Το κτήμα Τατοΐου και η ιστορία του

Το κτήμα Τατοΐου βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Δεκέλειας του δήμου Μεσογείων της αρχαίας Αθήνας, περίπου 15 χλμ. βόρεια του κέντρου. Σήμερα υπάγεται διοικητικά εν μέρει στον δήμο Διονύσου και εν μέρει στον δήμο Αχαρνών – Θρακομακεδόνων ΠΕ Ανατ. Αττικής. Υπήρξε οθωμανικό τσιφλίκι μαζί με τα γειτονικά του κτήματα Μαχούνια και Λιόπεσι, ενώ το τοπωνύμιο «Τατόι» θεωρείται ότι προέρχεται από το όνομα του αλβανοβλάχου φύλαρχου Τατόη, που έζησε στην περιοχή. Μετεπαναστατικά, τα τσιφλίκια αυτά αγοράστηκαν από τον Φαναριώτη ευγενή Αλέξανδρο Καντακουζηνό, με το κτήμα να καταλήγει στον γαμπρό του, σύζυγο της θυγατέρας του Ελπίδας Σκαρλάτο – Σούτσου.

Το θερινό ανάκτορο Τατοΐου (είσοδος)

Βασ. Γεώργιος Α’

Το 1871, ύστερα από παρότρυνση του Ερνέστου Τσίλλερ, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ αγόρασε το κτήμα -συνολικής έκτασης 20.000,00 στρ.- από την οικογένεια Σούτσου αντί 300.000 δραχμών. Αν και ο Τσίλλερ προσδοκούσε να κατασκευάσει ένα τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα, ο Γεώργιος Α’ επιθυμούσε ν’ αποκτήσει ένα κτήμα αναψυχής παρά ένα ακόμα ανάκτορο…

Το 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή, ως ιδιωτικής περιουσίας, του πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του, 47.427,00 στρ., δηλαδή την έκταση που έχει όλη η Ύδρα! Τελικά, η ανέγερση του συγκροτήματος του θερινού ανακτόρου, μετά από αρκετές συμπληρώσεις και τροποποιήσεις του αρχικού σχεδιασμού, ολοκληρώθηκε το έτος 1889.

Ο κήπος του ανακτόρου

Αρχιτεκτονικά σχέδια του ξενοδοχείου «Τατόιον» των θερινών ανακτόρων

Εκτός από τη θερινή βασιλική κατοικία το Τατόι περιείχε υπασπιστήριο, διευθυντήριο, δασονομείο, οικία αρχικηπουρού, σχολείο για τους βασιλόπαιδες, ξενοδοχείο, παρεκκλήσια, την οικία Στουρμ, βουστάσια, μαγειρεία, καταλύματα για το προσωπικό, στρατώνες, κτήρια χωροφυλακής και τηλεπικοινωνιών, αποθήκες και αρκετές ακόμα εγκαταστάσεις και κτίσματα. Υπήρξε το πρώτο κτήμα δασικής αναψυχής στην Ελλάδα και, παράλληλα με τη στρεμματική μεγέθυνσή του, προχώρησε η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του.

Στα έργα αυτά, που ήταν πρωτόγνωρα για την Ελλάδα της εποχής, προϊστάμενος ήταν ο Χανς Λούντβιχ Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, και στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος, Ότο Βάισμαν (1893-1914). Το Τατόι θεωρείται πως αποτέλεσε κυρίως ένα προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α’, ο οποίος το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής όπου κυρίαρχο λόγο θα είχε το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα, προς μεγάλη απογοήτευση του Έρνστ Τσίλλερ, ο οποίος αρχικά εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας… και ήλπιζε ότι θ’ αναλάμβανε στο κτήμα την ανέγερση οικοδομημάτων αντίστοιχου όγκου και εύρους με τα δικά του…

Αρχικά σχέδια για το θερινό ανάκτορο Τατοΐου που δεν υλοποιήθηκαν

Μια αξιόλογη παρουσίαση της πορείας του κτήματος Τατοΐου μέσα στον χρόνο περιέχεται στην ακόλουθη παρουσίαση, με πολλά στοιχεία δασοπονίας και διαχείρισης, αλλά και πληροφορίες για τις δασικές πυρκαγιές που έπληξαν την περιοχή και τη σύνδεση του κτήματος με μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές και περιόδους της νεώτερης ελληνικής ιστορίας:

Το θερινό ανάκτορο

Βασ. Όλγα

Το νέο οίκημα πρωτοκατοικήθηκε από τον βασιλέα Γεώργιο Α’ το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλαιού σπιτιού.

Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι είχε αποκτήσει δύο ναούς, του Προφήτη Ηλία το 1873 και της Αναστάσεως το 1899, ένα υπασπιστήριο, μερικές οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή (διευθυντήριο), τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλαιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.

Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ στο Τατόι

Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Απέκτησε επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημιζόταν στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιοκάστρου δέχτηκε το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α’.

Ξενοδοχείον «Τατόιον»

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ανεγέρθηκαν οι πέτρινοι στρατώνες, ενώ κατά την περίοδο μεταξύ 1913-14, επί βασιλείας Κωνσταντίνου Α’, ανεγέρθηκε και το κτήριο του προσωπικού. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός πως παράλληλα με τον εξελληνισμό της ελληνικής βασιλικής δυναστείας, το Τατόι απώλεσε την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και, οπωσδήποτε, όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό, τον βόρειο χαρακτήρα του. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής, καθώς κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο καθώς και το παλαιό ανάκτορο.

Οι βασιλείς Κωνσταντίνος Α’ και Σοφία

Η ταραχώδης από πολιτικής άποψης περίοδος που ακολούθησε δεν επέτρεπε την άμεση ανασυγκρότηση. Ωστόσο, η τελευταία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, καθώς και, επίσης, στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή, Βασιλείου Δρούβα (1925-1961). Περί το 1930 ανεγέρθηκε το συγκρότημα κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως «μάνδρα», όπως επίσης και ο σταθμός χωροφυλακής.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ στο κέντρο με καλεσμένους του στο ανάκτορο Τατοΐου

Η παλινόρθωση της μοναρχίας οδήγησε μεν στην προσθήκη στο κτήμα του κομψού διευθυντηρίου, του μαυσωλείου καθώς και των διάσπαρτων πέτρινων φυλακίων της Φρουράς, ωστόσο επέφερε ραγδαίες τροποποιήσεις την ίδια την έπαυλη, κατά τη διάρκεια μεγάλων επισκευαστικών εργασιών, οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ του 1937 και του 1939, υπό την επίβλεψη των αρχιτεκτόνων Αναστασίου Μεταξά, Εμμανουήλ Λαζαρίδη και Κωνσταντίνου Σακελλαρίου.

Το ξενοδοχείο «Τατόιον»

Ο βασ. Κωνσταντίνος Α’ δεύτερος από αριστερά με καλεσμένους του στο Τατόι

Ακολούθησε η περίοδος της κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Δρούβας βρέθηκε σε δεινή θέση, καθώς όφειλε να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων και του αντάρτικου της Πάρνηθας, με απώτερο σκοπό τη διάσωση του κτήματος. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1944, η πίεση του «βουνού» αυξήθηκε, ενώ κατά τους φθινοπωρινούς μήνες του ίδιου έτους, οι λεηλασίες πλήθυναν, με τελική κατάληξη μία κατάσταση πλήρους αναρχίας. Κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, το κτήμα καθώς και η έπαυλη διαλύθηκαν πλήρως, ενώ η μικρή κοινωνία που το αποτελούσε άρχισε να μετρά τους πρώτους νεκρούς της, στο γενικότερο χρονικό πλαίσιο του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος βρισκόταν στις απαρχές του. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, πιο συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1945, το κτήμα κάηκε εκ νέου, γεγονός το οποίο, πιθανότατα, οφειλόταν σε βαθύτερα πολιτικά κίνητρα.

Η βασιλική έπαυλις σε καρτ ποστάλ εποχής

Σχέδια και κάτοψη του κτηρίου του Υπασπιστηρίου του συγκροτήματος Τατοΐου

Η περιοχή μετά την πυρκαγιά του 1916

Το 1946, με απώτερο σκοπό το αντιστάθμισμα της απώλειας εσόδων που είχε προέλθει από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας έδωσε έμφαση στην παραγωγή κρασιού, καθώς και γαλακτοκομικών προϊόντων. Το 1952, ανεγέρθηκε το κομψής αρχιτεκτονικής νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως συνολικά τα προϊόντα του κτήματος, πωλούνταν σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα και στρατόπεδα της εποχής. Αρχιτέκτονες του κτήματος κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου ήταν οι Κ. Γκίνης και Αλ. Μπαλτατζής.

Το ανάκτορο Τατοΐου σε επιστολικό δελτάριο εποχής

Με σημείο εκκίνησης τα τέλη του 1948, η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε σε μόνιμη βάση στην έπαυλη, παραμένοντας εντός αυτής έως πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου 1967, ημέρας του βασιλικού Αντικινήματος κατά της Χούντας. Προσωπικότητες της εποχής, όπως ο τσάρος Νικόλαος Β’ της Ρωσίας, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς του Ηνωμένου Βασιλείου Εδουάρδος Ζ’ και Αλεξάνδρα ή, τα τελευταία χρόνια, η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τζάκυ Κέννεντυ και άλλοι το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν εντός αυτού. Το Τατόι υπήρξε θέατρο σκηνών μεγάλης δραματικής εντάσεως, όπως η έξωση του Κωνσταντίνου Α’ το 1917, η αγωνία και ο θάνατος του βασιλέως Αλεξάνδρου, ο θάνατος του βασιλέως Παύλου.

Το νέο βουστάσιο του βασιλικού συγκροτήματος Τατοΐου

Πολλές υπήρξαν και οι επίσημες ή ανεπίσημες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί και οι οποίες επηρέασαν την πορεία των εθνικών και πολιτικών πραγμάτων: ιδιαίτερης σημασίας ήσαν οι διαβουλεύσεις του θέρους του 1915 καθώς και οι συσκέψεις εν όψει της γερμανικής επιθέσεως τον χειμώνα του 1941 ή λόγω της κατάρρευσης του μετώπου τον επόμενο τραγικό Απρίλιο. Τρεις κυβερνήσεις ορκίσθηκαν στο Τατόι: του Ελευθερίου Βενιζέλου τον Αύγουστο του 1915, του Δημητρίου Ράλλη τον Νοέμβριο του 1920 και του Γεωργίου Παπανδρέου τον Φεβρουάριο του 1964.

Ο βασ. Γεώργιος Α’ πρώτος δεξιά, ο διάδοχος Κωνσταντίνος δεύτερος από αριστερά, ενώ
τον κρατά η μητέρα του, βασίλισσα Όλγα και πίσω τους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στο Τατόι

Στην πυρκαγιά που ξέσπασε στις αρχές Αυγούστου 2021 κάηκε μεγάλο τμήμα του δάσους του κτήματος. Επίσης από τη φωτιά καταστράφηκαν το κτήριο προσωπικού, η οικία φροντιστή, το κτήριο τηλεπικοινωνιών (τηλεγραφείο), το δασονομείο, το κτήριο του Διευθυντηρίου καθώς και δύο κοντέινερ στα οποία φυλάσσονταν αντικείμενα του παλατιού.

Φθινόπωρο στο Τατόι

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ με την οικογένειά του ενώ γευματίζουν στο Τατόι
Διακρίνονται η βασίλισσα Σοφία, οι πρίγκιπες Γεώργιος (1890-1947), Αλέξανδρος (1893-1920)
και Παύλος (1901-1964) μετέπειτα βασιλείς των Ελλήνων και οι πριγκίπισσες Ελένη (1896-1982),
μετέπειτα βασιλομήτωρ της Ρουμανίας, Ειρήνη (1904-1974) και Αικατερίνη (1913-2007)

Ιδιοκτησιακό καθεστώς

Το κτήμα περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο συνολικά τρεις φορές, το 1924, το 1973 και το 1994. Πάντοτε, έπειτα από καθεστωτικές αλλαγές, είτε καταβαλλόταν αποζημίωση στην τέως βασιλική οικογένεια, είτε δημευόταν το σύνολο της περιουσίας της. Το 1924, έπειτα από την ανακήρυξη της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, κατασχέθηκε το σύνολο της βασιλικής περιουσίας (δημόσια και ιδιωτική), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Για την ιδιωτική περιουσία επιδικάσθηκε αποζημίωση, την οποία ωστόσο ουδέποτε εισέπραξε η τότε βασιλική οικογένεια. Το 1973 η Χούντα των Συνταγματαρχών προχώρησε στην κατάργηση της μοναρχίας και στη δήμευση του συνόλου της περιουσίας της επιδικάζοντας εκ νέου μία χαμηλής αξίας οικονομική αποζημίωση, την οποία και πάλι ουδέποτε εισέπραξε η τέως βασιλική οικογένεια.

Από το εσωτερικό του ανακτόρου Τατοΐου

Και ναι μεν το πολιτειακό ζήτημα όσον αφορά τη μοναρχία στην Ελλάδα λύθηκε με το δημοψήφισμα του 1974, ωστόσο η οικονομική διαμάχη του ελληνικού δημοσίου με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ κράτησε για αρκετά χρόνια μετά, με τις τελευταίες πράξεις να γράφονται μόλις το 2002 με απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου. Ο τέως βασιλιάς, αν και εγκατέλειψε αυτοβούλως τη χώρα τον Δεκέμβριο του 1967, συνέχισε να λαμβάνει τη βασιλική χορηγία από τη Χούντα, μέχρι το 1973. Ήδη όμως το 1970 είχε εκποιήσει μια μεγάλη αγροτική έκταση του κτήματος Τατοΐου, έναντι πέντε εκατομμυρίων δολαρίων.

Στο διάστημα που μεσολάβησε, ωστόσο, και συγκεκριμένα το 1992, οι υπουργοί Ι. Παλαιοκρασσάς, Σ. Χατζηγάκης και Γ. Σούρλας της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη συνήψαν συμφωνία με τον πρώην μονάρχη, η οποία δεν ανακοινώθηκε δημόσια αλλά ούτε και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής επετράπη στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο να απομακρύνει «προσωπικά αντικείμενα» από το παλάτι, οπότε ο Κωνσταντίνος απέσπασε από το ανάκτορο του Τατοΐου εννέα κοντέινερ με μεικτό βάρος 32 τόνων σε έξι νταλίκες… Το ακριβές περιεχόμενο των κοντέινερ εξακολουθεί να καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου, το οποίο πιθανότατα θα διατηρηθεί στο επέκεινα.

