Οι φόβοι του μεσημεριού

Στην καρδιά του καλοκαιριού τίποτα δεν θα μπορούσε να συνοψίσει καλύτερα όλα όσα σημαίνει αυτή η εποχή για τους ανθρώπους από την ώρα του μεσημεριού… Αυτή τη μοναδική ώρα που η ζέστη πυρώνει την πλάση και η ραστώνη των διακοπών μας βρίσκει νωχελικούς, αγκαλιά με την ανεμελιά και το όνειρο… Για τούτη τη μοναδική αίσθηση του καλοκαιριάτικου μεσημεριού μας μιλούν και τα δύο κείμενα που ακολουθούν, το πρώτο ένα απόσπασμα από την ποιητική συλλογή «Ο Μικρός Ναυτίλος» του Οδυσσέα Ελύτη και το δεύτερο η σύνθεση «Οι φόβοι του μεσημεριού» του Γιώργου Σταυριανού με την υπέροχη φωνή της Κάτιας Δανδουλάκη στην απαγγελία.

«Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο, σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ‘ναι πιο δύσκολο».

Οδυσσέας Ελύτης, «Ο Μικρός Ναυτίλος»

Οι φόβοι του μεσημεριού

«Οι γρίλιες μου φέρνουν την αντηλιά
από το απέναντι σοκάκι,
σιωπή,
ακόμα και η βρύση σταμάτησε να στάζει,
όλα είναι λουσμένα στο μεσημέρι,
όλα είναι σιωπή
και φόβος,
μόνο μια μύγα δεν κουράστηκε να φέρνει κύκλους
μες το καυτό το απομεσήμερο,
με μάτια ορθάνοιχτα
παρακολουθώ μηχανικά τους επίμονους περίπατους της.

Μες το δωμάτιο πλανιέται ακόμα η μυρουδιά του δεκαπενταύγουστου.
Η Μαρία ήρθε αμέσως μετά την εκκλησία
ντυμένη στα κόκκινα
και φεύγοντας
ξέχασε πάνω στην καρέκλα της ένα ματσάκι βασιλικό
και ριζμαρί
που συνήθιζε να βάζει μες στα σφιχτά της στήθη.
Τα μάτια μου έπεσαν στο ασυμμάζευτο ακόμα τραπέζι της Κυριακής,
κανείς δεν είχε την δύναμη την ώρα τούτη
την περίεργη να το συμμαζέψει,
όλοι περιμέναμε να έρθει το απόγευμα,
όλοι περιμέναμε να σβήσει το μεσημέρι.

Οι φόβοι που με κυρίευαν
άρχιζαν πέρα από την κλεισμένη πόρτα του δωματίου,
πιο κει ήταν το δέος,
η άγνοια,
η ακατανόητη πίκρα
που σου άφηνε η ζωή στα άπλετο φως του καλοκαιριού,
η σκιά του απογεύματος μεγάλωνε,
οι αυλές γεμίζανε δροσιά,
οι πόρτες άνοιγαν,
οι φόβοι του μεσημεριού ξεθώριαζαν
έτσι καθώς δινόμουνα σιγά σιγά στην αγκαλιά της νύχτας.

Ήσουνα πάντα με την παρέα του Γιάννη
και όταν σε έβλεπα από μακριά
μια χαρά πρωτόγνωρη γέμιζε την καρδιά μου,
οι χτύποι της δυνάμωναν
και όταν πια συναντιόμασταν
τα μάτια σου γινόντουσαν πελώρια
και ένα παίξιμο στα χείλη σου πρόδιδε την αγάπη,
ήταν η ώρα που η σκιά έφτανε μέχρι τις γέρικες ελιές του θείου Γιώργου.
Δε θυμούμαι πια πότε σταμάτησα να σε συναντώ.
Ξέχασα ακόμη και το όνομα σου!

Την ώρα τούτη που η βρύση σταμάτησε να στάζει
και που η μάνα δεν ονειρεύεται στο διπλανό κρεβάτι,
μόνο μια μύγα βουίζει επίμονα μέσα σε ένα δωμάτιο
Όπου πια δεν υπάρχει παρά το κενό…».

Στίχοι: Γιώργος Σταυριανός, Απαγγελία: Κάτια Δανδουλάκη

Henri Matisse, «Nature morte au bouquet de dahlias et au livre blanc»
(νεκρή φύση με μπουκέτο χρυσανθέμων και λευκό βιβλίο), 1923

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s