
Το τροπάριο της Κασσιανής είναι πολύ αγαπημένο από τον ορθόδοξο λαό μας· πάνε να το ακούσουνε και άνθρωποι που δεν πηγαίνουνε ποτέ στην εκκλησιά. Σε τούτο συντελεί η έμπνευση με την οποία είναι γραμμένο, και το πάθος της αμαρτωλής που μετανοιώνει, καθώς κ’ η ιστορία της Κασσιανής που το σύνθεσε.
Αλλά προπάντων, κατά την ιδέα μου, συγκινούσε τον κόσμο η μουσική του, πούναι αργή και μεγαλοπρεπής· γιατί οι δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής μας το τονίσανε με ξεχωριστή αγάπη και φροντίδα. Πλην αυτό μπορεί να το πη κανένας για τα περασμένα χρόνια· τώρα, δε μπορώ να καταλάβω τι ακούνε στις περισσότερες εκκλησίες που το ψέλνουνε, ή καλύτερα που το τραγουδούνε με κάποιον τρόπο αυτοσχέδιο, με μια μουσική τάχα ευρωπαϊκή, που τη φτιάνουνε άνθρωποι χωρίς χριστιανική κατάνυξη και χωρίς κανένα μουσικό αίσθημα, αλλά με κείνη τη νεκρή και ψεύτικη αντίληψη της μουσικής, που θαρρούνε πως είναι η μουσική που ταιριάζει στην εποχή μας.
Πρώτα πρώτα, άλλο είναι η ψαλμωδία, κι’ άλλο είναι το τραγούδισμα! Ούτε αυτό δεν το έχουνε καταλάβει αυτοί οι μαέστροι, που έχουνε σε όλα για ιδεώδες τους τη σκάλα του Μιλάνου. Σ’ αυτό πρέπει να είμαστε περήφανοι για την προκομμένη τη φυλή μας, γιατί, όπως γίνεται σε όλα, ξεπεράσαμε τους Ευρωπαίους, επειδή σ’ αυτούς είναι διαφορετική η κοσμική μουσική από τη θρησκευτική, ενώ σε μας πάει να γίνη η μουσική της εκκλησίας πιο κοσμική κι’ από την όπερα, κι’ από την οπερέττα μάλιστα. Να μη βασκαθούμε!
Αυτά τα σιχαμερά κι’ ανάλατα κατασκευάσματα που παρουσιάζουνε κάθε τόσο στην εκκλησία ο ένας κι’ ο άλλος νεραϊδοπαρμένος, έχουνε παραμορφώσει ολότελα τον σεμνό και βαθύν χαρακτήρα της εκκλησίας μας, τόσο που να απελπίζεται όποιος έχει μέσα του ακόμα γνήσια ελληνικά αισθήματα. Γιατί η εκκλησιαστική μουσική μας, καθώς και η εικονογραφία και η υμνωδία, δείχνουνε τις βαθειές και δυνατές ρίζες της φυλής μας. Εμείς όμως κάνουμε το παν για να τις καταστρέψουμε, κ’ η αναισθησία με την οποία το κάνουμε δείχνει μεγάλον πνευματικό ξεπεσμό. Κάθε φυλή είναι ένα φαινόμενο πνευματικό, κι’ όχι ένα κοπάδι που συνεπαίρνεται από το κάθε ρεύμα, σαν καράβι χωρίς τιμόνι. Εμείς όμως τυρβάζουμε περί πολλά, κι’ αφήνουμε τα τιμιώτατα στο κέφι του κάθε ανόητου. Και καυχιόμαστε θεατρικά για τη φυλή μας με λόγια πούναι κούφια από κάθε αληθινή έννοια, ενώ την αφήνουμε να γίνη ένας χαμαιλέοντας, και μάλιστα τη βοηθούμε να τελειοποιηθή στο φραγκολεβαντινισμό και σε κάθε πνευματικόν εκφυλισμό.
