Χριστούγεννα της Θράκης

Φορτωμένη θρύλους και παραδόσεις η Θράκη δεν θα μπορούσε να λείπει από τις αναφορές μας στα έθιμα και τις εορταστικές εκδηλώσεις των ημερών. Το «Χριστουγεννιάτικο φλουρί» συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα» του Πολυδώρου Παπαχριστοδούλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δημητράκου, το 1929.

Hugo Oehmichen, Χριστουγεννιάτικα δώρα, 1882

Κάλαντα Χριστουγέννων Θράκης

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε
τους Αρχάγγελους, τους Ιεράρχες.
Σεις Αρχάγγελοι, και Ιεράρχες
να πα να φέρτε μύρο και μόσχο

Κι οι Αρχάγγελοι για μύρο πάνε
και οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν
κι ώσπου να πάνε, κι ώσπου να έρθουν,
η Παναγιά μας ξελευτερώθκη,
Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο
χαρά στον κόσμο και τα παλληκάρια.

Κάλαντα Χριστουγέννων Ανατολικής Θράκης

Πόψι Χριστός γιννήθηκι κι ου κόσμους δεν του νοιώθει
κι οι κόσμους κι τα οικούμινα κι ου βασιλιάς Ηρώδης

Κι ‘κει π’ ακούμπησ’ ου Χριστός χρυσό διντράκι βγήκι
χρυσό διντρί, χρυσό κλουνί, χρυσό μαργαριτάρι.

Του δέντρου ήταν ου Χριστός, τα κλώνια οι Απουστόλοι
κι τα γαρουφαλλάκια του ήταν οι προυφητάδις

Που προυφητούσαν κι έλιγαν για του Χριστού τα πάθη.
κι ‘μεις Χριστόν ιψάλαμι, Χριστός να μας φυλάει.

Όσ’ άστρα έχει ου ουρανός κι φύλλα τα διντράκια
τόσα καλά να δωσ’ η Θιός σι’ αυτό του νοικοκύρη.

Το φλουρί

Παραδοσιακό τραγούδι και χορός από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη). Η βόρεια Θράκη αποτελεί σήμερα περιοχή της νότιας Βουλγαρίας, στην οποία μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι ντόπιοι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν συμπαγείς. Το συγκεκριμένο τραγούδι προέρχεται από τη Μεσήμβρια της Ανατολικής Ρωμυλίας και αναφέρεται στις κοπέλες της Μεσήμβριας, οι οποίες φημίζονταν για την αρχοντιά και τα πλούτη τους. Οι νέοι που τις ήθελαν έπρεπε πρώτα να κατορθώσουν να «καζαντίσουν το φλουρί», δηλαδή να εξοικονομήσουν αρκετά χρήματα, αλλιώς δεν είχαν καμία ελπίδα… Το τραγούδι έχει και μια πιο τραγική διάσταση, καθώς αναφέρει με νοσταλγία πολλές από τις ιστορικές πόλεις και τα χωριά, όπου ζούσαν Έλληνες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (Μεσήμβρια, Αγχίαλος, Μπάνα, Άσπρος, Αίμωνας κ.ά.):

Το Φλουρί

Σαν καζαντίσω το φλουρί, δεν παίρνω χώρο χωριανοί
Δεν παίρνω χώρο χωριανοί, θα πάρω μια Μεσημβρινή
Θα πάρω μια Μεσημβρινή, που ‘χει τα σπίτια τα ψηλά

Που ‘χει τα σπίτια τα ψηλά, στα παραθύρια κρύσταλλα
Στα παραθύρια κρύσταλλα και τα μπαλκόνια δίπορτα
Έχει χρυσές τις κλειδαριές και μέσα νιάτα και ομορφιές

Μεσημβρινή μου κοπελιά, που ‘χεις τα νιάτα τα πολλά
Που ‘χεις τα νιάτα τα πολλά, αρμάθα έχεις τα φλουριά.
Μεσημβρία, Καστρούπολη, Μπάνα και Άσπρο κ’ Αίμονα

Μπάνα και Άσπρο κ’ Αίμονα, Αγχίαλο και Κόζακα
Βλάση, Σωζόπολη, Ραβδά, Τζίμο και Αγαθούπολη
Τζίμο και Αγαθούπολη, Βάρνα και Πύργο και Νταουτλί

Θαλασσινή μου κοπελιά, γεμάτη νιάτα κι ομορφιά
Γεμάτη νιάτα κι ομορφιά, χαρά το νιο που σ’ αγαπά.

kimintenia.wordpress.com

Χιόνια στο Καμπαναριό – Το χριστουγεννιάτικο τραγούδι που έγραψε ένας οδοντίατρος!

