«Σήμερα κρέμασα πάνω από το γραφείο μου τη μοναδική φωτογραφία ενός ελληνικού τοπίου που βρέθηκε, ολωσδιόλου τυχαία, μέσα σε κάτι χαρτιά. Τη φωτογραφία της μεγάλης άγκυρας του Πόρου. Την είχα κάνει ένα πρωί της άνοιξης του ‘40. Καθώς την κοιτάζω τώρα αισθάνομαι την ψυχή μου πλημμυρισμένη. Αλλά δεν είναι αυτά που μου χρειάζουνται: πελεκώντας τον εαυτό μας, έτσι γράφουμε»
«Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Οι λέξεις του Γιώργου Σεφέρη πετούν σαν χελιδόνια πάνω από το κεφάλι μας, γνώριμα και αγαπημένα -αλλά και παντοτινά ζητούμενα. Σε αυτά τα χρόνια του φόβου, της κόπωσης, του πάγου και των απανωτών αδιεξόδων, τα λόγια αυτά μπορεί ν’ ακούγονται απόκοσμα ή και σαρκαστικά.. Μπορεί, όμως, με την απόλυτη απλότητά τους, να είναι και σημαία ομορφιάς και αισιοδοξίας σε τούτη τη σκοτεινή και δύσκολη εποχή της απραξίας και της μεγάλης μελαγχολίας. «Λίγο ακόμα / θα ιδούμε τις αμυγδαλιές να ανθίζουν / τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο / τη θάλασσα να κυματίζει». Η χώρα μας είναι και η χαρά μας, και έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να τη χαρούμε. Αλλ’ αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση -να αγωνιστούμε για να φθάσουμε εκεί όπου μπορούμε να δούμε τι έχουμε: τη φύση, τον ρου της Ιστορίας και των εποχών. Για να δούμε, πρέπει να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Όταν δούμε, ίσως αλλάξουμε. Ίσως η προσπάθεια είναι αυτό που μας λείπει. Ίσως η έλλειψη προσπάθειας είναι αυτό που μας λυγίζει, μας γονατίζει…
Μέσα στη θεία άνοιξη όλα γιορτάζουν και αποπνέουν ποικίλες ευωδιές, ώστε ν’ αναπαύεται η ψυχή, να χαίρεται και ν’ απορρίπτει κάθε συννεφιά και ανησυχία. Ίσως για κάποιους όλα αυτά να θεωρηθούν ως παρωχημένα πια σχήματα και δρώμενα μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που δεν επιστρέφει μεν, αλλά συνεχίζει να διδάσκει… Από το «Ρόδο της μοίρας» του Σεφέρη ως το «Ροδόσταμο» του Γκάτσου και του Θεοδωράκη, το μεθυστικό εκχύλισμα του ρόδου εξακολουθεί να γεμίζει νοσταλγία και «φεγγαροδροσιά» τη ζωή μας και τις πιο τρυφερές αναμνήσεις μας…
Συμπληρώνονται φέτος 800 χρόνια από την κοίμηση του Αγίου Νεοφύτουτου «Εγκλείστου», όπως είναι γνωστός. Ο Κύπριος Άγιος έζησε από το 1134 μέχρι το 1220 και ίδρυσε την ομώνυμη Μονή κοντά στην Πάφο. Έζησε επί πολλά χρόνια πραγματικά έγκλειστος σε έναν λαξευμένο βράχο, την «Εγκλείστρα» του. Εκεί βλέπουμε σήμερα το κρεββάτι του, το γραφείο του και τον τάφο του. Η μνήμη του τιμάται δύο φορές τον χρόνο, στις 28 Σεπτεμβρίου και στις 24 Ιανουαρίου.
Ο Γιώργος Σεφέρης (αριστερά) με τα αδέρφια του Ιωάννα και Άγγελο στη Σκάλα Βουρλών, το 1907
«Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι· δεν ήμασταν ποτέ απομονωμένοι· μείναμε πάντα ανοιχτοί σε όλα τα ρεύματα -Ανατολή και ∆ύση· και τ’ αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός … Συνταραζόμαστε κι εμείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, από διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους, που δεν αφήνουν τον ανθρώπινο νου να ηρεμήσει -σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μπροστά σ’ αυτά, τι μας μένει για να βαστάξουμε αν απαρνηθούμε τον εαυτό μας; ∆ε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]