Ανθισμένη κουτσουπιά στον περίβολο της ιεράς μονής Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης στην Κόνιτσα
Ετούτες οι μέρες, κάθε χρόνο, είναι από τις ελάχιστες που η φύση καταφέρνει να επικρατήσει ακόμα και στους πιο πολυσύχναστους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, χάρη στην παρουσία των πανέμορφων δέντρων της Κουτσουπιάς, της Πασχαλιάς, της Γλιτζίνιας και της Τζακαράντας, που ολάνθιστα κατακλύζουν τις πόλεις μας και τις εξοχές μας. Είναι η εποχή που η φύση ντύνεται το μωβ που μεταμορφώνει σε πίνακες ζωγραφικής τους δρόμους, τις γειτονιές και τα τοπία μας…
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε στα γενέθλια των γιασεμιών Νύχτες και νύχτες στις λευκές αϋπνίες των κύκνων Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα όπως μες στον απέραντο ουρανό το ξάστερο συναίσθημα.
«Κάθε φορά που μελετούμε την ιστορία του μεγάλου μας Εικοσιένα, αν θέλουμε να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα, πρέπει να μπούμε στο νόημα της συμβολής και της δράσης του Ρήγα Βελεστινλή και της φιλικής Εταιρείας. Δεν αρκούν οι ύμνοι στους μεγάλους αγωνιστές του απελευθερωτικού εθνικού αγώνα. Μαζί με τους ύμνους πρέπει ν’ αναπαραστήσουμε την εποχή που έδωσαν το «παρών», όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα. … Για τον Ρήγα όλοι οι λαοί, ανεξάρτητα από φυλετικές διακρίσεις, είχαν τα ίδια δικαιώματα. Κοινός εχτρός τους ήταν ο Σουλτάνος και οι Τούρκοι πασάδες. Δηλαδή το τουρκικό καθεστώς που με τα όργανά του καταπίεζε σκληρά τη χριστιανική φτωχολογιά σε όλη τη Βαλκανική και Ασία και ακόμα και τους φτωχούς Τούρκους αγρότες» σημειώνει ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος («Ρήγας Βελεστινλής, Ο πρόδρομος της βαλκανικής ιδέας»).
Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού Πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού Πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν Δυο παιδιά ερωτευμένα δυο παιδιά του χαμού Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη, γυρεύω το γιο μου Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ το Βόλο, την κόρη μου θέλω Δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του Χαμού Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη, γυρεύω το γιο μου Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ το Βόλο, την κόρη μου θέλω.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, τέτοιες μέρες της επετείου του «ΟΧΙ», η υπέροχη ορχηστρική μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη για την ταινία «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» του Ντίνου Δημόπουλου, «ντύνει» και πάλι με την αξέχαστη μελωδία της τις ιστορικές μας μνήμες και μαζί τη θύμηση των παιδικών μας χρόνων, όταν στη μικρή ασπρόμαυρη οθόνη μας της δεκαετίας του ’70 και ’80, ζωντάνευε ολάκερο το Έπος του ’40. Μέσα από την ιστορία της γενναίας δασκάλας ενός ορεινού χωριού (Αλίκη Βουγιουκλάκη) και του ήρωα – αγαπημένου της (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), το φιλμ αναδεικνύει το πνεύμα και τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και το υψηλό φρόνημα, την ανθρωπιά και τη φιλοπατρία των απλών ανθρώπων της μικρής κοινωνίας των χρόνων της γερμανικής Κατοχής. Ταυτόχρονα μας ταξιδεύει στο μαγευτικό τοπίο της Πηλιορείτικης Μακρυνίτσας με την κινηματογραφική συντροφιά μερικών ακόμα αγαπημένων Ελλήνων ηθοποιών, όπως ο Παντελής Ζερβός, ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ο Σπύρος Καλογήρου, ο Νότης Περγιάλης κ.ά.
Στις 8 Αυγούστου 1938 ανοίγει τις πύλες του στην Αυστρία το φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του Μαουτχάουζεν (γερμ. Konzentrationlager KZ Mauthausen – Gusen), που υπήρξε συνώνυμο του θανάτου και τόπος μαρτυρίου για πάνω από 200.000 κρατουμένους από σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης. 122.797 άνθρωποι, ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες, ξεψύχησαν μαρτυρικά στα κρεματόρια του Μαουτχάουζεν.
