
Ρουσσέτος Παναγιωτάκης, «Το ολοκαύτωμα της Βιάννου»
Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 1943 όταν οι Γερμανοί κατακτητές έδειξαν για μια ακόμη φορά το απάνθρωπο πρόσωπό τους. Η μέρα που έλαβε χώρα ένα από το πιο ειδεχθή εγκλήματα των ναζί εναντίον αμάχων: το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και των γύρω χωριών της επαρχίας Ιεράπετρας Κρήτης ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών στην περιοχή. Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στα χωριά Βιάννο, Αμιρά, Βαχό, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά, Άγιο Βασίλειο, Πεύκο, Κάτω Σύμη, Γδόχια, Μύρτο, Μουρνιές, Ρίζα, Μάλλες και επί τρεις ημέρες εκτελούσε αδιάκριτα, λεηλατούσε, έκαιγε σπίτια και περιουσίες… Έναν μήνα μετά οι γερμανοί επανήλθαν ισοπεδώνοντας ολόκληρα τα χωριά. 401 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Πάνω από 1.000 οικίες καταστράφηκαν. Κανένα έλεος. Μόνο φωτιά, καπνός και αίμα. Στην ιερή μνήμη της μαρτυρικής θυσίας της Βιάννου επιχειρούμε ένα αφιέρωμα το οποίο πλαισιώνει ξεχωριστά το ποίημα «Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει» της Ζωής Δικταίου, με καταγωγή από το όμορφο Λασίθι, και οι πίνακες του επίσης κρητικού ζωγράφου Ρουσσέτου Παναγιωτάκη.

Βιάννος, τόπος μαρτυρίου με 401 εκτελεσθέντες από τους ναζί, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943
Ανήμερα της εορτής του Τιμίου Σταυρού το 1943 άρχισε ο αφανισμός των ανθρώπων και των χωριών της Βιάννου. Οι Γερμανοί, εκδικούμενοι την εκτέλεση της φρουράς τους στη Σύμη από τις αντάρτικες ομάδες Μπαντουβά, επιτέθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου στα χωριά της επαρχίας. Για την επίθεση αυτή υπήρξε διαφωνία ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις, καθώς το ΕΑΜ δεν είχε συναινέσει υπό τον φόβο των αντιποίνων. Η σφαγή στην περιοχή κράτησε τρία ολόκληρα μερόνυχτα, μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου, και έφτασε μέχρι τα δυτικά χωριά της Ιεράπετρας, ακόμη και σε κάθε απομονωμένο μετόχι. Εκείνες τις τρεις ημέρες βρήκαν τον θάνατο 401 άνθρωποι, ενώ πολλοί άλλοι πέθαναν αργότερα από τα τραύματα του σώματος ή της ψυχής…
Η σφαγή δεν περιορίστηκε καν στον ανδρικό πληθυσμό πάνω από 16 χρόνων, όπως ήταν η αρχική διαταγή. Γέροντες ανάπηροι, γυναίκες ανήμπορες, μωρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, βρήκαν το θάνατο, σημαδεμένοι όλοι από τη ναζιστική μανία και το μίσος. Οι Γερμανοί έμπαιναν στα χωριά, σκότωναν μαζικά, και μετά, δίπλα στα πτώματα έτρωγαν, έπιναν και συνέχισαν το δρόμο τους… Σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζονταν δήθεν «φιλικοί» προς τους κατοίκους, ώστε αυτοί να μην επιχειρήσουν να φύγουν. Και τους παγίδευαν έτσι, ξεκινώντας τη μαζική σφαγή…

Αφορμή, όπως αναφέραμε, ήταν η επίθεση των αντάρτικων ομάδων Μπαντουβά στο φυλάκιο της Σύμης, στις 12 Σεπτεμβρίου 1943. Ήταν όμως μόνο αφορμή. Η αιτία ήταν άλλη. Η αντίσταση ολόκληρης της επαρχίας από την πρώτη ημέρα της κατοχής. Όπως έχει γράψει ο αείμνηστος Γ. Δ. Χρηστάκης, ο ακούραστος ερευνητής της τοπικής ιστορίας, πολύ πριν γίνει το επεισόδιο στη Σύμη, ο διοικητής της γερμανικής αστυνομίας στον νομό Ηρακλείου, Χάρτμαν, είχε απειλήσει με καταστροφή την επαρχία λόγω της αντίστασης που εκδηλωνόταν. «Θα την κάψω τη Βιάννο, γιατί υπάρχει εκεί οργανωμένη αντίσταση και υποθάλπουν αντάρτες και Άγγλους και γιατί είναι φωλιά ανταρτών τα βουνά της», ήταν η απειλή του σε Βιαννίτες που είχαν συλληφθεί για το σαμποτάζ που είχε γίνει τον Ιούλιο του 1943 στο αεροδρόμιο του Καστελλίου της Πεδιάδας.
Και πράγματι, μετά την επίθεση στη Σύμη, ο Γερμανός στρατηγός, Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης, Μύλλερ, σε διαταγή του προς τις στρατιωτικές δυνάμεις που εστάλησαν στη Βιάννο ανέφερε: «Καταστρέψτε την επαρχία Βιάννου, εκτελέστε πάραυτα, χωρίς διαδικασία, τους άρρενες που είναι πάνω από 16 ετών και όλους όσους συλλαμβάνονται στην ύπαιθρο ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας».
Η φιλόλογος Άννα Μανουκάκη – Μεταξάκη, έχει σημειώσει σε σχέση με τα γεγονότα:
Μετά τη μάχη της Σύμης, αργά στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, οι αντάρτες αποσύρθηκαν από τα υψώματα της ανατολικής και δυτικής πλευράς της κοιλάδας με τον ένα νεκρό και τους δύο τραυματίες τους, ενώ οι Γερμανοί μετέφεραν με πολλά ζώα τους δικούς τους 12 χλμ. στην Άνω Βιάννο. Οι Γερμανοί σκότωσαν τους άντρες που βρήκαν στην Κάτω Σύμη και στον Πεύκο και 2 μέρες μετά τη μάχη, την Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα του Τιμίου Σταυρού έβαλαν φωτιά στα 2 χωριά. Ταυτόχρονα, αφού κύκλωσαν τα χωριά Βαχό, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά και Άγιο Βασίλειο, σκότωσαν όλους τους άντρες που δεν πρόλαβαν να φύγουν ή πιστεύοντας στις υποσχέσεις που τους έδωσαν την παραμονή το βράδυ, ότι τάχα κινδυνεύουν έξω και όχι στα σπίτια τους, παρέμειναν.