Η βασιλική άμαξα του ανακτόρου επάνω και κάτω: η ίδια άμαξα
σε στιγμιότυπο από τον γάμο της βασίλισσας Σοφίας της Ισπανίας

Σύμφωνα με δηλώσεις του τότε εκπροσώπου της Εθνικής Πινακοθήκης Μιχάλη Δουλγερίδη στο Βήμα τον Ιανουάριο του 2007, η εποπτεία του ελληνικού δημοσίου επί των αντικειμένων που συλλέχθηκαν στα κοντέινερ ήταν στην καλύτερη περίπτωση υποτυπώδης, ενώ συνέβαινε υπό τις έντονες πιέσεις εκπροσώπων της βασιλικής οικογένειας που αποκαλούσαν τα αντικείμενα «οικοσκευή» του Κωνσταντίνου. Πάντως, φαίνεται πως ανάμεσα στα όσα αποσπάστηκαν με την άδεια της κυβέρνησης συμπεριλαμβάνονταν πίνακες μεγάλης αξίας, ενώ δημοσιεύματα της εποχής σημείωναν ότι «πιστεύεται ότι συμπεριλαμβάνονται και τα κοσμήματα των Ρομανόφ του 1830».

Το βασιλικό γραφείο

Ξυλόγλυπτη αφιέρωση σε έπιπλο του ανακτόρου

Σημειώνεται ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε το 2003 κάλυπτε και την κινητή περιουσία που βρισκόταν εντός των ανακτόρων, σημαντικό μέρος της οποίας βρισκόταν ήδη στα χέρια του τέως βασιλιά. Μέρος των πολύτιμων αντικειμένων ρευστοποιήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s το 2007. Προκειμένου να επιτύχει την πώλησή τους, ο Κωνσταντίνος ισχυρίστηκε ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα αποτελούσαν οικογενειακά κειμήλια, τα οποία αγοράστηκαν από την ίδια την οικογένεια για την επίπλωση της οικίας τους ή ως μέρος προσωπικής συλλογής ή αποτελούσαν προσωπικά δώρα συγγενών τους. Ωστόσο, ο οίκος Christie’s στήριξε την προώθηση των αντικειμένων εν μέρει στο γεγονός ότι «η συλλογή καταδεικνύει το εύρος των βασιλικών δυναστικών σχέσεων της Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας», υπονοώντας ότι προέκυψαν στο πλαίσιο διεθνών σχέσεων. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται πως με την κατάλυση της μοναρχίας θα έπρεπε να περάσουν στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου.

Οι τέως βασιλείς Κωνσταντίνος Β’ και Άννα Μαρία

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ακύρωσε τη συμφωνία αυτή με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία της χώρας, και με νέο νόμο αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια από τον Κωνσταντίνο και την οικογένειά του, ενώ η λεγόμενη βασιλική περιουσία πέρασε στην ιδιοκτησία ελληνικού δημοσίου, με την αιτιολογία ότι είχε ήδη απαλλοτριωθεί από τη Χούντα. Ο Κωνσταντίνος προσέφυγε κατά του ελληνικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Στρασβούργο. Το 1988 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποδέχθηκε μόνο το περιουσιακό σκέλος της προσφυγής του τέως μονάρχη και παρέπεμψε την υπόθεση σε νέο τμήμα. Οι διαφορές αφορούσαν το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοΐου και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας.

Άποψη του εσωτερικού διακόσμου του θερινού ανακτόρου

Ένας από τους νομικούς που εκπροσώπησαν τη χώρα στο Στρασβούργο για λογαριασμό του δημοσίου ήταν ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών και πρώην Πρύτανης ΕΚΠΑ, Μιχάλης Σταθόπουλος, ο οποίος είχε δηλώσει: «Παρουσιάσαμε πρώτον, ότι δεν πλήρωνε ποτέ φόρο, φόρο κληρονομιάς και λοιπά. Δεύτερον, ότι όλα τα έξοδα για την περιουσία αυτή επισκευές και λοιπά καταβάλλονταν από το ελληνικό δημόσιο και με πολλά άλλα επιχειρήματα μειώσαμε σε ένα πολύ μικρό ποσό σε σχέση με το αιτούμενο».

Το 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επεδίκασε υπέρ του τέως βασιλιά 13,7 εκατομμύρια ευρώ, σημαντικά μικρότερο ποσό από τα 161 εκατομμύρια που διεκδικούσε ο Κωνσταντίνος. Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», το 2003. Ο τέως βασιλιάς δημιούργησε το «Ίδρυμα Άννα – Μαρία» για να διαθέσει την αποζημίωση σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Με τη λήξη της δικαστικής διαμάχης ο Κωνσταντίνος άρχισε να επισκέπτεται συχνότερα την Ελλάδα για να μείνει τελικά μόνιμα εδώ κατά τα τελευταία χρόνια. Τον επίλογο σε μια ταραχώδη όσο και ιστορική εποχή έβαλε ο θάνατος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, την 10/1/2023, που ετάφη ως ιδιώτης, την 16/1/2023, στο Τατόι δίπλα στους τάφους των γονέων του, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.

Η βασίλισσα Φρειδερίκη με τα παιδιά της στον εξωτερικό χώρο του ανακτόρου στο Τατόι

Πανοραμική άποψη του κτήματος Τατοΐου με το συγκρότημα του ανακτόρου

Η οικοσκευή του ανακτόρου στιβαγμένη άτακτα σε αποθηκευτικούς χώρους.
Πίσω από σωρούς επίπλων και κειμηλίων βρέθηκαν, σε κακή κατάσταση, και οι βασιλικές άμαξες

Εικόνες απελπιστικής εγκατάλειψης και καταστροφής…

Τον Μάρτιο του 2003 το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τον Ιούνιο του 2007 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το κτήμα σε μουσείο. Από το 2012 ο Σύλλογος «Φίλοι του κτήματος Τατοΐου» έχουν θέσει ως στόχο ν’ αποκαταστήσουν το πρώην βασιλικό κτήμα και να το μετατρέψουν σε μουσείο και δημόσιο χώρο.

Δημοπρατούμενοι κινητοί θησαυροί και κειμήλια από το θερινό ανάκτορο Τατοΐου

Στις 20 Ιουλίου 2019, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στις προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή, προανήγγειλε την πολύπλευρη αξιοποίηση του πρώην βασιλικού κτήματος σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Το 2022 στο πλαίσιο των εργασιών, δόθηκαν στη δημοσιότητα φωτογραφίες με έργα τέχνης, άμαξες και άλλα παλιά αντικείμενα αξίας των πρώην ανακτόρων, πολλά από τα οποία ήταν σε απελπιστική κατάσταση…

Δυστυχώς, μολονότι το Τατόι αποτέλεσε υποδειγματική περίπτωση δασικής διαχείρισης και αναψυχής για τη χώρα μας, στα μεταπολιτευτικά χρόνια θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι μαζί με τη βασιλεία έπρεπε να καταργηθεί και η εν γένει προστασία του, ειδικά αφότου η έκταση πέρασε στο ελληνικό δημόσιο. Προφανώς, το δικαιολογημένο μένος κατά της μοναρχίας το πλήρωσε το δάσος και οι πολιτιστικοί θησαυροί… Αντιθέτως η τέως βασιλική οικογένεια αποζημιώθηκε αδρά για τη δήμευση του κτήματος Τατοΐου, ενώ κατάφερε να εξασφαλίσει και την επανάκτηση των κινητών θησαυρών του τέως ανακτόρου με εντελώς αμφίβολης νομιμότητας μεθοδεύσεις, μέσω της μεταφορά τους με κοντέινερς στο εξωτερικό στο πλαίσιο μυστικών συμφωνιών με την ελληνική κυβέρνηση της εποχής, που κρίθηκαν παράνομες. Παράλληλα, πασίγνωστος και κραταιός οίκος δημοπρασιών του εξωτερικού πλούτισε επίσης από το Τατόι ξεπουλώντας, το 2007, σε μυθικές τιμές ό,τι απέμεινε από τα κοντέινερς…

Το ελαιοτριβείο

Στις 10 Φεβρουαρίου 2022 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ) γνωμοδότησε για τις χρήσεις των κτηρίων – μνημείων του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου, στο πλαίσιο των διαδικασιών για τη συνολική προστασία, ανάδειξη και αξιοποίηση του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου. Όλα τα κτήρια έχουν χαρακτηριστεί ως «νεότερα μνημεία». Εκτός από τα κτήρια που ανήκουν στις παραπάνω ενότητες υπάρχουν και περιφερειακά κτήρια, όπως τα Φυλάκια.

Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Προχωρούμε στις διαδικασίες του σχεδίου ανάπτυξης του π. βασιλικού κτήματος στο Τατόι με συνέπεια στα χρονοδιαγράμματα που έχουμε θέσει. Με τη δημοπράτηση, προ ημερών, του έργου για την αποκατάσταση και ανάδειξη του Ανακτόρου, συνολικού προϋπολογισμού 14,3 εκατ. ευρώ, που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης, μπαίνουμε στην τελική ευθεία για την έναρξη των εργασιών με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025. Με δεδομένο ότι οι διαδικασίες για την εκπόνηση των απαιτούμενων εξειδικευμένων μελετών για την ωρίμανση των έργων και εργασιών, που περιλαμβάνει η μελέτη βιωσιμότητας ολοκληρώθηκαν, σήμερα, με τη θετική γνωμοδότηση επί των χρήσεων στα κτήρια, τα χαρακτηρισμένα μνημεία του ιστορικού πυρήνα του κτήματος, οι ρυθμοί επιταχύνονται. Με τη στενή συνεργασία και τον συντονισμό των συναρμοδίων Υπουργείων, και παρά τα προβλήματα που δημιούργησαν στο φυσικό περιβάλλον οι μεγάλες πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε το Κτήμα, μέσα στους χρόνους που έχουν τεθεί, να αποκατασταθεί, όπως του αρμόζει, προκειμένου να αποτελέσει έναν πόλο εθνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος».

Το τμήμα του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου, χαρακτηρισμένο από το 2003 ως «ιστορικός τόπος», περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: 1. Την Ανακτορική, με το ανακτορικό συγκρότημα και τα κτήρια με τις υποστηρικτικές λειτουργίες (Μαγειρεία, Υπασπιστήριο, Κτήριο προσωπικού, οικία Sturm, κτήριο Τηλεπικοινωνιών, οικία Φροντιστή, Χώρος Στάθμευσης). 2. Τη Διοικητική, με κτήρια που σχετίζονται με τη διεύθυνση και τη φύλαξη του Κτήματος (Διευθυντήριο, Δασονομείο, Φυλάκιο εσωτερικής πύλης, οικία Αξιωματικών, Σταθμός Χωροφυλακής, Ξενοδοχείο, Εργατικές κατοικίες – Εργαστήριο εργατών, Πρατήριο καυσίμων), 3. Την ενότητα της Αγροτικής Παραγωγής, με κτήρια με χρήσεις σχετικές με την παραγωγή προϊόντων: α) Κτηνοτροφία (παλαιό Βουστάσιο – παλαιός Στάβλος, Ιπποστάσιο, νέο Βουστάσιο, Χοιροστάσιο) και β) Παραγωγής προϊόντων (Γαλακτοκομείο, Βουτυροκομείο, Οινοποιείο και Ελαιοτριβείο), και 4. την Ταφική ενότητα, με τους βασιλικούς τάφους, το Μαυσωλείο, τον ιερό ναό Αναστάσεως και το κτήριο της Φρουράς των Τάφων.

Οι εγερθείσες χρήσεις των κτηρίων ανά ενότητα είναι οι ακόλουθες:

1. Ανακτορική Ενότητα: Το Ανάκτορο μετατρέπεται σε Μουσείο, ενώ στα Μαγειρεία θα λειτουργήσει το εκδοτήριο εισιτηρίων του Ανακτόρου, πωλητήριο και αναψυκτήριο. Τα υποστηρικτικά κτήρια του Ανακτόρου προορίζονται να λειτουργήσουν ως υποστηρικτικές λειτουργίες του Κτήματος, αλλά και ως χώροι φιλοξενίας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται: Στο Υπασπιστήριο φιλοξενούνται τα Γραφεία Διοίκησης του Κτήματος. Το Κτήριο Προσωπικού μετατρέπεται σε Ξενώνα Υψηλών Προσώπων, η Οικία Sturm και το Κτήριο Τηλεπικοινωνιών χρησιμοποιούνται ως εκθεσιακοί χώροι επιμέρους θεματικών συλλογών. Η Οικία Φροντιστή θα φιλοξενήσει το Αστυνομικό Τμήμα. Η Αποθήκη διατηρείται ως αποθηκευτικός χώρος. Οι Χώροι Στάθμευσης μετατρέπονται σε εργαστήρια συντήρησης. Η Οικία Οδηγών θα στεγάσει τον Πυροσβεστικό Σταθμό και τους προσκόπους από το Κατσιμίδι. Το Συγκρότημα των Στρατώνων μετατρέπεται σε εστιατόριο και χώρο κοινωνικών εκδηλώσεων. Η Οικία Αρχικηπουρού θα στεγάσει το Κέντρο Ελέγχου του Κτήματος (τηλεπικοινωνίες, ασφάλεια, διοίκηση Κτήματος). Η Οικία Δασοφύλακα θα φιλοξενήσει το Κέντρο Πληροφόρησης. Η Γεννήτρια Ηλεκτρικού Ρεύματος θα στεγάσει αποδυτήρια και τους χώρους υγιεινής.

2. Διοικητική Ενότητα: Το Διευθυντήριο, το Δασονομείο, η Οικία Αξιωματικών, ο Σταθμός Χωροφυλακής, το Ξενοδοχείο, τα Κτήρια Α, Β και Γ των Εργατικών Κατοικιών, η Αποθήκη και το Εργαστήριο Εργατών διαμορφώνονται σε ξενώνες για παροχή υπηρεσιών φιλοξενίας. Το Φυλάκιο εσωτερικής πύλης θα λειτουργήσει ως Κέντρο Πληροφόρησης Τατοΐου. Το Θερμοκήπιο και το Πρατήριο Καυσίμων διατηρούν την ίδια χρήση.

3. Παραγωγική Ενότητα: Το Παλαιό Βουστάσιο μετατρέπεται σε έκθεση Αμαξών, το Ιπποστάσιο θα υποστηρίξει τη λειτουργία καφέ, πωλητηρίου, χώρου δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, ψηφιακού κέντρου ενημέρωσης για άλογα. Στο Νέο Βουστάσιο δημιουργείται σε ένα μέρος του έκθεση αγροτικής παραγωγής και στο υπόλοιπο έκθεση των Αυτοκινήτων – Μνημείων, συνεδριακό κέντρο και αναψυκτήριο. Στο Χοιροστάσιο θα λειτουργήσει το κύριο πωλητήριο αναμνηστικών ειδών. Το Οινοποιείο, το Εμφιαλωτήριο, ο Χώρος Στάθμευσης Οινοποιείου αξιοποιούνται για τη λειτουργία Οινοποιείου. Το Σιδηρουργείο, το Ξυλουργείο, το Πεταλωτήριο, οι Κατοικίες Εργατών και η Πλάστιγγα στο συγκρότημα της «Μάνδρας», θα φιλοξενήσουν χρήσεις για τη διάθεση αγροτικών προϊόντων και για αναψυκτήρια. Το Βουτυροκομείο θα φιλοξενήσει το Μουσείο Βουτυροκομείου και το ιατρείο. Ο Χώρος Στάθμευσης θα χρησιμοποιηθεί για τη στάθμευση Ασθενοφόρου. Το Κτήριο Εποχικών Εργατών προορίζεται για χρήσεις εκπαίδευσης μικρής κλίμακας και για χρήσεις εκπαιδευτικές σε συνεργασία με Πανεπιστήμια. Το Γαλακτοκομείο θα φιλοξενήσει αναψυκτήριο – καφέ. Το Ελαιοτριβείο και το Βοηθητικό Κτίσμα του Ελαιοτριβείου θα λειτουργήσουν ως Ελαιουργείο.

