Αφέντης Σταυρός ο γαλατόχτιστος

Αφέντης Σταυρός ο γαλατόχτιστος

Ζωή Δικταίου

«Οροπέδιο Λασιθίου. Επιβλητική λιτότητα -και δεν είναι υπερβολή. Τίποτα το περίσσιο δεν θα συναντήσεις εδώ. Θαυμάζεις την αυτάρκεια και την αρμονία του τόπου και του ανθρώπου. Το λασιθιώτικο τοπίο μεταμορφώνεται σαν σκεπαστεί με τις δαντέλες του χιονιού. Η φύση μιλάει και σε καλωσορίζει με τον τρόπο της. Άκουσέ τη. Σου δείχνει πώς να ξεμακραίνεις από την πραγματικότητα και να περνάς το κατώφλι ενός κόσμου παράξενα οικείου και μαγικού.

Είναι καλοτυχία να βρίσκεσαι εδώ τούτη την ώρα που ο ουρανός ανοίγει την αγκαλιά του και σταματούν οι βάρβαροι ήχοι. Και να, η σιωπή ακούγεται και θαρρείς τίποτα δεν μπορεί να τη διαλύσει. Αίσθηση πρωτόγνωρη η καινούργια ανάγνωση της ζωής σ’ αυτό το υψόμετρο. Κοιτάζεις μέσα σου. Απειθάρχητο το καρδιοχτύπι στη σπονδή του λευκού. Αφήνεσαι κι αφήνεις να γλιστρήσουν όλα μπροστά σου. Δεν μεταθέτεις άλλες προθεσμίες.

Σ’ έχει φιλήσει η αγάπη στα βλέφαρα, γι’ αυτό τούτο το τοπίο αρχίζει από την αρχή να ζωντανεύει μέσα σου…».

Αν υπάρχει μια έκφραση της ζωής που ανέκαθεν μας γοητεύει είναι να αναζητούμε και να ανακαλύπτουμε σκέψεις, κείμενα, ανθρώπων έργα που καταδεικνύουν την ποιητική διάσταση του τοπίου, όπως με μια λέξη αποδίδεται το αισθητικό αποτύπωμα της φύσης στην ανθρώπινη ψυχή… Όταν μάλιστα συμβαίνει να συναντάμε ανθρώπους – φίλους που συναισθάνονται όλα αυτά το ίδιο και που μπορούμε μαζί τους να τα μοιραζόμαστε και να τους έχουμε συνοδοιπόρους, η χαρά είναι μεγάλη και ξεχωριστή.

Έτσι και για εμάς, στα «Κιμιντένια», είναι σήμερα ξεχωριστή η χαρά μας που γνωρίσαμε την αγαπημένη φίλη Ζωή Δικταίου και εξαιρετική η τιμή που μας έκανε να μας εμπιστευτεί προς δημοσίευση στο ιστολόγιο το απόσπασμα που ακολουθεί από το έργο της «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών» (2021), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι.

Μέσα από τη διήγηση μιας αβάσταχτης μοίρας που σημάδεψε τραγικά, σε χρόνους παλαιούς, μια οικογένεια αγροτών του Οροπεδίου, η συγγραφέας μας δίνει όλο το κλίμα της λασιθιώτικης γης της εποχής, με όλα του τα χρώματα, τις ασχολίες των ανθρώπων, τα ήθη, τις ψυχολογικές καταστάσεις, τον αξιακό κώδικα, την ασύγκριτη ομορφιά της… Ομορφιά που αποτυπώνεται από το ιδιαίτερο τοπίο της περιοχής ως τα τρίσβαθα της ψυχής και διαμορφώνει τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους.