Ξημερώματα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, άρχισαν σε όλα τα χωριά οι ομαδικές εκτελέσεις. Στο χωριό Αμιρά, κάτω από το Ηρώο, εκτελέστηκαν 114 άνδρες. Ύστερα οι Γερμανοί άρχισαν την εκκαθάριση όλης της περιοχής σε πλάτος 5 χιλιομέτρων από την παραλία («νεκρή ζώνη») σκοτώνοντας αδιακρίτως όποιους έβρισκαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. 401 νεκροί, ανάμεσά τους οικογένειες που ξεκληρίστηκαν όπως της Κυριακής Συγγελάκη από τα Αμιρά (ο πατέρας και 4 γιοί του) και του Εμμ. Δημητριανάκη από τα (δόχια (5 νεκροί), έγκυες γυναίκες, παράλυτοι, ανάπηροι και γέροι. Παιδιά, όπως εκείνα του Γ. Βερβελάκη από το Κεφαλοβρύσι 8, 12 και 15 χρόνων που βασανίστηκαν και ύστερα κατακρεουργήθηκαν γιατί δεν μαρτύρησαν πού ήταν οι γονείς τους. 300 ομήρους έκλεισαν στο Γυμνάσιο της Βιάννου, από τους οποίους 137 άνδρες από το Καλάμι και το Συκολόγο που αποπειράθηκαν δύο φορές καθ’ όδον να τους εκτελέσουν. Οι 300 που θα εκτελούνταν σίγουρα χωρίς την παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, του τότε αρχιμανδρίτη Ευγένιου Ψαλιδάκη και του Επισκόπου Πέτρας Διον. Μαραγκουδάκη, αφέθηκαν ελεύθεροι στις 25-9-1943.
Στις 14 Οκτωβρίου, ακριβώς έναν μήνα μετά τις φοβερές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία Γερμανών κατεδάφιζαν και πυρπολούσαν τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατά Πεύκο, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγο των οποίων την εκκένωση από τις 30 Σεπτεμβρίου είχαν διατάξει. Λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν και τα χωριά της δυτικής Ιεράπετρας Μύρτος, Γδόχια, Μουρνιές και ο οικισμός Καημένου της Ρίζας.

Friedrich Wilhelm Müller
(29 Αυγούστου 1897 – 20 Μαΐου 1947)
«Ο σφαγέας της Κρήτης»
Ο «σφαγέας της Κρήτης» Friedrich Wilhelm Müller συνελήφθη στο τέλος του πολέμου από τον Κόκκινο Στρατό στην ανατολική Πρωσσία. Εκδόθηκε στην Ελλάδα και το 1946 δικάστηκε στην Αθήνα για εγκλήματα πολέμου κατηγορούμενος για τις σφαγές αμάχων. Καταδικάστηκε σε θάνατο στις 9 Δεκεμβρίου 1946 και εκτελέστηκε από κοινού με τον προκάτοχό του επικεφαλής στρατηγό των ναζί στην Κρήτη, Bruno Bräuer, στις 20 Μαΐου 1947, κατά την επέτειο της κατάληψης της Κρήτης από τις δυνάμεις του Άξονα.
Η Βιάννος δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα…
Η συγκλονιστική καταγραφή της σφαγής από την επιτροπή Καζαντζάκη

Εικόνα από τον Αμιρά… Στην πόρτα κάθε σπιτιού σημειώθηκαν τόσοι σταυροί
όσοι οι εκτελεσθέντες της οικογένειας που το κατοικούσε
(φωτογραφικό αρχείο Κ. Κουτουλάκη)
Το δάκρυ ουδέποτε στέρεψε στη Βιάννο και στα χωριά της δυτικής Ιεράπετρας. Το δάκρυ των συζύγων που έχασαν τους άντρες τους, των μανάδων που έχασαν τα παιδιά τους, των ορφανών που έχασαν τους γονείς τους… Δεν υπήρξε σπίτι σε ολόκληρη την επαρχία που να μην σημειώθηκε έστω με έναν σταυρό, τραγικό σημάδι της απώλειας μελών του… Ούτε οι μαρτυρίες όσων επέζησαν, ούτε οι φωτογραφίες μπορούν ν’ αποτυπώσουν το μέγεθος της ναζιστικής θηριωδίας στη Βιάννο της Κρήτης. Μια επαρχία ολόκληρη μαυροντύθηκε. Μα δε λύγισε ούτε στιγμή. Ήταν πάντα περήφανη. Και τη στιγμή του δράματος. Γιατί είχε ανθρώπους όρθιους.
Η έκθεση «της Κεντρικής Επιτροπής
Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη»

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο χωριό Φουρνές της Κρήτης
παίρνει πληροφορίες για τις ωμότητες των Γερμανών
Τα όσα δραματικά εκτυλίχθηκαν εκείνες τις ημέρες στα χωριά της Βιάννου περιγράφει, σε αναλυτική αναφορά, η «Έκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη». Είναι η έκθεση που συνέταξαν ο Νίκος Καζαντζάκης και οι πανεπιστημιακοί Ιωάννης Κακριδής και Ιωάννης Καλιτσουνάκης, οι οποίοι μαζί με τον φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη εστάλησαν από την τότε κυβέρνηση του Πέτρου Βούλγαρη στην Κρήτη, προκειμένου να καταγράψουν τα όσα είχε υποστεί το νησί στη διάρκεια της κατοχής. Η περιοδεία τους και η καταγραφή ξεκίνησε στις 29 Ιουνίου του 1945 και ολοκληρώθηκε στις 6 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Επισκέφθηκαν 76 πόλεις, χωριά και οικισμούς, συνάντησαν χιλιάδες πονεμένους, μα ατρόμητους και περήφανους ανθρώπους.

