Πατρίδα του Αγίου Φωκά ήταν η Σινώπη του Ευξείνου Πόντου. Οι γονείς του Πάμφυλος (ναυπηγός στο επάγγελμα) και Μαρία μεταλαμπάδευσαν στο Φωκά από την παιδική του ηλικία τη φλόγα της αγνής πίστης τους και τη θερμή ευσέβειά τους. Ο Φωκάς από μικρό παιδί εντρυφούσε στην ανάγνωση των Γραφών, και εκείνο που ιδιαίτερα τον διέκρινε ήταν η θερμή και ειλικρινής αγάπη που είχε προς το Θεό, αλλά και προς τους συνανθρώπους του.
Διότι οδηγό στην αγάπη του αυτή είχε πάντα τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής: «Ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει,… ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τὴ σκοτία ἐστι» (Α’ επιστολή Ιωάννου, Β’ 10-11). «Εκείνος» δηλαδή, «που αγαπά τον αδελφόν του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό φως. Ενώ αντίθετα, εκείνος που μισεί τον αδελφό του, μένει μέσα στο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι».
Αναδείχθηκε Επίσκοπος Σινώπης και ευτύχησε να έχει το χάρισμα της επιτέλεσης θαυμάτων στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα στην περιοχή της Επισκοπής του, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο σε κάποιους φανατικούς ειδωλολάτρες. Πράγματι, ο Έπαρχος Αφρικανός, διέταξε την σύλληψή του. Τότε τον έριξαν σε καυτό λουτρό, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του, επί των χρόνων του αυτοκράτορος Τραϊανού (98-117 μ.Χ.).
Η πλούσια βιβλιογραφία για την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών στην Τουρκία δεν είναι πλέον επαρκής για να μας διαφωτίσει για τους απογόνους αυτών των κρυπτοχριστιανών στην εποχή μας. Υπάρχουν βεβαίως πληροφορίες από κληρικούς και επισκέπτες από την Ελλάδα αλλά δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα. Επιπλέον ορισμένες παραδοσιακές πρακτικές των -κατά τα άλλα- μουσουλμάνων γειτόνων μας, όπως η προσκύνηση σε τόπους χριστιανικής λατρείας, ανάγονται στην ιδιάζουσα χριστιανοϊσλαμική σύνθεση που πραγματοποιήθηκε στη Μικρά Ασία ήδη από την περίοδο των Σελτζούκων.
Η αναζήτηση χριστιανικών συμβόλων από τμήμα της τουρκικής κοινωνίας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται πάντοτε ως ένδειξη κρυπτοχριστιανικής ταυτότητας. Κάποτε είναι προϊόν δεισιδαιμονιών και τα χριστιανικά σύμβολα αντιμετωπίζονται σαν μαγικά φυλαχτά που απλώς φέρουν γούρι. Ο προσεκτικός παρατηρητής διαβλέπει βεβαίως στην Τουρκία πολλά ίχνη από το Βυζάντιο που έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνική συμπεριφορά και τα ενδόμυχα πιστεύω των μουσουλμάνων, σε σημείο ώστε να γίνεται λόγος και περί «εκκοσμικευμένου Βυζαντίου» στο τμήμα της χώρας από τα παράλια μέχρι την Άγκυρα, ενώ οι πάντες ομολογούν ότι στον Πόντο υπάρχει ένας πολιτισμός διαφορετικός από όλη την υπόλοιπη χώρα.
Ευχάριστη λοιπόν έκπληξη για όσους ενδιαφέρονται για την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών στη σημερινή Τουρκία αποτέλεσε το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του Φαρούκ Τουντζάι που κυκλοφορήθηκε από το Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού που διευθύνει. Ο συγγραφέας είναι λεξικογράφος τουρκικών και πολιτικός αρθρογράφος, εγκατεστημένος στην Ελλάδα από το 1982, όπου κατέφυγε ως μέλος της αριστερής οργάνωσης Dev-Yol. Ασχέτως εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις κατά καιρούς θέσεις του, χαίρει ιδιαίτερου κύρους στην ελληνική κοινωνία, τόσο για την ποιότητα του Ελληνοτουρκικού (1994) και του Τουρκοελληνικού (2000) λεξικού, όσο κυρίως για την παρρησία με την οποία εκφράζεται και το ελεύθερο και αντισυμβατικό φρόνημα που τον διακρίνει ως στάση ζωής.
