Ο βασιλεύς των αισθαντικών καρδιών (Ρήγας Φεραίος)

Camille Corot, Jeune femme d’Albano, 1872, Brooklyn Museum

Εις το Παρίσι επάνω εις μίαν όχθην του ποταμού Σεν, όστις διαμοιράζει την περίφημον αυτήν πολιτείαν εις διάφορα τερπνά χωρίσματα, και φέρει εις την όρασιν του ανθρώπου μίαν ηδονήν, μίαν αγαλλίασιν, οπού νομίζει κανείς πως ευρίσκεται εις τον επίγειον παράδεισον, ήτον το σπήτι ενός πλουσιωτάτου ευγενούς, ο οποίος είχε διά κληρονόμον μίαν μονογενή ωραιοτάτην κόρην, ονόματι Ζεμίραν, αναθρεμμένην με ευταξίαν κατά τους κανόνας της ευγενείας, χαριτωμένην, τέρας του κάλλους, και έμψυχον εικόνα της Αφροδίτης. Ο βασιλεύς των αισθαντικών καρδιών έρωτας εφαίνετο πως να είχε στήση τον θρόνον του εις το αγγελικόν πρόσωπόν της, η φλογεραίς σαγίταις του να ετοξεύοντο από τα πυρφόρα μάτια της, και όλοι όσοι έφθασαν να υποταχθούν εις το σκήπτρον του, επήγαιναν εις τους πόδας της διά να πληρώσουν τον φόρον των επαίνων, οπού ήρμοζαν εις το ουράνιον αυτό πλάσμα. Ο πατέρας της το είχε κρυφόν καμάρι, και μεγάλην του δόξαν να ονομάζεται γεννήτωρ της κορωνίδος των κοριτζιών του αιώνος του· αν ήθελεν είσται κομμάτι μέτριον το κάλλος της, βέβαια ήθελε την υπανδρεύση με έναν ανεψιόν οπού είχεν έξω εις το χωρίον, εύμορφον παλικάρι· η Ζεμίρα όμως ήτον όλη νούρι, όλη νοστιμάδα, και με υπερβολήν πλουσία· καθώς έγινε δεκατεσσάρων χρονών, έτρεξαν από παντού να την γηρεύουν, φοβούμενοι καθ’ ένας να μην τύχη και αργοπορήση, και έτσι την χάση… Αφ’ ου εθεώρησαν οι γονείς της όλα τα μέρη, οπού την εζητούσαν, έβαλαν κατά νουν να την δώσουν ένα νέον και ευγενή καβαλιέρον, πλην κατηφή, σοβαρόν, και γεμάτον από φαντασίαις.

Συνέχεια

Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά …και πάντα θα υπάρχουν!

Μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο Νίκο Γκάτσο

Επιμέλεια: Σοφία Παυλάκη, Νομικός

Νίκος Γκάτσος
(8 Δεκ. 1911 – 12 Μαΐου 1992)

Με Νίκο Γκάτσο («Δροσουλίτες») κλείσαμε τόσο προχθές αλλά και χθες -Κυριακή πρωί («Αμοργός»), ετούτη εδώ τη στήλη και με Νίκο Γκάτσο συνεχίζουμε και σήμερα και ..καλή μας εβδομάδα! Το υπουργείο της παιδείας επέλεξε το πλέον λυρικό δίδυμο της μεταπολεμικής Ελλάδας «Νίκο Γκάτσο & Μάνο Χατζιδάκι» για το φετινό θέμα των Πανελληνίων εξετάσεων στο μάθημα της Έκθεσης. Ήταν μια επιλογή που μας ξάφνιασε, πρωί-πρωί, ποιητικά και ευχάριστα! Ευχόμαστε πως δεν πρόκειται για απλό «πυροτέχνημα» αλλά ολόκληρη η παιδεία των παιδιών μας να κατακλυστεί από τους Έλληνες Ποιητές και τους μεγάλους μας Λογοτέχνες, καθώς τα σχολικά εγχειρίδια των τελευταίων ετών έχουν καταστεί «κρανίου τόπος», όσον αφορά την τεράστια λογοτεχνική μας παράδοση και όσα έχει να δώσει. Ευχόμαστε ακόμα ολόκληρη η σχολική χρονιά να είναι στο εξής μια -επί της ουσίας- μέθεξη στο έργο και στην ανεκτίμητη προσφορά των Ελλήνων λογοτεχνών στο χώρο του πνεύματος και να μη ζητείται από τα παιδιά μόνο την ώρα των Πανελληνίων να καταγράψουν λίγες φτωχές και μηχανικά «τακτοποιημένες» σκέψεις -προσαρμοσμένες στις ανάγκες των συγκεκριμένων εξετάσεων, γι’ αυτούς τους αληθινά μεγάλους της πατρίδας μας που «μάτωσαν πάνω από τα γραπτά και τα χαρτιά τους», όπως θα έλεγε ο Ελύτης μας!

Το τραγούδι «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ήταν το εναρκτήριο στον ομότιτλο δίσκο, που κυκλοφόρησε και το θυμόμαστε από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο «Σείριος» ξεκινούσε το μεσουράνημά του στον μουσικό ουρανό της πατρίδας μας γεμάτος από την αδαμάντινη λάμψη πολυαγαπημένων μουσικών δημιουργών που «έγραφαν στίχους κι -ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί- κεντούσαν με συνθήματα τους τοίχους». Την ίδια εποχή, η μεταπολιτευτική Ελλάδα εισερχόταν στη δεκαετία του ’90 που έκοβε τις γέφυρες με την παράδοση και υποκλινόταν στην κυριαρχία των τεχνοκρατών και των οικονομικών δεικτών που γιγαντώθηκαν στη διάρκειά της και έκτοτε καθορίζουν σταθερά τη ζωή μας με ό,τι έχουμε δει και βιώσει να σημαίνει αυτό. Όμως στον «Σείριο» υπάρχουνε ακόμη παιδιά να μας θυμίζουν την αληθινή μας φύση, και -ευτυχώς για μας- επιμένουν να ντύνουν με τους αιώνιους στίχους και τις μελωδίες τους την κάθε μέρα μας και να μας αποκοιμίζουν γλυκά το βράδυ. Εξαρτάται με ποιους επιλέγεις να είσαι και να παραμένεις σε πείσμα των καιρών.

Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά

Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά
ποτέ δε βάλαν έγνοια στην καρδιά
δεν είδανε πολέμους και θανάτους
και πάνω απ’ τη γαλάζια τους ποδιά
φοράν τις Κυριακές τα γιορτινά τους.

Τις νύχτες που κοιτάν τον ουρανό
ένα άστρο σαν φτερό θαλασσινό
παράξενα παιδεύει το μυαλό τους
τους φαίνεται καράβι μακρινό
και πάνε και ρωτάν το δάσκαλό τους.

Αυτή τους λέει παιδιά μου είναι η γη
του σύμπαντος αρρώστια και πληγή
εκεί τραγούδια λένε γράφουν στίχους
κι ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί
κεντάνε με συνθήματα τους τοίχους.

Στο Σείριο δακρύσαν τα παιδιά
και βάλαν από κείνη τη βραδιά
μιαν έγνοια στη μικρούλα τους καρδιά.

(Στίχοι: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας, 1988)

Ο Σείριος είναι το πιο λαμπρό αστέρι στον νυχτερινό ουρανό, σε απόσταση περίπου 8,6 έτη φωτός από τη Γη. Στην ελληνική Μυθολογία, ο Σείριος συνδέεται στενά με τον αστερισμό του Ωρίωνα, στου οποίου τις φτέρνες είναι ξαπλωμένος. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Ωρίωνας επέσυρε την οργή της θεάς Αρτέμιδας, όταν καυχήθηκε πως είχε σκοτώσει όλα τα άγρια θηρία στην Κρήτη. Τότε η Άρτεμις έβγαλε έναν σκορπιό από τη γη και με αυτόν σκότωσε και τον Ωρίωνα και τον σκύλο του, τον Σείριο, που μεταφέρθηκαν αμέσως στους ουρανούς. Έκτοτε, οι αστερισμοί του Ωρίωνα και του Σκορπιού έχουν πάντα θέσεις διαμετρικά αντίθετες στο στερέωμα, για να μη μπορέσουν ποτέ ξανά να συναντηθούν.

Ο Μάνος Χατζιδάκις δημιούργησε, το 1985, στην Αθήνα, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσίαζε επιλεγμένα μουσικά έργα και καλλιτέχνες στη μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ) στην Πλάκα. Στον δίσκο «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά» (1988) περιλαμβάνονται συνολικά τριάντα τρία (33) τραγούδια: Γιώργος Νταλάρας, «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά» / Έλλη Πασπαλά, «Συνέβη στην Αθήνα» / Έλλη Πασπαλά, «Υμηττός» / Νίκος Ξυδάκης, «Σου-Μι-Τζού» / Νίκος Ξυδάκης, «Το φίλημα» / Ρος Νταίηλυ, «Αράβικο Σαζ Σεμάι» / Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, «Κορίτσια της Συγνώμης» / Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, «Νύχτωσε Νύχτα» / Ελευθερία Αρβανιτάκη, «Έφυγες νωρίς» / Ελευθερία Αρβανιτάκη, «Σαν βασιλιάς» / Χάνομαι γιατί ρεμβάζω, «Je Reviens Toujours» / Δήμητρα Γαλάνη, «Dedication» / Νίκος Παπάζογλου, «Αύγουστος» / Νίκος Παπάζογλου, «Ραγίζει απόψε» / Αφροδίτη Μάνου, «Ο βασιλιάς κι’ εγώ» / Αφροδίτη Μάνου, «Η νύχτα» / Ανδρέας Καρακότας, «Κάποια μάννα αναστενάζει» / Βασίλης Λέκκας, «Τριαντάφυλλο» / Βασίλης Λέκκας, «Αρθούρε Ρεμπώ» / Μελίνα Τανάγρη, «Άσε με ‘δω» / Μελίνα Τανάγρη, «Θανατηφόρος πυρετός» / Φατμέ, «Πέστο κι’ έγινε» / Φατμέ, «Υπάρχει λόγος» / Αλίκη Καγιαλόγλου, «Amado mio» / Αλίκη Καγιαλόγλου, «Balada para un loco» / Ηλίας Λιούγκος, «Μαννούλα μου» / Ηλίας Λιούγκος, «Ξημερώνει» / Λουδοβίκος των Ανωγείων, «Η εύμορφη βοσκοπούλα» / Νένα Βενετσάνου, «Πρωινό τσιγάρο» / Νένα Βενετσάνου, «Το μήλο» / Δυνάμεις του Αιγαίου, «Το παιδί που περιμένει» / Δυνάμεις του Αιγαίου, «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα» / Θέμις Μαρσέλλου, «Το τραγούδι της στειρότητας».

Οδυσσέας Ελύτης
(2 Νοε. 1911 – 18 Μαρτίου 1996)

Ειδικά για τον Νίκο Γκάτσο, με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλία, ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει στο κεφάλαιο «Το Χρονικό μιας δεκαετίας» από το έργο του «Ανοιχτά Χαρτιά» (εκδ. Ίκαρος, 1987, σελ. 365-367, 395, 399):

«Κι όμως, να που μια μέρα, ένα βράδυ μάλλον, εκεί που χάζευα έξω από τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης … Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή ποιος μας σύστησε· ούτε αν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε εκεί καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά μπεζ καμπαρντίνα με ανασηκωμένο το γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά κι αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία μόνο.

Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Νίκο Γκάτσο

Ώσπου να φθάσουμε στη στάση Αγγελοπούλου -και είχαμε πάρει το δρόμο με τα πόδια ως εκεί, μια που κι εκείνος, όπως μου είπε, καθότανε στην Κυψέλη- με είχε κοσκινίσει κάνοντας αντεπίθεση, βάζοντας μεθοδικά ερωτήσεις, ανιχνεύοντας τις γνώμες μου και τις προτιμήσεις μου, αναφέροντας απίθανες λεπτομέρειες από ελάχιστα γνωστά κείμενα που, παρ’ όλα αυτά, στάθηκε αδύνατον να μ’ αιφνιδιάσουν, απεναντίας με κούρδιζαν, μ’ έβαζαν να του ανταποδίδω κι εγώ με τη σειρά μου τα ίδια. Το παιχνίδι αυτό βάσταξε ώσπου αράξαμε σ’ ένα μικρό καφενείο και πιάσαμε σε χείλη μας τα Μανιφέστα του Breton. Δόξα να ΄χει ο Θεός, ο άνθρωπος αυτός είχε μπει στο νόημα. Ήταν ο δεύτερος μετά τον Εμπειρίκο. Κι ίσαμε σήμερα που γράφω, και που έχουνε περάσει τρεις δεκαετίες σχεδόν, είναι ένας από του πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, το Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχτήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος, και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις Εγκυκλοπαίδειες.

Ο Νίκος Γκάτσος “είχε ακούσει τη φωνή”. Ενδιαφερότανε για το τυχαίο και την πιθανή αλλ’ ασύλληπτη νομοτέλειά του, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά το ίδιο και στη ζωή, στον έρωτα, στο παιχνίδι, στα καθημερινά γεγονότα. Τον τραβούσε η άπειρη συνδυαστική της φαντασίας. Βρισκότανε πέραν από τις προκαταλήψεις, κι ας είχε δημιουργήσει άλλες δικές του, προσωπικές. Πολύ φυσικό να γίνουμε γρήγορα φίλοι. Ανταλλάξαμε βιβλία, ποιήματα, μυστικά. Μαζί, αργότερα, ιδρύσαμε το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς μας, το “Ηραίον”, στη διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων, που το ενισχύσανε αμέσως ο Καραντώνης, ο Σαραντάρης και η πολυθρύλητη παρέα τους. Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν το “Ηραίον” έκλεινε, ολόκληρο εκείνο το μπουλούκι ξεχυνότανε στην παρθένα τότε ακόμα λεωφόρο Φωκίωνος Νέγρη κι άρχιζε τις ατέλειωτες συζητήσεις κάτω από τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί. Η Jeune Parque, τα Τραγούδια του Mardolor, η Έρημη Χώρα, ηχούσανε μαζί με τα υπόγεια νερά του υδραγωγείου ενώ οι αστυφύλακες της 4ης Αυγούστου μας παρακολουθούσανε με βλοσυρό και καχύποπτο μάτι…

Στο Πανεπιστήμιο, προσκαλεσμένοι, ο Αντρέας Καραντώνης, ο Νίκος Γκάτσος κι εγώ, παρακολουθούσαμε ατέλειωτες συζητήσεις των φοιτητών γύρω από το θέμα (ενν. το έργο και την προσωπικότητα του ποιητή Ανδρέα Κάλβου και την επιρροή του στη γενιά του ποιητή). Το μικρό αμφιθέατρο, σα να το βλέπω ακόμα, έλαμπε από τα φωτισμένα πρόσωπα, οι διάδρομοι, τα σκαλοπάτια ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Μια νεολαία χωρίς πικάπ, χωρίς τρανζίστορς, χωρίς ντίβες του κινηματογράφου, ανακάλυπτε ξαφνικά πως δεν είναι η στέρηση της ευμάρειας που κάνει τη δυστυχία μας τόσο αποτρόπαιη. Κι έτρεχε με τρύπιο παπούτσι, που δεν την ενοχλούσε καθόλου, οπουδήποτε μια φωνή έδειχνε ότι θα τα καταφέρει μέσα τους καλύτερα ν’ αντιδικήσει με τα τεχνάσματα και τα σιδερικά του διαβόλου. Οι διαλέξεις, οι ομιλίες σε στενό κύκλο, οι συγκεντρώσεις σε σπίτια φιλικά, πίσω από κλειστά παράθυρα, με χαρτί μπλε στα τζάμια για τη συσκότιση, έπαιρναν κι έδιναν. … Με τον Νίκο Γκάτσο είχαμε τώρα στήσει το στρατηγείο μας καταμεσής της οδού Σταδίου, στο πατάρι του «Λουμίδη». Εκεί κουβαλούσαμε τις καινούργιες αγάπες μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, θέλω να πω τις καινούριες ποιητικές συλλογές και τις καινούριες φιλενάδες μας. Στα διπλανά τραπέζια, η μαύρη αγορά έπαιρνε κι έδινε, απίθανοι τύποι έκλειναν παρτίδες ζάχαρη και παρτίδες κονσέρβα, υπογράφανε χαρτιά και παραδίνανε πελώριες βαλίτσες, παστωμένες από ετοιμοθάνατα εκατομμύρια …».