4. Ταφική Ενότητα: Περιλαμβάνει το Μαυσωλείο και τον Ιερό Ναό της Αναστάσεως, για τα οποία διατηρείται η αρχική χρήση τους, ενώ στο Φυλάκιο Φρουράς των Τάφων, δημιουργείται έκθεση αρχαιοτήτων Δεκέλειας και ιστορίας του βασιλικού κοιμητηρίου.

Το Φυλάκιο εσωτερικής Πύλης

Για τα περιφερειακά κτήρια προβλέπεται: Τα Φυλάκια Βαρυμπόμπης και Κρυονερίου να λειτουργήσουν ως εγκαταστάσεις υποδοχής στο Κτήμα, ελέγχου στάθμευσης και πώλησης προϊόντων του Κτήματος. Ο Στάβλος Κρυονερίου να λειτουργήσει ως Κέντρο Ιππασίας. Ο Αστυνομικός Σταθμός Βαρυμπόμπης να διαμορφωθεί σε κεντρικό πωλητήριο προϊόντων του Κτήματος. Το Φυλάκιο της Κιθάρας να φιλοξενήσει υπαίθριες δραστηριότητες (πεζοπορία, trekking, παρατήρηση, ιππασία) και αναψυκτήριο. Ο Στάβλος Πλατάνου να λειτουργήσει ως αναψυκτήριο, καφέ και εστιατόριο, ενώ το Κτήριο Κατσιμιδίου προορίζεται για τη μεταστέγαση του συλλόγου «Φίλων του Δάσους Τατοΐου» από το κτήριο των Στρατώνων.

Τοποθεσία – Κλίμα

Το Τατόι είναι βόρειο προάστιο των Αθηνών και αναπτύσσεται στους ανατολικούς πρόποδες της Πάρνηθας. Στην περιοχή βρίσκονται αρκετά κλειστά κέντρα διασκέδασης και κτήματα στα οποία διασκεδάζουν κάτοικοι του λεκανοπεδίου. Επιπλέον, η περιοχή είναι γνωστή για τους ιππικούς ομίλους, στους οποίους κάτοικοι του λεκανοπεδίου έχουν τη δυνατότητα να περνούν τον χρόνο τους στη φύση. Οι πιο διακεκριμένοι όμιλοι σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ο Ι.Ο.Β.Ο.Π. (Ιππικός Όμιλος Βορείων Προαστίων), ο Ι.Ο.Β. (Ιππικός Όμιλος Βαρυμπόμπης) και το Mega Sports (Jockey Club).

Το Σχολείο Βασιλοπαίδων – Οικία Λύδερς

Το Τατόι έχει μεσογειακό κλίμα με δροσερούς χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια. Στις 10 Ιουλίου 1977 o σταθμός της Ε.Μ.Υ κατέγραψε, μαζί με την Ελευσίνα, το επίσημο ρεκόρ Ευρώπης με 48.0°C, ενώ ο σταθμός του Ε.Α.Α κατέγραψε την ίδια ημέρα το ανεπίσημο ρεκόρ των 48.7°C. Το κτήμα Τατοΐου συνορεύει βορειοδυτικά με τους Θρακομακεδόνες, βόρεια με την περιοχή της Βαρυμπόμπης, βορειοανατολικά με το Κρυονέρι, δυτικά με το Ολυμπιακό Χωριό, ανατολικά με τη Νέα Ερυθραία και την Εκάλη, νοτιοδυτικά επίσης με το Ολυμπιακό Χωριό, νότια και νοτιοανατολικά με την Κηφισιά.

Το δάσος Τατοΐου

Κτήρια και εγκαταστάσεις

Το πρώην Βασιλικό Κτήμα Τατοΐου υποδιαιρείται σε τρεις αυτόνομες και αυτοτελείς ενότητες: α) την Ανακτορική, β) τη Διοικητική και γ) τη Γεωκτηνοτροφική – Οικιστική ενότητα, το αποκαλούμενο «Χωριό». Ξεχωριστή ενότητα του Κτήματος αποτελεί το Βασιλικό Κοιμητήριο.

Το κτήμα Τατοΐου σε παλαιό επιστολικό δελτάριο

α) Ανακτορική Ενότητα

Βασιλική έπαυλη – Ανάκτορο

Όπως μας δείχνει χάρτης του Κτήματος τους έτους 1878-79, φαίνεται καθαρά ότι η θέση στην οποία κτιζόταν η βασιλική κατοικία έχει ήδη επιλεγεί, καθότι έχει είδη αρχίσει η διαμόρφωση του κήπου μπροστά της. Ωστόσο, η διαδικασία ανέγερσης της κατοικίας δεν ξεκίνησε παρά μόνο το 1880, με την αποστολή του νεαρού αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη στην Αγία Πετρούπολη, με εντολή, εκ μέρους του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας, ν’ αντιγράψει μια από τις επαύλεις του πάρκου και του ανακτόρου του Πέτερχοφ, στη νότια ακτή του Φιννικού κόλπου. Επρόκειτο για την έπαυλη Ferme (Αγροικία), στην οποία αρέσκονταν να κατοικεί ο τσάρος Αλέξανδρος Β’, αδερφός του πατέρα της βασίλισσας Όλγας.

Το θερινό ανάκτορο εντός του κτήματος Τατοΐου

Βασ. Αλέξανδρος

Η «Αγροικία» ήταν έργο του Άνταμ Μανελάους ή Μένελας (1753-1831), ο οποίος βρέθηκε στη Ρωσία, ως μέλος της συνοδείας του διάσημου σκωτσέζου αρχιτέκτονα Charles Cameron. Κτίσθηκε μεταξύ 1826-1829, σε αγγλικό νεογοτθικό ρυθμό και μας είναι γνωστή, στην αρχική της μορφή, από απεικόνιση του έτους 1845.

Επί βασιλέως Αλεξάνδρου (1855-1881) η «Αγροικία» επεκτάθηκε με την προσθήκη ορόφου στο ισόγειο τμήμα της. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η αποκατάστασή της και η αυθεντική εκ νέου επίπλωσή της. Λειτουργεί ως Μουσείο αφιερωμένο στον βασιλιά Αλέξανδρο Β’.

Ο Γεώργιος Α’ στο μπαλκόνι του ανακτόρου

Στο Τατόι, οι εργασίες ανέγερσης διήρκεσαν από την άνοιξη του 1884 έως τα τέλη του 1886. Ωστόσο, οι σημαντικές χωματουργικές εργασίες προς την πλευρά του κήπου, καθώς και η ολοκλήρωση της εσωτερικής διακόσμησης, καθυστέρησαν την εγκατάσταση της βασιλικής οικογενείας στη νέα έπαυλη. Τα εγκαίνια τελικά τελέσθηκαν με απλότητα την Πέμπτη 18 Μαΐου 1889. Μπροστά στη νότια πλευρά, τοποθετήθηκε το χάλκινο άγαλμα έφιππου «Κοζάκου κυνηγού», έργο του γλύπτη Ιευγκένη Ιευγκένεβιτς Λανσεράι (1848-1886), το οποίο η βασίλισσα Όλγα είχε αγοράσει και μεταφέρει από τη Ρωσία.

Η έπαυλη χρησίμευε ως κύρια θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία κατοικούσε σε αυτήν από τον Μάιο έως το προχωρημένο φθινόπωρο. Μόνο το 1909-10 η βασιλική οικογένεια διαχείμασε στο Τατόι, λόγω των πολιτικών γεγονότων της εποχής, κυρίως όμως λόγω της πυρκαγιάς, που είχε καταστήσει τα Ανάκτορα Αθηνών -σημερινή Βουλή- ακατοίκητα. Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη το 1913, η βασίλισσα Όλγα διέμεινε για ένα διάστημα στην έπαυλη, η οποία σύμφωνα με τη διαθήκη του συζύγου της, της άνηκε. Λόγω της καταστροφής της δικής του έπαυλης στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ής Ιουνίου 1916, μεταφέρθηκε σε αυτήν και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Στις 12 Οκτωβρίου 1920 πέθανε εκεί από δάγκωμα πιθήκου, μετά από εβδομάδες φρικτής αγωνίας, ο βασιλεύς Αλέξανδρος.

Η μοιραία επίθεση μαϊμούς στον βασιλιά Αλέξανδρο, στις 17 Σεπτέμβρη 1920

Κατά την περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935), το ανάκτορο χρησίμευε ως θερινή κατοικία του αρχηγού του Κράτους και διέμεινε εκεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τμήμα του Ανακτόρου, επισκέψιμο στο κοινό, λειτούργησε ως μικρό μουσείο της Δυναστείας. Μετά την παλινόρθωση, τη διετία 1937-39, κατ’ επιθυμία του Γεωργίου Β’, που επεδίωκε να διαμένει στο Τατόι και τον χειμώνα, η έπαυλη εκσυγχρονίστηκε εσωτερικά, απέκτησε λουτρά και κεντρική θέρμανση και υπέστη σοβαρές μετατροπές κυρίως εξωτερικά, οι οποίες όμως αλλοίωσαν κυρίως την προς τον κήπο όψη της.

Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Ανάκτορο σφραγίστηκε από τον γερμανό κατακτητή. Υπάρχουν δε μαρτυρίες ότι όποιοι από τους Γερμανούς μπήκαν στον πειρασμό να προσπαθήσουν να μπουν στο εσωτερικό του Ανακτόρου, τιμωρήθηκαν σκληρά από τον διοικητή τους. Το Ανάκτορο λεηλατήθηκε, μαζί με το υπόλοιπο κτήμα, την περίοδο των Δεκεμβριανών. Μετά τον πόλεμο επισκευάσθηκε πρόχειρα, λόγω των πενιχρών οικονομικών της χώρας, και από τα τέλη του 1948 και μετά χρησιμοποιήθηκε ως μόνιμη πλέον κατοικία από τη βασιλική οικογένεια. Λόγω αυτού, διαδραματίσθηκαν σε αυτή σημαντικά γεγονότα της εθνικής και πολιτικής ιστορίας μας, ενώ την επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν εκεί αρχηγοί κρατών και διεθνούς φήμης προσωπικότητες. Ο βασιλεύς Παύλος πέθανε στο Τατόι, στις 6 Μαρτίου 1964.

Το πρώτο Ανάκτορο, «Ανάκτορο Κωνσταντίνου»

Αρχιτέκτων του αρχικού ανακτόρου υπήρξε ο γνωστός σε όλους Ερνέστος Τσίλλερ, ο οποίος αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι έκτισε στο Τατόι για τον βασιλέα Γεώργιο μια βίλλα «Ελληνοελβετικού» ρυθμού, χωρίς να εξηγεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Επρόκειτο για ένα διώροφο σπίτι πάνω σε ένα αρκετά υψηλό βάθρο, με έξη ανοίγματα στη μακρά του πλευρά και τρία στη στενή, αέτωμα κοσμημένο με ζωγραφικές παραστάσεις καθώς και ανθέμια και ακροκέραμα στη δίρριχτη στέγη του.

Το πρώτο Ανάκτορο ή «Ανάκτορο Κωνσταντίνου», έργο του Ερνέστου Τσίλερ

Αποτελούσε την κατά πολύ απλουστευμένη εκδοχή μιας πρότασης «δευτερεύοντος» κτηρίου στο Τατόι, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στο αρχείο Τσίλλερ στην Εθνική Πινακοθήκη. Στα ανατολικά της κεντρικής σκάλας που οδηγούσε στον εξώστη της κυρίας εισόδου, τοποθετήθηκε το μαρμάρινο άγαλμα του «Ψαρά» του γλύπτη Δημητρίου Φιλιππότη. Τα εγκαίνια της επαύλεως πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 7 Απριλίου 1874. Παρ’ όλο που το οίκημα προοριζόταν για «ξενώνας», χρησιμοποιήθηκε από τον Γεώργιο Α’ ως θερινή κατοικία του μέχρι το 1889, έτος που κατοικήθηκε το κυρίως «παλάτι».

Ο φυτικός πλούτος στο Τατόι

Στη παλιά έπαυλη εγκαταστάθηκε τότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος την ίδια χρονιά παντρεύτηκε. Στο διάστημα αυτό, το κτήριο αναμορφώθηκε με την προσθήκη ενός χαμηλού τρίτου ορόφου, χάνοντας μέρος του νεοκλασικού εξωτερικού του διακόσμου καθώς και τις αρμονικές αρχικές αναλογίες του. Λόγω του μικρού του μεγέθους, οι τελετές και τα επίσημα γεύματα εκτυλίσσονταν στην ευρύχωρη αυλή μπροστά του. Πλείστα σημαντικά πολιτικά γεγονότα έλαβαν χώρα σ’ αυτό. Εκεί επίσης γεννήθηκε ο μετέπειτα βασιλιάς Γεώργιος Β’, το 1890. Ο Κωνσταντίνος εξακολούθησε να το κατοικεί έως τη μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916, που το κατέκαψε. Έκτοτε το «ανάκτορο του Κωνσταντίνου» γίνεται το «καμένο σπίτι», τα ερείπια του οποίου κατεδαφίζονται το 1937. Ίχνη τους σώζονται ακόμη και σήμερα, μέσα στην πυκνή βλάστηση.

