάρμαρο, με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου και την έπαρση της ελληνικής σημαίας. Ο Λαμπράκης και η ΕΕΑ δημιουργούν ένα οργανωμένο σύστημα υγειονομικής παρακολούθησης και περίθαλψης και σώζουν κυριολεκτικά τη ζωή πολλών συναθλητών και συνανθρώπων του.
Μετά την απελευθέρωση πρωτοστατεί στην ανασυγκρότηση του ΣΕΓΑΣ και δημιουργεί ένα νέο αθλητικό οργανισμό, το Ταμείο Υγείας και Περίθαλψης Αθλητών (ΤΥΠΑ) στο οποίο δραστηριοποιήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο αθλητισμός δεν στάθηκε εμπόδιο στις σπουδές του. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιατρική και αναγορεύθηκε υφηγητής στην έδρα της Μαιευτικής και Γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαμψε ως επιστήμονας, ενώ συνέγραψε και σημαντικά ιατρικά συγγράμματα.


Ο Γρηγόρης Λαμπράκης στο γραφείο του με συνεργάτιδές του και με τη μητέρα του
Στις εκλογές «της βίας και της νοθείας», όπως έμεινε στην ιστορία η εκλογική διαδικασία της 29ης Οκτωβρίου 1961, πολιτεύθηκε με το ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος), έναν συνασπισμό αριστερών δυνάμεων με επικεφαλής την ΕΔΑ και εξελέγη βουλευτής Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο δραστηριοποιήθηκε στο ειρηνιστικό κίνημα και με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε η «Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη» (ΕΕΔΥΕ).

Στις 21 Απριλίου 1963 η ΕΕΔΥΕ και ο «Σύνδεσμος Μπέρτραντ Ράσελ» διοργάνωσαν Πορεία Ειρήνης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Αφετηρία ορίστηκε ο Τύμβος του Μαραθώνα και τερματισμός η Πνύκα. Είχαν προσκληθεί για να λάβουν μέρος πολλοί ξένοι ειρηνιστές από ολόκληρο τον κόσμο – κυρίως από τη Βρετανία. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή απαγορεύει την πορεία και ανακοινώνει ότι όποιος επιχειρήσει να προσεγγίσει θα συλλαμβάνεται. Η προειδοποίηση αφορά και τους ξένους προσκεκλημένους. Τίθενται σε επιφυλακή Στρατός, Αστυνομία, Χωροφυλακή, ακόμη και άνδρες του Λιμενικού, προκειμένου ν’ αποκοπεί η προσέλευση ακόμα και διά θαλάσσης. Η αστυνομία συνέλαβε πολλούς διαδηλωτές που επεχείρησαν να διαδηλώσουν, μεταξύ των οποίων και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, προστατευόμενος από τη βουλευτική του ασυλία, πραγματοποίησε μόνος του την πορεία, κρατώντας ένα απλό πανό με το σύμβολο της ειρήνης και τη λέξη «ΕΛΛΑΣ». Φωνάζει: «Ζήτω η Ειρήνη, ζήτω η Δημοκρατία». Πότε μόνος του και πότε μαζί με μερικούς συναγωνιστές του που κατάφεραν να περάσουν από τα μπλόκα της Χωροφυλακής, θα διανύσει πέντε χιλιόμετρα προς την Αθήνα. Με το τέλος της πορείας συνελήφθη αμέσως από την αστυνομία.

Στη Ραφήνα οι αρχές ασφαλείας θα επιχειρήσουν να τον σταματήσουν και να τον σύρουν στο δάσος. Θα αποτύχουν μετά από την επέμβαση κατοίκων της περιοχής και όσων συνοδεύουν το Λαμπράκη. Οι τελευταίοι θα συλληφθούν κοντά στο Πικέρμι. Ο ίδιος ο Λαμπράκης θα συλληφθεί κοντά στο Χαρβάτι. Τον περιφέρουν επί ώρες στην Αθήνα με αστυνομικό καμιόνι και τελικά τον αφήνουν στη Νέα Ιωνία. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας ο Λαμπράκης φτάνει στα γραφεία της ΕΕΔΥΕ και από εκεί στέλνει τηλεγράφημα στις εφημερίδες, το οποίο άρχιζε ως εξής: «Πόθος δημοκρατικού λαού μας διά πορείαν Ειρήνης “Μαραθών – Αθήναι” επραγματοποιήθει». Στη συνέχεια καταγγέλλει τη σύλληψή του και τη μεταχείρισή του από τους αστυνομικούς και κατονομάζει τους υπευθύνους. Το τηλεγράφημα κατέληγε: «Δυστυχώς διεπίστωσα ότι δημοκρατία δεν υπάρχει εις την Ελλάδα, όταν εκλεκτοί του λαού κυριολεκτικώς καταρρακώνονται». Παρά την απογοήτευή του, ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει. Και οι αντίπαλοί του αποφασισμένοι να τον σταματήσουν.
