Πίκρα, θυμός, δάκρυα, οργή, ντροπή κι οδύνη, το στέρφο μέλλον, που ζητά δικαιοσύνη, τη νύχτα του Φλεβάρη, που είχε ο Χάρος, ελευθέρας, «μη με λησμόνει», φωνές στο χώμα, και το χρέος, να σκοτώσουμε το τέρας.
Ρουσσέτος Παναγιωτάκης, «Το ολοκαύτωμα της Βιάννου»
Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 1943 όταν οι Γερμανοί κατακτητές έδειξαν για μια ακόμη φορά το απάνθρωπο πρόσωπό τους. Η μέρα που έλαβε χώρα ένα από το πιο ειδεχθή εγκλήματα των ναζί εναντίον αμάχων: το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και των γύρω χωριών της επαρχίας Ιεράπετρας Κρήτης ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών στην περιοχή. Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στα χωριά Βιάννο, Αμιρά, Βαχό, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά, Άγιο Βασίλειο, Πεύκο, Κάτω Σύμη, Γδόχια, Μύρτο, Μουρνιές, Ρίζα, Μάλλες και επί τρεις ημέρες εκτελούσε αδιάκριτα, λεηλατούσε, έκαιγε σπίτια και περιουσίες… Έναν μήνα μετά οι γερμανοί επανήλθαν ισοπεδώνοντας ολόκληρα τα χωριά. 401 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Πάνω από 1.000 οικίες καταστράφηκαν. Κανένα έλεος. Μόνο φωτιά, καπνός και αίμα. Στην ιερή μνήμη της μαρτυρικής θυσίας της Βιάννου επιχειρούμε ένα αφιέρωμα το οποίο πλαισιώνει ξεχωριστά το ποίημα «Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει»της Ζωής Δικταίου, με καταγωγή από το όμορφο Λασίθι, και οι πίνακες του επίσης κρητικού ζωγράφου Ρουσσέτου Παναγιωτάκη.
«Οροπέδιο Λασιθίου. Επιβλητική λιτότητα -και δεν είναι υπερβολή. Τίποτα το περίσσιο δεν θα συναντήσεις εδώ. Θαυμάζεις την αυτάρκεια και την αρμονία του τόπου και του ανθρώπου. Το λασιθιώτικο τοπίο μεταμορφώνεται σαν σκεπαστεί με τις δαντέλες του χιονιού. Η φύση μιλάει και σε καλωσορίζει με τον τρόπο της. Άκουσέ τη. Σου δείχνει πώς να ξεμακραίνεις από την πραγματικότητα και να περνάς το κατώφλι ενός κόσμου παράξενα οικείου και μαγικού.