Δρόμοι για ήσυχους περιπάτους μέσα στην ομορφιά της φύσης

Το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία

Το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία έλαβε το όνομά του από ένα ερειπωμένο εξωκκλήσι γειτονικού λόφου και ήταν το πρώτο κτίσμα που περατώθηκε (πρώτη αναφορά στις 21/5/1873) στο κτήμα μετά την αγορά του Τατοΐου από τον Γεώργιο Α’. Η κατασκευή του οφείλεται στο έντονα ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα και την ευλάβεια της βασίλισσας Όλγας. Είχε τη μορφή μικρής μονόχωρης βασιλικής ιταλοβυζαντινής αισθητικής, με ένα κομψό καμπαναριό, για μια μόνο καμπάνα, πάνω από την είσοδο. Συνδεόταν με την πλατεία του παλαιού ανακτόρου με στοά από υψηλούς πεσσούς και σιδερένια πέργκολα καλυμμένη από πλούσια φυλλώματα. Στον Προφήτη Ηλία ετελείτο η Θεία Λειτουργία καθώς και δοξολογίες επ’ ευκαιρία εορτών, επετείων ή άλλων γεγονότων της ζωής των μελών της βασιλικής οικογένειας. Κάηκε και αυτό, όπως και το Ανάκτορο Κωνσταντίνου, στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ής Ιουνίου 1916. Οι φορητές εικόνες του ωστόσο διασώθηκαν από τον πρίγκιπα Χριστόφορο την ώρα της φωτιάς και μεταφέρθηκαν πολύ αργότερα από τον Βασιλέα Παύλο στον ναό της Αναστάσεως, στο βασιλικό κοιμητήριο.

Ο χώρος του Προφήτη Ηλία

Τα μαγειρεία

Το υπάρχον κτίσμα ολοκληρώθηκε το 1939, είναι δηλαδή σύγχρονο της μεγάλης σε έκταση ανάπλασης που έγινε προπολεμικά στο Ανάκτορο. Στο αρχείο του Κτήματος, αναφέρεται ως επιβλέπων αρχιμάστορας των εργασιών ο Δημήτριος Φούρναρης, αλλά δεν αποκαλύπτεται το όνομα του αρχιτέκτονα, που ίσως ήταν ο Περικλής Σακελλάριος. Τα μαγειρεία διαθέτουν πλήρες και χωριστό τμήμα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, δωμάτια για το προσωπικό και αποθηκευτικούς χώρους. Μέσω ενός υπογείου διαδρόμου, επικοινωνούν με το παλάτι το οποίο επίσης διέθετε πλήρη κουζίνα στο ημιυπόγειο. Περίπου ταυτόχρονα κατασκευάζεται δίπλα στα μαγειρεία αντιαεροπορικό καταφύγιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους εργαζόμενους στο κτήμα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τοποθετούνται παραπλεύρως τα τεράστια boiler για τη θέρμανση της πισίνας που τότε κατασκευάστηκε.

Τα μαγειρεία

Στην ίδια θέση προϋπήρξαν και τα παλιά μαγειρεία, έργο του Σάββα Μπούκη (περί το 1890), των οποίων σώζεται ένα αχρονολόγητο σχέδιο, στην ίδια σελίδα μαζί με το σχέδιο των μαγειρείων του Mon Repos, στο Αρχείο Αρχιτεκτονικής Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μπενάκη. Το κτήριο ήταν διώροφο, με εμφανή λιθοδομή και διέθετε τμήμα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, καθώς και δωμάτια ύπνου στον όροφο. Είναι λογικό να υπήρχε ήδη η υπόγεια σήραγγα. Το έτος 1925-26, περιελήφθη στα κτήρια της Πρακτικής Γεωργικής Σχολής για ορφανά (Εθνικόν Αγροτικόν Ορφανοτροφείον Δεκελείας), με τις αίθουσες του ισογείου να χρησιμεύουν στη διδασκαλία και τα δωμάτια στον όροφο ως χώροι ύπνου του διδακτικού προσωπικού.

Το υπασπιστήριο

Το κτήριο αυτό ήταν το αντίγραφο μικρής βίλλας στο Bernstorff της Δανίας. Σχέδιο του Σάββα Μπούκη φιλοτεχνημένο «εν Τατοΐω τη 26η Νοεμβρίου 1890», αποκαλύπτει την αρχική γραφική όψη του κτηρίου που περατώθηκε στα 1892. Μολονότι αναφέρεται ως «σφαιριστήριο», επρόκειτο για κτήριο που εξαρχής στέγαζε δύο σαφώς ξεχωριστές λειτουργίες: το σφαιριστήριο, με είσοδο αποκλειστικώς από τη χαμηλή βεράντα στη νότια πλευρά, και το υπασπιστήριο, στο οποίο διέμεναν ο/οι υπασπιστές υπηρεσίας με είσοδο στην ανατολική πλευρά.

Το Υπασπιστήριο

Ενίοτε πραγματοποιούνταν στο σφαιριστήριο οι σχολικές εξετάσεις των βασιλοπαίδων. Το υπασπιστήριο στέγασε το πρώτο διάστημα το τηλεφωνικό κέντρο του Τατοΐου, που μεταφέρθηκε εκεί από το παλάτι, όπου ήταν αρχικά. Επί Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935) το κτήριο νοικιαζόταν το καλοκαίρι σε παραθεριστές. Στη περίοδο της Παλινόρθωσης υπέστη ριζική αναδιάταξη, με την ενοποίηση όλου του ισογείου, τη διαίρεση του παλιού σφαιριστηρίου σε δύο επικοινωνούντα μεταξύ τους δωμάτια, την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και την κατασκευή στον όροφο λουτρού.

Στην Κατοχή χρησιμοποιήθηκε από τις γερμανικές αρχές ως κατάλυμα αξιωματικών που επέστρεφαν από δύσκολες αποστολές και είχαν ανάγκη να αναπαυθούν και ν’ αναρρώσουν. Στην περίοδο της βασιλείας του Παύλου διέμενε στο κτήριο, εκτός από τον υπασπιστή υπηρεσίας, ο γυμναστής του διαδόχου, η οικονόμος της βασιλικής επαύλεως, ενώ ένα δωμάτιο που έμενε ελεύθερο, διετίθετο ενίοτε σε μέλη του προσωπικού, πιο κοντινά στους βασιλείς, που για κάποιο λόγο είχαν ανάγκη να ξεκουραστούν και ν’ αναλάβουν δυνάμεις στον καθαρό αέρα του Τατοΐου.

Σκάλα στην αυλή του Υπασπιστηρίου

Στο υπασπιστήριο πραγματοποιήθηκε, περί τα τέλη Νοεμβρίου 1966, μεταξύ του Γεωργίου Παπανδρέου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του πρέσβη Δ. Μπιτσίου, διευθυντού του πολιτικού γραφείου του βασιλέως, η πρώτη από τις δύο μυστικές συναντήσεις, που κατέληξαν στη συμφωνία του Τατοΐου, στόχος της οποίας ήταν η διάνοιξη της πορείας της χώρας προς τις εκλογές. Επί Επταετίας, κτίσθηκαν στον όροφο στη νότια πλευρά, ακαλαίσθητες προσθήκες που απομακρύνθηκαν κατά την πρόσφατη αποκατάσταση του κτηρίου από το υπουργείο Πολιτισμού.

Κτήριο προσωπικού

Η ανέγερση του κτηρίου του προσωπικού πρέπει να συνδεθεί με την ανάληψη της βασιλείας από τον Κωνσταντίνο Α’, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νέος βασιλεύς εξακολουθεί να κατοικεί στο παλαιό μικρό ανάκτορο, καθώς η κυρίως βασιλική έπαυλη είχε δοθεί, βάσει της διαθήκης του Γεωργίου του Α’, στη μητέρα του Όλγα. Περατώθηκε την άνοιξη του 1914. Πιθανός αρχιτέκτων ο Αναστάσιος Μεταξάς. Πρόκειται για ένα μακρόστενο διώροφο λιτότατο κτήριο, με δώδεκα ανά όροφο δωμάτια και ένα ευρύτερο στο κέντρο του κάθε ορόφου, που χρησίμευε ως εντευκτήριο.

Το κτήριο του προσωπικού

Στην περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας το κτήριο προσωπικού στέγασε το Εθνικό Αγροτικό Ορφανοτροφείο Δεκέλειας. Εκσυγχρονίσθηκε περί το 1950 με την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και την κατασκευή λουτρών σε κάθε όροφο. Μετά την καταστροφική πυρκαγιά, που έπληξε την περιοχή το καλοκαίρι του 2021, το κτήριο προσωπικού αποτεφρώθηκε όπως επίσης και η οικία Στουρμ, το κτήριο Τηλεπικοινωνιών, η οικία Φροντιστή, το κτήριο της ταφική Φρουράς, το Δασονομείο και το Διευθυντήριο.

Το κτήριο προσωπικού μετά την πυρκαγιά του 2021

Η κατοικία του Φροντιστή

Είναι η κατοικία του επικεφαλής το ανδρικού προσωπικού των ανακτόρων. Το σημερινό κτήριο χρονολογείται την προπολεμική περίοδο, καθώς δεν διαφέρει αισθητικά από τα φυλάκια της φρουράς που τότε κτίζονταν σε διάφορα σημεία του κτήματος. Στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερα ένας μικρός στρατώνας για τη φρουρά των δύο ανακτόρων, ενώ η προφορική τοπική παράδοση συνδέει το κτίσμα με το νοσοκομείο της βασίλισσας Όλγας, στο οποίο εξετάζονταν από τον αυλικό ιατρό, με τη βασίλισσα να εκτελεί χρέη νοσοκόμας, οι χωρικοί της περιοχής, ασθενείς ή τραυματίες. Κατά την πυρκαγιά του 2021 η κατοικία του Φροντιστή αποτεφρώθηκε.

Η κατοικία του Φροντιστή

Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών

Ήταν αρχικώς το λημέρι του Χόλτσμαν, του αγαθού πρώτου τηλεγραφητή του Τατοΐου, ρητά του οποίου, γραμμένα σε γοτθική γραφή, διακρίνονται ακόμη στον τοίχο ορισμένων δωματίων. Η πυρκαγιά του 1916 «τσουρούφλισε», πλην όμως δεν κατέστρεψε το κτήριο, στο οποίο αργότερα μεταφέρθηκε και το τηλεφωνικό κέντρο των ανακτόρων, από το υπασπιστήριο, όπου στεγαζόταν προηγουμένως. Στην περίοδο της βασιλείας του Παύλου Α’ και του Κωνσταντίνου Β’, εργάζονταν στις τηλεπικοινωνίες του Τατοΐου πέντε τηλεφωνητές, τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, και ένας προϊστάμενος, όλοι υπάλληλοι του ΟΤΕ. Βοηθός τους και νυχτοφύλακας ήταν ένας χωροφύλακας που ανελάμβανε να ξυπνά τον τηλεφωνητή για να κάνει τη σύνδεση, στις σπάνιες νυχτερινές κλήσεις. Η βάρδια ήταν 24ωρη. Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών αποτεφρώθηκε κατά την καταστροφική πυρκαγιά του 2021 μαζί με όμορα κτήρια.

Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών

Η οικία Sturm

Εναπόκειται στην ιστορική έρευνα ν’ αποδείξει, κατά πόσον η σημερινή μορφή του κτηρίου είναι η αρχική ή αν προστέθηκε σε αυτό ο δεύτερος όροφος, ταυτόχρονα με την προσθήκη του τρίτου ορόφου στο πρώτο ανάκτορο το 1888-89, με το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες. Η οικία Στουρμ είναι κτίσμα του 1874 και επομένως είναι το παλαιότερο σωζόμενο κτήριο του Κτήματος. Υπήρξε εξ αρχής παρακολούθημα της πρώτης βασιλικής κατοικίας, χρησιμεύοντας ίσως και ως Υπασπιστήριο. Αργότερα εμφανίζεται στα τοπογραφικά ως «Κατοικία Οινοποιού», που την περίοδο εκείνη ήταν ο γάλλος Cornillon (ο κ. «Κορνήλιος» των ανθρώπων του κτήματος).

Η οικία Στουρμ

Το κτήριο οφείλει την ονομασία του στον Στουρμ, τον βερολινέζο αγρονόμο – οινοποιό, που την κατοίκησε επί μακρόν μαζί με τη γυναίκα του, και του οποίου το όνομα είναι συνδεδεμένο με το τραγικό περιστατικό που στοίχισε τη ζωή στον 27χρονο βασιλιά Αλέξανδρο, καθώς στον Στουρμ ανήκε ο πίθηκος που τραυμάτισε τον νεαρό ηγεμόνα και στην ομώνυμη οικία παρασχέθηκαν στον Αλέξανδρο οι πρώτες βοήθειες. Ο ίδιος ο Στουρμ πέθανε αργότερα από κατάθλιψη.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος με το αυτοκίνητο και το σκύλο του, όπως ακριβώς μετέβη,
την 17/9/1920, στο σημείο όπου συνέβη το μοιραίο για τη ζωή του δυστύχημα

Στην περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας το σπίτι νοικιαζόταν σε παραθεριστές, στη δε Κατοχή χρησίμευε ως αναπαυτήριο γερμανών αξιωματικών που επέστρεφαν από το μέτωπο. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Παύλου, παραχωρήθηκε στην οικογένεια ενός απόστρατου χωροφύλακα, η οποία έκαμε στο κτήμα διάφορες μικροδουλειές.

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στο νεκροκρέβατό του στο Τατόι

Τα γκαράζ

Τα γκαράζ καθώς και δύο μονόχωροι οικίσκοι (πιθανώς καταλύματα των οδηγών υπηρεσίας) κτίσθηκαν μέσα στη διετία 1937-39, στη θέση των παλαιών ανακτορικών σταύλων, που κάηκαν στην πυρκαγιά του 1916. Από παλιούς χάρτες, αλλά και από φωτογραφίες τραβηγμένες από μακριά, στις αρχές του 20ού αιώνα, συμπεραίνουμε ότι το συγκρότημα αυτό αποτελείτο από ένα μεγάλο στενόμακρο κτήριο, τον κύριο σταύλο αλόγων, ένα διώροφο σπίτι στα δυτικά του, κάθετο σε αυτόν, και ένα δεύτερο μικρότερο οίκημα, σχεδόν απέναντι από την οικία Στουρμ, επίσης με οξυκόρυφη δίρριχτη στέγη.

Τα γκαράζ των ανακτόρων

Ανάμεσα στο συγκρότημα των σταύλων και τη λοιπή αυλική ενότητα του κτήματος, διερχόταν η πρώτη, μετά το 1890, παράκαμψη της δημόσιας οδού Αθηνών – Χαλκίδας. Μετά την κατάργηση της βασιλείας κτίσθηκε, στην ανατολική πλευρά της αυλής, παράλληλα προς τα γκαράζ, μια πρόχειρη αποθήκη για τη φύλαξη μικρών, ταχυπλόων σκαφών, που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια.

Βασιλική Ρολς Ρόις και το φορτηγό των ανακτόρων

Οι βασιλικές άμαξες και τα αυτοκίνητα μετά τις εργασίες καθαρισμού και συντήρησής τους

Οι Στρατώνες

Οι Στρατώνες κτίσθηκαν στα χρόνια του βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ (περίπου το 1913-15) και συμπληρώθηκαν σε έκταση κατά την Παλινόρθωση. Το γεγονός όμως ότι έγγραφο των αρχών της δεκαετίας του 1950 αναφέρει τους Στρατώνες ως νεόδμητους, φανερώνει ότι δεινοπάθησαν κατά την πολεμική περίοδο και ότι επισκευάστηκαν εκ βάθρων ή και επεκτάθηκαν, λόγω της μόνιμης εγκατάστασης της βασιλικής οικογένειας στο Τατόι. Είχαν θαλάμους στρατωνισμού τόσο για τους Ευζώνους της Ανακτορικής φρουράς όσο και για τους χωροφύλακες και τους άλλους οπλίτες της φρουράς του Τατοΐου. Από το 1983 και μετά, το κτήριο χρησιμοποιείται ως έδρα του Συλλόγου «Οι φίλοι του δάσους».

