Το θέρος από τον Πόντο στη Νέα Χηλή – Εικόνες και μνήμες

«Έρθεν και ο Χορτοθέρτς, έπαρ’ το καγάν (δρεπάνι) σο χέρ’ τ’ς»…

Θεριστές στη Νέα Χηλή, 1956

«Χορτοθέρτς» αποκαλούσαν οι Πόντιοι τον Ιούλιο, ο οποίος φέρει και την επωνυμία αλωνάρης ή θεριστής. Λέγεται αλωνάρης γιατί την περίοδο αυτή αλωνίζουν τα σιτηρά. Η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό «χόρτο» και το ρήμα «θερίζω».

Ο θερισμός στον Πόντο έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα. Απαραίτητο εργαλείο του θερισμού ήταν το δρεπάνι. Πιο σπάνια χρησιμοποιούσαν την «κερεντή», ένα μεγάλο δρεπάνι με μακρυά λαβή με την οποίαν θέριζαν όρθιοι (κυρίως τριφύλλι ή χόρτα). Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «κείρω» που σημαίνει κουρεύω. Είναι η γνωστή μας «κόσα» (λέξη σλαβικής προέλευσης).

Ο θερισμός συνήθως γινόταν από γυναίκες και νέες κοπέλες. Κρατούσαν το δρεπάνι με το δεξί χέρι και με το αριστερό έκοβαν τα στάχυα. Με αυτά έφτιαχναν ένα «χερόβολο» (= δέσμη από στάχυα). Δυο – τρία χερόβολα έκαναν ένα δεμάτι. Με τα δεμάτια έφτιαχναν τις θημωνιές. Λέγεται ότι όσο οι κοπέλες θέριζαν οι άνδρες επαινούσαν την αγαπημένη τους τραγουδώντας: «Σον Αι Λίαν αφκακέσ’ θερίζ τ’ εμόν τ’ αρνόπον και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το καγανόπον», δηλαδή «κάτω στον Άη Ηλία θερίζει το δικό μου το αρνάκι και πόσο όμορφα και νόστιμα κρατά το δρεπανάκι».

Γυναίκα θερίζει με δρεπάνι και παλαμαριά (ξύλινο γάντι)
κρατώντας ένα χερόβολο (archaiologia.gr)

Όταν τελείωνε ο θερισμός κρεμούσαν μπροστά στην πόρτα τους το «αποθέρ’» (από το ρήμα «αποθερίζω» = τελειώνω το θέρισμα). Το αποθερ’ ήταν ένα δεμάτι στάχυα με καρπούς, καλλιτεχνικά δεμένο, ενώ ο ιδιοκτήτης του χωραφιού φιλοδωρούσε τη θερίστρια που πρώτη θα έβαζε μπρος στα πόδια του το πρώτο χερόβολο.

Μετά, σειρά είχε το αλώνισμα. Αφού τελείωνε το θέρισμα οι γυναίκες φορτώνονταν τα δεμάτια και τα πήγαιναν εκεί όπου θα γινόταν το αλώνισμα. Επρόκειτο για ένα συμπαγή κυκλικό χώρο που τον γάνωναν, άλειφαν δηλαδή με χώμα ή πηλό το έδαφος, το έβρεχαν και μετά πατούσαν καλά την επιφάνεια με μια κυλινδρική πέτρα. Αφού τα ετοίμαζαν όλα οι γεωργοί έλεγαν «εκρέμ’ σα σ’ αλών’», δηλαδή τα άπλωσα (τα στάχυα) στο αλώνι για αλώνισμα…

Αλώνισμα στη Νέα Χηλή

Συνήθως το αλώνισμα γινόταν με βόδια (τα καλά τα βούδ(ι)α αγλήγορα κοφ’ νε τ’ αλών’). Σ’ αυτά περνούσαν τον ειδικό ζυγό (αλωνοζύγονον) για να σύρουν πίσω τους το «τυκάν» ή «τουκάνιν» (από την αρχαία λέξη «δουκάνη» ή «δοκάνι»).

Το «τουκάν» ή «δουκάνα» απαρτιζόταν από δυο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα, τα οποία έφεραν από την κάτω επιφάνεια σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους ή κοφτερές σιδερένιες λάμες, για να χωριστεί ο καρπός από τα στάχυα. Μάλιστα για να γίνει πιο εύκολος ο χωρισμός του καρπού, τοποθετούσαν επάνω του κάποιο παιδί, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα διασκεδαστική για το παιδί, ιδίως όταν τους έδιναν στα χέρια και το «βουκέντρ’» (= βουκέντρι) για να κεντρίζουν τα βόδια και τα κερατίδια (= το σχοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν). Όσο αλώνιζαν προέτρεπαν τα ζώα με διάφορα επιφωνήματα…

Στη συνέχεια γινόταν το «βόρισμα» (από τη λέξη βορέας) ή λίχνισμα. Περίμεναν να φυσήξει αέρας οπότε άρχιζαν το λίχνισμα με το ειδικό ξύλινο φτυάρι (αλωνίσταρον). Σήκωναν δηλαδή το γέννημα ψηλά στον αέρα, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα. Όσο ιβόριζαν παρακαλούσαν τον αέρα να φυσήξει, τάζοντάς του ότι θα του φτιάξουν ψωμάκια: «Φύσα αέρα, φύσα, θα ευτάμε σε κολοθόπον».

Λιχνίζοντας τα στάχυα

Στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία δένοντας (όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας) στάχυα στα κεφάλια ή σε άλλα μέρη του σώματος που είχαν πόνους. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας έκοβαν τα στάχυα, πιστεύοντας ότι έτσι θα τους κοπεί και ο πόνος… Τον Προφήτη Ηλία τον τιμούσαν πολύ στον Πόντο με μεγάλα πανηγύρια.