Αμέσως μετά παρέδωσαν την έκθεση στην κυβέρνηση. Έκθεση όμως που ουδέποτε αξιοποιήθηκε. Το κείμενο της έκθεσης εκδόθηκε 38 χρόνια μετά, το 1983, από τον δήμο Ηρακλείου. Ως μια ιστορική πλέον αναφορά, αφού ουδέποτε αξιοποιήθηκε από τις πολιτικές αρχές μετά την απελευθέρωση.
Η Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη επισκέφτηκε, φυσικά, και τη Βιάννο. Έμεινε επί μέρες στην περιοχή, συζήτησε με τους ανθρώπους, κατέγραψε τα πάντα. Οι μνήμες ήταν νωπές, το χώμα ακόμη μύριζε το αίμα των εκτελεσμένων. Η έκθεση είναι πολύ λεπτομερής σε σχέση με όλα τα γεγονότα, και άρα αποτελεί πολύτιμη ιστορική μαρτυρία. Αναφέρονται πολλά ονόματα των ανθρώπων που χάθηκαν, ακόμη και ο τρόπος της δολοφονίας τους. Υπάρχει αναφορά για τις καταστροφές που υπέστη κάθε χωριό και μετόχι.

Στη συνέχεια δημοσιεύουμε ολόκληρο το κεφάλαιο της έκθεσης που αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα της Βιάννου και των δυτικών χωριών της Ιεράπετρας.
«Ο Εμμ. Συμβουλάκης, συλληφθείς καθ’ ην στιγμήν εζήτει να διαφύγη κρατών την τριετήν θυγατέραν του εις τας αγκάλας, περιελήφθη εις την ομαδικήν εκτέλεσιν, υποχρεωθείς να κρατή το τέκνον του. Διαφυγών τας σφαίρας έπεσε κατά γης προσποιηθείς τον νεκρόν· επειδή όμως το νήπιον έκλαιε, ένας γερμανός στρατιώτης το επυροβόλησεν εκ του πλησίον και το εφόνευσεν. Ο δυστυχής πατήρ έμεινεν επί ώρας ακίνητος, με τα αίματα και τον διεσκορπισμένον μυελόν του τέκνου του επί του προσώπου, μέχρις ότου οι γερμανοί, αφού έφαγαν και διεσκέδασαν, απεχώρησαν».

Ο διασωθείς Βιαννίτης Χρηστάκης σε τόπο εκτελέσεων (αρχείο Κ. Κουτουλάκη)
«Την μεγαλυτέραν όμως καταστροφήν υπέστη κατά την περίοδον αυτήν η επαρχία της ΒΙΑΝΝΟΥ και εις αίμα και εις καταστροφάς χωρίων. Επειδή η επικοινωνία των ανταρτών και των αγγλικών εν Κρήτη υπηρεσιών με την Αίγυπτον εγίνετο κυρίως εκ της νοτίου παραλίας της Κρήτης, οι Γερμανοί ενωρίς είχον κηρύξει όλην την κεντρικήν νοτίαν λωρίδα, από Αγίας Γαλήνης μέχρι Μύρτου, ως νεκράν ζώνην, απαγορεύσαντες εις τους κατοίκους να την πλησιάζουν εις βάθος 3 χιλιομέτρων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι κάτοικοι εστερήθησαν των ευφορωτέρων κτημάτων των. Εν τω μεταξύ εγκατεστάθησαν εις την επαρχίαν Βιάννου 3 γερμανικοί λόχοι, οιτινες ήρχισαν να βασανίζουν τους κατοίκους διατρεφόμενοι εις βάρος των, διαρπάζοντας τα σκεύη των οικιών των και τα πολύτιμα αντικείμενά των, επιβάλλοντες εις αυτούς αγγαρείες κ.τ.λ. Η αντίδρασις ήτο φυσική· οι άνδρες κατέφυγον εις τα βουνά, με άμεσον επακόλουθον οι Γερμανοί να εντείνουν τας πιέσεις και τας διώξεις επί των χωρίων της Βιάννου.
Κατ’ Ιανουάριον του 1943 συνέλαβον ως ομήρους κόρας προυχόντων, 6 από τον Βαχόν, 9 από τον Αμιράν, 4 από το Κεφαλοβρύσι, 2 από τον Κρεββατάν, 10 από τον Αγ. Βασίλειον κ.τ.λ. και τας ενέκλεισαν επί μήνα εις τας φυλακάς της Αγιάς, διά να εξαναγκασθούν οι κάτοικοι να παραδώσουν τα όπλα των.

Η Κάτω Σύμη
Επί της Δίκτης, έδρα κατά το θέρος του 1943 το ανταρτικόν σώμα του αρχηγού της Κεντρ. Κρήτης Εμμ. Μπαντουβά ούτος λαβών διαταγάς παρά των Άγγλων να προκαλέση επεισόδια εν Βιάννω, ώστε να απασχοληθή εκεί γερμανικός στρατός, εφόνευσεν εις το χ. Σύμη της Βιάννου δύο Γερμανούς στρατιώτας. Οι Γερμανοί έστειλαν τότε έναν λόχον εις την Σύμην, όστις εμπεσών εις ενέδραν των ανταρτών έξωθι του χωρίου εις τας 12/9/43 διελύθη αποδεκατισθείς, φονευθέντων 30 και αιχμαλωτισθέντων 12 ανδρών. Συγχρόνως αι αντάρται απηλευθέρωσαν τους 12 ομήρους -μεταξύ των οποίων και ο εφημέριος του Κεφαλοβρυσίου Ματθ. Γιαλαδάκης- τους οποίους οι Γερμανοί είχον συλλάβει εκ των χ. Κεφαλοβρύσι και Πεύκος διά να τους εκτελέσουν επί του τόπου, όπου είχον φονευθή οι δύο Γερμανοί στρατιώται. Την επομένην η γερμανική διοίκησις απέστειλεν εξ Ηρακλείου και Ιεραπέτρας ισχυρά τμήματα στρατού, τα οποία εκύκλωσαν όλην την επάρχία Βιάννου.
Ότι την ήτταν του εχθρού εις την Σύμην θα την επλήρωναν, το εγνώριζον τα πέριξ χωρία, πόσον όμως θα ήτο το τίμημα, δεν ήτο δυνατόν να το φαντασθούν. Πάντως οι άνδρες όλοι απεμακρύνθησαν από των χωρίων αμέσως μετά την μάχην της Σύμης.