Αγία Άννα, Αμοργός

Αλλά και στο μεταγενέστερο έργο του «Εν Λευκώ» (εκδ. Ίκαρος, 1992, σελ. 295-301), στο κεφάλαιο «Τα μικρά Έψιλον» και στο κείμενο που αφιερώνει στον Νίκο Γκάτσο με τίτλο «Σκοποί στο ένα δάχτυλο για τον Νίκο Γκάτσο», ο Οδυσσέας Ελύτης, μεταξύ άλλων, αναφέρει για εκείνον:

«Όπως και να το δοκιμάσεις, ο Νίκος Γκάτσος δεν πιάνεται με τίποτα. Είναι συνεχώς παρών χωρίς να τον απασχολεί διόλου το παρόν, και, με μιαν ελαφρότατα δαιμονική, μαγνητική δύναμη, εξακολουθεί να επηρεάζει όλα τα σωματίδια που κινούνται μέσα στη σφαίρα της ελληνικής πνευματικής ζωής. Το ιδιότυπο σχήμα που πήρε από μιας αρχής και που το διατηρεί με αξιοθαύμαστη συνέπεια ως τις μέρες μας του επιτρέπει να ασκεί την ποίηση λιγότερο με λόγια και περισσότερο με μια πειθώ μαγική που αλλοιώνει τη γύρω του πραγματικότητα, όπως εκείνος ο μυστηριώδης Jacques Vaché, όπου εκκολάφθηκε για κάμποσο διάστημα το αυγό της μοντέρνας ποίησης εωσότου το σπάσουν και το ανοίξουν ο André Breton και οι φίλοι του.

Ακόμη και στην ιστορία της λογοτεχνίας μας δυσκολεύεται, πιστεύω, να ενταχθεί ο Νίκος Γκάτσος. Τη συνοψίζει όλη, από το πολύ να την έχει αφομοιώσει, πάντοτε όμως περισσεύει κατά τι. Κείνο το λίγο της υπεροχής που μας ενοχλεί, όπως ο αθλητής που αφήνει να τον νικήσουμε, όχι γι’ άλλο λόγο αλλ’ από απλή γενναιοδωρία. Κυριολεκτικά και μεταφορικά ιδού: αυτό είναι και το κυριότερό του γνώρισμα. Να πετάει από το παράθυρο (έτσι, για τη χαρά της αφιλόκερδης χειρονομίας) προσόντα που άλλοι θα τα έβαζαν στον τόκο για να εισπράττουν σε όλη τους τη ζωή. Όμως εκείνος τη ζωή δεν μπόρεσε ποτέ του να τη δει παρά σαν ένα παιχνίδι. Τραγικό ίσως παιχνίδι και μάταιο, αλλά παιχνίδι. Κι εξακολουθεί να ποντάρει, με τη βεβαιότητα ότι θα χάσει (κι ας διαθέτει τους τέσσερις άσσους), αποβλέποντας σε μιαν άλλου είδους ικανοποίηση: να προκαλεί την τύχη όχι μόνο στον συνδυασμό των λέξεων αλλά και στο συνδυασμό των ψυχικών καταστάσεων που διαδραματίζονται σ’ ένα δεύτερο ή τρίτο επίπεδο και παραμένουν εσαεί αθέατες από τους άλλους.

Απ. Γιαγιάννος, Νίκος Γκάτσος, 2013

Η κρυπτότητά του είναι συνάμα παγίδα και άμυνα. Ώσπου να καταλάβει κανείς -δοκιμάζοντας να τον πλησιάσει βαθύτερα- ότι πήρε λανθασμένο δρόμο, μετατρέπεται κιόλας σε έναν αιχμάλωτο. Τέτοιοι αιχμάλωτοί του είμαστε όλοι μας κάτω από το φως της μεγάλης, της τρομακτικής αντίληψης που διαθέτει. Και αυτή, αποτελεί το δεύτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Επειδή το μειονέκτημά του –αν θέλει κανείς να το βλέπει έτσι- απέναντι σ’ εμάς που γράψαμε πέντε ή δέκα βιβλία δεν είναι ότι εκείνος έγραψε μόνον ένα ή δύο· είναι ότι δεν είχε τη δική μας «δύναμη αυταπάτης» να γράψει περισσότερα. Η μεγάλη αντίληψη, με το να φωτίζει τόσο άπλετα το οπτικό του πεδίο, καθιστά ίσα ίσα και πιο ευκρινή τα όρια που δε γίνεται ποτέ του να περάσει ο άνθρωπος. Και ο Παράδεισος του ποιητή, που αποτελείται από καίριες αλήθειες και τελειότητες, φεύ, κείται πέραν. Αυτόν τον παράδεισο ξεκινήσαμε να κατακτήσουμε κάποτε.

Τα χρόνια εκείνα η Αθήνα δεν είχε νερό μήτε δωρεάν παιδεία. Είχε όμως μια Φωκίωνος Νέγρη σε πρωτόγονη κατάσταση, με πολλούς ήχους νερών και πολλές κρυφές πρασινάδες. Εκεί κάπου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπορούσες να συναντήσεις τον Νίκο Γκάτσο και να βολτάρεις μαζί του, συζητώντας για ποίηση, ως το πρωί. Που βέβαια, εάν ήταν Σάββατο, εκείνος βρισκότανε κιόλας στη Δευτέρα. Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει στα δεκαοχτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας. Με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια τη δημοτική παράδοση, που, αυτή, κυκλοφορούσε στο αίμα του και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε του αντίδραση, αρκεί να πατούσες το κουμπί στην κατάλληλη στιγμή. Το τι μυριάδες τσιγάρα και καφέδες καταναλώθηκαν αργότερα, λίγο πιο πάνω στο τέρμα της οδού Σετσών όπου βρισκότανε το μικρό του σπίτι, το τι ολονυχτίες εξαντλητικές διαδέχονταν η μία την άλλη στα χρόνια της 4ης Αυγούστου ή της Γερμανικής Κατοχής ή του Εμφυλίου, με συνεχή ανεβοκατεβάσματα Σολωμών και Καβάφηδων, Βαλερύδων και Ελουάρδων, δεν περιγράφεται. Ίσως χωρίς το μπουλούκι εκείνο των ενθουσιώντων νέων, που το πάθος τους για τα ποιήματα, ωστόσο, το μετρούσανε στην πλάστιγγα των χρυσοχόων κι όχι καθόλου των πολιτικών σκοπιμοτήτων, το μοντέρνο ποιητικό κίνημα να μην είχε πάρει ποτέ τις προεκτάσεις που γνωρίζουμε και να μην είχε κρυφά συνδεθεί με τις υπόγειες φλέβες που διατρέχανε την παράδοση και που ανεβάζανε στην επιφάνεια εικόνες του ομαδικού υποσυνειδήτου, μοραΐτικες, νησιώτικες μακεδονικές, κάτι άγνωστο στους αλλοδαπούς συναδέλφους με τις ομοιόμορφες -μόλις πέντε ή έξι αιώνων- μορφές πνευματικής κληρονομιάς που διαθέτανε.