Την Τετάρτη 22 Μαΐου 1963 παρέστη προκειμένου να μιλήσει για την ειρήνη στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά τις 8, το βράδυ της Τετάρτης, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης για να πάει στην εκδήλωση της «Επιτροπής δια την διεθνή ύφεσιν και ειρήνην», στην οποία ήταν ομιλητής. Η κατάσταση ήταν τεταμένη: Από τις 6 το απόγευμα δεκάδες άνθρωποι είχαν αρχίσει να συγκροτούν αντισυγκέντρωση κοντά στο κτήριο, όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση. Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλεως. Κανείς τους ωστόσο δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Ο Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτήριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ’ όπου και εκφώνησε μετά από λίγο τον λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών».

Κάποια στιγμή σταματάει την ομιλία του και λέει από μικροφώνου: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον Υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου». Βλέποντας να καθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτήριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι, για να πάνε στο ξενοδοχείο του. Καθώς διέσχιζαν τον δρόμο, μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, στη οποία επέβαιναν οι ακροδεξιοί Σπύρος Γκοτζαμάνης και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ ο ένας άντρας που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Από την επίθεση τραυματίστηκε και ο δημοκράτης, συναγωνιστής του Γρηγόρη Λαμπράκη, Γιώργος Τσαρουχάς.
Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος. Βαριά τραυματισμένος ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Η κατάστασή του ήταν ωστόσο μη αναστρέψιμη. Αυτό επιβεβαίωσαν -εκτός από τους Έλληνες ιατρούς- και τέσσερις νευροχειρουργοί που εκλήθησαν από το εξωτερικό. Στις 27 Μαΐου 1963, ώρα 01:22, ο Γρηγόρης Λαμπράκης χάνει τη μάχη, σε ηλικία 51 ετών. Ο θάνατός του προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη, οξύτατη πολιτική κρίση, αλλά και διεθνή κατακραυγή. Την επομένη ένα πλήθος 500.000 ανθρώπων συγκεντρώθηκε στο Α’ Νεκροταφείο για το «Ύστατο Χαίρε». Γρήγορα, η συγκέντρωση μετατράπηκε σε διαδήλωση καταδίκης της δεξιάς κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Παλατιού. Το συγκεντρωμένο πλήθος φώναζε συνθήματα όπως: «Λαμπράκη ζεις, εσύ μας οδηγείς», «Ζει, Ζει, Ζει» και «Κάθε νέος και Λαμπράκης». «Η Ένωση Κέντρου καταγγέλλει τον αρχηγό της ΕΡΕ Κωνσταντίνο Καραμανλή ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο κ. Καραμανλής προβαίνει στην οργάνωση τρομοκρατικών ομάδων δια τα εγκλήματα των οποίων βεβαίως καθίσταται ηθικός αυτουργός. Θα πρέπει δια τούτο όχι μόνο να ντρέπεται αλλά και να λογοδοτήσει ενώπιον του Λαού και της Δικαιοσύνης», δηλώνει ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου. «Με τη σημερινή του δήλωση, ο Γεώργιος Παπανδρέου θα ντρέπεται εις όλη του τη ζωή», απαντά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Η επίσημη αστυνομική εκδοχή για τη δολοφονία ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και ήταν αυτή που αρχικά υιοθέτησε και η κυβέρνηση της χώρας. Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν ανακρίσεις από τον νεαρό τότε ανακριτή και μετέπειτα Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Χρήστο Σαρτζετάκη και τον εισαγγελέα Δημήτριο Παπαντωνίου, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για ν’ αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες. Η ανακριτική ομάδα ωστόσο, παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της δικτατορίας, Κωνσταντίνο Κόλλια, κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και ν’ αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του.