Οι Γερμανοί όμως εφήρμοσαν την συνηθισμένη πολιτικήν των. Ελθόντες την 13η Σεπτεμβρίου εις το χ. Αγ. Βασίλειος εφέρθησαν μετά μεγάλης ηπιότητος, βεβαιούντες τας γυναίκας ότι δεν θεωρούν τους χωρικούς υπευθύνους δι’ όσα οι αντάρται κάμνουν, και ότι δεν έχουν να πάθουν τίποτε, αρκεί να τους φιλοξενήσουν, όπερ και εγένετο. Επίσης προεκήρυξαν ότι όσοι ευρεθούν εις τας οικίας των δεν πρόκειται να υποστούν καμμίαν τιμωρίαν, αν όμως απουσίαζον, θα ετιμωρούντο αι γυναίκες και τα τέκνα των, και αι οικίαι των θα εκαίοντο, ενώ οι ίδιοι θα εδιώκοντο ως αντάρται. Τα πέριξ χωρία ειδοποιηθέντα αμέσως ανεθάρρησαν και απεφάσισαν να περιποιηθούν και αυτά τους Γερμανούς ερχομένους. Πολλοί από τους άνδρας που είχον απομακρυνθή, επείσθησαν υπό των γυναικών των και επανήλθον.
Την επομένην, 14/9, εορτήν της Ανυψώσεως του Τιμίου Σταυρού, επέπρωτο να συντελεσθή μία από τας φοβερωτέρας καταστροφάς που είδεν η Κρήτη καθ’ όλην την περίοδον της κατοχής· οι Γερμανοί εισέβαλον εις τα χωρία της Βιάννου, Αμιράς, Βαχός, Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Αγ. Βασίλειος, Πεύκος, Κάτω Σύμη, Γδόχια, Μύρτος, Μουρνιές, Ρίζα, Μάλλες κ.τ.λ. φονεύοντες μεμονωμένως μεν όσους συνήντων καθ’ οδον -άνδρας, γυναίκας και παιδία- εντός δε των χωρίων συγκεντρούντες τους άνδρας όλους και εκτελούντες αυτούς ομαδικώς.

Καθώς οι Γερμανοί εισήρχοντο εις τον ΑΜΙΡΑΝ, οι κάτοικοι, κατά σύστασιν του δημάρχου, τους υπεδέχθησαν εις την είσοδον του χωρίου κρατούντες οίνον, ρακήν και εδέσματα. Εκείνοι, έχοντες κυκλώσει εν τω μεταξύ όλην την περιοχήν, συνέλαβον τους άνδρας όλους -περί τους 100- τους οποίους άνευ διαδικασίας εξετέλεσαν μέχρις ενός, ολίγον κατωτέρω της δημοσίας οδού. Η κατά τμήματα εκέλεσις αυτών διήρκεσεν από της 10ης πρωινής μέχρι της 4ης απογευματινής. Εν τω μεταξύ εφόνευον και όσους γέροντας και αναπήρους εύρισκον εντός των οικιών, μη δυναμένους να κινηθούν. Εξ αυτών αναφέρομεν τον παράλυτον 80ντούτην Δημ. Μαθιουδάκην, φονευθέντα επί της κλίνης του· τον επίσης υπέργηρον Εμμ. Γρισμπολάκην, εκ γενετής παράλυτον. Δια λόγχης εφονεύθη εντός της οικίας του και ο 20ετής Ματθαίος Συγκελλάκης. Εξ άλλου ικανοί εφονεύθησαν εντός των κτημάτων των ή και καθ’ οδόν. Εκ των ομαδικώς εκτελεσθέντων διεσώθησαν 6, εξ ων 3 απέθανον μετ’ ολίγας ημέρας εκ των τραυμάτων των.

Ο Αμιράς
Το χωρίον αριθμεί εν συνόλω 117 νεκρούς κατά την ημέραν εκείνην. Μόνον μια οικογένεια, Βερυκοκάκη ονόματι, πενθεί 17 μέλη της, η οικογένεια Ραπτάκη 12 συγγενείς εξ αίματος (αδελφούς, θείους και πρωτοξαδέλφους) και 10 γαμβρούς, ή οικογένεια Ηλιάκη 10 αδελφούς και εξαδέλφους. Εκ της οικογενείας Συγκελλάκη εφονεύθη ο πατήρ Νικόλαος και οι 4 υιοί του, Αριστομένης, Παύλος, Ιωάννης και Ματθαίος. Η Αικ. Μικρογιαννάκη έχασε τον σύζυγόν της Γεώργιον, τον πατέρα της Ν. Χαλκιαδάκην, τον αδελφόν της Γεώργιον, τον πενθερόν της Εμμανουήλ και τον ανδράδελφόν της Ιωάννην. Ο Ματθ. Χρηστάκης ή Σύλλας εξετελέσθη συγχρόνως μετά των δύο υιών του και των 4 γαμβρών του Μ. Βαρδιατζάκη, Ν. Κονδυλάκη, Μ. Σαμπροβαλάκη και Σ. Κουσουλάκη· εξ αυτών εσώθησαν προσποιηθέντες τον νεκρόν οι δύο υιοί και ο πρώτος εκ των γαμβρών, ανάπηρος τώρα. Επίσης εφονεύθησαν 3 άλλοι αδελφοί συγχρόνως, Ματθαίος, Γεώργιος και Μύρων Βασιλακάκης και ο Γ. Αναστασάκης, μετά του υιού του και των 2 γαμβρών του.