Αυτή τη μοναδική τρυφεράδα με την οποία κλείνει στην καρδιά της το Οροπέδιο, όπως το είδε και το αγάπησε από παιδί, η συγγραφέας τη μεταφέρει ατόφια στο κείμενό της τυλίγοντας με μια σπάνια στοργή την κάθε λέξη της, κάνοντάς μας μέρος της διήγησης, μέρος της ονειρικής διάστασης της αγαπημένης γενέθλιας γης…

Μοναδικής αξίας είναι το κείμενο και για έναν ακόμα λόγο: επειδή διασώζει ολοζώντανη και με μια ανεπιτήδευτη φυσικότητα στη διήγησή του την τοπική διάλεκτο, τη «ντοπιολαλιά», όπως ομιλείται στην περιοχή αυτή της Κρήτης εδώ και αιώνες.

Με βαθιά ευγνωμοσύνη δημοσιεύουμε το κείμενο μαζί με τις καλύτερες ευχές μας η Ζωή Δικταίου να μας δίνει για πολλά πολλά ακόμα χρόνια τους υπέροχους καρπούς των έργων της!

Η φύση ησυχάζει. Συνειδητοποιείς ότι ολόκληρο το Οροπέδιο υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο θαυμασμού, όχι μόνο χάρη στην ιδιαίτερη αισθητική του αξία και την ξεχωριστή ομορφιά, αλλά και χάριν των πολλών σπηλαίων που βρίσκονται διάσπαρτα στη φύση της Λασιθιώτικης γης. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες άφησε σπουδαίες αναφορές. Η συνειδητή σχέση που χαρακτήριζε τη ζωή στο Οροπέδιο Λασιθίου και στους κατοίκους του μπορεί να δέχτηκε σταδιακά διάφορα πλήγματα, όμως, είναι παρήγορο το γεγονός ότι τελικά δεν επέφεραν σημαντικές μεταβολές στη σχέση του ανθρώπου με τον τρόπο διαβίωσής του και τον τόπο. Εξακολουθείς και σήμερα να θαυμάζεις και να απολαμβάνεις τη φυσικότητα του τοπίου και του τόπου. Φτάνει και ένας μόνο λόγος για να νιώσεις την αξία. Είναι γιατί δεν απουσιάζουν τα αυθεντικά, τα σταθερά φυσικά χαρακτηριστικά. Στο Λασίθι, η πολιτισμική και η φυσική κληρονομιά, ως βασικά χαρακτηριστικά του τοπίου, καταφέρνουν και διασώζονται διαχρονικά ως μία ενότητα με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, όπως η απώλεια πολλών ανεμόμυλων.

Ξοδεύονται οι μέρες, οι νύχτες, η ζωή… Μόνο το φως μένει αξόδευτο και συνεχίζει το ταξίδι στην αιωνιότητα, κι εσύ με το τριμμένο παιδικό φουστανάκι ψάχνεις καταφύγιο στο δικό σου αθώο παρελθόν, σ’ ένα άπιαστο όνειρο, εκεί πιστεύεις θα γυρίσεις το χοντρό κλειδί, και η επικράτεια της ψυχής θα γεμίσει λευκό χιώτικο γιασεμί για ν’ ανατείλουν τα χαμένα φεγγάρια…

Από τα Σκαφίδια θ’ ανηφορίσεις στο παλιό μονοπάτι, όπως τότε που ήσουν παιδί. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη διαδρομή γεμάτη ασφόδελους, ατσουμαλιές και ρίγανη. Περνώντας από τους πρίνους στη Γωνιά και από τις αμυγδαλιές του Πιπεροκωσταντή στα χαράκια στο Καβούσι, μέχρι να φτάσεις στου Μπόγιο τον Λάκκο, όλες οι περασμένες στιγμές ξανάρχονται στο καλειδοσκόπιο της μνήμης. Ανεβαίνοντας λαχανιάζεις. Το τοπίο υπόσχεται μιαν άλλη γλώσσα, αυτή την ξεχασμένη, της ειλικρίνειας και της νοσταλγίας. Δεν μιλάς, παρά μόνο σκέφτεσαι. Μέσα από τη σιωπή και τις αναμνήσεις ξανανθίζει ο έρωτας.