Εκείνο που είναι συγκινητικό ήταν η «αργατία», η αλληλεγγύη δηλαδή των προγόνων μας. Έτσι εάν δεν μπορούσε κάποιος να θερίσει ή να αλωνίσει, συγκεντρώνονταν πολλοί και χωρίς αμοιβή πήγαιναν να βοηθήσουν αυτόν που είχε ανάγκη. Την προσφορά αυτή την ονόμαζαν «αργατία». Επίσης για να δείξουν τον σεβασμό τους προς τους προύχοντες του τόπου σχημάτιζαν την «τρανόν αργατίαν», η οποία έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα.

Τον Ιούλιο τον θεωρούσαν ευλογία οι γεωργοί και οι ποιμένες. Οι γιορτές που γίνονταν στα βουνά, στις εξοχές και στα ξωκλήσια, έδιναν την ευκαιρία στο λαό να πάρει μιαν ανάσα. Τα τραγούδια, οι χοροί, ο κεμεντζές και το νταούλι τον κράτησαν ενωμένο απέναντι στην τουρκική τυραννία.

Το θέρος στη Νέα Χηλή Αλεξανδρούπολης τα μεταπολεμικά χρόνια
Σταχυολογώντας εικόνες και μνήμες από τους παλαιότερους…

– «Ποτέ δε θα ξεχάσουμε, το δρεπάνι, τις θημωνιές, την πατόζα. Πήγαιναν οι γονείς μας στο θέρος, ο καθένας με το δρεπάνι του και κάτι ξύλινα γάντια στα χέρια τους και κόβανε τα στάχυα με μαεστρία. Τα μαζεύανε και τα στοιβάζανε στο κάρο και πηγαίνανε στο μέρος που ήταν η πατόζα για άλεσμα. Τα βάζανε σαν δέμα το ένα πάνω στο άλλο και γινόταν θημωνιές. Εμείς οι μικροί φυλάγαμε τις θημωνιές μέχρι να έρθει η σειρά μας να αλέσουμε»…

Νέα Χηλή, αλωνιστική μηχανή, η γνωστή «πατόζα». Ένας φαρδύς ιμάντας
συνέδεε τη μηχανή με ένα τρακτέρ απ’ όπου έπαιρνε κίνηση.
Η λειτουργία της απαιτούσε την παρουσία πολλών εργατών

– «Ήταν τόση μεγάλη η πατόζα και έκανε πολύ θόρυβο! Είχε κάτι λουριά που γύριζαν συνέχεια, έριχναν και ρετσίνι στα λουριά και κείνα γυρνούσαν γρηγορότερα. Σκόνη παντού. Συνήθως η πατόζα ήταν στημένη στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η Παιδαγωγική Ακαδημία ή κοντά στο νεκροταφείο. Αργότερα ήρθαν οι «κουμπίνες» (θεριζοαλωνιστικές μηχανές), οι οποίες διευκόλυναν τους γονείς μας, αλλά ξενοιάσαμε κι εμείς, αφού πλέον δε χρειαζόταν η παρουσία τόσων ανθρώπων»…

Αλώνισμα στη Νέα Χηλή: Απαραίτητη η παρουσία ενός ή δύο ανθρώπων που έβαζαν
τα δεμάτια στον ιμάντα, μια κυλιόμενη σκάλα η οποία τα ανέβαζε στην πατόζα

– «Εκεί που σήμερα βρίσκεται το γήπεδο, γινόταν το καλοκαίρι το αλώνισμα. Όλο το χωριό εκεί ήταν. Εκτός από τα στάχυα εκεί οι χωριανοί θα ξεχώριζαν και τους καρπούς από τις φακές, τα ρεβίθια… Δένανε στα ζώα την τουκάνα. Η τουκάνα ήταν από πάνω σανίδι και από κάτω είχε κάτι σαν δόντια μυτερά. Έτσι λοιπόν, όταν τα ζώα το έσερναν επάνω στα δεμάτια με τους καρπούς, άνοιγαν τα ρεβίθια ή ό,τι άλλο ήταν. Για μας τα παιδιά ήταν η χαρά μας η τουκάνα, επειδή έπρεπε τέσσερα παιδιά να καθόμαστε πάνω της για να έχει βάρος. Μας ανέβαζαν όλους για να κάνουμε τους γύρους. Η παιδική χαρά μας, το γύρω – γύρω όλοι! Διαρκούσε όλη τη μέρα. Βοηθούσε πάντα ο ένας τον άλλον»…

Κάτοικοι της Νέας Χηλής στις θημωνιές

– «Δύσκολα χρόνια. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Θυμάμαι λεχώνα ήμουν και μου έφερνε η πεθερά μου το μωρό στο χωράφι για να το θηλάσω. Μέσα στη ζέστη, κατακαλόκαιρο, ιδρωμένα τα στήθη και εγώ έκανα ένα διάλειμμα για να το θηλάσω. Μετά το ακουμπούσα κάτω, δίπλα σε μια θημωνιά και συνέχιζα τη δουλειά. Όταν άκουγα το μωρό να κλαίει παρατούσα το δρεπάνι και έτρεχα. Φοβόμουν για κανένα φίδι… Τι μυαλό, αλήθεια δε μας έκοβε τότε»…

Leon Augustin Lhermitte, Θηλασμός στις θημωνιές

Ουρανία Πανταζίδου, Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)

* Από το βιβλίο της λαογράφου Έλσας Γαλανίδου – Μπαλφούσια, «Ποντιακή Λαογραφία», Εκδόσεις Επιτροπής Ποντιακών Μελετών.

Πηγή: alexpolisonline.com

Σχολιάστε