Εκ των εκτελεστών άλλοι μεν απεχώρησαν εις τον Κρεββατάν και άλλοι έμειναν εις τον Αμιράν, εγκατασταθέντες δε εις μίαν αυλήν ολίγον απέχουσα από του τόπου της εκτελέσεως ήρχισαν να τρώγουν και να διασκεδάζουν περιπαίζοντες και τας ολοφυρομένας γυναίκας και μιμούμενοι τας κραυγάς της απελπισίας των «Παναγιά μου, Παναγιά μου!». Όταν αργότερα απεχώρησαν και αυτοί, αι γυναίκες ετόλμησαν να πλησιάσουν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Τα πρόσωπα των νεκρών ήσαν παραμορφωμένα, διότι οι Γερμανοί εσκόπευον επί της κεφαλής των εκ του πλησίον και δι’ αυτό η αναγνώρισις εγένετο συχνά εκ των ενδυμάτων και μόνον.

«Τα μυαλά του πατέρα μου και του αδελφού μου ήσαν χυμένα χάμω», μας είπε μια γυναίκα. Μια άλλη: «το γυιό μου γουλιά γουλιά τον έπαιρνα και τον έβανα στο σακκί, και πήγα και τον έθαψα». Και η ταφή των απέβη δυσχερεστάτη, διότι οι μεν ελάχιστοι υπολειφθέντες άνδρες του χωρίου εξηκολούθουν να παραμένουν εις τα όρη, το δε νεκροταφείον έκειτο εις απόστασιν 20’ επί αναχώματος. Δι’ αυτό τινές εκ των εκτελεσθέντων παρέμειναν άταφοι και κατεσπαράχθησαν υπό των κυνών (ως ο Ν. Χριστάκης και ο Εμμ. Κονσολάκης). Ομοίαν τύχην έσχον και όσοι ετάφησαν επί τόπου, περί τους 40, επειδή η γη εκεί ήτο πολύ σκληρά και η ταφή των υπό των γυναικών έγινεν επιπόλαια. Επί μακρόν χρονικόν διάστημα αι γυναίκες μετέφερον χώμα εκ των πέριξ δια να συμπληρώσουν την ταφήν των οικείων των και την πρωίαν εύρισκον τήδε κακείσε διεσπαρασμένα τα μέλη αυτών από τους σκύλους, οι οποίοι κατά την νύκτα ανέσκαπτον τους προχείρους τάφους. Το αυτό συνέβη και εις τους εις τα πέριξ κτήματα τυφεκισθέντας, ως και εις τους εντός των οικιών των εκτελεσθέντας· ούτως ο Αριστ. Συγκελάκης, του οποίου η σύζυγος απουσίαζεν, ευρέθη σπαραγμένος υπό κυνών και χοίρων, ομοίως ο Ματθαίος Μαντουβάκης και Μαρκ. Ραπτάκης.

Το χωρίον δεν ελεηλατήθη κατά την ημέραν εκείνην, ούτε κατεστράφη ως τα άλλα, οι Γερμανοί όμως εφρόντισαν να επανορθώσουν εκ των υστέρων την παράλειψιν αυτήν· κατ’ Ιούνιον 1944 τάγμα εκ 500 ανδρών εγκατεστάθη εις μικράν απόστασιν από του χωρίου καταληστεύσαν αυτό και όλα τα πέριξ. Ακόμη και το γάλα υπεχρέωνον τας χήρας να το στερούν από τα ορφανά των και να το δίδουν εις αυτούς. Απεγύμνωσαν τας οικίας και από τα έπιπλά των (τραπέζια, καθίσματα κ.τ.λ.) εκδίδοντες αποδείξεις παραλαβής, και βεβαιούντες ότι θα τα επιστρέψουν. Φυσικά, φεύγοντες τα παρέλαβον μεθ’ εαυτών.

Η Επιτροπή δεν θα λησμονήση ποτέ το σπαρακτικόν θέαμα που αντίκρυσεν καθώς έφθανεν εις τον Αμιράν, δια να διαπιστώση τα ανωτέρω εκτεθέντα· επί του τόπου της εκτελέσεως ηύρε συγκεντρωμένας περί τας 300 γυναίκας μελανηφορούσας μετά των τέκνων των, θρηνούσας, κοπτομένας και μυρολογούσας. Την επομένην πρωίαν επί του τόπου της εκτελέσεως ετελέσθη επιμνημόσυνος δέησις, την σπαρακτικότητα της οποίας αμυδρώς μόνον δύνανται να αποδώσουν αι ληφθείσαι φωτογραφίαι.
Την αυτήν ημέραν της 14/9/1943, δι’ άλλων αποσπασμάτων των, οι Γερμανοί προέβησαν και εις τα άλλα χωρία της επαρχίας Βιάννου εις την εκτέλεσιν όσων ανδρών ανεκάλυψαν εντός αυτών και εις τα πέριξ. Αν τα θύματα εις αυτά είναι ολιγώτερα από τα του Αμιρά, τούτο οφείλεται εν μέρει μεν εις το ότι τα χωρία αυτά ήσαν μικρότερα, εν μέρει δε εις το ότι οι κάτοικοι, ειδοποιηθέντες εν τω μεταξύ περί των εν Αμιρά συμβάντων, έσπευσαν να φύγουν εκ των χωρίων των.