Συνηθίζεται να λένε πως ο φιλόσοφος προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του. Από μακριά, ο Άγγελος Πετρουλάκης, επιμένει: «Είσαι ποιήτρια, η Ζωή Δικταίου είναι ποιήτρια», κι εσύ παραδέχεσαι πως είσαι στον δικό σου κόσμο, έναν κόσμο που δεν μοιάζει με των άλλων, εσύ είσαι ικανή να περπατάς με σταθερά βήματα πάνω από τα σύννεφα και να σκοντάφτεις στο εφτακάθαρο στη μεγάλη στράτα. Στην εξουσία της ανεπιτήδευτης ομορφιάς η ψυχή είναι αυτή που κερδίζει διαρκώς σε περιεχόμενο και ορμή, η ψυχή…

Φυσάει εδώ πάνω. Ένα ελαφρό και πάντα ευχάριστο αεράκι είναι αυτό που φέρνει πολλές μυρωδιές από τις γύρω πλαγιές. Ανοίγουν τα φύλλα της καρδιάς στην παλιά λαχτάρα. Μαζεύεις τους ώμους. Μπροστά σου το ξωκλήσι του Αφέντη Σταυρού δεσπόζει ανατολικά στο άλλοτε εύφορο Οροπέδιο του Νήσιμου, που είχε θρέψει σε περασμένους καιρούς, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων. Το εκκλησάκι είναι χτισμένο σε ένα τραχύ και άγονο τοπίο με χαμηλή κυρίως θαμνώδη βλάστηση. Αρκετά είναι τα κοφτερά χαράκια που σμιλεμένα από το χιόνι, τις δυνατές καταιγίδες και τον αέρα, δημιουργούν ένα ιδιαίτερο τοπίο. Αναρίθμητες πέτρες, μικρές και μεγάλες, σπαρμένες παντού.

Το παλιό μονοπάτι που ανεβοκατέβαιναν εκατοντάδες άνθρωποι όταν ήσουν παιδί, δεν ελίσσεται πια ανάμεσα στα ριζωμένα βράχια, κι όμως αυτή η διαδρομή έπρεπε να μείνει ανοικτή και ανεμπόδιστη, έξω από τις πρόχειρες περιφράξεις με συρματοπλέγματα που έχουν τώρα τοποθετηθεί. Τα ίχνη του στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής έχουν σχεδόν χαθεί, εσύ όμως, ξέρεις τον δρόμο για την κορφή ακόμη και αν πρέπει να κάνεις κάποια παραπάνω χιλιόμετρα.

Από αυτή τη θέση η θέα μπροστά μας ξεδιπλώνεται φαντασμαγορική! Η ομορφιά της ορεινής φύσης διώχνει τη μελαγχολία. Το ξωκλήσι οφείλει την ύπαρξή του όχι στις ικανότητες των βοσκών που το έχτισαν σε τούτη την ερημιά, αλλά στην ανάγκη τους να ζητήσουν συγχώρηση, καθώς για να χτιστεί το εκκλησάκι ένα βασικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του, ήταν, αντί για νερό, το γάλα!

Πίσω από τη δημιουργία του, μια οδυνηρή ιστορία χάνεται στο πέρασμα των χρόνων αφού κανείς δεν θυμάται χρονολογίες και ονόματα. Όλοι όμως στην περιοχή γνωρίζουν πώς έγινε, και καλύτερα από όλους θα τη διηγηθεί ο πατέρας σου, το Αριστειδάκι, έτσι όπως τη θυμάται από τον παππού του, τον Γρυνογιώργη:

«Πριχού τον παππού μου εχτίστηκε με πέτρες που εκουβαλήσανε από γύρου – γύρου κι εχτίστηκε μοναργατινίς, έτσα ήρχιζε την ιστορία ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, ετσά σας τήνε λέω και του λόγου μου. Βοσκοί το χτίσανε. Στον Κουρπαρόλιθο, πια παραπέρα απού τσι Άσπρες Μάντρες, είχανε το μιτάτο ντως, ένας πατέρας με τσι τέσσερις γιους του- και οι τέσσερις λεβέντες! Μόνο ο ένας τως, ο πια μικιός σάικα, απού ήτονε ακόμα τσούμαρος κι αμέστωτος εφοβούντανε τσι νύχτες το σκοτίδι.