Πρέπει, φαίνεται, να κρατάς την Ποίηση σε απόσταση, αν θες να τη βλέπεις να ‘ρχεται από μόνη της κοντά σου, όπως οι γάτες ή όπως οι γυναίκες. Τα “φιλολογικά ζώα” βέβαια, εκείνα, βουτάν με τα μούτρα και δεν παύουν να γλείφονται. Είναι όμως αμφίβολο εάν ένας χημικός θ’ ανακάλυπτε ποτέ στη σίελό τους τον θείο ιό. Η αλήθεια (ή πραγματικότητα;) βρίσκεται πάντοτε παραδίπλα στο νόημα, όπως η μαγεία παραδίπλα στο εκάστοτε γραπτό που την εκφράζει.

Κάπου εκεί κοντά, σ’ έναν τέτοιο τρόπο αντίληψης (που ή τον υποψιάζεσαι, και τότε βγάνεις, ακόμη κι από μπλε με κίτρινο, το πράσινο που σου χρειάζεται, ή αλλιώς μένεις διά παντός έξω από το παιχνίδι) συναντηθήκαμε πριν από μισόν περίπου αιώνα με τον Νίκο Γκάτσο. Τα χρώματα ίσαμε σήμερα δεν ξεβάψανε.

Ν. Γκάτσος

Κοντά στον μόχθο του για τον επιούσιο, είναι περίεργο αλλά κάποτε ο άνθρωπος επιμένει να μοχθεί και για κάτι επιπλέον ακόμη. Όσο μάλιστα λιγότερο απαραίτητος μοιάζει ο λόγος που τον ωθεί τόσο πιο ακατανόητο βρίσκουμε το φαινόμενο. Και ας είναι αυτό, ίσως, το μοναδικό γνώρισμα της ευγένειάς του.

Έχω δει τον Νίκο Γκάτσο να εξαναγκάζει σε αναβολή πρεμιέρες και να ξημερώνεται για μια λέξη. Όχι καν λέξη σε ποιητικό κείμενο· σε απλό θεατρικό διάλογο, προορισμένον να διαρκέσει μερικά δευτερόλεπτα. Τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοιου είδους επιμονή; Ευσυνειδησία; σχολαστικότητα; αίσθηση ευθύνης; μανία της τελειότητας; Ερευνήσετε στα εδάφη του Διονυσίου Σολωμού για να βρείτε το μυστικό και να εξηγήσετε την ολιγογραφία του.

Προσωπικά, έχω καταλήξει από καιρό στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει ταλέντο ποιητικό· υπάρχει απλώς «ορθή αίσθηση του ποιητικού». Δεν υπάρχει γνώση της γλώσσας· υπάρχει «ορθή αίσθηση της γλώσσας». Και λοιπόν, να κρίνουμε τον Νίκο Γκάτσο από την Αμοργό και τις μεταφράσεις του; Ωστόσο, αν ένας μάγος μπορούσε να μεταφυτεύσει σ’ όλους τους σύγχρονους Έλληνες τι «στέκει» και τι «δε στέκει», όπως βγαίνει από τη μικρή εκείνη ποιητική συλλογή, καθώς και το τι περνάει και τι δεν περνάει από τη γλώσσα μας, όπως βγαίνει από τα ποιητικά έργα που μεταγλώττισε, θα βλέπαμε ποια και πόση μπορεί να είναι η συνεισφορά του. Αλλ’ εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση τις εκμάθαμε. Σιγά σιγά και με πολύν κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του, τις αφομοίωσε μαζί με το «γάλα της μητρός του», που θα ‘λεγε ο Σολωμός. Ακόμη και στους στίχους που για βιοποριστικούς λόγους έγραψε (αλλά και γιατί προτιμότερη βρίσκει την ταπεινή τέχνη που λειτουργεί παρά την υψηλή που σκονίζεται στα ράφια), οι αρετές του περνάνε, τις περισσότερες φορές, σχεδόν ατόφιες, μείον τη διαφορετική κλίμακα. Και θα μου επιτραπεί να υποστηρίξω πως μερικοί στίχοι που έγραψε για τη Μυθολογία του Μάνου Χατζιδάκι, για τους Δροσουλίτες του Χριστόδουλου Χάλαρη και, τώρα τελευταία, για το Ρεμπέτικο του Σταύρου Ξαρχάκου ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα σύγχρονα ποιητικά μας έργα και διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής.

Όταν δεν μετράς με κουκιά, οι αναλογίες του κόσμου παρουσιάζονται διαφορετικές, αν όχι -φαινομενικά τουλάχιστον- αναποδογυρισμένες. Ο εξοικειωμένος με τα άπιαστα δεν απορεί. Προϋποθέτει φυσιολογική μια πραγματικότητα όπως αυτή, κι απάνω της κινείται με άνεση. Αυτό κάνει, εδώ και χρόνια, ο Νίκος Γκάτσος, που δεν προσπάθησε ποτέ του να διορθωθεί, θέλω να πω να απαλείψει ακατανόητες λογικά συνήθειες ή έξεις, για να ευθυγραμμισθεί με ό,τι αποτελεί την «κοινή αντίληψη». Κι ευτυχώς. Εκατομμύρια ιδιοφυών ανθρώπων χάνουν την ταυτότητά τους «καθ’ οδόν». Γιατί; Για να μην κακοχαρακτηρισθείς από τους κουτούς, αξίζει τόσο που να καταθέτεις στα πόδια τους την ευφυΐα σου; Κι ύστερα ποια ευφυΐα; Εδώ μιλάμε για την ποιητική· που τρέπει σε φυγή το σύνολο των αστών κι ένα μέρος των επαναστατών, που όλα τα ‘καψαν μείον τον καθωσπρεπισμό, κι ας νομίζουν ότι τον απέβαλαν μαζί με την πανάθλια γραβάτα τους.