Οι Στρατώνες

Ο Πύργος στο «Ρολόι»

Πρόκειται για τον παλιό ανεμόμυλο του κτήματος από τα χρόνια του Σκαρλάτου Σούτσου (1842-1872), στον οποίο ο Γεώργιος Α’ πρόσθεσε, πριν το 1877, έναν επί πλέον όροφο και στεφανώνοντάς τον με επάλξεις, του έδωσε όψη μεσαιωνική. Στο ισόγειο εγκαταστάθηκε ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα της αρχαίας Δεκέλειας, ενώ στον δεύτερο και τρίτο όροφο ένα φυσιολατρικό μουσείο για τα θηλαστικά, πτηνά και τα ερπετά της Πάρνηθας. Το μουσείο ήταν επισκέψιμο, κατόπιν αδείας, στους εκδρομείς, στους φοιτητές και σε μαθητές σχολείων. Στην κορυφή του πύργου τοποθετήθηκε ένα ρολόι, που έδωσε και το όνομά του στον λόφο, καθώς και ο κοντός στον οποίον κυμάτιζε η βασιλική σημαία κάθε φορά που ο βασιλεύς ήταν παρών στο Τατόι.

Ερείπια του Πύργου στο Ρολόι

Ο Πύργος καταστράφηκε ολοσχερώς στη μεγάλη πυρκαγιά του 1916, οι δε πέτρες του χρησιμοποιήθηκαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, στην ανέγερση της «μάνδρας». Περί το 1958-59, οι πριγκίπισσες Σοφία και Ειρήνη, υπό την καθοδήγηση της αρχαιολόγου Θεοφανούς Αρβανιτοπούλου, διενεργώντας ανασκαφές, απεκάλυψαν την κυκλική βάση του πύργου, στην οποία συγκέντρωσαν τα διάσπαρτα αρχαία ευρήματα και διαμόρφωσαν ένα πρόχειρο υπαίθριο αρχαιολογικό εκθετήριο.

Το Σχολείο των Βασιλοπαίδων – Οικία Λύδερς

Το Σχολείο των Βασιλοπαίδων ήταν ένα ρομαντικό διώροφο σπίτι της περιόδου 1873-1878 (σημειώνεται στον χάρτη του Μύντερ, πρώτου διευθυντού του κτήματος, του έτους 1878-79), στον λόφο του Ρολογιού, κτίσμα βοηθητικό των ανακτόρων. Χρησίμευσε ως κατάλυμα των καθηγητών των βασιλοπαίδων, ως κατοικία του Όθωνα Λύδερς, «διευθυντή της αγωγής» των παιδιών του Γεωργίου Α’ (εξ ου και η προσωνυμία «οικία Λύδερς»), ως κατοικία του μαιευτήρα των πριγκιπισσών, κυρίως όμως ως ξενώνας του παλατιού, που διετίθετο σε άτομα τα οποία το βασιλικό ζεύγος προσκαλούσε να διαμείνουν στο Τατόι. Κάηκε, και αυτό, στην πυρκαγιά του 1916. Τα ερείπιά του κατεδαφίστηκαν το 1939. Ορισμένα μαρμάρινα μέλη του μεταφέρθηκαν για να στολίσουν την πύλη της Βαρυμπόμπης, κυρία πύλη του κτήματος.

Αρχιτεκτονικό σχέδιο του Σχολείου Βασιλοπαίδων – Οικίας Λύδερς

Το Φυλάκιο της εσωτερικής Πύλης

Η ανέγερση του νέου ανακτόρου και η οριστική οριοθέτηση του βασιλικού κήπου επέφεραν, περί το 1889-90, τον διαχωρισμό της αυλικής ενότητας από το υπόλοιπο κτήμα. Η δημόσια οδός της Χαλκίδος εξετράπη προς δυσμάς και στο σημείο της συνάντησής της με την οδό που, κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του κήπου οδηγεί στα Ανάκτορα, κατασκευάστηκε εσωτερική Πύλη με σκοπιά και γυλάκιο της ανακτορικής φρουράς. Το ύφος του Φυλακίου είναι υπερβόρειο και θυμίζει αντίστοιχα κτήρια στη Δανία. Στο εσωτερικό του Φυλακίου υπάρχει τζάκι, πλάι δε στην είσοδο, στο πρόστυλο, είναι κατασκευασμένη μεταλλική οπλοθήκη για τον οπλισμό των ανδρών της Φρουράς.

Το Φυλάκιο της εσωτερικής Πύλης

Η οικία του Αρχικηπουρού

Η οικία του Αρχικηπουρού ήταν διώροφο γραφικό κτίσμα της δεκαετίας του 1880 που προοριζόταν για κατοικία του αρχικηπουρού, θέση την οποία, επί πολλά έτη, κατείχε ο Θεολόγος Διαμαντίδης. Επί Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας παραθέριζε σε αυτήν ο λογιστής του κτήματος ονόματι Οικονόμου, που τον χειμώνα κατοικούσε λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο δυτικά. Εξ ου και στις πηγές αναφέρεται συχνά ως «οικία Οικονόμου». Έκτοτε δεν είχε συγκεκριμένη χρήση, όπως επίσης δεν είχε και το διπλανό του μικρότερο κτήριο, που στο τοπογραφικό του 1896 αναφέρεται ως σταύλος και στο οποίο, την ίδια περίοδο με τον Οικονόμου, παραθέριζαν επίσης στελέχη της διοίκησης του κτήματος. Για ένα βραχύ διάστημα, προ του 1935, διετέλεσε σχολείο των παιδιών του κτήματος. Η οικία του κηπουρού που σωζόταν άρτια σχεδόν, έως το 2000, κατέρρευσε στη συνέχεια. Οι τοίχοι στο κλιμακοστάσιο είχαν ένα έντονο κοραλί χρώμα, ενώ τα δωμάτια στον όροφο ήταν βαμμένα με χρώμα λουλακί. Πιθανός εμπνευστής του σχεδίου της, μαζί με τον βασιλέα Γεώργιο Α’, ήταν ο Σάββας Μπούκης.

Η οικία του Αρχικηπουρού – Οικία Οικονόμου

Το Θερμοκήπιο της βασίλισσας Φρειδερίκης

Πρόκειραι για λιτό, θερμαινόμενο θερμοκήπιο για λαχανικά, στο βόρειο άκρο του οπωρώνα των ανακτόρων. Κτίσθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 για να προμηθεύει λαχανικά τα ανάκτορα, δεδομένου ότι τόσο η βασίλισσα Φρειδερίκη όσο και οι πριγκίπισσες Σοφία και Ειρήνη ήταν χορτοφάγοι.

Το θερμοκήπιο της βασίλισσας Φρειδερίκης

Ο ελαιώνας των ανακτόρων

β) Διοικητική ενότητα

Το Διευθυντήριο

Κτισμένο το 1939, το Διευθυντήριο ήταν το πιο ταιριαστό στο γούστο του Γεωργίου Β’ κτήριο του κτήματος. Έχει τη μορφή μικρού αγγλοσαξωνικού cottage, ρυθμός που ήταν της μόδας κατά την εποχή του Μεσοπολέμου για τις εξοχικές κατοικίες. Αποτελείται από δύο πτέρυγες, ενωμένες με έναν φωτεινό διάδρομο καθώς και βοηθητικούς χώρους, ανάμεσα σε δύο αυλές.

Το Διευθυντήριο

Στη δυτική πτέρυγα, αυτή με το χαγιάτι, ήταν ο χώρος εργασίας του διευθυντή και του δασονόμου, καθώς και το αρχείο και το λογιστήριο του κτήματος. Η ανατολική πτέρυγα ήταν η κατοικία του διευθυντή. Αρχιτέκτονας του διευθυντηρίου είναι ο Περικλής Σακελλάριος. Το σπίτι κατοικείτο ως τον σεισμό του 1999 και τα γραφεία χρησιμοποιούνταν ως το 2003, όταν το κτήμα πέρασε στο Ελληνικό δημόσιο.

Αριστερά η Ανατολική και δεξιά η Δυτική Πτέρυγα του Διευθυντηρίου

Στην ίδια θέση υπήρχε το παλιό διευθυντήριο, ένα διώροφο ρομαντικό κτίσμα με belvedere, κτισμένο πριν από το 1878-79, καθώς σημειώνεται σε χάρτη εκείνου του έτους. Οι μεταλλικές φυτοδόχοι με το έμβλημα του Γεωργίου Α’ στην αυλή, κοσμούσαν ως το 1937-39 την είσοδο της διπλανής σκάλας που οδηγεί στο μεσαίο επίπεδο του κήπου, μπροστά Ανάκτορο. Η τελευταία, προς ανατολάς, φέρει σημάδια σφαιρών από την περίοδο του εμφυλίου. Όσο για τις μαρμάρινες φυτοδόχους, που επίσης φέρουν ανάγλυφο το έμβλημα του Γεωργίου Α’, προέρχονται από το καμένο πρώτο ανάκτορο, όπου εκεί κοσμούσαν τις μεγάλες αναβαθμίδες, στις δύο πλευρές τόσο της υψηλής κλίμακας που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο, όσο και της άλλης εξωτερικής σκάλας στην πίσω πλευρά του σπιτιού.

Το Δασονομείο

Κτισμένο κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Α’, πριν από την πυρκαγιά του 1916, η οποία δεν το επηρέασε, το μικρό αυτό σπίτι προοριζόταν ως κατοικία και ως γραφείο του υπεύθυνου για τη συντήρηση του δάσους που την εποχή εκείνη ήταν κάποιος ονόματι Μαυρομμάτης. Εκεί εργαζόταν επίσης και ο αγρονόμος Στουρμ, τον οποίον, προτού αναζητήσει στο σπίτι του, είχε πάει να επισκεφτεί εκεί ο βασιλιάς Αλέξανδρος, τη μοιραία ημέρα του επεισοδίου του τραυματισμού του, που του κόστισε τελικά τη ζωή.

Το Δασονομείο

Αργότερα το Δασονομείο αποτέλεσε κατοικία της οικογένειας του δασονόμου και υποδιευθυντή του κτήματος, Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου. Επισκευάστηκε το 1939. Ανατολικά του Δασονομείου, προς τον ελαιώνα, πραγματοποιούνταν οι υπαίθριες συγκεντρώσεις στο κτήμα από τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944. Στο διάστημα 1954-1958 και μετά από νέες επισκευές, το Δασονομείο χρησίμευσε ως κατοικία του δανού Κρίστενσεν, υπεύθυνου της μονάδας παστεριώσεως γάλακτος. Πέρα από τη γενική εγκατάλειψή του, δυστυχώς το κτήριο του Δασονομείου στο Τατόι ήταν και ένα από τα κτήρια του κτήματος που κάηκαν στη φοβερή πυρκαγιά του 2021.

Καυσόξυλα για τη θέρμανση του ανακτόρου και των λοιπών κτηρίων και εγκαταστάσεων

Κτήριο Αξιωματικών Φρουράς

Κτίσθηκε το 1890, ως κατάλυμα των αξιωματικών της Ανακτορικής φρουράς. Στα χρόνια της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935) χρησίμευσε ως κατοικία υπαλλήλων του κτήματος, αλλά και καθηγητών της Γεωργικής Σχολής, η οποία στεγαζόταν στο κτήριο του προσωπικού και στα πρώην μαγειρεία του Ανακτόρου. Στη διάρκεια της ανέγερσης του Διευθυντηρίου, το 1939, μεταφέρθηκε στο κτήριο των Αξιωματικών, για λίγο καιρό, ο διευθυντής του κτήματος. Επί βασιλείας Παύλου Α’ το κτήριο Αξιωματικών Φρουράς επέστρεψε στην αρχική του χρήση.

Κτήριο Αξιωματικών Φρουράς

Σταθμός Χωροφυλακής

Ο Σταθμός Χωροφυλακής κτίσθηκε στα χρόνια της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, πριν το 1933, εξ αρχής ως σταθμός της Χωροφυλακής Τατοΐου, στη θέση δύο εργατικών κατοικιών που κατεδαφίσθηκαν. Από τον Δεκέμβριο του 1944 ως τις αρχές Ιανουαρίου 1945, χρησίμευσε ως έδρα του τοπικού ΕΑΜ Τατοΐου, ως ουσιαστικό διοικητήριο – διευθυντήριο του κτήματος και ως χώρος των πολιτικών συγκεντρώσεων διαφώτισης. Υπεύθυνος του ΕΑΜ Τατοΐου ήταν ο Νίκος Σκυριώτης, εργάτης του κτήματος, Χιώτης την καταγωγή, επιφορτισμένος με τη φροντίδα του πτηνοτροφείου.

Σταθμός Χωροφυλακής

γ) Γεωκτηνοτροφική – Οικιστική Ενότητα – «Το Χωριό»

Τα εργατόσπιτα

Επρόκειτο για ένα σύνολο αρχικά τεσσάρων κτηρίων κατοικιών μελών του προσωπικού του κτήματος, από τις οποίες οι δύο παρουσιάζονται με τη μορφή ενιαίας, με οξυκόρυφη στέγη, πτέρυγας, χωρισμένης σε διαμερίσματα, οι άλλες δύο δε με τη μορφή απλούστερων οικίσκων, χωρισμένων έκαστος σε δύο διαμερίσματα. Οι δύο πρώτες είναι οι παλαιότερες και έχουν βόρεια μορφή, ενώ οι δύο τελευταίες θα μπορούσαν ν’ ανήκουν σε οποιοδήποτε χωριό της Αττικής. Παλαιότερη όλων είναι η πιο ανατολική πτέρυγα, κτισμένη πριν το 1878. Έπεται η δυτική, περί το 1880 που επεκτάθηκε ως το χάνι του Λύγδα.

Η ανατολική πτέρυγα

Η δυτική πτέρυγα

Ακολουθούν άλλες δύο ενότητες κατοικιών, που κτίσθηκαν ταυτόχρονα, κάπου μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ίσως μετά την πυρκαγιά του 1916. Η πιο δυτική από αυτές, κατεδαφίστηκε στα χρόνια της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας για να κτισθεί στη θέση της ο σταθμός της χωροφυλακής. Οι ένοικοί της μεταφέρθηκαν στις κατοικίες της νεόδμητης «μάνδρας».