Μια βολά όντεν εβασίλευγε ο ήλιος, είχενε πρέπει και μιαολιά αφούρα, τον επέψανε εκειονά τον μικιό τον φοβιτσάρη να κάμει πράμα θέλημα, ή να φέρει νερό παραπάνω απού το Ζάρωμα, μπορεί και για να μαζώξει κιανένα απού τα κουτσά οζά που ήργιενε και ήτονε ακόμα όξω στα χάμπασα. Οι υπόλοιποι εφέρανε τσι σίγλες κι εκάτσανε ν’ αρμέξουνε πρώτα τσι αίγες απού είχανε πια πολύ γάλα και μετά τσι προβάτες για να τυροκομήσουνε την ταχινή.

Επέρασε ώρα πολλή, επορμέξανε δα αυτοί και ο αδερφός τως δεν είχενε γιαγύρει ακόμα. Εσφυρίξανέ ντου μα δεν επιλοήθηκε. Απόει εξανοίξανε χαμηλά προς το Νήσσιμο μα δεν εξεδιαντηρήζανε πράμα, εξανοίξανε και προς τα πάνω τσι Ομαλές απού ήφεγγε ένα αμάτι, κιαείς! Ωστόσο, είχε νυχνιάσει και εμαζώνουντανε το σκοτίδι πια πηχτό. Ετσά που ήτονε σκαντζίκια και χωρατατζήδες και οι τρεις, εσκεφτήκανε να πάνε παραόξω να τον ανημένουνε για να τόνε φαντάξουνε. Εβάλανε απάνω ντως ό,τι πανί ή κουρέλι εβρήκανε στο μιτάτο για να μοιάζουνε με αφανταξές, και στσι κεφαλές τως εδέσανε διχαλωτά δυο κλαδιά τσ’ αδραμιθιάς, να θαρρεί πως είχανε κέρατα. Εχαλιχουτίζανε κι επροπατούσανεστο στρατούλι των οζώ και τσουρλούσανε και πού και χαρακάκι με τσι κατσούνες για να γροικάται πια δυνατός ο συντάλαχος. Εχτυπούσανε και τα κουδούνια που είχανε κρεμασμένα στον λαιμό ντως…

Πια παραπέρα απού το μιτάτο, τον ανεμιστήκανε που εμουρμούριζε ό,τι πατερημά εκάτεχενε ο κακομοίρης γιατί εφοβούντανε. Εχωστήκανε από πίσω από έναν πρίνο και τόνε κάνανε σεΐρι, κι όντεν εσίμωνε κοντά ντως, αυτοί και οι τρεις μαζί εξετουλουπώσανε απασιντάς και του χυθήκανε, και τόνε βάλανε χάμε κι εκάνανε πως ήθελα τόνε σφάξουνε. Αυτός δεν εκατάλαβε πράμα πως ήτονε τ’ αδέρφια ντου, δεν το ψυχανεμίστηκε κιάολιας, ειδεμής δεν ήθελα πράξει έτσα λοής απού τον ήβαλε η κακή ώρα και ήπραξε.

Εκειά απού επαλεύγανε κι αυτός ήβανε με τον νου ντου πως ήτονε δαιμονικά, ως κι αν εφοβούντανε ήπιασε μια κοπανιά την κατσούνα, ή μια τζουγκράτη πέτρα, και τήνε κατάφερε του ενούς στην κορφή στο καύκαλο τση κεφαλής, και δεν επρόλαβε να πει μήτε “μπε” ! Οι άλλοι δυο, σαν εκαταλάβανε είντα εγίνηκε, εξεμουργιωθήκανε και του φανερωθήκανε κι εσύρνανε τα μαλλιά και τα γένια ντως κι επαίζανε γροθιές στον μπέτη ντως να ραΐσει κι εκλαίγανε, μα κιανείς ποτέ δεν εκατάφερε να γιαγύρει μια ψυχή απού την αυλή του Χάρου, με ό,τι δάκρυα και να τρέχουνε στα μάθια ντου.