Έτσι λοιπόν και το τροπάρι της Κασσιανής, σε πολλές εκκλησίες ελληνικές ψέλνεται αγνώριστο, «μονδέρνο». Ο κάθε «νεωτεριστής» ψάλτης ντύνει την καϋμένη την Κασσιανή με ό,τι ρούχα του κατέβη στο κεφάλι· άλλος τη μασκαρεύει σαν τραγουδίστρια της οπερέττας, άλλος σαν αισθηματολογική κυρία της πιο μπουνταλάδικης ρωμαντικής αναλατοσύνης, κ’ οι πιο πολλοί σαν μοντέρνα θεατρίνα: «Η καλλιτεχνία, κύριε, έχει πέραση σήμερις! Ο κόσμος ζήτα κατιτίς το μονδέρνο στην εκκλησία. Περάσανε εκείνα τα κομπογιαννίτικα». Καμαρώσετε, λοιπόν, Έλληνες τον πνευματικόν εκπρόσωπόν σας. Ό,τι εξαίσιο έργο έκανε η Ελλάδα στο περασμένα είναι «κομπογιαννίτικο». Όλος ο πόνος και τα δάκρυα που μεταλλαχτήκανε από τούτη τη βασανισμένη φυλή σε διαμάντια αθάνατα, τα σεβάσμια εικονίσματα που κλαίγανε κείνοι που τα κάνανε, και βάζανε μέσα πόνο και αίμα, που τους δίνει «πνεύμα ζωής», είναι για τον σαρακοστιανόν αυτόν ανθρωπάκο «κομπογιαννίτικα». Το ίδιο είναι για δαύτον τα τραγούδια του λαού, κ’ η εξαίσια ψαλμωδία που έντυσε με το φυσικό τους ντύσιμο τα τροπάρια, πού ‘ναι γραμμένα από ανθρώπους με μεγάλο πνευματικό κάλλος. Όλα αυτά, για τούτον τον αρλεκίνο της σήμερον είναι «κομπογιαννίτικα». Κι’ όλα αυτά τα κάνει από φόβο μην τον πούνε βλάχο και καθυστερημένον. Τα πάντα γίνουνται ολοκαύτωμα στο βωμό της βλακείας και της ψωροπερηφάνειας. Αλλά ας σταθώ ως εδώ, επειδή μπορεί να πω κι’ άλλα χειρότερα. Όποτε συλλογιστώ τούτη την ξεπεσούρα μας, πονώ, πολύ πονώ.
Η Κασσιανή, η Κασσία, η Ικασία, έζησε στα χρόνια που βασίλευε στην Πόλη ο Θεόφιλος, από τα 829 έως 842 μ.Χ. Βαστούσε από αρχοντικό σπίτι, και γι’ αυτό ήτανε ανάμεσα στις πιο όμορφες και στις πιο σπουδασμένες παρθένες, που μαζευτήκανε στο παλάτι, για να διαλέξη ο βασιλιάς την καλύτερη για γυναίκα του. Αλλά έχασε την κορώνα από την εξυπνάδα της, γιατί περνώντας ο βασιλιάς από μπροστά της, τον σταμάτησε η εμορφιά της κ’ η σεμνότητά της. Και για να χαριεντισθή μαζί της, της είπε «Από τη γυναίκα πηγάσανε τα κακά», θέλοντας να πη πως η Εύα έφερε την κατάρα στους ανθρώπους. Κ’ η Κασσιανή του αποκρίθηκε «Αλλά κι’ από τη γυναίκα πηγάσανε τα καλύτερα» θέλοντας να πη πως η Παναγία έφερε στον κόσμο τη σωτηρία. Τότε ο Θεόφιλος, κρίνοντας πως ήτανε πολύ έξυπνη για να την πάρη γυναίκα, έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα, και τη στεφανώθηκε.
Η Κασσιανή φόρεσε το ράσο, κ’ έχτισε ένα μοναστήρι, που σωζότανε μέχρι τα τελευταία χρόνια του βυζαντινού κράτους και λεγόταν Ικάσιον και κει πέρασε τη ζωή της, με νηστεία και με μεγάλη ευλάβεια. Το αγαπημένο έργο της ήτανε το διάβασμα και το γράψιμο. Ανάμεσα στα τροπάρια που έγραψε, το τροπάρι της αμαρτωλής γυναίκας είναι το πασίγνωστο, που το είπανε «της Κασσιανής το τροπάρι», και το ψέλνουνε τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ. Στα καλά χρόνια μαζευόντανε κοντά στον ψάλτη βοηθοί και κανονάρχοι και το ψέλνανε με μεγάλη κατάνυξη· ο κόσμος έκλαιγε, πολλές φορές κλαίγανε κι οι ψαλτάδες. Τώρα πού τέτοια πράγματα! Πώς να κλάψης ακούγοντας έναν ψάλτη νερόβραστον, άνοστο θεατρίνο δίχως καρδιά;
Λοιπόν το τροπάρι της Κασσιανής λέγει «Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κ’ έλεγε οδυρόμενη. Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι’ ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν τ’ άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος».
