Η «Αριάγνη» είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα άλλα δύο είναι: «Η Λέσχη» (1960) και «Η νυχτερίδα» (1965). Η δράση εκτυλίσσεται διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία έργα: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Στο απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο, όπου φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.
Γιάννης Μόραλης, «Κορίτσι που δένει το σανδάλι του», 1973
Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Αύγουστο του 2015 και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 27/2017 του περιοδικού «Αιγιναία», στο πλαίσιο αφιερώματος για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ζωγράφου μας Γιάννη Μόραλη, που έζησε και δημιούργησε στην Αίγινα.
«La double vie de Véronique» by Krzysztof Kieślowski
Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ζωή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για Ανάσταση.
«Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί…»
Όταν ξεκινάς το ταξίδι σου για πρώτη φορά από την προβλήτα της Μυτιλήνης για τα απέναντι παράλια, τα συναισθήματα είναι σίγουρα ανάμεικτα. Το μέρος που πρόκειται να πας, σου είναι εξαιρετικά οικείο, μια εικόνα γνώριμη. Είναι εκείνη η στεριά που αντικρίζεις όταν τραβάς το βλέμμα σου καθημερινά στη θάλασσα, στο δρόμο προς το Πανεπιστήμιο ή στη βραδινή βόλτα στο λιμάνι της πόλης. Ωστόσο, μπορεί να έχουν περάσει ολόκληρες γενιές από τότε που η γη αυτή ήταν Ελληνική, μπορεί η καταγωγή σου να μην είναι καν από τις «αλησμόνητες πατρίδες», όμως θελημένα ή μη φέρνεις στο νου σου τον όμορφο σκοπό, κείνο το λυπητερό αργό τραγούδι που βαστάει πάντα μέσα του ολάκερη την πίκρα, τον πόνο και την άσβεστη νοσταλγία για εκείνα που χάθηκαν…
«Αντηρίδες και στοιβάδες από πέτρα, ριζωμένες μέσα στο λόφο, σαν δαχτυλίδια ή σπείρες μεγάλου απολιθωμένου κοχυλιού μαζεμένες γύρω από την ορχήστρα… Αυτό που γιορτάζανε άλλοτε πάνω σε αυτόν τον λείο και άπιαστο κύκλο, μάτι ορθάνοιχτο προς τον ουρανό με κόρη από πέτρα στη μέση του, την αρχαία θυμέλη -το βωμό του Διονύσου, δεν ήταν παράξενες και εξωτικές λατρείες, τελετές μαγείας ή μανίας, αλλ’ η συνειδητή παντρειά του τραγικού και της λογικής, η θελημένη ένωση πάθους και στοχασμού. Ολόκληρη η ελληνική τραγωδία, από τον Αισχύλο ως τον Ευριπίδη, αναφέρεται, τελείως αυθόρμητα, σε αυτό που κάνει τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται σαν να μην ήταν εκείνος σε αυτούς τους τρομακτικούς μύθους που φέρνουν απάνω τους την τιτάνια μνήμη των πραγμάτων. Για να λύσει έτσι ευκολότερα, αντιμετωπίζοντας ανοιχτά τη φρίκη, το αίνιγμα των επιθυμιών και των φόβων μας …».
Σαν σήμερα, την 13η Ιουλίου του 1965, έφυγε ο σπουδαίος αγιογράφος, ζωγράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου (1895-1965)
Ο Φώτης Κόντογλου (Φώτιος Αποστολλέλης) γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, στις 8 Νοεμβρίου 1895, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία μόλις ενός έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο αδερφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου, που ήταν Ηγούμενος στην ιερά μονή Αγίας Παρασκευής, στην κηδεμονία του οποίου ανάγεται και το όνομα Κόντογλου.Τα μαθητικά του χρόνια ο μικρός Φώτης τα πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες και το 1913 εισήχθη, κατόπιν εξετάσεων, στο τρίτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψε τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του.
Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό «Illustration», σε διαγωνισμό του οποίου βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του έργου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα», και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Το 1917 ταξίδεψε στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Το 1919, μετά το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου διορίστηκε ως καθηγητής γαλλικών και ιστορίας τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε τον σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι».
Το 1921 έλαβε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή, το 1922, κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιον Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923, για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφα αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις στη Μυτιλήνη και στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και επισκέφτηκε για τρίτη φορά το Άγιον Όρος. Την περίοδο 1930-1931 εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Από το 1933 δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο Αμερικανικό Κολλέγιο, όπου γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν και είχε μαθητές του τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Εγγονόπουλο.
Η πρώτη εμφάνιση του Κόντογλου στα γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1918 με την έκδοση της νουβέλας του «Πέδρο Καζάς» σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1928 εκδόθηκε το βιβλίο του «Ταξείδια» και το 1935 ο «Αστρολάβος». Εντονότερη παρουσιάζεται η συγγραφική του δραστηριότητα (θρησκευτικής κυρίως θεματολογίας) στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ως το τέλος της ζωής του.
Το 1935 του ανατέθηκε η οργάνωση του βυζαντινού τμήματος του Μουσείου της Κέρκυρας. Ανέλαβε τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Μυστρά, την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών, τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αγιογράφησε την πρώτη εικόνα των νεοφανέντων Αγίων μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, και το 1962 εκδίδεται το βιβλίο του «Σημείον μέγαν, ήγουν τα θαύματα της Θερμής», που αποτελεί την πρώτη επίσημη καταγραφή του βίου τους και της ευρέσεως των ιερών λειψάνων τους στη Θερμή της Λέσβου.
Μαθητής ακόμη του Γυμνασίου στις Κυδωνίες είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό «Μέλισσα», όπου εικονογραφούσε ο ίδιος. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Φιλική Εταιρεία», μαζί με τους Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Πικιώνη, Στρατή Δούκα και Βάσο Δασκαλάκη, που κυκλοφόρησε από το 1924 ως το 1925, και του περιοδικού «Κιβωτός», μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά (1929), «Νέα Εστία», «Ελληνική Δημιουργία», «Εκκλησία», «Εφημέριος» και την εφημερίδα «Ελευθερία» (από το 1949 ως το τέλος της ζωής του) και εξέδωσε μελέτες για τη βυζαντινή τέχνη και έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και πεζογραφίας.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1959), για το βιβλίο του «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», με το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο του «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», με το Βραβείο του Ταξιάρχη του Φοίνικα καθώς και με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (1965) για το σύνολο του έργου του.
Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα, από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη.
Ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε ένας πραγματικός μαχητής της Ορθοδοξίας που έδωσε πολλά και τα λόγια του είναι μία αιώνια παρακαταθήκη για όλους μας. Διαισθανόταν πού βαδίζει η κοινωνία και προειδοποιούσε:
– Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Φώτης Κόντογλου· εν εικόνι διαπορευόμενος· εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τριάντα από την κοίμησή του», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1995.
– Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Βιογραφικές παρατηρήσεις για τον Φώτη Κόντογλου», Νέα Εστία, 1.11.1995, ετ. ΞΘ’, αριθ. 1640, σ. 1413-1418.
– Ζήρας Αλεξ., Σπητέρης Τ., «Κόντογλου Φώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.
– Μαστροδημήτρης Π.Δ., «Το πεζογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου», Πέντε δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα 1987, σ. 69-91.
– Μητσάκης Κάρολος, «Φώτης Κόντογλου», Νεοελληνική πεζογραφία· Η γενιά του ‘30, Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 1977, σ. 37-39.
– «Μνήμη Κόντογλου· Δέκα χρόνια από την κοίμησή του», Αθήνα 1975.
– Μουστάκης Βασ., «Κόντογλου Φώτης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα.
– Παγανός Γ.Δ., «Φώτης Κόντογλου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε’, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1992, σ. 48-121.
– Πάσχος Π.Β., «Κόντογλου – Εισαγωγή στη λογοτεχνία του μ’ ένα επίμετρο – ανθολόγιο κειμένων του», εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991.