Όντε τό ‘πανε του πατέρα ντως, εσυλλογίζουντανε από μέσα ντως πως ήτανε καλλιά ν’ άνοιγε η γης μια λατσίδα επιτόπου και να τσι κατάπινε μαζί με τον αδερφό ντως, μα ούτε η γης ακούει σε τέθοιες περιπτώσεις και δεν κάνει έτσα λοής χατίρια.

Claude Dervenn, Κρητικός 1957

Αυτό εγίνηκε αιτία κι εταχτήκανε, να μην ξαναφάνε ελαιργιά ώστε να ζούνε, να τόνε θάψουνε σε τόπο που να θωρεί η ψυχή ντου όλο το Λασίθι και να χτίσουνε από πάνω ντου μοναργατινίς το ξωκλήσι για νά ’χουνε ελέηση στον άλλο κόσμο.

Ελέγανε πως οι πρώτες πέτρες που εμαζώξανε τως εφαίνουντανε πολλά βαρές, ασήκωτες απού το βάρος τση αμαρτίας, που δεν υπάρχει χειρότερη, να σκοτώσει αδερφός τον αδερφό, Θε μου, ξεμήστευγε! Απίτις εχτίσανε τσι πρώτους οκτώ σειράδες από όλες τσι μπάντες, ερχίξανε και εγίνουντανε πια αλαφρές ίδια πως ήτονε λαθρακιασμένα ξύλα, και από κειά που τόνε θάψανε, το ξερό χώμα -μυστήρια πράματα-, τως ήφεγγε σα να κείτουνταν εκειά χάμε ένα αστρουλάκι…

Ελέγανε ακόμη πως εφέρανε απού το μιτάτο το γάλα απού είχανε αρμέξει, για να μαλάξουνε τη λάσπη, και εκλουθούσανέ ντως όλα τα οζά από πίσω. Και όντεν ετελείωσε το γάλα και αναρωτιούντανε πως ήθελα να ξετελέψουνε το τάμα, τα οζά επηγαίνανε ένα – ένα κι εστέκουντανε στη σίγλα, κι εφωνιάζανε ίδια πως τσι καλούσανε να τα ξαναρμέξουνε, και είχανε πια πολύ γάλα τη δεύτερη φορά απού την πρώτη κι ας μην είναι συνηθισμένο τέθοιο πράμα σ’ αυτά τα έχνη…

Όντεν ερόδιζε η αυγή κι ερχίξανε να ξεσμιλιώνουνται τα πουλιά, την είχανε ποχτισμένη και δεν το πιστεύγανε πως τά ‘χανε καταφέρει αμοναχοί ντως. Τότεσας, εκατέβηκε ο ίδιος ο Χριστός και πήρε την ψυχή τ’ αδικοσκοτωμένου, και τως ήφηκε ένα σταμνί να πιούνε κρυγιό νερό κι ένα κλαδί βασιλικό, κι απόει ήφυγε χαράκι το χαράκι προπατηχτός, κι επήγαινε, κι ήφεγγε… ήφεγγε ο τόπος! Αφέντη μου Σταυρέ μου, κι αυτό πρέπει να ρθούμε όλοι οι χωριανοί να σε γυροτραφήσομε και να φυτέψομε ένα δεντρουλάκι στη χάρη σου».

Erich Lessing, Βοσκός στην Κρήτη, 1955

Τον κοιτάζεις στα μάτια, τον πατέρα σου, το Αριστειδάκι. Είναι ωραίος ακόμη και τώρα που έχει περάσει τα ογδόντα, πρόσχαρος και πνευματώδης. Αριστείδης είναι το όνομά του, αλλά όλοι τον φωνάζουν Αριστειδάκη και το λένε με καλοσύνη, με αγάπη, είναι αγαπητός πολύ και συνηθίζει να κάνει ό,τι υπόσχεται. Ανήκει στην κατηγορία εκείνων που μπορεί και να ταξιδέψουν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά στο τέλος του ταξιδιού θα έχουν αποκτήσει καινούργιους φίλους, σε αυτούς που καταφέρνουν να κερδίζουν τους πάντες με την πρώτη καλημέρα, την πρώτη κουβέντα, το πρώτο χαμόγελο… Τα νοητά κύματα που εκπέμπει το βλέμμα, ανάγλυφα σκέπασαν το δικό του παράπονο πριν προλάβεις να ρωτήσεις.