Μικρό χωριό Ευρυτανίας

Ο Στέλιος Σπεράντσας υπήρξε κορυφαίος καθηγητής οδοντιατρικής, αλλά το πάθος του ήταν η παιδική λογοτεχνία και η ποίηση. Αφιέρωσε τη ζωή του στη συγγραφή παιδικών ποιημάτων, λογοτεχνικών βιβλίων και τραγουδιών. Ένα από τα πιο διαχρονικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, το «Χιόνια στο Καμπαναριό» είναι δημιουργία του πολυπράγμονα επιστήμονα, που κατάφερε να «παντρέψει» τις δυο μεγάλες του αγάπες, την οδοντιατρική και τη λογοτεχνία.

Συνέχεια

Χιόνια στο Μέγα Ρεύμα

«Πώς πέρασαν οι μήνες, πότε έφθασε ο χειμώνας, οι μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, η Γέννηση του Σωτήρα μας, ούτε που το κατάλαβα. Ξημέρωσε μια παγωμένη ημέρα του Δεκέμβρη. Μια μέρα κρύα και ο ήλιος που ταξίδευε πάνω στον ατσάλινο ουρανό μάταια πάσχιζε να ζεστάνει τη Θεοφύλακτη. Τα σύννεφα, φορτωμένα χιόνι, ταξίδευαν σπρωγμένα από το ξεροβόρι. Από νωρίς, πολύ πριν έλθει η νύχτα, οι κάτοικοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, σε αρχοντικά ή σε χαμόσπιτα, ανάλογα με τη γέννα του καθεμιανού, και οι πλατείες και οι φαρδιοί δρόμοι και τα στενοσόκκακα ήταν έρημα και σιωπηλά και μόνο προς τον Κεράτιο, εκεί που ήτανε τα καπηλειά, ακούγονταν οι φωνές και τα τραγούδια των χαροκόπων …».

Συνέχεια

Υμνώντας την ομορφιά στο έργο του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη

Sophie Anderson, «Portrait of girl»

Ἡ Πίστη

Δέν ἔχεις Πίστη, ὅταν τά στάχυα σου
προσμένεις νά γενοῦν σιτάρι,
κι ἀπ’ τ’ ἄκαρπο δεντρί πού κέντρωσες,
προσμένεις καρπερό βλαστάρι.

Συνέχεια

Ο Άγιος Νικόλαος, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία!

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)

Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου

Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ΄ εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος* και αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον. Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν’ αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.

Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν. Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του Αγίου Νικολάου μικρόν η μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία, των θαλασσών ο Άγιος.

Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι, διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέψη εις την νήσον του, φέρει το τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς, όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν’ αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα, πρώτα θα φέρη το τάξιμό του εις τον Άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετήση την μητέρα του την σύζυγόν του.

Αλλ’ ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γίνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματα της θαλάσσης πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηριού τοίχους, εις τον Άθωνα. Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού αρχιερέως.

Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ’ ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα.

Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.

Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχον τον Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.

Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Σημειώσεις:
Θάλπος – ζεστασιά, περίθαλψις
Ἀπόγαιον – θαλάσσιος ἄνεμος
Παραμυθία – παρηγορία
Μῦρα – ἀκμάζουσα μεσαιωνική πόλις τῆς Μικρᾶς Ασίας.

Πηγή: proskynitis.blogspot.gr

Ο Έρωτας στα χιόνια (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Συρράκο Ιωαννίνων

«Όχι άλλο σαν εγύρισε ο νους σου σαν ανέμη,
εμένα μια μελαχροινή στέκει και μ’ ανημένει.
Σα θέλεις Άη Γιάννη μου να σ’ άφτω τα κεριά σου
κάνε με γειτονόπουλο με τη γειτόνισσα σου…»
(Χορός Πρινιώτης, Κρήτη)

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούη ἡ γειτόνισσα:
- Σεβτὰς εἶν᾽ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς…· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Συνέχεια

Ανδρέας ο Πρωτόκλητος – Η ζωή ενός Οσιομάρτυρα (Φώτης Κόντογλου)

Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας δια χειρός Φωτίου Κόντογλου
Ι.Ν. Αγίου Ανδρέα, Πατήσια

Προχθές στις 30 του Nοέμβρη ήτανε η μνήμη του αγίου αποστόλου Aνδρέα του Πρωτοκλήτου. Όλοι οι απόστολοι πεθάνανε με μαρτυρικό θάνατο, κηρύχνοντας το Eυαγγέλιο σε διάφορες χώρες. Στην Eλλάδα μαρτύρησε μοναχά ένας απ’ αυτούς, ο Aνδρέας ο Πρωτόκλητος, δηλαδή που πήγε πρώτος κοντά στον Xριστό. Mαρτύρησε στην Πάτρα. Πολύ τιμημένη είναι η Πάτρα μέσα στον κόσμο, γιατί αξιώθηκε να ποτισθεί το χώμα της με το αίμα εκείνου που τον κάλεσε ο Xριστός πριν από τους άλλους έντεκα, πριν από τον αδερφό του τον Πέτρο.