Λένε οι ιστορικοί για τη φράση «Αυτά τα ποδάρια» κ.λπ., που είναι στη μέση του τροπαρίου, πως είναι γραμμένη από το Θεόφιλο. Γιατί ο βασιλιάς θέλησε ύστερ’ από χρόνια να κάνη περιοδεία στα μοναστήρια. Και σαν πήγε στο μοναστήρι της Κασσιανής, ζήτησε να τον πάνε στο κελλί της. Και σαν άκουσε τα πατήματά του αυτό το θρηνητικό αηδόνι, έφυγε τρομαγμένο και κρύφτηκε στο προσευχητάριό της. Κι’ ο Θεόφιλος, μπαίνοντας στο κελλί, είδε απάνω στο αναλόγιο που έγραφε η Κασσιανή ένα χαρτί με το τροπάρι τούτο μισογραμμένο, γιατί κείνη την ώρα τόγραφε. Και διαβάζοντάς το ο βασιλιάς, συγκινήθηκε, και πήρε το φτερό κ’ έγραψε: «Αυτά τα ποδάρια άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό, κι’ από το φόβο της κρύφθηκε», υπονοώντας πως η Κασσιανή άκουσε το περπάτημά του και κρύφθηκε τρομαγμένη. Τι εξαίσια συγκίνηση που μας δίνει η αγιωσύνη!
Η Κασσιανή φαίνεται πως μελοποιούσε η ίδια τα υμνολογήματά της, κατά την τότε συνήθεια. Έγραψε και πολλά άλλα, κυρίως «Κανόνας», όπως λέγουνται οι Καταβασίες. Από δαύτους ο πιο ωραίος είναι ο Κανόνας που ψέλνεται το Μεγάλο Σάββατο, το «Κύματι θαλάσσης» και που ευωδιάζει από αγνότητα παρθενική κι’ από κάποια πνοή αθανασίας: «Έκστηθι φρίττων ουρανέ, και σαλευθήτωσαν τα θεμέλια της γης· ιδού γαρ εν νεκροίς λογίζεται ο εν υψίστοις οίκων, και τάφω σμικρώ ξενοδοκείται· ον παίδες ευλογείτε, Ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας». Έγραψε και τα κατανυκτικά δοξαστικά, που ψέλνουνε στον εσπερινό των Χριστουγέννων και στο Γενέσιον του Προδρόμου, καθώς και τα στιχηρά στους μάρτυρες Σαμωνά, Άβιβον, Ευστράτιον κα Αυξέντιον.
Την ώρα που έγραφα για την Κασσιανή, μου φέρανε ένα γράμμα από μιαν ευλαβέστατη ψυχή, μια καλογρηά, που αφιέρωσε κι αυτή τη νεότητά της στον ουράνιο Νυμφίο. Το διάβασα με δακρυσμένα μάτια. Όπως παράτησε η Κασσιανή το χειρόγραφό της μισοτελειωμένο, παράτησα κ’ εγώ το δικό μου και διάβαζα με κατάνυξη τα γραφόμενα της καινούριας της Κασσιανής. Και τα δάκρυα που ανεβήκανε στα μάτια μου, γράφοντας για την αρχαία Κασσιανή, σμίξανε με της τωρινής, που αποτραβήχτηκε από τον αδιαφόρετο τον κόσμο, αηδιασμένη από την άγρια κι’ άσκοπη ταραχή του, και «τω φόβω εκρύβη» σ’ ένα μοναστήρι απάνω στ’ αγιασμένο βουνό του Ταΰγετου, μαζί με τις άλλες φρόνιμες παρθένες, σαν τα ζαρκάδια πούναι κυνηγημένα από κυνηγόν αιμοβόρο. Και τα δάκρυα πληθύνανε, και στάζανε απάνω στ’ αγιασμένα γράμματα, που δεν τάχε γραμμένα κανένας συγγραφέας διαβόητος, παρά που τάγραψε ένα άσαρκο χέρι που θρέφεται από τον «ουράνιο άρτον».