Κατοικίες εργατών

Στο ανατολικότερο διαμέρισμα της ανατολικής πτέρυγας, κατοικούσε η οικογένεια του Κωνσταντίνου Βάθη, γεωργού και σταυλίτη, στο μεσαίο διαμέρισμα η οικογένεια του σιδερά και οδηγού Κωνσταντίνου Μαγγανά, ενώ το ακραίο δυτικά χρησίμευε, για τουλάχιστον μια δεκαπενταετία και αφού αυτό έφυγε από το σπίτι του κηπουρού, ως μονοτάξιο σχολείο του οικισμού και ως κατοικία της δασκάλας. Στη σοφίτα ήσαν οι αποθηκευτικοί χώροι. Στη δυτική πτέρυγα ήταν το παλιό, προ του 1939 λογιστήριο, ο τόπος που γίνονταν οι πληρωμές, εν συνεχεία το διαμέρισμα της οικογένειας του επιστάτη και ταχυδρόμου Παναγιώτη Κοροβέση, μετά από αυτήν η κατοικία της οικογένειας του επί 20ετία λογιστή Βασίλη Παπαδημητρίου και τελευταίος ένας αποθηκευτικός χώρος που επικοινωνούσε με τη σοφίτα, στην οποία ενίοτε αποθηκεύονταν ο σανός για τα ζώα.

Νεότερη πτέρυγα (μετά το 1916) δίπλα στον Σταθμό Χωροφυλακής

Στον εναπομείναντα οικίσκο, μετά την ανέγερση του σταθμού Χωροφυλακής, κατοικούσε στο μεν δυτικό διαμέρισμα ο αμαξοποιός Αντώνης Τσάκας, μετά δε από αυτόν ο πτηνοτρόφος Νίκος Σκυριώτης, στο δε δυτικό ο ξυλουργός Ιωάννης Θεοφιλόπουλος. Το ξυλουργείο του Θεοφιλόπουλου ήταν για ένα διάστημα στο μικρό πέτρινο κτίσμα, όπου αργότερα στεγάσθηκε το τρακτέρ. Ακόμη παλαιότερα, το ξυλουργείο ήταν στο ισόγειο κτίσμα με οξύκορφη δίρριχτη στέγη απέναντι από το ξενοδοχείο.

Η αντλία βενζίνης και το τρακτέρ

Το Χάνι του Λύγδα, το «Ανακτορικόν Δάσος»

Το πανδοχείο του Τατοΐου ήταν, από το 1880 περίπου ως το 1936, ο απαραίτητος σταθμός για όσους, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, πορεύονταν στη δημοσιά της Χαλκίδας. Κτίσθηκε κάθετα στη δυτική πτέρυγα των εργατόσπιτων προς την πλευρά του δρόμου, σε έναν ρυθμό παρεμφερή, με οξύκορφη δίρριχτη στέγη, και διέθετε στο μεν ισόγειο έναν χώρο για το καπηλειό, μια κουζίνα και μια αποθήκη, στη δε σοφίτα δύο δωμάτια, το ένα προς ενοικίαση, τα άλλο ως χώρο ύπνου του κάπηλα – πανδοχέα Λύγδα. Η δημιουργία του ξενοδοχείου, δέκα χρόνια αργότερα, δεν το επηρέασε, διότι η πελατεία τους ήταν διαφορετική.

Το Χάνι του Λύγδα

Μετά το 1930, και ενώ εξακολουθούσε να κάνει μπροστά του στάση το λεωφορείο της Χαλκίδας, το Χάνι του Λύγδα μετονομάστηκε σε «Ανακτορικόν Δάσος», με υπεύθυνο τον Γιάννη Κορωναίο. Την εποχή εκείνη λειτουργούσε και ως ψιλικατζίδικο και παντοπωλείο του οικισμού. Τότε επεκτάθηκε κατ’ έναν βοηθητικό χώρο στο ισόγειο. Τον Κορωναίο διαδέχθηκε, το 1935, ο Αντώνης Σωτηρόπουλος, που θα παραμείνει στο Τατόι ως το τέλος της Κατοχής, εξακολουθώντας να σερβίρει γεύματα και κρασί στους εργαζόμενους του κτήματος. Σήμερα, το συγκεκριμένο κτίσμα έχει πλήρως καταρρεύσει, εκτός από ένα ελάχιστο τμήμα του.

Χειμωνιάτικη φύση στο κτήμα Τατοΐου

Το Ξενοδοχείο «Τατόιον»

Η λειτουργία του Ξενοδοχείου «Τατόιον» ξεκίνησε περί το 1890-92, με υπεύθυνο τον Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο, συνέταιρο στα πρώτα χρόνια του Φιλίππου Ρογκόπουλου και αργότερα αποκλειστικού διαχειριστή. Από αρχιτεκτονικής πλευράς είναι ένα από τα πιο κομψά κτήρια του βασιλικού κτήματος, πιθανότατα έργο του Σάββα Μπούκη, με τη συμβολή του Γεωργίου Α’. Έχει τρεις χώρους στο ισόγειο, μία αίθουσα και δύο άλλα δωμάτια, και έξι υπνοδωμάτια για τους πελάτες του, εκ των οποίων το μεγαλύτερο είναι στη σοφίτα. Το καλοκαίρι έβγαζε λίγα τραπέζια προς την πλευρά του ελαιώνα και της θέας.

Το Ξενοδοχείο «Τατόιον» εντός του Κτήματος

Στην πλατεία, που δημιουργείται μπροστά στο ξενοδοχείο, αραδιάστηκαν τα αποτεφρωμένα σώματα των θυμάτων της φωτιάς του 1916 και έγινε από τους οικείους τους η αναγνώριση. Στα χρόνια της Αβασίλευτης δημοκρατίας το ξενοδοχείο γνώρισε δόξες με πελατεία βασιλόφρονα και λειτούργησε ως παράρτημα του Ξενοδοχείου «Σεσίλ» της Κηφισιάς. Όπως και παλαιότερα, διαφημιζόταν σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς των Αθηνών και περιχώρων. Επίσης αποτέλεσε προσφιλή χώρο για γυρίσματα σκηνών ρομαντικών κινηματογραφικών ταινιών της εποχής.

Προσκλήσεις εποχής σε γεύματα και εκδηλώσεις στο Τατόι

Το ξενοδοχείο έκλεισε οριστικά το 1936 και, έκτοτε, διατέθηκε για διάφορες χρήσεις. Στο υπόγειό του μεταφέρθηκε η βασιλική κάβα κατά τη διάρκεια των εργασιών εκσυγχρονισμού του Ανακτόρου, τα έτη 1937-39, ενώ στο ισόγειο εγκαταστάθηκαν προσωρινά Αξιωματικοί της Φρουράς και αργότερα, στη διάρκεια της ανέγερσης του νέου Διευθυντηρίου, εγκαταστάθηκε στον όροφο ο διευθυντής του κτήματος, μετά δε από αυτόν η δασκάλα του σχολείου. Επί βασιλείας Παύλου Α’, λειτούργησε στο ισόγειο για ένα διάστημα μια προσωρινή λέσχη για τους αξιωματικούς της Φρουράς, ενώ το λοιπό κτήριο έμεινε αχρησιμοποίητο ή διετίθετο ευκαιριακά. Επί Παύλου επίσης κτίσθηκε στα ΝΑ του ξενοδοχείου, με γούστο, το υπόστεγο της αντλίας βενζίνης των οχημάτων της Ανακτορικής Φρουράς.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ και η Τζάκυ Κέννεντυ στο Τατόι

Ξενοδοχείο «Τατόιον»

Το παλαιό Βουστάσιο

Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα κτίσματα του κτήματος και είναι περίπου σύγχρονο του Ανακτόρου, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1870. Φωτογραφίες αποκαλύπτουν πως η στέγη του ήταν αρχικά συνεπέστερη προς τον «ελληνοελβετικό» ρυθμό, προσφιλή στον Τσίλλερ. Είναι χωρητικότητας 48 ζώων και παρέμεινε σε λειτουργία ως την ανέγερση του νέου Βουστασίου, το 1952. Στην έκθεση της επιτροπής οικονομικού απολογισμού των βασιλικών κτημάτων, που όρισε το Μεγ. Βασιλικό Αυλαρχείο το 1956, αναφέρεται ως «μη χρησιμοποιούμενον».

Το παλαιό Βουστάσιο

Στα χρόνια της Χούντας η στέγη του κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε πρόχειρα με τη σημερινή πλάκα από μπετόν. Μεταπολιτευτικά στεγάσθηκε σε αυτό μέρος της οικοσκευής της βασιλικής οικογένειας, που μεταφέρθηκε από τα ανάκτορα που ανήκαν στο δημόσιο: Αθηνών, Ψυχικού, Κέρκυρας και Ροδοδάφνης, καθώς και οι βασιλικές άμαξες.

Οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη με τα παιδιά τους Σοφία, Κωνσταντίνο και Ειρήνη στο κτήμα Τατοΐου

Το Ιπποστάσιο

Δίδυμο κτήριο του γειτονικού Βουστασίου, με το οποίο είναι απολύτως σύγχρονο, γύρω στο 1875. Στην μεταγενέστερη περίοδο και λίγο πριν το 1930, η αρχική στέγη αντικαταστάθηκε από νέα, ψηλότερη, που επέτρεπε τη διαμόρφωση ευρείας σοφίτας με αποθηκευτικούς χώρους και δωμάτια των σταυλιτών, ενώ χρησίμευε και για τη μεσημεριανή ανάπαυση του ιππάρχου. Σήμερα το Ιπποστάσιο είναι ένα από τα τρία κτήρια του κτήματος που έχουν αποκατασταθεί, ωστόσο με αρκετές «ατέλειες».

Η Νοτιοδυτική πλευρά του Ιπποστασίου

Μπροστά του προς την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στο βασιλικό κοιμητήριο, διαμορφώθηκε επί βασιλείας Παύλου, μια περίφρακτη αυλή με κάγκελα και πύλη από fer forge, από την καμάρα της οποίας κρεμόταν ένα φανάρι από το ίδιο υλικό. Ήταν ο χώρος που τα άλογα κυκλοφορούσαν ελεύθερα, καθώς και ένα είδος manege, όπου οι πρίγκιπες έπαιρναν τα πρώτα μαθήματα ιππασίας. Μια δευτερεύουσα πύλη, επίσης με μεταλλικό φανάρι, βρίσκεται στη γωνία που σχηματίζει το παλιό Βουστάσιο με την κεντρική οδό, που διασχίζει το κτήμα. Στο σημείο αυτό υπάρχει και το μικροσκοπικό πολυγωνικό σπιτάκι των κουνελιών, κτισμένο για την πριγκίπισσα Αλεξία, το 1967.

Θέσεις περιποίησης αλόγων και η παλαιά καμπάνα στις εγκαταστάσεις του Ιπποστασίου

Στη νότια πλευρά του ιπποστασίου και κρυμμένο από πυκνή βλάστηση, υπάρχει ένα μεταλλικό κωδωνοστάσιο, ο σκελετός του οποίου είναι καλυμμένος από πυκνό κισσό. Η καμπάνα έχει χαραγμένη πάνω της τη λέξη «Τατόι» και τη χρονολογία «1895». Οι χτύποι της ρύθμιζαν, ως και μετά τον πόλεμο, τη ζωή των ανθρώπων στο κτήμα. Κοντά της υπάρχουν δύο ειδικές θέσεις περιποίησης των αλόγων. Σε μικρή απόσταση από το κτήριο, ο διευθυντής του κτήματος, δανός Λουδοβίκος Μύντερ, αποκάλυψε το 1883, στη διάρκεια πρόχειρων ανασκαφών, την περίφημη μαρμάρινη στήλη με το φατρικό ψήφισμα του έτους 396-5 π.Χ.

Το Ιπποστάσιο, όπως φαίνεται από το όμορο κτήριο του παλαιού Βουστασίου

Το νέο Βουστάσιο

Το νέο Βουστάσιο περατώθηκε το 1952 και είναι οπωσδήποτε το πιο σημαντικό και πιο καλαίσθητο μεταπολεμικό κτήριο του κτήματος. Πιθανός δημιουργός του είναι ο ανακτορικός αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Γκίνης. Το νέο Βουστάσιο ήταν επί πλέον ό,τι πιο σύγχρονο για την εποχή του, σε μια περίοδο που η διεύθυνση του κτήματος στηριζόταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου ν’ αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων της, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945.

Το νέο Βουστάσιο

Μεταλλικός ανεμοδείκτης του νέου Βουστασίου

Χαρακτηριστικό της επιμέλειας της κατασκευής του νέου Βουστασίου, οι μεταλλικοί ανεμοδείκτες που έχουν σχήμα αγελάδας. Το κτίσμα είχε χωρητικότητα 90 ζώων, με τον αριθμό αυτό να φτάνει ενίοτε τα 100, και απασχολούσε 4 σταυλίτες. Έχει σχήμα «Π», με μακρύτερο το οριζόντιο σκέλος του. Στη δυτική πτέρυγά του προς τον δρόμο του κοιμητηρίου, μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας, κατά τη δεκαετία του 1980, από το γκαράζ όπου βρίσκονταν ως τότε, τα βασιλικά αυτοκίνητα. Εικάζεται ότι στην έκταση από το Βουστάσιο ως τις βόρειες υπώρειες του Παλαιόκαστρου, την οποία μέχρι το 1967 κάλυπταν αμπέλια, εκτεινόταν ο κύριος οικισμός του αρχαίου Δήμου Δεκέλειας.

Νέο Βουστάσιο

Το Χοιροστάσιο

Το Χοιροστάσιο αποτελεί το πρώτο μεταπολεμικό κτίσμα του κτήματος, τεκμήριο μιας κάποιας ανάκαμψης μετά την πλήρη καταστροφή των ετών 1944-45. Κτίσθηκε το 1948 και είναι χωρητικότητας 40 περίπου ζώων. Από αυτά 25 ήταν θήλεα, με έναν σταυλίτη ως υπεύθυνο. Η έκθεση των οικονομικών του Κτήματος, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μας πληροφορεί ενδεικτικά ότι «ταύτα», τα ζώα δηλαδή, «τρέφονται εξ υπολειμμάτων καλλιεργειών του Τατοΐου, απορριμμάτων του εστιατορίου του Αεροδρομίου και ολίγων αγοραζομένων ειδών».