– Πάσχος Π.Β., «Φώτης Κόντογλου – 25 χρόνια από την κοίμησή του», Τήνος, 1990.
– Σαρδέλης Κώστας, «Η ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1982.
– Σαχίνης Απόστολος, «Φώτη Κόντογλου: Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι -1942, Ο θεός Κόνανος – 1943, Ιστορίες και περιστατικά – 1944», Η πεζογραφία της κατοχής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1948, σ. 25-39.
– Σκοτεινιώτη Ελένη, «Οι ηθικές και θρησκευτικές αρχές του Κόντογλου· “Σηματώρος και κήρυκας” του έργου του», Νέα Εστία, 1.5.1998, ετ. ΟΒ’, αριθ. 1700, σ. 615-625.
– Σπητέρης Τώνης, Ζήρας Αλεξ., «Κόντογλου Φώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.
– Τσιάμης Μ.Ν., «Φώτης Κόντογλου· Ένας ερημίτης ασκητής της τέχνης και της ζωής», Αθήνα, 1971.
– Φώτης Κόντογλου, «Σημείον αντιλεγόμενον», εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.
– Χατζηφώτης Ι.Μ., «Φώτιος Κόντογλου· Η ζωή και το έργο του», εκδ. Γραμμή, Αθήνα 1977.
– Χατζηφώτης Ι.Μ., «Κόντογλου ο Μεταβυζαντινός», Δοκίμιο, Αθήνα 1978.
– Χατζίνης Γιάννης, «Φώτη Κόντογλου: Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», Νέα Εστία, ετ. ΙΖ’, 15.1.1943, αριθ. 375, σ. 121-123.
«Τετράδια Ευθύνης» (Μνημονάριον του Φώτη Κόντογλου), 1985.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
I. Πεζογραφία:
«Pedro Cazas», Αϊβαλί, τυπ. Αιολικός Αστήρ, 1918.
«Η τέχνη του Άθω – Αντιγραφή και ανασυγκρότηση του Φώτη Κόντογλου», τα ξυλογραφήματα εφιλοτεχνήθησαν από τον Άγγελο Θεοδωρόπουλο, εκδ. Γανιάρης, Αθήνα 1923.
«Ταξείδια – Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, περιγραφικά του τι απόμεινε από τα χρόνια των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσάνων και των Τούρκων», εκδ. Γανιάρης, Αθήνα 1928.
«Icones et fresques d’ art Byzantine», Αθήνα 1932.
«Τοιχογραφίες των βυζαντινών εκκλησιών του Υμηττού», Ελληνική Τέχνη, Αθήνα 1933.
«Ο Αστρολάβος – Βιβλίο παράξενο γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Κέρκυρα, 1935.
«Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι – Βιβλίο ιστορικό γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Αετός, Αθήνα 1942.
«Ο θεός Κόνανος και το Μοναστήρι του το λεγόμενο Καταβύθιση· Ιστορία γραμμένη από το Φώτη Κόντογλου», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1943 (μαζί «Τα Δαιμόνια της Φρυγίας» και το «Εξ’ Ανατολών πνεύματα οργισμένα»).
«Ιστορίες και περιστατικά· κι άλλα γραψίματα λογής – λογής γραμμένα από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1944.
«Ιστορία ενός καραβιού που χάθηκε απάνου σε μια ξέρα· Όπως την ταίριαξε από κάποια παληά χαρτιά ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. Πήγασος, Αθήνα 1944.
«Η Αφρική και οι θάλασσες της νοτιάς», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944.
«Ο μυστικός κήπος», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1944.
«Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944.
«Ο κουρσάρος Πέδρο Κάζας· Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο Οπόρτο· Τυπωμένη και ζωγραφισμένη από το Φώτη Κόντογλου», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944 (έκδοση γ’).
«Οι Αρχαίοι Άνθρωποι της Ανατολής», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1945.
«Βίος και Πολιτεία του Βλασίου Πασκάλ του διά Χριστόν Σαλού», εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, Αθήνα 1947.