Γιατί το λοιπόν δε μπορεί να με κάνη να δακρύσω κανένας από κείνους που κατέχουνε την ψεύτικη μαστοριά που κατέχω κ’ εγώ, και που γνωρίζω τα μαγικά τεχνάσματά της, αλλά με κάνουνε να κλαίγω τούτα τα ταπεινά και άτεχνα λόγια; Γιατί κάτω από δαύτα αντιφεγγίζει το ανέσπερο φως που ανατέλλει μέσα σε λιγοστές ψυχές, ας είναι κ’ οι πιο απλές κ’ οι πιο καταφρονεμένες. Ίσια ίσια, όσο πιο καταφρονεμένες είναι, τόσο περισσότερο καταυγάζουνται από τούτο το μυστικό φως: «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης».
Μακάριος αυτός ο κόσμος που ζη στα κρυφά, και που ούτε αυτός γνωρίζει τίποτα από την αμαρτωλή δραστηριότητα των ανθρώπων, ούτε οι άνθρωποι γνωρίζουνε τίποτα από τη μυστική αυτή λαμπαδηφορία. Κι’ αυτά τα απόπαιδα του κόσμου «ούτε βοτάνη, ούτε μάλαμα εθεράπευσεν αυτά, αλλά ο σος, Κύριε, λόγος, ο πάντα ιώμενος». Ενώ σε μας τους άλλους «επιτέταται βαρεία νυξ, εικών του μέλλοντος ημάς διαδέχεσθαι σκότους, εαυτοίς δε εσμέν βαρύτεροι σκότους».
* Φώτη Κόντογλου, «Ανέστη Χριστός – Η δοκιμασία του λογικού», εκδ. Αρμός.

Τροπάριον Κασσιανής Μοναχής
Kύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πληγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ, Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Η Κασσιανή, ο Θεόφιλος και η Αγία Θεοδώρα η Αυγούστα
Για τον τρόπο εκλογής Αυγούστας από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο και τη μη επιλογή της Κασσιανής, ο λογοτέχνης Κ. Σαρδελής αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Πήρε το χρυσό μήλο ο Θεόφιλος και μαζί με τη μητρυιά του μπήκε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι υποψήφιες και όλοι οι παλατιανοί αξιωματούχοι. Όλοι υποκλίθηκαν μπροστά στο βασιλιά και την βασιλομήτορα. Ο Θεόφιλος προχώρησε μόνος στο μέρος που ήταν οι αρχοντοπούλες και στάθηκε για λίγο σαν να ήταν έτοιμος να δώσει το χρυσό μήλο σε μια από τις νέες. Έμεινε εκεί και όλοι τότε είπαν, ότι να, ο Θεόφιλος θα δώσει το χρυσό μήλο στη νέα Αυγούστα την Εικασία, «ωραιότατη πάνυ»… Και κείνη πίστεψε, για μια στιγμή, ότι σε λίγο θα ήταν η Αυγούστα. Όλοι δε πίστεψαν ότι η εκλογή του Θεόφιλου ήταν οριστική. Τα δευτερόλεπτα που περνούν είναι κρίσιμα…

Γιατί άραγε ο Θεόφιλος δεν δίνει, επιτέλους το χρυσό μήλο στην Εικασία; Άλλαξε γνώμη; Όχι. Ακόμη είναι εκεί. Μπροστά της. Και την κοιτάζει μ’ ένα τρόπο παράξενο, αλλόκοτο σα να βλέπει κάποιο όραμα. Σαν κάποιο φως από πάνω, από τον ουρανό, να του πήρε τη μιλιά, να τον κρατάει εκεί και να μη μπορεί να προχωρήσει σε άλλη αρχοντοπούλα και σε κείνη να δώσει το χρυσό μήλο. Άλλα δεν ήταν αυτό. Γιατί το μήλο ήταν σίγουρα δικό της. Της άνηκε. Γιατί οποιοσδήποτε μπορούσε να αδικήσει την Εικασία, η Ιστορία όμως ποτέ. Η Ιστορία, ωστόσο, εκείνη τη στιγμή ήταν ο Θεόφιλος. Αυτός κρίνει. Αυτός ανοίγει τη χρυσή θύρα της σε κείνον ή σε κείνη που θέλει. Η Ιστορία πάει συχνά μαζί με την εξουσία. Πλάι-πλάι. Και ή εξουσία είναι ο Θεόφιλος. Να τώρα θ’ ανοίξει τη θύρα της Ιστορίας να μπει η Εικασία, μία από τις ωραίες τούτες κόρες, τις αρχοντοπούλες, που πίσω τους ένας ολόκληρος κόσμος, μεγάλες και ένδοξες οικογένειες… περιμένουν την παράδοση του χρυσού μήλου στην ωραιότερη αρχοντοπούλα.