Συνέχεια

Στρατής Δούκας, ένας σπουδαίος εκπρόσωπος της «γενιάς του ‘30»

ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ, 6 Μαΐου 1895 – 26 Νοεμβρίου 1983
(homouniversalisgr.blogspot.com)

Ο Στρατής Δούκας ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες και ζωγράφους της «γενιάς του ‘30» και σημαίνων εκπρόσωπος της Αιολικής σχολής γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Αλέκο. Τελείωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί.

Συνέχεια

Το χρονικό των τριών ημερών

Κωστούλα Μητροπούλου

Η νύχτα γέμισε υποσχέσεις. Η νύχτα γέμισε τομές. Κανένας δεν ξέρει πότε και πώς και ως πού θα φτάσει η δύναμη της φωνής στους 1.050 χιλιόκυκλους. Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι η ίδια φωνή κι αν το χειροκρότημα θα έρθει αργά, πολύ αργότερα από το κακό.

Συνέχεια

Ο Άγιος Νείλος ο Μυροβλύτης (Φώτης Κόντογλου)

Φώτης Κόντογλου

Στον καιρό των Τούρκων, φανήκανε στον Μοριά κάμποσοι άγιοι, μάρτυρες και όσιοι, που τον ευωδιάσαμε με την αγιωσύνη τους, και σ’  αυτούς βρήκανε παρηγοριά οι βασανισμένοι χριστιανοί εκείνου του καιρού, και στήριγμα κ’ ελπίδα οι σκλάβοι κ’ οι κατατρεγμένοι.

Συνέχεια

Ο Άγιος Μηνάς και το Μεγάλο Κάστρο του Νίκου Καζαντζάκη

Ένα μεγάλο θαύμα του Αγίου Μηνά συντελέστηκε το 1826 μ.Χ., στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος και είναι ο Πολιούχος και προστάτης της. Το 1821, μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε εκτεταμένες σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της μαρτυρικής Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων συγκαταλέγονται ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.ά., οι οποίοι εσφαγιάστηκαν την 24η Ιουνίου 1821 στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Μηνά. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας του ναού σφαγιάστηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Συνέχεια

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό μέτωπο (1940-41)

Ο Οδυσσέας Ελύτης (στο κέντρο) στο Αλβανικό μέτωπο το 1940-41

Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο το 1940, ως ανθυπολοχαγός. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της εμπειρίας του εκείνης είναι το έργο του «Το Άξιον Εστί», στο οποίο έκλεισε ολόκληρη τη μαρτυρική μοίρα και την πορεία του Ελληνισμού με έναν τρόπο που καθόρισε μοναδικά και για πάντα τα Ελληνικά γράμματα.

Συνέχεια

Μαουτχάουζεν

Στις 8 Αυγούστου 1938 ανοίγει τις πύλες του στην Αυστρία το φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του Μαουτχάουζεν (γερμ. Konzentrationlager KZ Mauthausen – Gusen), που υπήρξε συνώνυμο του θανάτου και τόπος μαρτυρίου για πάνω από 200.000 κρατουμένους από σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης. 122.797 άνθρωποι, ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες, ξεψύχησαν μαρτυρικά στα κρεματόρια του Μαουτχάουζεν.

Συνέχεια

Η μυστική παπαρούνα (Στρατής Μυριβήλης)

Η «Ζωή εν Τάφω» του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του πολέμου, στον οποίο ο συγγραφέας έλαβε μέρος ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Στο διήγημα «Η μυστική παπαρούνα» ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλαιό τραύμα (από τους πολέμους 1912-13), που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα – νύχτα στο αμπρί του, ένα πρόχειρο καταφύγιο στα χαρακώματα.

Συνέχεια

Ο χρόνος και ο κόσμος της φθοράς (Φώτης Κόντογλου)

Ἡ πιὸ φοβερὴ κ᾿ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοή του ὅλα τ᾿ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μιὰ ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πρᾶγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἔξοικειωμενοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει…

Συνέχεια

Άνθος του γιαλού (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ’ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ’ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω. Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ’ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας.

Συνέχεια