Αλατσατιανές με τις παραδοσιακές φορεσιές του τόπου τους στο Ηράκλειο Κρήτης το 1937
Η «Κανελόριζα» είναι παραδοσιακό τραγούδι με προέλευση από την επαρχία Λυδίας, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο ρυθμός του κομματιού στον πρώτο στίχο κάθε στροφής είναι 9/8 (2-3-2-2), ενώ στον δεύτερο στίχο αλλάζει και γίνεται 7/8 (3-4). Χορεύεται στα βήματα του Μικρασιάτικου Αντικριστού (Καρσιλαμά) και κινείται μελωδικά σε δρόμο Σαμπά. Την Κανελόριζα έχουν αποδώσει με πολύ όμορφες ερμηνείες η Δόμνα Σαμίου, ο Τζίμης Πανούσης, ο Παντελής Θαλασσινός και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες.
Φιλντισένιο καραβάκι στ’ όνειρό μου ήρθες μιαν αυγή και με πήρε ταξιδάκι να γυρίσουμε τη γη
Είδα χώρες, είδα τόπους πικραμένα είδα τα παιδιά κόσμο εγνώρισα κι ανθρώπους κι έβαλα πόνο στη καρδιά
Καραβάκι μου ξεκίνα πάμε πάλι στην Αθήνα τραγουδάνε τα πουλιά στην Αττική. Πάμε πάλι στο Παγκράτι πού ‘ναι οι δρόμοι του γεμάτοι με χαρούμενες φωνές την Κυριακή
Τι να πω για την Ευρώπη Τι να πω για την Αμερική δεν αλλάζουν οι ανθρώποι έχουνε βάσανα κι εκεί
Πήγα σ’ όλα τα λιμάνια σε δρομάκια πέρασα στενά λεβεντιά και περηφάνια δεν είδα φως μου πουθενά
Καραβάκι μου ξεκίνα πάμε πάλι στην Αθήνα τραγουδάνε τα πουλιά στην Αττική. Πάμε πάλι στο Παγκράτι πού ‘ναι οι δρόμοι του γεμάτοι με χαρούμενες φωνές την Κυριακή.
Από τις ιστορικές συνοικίες της Αθήνας με βαρύτιμες μνήμες, σπουδαία αρχιτεκτονικά μνημεία, αλλά και μείζονα ιστορικά γεγονότα: το Παγκράτι. Στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της περιοχής, έτσι ονομαζόταν ο χώρος από τον ποταμό Ιλισό και το Παναθηναϊκό Στάδιο, μέχρι και τον λόφο του προφήτη Ηλία. Η ονομασία «Παγκράτι» έχει να κάνει με το ιερό του Παγκράτους Ηρακλέους, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Βασ. Κωνσταντίνου και Βασ. Γεωργίου. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική διαστρωμάτωση της περιοχής, η συνοικία εποικήθηκε από ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού στοιχείου, που κατέκλυσε την ευρύτερη περιοχή και τις γύρω του Παγκρατίου συνοικίες, Βύρωνα, Καισαριανή κ.ά.
Η περιοχή του Παγκρατίου γνώρισε μεγάλη κοινωνική αίγλη και αποτέλεσε πόλο έλξης διανοουμένων και καλλιτεχνών. Από τις επώνυμες προσωπικότητες της διανόησης που κατοικούσαν στο Παγκράτι υπήρξαν ο Κωστής Βάρναλης, ο Στρατής Δούκας, ο Βασίλης Ρώτας, ο Δημήτρης Ψαθάς κ.ά. Επί του πεζοδρομίου στην οδό Ευφορίωνος στον αριθμό 14, υπήρχε το εργαστήρι του γλύπτη Νικολάου Περαντινού (1910-1991) το οποίο υφίσταται σήμερα ως «Μουσείο Γλυπτικής Νικόλαος Περαντινός».