Ο Βαχός
Ούτως εις το χωρίον ΒΑΧΟΣ εξετέλεσαν όλους τους συλληφθέντας άνδρας, εκ των γεροντωτέρων, 23 εν όλω, εξ ων 3 επέζησαν· εις τους φονευθέντας συγκαταλέγεται ο πρόεδρος της κοινότητος Ηρ. Πνευματικάκης… Ούτος παρακληθείς προηγουμένως, υπό τινών κατοίκων δειλιασάντων, να υπογράψη έγγραφον αποδοκιμασίας των ανταρτών προς εξευμενισμόν των Γερμανών, ηρνήθη. «Εγώ την υπογραφή μου δεν την ατιμάζω» είπεν. Κατά την εκτέλεσιν, όπως μαρτυρούν οι τρεις διασωθέντες, επέδειξεν αξιοθαύμαστον θάρρος· ησπάσθη τους μελλοθανάτους, λέγων: «έτσι, παιδιά, αποχτιέται η λευτεριά». Αι οικίαι του χωρίου ελεηλατήθησαν, αλλά δεν κατεστράφησαν.

ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΙ. Και εδώ οι κάτοικοι ματαίως είχον αποπειραθή να μαλάξουν την μανίαν των Γερμανών προϋπαντήσαντες αυτούς με τον πρόεδρον της κοινότητος επί κεφαλής, προσκομίζοντες ρακήν και εδέσματα. Οι Γερμανοί συνέλαβον όλους τους άνδρας τους ευρεθέντας εκεί και, αφού εξεδίωξαν τα γυναικόπαιδα, τους ετυφέκισαν παρά το σχολείον, 33 εν όλω, εξ ων επέζησαν 3. Επίσης εφόνευσαν δια ξιφολόγχης τον υπέργηρον Εμμ. Γ. Κοντάκην επί της κλίνης του. Ο ιερεύς και διδάσκαλος του χωρίου Μ. Γιαλαδάκης απώλεσε κατά την ημέραν εκείνην τον αδελφόν του, τον υιόν του, τον γαμβρόν του, και τον ανδράδελφόν του. Οι Γερμανοί, λεηλατήσαντες το χωρίον, απήλθον.

Εις τον ΚΡΕΒΒΑΤΑΝ εφόνευσαν 21. Εκ τούτων τους μεν ακμαίους ομαδικώς, τους δε γέροντες και ασθενείς εντός των οικιών των και δύο εις τα πέριξ του χωρίου. Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήτο και ο ιερεύς του Βαχού Λεωνίδας Πνευματικάκης, ευρισκόμενος εις Κρεββατάν και λειτουργών εν των ναώ επί τη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ο ιερεύς παρουσιάσθη ενώπιον των Γερμανών υψών τον Σταυρόν και εξορκίζων αυτούς να λυπηθούν τους κατοίκους. Εις απάντησιν οι Γερμανοί επυροβόλησαν εναντίον του, ενώ δε εκείνος πληγωμένος εσύρετο δια να καταφύγη εις τινα οικίαν έρριψαν εκ νέου εναντίον του και τον αποτελείωσαν. Μετά την εκτέλεσιν συνεκεντρώθησαν εις τον Κρεββατάν και τα εκτελεστικά αποσπάσματα Βαχού, Αμιρών και Κεφαλοβρύσου και υπό τους ήχους φωνογράφου ήρχισαν να διασκεδάζουν επί του δώματος του Γ. Ζωάκη και έπειτα μεθυσμένοι κατελθόντες εχόρευαν επί των πτωμάτων των εκτελεσθέντων φωνάζοντες «Χάιλ Χίτλερ» και «Ζήτω η Γερμανία» (ελληνιστί).

Ουδέ του ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ εφείσθησαν παρ’ όλας τας κατά την προηγουμένην ημέραν δοθείσας υποσχέσεις· ούτω το απόγευμα της 14/9 εξετελέσθησαν 31 εν όλω άνδρες (εξ ων τους 24 ομαδικώς) μεταξύ άλλων τον 65ντούτη απόστρατον μοίραρχον Γ. Βασιλικάκην επί της κλίνης του δια πελέκεως και τον 17ετή Στυλ. Μπαρμπαγαδάκην με ξιφολόγχην· του Αποστ. Βαρδάκη, επιτεθέντος κατ’ αυτών καθ’ ην ώραν επρόκειτο να τον τυφεκίσουν, ήνοιξαν δια ξιφολόγχης το σώμα από λαιμού μέχρι κοιλίας. Ο Εμμ. Συμβουλάκης, συλληφθείς καθ’ ην στιγμήν εζήτει να διαφύγη κρατών την τριετήν θυγατέραν του εις τας αγκάλας, περιελήφθη εις την ομαδικήν εκτέλεσιν, υποχρεωθείς να κρατή το τέκνον του. Διαφυγών τας σφαίρας έπεσε κατά γης προσποιηθείς τον νεκρόν· επειδή όμως το νήπιον έκλαιε, ένας γερμανός στρατιώτης το επυροβόλησεν εκ του πλησίον και το εφόνευσεν. Ο δυστυχής πατήρ έμεινεν επί ώρας ακίνητος, με τα αίματα και τον διεσκορπισμένον μυελόν του τέκνου του επί του προσώπου, μέχρις ότου οι γερμανοί, αφού έφαγαν και διεσκέδασαν, απεχώρησαν. Εις τους εκτελεσθέντας ανήκει και ο εκ Κερκύρας καθηγητής Ευσταθ. Μάστορας.