Στο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Πορτρέτα» ο Τουντζάι διηγείται ενδιαφέροντα περιστατικά από την πολυτάραχη ζωή του στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Σχετικά με τους κρυπτοχριστιανούς παραθέτει μια αφήγηση ενός παλαιού συντρόφου του που αποφυλακίστηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 από τη δικτατορία του Εβρέν, όταν το καθεστώς προέβη σε σταδιακή φιλελευθεροποίηση διενεργώντας κοινοβουλευτικές και δημοτικές εκλογές.
Τότε ο φίλος του Τουντζάι αποφάσισε να περιηγηθεί στην Τουρκία με σκοπό αφ’ ενός να ενημερωθεί για τον τρόπο σκέψης των Τούρκων στα πολιτικά ζητήματα και αφ’ ετέρου να έλθει σε επαφή με παλιούς του συντρόφους. Υποδυόμενος τον πλασιέ βιβλίων ταξίδεψε με το αυτοκίνητό του σε διάφορα μέρη της Τουρκίας, ώσπου έφθασε σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Εκεί, μπροστά στο καφενείο του χωριού, άπλωσε το εμπόρευμά του -εγκυκλοπαίδειες και βιβλία- και προσκάλεσε τους θαμώνες να το κοιτάξουν. Ένας χωρικός διάλεξε ένα Ευαγγέλιο μεταφρασμένο στα τουρκικά και επιτέθηκε λεκτικά στον «πλασιέ» για το πώς τόλμησε να φέρει ένα παρόμοιο βιβλίο.
Ο τελευταίος, αντλώντας επιχειρήματα και από το σχολείο, αντιλέγει διαβεβαιώνοντας τον συνομιλητή του ότι «και το Κοράνι ακόμη θεωρεί το Ευαγγέλιο ιερό κείμενο, πως το Ισλάμ το σέβεται, και δεν μπορεί να λέγεται μουσουλμάνος κάποιος που δεν αναγνωρίζει κάτι τέτοιο». Ακολουθεί έντονη συζήτηση, με πολλούς παρεμβαίνοντες -και τον ιμάμη ανάμεσά τους, η οποία επεκτείνεται στις μη μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες της Τουρκίας και, όπως γράφεται χαρακτηριστικά, «στη Γενοκτονία των Αρμενίων και στις άλλες εθνοκαθάρσεις που κατά καιρούς έχουν συμβεί και συμβαίνουν στην Τουρκία». Όταν ακούγεται το «Μπιρ Αλλάχ», η τελευταία προσευχή της ημέρας, ο ιμάμης καλεί ευγενικά στο τζαμί τον «πλασιέ», ο οποίος προσπαθεί να το αποφύγει, αλλά κατόπιν πιέσεως δέχεται.
Οδηγείται από τον ιμάμη στο τζαμί όπου κάτω από το μινμπάρ (τον άμβωνα του τζαμιού) ανοίγει μια καταπακτή που οδηγεί σε μια μικρή σάλα. Εκεί ο ιμάμης ενδύεται ενώπιόν του το εντερί και φορεί μια αρμενική τιάρα. Ακολουθεί η Θεία Λειτουργία και μετά τη λήξη της ο ιμάμης του εξηγεί μεταξύ άλλων ότι «επειδή μια μέρα μπορεί να αναλάβετε εσείς τη διακυβέρνηση της χώρας μας, θέλω να ξέρετε πως υπάρχουμε και εμείς». Η διήγηση αυτή είναι αποκαλυπτική, προέρχεται από ανεξάρτητη και μη ελεγχόμενη πηγή, και μαρτυρεί το μεγαλείο απλών ανθρώπων οι οποίοι διατηρούν την πατρογονική τους πίστη εν μέσω πυρός και σιδήρου.