Εκτός από τους φυσικούς αυτουργούς, Σπύρο Γκοτζαμάνη (οδηγό της μοτοσικλέτας) και Μανόλη Εμμανουηλίδη (επιβάτη στην καρότσα) κατηγορήθηκαν οι Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, Κωνσταντίνος Δόλκας και άλλοι, οι οποίοι παραπέμφθηκαν για παράβαση καθήκοντος. Η παραπομπή από μόνη της ήταν μια τεράστια νίκη. Η μόνη όμως… Στους ηθικούς αυτουργούς συμπεριλαμβάνονταν ο πρόεδρος της παρακρατικής οργάνωσης, στην οποία ανήκε ο Γκοτζαμάνης, Ξενοφών Γιοσμάς και ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, διοικητής του αστυνομικού τμήματος Τούμπας. Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1966 και παρά την εισαγγελική πρόταση, οι ένορκοι έκριναν ένοχους μόνο τους δύο φυσικούς αυτουργούς και τον Ξενοφώντα Γιοσμά. Η δίκη ουσιαστικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε δολοφονία. Οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί αθωώθηκαν. Ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης, καταδικάστηκαν σε 11 και 8,5 χρόνια, αντίστοιχα, για πρόκληση «βαριών σωματικών κακώσεων» και «συνέργεια», αντίστοιχα. Αποφυλακίστηκαν και οι δύο επί χούντας…



Δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής για τον θανάσιμο τραυματισμό και την πάνδημη κηδεία του Γρ. Λαμπράκη
Στις 9 Μαΐου 1968, ο Γιώργος Τσαρουχάς δολοφονήθηκε από τη Δικτατορία των συνταγματαρχών.Το 2010 βρέθηκαν στα υπόγεια του δικαστικού μεγάρου Θεσσαλονίκης δύο χαρτόκουτα με τα ματωμένα ρούχα των βουλευτών της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη και Γιώργη Τσαρουχά, που είχαν αποθηκευθεί εκεί ως πειστήρια για τις δίκες των δύο εγκλημάτων. Άγνωστοι παρέδωσαν τα κουτιά στα γραφεία της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων στη Θεσσαλονίκη και το 2019 τα ρούχα παραδόθηκαν στο εργαστήριο συντήρησης υφασμάτων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου για να συντηρηθούν και να διασωθούν από τη φθορά.
Η δολοφονία Λαμπράκη επιτάχυνε τις εξελίξεις στη χώρα μας κλονίζοντας την Κυβέρνηση. Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της ΕΡΕ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που κατηγορήθηκε ευθέως από την αντιπολίτευση ως ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Λαμπράκη. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφού διερωτήθηκε με τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;», εγκατέλειψε την πρωθυπουργία και την πολιτική ζωή της Χώρας, τον Ιούνιο του 1963, και απεσύρθη στο Παρίσι. Χιλιάδες νέοι ίδρυσαν το πολιτικό κίνημα «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη», που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον προοδευτικό χώρο της δεκαετίας του ‘60. Πρώτος γραμματέας της οργάνωσης ανέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη, η χώρα βυθίστηκε σε μια χαοτική κατάσταση πολιτικής αστάθειας καθ’ όλη την περίοδο της αποστασίας (1965-1967), με την αδιαλλαξία και την αυθαιρεσία να διαφεντεύουν. Σταδιακά η δημοκρατική νομιμότητα κλονίστηκε, το Σύνταγμα καταλύθηκε και η Ελλάδα οδηγήθηκε στη χούντα των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967.