Αν εξακολουθούμε να παραμένουμε ζωντανοί, πιστεύω, είναι χάρη στην αυταξία ορισμένων στιγμών που υποσυνείδητα επιλέγουμε κι επανασυνδέουμε, δημιουργώντας μια δεύτερη ροή, όπου η φθορά δεν προχωρεί και οι πέτρες δε μαλλιάζουν. Απ’ αυτή την άποψη, επιστρέφω τις ρυτίδες μου και κρατώ την ψυχή μου στην άκρη κάποιου στίχου ή μιας μελωδίας ή ενός φωτεινού κοριτσίστικου χαμόγελου.

Ο τρόπος που μιλάς για το παρελθόν χωρίς να γίνεσαι ύποπτος νοσταλγίας, δεν έχει βρεθεί ακόμη. Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα να φορτώνεσαι το χρόνο και να τον μεταφέρεις μαζί με τις ρυτίδες σου και άλλο να κυκλοφορείς μέσα του πίσω μπρός, με την ευκολία που μόνον η ποίηση επιτρέπει.

Με τον Νίκο Γκάτσο συνδέθηκα και συμπορεύτηκα, επειδή κι εκείνος, πίσω από τα χαμόγελα και τις μελωδίες, είχε ακούσει τη φωνή που κηρύττει και στις παραμονές του θανάτου και πάνω από τις καταιγίδες».

Μάνος Χατζιδάκις
(23 Οκτ. 1925 – 15 Ιουν. 1994)

Για τη γνωριμία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, που έγινε στο σπίτι του φίλου του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη, επίσης στο έργο του «Ανοιχτά Χαρτιά» (ό.π., σελ. 401), ο Ελύτης αναφέρει:

«… Εκεί ο Μάνος Χατζιδάκις -αυτός ήταν ο νέος συνθέτης-κάθισε στο πιάνο. Δεν έχει πια καμία σημασία τι μας έπαιξε εκείνο το απομεσήμερο. Όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα, δεν υπήρχε τίποτα συγκεκριμένο στο νου του, απλώς αυτοσχεδίασε. Το αθώο ψέμα που μεταχειρίστηκε για να μας πλησιάσει, και να κινήσει το ενδιαφέρον μας, δεν τον εμπόδισε καθόλου -φτάνει που βρέθηκαν τα δάκτυλά του επάνω στα πλήκτρα- να το ανατρέψει και να το κάνει μια μαγική αλήθεια. Τόσο πολύ θα ‘λεγες ότι ο αυτοδημιούργητος αυτός νέος ήταν ξεχειλισμένος από μελωδικότητα, τόσο πολύ γειτόνευε με μια περιοχή παρθένα, γεμάτη από ανεκμετάλλευτους ήχους και ρυθμούς, που έφτανε να τη σκουντήξει λιγάκι με τον αγκώνα του επάνω στο πιάνο για να γεμίσει το δωμάτιο, να γεμίσει αργότερα η Ελλάδα κι ο κόσμος όλος από μιαν άλλου είδους γοητεία.

Ο Μάνος Χατζιδάκις στο πιάνο του

Και βέβαια η συναναστροφή του με τους ποιητές της γενεάς αυτής τον βοήθησε. Πανέξυπνος καθώς ήταν, μπήκε αμέσως στο κλίμα τους, εργάστηκε πάνω στα μοτίβα τους, και χρησιμοποίησε, τουλάχιστον στις πρώτες του δημιουργίες, την ίδια γλώσσα των κοινών συμβόλων που, ανεξάρτητα από την προσωπική εμπειρία του καθενός, είχε η ελληνική υπερρεαλιστική παράταξη θέσει σε κυκλοφορία. Είναι ένα παράδειγμα που αναφέρω ετούτη τη στιγμή, χωρίς να βρίσκω ότι έχει άλλη ευρύτερη σημασία, δείχνει όμως χαρακτηριστικά πόσο, στις εποχές που ένα καινούριο πνεύμα αναπτύσσεται και ανεβαίνει, αφήνει στον αέρα μερικά κοινά σύμβολα που ο καθένας αισθάνεται το δικαίωμα να εκμεταλλευθεί, χωρίς για τούτο να προδίδει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Αυτό δεν αφορά καθόλου τον Μάνο Χατζιδάκι που χωρίς να ‘χει καμιά σχέση με τη θάλασσα έγραψε μουσική Για μια μικρή αχιβάδα. Ο Νίκος Γκάτσος δεν είχε ζήσει ποτέ του σε νησί όταν έδινε στο ποιητικό του έργο τον τίτλο Αμοργός, και ο άλλος νέος συνθέτης, που φανερώθηκε αργότερα, ο Μίκης Θεοδωράκης, καμιάν ανάλογη εμπειρία όταν προσεταιριζότανε για τα τραγούδια του τη μαγική λέξη Αρχιπέλαγος. Αλλά δε χωράει συζήτηση ότι μονάχα για τους minores η τέχνη περιοριζότανε στην παρατήρηση και στην εξομολόγηση. Για κάθε βήμα πιο πέρα τον πρώτο λόγο έχει μια δύναμη που ξέρει να οικειοποιείται την ευαισθησία της εποχής και να ενσωματώνει στην έκφρασή της, οδηγημένα σε αντικειμενική κατάσταση κι εκείνα, τα προσωπικά βιώματα …».