Οι 45 Κρωμναίοι κρυπτοχριστιανοί που φανέρωσαν την πίστη τους
Το χάτι χουμαγιούν ήταν το αυτοκρατορικό – σουλτανικό διάταγμα που υποχρεώθηκε να εκδώσει η Τουρκία μετά τη λήξη του Κριμαϊκού πολέμου (1854-1856). Με αυτό αναγνωριζόταν σε όλους τους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ισότητα, η ισονομία καθώς και η ελευθερία της συνείδησης και η ελεύθερη άσκηση της λατρείας. Το διάταγμα επικυρώθηκε από διεθνές συμβούλιο που συνήλθε επί τούτου στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 1856 (Συνθήκη Παρισίων του 1856). Ως αποτέλεσμά του εκδόθηκαν το 1862 οι γενικοί κανονισμοί των Πατριαρχείων, με τους οποίους ρυθμίζονταν και διευθετούνταν τα εκκλησιαστικά και εθνικά θέματα που απασχολούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς που ζούσαν υπό τον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και ήταν υπήκοοι του σουλτάνου.
Το 8ο άρθρο του διατάγματος όριζε: «Επειδή πάσαι αι θρησκείαι θα εξασκώνται ελευθέρως εν τοις κράτεσί μου, ουδείς υπήκοος της αυτοκρατορίας μου θα στενοχωρηθή εν τη εξασκήσει της θρησκείας ην πρεσβεύει, κατ’ ουδένα δε τρόπον θα ενοχληθή ένεκα τούτου». Έναν χρόνο αργότερα, το 1857, όταν διοικητής της Τραπεζούντας ήταν ο Ρουστέμ πασάς, 45 κρυπτοχριστιανοί Κρωμναίοι συγκεντρώθηκαν στη μονή της Θεοσκεπάστου και υπέγραψαν ένα «επιτροπικόν» έγγραφο, στο οποίο διακήρυτταν την πίστη τους και την απόφασή τους να φανερώσουν την αληθινή θρησκεία τους.
Το «επιτροπικόν» αυτό ήταν το εξής:
«Διά του παρόντος ημών αποδεικτικού ενσφραγίστου επιτροπικού γράμματος δηλοποιούμεν ημείς οι εκ των επαρχιών των δύο μητροπόλεων αγίου Τραπεζούντος και Χαλδίας, κάτοικοι των χωρίων Κρώμνης, Σάντας, Κοβάσης, Πάρτης, Γιαγλήτερες, Σταύρης, Μούζενας, Στύλου, Χάραβας, Ταντουρλού, Σήσε, Πόντιλας, Θέρσας, Άγουρσας, Λαραχανής, Καπίκιογλου, Γαλίανας, Χατσάβερας, Κάβαρας και λοιπών, ότι κοινή γνώμη και εν μιά συμπνοία και ομονοία αποκατεστήσαμεν, από μέρους πάντων ημών, πληρεξουσίους επιτρόπους τον κύριον Τοσούνογλουν Μουσταφά Γιαγιτζήν μετά της συνοδείας αυτού, Μουσταφάν Τουρσούνογλου και Σουλεϊμάνογλου Ισμαΐλην, εις το να απολογηθώσι και δώσωσι τους αποχρώντας λόγους εις ό,τιδήποτε ερωτήσεις θέλουσι γίνει διά την οποίαν υπόθεσιν εστάλησαν εις Κωνσταντινούπολιν.
Εις τους κυρίους τούτους έχομεν παραδεδομένας την στερεάν ημών απόφασιν και την κοινήν γνώμην εις το να ενεργήσωσιν επί οίον τρόπον δύνανται την ανακάλυψιν της άχρι τούδε κεκρυμμένης θρησκείας μας. Όθεν παρακαλούμεν τους εξοχωτάτους πρέσβεις των Αυτοκρατορικών δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Ρωσσίας και Ελλάδος, όπως αναγνωρίσωσιν αυτούς δυνάμει του παρόντος ενσφραγίστου επιτροπικού ημών γράμματος γνησίους ημών επιτρόπους, και οδηγήσωσιν αυτούς τα δέοντα υπέρ της θρησκείας και ελευθερίας ημών.
