
Το πρωτοβρόχι
Σκυμμένοι από το παραθύρι
Και του προσώπου μας οι γύροι
η ίδια μας ήτανε ψυχή.
Η συννεφιά, χλωμή σα θειάφι,
θάμπωνε αμπέλι και χωράφι,
ο αγέρας μεσ’ από τα δέντρα
με κρύφια βούιζε ταραχή,
η χελιδόνα, με τα στήθη,
γοργή, στη χλόη μπρος – πίσω εχύθη.
Κι άξαφνα βρόντησε, και λύθη
κρουνός, χορεύοντα η βροχή!
Η σκόνη πήρ’ ανάερο δρόμο…
Κ’ εμείς, στων ρουθουνιών τον τρόμο,
στη χωματίλα τη βαριά
τα χείλια ανοίξαμε, σα βρύση
τα σπλάχνα να μπει να ποτίσει
(όλη είχεν η βροχή ραντίσει
τη διψασμένη μας θωριά,
σαν την ελιά και σαν το φλόμο).
Κι ο ένας στ’ αλλουνού τον ώμο
ρωτάμε: «Τ’ είναι πόχει σκίσει
τον αέρα μύρο, όμοιο μελίσσι;
Απ’ τον πευκιά το κουκουνάρι,
ο βάρσαμος ή το θυμάρι,
η αφάνα ή η αλυγαριά;»
Κι άχνισα -τόσα ήταν τα μύρα-
άχνισα κ’ έγινα όμοια λύρα,
που χάιδευ’ η άσωτη πνοή…
Μου γιόμισ’ ο ουρανίσκος γλύκα,
κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα,
όλο μου το αίμα ήταν βοή!…
Κι έσκυψ’ απάνω από τ’ αμπέλι
που εσειόνταν σύφυλλο, το μέλι
και τ’ άνθι ακέριο να του πιω,
-βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου
βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου-
κι όπως ανάσαινα, απ’ τα μύρα
δε μπόρεια να διαλέξω ποιο!
Μα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,
και τα ‘πια, ωσάν από τη μοίρα
λύπη απροσδόκητη ή χαρά.
Τα ‘πια, κι ως σ’ άγγιξα τη ζώνη,
το αίμα μου γίνηκεν αηδόνι,
κι ως τα πολύτρεχα νερά!…
Άγγελος Σικελιανός
«Λυρικός Bίος» (εκδ. Ίκαρος, 1968)

Άγγελος Σικελιανός
(1884-1952)
«Ο ποιητής με την αδράν φυσιογνωμίαν και την δίκην
ακτινωτού περιστέφουσαν το πρόσωπόν του ηλιόχρυσον κόμην»
έγραψε η εφημερίδα «Πατρίς» το 1909 (φωτ. Μουσείο Μπενάκη)
Ο Άγγελος Σικελιανός υπήρξε κορυφαίος Έλληνας ποιητής του οποίου το έργο διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο. Γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1884 στη Λευκάδα. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά του Ιωάννη Σικελιανού, καθηγητή της ιταλικής και γαλλικής γλώσσας στο τοπικό γυμνάσιο και της Χαρίκλειας Σικελιανού, καλλιεργημένης και αρχοντικής γυναίκας.
Το 1900 ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, αλλά τα εγκατέλειψε πολύ νωρίς για ν’ αφιερωθεί ολόψυχα στην ποιητική δημιουργία, ύστερα από ένα μικρό πέρασμα στο θεατρικό σανίδι ως ηθοποιός. Τον Αύγουστο του 1906 θα γνωρίσει την εύπορη αμερικανίδα Εύα Πάλμερ (1874-1952), την οποία θα νυμφευτεί τον επόμενο χρόνο.

