Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα…

Μαρία Πολυδούρη

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα
στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ
στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα
χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,

Συνέχεια

Το μεσουράνημα της φωτιάς (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Καλοκαίρι, μὴν πίστεψες πὼς δὲ συλλογιέμαι!
Ἡ σκέψη μου εἶναι ἀγάπη κι ἡ ἀγάπη μου σκέψη.

Συνέχεια

Το βαλς του Απρίλη

Μπήκε ο Απρίλης με τις μεθυστικές ευωδιές του, τα λουλούδια και το φως του που μας κρατάει πια συντροφιά ως αργά, προετοιμάζοντας την πλάση για το επερχόμενο καλοκαιράκι. Αυτή η ελαφράδα του Απρίλη και η διάθεση για να βγούμε στη φύση και στο φως, αλλά και το κάλεσμα της αγάπης που φέρνει πάντα μαζί της αυτή η εποχή του χρόνου, αποτυπώνονται μοναδικά στο «Βαλς του Απρίλη». Το υπέροχο αυτό τραγούδι του Λάζαρου Σαμαρά σε στίχους Σοφίας Καραχάλιου, με την ιδιαίτερη φωνή της Φωτεινής Βελεσιώτου, μας βάζει κατευθείαν στην Απριλιάτικη ατμόσφαιρα και μας καλεί σε ένα αισθαντικό βαλσάκι γεμάτο ανοιξιάτικη δροσιά και νοσταλγία!

Συνέχεια

Ίδε το έαρ το γλυκύ… (Μάριος Πλωρίτης)

Την ημέρα που το καλαντάρι έδειχνε 1η Μαρτίου, έτυχε να διαβάσω πως το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Λονδίνου είχε την ωραία ιδέα να οργανώσει στην αγγλική πρωτεύουσα ένα Φεστιβάλ αφιερωμένο στο Βυζάντιο. Τα δύο αυτά «άσχετα» ­η ημερομηνία και η αναδρομή ξανάφεραν στον νου μιαν από καιρό ξεχασμένη εικόνα: έναν παλιό μακροσυγγενή, που ήταν «βυζαντινός» κι εκείνος, Κωνσταντινουπολίτης δηλαδή, ναυαγός στην Ελλάδα, μετά τον μικρασιατικό όλεθρο και τον ξερριζωμό του εκεί Ελληνισμού. Ιερόθεος ήταν το («αλλόκοτο», για εμάς) όνομά του κι ερχόταν συχνά στο σπίτι ­ επισκέπτης καλόδεχτος και αφηγητής μαγικός, για τα παιδικά μας αυτιά. Αλλά ξεχωριστά τον θυμάμαι στις αρχές της άνοιξης (να ο συνειρμός), να μπαίνει τραγουδώντας μας:

Συνέχεια

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και της αγάπης… (Οδ. Ελύτης)

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας
καί, μ’ ακούς; Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς;

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς;
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου…

Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;…

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Ανοιξιάτικη βροχούλα…

Ανοιξιάτικη βροχούλα

Με τις τσέπες αδειανές κι έναν φόβο στην καρδιά
απ’ του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
Σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ’ ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.

Συνέχεια

Ανοιξιάτικη βροχούλα

Με τις τσέπες αδειανές κι έναν φόβο στην καρδιά
απ’ του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
Σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ’ ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.

Συνέχεια

Ανοιξιάτικη βροχούλα

Με τις τσέπες αδειανές κι έναν φόβο στην καρδιά
απ’ του κόσμου τις φωνές μες στη γιορτινή βραδιά
Σε περίμενα κι απόψε σαν το μάννα τ’ ουρανού
μα ξημέρωσα μονάχος με το φως του αυγερινού.

Συνέχεια