Δια τούτο λοιπόν έγινε το παρόν ανά χείρας αυτών δεικτικόν και τη σφραγίδι ενός εκάστου εσφραγισμένον επιτροπικόν γράμμα και εδόθη αυτοίς φέρειν εις ένδειξιν εν παντί τόπω και δικαστηρίω».
Ένα ξεχασμένο, εκπληκτικό κείμενο για τους Κρυπτοχριστιανούς
Το Τσάμπασι (Çambaşı) υπήρξε ορεινό καλοκαιρινό θέρετρο των κατοίκων των Κοτυώρων (τουρκ. Ορντού). Βρίσκεται σε ένα οροπέδιο, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων, 45 χιλιόμετρα από τα Κοτύωρα, δυτικά της Κερασούντας. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1913, με αφορμή μια μεγάλη πυρκαϊά κάηκαν τα περισσότερα σπίτια της πόλης, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών Άκογλους (Ξένος Ξενίτας) στα «Λαογραφικά Κοτυώρων», και αυτό το θρήνο μας περιγράφει το περίφημο τραγούδι «Εκάεν και το Τσάμπασιν».
«Όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου. Εκείνος που έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη υπομένει με γενναιότητα χωρίς να σκέφτεται το κακό που του έκανε οποιοσδήποτε.
Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε προσέβαλε ή σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ. Με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία. Πολλοί έχουν πει πολλά περί αγάπης, αν όμως την αναζητήσεις, θα τη βρεις στους μαθητές του Χριστού, επειδή εκείνοι είχαν την αληθινή Αγάπη δάσκαλο της αγάπης, για την οποία έλεγαν: “Αν έχω το χάρισμα της προφητείας και αν γνωρίζω όλα τα μυστικά σχέδια του Θεού, και έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι τίποτε” (Α’ Κορ. 13,2-3). Εκείνος λοιπόν που απόκτησε την αγάπη, απόκτησε τον Θεό, επειδή ο Θεός είναι αγάπη (Α’ Ιω. 4,8)».
Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «Κεφάλαια περί αγάπης»
Χαρακτηρίστηκε ως η «Παναγιά της Προσφυγιάς», κυρίως όμως για όλους είναι γνωστή ως η «Παναγία του Πόντου». Πώς και πότε έφτασε η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Σουμελά στη Βέροια και εγκαταστάθηκε στις πλαγιές του Βερμίου;
Τρυγόνα· όνομα γυναικείο, λαοφιλές στους Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας, όπως και το τραγούδι. «Η Τρυγόνα η κορώνα» χορεύεται κιόλας· οι κινήσεις μιμούνται τις κινήσεις της τρυγόνας, όταν κρύβεται σε θάμνους.
Η θεά Δήμητρα συνοδευόταν από λευκά τρυγόνια. Είναι δε γνωστό ότι η Λητώ, στη Δήλο, παραδομένη στους πόνους, κυνηγημένη, δέχτηκε βοήθεια από δύο τρυγόνες: Τη μαία Ειλείθυια και την Ίριδα, οι οποίες έσπευσαν μεταμορφωμένες ..για τον φόβο της Ήρας.
«Σαν και μένανε τρυγόνα κυνηγός δεν βρίσκεται άλλος κι αν μια μέρα σε σκοτώσω …», είχε ηχογραφήσει ο Λόρκα στα 1931, όπου η τρυγόνα που σκοτώθηκε είναι η δημοκρατία· μετά την εκτέλεση του ποιητή από τους φασίστες το τραγούδι έγινε σύμβολο αγώνα.
«Μικρή τρυγόνα, δίχως ταίρι και φωλιά», είχε γράψει ο Μενέλαος Λουντέμης για μια εξόριστη μητέρα, ενώ ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:«Μάνα μου, εγώ είμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι …». Το τρυγόνι θεωρείται σύμβολο της συζυγικής αφοσίωσης· εάν το ένα πεθάνει, το άλλο δεν ζευγαρώνει πια· από τη λύπη του κάποτε πεθαίνει.