Σχέδια του Άλσους Παγκρατίου
Το Παγκράτι είχε τύχη αγαθή, το περιβαλλοντικό προνόμιο να διαθέτει ένα σπουδαίο πνεύμονα πρασίνου, το γνωστό μας Άλσος Παγκρατίου, αποτελούμενο από έκταση 30 στρεμμάτων, η οποία ανήκε αρχικώς στη Μονή Πετράκη. Με μέριμνα της πριγκίπισσας Σοφίας, το 1908, δενδροφυτεύτηκε στον χώρο πευκώνας, ενώ το 1936 ο χώρος του Άλσους, ο οποίος είχε στο μεταξύ περιέλθει στην ιδιοκτησία του υπουργείου Γεωργίας, παραχωρήθηκε στον Δήμο Αθηναίων και ο τότε δήμαρχος Κώστας Κοτζιάς, διαμόρφωσε την έκταση σε άλσος, φτιάχνοντας και έναν αξιόλογο ζωολογικό κήπο. Το άλσος συνδέθηκε ιστορικά με διάφορα γεγονότα και με τον φονικό Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Με την έκρηξη του πολέμου παρέστη ανάγκη ο ελληνικός στρατός να επιτάξει για τις ανάγκες του υποζύγια και στον χώρο του άλσους συγκεντρώθηκαν όλα τα ζώα, για να επιλεγούν τα καλύτερα. Όμως η προνομιούχος θέση και η φυσιολογία της έκτασης του άλσους δεν έμεινε απαρατήρητη στους Γερμανούς. Την επέταξαν έτσι και τη μετέτρεψαν σε στρατόπεδο. Οπότε και κατεστράφη ο μικρός μεν, αλλ’ αξιόλογος και επιμελημένος ζωολογικός κήπος.
Με το άλσος του Παγκρατίου ακόμα είναι συνδεδεμένη και η φυσιογνωμία ενός εκ των κορυφαίων της ελληνικής γραμματολογίας, του συγγραφέα της γενιάς του ‘30 Στρατή Μυριβήλη. Αντικρυστά στο άλσος, στο τέρμα των οδών Ευτυχίδου και Βρυάξιδος, έχει τοποθετηθεί ορειχάλικινη προτομή του Στρατή Μυριβήλη (1890-1969), που συνιστά έργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντή – Οικονομοπούλου (1971).
Με την ιστορία του Παγκρατίου είναι συνδεδεμένο και ένα μείζον εκπαιδευτικό γεγονός που κομίζει και τις μνήμες της εκπαιδευτικής μας ανασυγκρότησης επί Ελευθερίου Βενιζέλου: Στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείνεται από τις οδούς Σπ. Μερκούρη 20, Στράβωνος, Πρατίνου και Δουρίδος βρίσκεται το περίφημο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου. Συνιστά ένα εκ των δυο Βαρβακείων Γυμνασίων και θεμελιώθηκε το 1931, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου και υπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου. Στα δίσεκτα χρόνια της κατοχής το 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου επιτάχθηκε από τους Ιταλούς, που το μετέτρεψαν σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Ταυτόχρονα στο σχολείο λειτούργησε και συσσίτιο τόσο για τους μαθητές και του καθηγητές του γυμνασίου, όσο και για τους κοινωνικά ασθενέστερους κατοίκους της περιοχής, υπό την επίβλεψη των καθηγητών του σχολείου.
Όμως, παράλληλα με το ιστορικό 7ο Γυμνάσιο, στο Παγκράτι υπάρχει και το υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας 13ο Δημοτικό Σχολείο, επί της οδού Φιλολάου. Οικοδομήθηκε το 1933 σε σχέδια του Κ. Παναγιωτάκου και συνιστά ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, που απέσπασε τα διθυραμβικά σχόλια του έξοχου γάλλου αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ. Σύμφυτος όμως με την αστική ανάπτυξη της Αθήνας είναι και ο ιστορικός κινηματογράφος του Παγκρατίου «Παλλάς» επί της οδού Υμηττού 109, που οικοδομήθηκε σε σχέδια του Βασιλείου Κασσάνδρα, με χειμερινή αρ-ντεκό αίθουσα κάτω και θερινή αίθουσα στην ταράτσα. Ετέθη σε λειτουργία το 1925.
Το Παγκράτι με τα πρώτα σπίτια του και στο βάθος ο χιονισμένος Υμηττός, αρχές 19ου αιώνα (Αρχείο ΕΡΤ)
Σήμερα το Παγκράτι, σε πείσμα των καιρών και της αθρόας οικοδόμησης που αλλοίωσε το άλλοτε χαρακτηριστικό τοπίο του, εξακολουθεί να διατηρεί, σε πολλά σημεία του, την παλαιά του αίγλη και την ξεχωριστή αρχοντιά του. «Κέντρο απόκεντρο» της πρωτεύουσας, γεμάτο από τις δροσερές πλατείες του, τα μοναδικά στέκια του για φαγητό και διασκέδαση, την αγορά του που καλύπτει κάθε ανάγκη και γούστο, ιδιαίτερους χώρους πολιτισμού και τέχνης, τα παλαιά νεοκλασικά του σπίτια με τα μπαλκόνια και τις αυλές τους, τις όμορφες γειτονιές του, το Άλσος και τις αλέες του, παραμένει ένα παντοτινό, αγαπημένο σημείο πολύ κοντά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, φορτωμένο μνήμες και γεμάτο ζωή κάθε στιγμή της μέρας. Αρκεί μια βόλτα στους δρόμους του «που ‘ναι πάντοτε γεμάτοι» για να διαπιστώσει κανείς πόσο αληθινό είναι και σήμερα το παλιό, χιλιοειπωμένο τραγουδάκι για αυτή την τόσο ξεχωριστή και όμορφη συνοικία της παλιάς και της σύγχρονης Αθήνας!