Μεταξύ του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος ήτο και εις στρατιώτης ιδιαίτερον μίσος κατά του χωρίου τρέφων. Ούτος κατ’ Ιανουάριον του 1943, εν ώρα μέθης, ευρών εν Αγίω Βασιλείω μίαν γυναίκαν καθ’ οδόν, επεχείρησεν να την κακοποιήση· εκείνη κατέφυγε εις τινα οικίαν, εντός της οποίας ο Γερμανός εισελθών εφόνευσεν τον εκεί ευρισκόμενον και κατ’ εκείνην την ώραν τρώγοντα Σακ. Μονοκάνδυλον εκ Καλύμνου, επειδή δε η καταδιωκομένη γυναίκα είχε δραπετεύσει, εισελθών εις άλλην οικίαν, εξεδίωξεν τον ιδιοκτήτην και εβίασε την σύζυγόν του Δοξανίαν Βαρδάκη, τέλος εξελθών εις τας οδούς ήρχισε να πυροβολή. Οι κάτοικοι δεν ετόλμησαν να τον συλλάβουν, περιορισθέντες να τον καταγγείλουν εις τας προϊσταμένας του αρχάς. Ο στρατιώτης εδικάσθη εις την Βιάννον και κατεδικάσθη εις 5ετή φυλάκισιν μετά το πέρας του πολέμου (!) και εις στέρησιν της αναλογούσης εις αυτόν μερίδος σιγαρέττων επί 6 μήνας. Αυτός λοιπόν ο στρατιώτης ελθών τώρα ως μέλος του εκτελεστικού αποσπάσματος εφρόντισε να εκδικηθή όλους όσους τον είχον καταγγείλει, μ(εταξύ). α(λλων). τον πρόεδρον της κοινότητος Αγγ. Χατζάκην.

ΠΕΥΚΟΣ. Οι Γερμανοί οδεύοντες προς την Σύμην την 12/9 και διερχόμενοι εκ του χωρίου Πεύκος εδήωσαν αυτό και εφόνευσαν 5 άνδρας, την δε 14ην εξετέλεσαν εντός αυτού και εις τα πέριξ 14, έπειτα έθεσαν πυρ και το έκαυσαν, καταστρέψαντες και τας πέριξ αγροικίας. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονται ο πρόεδρος της κοινότητος Χαρ. Τσαγκαράκης, ο διδάσκαλος Αριστ. Μηλιαράκης, ανευρεθείς με αποκομμένην την κεφαλήν, και οι Γεωργ. Προεστάκης, Εμμ. Σωμαράκης και Νικ. Σωμαράκης φονευθέντες με ξιφολόγχην. Το χωρίον αριθμούν προ του πολέμου 563 κατοίκους, αριθμεί τώρα μόνον 485. Εκ των 78 εκλιπόντων, όσοι δεν ετυφεκίσθησαν, απέθανον εκ των κακουχιών.

Κάτω Σύμη
ΚΑΤΩ ΣΥΜΗ. Την 14/9 εξετελέσθησαν 23, εξ ων μια γυναίκα, η Μαρία Ν. Πανακάκη, 85 ετών, καείσα εντός της οικίας της (και ο σύζυγος της ετυφεκίσθη). Οι ανωτέρω εκτελεσθέντες συνελήφθησαν εις τα πέριξ, διότι το χωρίον ήτο έρημον, πλην της αναφερθείσης Πανακάκη και ενός 80ετούς παραλύτου, του Στυλ. Εμμ. Μυλωνάκη, μη δυναμένου ν’ απομακρυνθή και εκτελεσθέντος εντός της οικίας του.
Κατά την αυτήν ημέραν εξετελέσθησαν υπό των Γερμανών περί τους 10 εκ των χ. Άνω Βιάννος, Συκολόγος και Καλάμι, ευρεθέντες καθ’ οδόν· εις αυτούς ανήκει και μία γυναίκα, η κωφάλαλος 65ντούτις Απραξία Αθουσάκη.

Κάτω Σύμη – Ομαλός
Τα ανατολικώτερον κείμενα χωρία της Βιάννου, τα εις τον νομόν Λασηθίου (επαρχ. Ιεραπέτρας) υπαγόμενα, επλήρωσαν την επομένην ημέραν (15/9). Ούτω οι Γερμανοί εφόνευσαν:
Εις τα ΓΔΟΧΙΑ 37 εν όλω. Το σύστημα υπήρξε το ίδιον· οι άνδρες οίτινες είχον προηγουμένως φύγει εκ του χωρίου επειδή οι Γερμανοί δεν προέβαινον εις καμμίαν βιαίαν πράξιν, επανήλθον, και τότε τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν μαζί με όσους ευρίσκοντο εντός του χωρίου. Δέκα επτά εξετελέσθησαν ομαδικώς δια πολυβόλου εις την θέσιν Καρτσανά, οι υπόλοιποι εντός του χωρίου και ανά τους αγρούς. Εις τους εκτελεσθέντας ανήκουν οι γέροντες Εμμ. Λενάκης (80 ετών), Νικ. Πηγιάκης (80 ετών), Γεώργ. Δασκαλάκης (75 ετών), Γ. Μεταξάκης (75 ετών)• επίσης ο ανάπηρος Εμμ. Επιτροπάκης μετά του 13ετούς υιού του Χαραλάμπους. Εξ άλλου έκαυσαν επί της κλίνης του, επιχύσαντες βενζίνην, τον ανάπηρον Γεώργ. Μπεκράκην, ετών 40, πατέρα 4 ανηλίκων τέκνων. Η Μαρία Αρχοντικάκη πενθεί τον σύζυγόν της Γεώργιον, τον πατέρα της Εμμ. Δημητριανάκην, τους δύο αδελφούς της Ιωάννην και Μιχαήλ και τον πενθερόν της Εμμ. Αρχοντικάκην.
Επειδή όλη η περιφέρεια εκηρύχθη νεκρά, απαγορευθείσης πάσης εν αυτή κυκλοφορίας, οι νεκροί παρέμειναν επί δύο μήνας άταφοι, καταφαγωθέντες υπό των κυνών.