Ενημερωτικό σημείωμα στην είσοδο του ιατρείου
του Γρ. Λαμπράκη για τη δωρεάν εξέταση ασθενών
Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη ενέπνευσαν τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό στο περίφημο πολιτικό του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ζ» (εκδ. Λιβάνη). Το 1969 το Ζ μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, με πρωταγωνιστές τον Υβ Μοντάν, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Ειρήνη Παπά. Από το 1983, ο Κλασικός Μαραθώνιος Αθηνών διεξάγεται, κάθε Νοέμβριο, στη μνήμη του Γρηγόρη Λαμπράκη. Στην καρδιά της Θεσσαλονίκης ανεγέρθηκε το Μνημείο Γρηγόρη Λαμπράκη, στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Ερμού, ακριβώς στο σημείο που ξεκινά η Οδός Σπανδωνή, όπου έγινε η δολοφονική επίθεση σε βάρος του βουλευτή, το 1963. Ωστόσο παρ’ όλο που βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης, το μνημείο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ούτε προβεβλημένο.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης με την προσωπικότητα και τη δράση του παραμένει και σήμερα ένα σύμβολο της Δημοκρατίας και του αγωνιζόμενου ανθρώπου κατά της πολιτικής καταπίεσης, της αυταρχικότητας και της τυραννίας.

Το Μνημείο Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη
Ο Μίκης Θεοδωράκης για τη δολοφονία Λαμπράκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης ανατρέχει στη συγκυρία των τραγικών γεγονότων στη συμπρωτεύουσα: «Σαν κεραυνός έπεσε η δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Μου τηλεφώνησε ο Μπριλλάκης. Μου είπε ότι «χτύπησαν τον Γρ. Λαμπράκη που είχε πάει στο Λονδίνο χωρίς να το πει σε κανέναν ούτε σε μένα, μόλις πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη». Ο Λαμπράκης, είχε απευθύνει ένα υπόμνημα προς τη Φρειδερίκη με το οποίο την καλούσε να παρέμβει, ώστε να απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι που ήταν το κύριο αίτημα της εποχής. Ήταν μέσα 6.000 φυλακισμένοι. Εκεί, πλησιάζοντας τη βασίλισσα, της λέει «Μεγαλειότατη, είμαι ο βουλευτής Λαμπράκης». Αυτή πανικοβλήθηκε, φοβήθηκε ότι θα τη χτυπήσει και άρχισε να φωνάζει και να τρέχει, ο Λαμπράκης την ακολουθούσε από πίσω με το υπόμνημα. Εκείνη, νόμιζε ότι την κυνηγάει για να τη σκοτώσει, μπήκε στο ξενοδοχείο, έβαλε τις φωνές, εμφανίστηκαν αστυνομικοί, συνέλαβαν τον Λαμπράκη, επήλθε σύγχυση. Το επεισόδιο πήρε μεγάλες διαστάσεις, οι δεξιές εφημερίδες το παρουσίαζαν ότι ο Λαμπράκης επιτέθηκε στη Φρειδερίκη.
Μόλις μου είπε ο Μπριλλάκης ότι χτύπησαν το Γρηγόρη, τον ρώτησα «Είναι νεκρός;». «Όχι ακόμα», απάντησε «αλλά μάλλον πρέπει να ’ναι κλινικά νεκρός». «Πάω αμέσως στη Θεσσαλονίκη», είπα. Δεν το είδα καθόλου από πολιτική πλευρά, μόνο σε ανθρώπινη βάση, τον είχα συναντήσει δύο μέρες πριν και αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω στη Θεσσαλονίκη. Πριν φύγω πέρασα απ’ τα γραφεία της ΕΔΑ, όπου μου είπε ο Μπριλλάκης: «Αποφασίσαμε να στείλουμε αντιπροσωπεία, θα ‘ναι ο Μανόλης (Γλέζος), ο Ιμβριώτης, ο Γιάννης ο Ρίτσος, να ‘σαι και συ». Δεν έχω καμία αντίρρηση απάντησα. Κι έτσι η αντιπροσωπεία έφυγε με το αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη. Από κει μπήκαμε στο ταξί -μου ‘κανε εντύπωση ότι οι ταξιτζήδες έλεγαν ότι «σήμερα η Θεσσαλονίκη είναι έρημη και οι νοικοκυρές δεν μαγείρεψαν- έχει σταματήσει η ζωή στη Θεσσαλονίκη». Είναι απ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας που δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει. Μεγάλη η θυσία αυτού του ανθρώπου ώστε να παραλύσει ολόκληρη η Ελλάδα. Δεξιοί, Αριστεροί, είχαν παραλύσει.