Το Χοιροστάσιο

Η «Μάνδρα»

Η θεαματική βελτίωση των οικονομικών του κτήματος, χάρη στη χρηστή διοίκηση του Βασιλείου Δρούβα, κατέστησε δυνατή την ανέγερση της «Μάνδρας», περί το 1930. Πρόκειται για μια αυλή γύρω από την οποία μεταφέρθηκαν οι κατοικίες των δύο οικογενειών, των οποίων τα σπίτια βρίσκονταν πριν στη θέση που χτίσθηκε ο σταθμός της Χωροφυλακής. Κατασκευαστής της ήταν ένας απλός μάστορας από τα Κιούρκα, ο Καμάρας. Πολλές από τις πέτρες της προήλθαν από τον κατεστραμμένο στην πυρκαγιά του 1916 Πύργο του Ρολογιού. Η μάνδρα συμπληρώθηκε το 1937-38, με τη συγκέντρωση σε αυτήν διαφόρων διάσπαρτων ως τότε εργαστηρίων. Εκείνη την περίοδο ανεγέρθη ένα σιδηρουργείο -το «γύφτικο του Μαγγανά»- ένα ξυλουργείο, του Θεοφιλόπουλου, ένα πλυντήριο για τις ανάγκες του «Χωριού» και ένα αποχωρητήριο για τους εργάτες. Στην αυλή της Μάνδρας μεταφέρθηκαν στις 7 Ιανουαρίου 1945, τα κατακρεουργημένα πτώματα των τριών θυμάτων του ΕΛΑΣ και έγινε ο θρήνος των οικογενειών τους.

Το Οινοποιείο

Σύμφωνα με τον μελετητή του, αρχιτέκτονα – μηχανικό Ι. Καβαλλίνη (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία στο ΕΜΠ, έτος 2000), το οινοποιείο κτίσθηκε μέσα στην επταετία 1879-1885, καθώς απουσιάζει από τον χάρτη του Μύντερ, που εκπονήθηκε το 1878 και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το κρασί του Τατοΐου αρχίζει να αποσπά εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις από το 1888 και μετά. Η ετήσια παραγωγή του κτήματος ήταν περίπου 130 χιλιάδες μπουκάλια για τρεις ποικιλίες κρασιού: μαύρο μπρούσκο, κοινό λευκό και «εξαιρετικό». Ήταν το περίφημο «Chateau Decelie» (Οίνος Δεκελείας). Μετά τον Πόλεμο παρήχθη και η μάρκα «Τατόι».

Το Οινοποιείο

Το Οινοποιείο αποτελείται από τρία διακριτά τμήματα, από τα οποία τα παλαιότερα, που είναι και απολύτως σύγχρονα μεταξύ τους, είναι τα δύο νοτιότερα: το διώροφο, στο οποίο καταλήγει η πέτρινη ράμπα-με το πατητήρι στον όροφο και τις λάντζες ή βαένια (μεγάλα βαρέλια στα οποία έπεφτε το γλεύκος) στο ισόγειο- και το μεσαίο τμήμα στο οποίο αποθηκευόταν και ωρίμαζε το κρασί μέσα σε βαρέλια, τοποθετημένα στις στοίβες (βάσεις) τους. Η εσωτερική επικοινωνία εξασφαλιζόταν μέσω μιας μικρής ξύλινης σκάλας. Ο αποθηκευτικός χώρος επεκτείνεται και στο τμήμα εκείνο της ράμπας που άπτεται του κτηρίου.

Το τρίτο και βορειότερο τμήμα, το οποίο βρίσκεται κάτω από το έδαφος, είναι μεταγενέστερο. Χρησίμευε επίσης για την αποθήκευση και ωρίμανση του κρασιού. Σύμφωνα πάντα με τον μελετητή, διακρίνονται δύο κύριες οικοδομικές φάσεις, ανάμεσα στις οποίες ή και μετά από αυτές, το κτήριο υπέστη δευτερεύουσες τροποποιήσεις. Η πρώτη έγινε περίπου στα 1880, ενώ η δεύτερε στα χρόνια 1910-1915. Στη δεύτερη περίοδο ανήκει η ανέγερση του βορειότερου τμήματος, στο οποίο η χρήση οπλισμένου σκυροδέματος το καθιστά εξαιρετικά πρωτοποριακό για την εποχή του. Μεταξύ των δύο αυτών χρονικών περιόδων υπολογίζεται η ανύψωση του μεσαίου τμήματος, περί το 1890, ενώ η ενίσχυσή του με σενάζ από μπετόν χρονολογείται με ακρίβεια, χάρη στα λογιστικά αρχεία του κτήματος, στο πρώτο τετράμηνο του 1937. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε κτισθεί στο κοίλωμα στα βόρεια της ράμπας, το γκαράζ για το αυτοκίνητο του διευθυντή.

Μετά τη μεταπολίτευση, το κτήριο μετατράπηκε σε αποθήκη. Στον διάδρομο ανάμεσα στις στοίβες και τα βαρέλια, μεταφέρθηκαν ανεπίσημα αυτοκίνητα της αυλής, και στο χώρο όπου είναι τα πατητήρια, μόνιππα περιπάτου, καθώς και ετερόκλητα αντικείμενα, όπως π.χ. ένα εικονοστάσι. Πολλά καταστράφηκαν κατά την κατάρρευση μέρους της στέγης μετά από έντονες χιονοπτώσεις. Περίπου το 2005, το υπουργείο Πολιτισμού πραγματοποίησε τον καθαρισμό των τοίχων, τη στερέωση της ράμπας και την πλήρη αφαίρεση της στέγης, αλλά οι εργασίες διακόπηκαν απότομα το καλοκαίρι του 2008. Έκτοτε το οινοποιείο παραμένει ξέσπεπο με όλο τον πολύτιμο αυθεντικό ξύλινο εξοπλισμό του εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα, να καταστρέφεται.

Το Εμφιαλωτήριο δίπλα στο Οινοποιείο

Το Εμφιαλωτήριο

Καταλαμβάνει την περιοχή ανάμεσα στο οινοποιείο και τη «μάνδρα», με την οποία επικοινωνεί μέσω μιας στενής θυρίδας. Πρόκειται για μια ευρύχωρη αυλή, με δύο συνεχόμενα κτίσματα κατά μήκος της πλευράς που εν μέρει ακουμπά στο οινοποιείο και εν μέρει προεκτείνεται νοτίως έξω από αυτό, και ένα γκαράζ με δίρριχτη στέγη προς την πλευρά της μάνδρας. Το κτίσμα που άπτεται του οινοποιείου έχει τέσσερεις χώρους, από τους οποίους οι τρεις προορίζονταν για την εμφιάλωση του οίνου και ένας τέταρτος για αποθήκη. Στο συνεχόμενο κτίσμα ανήκουν το χημείο, με ένα γραφείο ως προθάλαμο για το προσωπικό, καθώς και το συνεργείο για τα οχήματα του οινοποιείου. Η κατασκευή του συγκροτήματος είναι σχετικά πρόχειρη και ο χρόνος ανέγερσής του άγνωστος, πάντως όχι παλαιότερος του 1920.

Η αυλή του Εμφιαλωτηρίου

Το Βουτυροκομείο

Το κτήριο του Βουτυροκομείου μοιάζει να αναδύεται από παιδικό παραμύθι του βορρά. Και αυτό χάρη στις οξύκορφες στέγες του, τα ιδιόμορφα κεραμίδια, τον στρογγυλό φεγγίτη στο αέτωμα και στις «κουκλίστικες» διαστάσεις του. Αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο εργασίας και από ένα λιλιπούτειο διαμέρισμα δύο δωματίων: πιθανώς κατοικία του/της βουτυροκόμου, που τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ήταν η νεαρή δανίδα Μαρία Πέτερσεν. Ο χώρος παρασκευής του βουτύρου, του περίφημου στην αθηναϊκή αγορά «Δεκελεικού βουτύρου», είναι ένα μόνο δωμάτιο, βαθύ, ημιυπόγειο, αλλά ψηλοτάβανο, στο οποίο κατέρχεται μια στενή σχετικώς σκάλα δέκα περίπου σκαλοπατιών.

Το Βουτυροκομείο

Τρία παράθυρα δίνουν φως από τη βορεινή πλευρά, ένα από τη δυτική και ένας στρογγυλός φεγγίτης από την ανατολική. Οι τοίχοι του δωματίου είναι σε μεγάλο ύψος επενδεδυμένοι με λευκό μάρμαρο. Μαρμάρινος είναι επίσης, ο πάγκος εργασίας που γυροφέρνει τους τοίχους. Στο κέντρο του χώρου υπάρχει ένα μεγάλο στενόμακρο ξύλινο τραπέζι. Το Βουτυροκομείο κτίσθηκε μετά το 1895 και πιθανότατα εντός του 1898, ενώ λειτούργησε αδιαλείπτως ως το 1944. Είναι το παλαιότερο σωζόμενο βουτυροκομείο στην Ελλάδα. Πίσω από το βουτυροκομείο είναι το γκαράζ του φορτηγού του κτήματος, που κτίσθηκε το 1937.

Το Βουτυροκομείο

Το κτήριο των Εποχικών εργατών

Πρόκειται για χρηστικό κτήριο που ανεγέρθηκε το 1937-38 για να στεγάσει τους εποχικούς εργάτες του κτήματος. Περιελάμβανε τρεις κοιτώνες, ένα εστιατόριο, μια κουζίνα και χώρους υγιεινής. Ο πρώτος κοιτώνας, που γειτνιάζει με το βουτυροκομείο, προοριζόταν για τους «ντόπιους» εργάτες, που προέρχονταν κυρίως από τα Κιούρκα αλλά και από άλλα χωριά της βόρειας και δυτικής Αττικής, όπως και από τα Βίλλια. Στον δεύτερο θάλαμο έμεναν οι «ξένοι», που στην πλειονότητά τους ήσαν Ηπειρώτες.

Τελευταίος ήταν ο θάλαμος των γυναικών, μεγάλος αριθμός των οποίων ήσαν επίσης από τα Βίλλια. Ήσαν ανύπανδρα κορίτσια που έρχονταν στο κτήμα ομαδικά την άνοιξη και έφευγαν το προχωρημένο φθινόπωρο, πάντα με το φορτηγό του κτήματος. Τα ήθη ήσαν εξαιρετικά αυστηρά και οι άνδρες μόλις που τολμούσαν να ζητήσουν από μια συγχωριανή τους να τους μαντάρει κάποιο ρούχο ή να τους μαγειρέψει ένα φαγητό.

Κτήριο εποχικών εργατών

Αρχιτεκτονικά, το κτήριο των εποχικών εργατών εισάγει στο Τατόι μια νέα αντίληψη. Ο ρόλος του είναι αποκλειστικά λειτουργικός. Το κτήριο είναι από μπετόν, με χαμηλή δίρριχτη στέγη και πλατειά παράθυρα. Αλλοιώθηκε κατά το πέρασμα των ετών λόγω διαδοχικών προσθηκών – μετατροπών, ιδίως στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν βελτιώθηκαν σε αυτό οι συνθήκες υγιεινής, χάρη στην προσωπική παρέμβαση της βασίλισσας Φρειδερίκης.

Το Γαλακτοκομείο

Η προσπάθεια του διευθυντή του κτήματος Βασιλείου Δρούβα να ανορθώσει τα οικονομικά του κτήματος μετά την καταστροφή του δάσους από τον εμπρησμό του 1945, εκδηλώθηκε κυρίως με την ενίσχυση και την εκμετάλλευση των γαλακτοκομικών προϊόντων. Για τον σκοπό αυτό κτίσθηκε το 1950 το ακαλαίσθητο εργοστάσιο παστερίωσης γάλακτος, το «γαλατάδικο, το οποίο στα οκτώ χρόνια της λειτουργίας του απασχολούσε δέκα άτομα ως προσωπικό: τέσσερεις γαλακτοκόμους, αποφοίτους της Σχολής Λαρίσης, μία εργάτρια και τέσσερεις οδηγούς των αυτοκινήτων διανομής γάλακτος. Επικεφαλής τοποθετήθηκε το 1954, ο γαλακτοκόμος Κτίστενσεν, Δανός, ανανεώνοντας έτσι την παράδοση της βουτυροκόμου του Γεωργίου Α’, Μαρίας Πέτερσεν. Το εργοστάσιο έκλεισε το 1959, με απόφαση του βασιλέως Παύλου, λόγω της αντίδρασης που προκαλούσε ο άνισος ανταγωνισμός με ομοειδείς ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Το Ελαιοτριβείο

Συγκρότημα τριών κτισμάτων, με διαφορετική το καθένα χρήση, στη θέση «Ελάφια», ονομασία προερχόμενη σύμφωνα με την τοπική παράδοση, από τον ευρύ περιφραγμένο χώρο, στον οποίο ο Γεώργιος Α’ την εποχή της συγκρότησης του κτήματος είχε περιορίσει τα ελάφια που είχε εισάγει από το εξωτερικό. Το καθαυτό ελαιοτριβείο, που δυστυχώς σήμερα έχει καταρρεύσει, ήταν ενωμένο με μια κατοικία, στην οποία επί μακρόν και ως και μετά την Κατοχή, κατοικούσε η οικογένεια του Κων/νου Διαμαντόπουλου, δασοφύλακα και εν συνεχεία χασάπη του οικισμού. Παρεμβαλλόταν μια αποθήκη, στην οποία είχαν τοποθετηθεί σε στοίβες τα τεμάχια των πορσελάνινων χρωματιστών θερμαστών του ανακτόρου, που είχαν αποσυναρμολογηθεί και μεταφερθεί αλλού, μετά την εγκατάσταση σε αυτό κεντρικής θέρμανσης το 1937-39.

Το Ελαιοτριβείο

Μετά τη Μεταπολίτευση αποθηκεύονταν στο ελαιοτριβείο, μαζί με άλλα αγροτικά ιππήλατα οχήματα, το ιστορικό τετράτροχο κάρο του κτήματος, το οποίο καταπλάκωσαν πέφτοντας, γύρω στο 2003-4, τα δοκάρια της στέγης. Ορισμένα εξαρτήματα του ελαιοτριβείου σώζονται ανάμεσα στα συντρίμμια. Για το σπιτάκι με τη δίρριχτη στέγη και για τα διάσπαρτα μαρμάρινα σκαλοπάτια γύρω του, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Στα νότια προς το Παλαιόκαστρο, σώζεται ο μεταλλικός σκελετός ενός μεγάλου θερμοκηπίου.

Το Κοιμητήριο

Στις 6 Αυγούστου 1899, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Όλγας, θεμελιώθηκε, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά, ο ναός της Αναστάσεως του Κυρίου στον λόφο που φέρει την ονομασία «Παληόκαστρο», όπου είχε ενταφιαστεί η πριγκίπισσα Όλγα. Από τότε όλα τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας ενταφιάζονται σε εκείνο τον χώρο σε λιτούς μαρμάρινους τάφους. Εξαίρεση αποτελεί το νεκρικό παρεκκλήσι του Κωνσταντίνου και της Σοφίας, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Την 1η Σεπτεμβρίου 2020 διαπιστώθηκε βανδαλισμός του ταφικού μνημείου των βασιλέων Παύλου και Φρειδερίκης.