Πουλιά κομψότατα, ελαφριά, άρχοντες του αέρα, διαχειμάζουν στην Αφρική, αν και μερικά δεν μας εγκαταλείπουν. Steptopelia turtur ή turtur-ris (λατ.), το όνομα το πήρε από το ασταμάτητο γουργουρητό του «τουρ – τουρ – τουρ». Στην αρχαιότητα επί λάλου ανθρώπου αποφαίνονταν «τρυγόνος λαλίστερος».
Τα περάσματα των τρυγονιών είναι γνωστά από χρόνους παμπάλαιους. Από το χάραμα μέχρι το μεσημέρι περνούν κοπαδιαστά. Τα πρώτα φθάνουν την ημέρα του Σταυρού.«Αυτού ψηλά που περπατείς τρυγόνα, τρυγόνα και χαμηλά λογιάζεις, τρυγόνα μου γραμμένη, μην είδες τον ασίκη μου, τον αγαπητικό μου;» (Β. Ηπειρος). Και ένα σπάραγμα από το δημοτικό, γνωστό ως «Ο θάνατος του Οδυσσέως Ανδρούτσου»: «… Ν’ ακούστε την Ανδρούτσαινα, τη μάνα του Δυσσέα, πώς σκούζει, πώς μοιρολογά, και σαν τρυγόνα κλαίει!».
Στην παράδοση του Πόντου η «Τρυγόνα» είναι βουκολικός κεφάτος σιγανός χορός. Ανήκει στους λίγους ποντιακούς χορούς που χορεύονται από δεξιά προς τα αριστερά. Οι κινήσεις του χορού αναπαριστούν μια γυναίκα που κόβει ξύλα. Στο αριστερόστροφο σημείο του χορού είναι το περπάτημα, ενώ στο δεξιόστροφο το κόψιμο των ξύλων, χαρακτηριστικό του δε το σκύψιμο του χορευτή και το ανεβοκατέβασμα των χεριών:
«Ακεί πέρα σ’ ορμανόπον, η τρυγόνα η κορώνα έστεκεν και εποίνε ξύλα, η τρυγόνα η κορώνα».
«Έρθεν και ο Χορτοθέρτς, έπαρ’ το καγάν (δρεπάνι) σο χέρ’ τ’ς»…
Θεριστές στη Νέα Χηλή, 1956
«Χορτοθέρτς» αποκαλούσαν οι Πόντιοι τον Ιούλιο, ο οποίος φέρει και την επωνυμία αλωνάρης ή θεριστής. Λέγεται αλωνάρης γιατί την περίοδο αυτή αλωνίζουν τα σιτηρά. Η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό «χόρτο» και το ρήμα «θερίζω».
Η Αμάσεια του Πόντου, μία από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου χτισμένη στις όχθες του Ίρι ποταμού (Yesilirmak)
Κατηγορούμενοι χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης. Πολιτικοί, ιερωμένοι, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι στη φοβερή λίστα των καταδικασθέντων και εκτελεσθέντων…
Μετά το 1919 και την έναρξη της δεύτερης και σκληρότερης φάσης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, οι Τούρκοι, με τις εντολές του Μουσταφά Κεμάλ, ξεκινούν δίκες – παρωδία στην Αμάσεια με στόχο τον αφανισμό της ελληνικής ελίτ του Πόντου. Η επιλογή της Αμάσειας στα βάθη της Ανατολίας, για τη διεξαγωγή των δικών, είχε σκοπό αυτές να μείνουν μακριά από τα μάτια της κοινής γνώμης. Με πρόσχημα τις υποτιθέμενες ενέργειες Ελλήνων του Πόντου για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στην περιοχή, τέθηκαν σε ισχύ τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» για τη νομιμοφανή εξόντωση -με συνοπτικές διαδικασίες- των πλέον σημαντικών προσωπικοτήτων του ποντιακού Ελληνισμού.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]