Πήγαμε στο ΑΧΕΠΑ, εκεί είδα τον καθηγητή Οικονόμου που είχε κάνει την πρώτη επέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Λαμπράκη τον πήγαν κατ’ αρχήν στον Αναγνωστάκη ο οποίος ήταν εφημερεύων γιατρός σε κάποιο άλλο νοσοκομείο. Ήταν αυτός που του έκανε την πρώτη ακτινογραφία, ως ακτινολόγος, και διαπίστωσε τον κλινικό θάνατό του. Μας είπε λοιπόν ο Οικονόμου ότι έχει τελειώσει αυτή η υπόθεση και ότι ο ίδιος θέλει να κάνει μια βόλτα, να δει τα μουσεία στη Θεσσαλονίκη. Μου ‘κανε κατάπληξη η στάση του επιστήμονα. Εμείς δεν σκεπτόμαστε τίποτε άλλο παρά τον άνθρωπο που ήταν στο διπλανό δωμάτιο και πάλευε με το θάνατο…
Ρίξαμε μια ματιά μέσα, είδαμε ότι είχαν βγάλει τη συσκευή με την οποία ανέπνεε, βγήκαμε κατόπιν πάλι έξω, καθίσαμε όλη την ημέρα ως το βράδυ. Θυμάμαι λοιπόν ότι επειδή η παρουσία μου είχε ερεθίσει κατά κάποιο τρόπο τους νεολαίους που με αγαπούσαν, όταν ήρθαν το επόμενο μεσημέρι να πάρουν τα στελέχη για να φάνε στο εστιατόριο, εμφανίστηκαν οι σωματοφύλακες της ΕΔΑ, κι όταν προχώρησα κι εγώ με σπρώξανε δεν με άφησαν να μπω στο ταξί. Μπήκαν και οι άλλοι και δεν διαμαρτυρήθηκαν ούτε ο Γλέζος ούτε ο Ρίτσος. Θεωρούσαν φυσικό ότι εγώ σπρώχτηκα και έμεινα μόνος μου ενώ στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν μαζεμένοι τραμπούκοι, αυτοί που είχαν χτυπήσει τον Λαμπράκη. Αλλά παράλληλα ήταν γεμάτο νεολαίους, που είδαν τη σκηνή, βεβαιώθηκαν ότι υπάρχει κίνδυνος να με χτυπήσουν και με πλαισίωσαν. Αυτή ήταν η πρώτη συγκέντρωση των Λαμπράκηδων.
Όταν σκοτείνιασε θυμάμαι ότι άρχισαν καθισμένοι στο γρασίδι μπροστά από το ΑΧΕΠΑ να τραγουδούν τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου σιγά-σιγά… Περίμεναν να τους πω κάτι και πράγματι τους μίλησα. Τους μίλησα και τους είπα ότι πρέπει να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να κόψουν τα χέρια της αντίδρασης να μη μπορεί να μας σκοτώνει πια. Αυτό ήθελε ο κόσμος, δηλαδή ένα ισχυρό κόμμα που να τον προστατεύει από την ασυδοσία των τραμπούκων, την κυριαρχία των παρακρατικών και της αστυνομοκρατίας. Αυτή τη γλώσσα δεν την άκουγαν απ’ την ΕΔΑ. Την άρθρωνα εγώ. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν και μπορώ να πω ότι η ομιλία που έκανα τότε αποδείκνυε ότι η σφοδρότητα του λόγου μου της εποχής εκείνης, είχε τεράστια απήχηση στους νέους.