Μια άγνωστη ιστορία για το πώς έγινε τραγουδιστής ο Γιάννης Πουλόπουλος, παρουσίασε ο ίδιος σε συνέντευξη που είχε δώσει πριν από πολλά χρόνια. Αυτό που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι τον Πουλόπουλο τον επέβαλε ουσιαστικά ο Μίκης Θεοδωράκης. Διηγείται ο ίδιος:
Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω. Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.
Καυτός, ερωτικός, ξένοιαστος και ποθητός, ο Ιούλιος είναι ο αγαπημένος μήνας των καλοκαιρινών διακοπών, της χαράς και των αποδράσεων! Η επαφή με τη φύση και οι ευκαιρίες για ταξίδια που προσφέρει απλόχερα, στάθηκαν ανέκαθεν πηγή ανεξάντλητης έμπνευσης και δημιουργίας για τους ποιητές μας
«Τὸν Ἰούλιο κάποτε μισανοίξανε τὰ μεγάλα μάτια της μὲς στὰ σπλάχνα μου τὴν παρθένα ζωὴ μιά στιγμὴ νὰ φωτίσουν μακρινὴ μητέρα ρόδο μου ἀμάραντο»
Οι γρίλιες μου φέρνουν την αντηλιά από το απέναντι σοκάκι Σιωπή… ακόμα και η βρύση σταμάτησε να στάζει, όλα είναι λουσμένα στο μεσημέρι, όλα είναι σιωπή και φόβος Μόνο μια μύγα δεν κουράστηκε να φέρνει κύκλους Μες το καυτό το απομεσήμερο, με μάτια ορθάνοιχτα παρακολουθώ μηχανικά τους επίμονους περίπατους της.
Μες το δωμάτιο πλανιέται ακόμα η μυρουδιά του δεκαπενταύγουστου. Η Μαρία ήρθε αμέσως μετά την εκκλησία ντυμένη στα κόκκινα και φεύγοντας ξέχασε πάνω στην καρέκλα της ένα ματσάκι βασιλικό και ριζμαρί που συνήθιζε να βάζει μες στα σφιχτά της στήθη. Τα μάτια μου έπεσαν στο ασυμμάζευτο ακόμα τραπέζι της Κυριακής, Κανείς δεν είχε την δύναμη την ώρα τούτη την περίεργη να το συμμαζέψει Όλοι περιμέναμε να έρθει το απόγευμα Όλοι περιμέναμε να σβήσει το μεσημέρι.
Οι φόβοι που με κυρίευαν άρχιζαν πέρα από την κλεισμένη πόρτα του δωματίου Πιο κει ήταν το δέος, η άγνοια, η ακατανόητη πίκρα που σου άφηνε η ζωή στα άπλετο φως του καλοκαιριού. Η σκιά του απογεύματος μεγάλωνε, οι αυλές γεμίζανε δροσιά, οι πόρτες άνοιγαν. Οι φόβοι του μεσημεριού ξεθώριαζαν έτσι καθώς δινόμουνα σιγά σιγά στην αγκαλιά της νύχτας.
Ήσουνα πάντα με την παρέα του Γιάννη και όταν σε έβλεπα από μακριά μία χαρά πρωτόγνωρη γέμιζε την καρδιά μου. Οι χτύποι της δυνάμωναν και όταν πια συναντιόμασταν τα μάτια σου γινόντουσαν πελώρια και ένα παίξιμο στα χείλη σου πρόδιδε την αγάπη… Ήταν η ώρα που η σκιά έφτανε μέχρι τις γέρικες ελιές του θείου Γιώργου. Δε θυμούμαι πια πότε σταμάτησα να σε συναντώ. Ξέχασα ακόμη και το όνομα σου!
Την ώρα τούτη που η βρύση σταμάτησε να στάζει και που η μάνα δεν ονειρεύεται στο διπλανό κρεβάτι Μόνο μια μύγα βουίζει επίμονα μέσα σε ένα δωμάτιο Όπου πια δεν υπάρχει παρά το κενό…
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]