Κωνσταντίνος Μάνος, Κρήτη 1964

Ξέρεις όμως, η Καλλιόπη, εκείνη που έφυγε, η μάννα σου, εκείνη είναι το ανήλιαγο παράπονό του. Για το χατίρι και τη μνήμη της, συμπλήρωσε στη διήγηση στοιχεία από τη δική της εκδοχή, να μην μείνει με την παραπόνεση και βουρκώνουν τα μάτια της στον άλλο κόσμο. Φροντίζει τους όρκους του και επικαλείται με άκρα ευλάβεια το όνομα του Χριστού. Θυμάται ονόματα και περιστατικά και παλιές ιστορίες πολλές! Ποιο άλλο στόμα να τα πει για να είναι τόσο αληθινά, ώστε να μην ξεχνιούνται…

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης.

* Από το βιβλίο της Ζωής Δικταίου «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών», εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2021.

Claude Dervenn, Οροπέδιο Λασιθίου 1957

Η Χαρούλα Βερίγου είναι πεζογράφος και ποιήτρια. Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης και μεγάλωσε στο Τζερμιάδω του Οροπεδίου Λασιθίου. Ζει στην Κέρκυρα, όπου εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

Έχει δημοσιεύσει πολλά έργα της και με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Έχουν εκδοθεί τα ακόλουθα έργα της: «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών», Αφήγημα, εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2021, «Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις», Ποιητική συλλογή, εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2020, «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», Διηγήματα, εκδ. Φίλντισι, 2019 Αθήνα, «Αύριο στάχυα οι λέξεις», Ποιητική συλλογή, εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2018, «Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα», Διηγήματα, εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2018, «Μια κούρσα για τη Χαριγένεια», Μυθιστόρημα, εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2017, «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο», Μυθιστόρημα, εκδ. Φίλντισι, Αθήνα 2015, «Ιστορίες για φεγγάρια», Παιδική Λογοτεχνία, εκδ. Έψιλον, Αθήνα 1996.

Έχει επίσης συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, εκδ. Ατέχνως, Αθήνα 2020 και «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, εκδ. Το βιβλίο, Αθήνα 2017.

Στον Τίμιο Σταυρό το Γαλακτοκτισμένο, στο Οροπέδιο Λασιθίου

Στη δυτική είσοδο του Τζερμιάδω, υπάρχει πινακίδα που κατευθύνει στο Οροπέδιο του Νίσημου και στον ναό του Τιμίου Σταυρού. Ο ναός βρίσκεται σε υψόμετρο 985 μ. και από το σημείο όπου είναι χτισμένος, ο προσκυνητής μπορεί να θαυμάσει τη μαγευτική θέα στο Οροπέδιο.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε ο Τίμιος Σταυρός. Σύμφωνα με την παράδοση είναι γαλακτοκτισμένος, χρησιμοποιήθηκε δηλαδή για την κατασκευή του γάλα αντί για νερό. Ο κτήτοράς του λοιπόν είχε διαπράξει έγκλημα, φόνο, χωρίς τη θέλησή του και εκπληρώνοντας το τάμα του για να συγχωρεθεί η μεγάλη αμαρτία του, έφτιαξε τον Τίμιο Σταυρό.

Άξιο αναφοράς είναι το υπέροχο τέμπλο του, φτιαγμένο από ντόπιους τεχνίτες. Το τέμπλο αυτό μεταφέρθηκε από την παλιά εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Μαρμακέτω. Άγνωστο είναι, αν πωλήθηκε ή αν δωρίστηκε στον ναό. Ο ιερός ναός Τιμίου Σταυρού του Οροπεδίου Λασιθίου εορτάζει στις 14 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

(πηγή: iscreta.gr)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s