Οι Βασ. Παύλος Α’ και Φρειδερίκη

Στο βασιλικό κοιμητήριο έχουν ενταφιασθεί τα εξής μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας: Βασιλιάς Γεώργιος Α’ των Ελλήνων (24 Δεκεμβρίου 1845 – 18 Μαρτίου 1913), Βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων, Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας, σύζυγος του Γεωργίου Α’ (3 Σεπτεμβρίου 1851 – 18 Ιουνίου 1926), Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ των Ελλήνων, γιος του Γεωργίου Α’ (2 Αυγούστου 1868 – 6 Φεβρουαρίου 1923), Βασίλισσα Σοφία των Ελλήνων, Πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, σύζυγος του Κωνσταντίνου Α’ (14 Ιουνίου 1870 – 13 Ιανουαρίου 1932), Βασιλιάς Γεώργιος Β’ των Ελλήνων, γιος του Κωνσταντίνου Α’ (20 Ιουλίου 1890 – 1 Απριλίου 1947), Βασιλιάς Αλέξανδρος Α’ των Ελλήνων, γιος του Κωνσταντίνου Α’ (1 Αυγούστου 1893 – 25 Οκτωβρίου 1920), Ασπασία Μάνου, σύζυγος του Αλεξάνδρου Α’ (4 Σεπτεμβρίου 1896 – 7 Αυγούστου 1972), Βασίλισσα Αλεξάνδρα της Γιουγκοσλαβίας, Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Ελλάδας, κόρη του Αλεξάνδρου Α’ και σύζυγος του Πέτρου Β’ της Γιουγκοσλαβίας (25 Μαρτίου 1921 – 30 Ιανουαρίου 1993), Βασιλιάς Παύλος Α’ των Ελλήνων, γιος του Κωνσταντίνου Α’ (14 Δεκεμβρίου 1901 – 6 Μαρτίου 1964), Βασίλισσα Φρειδερίκη των Ελλήνων, Πριγκίπισσα Φρειδερίκη του Αννοβέρου, σύζυγος του Παύλου Α’ (18 Απριλίου 1917 – 6 Φεβρουαρίου 1981), Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ των Ελλήνων, γιος του Παύλου Α’ (2 Ιουνίου 1940 – 10 Ιανουαρίου 2023), Πριγκίπισσα Αικατερίνη της Ελλάδας, Λαίδη Μπράντραμ, κόρη του Κωνσταντίνου Α’ (4 Μαΐου 1913 – 2 Οκτωβρίου 2007), Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, γιος του Γεωργίου Α’ (24 Ιουνίου 1869 – 25 Νοεμβρίου 1957), Πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος του Πρίγκιπα Γεωργίου (2 Ιουλίου 1882 – 21 Σεπτεμβρίου 1962), Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Ελλάδας, Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας κόρη του Γεωργίου Α’ και σύζυγος του Μεγάλου Δούκα Παύλου Αλεξάνδροβιτς της Ρωσίας (30 Αυγούστου 1870 – 24 Σεπτεμβρίου 1891), Πρίγκιπας Νικόλαος της Ελλάδας, γιος του Γεωργίου Α’ (22 Ιανουαρίου 1872 – 8 Φεβρουαρίου 1938), Μεγάλη Δούκισσα Ελένη Βλαδιμήροβα της Ρωσίας, σύζυγος του Πρίγκιπα Νικολάου (17 Ιανουαρίου 1882 – 13 Μαρτίου 1957), Πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδας, Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας, κόρη του Γεωργίου Α’ και σύζυγος του Μεγάλου Δούκα Γεωργίου Μιχαήλοβιτς της Ρωσίας (3 Μαρτίου 1876 – 14 Δεκεμβρίου 1940), Πριγκίπισσα Όλγα της Ελλάδας, κόρη του Γεωργίου Α’, απεβίωσε 7 μηνών (26 Μαρτίου 1880 – 21 Οκτωβρίου 1880), Πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδας γιος του Γεωργίου Α’ και πατέρας του Δούκα του Εδιμβούργου Φιλίππου (20 Ιανουαρίου 1882 – 3 Δεκεμβρίου 1944), Πρίγκιπας Χριστόφορος της Ελλάδας γιος του Γεωργίου Α’ (10 Αυγούστου 1888 – 21 Ιανουαρίου 1940), Πριγκίπισσα Φραγκίσκη της Ορλεάνης, σύζυγος του Πρίγκιπα Χριστόφορου (25 Δεκεμβρίου 1902 – 25 Φεβρουαρίου 1953).

Το δημόσιο πευκοδάσος Τατοΐου

Το δάσος αυτό ανήκε στους τέως Βασιλείς των Ελλήνων. Από τη συνολική έκταση των 42.000 στρ. τα 14.000 στρ. είχαν παραχωρηθεί με νόμο από το Ελληνικό δημόσιο (εθνικό δάσος Μπάφι) στον Βασιλέα των Ελλήνων, το έτος 1877. Τα υπόλοιπα αγοράστηκαν σταδιακά από τους Βασιλείς με διάφορα συμβόλαια (1891 Συγγρός). Το 1924 η Δ’ Συντακτική Συνέλευση κήρυξε έκπτωτους τους Βασιλείς και με νόμο απαλλοτρίωσε αναγκαστικά τη Βασιλική περιουσία υπέρ του Δημοσίου. Σε ένα τμήμα της μάλιστα εκτάσεως (3.000 στρ.) εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ιδρύθηκε η κοινότητα Κρυονερίου.

Το 1936, με την παλινόρθωση της Βασιλείας, με τον αναγκαστικό της 22ας Ιανουαρίου 1936 (ΦΕΚ Α’ 39) περί αποδόσεως στον βασιλέα των Ελλήνων του κτήματος Τατοΐου, το δάσος Τατοΐου επανήλθε στην πλήρη κυριότητα της Βασιλικής Οικογένειας (Γεώργιος Β’). Το καθεστώς αυτό ίσχυσε μέχρι το 1973, οπότε με το νδ/γμα 225/1973 η βασιλική περιουσία απαλλοτριώθηκε εκ νέου και περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, το 1974, με το νδ/γμα 72/1974 όρισε προσωρινή επιτροπή διατήρησης του δάσους μέχρι επίλυσης του Πολιτειακού.

Το Τατόι με χιόνια

Με τον ν. 2086/1992 ένα τμήμα του δάσους περίπου 4.000 στρ. επανήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της τέως Βασιλικής οικογένειας, ένα άλλο τμήμα εκτάσεως 401.541,75 στρ. δωρίθηκε σε ιδρύματα και τέλος, το υπόλοιπο από 37.426 στρ. περιήλθε στην κυριότητα και διαχείριση του ιδρύματος Εθνικός Δρυμός Τατοΐου. Με τον ν. 2215/11.5.1994 καταργήθηκε ο ν. 2086/1992 και ολόκληρο το δάσος Τατοΐου περιήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου με διάφορες ρυθμίσεις ως προς την τύχη των διαφόρων ακινήτων του όλου κτήματος (κτηριακές εγκαταστάσεις, αγροτικές εκτάσεις κ.τ.λ.). Το Τατόι ήταν παλιότερα μία από τις πιο μαγευτικές περιοχές της χώρας. Στα πλούσια δάση του ζούσαν ελάφια, ζαρκάδια, αγριογούρουνα και άλλα μικρότερα ζώα.

Τα περίφημα κόκκινα ελάφια της Πάρνηθας στο κτήμα Τατοΐου

Μετά την πρόσφατη καταστροφή

Μετά την καταστροφική πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στην Αττική, τον Αύγουστο του 2021, μεγάλο μέρος της περιοχής γύρω και εντός του κτήματος Τατοΐου αποτεφρώθηκε. Έκτοτε, το τοπίο στα πρώην βασιλικά κτήματα άλλαξε δραματικά. Κατάφυτες εκτάσεις που αποτέλεσαν για δεκαετίες αγαπημένο τόπο εκδρομών και υπαίθριων συναντήσεων, μεταμορφώθηκαν σε καμένη γη από το βίαιο πέρασμα της φωτιάς, που κατέστρεψε πανύψηλα πεύκα και άφησε μαύρες τις πλαγιές.

Μονοπάτια κάποτε σκιερά, που ακολουθούσαν περιπατητές και ποδηλάτες τα Σαββατοκύριακα, εκτείνονται πλέον απογυμνωμένα από τους ίσκιους των φύλλων που τα σκέπαζαν μέχρι την ημέρα που εξαϋλώθηκαν στην πυρκαγιά. Εντός του πρώην βασιλικού κτήματος, εκτός από τον δασικό και εν γένει φυτικό πλούτο, κάηκαν ολοσχερώς και αρκετά κτήρια των εγκαταστάσεων των πρώην ανακτόρων. Μολονότι η φύση δείχνει ήδη τα πρώτα σημάδια αναγέννησης, η γενική εικόνα της περιοχής από ψηλά παραμένει και σήμερα αποκαρδιωτική…

Το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε στη δημοσιότητα εικόνες επτά κτηρίων στο Τατόι πριν και μετά την πυρκαγιά του 2021 και το πέρασμα της φωτιάς μέσα από αυτά… Συγκεκριμένα, από το σύνολο των 45 κτηρίων στον ιστορικό πυρήνα, που έχουν κηρυχθεί μνημεία από το ΥΠΠΟ, η φωτιά πέρασε μέσα από τα εξής: οικία Στουρμ, κτήριο Τηλεπικοινωνιών, οικία Φροντιστή, κτήριο Φρουράς τάφων, Δασονομείο, Κτήριο προσωπικού και Διευθυντήριο. Σύμφωνα με την υπουργό Πολιτισμού, οι ζημιές αυτές δεν δημιούργησαν περισσότερα δομικά προβλήματα από τα ήδη προϋπάρχοντα, εξ αιτίας του χρόνου που είχε ταλαιπωρήσει τα κτήρια του Τατοΐου. Κάηκαν στέγες, κάποιες εξ αυτών ήταν νεότερες σωστικές επεμβάσεις του ΥΠΠΟ. Κάηκαν επίσης ξύλινα κουφώματα, που επίσης είχαν αποκατασταθεί από το ΥΠΠΟ ή ήταν ψευτοκουφώματα που έκλειναν τα κενά των παλαιών κουφωμάτων.

Στις φωτογραφίες βλέπουμε αναλυτικά τι έχει συμβεί σε αυτά. Οι νέες φωτογραφίες τραβήχτηκαν την Τρίτη 10 Αυγούστου 2021. Η υπουργός δήλωσε ότι η οικία Στουρμ, το κτίριο Τηλεπικοινωνιών και η οικία Φροντιστή έχουν ενταχθεί ήδη από το 2020 στο ΕΣΠΑ και προβλέπεται ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 θα έχουν ανάδοχο και η αποκατάστασή τους θα γίνει με τη μέθοδο μελέτης – κατασκευής. Στα κτήρια Φρουράς Τάφων, Προσωπικού, Διευθυντηρίου και Δασονομείου ξεκινούν αμέσως οι μελέτες αποκατάστασης -ήδη δόθηκε η μελέτη για το κτήριο του Διευθυντηρίου με αυτεπιστασία. Οι μελέτες αυτές θα έχουν ολοκληρωθεί στο τέλος του 2021. Οι πόροι είναι εξασφαλισμένοι από το ΕΣΠΑ της περιόδου 2021-2027.

Η υπουργός τόνισε ότι δεν θα υπάρξει καμία καθυστέρηση στην υλοποίηση των στόχων και του σχεδιασμού, όπως προβλέπεται στη μελέτη βιωσιμότητας που ήδη εφαρμόζεται. Τόνισε ότι το 2025 θα λειτουργεί ως Μουσείο το θερινό ανάκτορο, αλλά και μερικά ακόμα κτήρια, όπου θα γίνει Μουσείο Βασιλικών Αμαξών, Μουσείο Αυτοκινήτων κ.ο.κ. Από το σύνολο των 100.000 αντικειμένων που φυλάσσονται σε κοντέινερ, περίπου τα 10.000 θα εκτεθούν στο κοινό, με βάση όσα θα προβλέπει η μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη.

Όσον αφορά το τι πραγματικά συνέβη με τα κοντέινερ και για ποιον λόγο τα πολύτιμα αντικείμενα φυλάσσονται σε αυτά, μέσα στο κτήμα, η υπουργός δήλωσε: «Για να στεγαστούν όλα αυτά τα αντικείμενα θα χρειαζόμασταν εγκαταστάσεις 5.000 τ.μ., που προφανώς δεν υπάρχουν». Για μια ακόμα φορά δεν αποκάλυψε ποια και πόσα αντικείμενα απομακρύνθηκαν την ημέρα που η πυρκαγιά άρχισε να πλησιάζει το Τατόι. Περιορίστηκε να πει ότι μεταφέρθηκαν όσα θα κινδύνευαν να κλαπούν και δεν αποκάλυψε πού βρίσκονται σήμερα, για λόγους ασφαλείας. Θυμίζουμε ότι κάηκαν δύο από τα τρία κοντέινερ που βρίσκονταν έξω από το ανάκτορο, ενώ έμειναν άθικτα τα υπόλοιπα, που καλύπτουν περίπου 3.000 τ.μ. και βρίσκονται σε άλλο τμήμα του κτήματος.

Για την κριτική που έχει δεχθεί σχετικά με το γεγονός ότι τα κειμήλια βρίσκονταν σε κοντέινερ και όχι σε στεγασμένους χώρους, όπως συνέβαινε ως το 2016, η υπουργός είπε: «Το 2016 και το 2017 αποφασίστηκε η μεταφορά κάποιων αντικειμένων από τα κοντέινερς σε άλλους χώρους, χωρίς συγκατάθεση των υπηρεσιών. Τα κινητά αντικείμενα στο Τατόι αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, άμεσα συνδεδεμένο με τα κτήρια. Οι συλλογές δεν πρέπει να διασπώνται.

Επίσης, το 2016, όταν αποφασίστηκε η μεταφορά τους από το κτήμα, ήταν πολύ λιγότερα τα αντικείμενα από τα οποία έγινε η επιλογή σε σχέση με αυτά που έχουμε σήμερα. Τα αυτοκίνητα και οι άμαξες, σας θυμίζω, ήταν στοιβαγμένα με χιλιάδες άλλα αντικείμενα από πάνω τους έως πρόσφατα. Περίπου 6.000 αντικείμενα μεταφέρθηκαν το 2017 στο Μουσείο Νεότερου Πολιτισμού. Το Μουσείο αυτό έχει μπει στην τελική ευθεία για να αποδοθεί στο κοινό το 2023. Έτσι αποφασίστηκε να μεταφερθεί αυτός ο αριθμός των αντικειμένων στο Τατόι, προκειμένου το σύνολο να αποκτήσει ξανά την ενότητά του».

Πηγές: Κώστας Μ. Σταματόπουλος, «Το Χρονικό του Τατοΐου», δίτομο έργο, εκδ. Καπόν, ethnos.gr, mixanitouxronou.gr, el.wikipedia.org, tatoi.org, tanea.gr, iefimerida.gr, protothema.gr, parnitha.blogspot.com, nhmuseum.gr, dimoprasion.gr, acharnaika-nea.gr, urbanspeleology.blogspot.com, vidarchives.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s