Την επομένη ήταν Σάββατο και πρωί – πρωί ζήτησα από τον Καψάσκη τον ιατροδικαστή που ήταν εκεί, νέα για τον Λαμπράκη. Μου είπε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα και επομένως θα πρέπει η ίδια η οικογένεια να πάρει την απόφαση να διακοπεί το οξυγόνο, ώστε να καταστεί και τυπικά νεκρός ο Λαμπράκης. Είπε «θα μου επιτρέψεις να τον χαιρετήσω;». Και έτσι μπήκα με τον Καψάσκη και κάθισα αρκετή ώρα μαζί του. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα φορείο, απ’ τη μέση και πάνω γυμνός, ευρύστερνος, μαυριδερός, τα μπράτσα του ήταν διπλάσια απ’ τα δικά μου, γυμνασμένος, τα μάτια του τελείως ανοιχτά, απλανή, και ανέπνεε αργά με το οξυγόνο. Μου εξήγησε ο Καψάσκης πως δουλεύει το οξυγόνο και μάλιστα επειδή είχε συνηθίσει αυτές τις καταστάσεις, ανοιγόκλεινε τη βαλβίδα οπότε σπάραζε ο Λαμπράκης. Του λέω σταμάτα τα παιχνίδια αυτά, άστον τον άνθρωπο ήσυχο.
Τότε βάζω το χέρι μου στο χέρι του και του λέω «γεια σου Γρηγόρη». Μόλις αισθάνθηκε το χέρι μου, αντανακλαστικά μου το έκλεισε δεν με άφηνε να φύγω. Ο Καψάσκης τα έχασε, νόμιζε ότι κάτι συμβαίνει και άρχισε να τον τρυπάει με τη βελόνα στα πόδια και να βάζει ένα φακό στο μάτι του για να δει μήπως υπάρχει ίχνος ζωής. Μετά από 5 λεπτά τράβηξα το χέρι μου, πιστεύοντας ότι είναι ένας συμβολισμός, ότι ο Λαμπράκης ήθελε να με πάρει μαζί του, ή ότι μου πέρασε ένα μήνυμα …».
Το «Ζ» του Κώστα Γαβρά – Μια ταινία – σταθμός για τον πολιτικό κινηματογράφο
Η ταινία «Ζ» (ζήτα) είναι ένα πολιτικό θρίλερ του Κώστα Γαβρά, παραγωγής 1969 και διάρκειας 127 λεπτών. Είναι βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Βασίλη Βασιλικού, που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς, την ταραγμένη δεκαετία του ‘60 για την Ελλάδα. Θεωρείται ένα από τα κορυφαία δείγματα του πολιτικού κινηματογράφου.

Σκηνή από την ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά
Το βιβλίο του Βασιλικού κυκλοφόρησε το 1966 με τίτλο «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», από τις εκδόσεις Λιβάνη. Το «Ζ» του τίτλου παραπέμπει στο σύνθημα «Ζει», που φώναζαν οι χιλιάδες κόσμου που συνόδευσαν τον Λαμπράκη στην πάνδημη κηδεία του, τον Μάιο του 1963. Ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, βρέθηκε να διαβάζει το βιβλίο του Βασιλικού στο ταξίδι της επιστροφής του στο Παρίσι από την Αθήνα, λίγες μέρες προτού ξεσπάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όταν οι δικτάτορες είχαν πλέον αλυσοδέσει τη χώρα, ως ελάχιστη συνεισφορά στη διεθνοποίηση της ελληνικής υπόθεσης.
Απευθύνθηκε στον ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν και μαζί ετοίμασαν το σενάριο, χωρίς να έχουν χρήματα. Παραγωγός δεν βρισκόταν στον ορίζοντα, το ποσό που διέθετε το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου ήταν μικρό και η ταινία κινδύνευε να μην υλοποιηθεί. Ως από μηχανής θεός, ο ηθοποιός Zακ Περέν πρότεινε στον Γαβρά, να γυριστεί η ταινία στην Αλγερία. Εκεί είχε πάρα πολλούς φίλους που μπορούσαν να συμμετάσχουν στην παραγωγή. Τα γυρίσματα άρχισαν και ολοκληρώθηκαν στο Αλγέρι, με τη συμμετοχή γνωστών και σπουδαίων ηθοποιών, όπως ο Υβ Μοντάν, η Ειρήνη Παπά, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν, ο Φρανσουά Περιέ και ο Ρενάτο Σαλβατόρι.