Ο Νίκος Γκάτσος με τον Μάνο Χατζιδάκι

Αναμφίβολα η μαγεία εκείνης της εποχής, που περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από τη γνωριμία και τη φιλία του με τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι, παρ’ όλα τα τεράστια προβλήματα που βίωσε η ελληνική κοινωνία και ο ελληνικός λαός καθ’ όλο το διάβα του 20ού αιώνα, πέρασε μέσα από την πένα των ποιητών μας στην κοινή συνείδηση κι έγινε ένα με τη μοίρα του τόπου, εξακολουθώντας να μας συντροφεύει ως σήμερα. Κληρονομιά βαρύτιμη, που έκλεισε μέσα της μοναδικά ολάκερη την ιστορία, την παράδοση, τα όνειρα, τα βάσανα και τους καημούς της ρωμιοσύνης, και που τώρα περνάει πια στα παιδιά μας με τον πόθο και την ευχή να την κάνουν ουσιαστικά δική τους με τη ζωή τους. Άλλωστε πρέπει να έχουμε παντοτινά στο νου και τα λόγια ενός ακόμα κορυφαίου στιχουργού μας, του Μάνου Ελευθερίου:

«Πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή».

Πηγές:
– Οδυσσέας Ελύτης, «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1987, σελ. 365-367, 395, 399.
– Οδυσσέας Ελύτης, «Εν Λευκώ», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1992, σελ. 295-301.
– «Σείριος, το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού…», σε: mixanitouxronou.gr

kimintenia.wordpress.com

Το Ελληνικό Καλοκαίρι (Jacques Lacarrière)

(φωτ. Δ. Διανελλής, «Στην αγκαλιά του Παγασητικού», 1980, Η Μαγνησία Στο Πέρασμα Του Χρόνου/fb)

«Στην Ελλάδα η ομορφιά δεν μαθαίνεται ποτέ, είναι αυθόρμητη, αυτόχθονη όπως τ’ άσπρα κεντίδια των κυμάτων πάνω στην άμμο, όπως η μελετημένη συμμετρία των κυπαρισσιών σε όλο το μήκος των δρόμων, σαν μία πανδαισία χρωμάτων σε πόρτες και παράθυρα, ή σαν το πολύχρωμο έμβλημα των ελληνικών ενδυμάτων και κοσμημάτων. Διότι η ομορφιά είναι μία μάχη, είναι η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά».

Συνέχεια

Η μητέρα μου, η γαζία και το καναρίνι (Νίκος Καζαντζάκης)

Νικόλαος Γύζης, Η Μητέρα

«Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.

Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι της Αίγινας

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.

Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.

Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει».

* Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο», 1961.

Πηγή: antikleidi.com

Το τροπάριο της Κασσιανής (Φώτης Κόντογλου)

Το τροπάριο της Κασσιανής είναι πολύ αγαπημένο από τον ορθόδοξο λαό μας· πάνε να το ακούσουνε και άνθρωποι που δεν πηγαίνουνε ποτέ στην εκκλησιά. Σε τούτο συντελεί η έμπνευση με την οποία είναι γραμμένο, και το πάθος της αμαρτωλής που μετανοιώνει, καθώς κ’ η ιστορία της Κασσιανής που το σύνθεσε.

Αλλά προπάντων, κατά την ιδέα μου, συγκινούσε τον κόσμο η μουσική του, πούναι αργή και μεγαλοπρεπής· γιατί οι δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής μας το τονίσανε με ξεχωριστή αγάπη και φροντίδα. Πλην αυτό μπορεί να το πη κανένας για τα περασμένα χρόνια· τώρα, δε μπορώ να καταλάβω τι ακούνε στις περισσότερες εκκλησίες που το ψέλνουνε, ή καλύτερα που το τραγουδούνε με κάποιον τρόπο αυτοσχέδιο, με μια μουσική τάχα ευρωπαϊκή, που τη φτιάνουνε άνθρωποι χωρίς χριστιανική κατάνυξη και χωρίς κανένα μουσικό αίσθημα, αλλά με κείνη τη νεκρή και ψεύτικη αντίληψη της μουσικής, που θαρρούνε πως είναι η μουσική που ταιριάζει στην εποχή μας.

Συνέχεια

Χωρίς στεφάνι (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κοινωνικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου 1896, στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Εκτυλίσσεται στην Αθήνα, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, με ηρωίδα μια κατατρεγμένη δασκάλα, τη Χριστίνα, θύμα του πελατειακού κράτους (καθώς τότε ακόμα δεν υφίστατο η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων) και του εραστή της. Ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει, επίσης, μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα -τις δούλες και τις παραμάνες- στις μεγάλες στιγμές της Αναστάσεως. Ένα διήγημα που μπορεί να ταιριάζει με αυτό που αποκαλούμε «ατμόσφαιρα των ημερών», όμως θίγει διαχρονικά ζητήματα της κοινωνίας μας, ενώ έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που τα προσεγγίζει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης.

Συνέχεια

Άνοιξη στο Αιγαίο

Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές. Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ’ ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού. Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον. Έτσι ως τον ορίζοντα. Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου. Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός. Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα.

Συνέχεια

Τα Κούλουμα (Κώστας Βάρναλης)

Νότης Ξάνθης, «Κούλουμα στον Κολωνό»

Τα κούλουμα, βεβαίως, είναι αύριο -αλλά δεν βλάφτει να τα μελετήσουμε από σήμερα, αν μη τι άλλο να προετοιμαστούμε. Διάλεξα να σας παρουσιάσω ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο και δημοσιευμένο σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς, τον Μάρτιο του 1943, για την ακρίβεια στις 8 Μαρτίου 1943, στη στήλη «Τέχνη και Ζωή» της «Πρωίας», της εφημερίδας όπου ο μεγάλος ποιητής είχε βρει φιλόξενη στέγη από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας (τότε, βεβαίως, δεν έβαζε την υπογραφή του, μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος). Ο Βάρναλης περιγράφει πώς γιόρταζαν τα Κούλουμα οι Αθηναίοι στα χρόνια της νιότης του -μην ξεχνάμε πως ήρθε στην Αθήνα δεκαοχτάχρονος, το 1902, για να σπουδάσει φιλόλογος.