«Βίος και Άσκησις του οσίου Πατρός ημών Αγίου Μάρκου του Αναχωρητού του εξ Αθηνών», Αθήνα 1947.
«Άνθος, ήγουν λόγια ανθολογημένα από τους Πατέρας», Αθήνα 1949.
«Πηγή ζωής, ήγουν λόγοι των θεοφόρων εξηγημένοι κατά δύναμιν», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1951.
«Εικόνες της Παναγίας», εκδ. Κιβωτός, Αθήνα 1953.
«Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεράποντος του θαυματουργού», Θεσσαλονίκη 1955.
«Η βυζαντινή τέχνη ή Η λειτουργική ζωγραφική», Αθήνα 1956.
«Η αγιασμένη Ελλάδα», Αθήνα 1957.
«Όρη άγια», Αθήνα 1958.
«Οι άγιοι Ραφαήλ και Νικόλαος και η εικόνα του Χριστού οπού ευρέθη εις την Καρυάν της Θέρμης (Λέσβου)», Μυτιλήνη 1961.
«Η απελπισία του θανάτου – Εις την θρησκευτικήν ζωγραφικήν της Δύσεως και η ειρηνόχυτος και πλήρης ελπίδος ορθόδοξος εικονογραφία», Αθήνα 1961.
«Σημείον μέγαν, ήγουν τα θαύματα της Θέρμης», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1962.
«Θάλασσες, Καΐκια και καραβοκύρηδες», επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.
«Ο Καστρολόγος», επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.
«Ευλογημένο καταφύγιο», επιμ. Π.Β. Πάσχος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985.
«Μικρό εορταστικό», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985.
«Γίγαντες ταπεινοί», επιλογή από άρθρα για αγίους δημοσιευμένα στις εφημερίδες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991.
ΙΙ. Μεταφράσεις:
Λεωνίδα Ουσπένσκη, «Η εικόνα· Λίγα λόγια για τη δογματική έννοιά της», μτφρ. Φώτη Κόντογλου, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1952.
«Ο ορίζοντας χώριζε το ομοιόχρωμο της ανοιχτογάλανης θάλασσας και τ’ ουρανού με μια σκούρα γαλάζια χαρακιά. Η λεία επιφάνεια του νερού ταραζόταν εδώ κι εκεί από ένα ανάλαφρο αγεράκι, όπως η ανάσα πάνω σ’ έναν καθρέφτη. Πλούσια σε προεξοχές και βελανιδοχώραφα η πεδιάδα και τ’ απαλά γαλάζια υψώματα γλιστρούσανε κι αλλάζανε γρήγορα, όπως προχωρούσαμε πάνω στον πλατύ κόλπο. Ο Κότρωνας ήταν ένας ευχάριστος όρμος».
Patrick Leigh Fermor, «Μάνη», 1958 (απόσπασμα), εκδ. Κέδρος
Αν γυρίσης τον κόσμο, θα δης πως δεν θάβρης παρά σπάνια ευτυχισμένους ανθρώπους, και κείνους με λιγόχρονη κι άστατη ευτυχία, πικραμένους όμως θα βρης πολλούς, σε κάθε πάτημά σου. Αδέρφια σου στη χαρά δεν θα βρης πολλά, μα αδέρφια στην πίκρα θα βρης πάρα πολλά. Αυτό φανερώνει πως τούτος ο κόσμος είναι ένας τόπος που έρχεται ο άνθρωπος για να δοκιμασθή κι’ όχι για να ευτυχήση. Αφήνω πως ευτυχία δεν είναι η καλοπέραση του κορμιού, κι’ αυτό φαίνεται τρανώτατα από το ότι οι καλοπερασμένοι κ’ οι πλούσιοι δεν είναι ευτυχισμένοι, αλλά κάνουνε τον ευτυχισμένο και στο τέλος βαριούνται τη ζωή τους… Πίνουνε από ένα νερό που δεν ξεδιψά τον άνθρωπο. Και το μονάχο νερό που ξεδιψά είναι εκείνο που αποζητά η ψυχή.
Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές. Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ’ ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού. Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον. Έτσι ως τον ορίζοντα. Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου. Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός. Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]