Αλλά το ύφος του Θεοφίλου γίνεται ξαφνικά υπεροπτικό, προκλητικό… Της Εικασίας το πρόσωπο γαλήνιο, ήρεμο, πράο. Σα να προσεύχεται… Ό,τι αποφασίσει ο Θεός… Οι άλλοι πιστεύουν, ότι αυτό οφείλεται στη σιγουριά, ότι αύτη θα κάνει γυναίκα του ο Θεόφιλος. Ή σίγουρη για την εκλογή της είναι ή τίποτε άλλο συμβαίνει. Ποιος μπορεί να το γνωρίζει. Αυτή είναι μια άλλη στιγμή. Έξω από τη ζωή. Της αιωνιότητος…
– Από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά, της λέει ξαφνικά ό Θεόφιλος, εννοώντας την Εύα.
– Ναι, αλλά και από την γυναίκα πηγάζουν τα καλά, αποκρίνεται η Εικασία με την ηρεμία της εκούσιας Μάρτυρος στο βασανιστή της. Και εννοούσε την Υπεραγία Θεοτόκο.
Σα να έπεσε αστροπελέκι μέσα στην αίθουσα. Όλοι πάγωσαν.
Δεν πέρασε όμως ούτε στιγμή. Ο Θεόφιλος, κοιτάζοντας πάντοτε την Εικασία, δίνει το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα (τη μετέπειτα Αγία Θεοδώρα την Αυγούστα). Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Στις ίδιες που ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν και για την Εικασία. Μόνο το όνομα άλλαξαν. Και η ζωή ξαναπήρε, μέσα στο παλάτι, το δρόμο της. Έτσι θέλησε ό Θεός, έτσι έγινε.
Η Θεοδώρα άνηκε στις πρώτες τις αρχοντοπούλες. Και το θρόνο τον χρωστάει στην εξυπνάδα μιας άλλης γυναίκας, της Εικασίας (Κασσιανής). Χωρίς αυτό, φυσικά, να σημαίνει, ότι η ίδια είναι κουτή.
Κι όλα πήραν το δρόμο του Θεού. Όπως τα οικονομεί πάντοτε η Χάρη Του. Η Εικασία, η ωραιοτάτη αρχοντοπούλα, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στον Θεό. Εκείνη τη στιγμή, που άλλη δεν έρχεται στη ζωή του ανθρώπου, άκουσε την κλήση Του. «Εικασία, ακολουθεί μοι. Τι ζητάς εσύ εδώ μέσα; Δεν είναι για σένα το παλάτι, τα πλούτη, τα αξιώματα, οι θρόνοι, η πορφύρα. Ακολουθεί μοι». Και χωρίς να σκεφθεί τίποτε, τίποτε απολύτως, σα να το είχε κάμει χίλιες φορές, Τον ακολούθησε. Έγινε μοναχή. Έκτισε μάλιστα δικό της μοναστήρι και κει έζησε, μακριά απ’ τον κόσμο, πολλά χρόνια, γράφοντας ποιήματα. Η ποίηση είναι μια σίγουρη πορεία προς το Θεό, προς τη θέωση, ευαγγελίζει τον άνθρωπο, τον ξαναγεννά, χωρίς τον ρύπο της αμαρτίας. Η ποίηση είναι άσκηση. Είναι ακραία άσκηση. Και με την άσκηση το απ’ έξω κάλλος, η ωραιότητα, η εμορφιά, περνάει από μέσα από το πετσί… και σιγά-σιγά όλα γίνονται ποίηση και πνεύμα Θεού. «Κύριε ή εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή».
* Κ. Σαρδελή, «Και εγένετο φως – Κύριλλος και Μεθόδιος», εκδ. Αστέρας, 1991, σ. 99-103.
Πηγές: orthodoxia.online, aganargyroi.gr