Συνέχεια

Στη μνήμη της Άννας Φρανκ

Ένα βίντεο – ντοκουμέντο με τη 13χρονη Άννα Φρανκ

Την απαθανάτισαν τυχαία κατά τη διάρκεια ενός γάμου στη γειτονιά της…

Το ολλανδικό μουσείο «Το σπίτι της Άννας Φρανκ» (Anne Frank House) παρουσίασε ένα βίντεο της Άννας Φρανκ, η οποία υπήρξε θύμα της θηριωδίας των Ναζί. Το βίντεο χρονολογείται από το 1941 και είναι η μόνη καταγραφή της Άννας Φρανκ σε φιλμ. Το βίντεο δείχνει την 13χρονη Άννα την ημέρα του γάμου μιας γειτόνισσάς της. Το κορίτσι σκύβει από το μπαλκόνι του, για να δει καλύτερα τον γαμπρό και τη νύφη κι εκεί τη συλλαμβάνει ο φακός.

Συνέχεια

Ο Μέγας Ευθύμιος, ο Ήλιος της Ερήμου (Φώτης Κόντογλου)

Ἀληθινὰ κράζει ὁ προφήτης: «Ἀγαλλιάσθω ἡ ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρῖνον». Μὲ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ γεμίσανε οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀπὸ ἄνθη πνευματικά. «Καὶ ἀντὶ τῆς στιβῆς, ἀναβήσεται κυπάρισσος, ἀντὶ δὲ τῆς κονίζης, ἀναβήσεται μυρσίνη». Καὶ ὁ ὑμνωδὸς γιὰ τὸν καθένα ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀγγελικοὺς κατοίκους τῆς ἐρήμου, ποὺ εἴχανε τὸ δάκρυ καθημερινό, ἀλλὰ ὄχι τὸ δάκρυ τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ τῆς κατανύξεως τὸ «χαροποιὸν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας, καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Εὐθύμιε πατὴρ ἡμῶν ὅσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Συνέχεια

Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Vasily Maximov, Ο άρρωστος σύζυγος (1881)

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αφηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (καράβια ευρισκόμενα σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβαν οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις. Ο «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» πρωτοδημοσιεύτηκε σε σειρά επιφυλλίδων, στην εφημερίδα Ακρόπολις, από τις 14 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893. Εδώ παραθέτουμε αποσπάσματα του διηγήματος.

Συνέχεια

Φώτα Ολόφωτα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ἐκινδύνευε ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἡ Μαχώ, ἡ γυναίκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Ἡ Πλανταρού, ἡ πενθερά της, εἶχε καλέσει ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς προλαβούσης ἡμέρας τὴν μαμμὴν τὴν Μπαλαλίναν καὶ τὴν ἐμπροσθινὴν τὴν Σωσάνναν. Αἱ δύο γυναῖκες, τεχνίτισσαι εἰς τὸ εἶδός των καὶ ἡ μήτηρ τοῦ συζύγου τῆς κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ὡς πᾶσα πενθερὰ ἥτις δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατον τῆς νύμφης της, ὅταν αὕτη εἶναι πρωτάρα, πρὶν βεβαιωθῇ ὅτι θὰ ἐπιζήσῃ τὸ παιδίον διὰ νὰ ἀσφαλισθῇ ἡ κληρονομία τῆς προικός, ἐπροσπάθουν ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς πόνους τῆς ὠδινούσης. Καὶ εἶχεν ἀνατείλει ἤδη ἡ ἄλλη ἡμέρα καὶ ἀκόμη ἡ γυνὴ ἐκοιλοπόνει, καὶ ἡ μαμμή, ἡ ἐμπροσθινὴ καὶ ἡ πενθερὰ συνεπόνουν μὲ αὐτήν, καὶ ὁ καλογερόπαπας τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος εἶχε λάβει ἐντολὴν νὰ ψάλῃ μικρὰν καὶ μεγάλην Παράκλησιν πρὸς βοήθειαν τῆς ὠδινούσης.

Συνέχεια

Τα Φώτα στο Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου)

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

Φώτης Κόντογλου

Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο. Όλοι έτοιμοι γιά τήν ρίψη τού Σταυρού… Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.

Συνέχεια

Πατριαρχικό τρισάγιο για τον Άγιο των Ελληνικών γραμμάτων

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
(Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911)

«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»
Οδυσσέας Ελύτης

Συνέχεια

Το βλογημένο μαντρί (Φώτης Κόντογλου)

Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ’ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Συνέχεια

Η Σταχομαζώχτρα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Χριστουγεννιάτικον διήγημα

«Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δύο ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴ πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδομένη, ἀλλ᾽ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ο Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της…».

Η «Σταχομαζώχτρα» είναι ηθογραφικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς». Οι σταχομαζώχτρες ήταν κατά κανόνα φτωχές γυναίκες της υπαίθρου που μάζευαν τα στάχυα που είχαν απομείνει στους ήδη θερισμένους αγρούς και έτσι εξασφάλιζαν δωρεάν μια μικρή ποσότητα αλεύρι για τις ανάγκες τους. Όσα χρόνια κι αν περάσουν η «Σταχομαζώχτρα» παραμένει ένα από τα ωραιότερα και πλέον συγκινητικά Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, πολύ πικρό στην αρχή όμως τελικά με αίσια κατάληξη.

Συνέχεια