Ο Άγγελος Σικελιανός το 1907
Το 1907 ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου εργαζόταν ο μεγαλύτερος του αδελφός και σε μία εκδρομή του στη Λιβυκή Έρημο θα γράψει την ποιητική σύνθεση «Αλαφροϊσκιωτος», η κυκλοφορία του οποίου, το 1909, θ’ αποτελέσει εκδοτικό γεγονός. Το πρώτο του αυτό έργο είναι ένας αληθινός ύμνος στην ελληνική φύση, γραμμένος με θαυμαστή δύναμη και με αδρούς πρωτότυπους στίχους.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), στους οποίους πήρε μέρος, έγραψε πατριωτικά ποιήματα, που δημοσιεύθηκαν σ’ εφημερίδες, περιοδικά και στην ποιητική συλλογή «Στίχοι» (1921). Έγραψε επίσης και δημοσίευσε, από το 1915 έως το 1918, τον «Πρόλογο στη ζωή», αποσπάσματα από το «Πάσχα των Ελλήνων», τον «Δελφικό Λόγο» και μελέτες.

Με την πρώτη σύζυγό του, Εύα Πάλμερ
Από κοινού με την αμερικανίδα σύζυγό του, ο Σικελιανός συνέλαβε το σχέδιο ν’ αναστήσει τη Δελφική Αμφικτυονία. Οργάνωσαν το 1927 και το 1930 με δικά τους έξοδα τις «Δελφικές Εορτές», με παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, με αγώνες και λαϊκές εκθέσεις, που τράβηξαν την προσοχή του κόσμου. Η ποιητική έμπνευση του Σικελιανού αυτή την εποχή και αρκετά χρόνια αργότερα αντλεί τα θέματά της από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από τη μυθολογία και τον μυστικισμό (ορφισμός κ.λπ.), από τη θρησκεία και την ιστορία. Τέτοιες είναι οι τραγωδίες του: «Διθύραμβος του Ρόδου» (1933) και «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη» καθώς και πολλά ποιήματα.
Μέσα από τις μεταξύ τους συζητήσεις για τον πολιτισμό και την ειρήνη τέθηκαν και οι βάσεις για την αναβίωση του δελφικού ιδεώδους. Σκοπός του ζευγαριού ήταν να φέρουν διαφορετικούς ανθρώπους μαζί και, με μέσο την τέχνη, τη μουσική, τον χορό και το θέατρο, να διαδώσουν το μήνυμα της αρμονίας ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων.

Δελφικές Εορτές, 1927-1930

Οι πρώτες Δελφικές Εορτές, που διοργανώθηκαν από το ζεύγος Σικελιανού στους Δελφούς, άρχισαν στις 9 Μαΐου 1927, με εκδηλώσεις που απλώνονταν σε αρκετές ημέρες και συμπεριελάμβαναν ομιλίες, παραστάσεις αρχαίου δράματος αλλά και εκθέσεις λαϊκής τέχνης. Η Εύα Πάλμερ ξόδεψε την περιουσία που είχε κληρονομήσει από τους γονείς της, και επιπλέον εξασφάλισε δάνεια για τη χρηματοδότηση του σχεδίου. Ανέλαβε την παραγωγή για τη θεατρική παράσταση «Προμηθέας Δεσμώτης», σκηνοθέτησε την παράσταση, εκπαίδευσε τον χορό της τραγωδίας, έφτιαξε τις μάσκες και ύφανε η ίδια όλες τις ενδυμασίες των ηθοποιών.
«Την Εύα Σικελιανού μπορούσε να δει κανείς, αν ξυπνούσε πολύ πρωί, να κάνει πρόβες στο αρχαίο θέατρο για τον Προμηθέα. Η πρόβα άρχιζε πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος και σταματούσε λίγο μετά την ανατολή», γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης. Η Εύα Σικελιανού αγαπούσε τα αγγεία. Ήθελε να κάνει τη χορεύτρια έμψυχη εικόνα των ερυθρόμορφων αγγείων. Αντέγραφε πολλές στάσεις ολόιδιες και τις συνέδεε μεταξύ τους ή με ένα απλό βάδισμα ή στον ρυθμό του μπάλου ή του συρτού. Η ίδια, φανατική θαυμάστρια του ποιητή, συνήθιζε να λέγει: «Μα εγώ δεν είμαι τίποτα! Έχω ένα πρακτικό πνεύμα που μου επιτρέπει να πραγματοποιώ επειδή είμαι Αμερικανίδα. Ό,τι πραγματικά μεγάλο υπάρχει στην προσπάθειά μας προέρχεται από αυτόν».