Περιπετειώδης ήταν και η μουσική επένδυση της ταινίας. Ο Γαβράς τηλεφώνησε στον Μίκη Θεοδωράκη, που βρισκόταν εξόριστος στη Ζάτουνα Αρκαδίας, για να του ζητήσει να γράψει τη μουσική. Ο συνθέτης δέχθηκε, αλλά ζήτησε πρώτα να διαβάσει το σενάριο της ταινίας. Η Χούντα όμως δεν του επέτρεπε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και οι διάφοροι τρόποι που μηχανεύτηκαν οι άνθρωποι της παραγωγής για να τον συναντήσουν δεν έφεραν αποτέλεσμα. Προ του αδιεξόδου, ο Θεοδωράκης τους είπε να επιλέξουν αυτοί από τους δίσκους του ποια τραγούδια του ταιριάζουν στο ύφος της ταινίας. Ο μαέστρος Μπερνάρ Ζεράρ και ο Κώστας Γαβράς ανέλαβαν το δύσκολο έργο.
Ο τόπος της δράσης της ταινίας δεν αναφέρεται ρητά, αλλά σαφώς υπονοείται η Ελλάδα και από την εξέλιξη της ιστορίας η υπόθεση Λαμπράκη. Είναι παρόντες ο Λαμπράκης (Υβ Μοντάν) και ο ανακριτής Σαρτζετάκης (Ζαν Λουί Τρεντινιάν). Άλλωστε, ο σκηνοθέτης δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί αυτού. Στους τίτλους της αρχής διαβάζουμε: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη».
Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται σε έναν επιστήμονα, που έχει προγραμματίσει να κάνει μια ομιλία κατά της χρήσεως της ατομικής βόμβας. Καθώς φτάνει έξω από την αίθουσα στην οποία πρόκειται να μιλήσει, δέχεται την επίθεση μιας ομάδας ακροδεξιών εξτρεμιστών που συνδέονται πολιτικά με την κυβέρνηση, ενώ η αστυνομία που είναι παρούσα δεν παρεμβαίνει. Συνέρχεται από το ισχυρό χτύπημα και κάνει την ομιλία, αργότερα όμως πεθαίνει από τα τραύματά του. Ένας δημοσιογράφος βρίσκει ένα μάρτυρα κι ένα δικαστή που είναι πρόθυμος να τον ακούσει, παρά τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης. Στη δίκη που ακολουθεί αποκαλύπτεται μια κυβερνητική συνωμοσία, αλλά τα πάντα ανατρέπονται, όταν στην εξουσία ανεβαίνει νέα κυβέρνηση, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο οδηγεί στην αδιαλλαξία και την απαγόρευση των μακριών μαλλιών, των Beatles και των εκδηλώσεων υπέρ της ειρήνης.
Η ταινία βγήκε στους γαλλικούς κινηματογράφους στις 26 Φεβρουαρίου 1969, αλλά γνώρισε τη διεθνή καταξίωση μετά την προβολή της στο φεστιβάλ των Καννών, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Δημιούργησε αίσθηση και τιμήθηκε με τα βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) και των κριτικών (FIPRESCI) για τον Κώστα Γαβρά. Η φήμη της πέρασε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τον επόμενο χρόνο ήρθε η σειρά των Όσκαρ. Η ταινία εκπροσώπησε την Αλγερία (χώρα των παραγωγών της ταινίας) και απέσπασε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το Όσκαρ για το μοντάζ της (Φρανσουάζ Μπολό), που αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα της ατού. Στην Ελλάδα προβλήθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας.
Το «Ζ» άρεσε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, επειδή δεν ταυτίστηκε με μία χώρα και είχε παγκόσμιο χαρακτήρα. Πολλοί θεατές είχαν να θυμηθούν μια ανάλογη ιστορία κρατικής αυθαιρεσίας στη δική τους πατρίδα, ιδιαίτερα όσοι προέρχονταν από χώρες με αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή. Βασική αρετή του έργου είναι το μπόλιασμα της πολιτικής στόχευσης με τις χολιγουντιανές τεχνικές των ταινιών δράσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό θρίλερ «που συσσωρεύει τόση ένταση, ώστε στο τέλος να αισθάνεστε δεμένοι σε κόμπο», όπως έγραψε μία γαλλίδα κριτικός.
Πηγές: arcadonxronoi.gr, sansimera.gr, cityportal.gr

«Μα η τυραννία γι’ αυτό το λόγο επικρατεί
γιατί μπορεί να λέει και να κάνει ό,τι θελήσει»
Σοφοκλή, «Αντιγόνη»