Εύα Πάλμερ Σικελιανού
Πίστευε στους σκοπούς της και στην ανωτερότητα του ανθρώπου και για όλα τα παραστρατήματά τους είχε μια δικαιολογία. Όταν έμαθε κάποτε πως ο κηπουρός της την κατάκλεβε, δεν τον απέλυσε, αλλά του αύξησε το μισθό και του χάρισε και ένα κοστούμι, λέγοντας ότι μόνο η μεγάλη φτώχεια μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια τέτοια ανυπόληπτη πράξη.
Οι δεύτερες Δελφικές Εορτές, πάντα με τη συμμετοχή της, έγιναν το 1930. Όμως οι διάφορες δυσκολίες που ακολούθησαν και τα μεγάλα οικονομικά χρέη που δημιούργησαν οι διοργανώσεις οδήγησαν στην πώληση του σπιτιού στις Συκιές και την ανάγκασαν να φύγει από την Ελλάδα. Επέστρεψε στην Αμερική και συνέχισε εκεί τη δράση της ως σκηνοθέτρια, χορογράφος, δασκάλα θεάτρου και αρχαίας τραγωδίας, την ίδια στιγμή που ποωθούσε με πάθος το έργο του Άγγελου Σικελιανού.

Με τον Κωστή Παλαμά στον τάφο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στη Λευκάδα (1925)
Ιδιαίτερη αξία έχει η ποιητική δημιουργία του Σικελιανού, από την εποχή που στον ορίζοντα άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε η ποίησή του πήρε κοινωνικό περιεχόμενο, μέσα από τις τραγωδίες «Η Σίβυλλα» (1940), «Ο Χριστός στη Ρώμη» (1946), «Ο θάνατος του Διγενή» (1948) και «Ο Ασκληπιός».
Τον Μάρτιο του 1938 γνωρίζει την Άννα Καραμάνη (1904-2006), σύζυγο του φυματιολόγου Γεωργίου Καραμάνη. Η γνωριμία τους εξελίσσεται σε βαθύ έρωτα και ο Σικελιανός ζητάει από την Εύα να χωρίσουν. Αυτή συναινεί, όπως και ο γιατρός Καραμάνης. Ο γάμος τους θα γίνει στις 17 Ιουνίου του 1940.

Ο ποιητής με τη δεύτερη σύζυγό του Άννα Καραμάνη

Την περίοδο της Κατοχής έγραψε και κυκλοφόρησε κρυφά τα «Ακριτικά» (1941-1942), που ήταν μία κραυγή πόνου του σκλαβωμένου Ελληνισμού. Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 απήγγειλε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το περίφημο ποίημά του, που αρχίζει με τους στίχους «Ηχήστε οι σάλπιγγες», που είχε γράψει λίγες ώρες νωρίτερα.
Το 1945 θα είναι υποψήφιος με τον Καζαντζάκη για την Ακαδημία Αθηνών. Αντ’ αυτών θα εκλεγεί ο Σωτήρης Σκίπης. Το 1946 θα προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως και ο Καζαντζάκης, με πρωτοβουλία σημαντικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων (Πωλ Ελιάρ, Αντρέ Ζιντ, Χένρι Μίλερ, Ευγένιος Ο’ Νηλ κ.ά.). Η υποψηφιότητά τους θα τορπιλιστεί από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, με το πρόσχημα ότι έτσι θα βραβευόταν η Αριστερά στην Ελλάδα. Το 1947 θα εκδοθεί συγκεντρωμένο σε τρεις τόμους το ποιητικό του έργο υπό τον τίτλο «Λυρικός Βίος».

Ο Άγγελος Σικελιανός με τον Νίκο Καζαντζάκη
Ο αποκαρδιωμένος Σικελιανός έχει να παλέψει τώρα με τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του και με τη φτώχεια. Στις 4 Ιουνίου 1951 από λάθος της οικιακής βοηθού του αντί για το φάρμακό του λαμβάνει απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα στα αναπνευστικά του όργανα. Στις 19 Ιουνίου 1951 ο Άγγελος Σικελιανός θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην κλινική «Η Παμμακάριστος» της Αθήνας.
Πηγή: sansimera.gr