Εις τον ΜΥΡΤΟΝ οι Γερμανοί εφόνευσαν 18 και άλλους 8 εις τα περίχωρα· μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο Εμμ. Δασκαλάκης, 82 ετών, και η Αικ. Κανάκη, 70 ετών, επίσης ο πρόεδρος της κοινότητος Μιχ. Ανδρεόπουλος, και ο αντιπρόεδρος Ιω. Φραντζικινάκης. Δια να μη θεωρηθούν οι κάτοικοι ότι ανήκουν εις τους αντάρτας, ο πρόεδρος της κοινότητος και ο ιερεύς είχον προηγουμένως παρουσιασθή εις τους Γερμανούς και δηλώσει ότι όλοι οι άνδρες παραμένουν εντός του χωρίου· οι Γερμανοί προσεποιήθησαν ότι επείσθησαν και εζήτησαν από τον πρόεδρον να τους ετοιμάση φαγητόν· όταν όμως έφαγον κατέλαβον τας εξόδους του χωρίου και διέταξαν ν’ απομακρυνθούν εξ αυτού αι εξ Ιεραπέτρας οικογένειαι, αίτινες είχον καταφύγει εκεί λόγω καταστροφής των οικιών των. Επειδή οι κάτοικοι, φοβηθέντες από την διαταγήν αυτήν, ήρχισαν να διαρρέουν μετά των εξ Ιεραπέτρας, οι Γερμανοί επανέλαβον την δήλωσιν ότι δεν έχουν να πάθουν τίποτε αρκεί να μην απομακρυνθούν οι άνδρες. Μετ’ ολίγον προέβησαν εις την εκτέλεσιν.

Εκ των κατοίκων του χ. ΜΟΥΡΝΙΕΣ ετυφεκίσθησαν 17 άνδρες ομαδικώς μετά των κε των χ. ΡΙΖΑ και ΠΑΡΣΑΣ εις θέσιν Καλέ, όπου οι αντάρται είχον υψώσει την Ελληνικήν σημαίαν· άλλοι 4 εκ του χ. Μουρνιές εφονεύθησαν εις τα πέριξ· επίσης εκάη εντός της οικίας της η Μαρ. Ι. Ανδρεοπούλη, 70 ετών. Μεταξύ των συλληφθέντων ήτο ο Χαρ. Παπαδοπούλης· δια να σωθή, έδωσεν ό,τι πολύτιμον έφερε μεθ’ εαυτού (δακτυλίους κλπ)· ο γερμανός στρατιώτης μόλις τα παρέλαβε, τον εφόνευσεν.
Το χ. ΜΑΛΕΣ αριθμεί 17 θύματα εν συνόλω, κατά την αυτήν ημέραν η ΡΙΖΑ 18, ο ΧΡΙΣΤΟΣ 7, οι ΜΥΘΟΙ 4, μεταξύ άλλων τον 80ντούτη γέροντα Ν. Χριστάκην, τυφεκισθέντα επί του καθίσματος, όπου εκάθητο, μη δυνάμενος να σηκωθή, και ο ΠΑΡΣΑΣ 7.

Ως προς τας εκτελέσεις τας γενομένας συγχρόνως εις τα περίχωρα, εις τα αγροκτήματα κτλ της επαρχίας Βιάννου, αναφέρομεν τα εξής χαρακτηριστικά:
Εις το φαράγγι του χ. Καλάμι συνέλαβον τρεις κρυπτομένους άνδρας, τον Κ. Κουντουράκην, τον Ν. Ζωάκην και τον Εμμ. Πυροβολάκην μετά του μικρού υιού του Γεωργίου· οι Γερμανοί εφόνευσαν τους άνδρας δια ξιφολόγχης, το δε παιδί ετραυματίσθη εκ ριφθείσης χειροβομβίδος, νοσηλεύεται δε ακόμη. Εις το αγρόκτημα του Αργουλίδα είχε καταφύγει ο εκ του χ. Κεφαλοβρύσι Βερβαλάκης μετά των 3 τέκνων του, Στυλιανού ετ. 12, Μαρίας ετ. 8, και Ευαγγελίας ετ. 6. Ο πατήρ βλέπων τους Γερμανούς να πλησιάζουν (14/9) απεμακρύνθη από το αγρόκτημα και εκρύβη εντός σχοίνου, οπόθεν ηδύνατο να παρακολουθήση τα συμβαίνοντα. Οι Γερμανοί εισελθόντες εις τον οικίσκον του κτήματος ευρόντες σακκίδια (βούργες) πολλά με τρόφιμα, ανήκοντα εις τους φεύγοντας κατοίκους, υποψιάσθησαν ότι ταύτα προορίζονται δια τους αντάρτας. Τότε συνέλαβον τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και ήρχισαν να τα βασανίζουν, δια να προβούν εις αποκαλύψεις· τα ωδήγησαν έξω, εχαράκωσαν με την ξιφολόγχην τα μάγουλά των και τας κνήμας των, τα εκέντησαν εις τα πέλματα και επειδή εκείνα δεν είχον τι να μαρτυρήσουν, τους απέσπασαν τα δόντια με την ξιφολόγχην και τέλος τα έσφαξαν δι’ αυτής· έπειτα τα εξήπλωσαν επί του τοίχου του κτήματος με κρεμασμένας τας κεφαλάς.

Εις την θέσιν Λυγιά συνελήφθη την ίδιαν ημέραν (14/9) ομάς 8 ατόμων, μεταξύ των οποίων ο Χαρ. Παπαδημητρόπουλος· ούτος επέδειξεν εις τους Γερμανούς σημείωμα γερμανού στρατιώτου, αναφέροντος ότι ο Παπαδημητρόπουλος τον είχεν περιποιηθή τραυματισμένον κατά την προ διημέρου επισυμβάσαν μάχην της Σύμης. Οι Γερμανοί εξετέλεσαν τον Παπαδημητρόπουλον άνευ ετέρου μετά άλλων 7. Εσώθησαν δύο τραυματισθέντες και προσποιηθέντες τον νεκρόν. Εις τους εις τα περίχωρα εκτελεσθέντας ανήκουν και η Μαρία, θυγάτηρ του ανωτέρω αναφερθέντος Χαρ. Παπαδημητροπούλου, η Αικατερίνη Αθαν. Παπαδημητροπούλου, σύζυγος του αδελφού του, δικηγόρου το επάγγελμα, εκτελεσθέντος και αυτού και διασωθέντος πληγωμένου, έγκυος 8 μηνών, και η Αικ. Π. Μηλιαράκη. Επίσης η Ελένη συζ. Γεωργ. Μαρή και ο 7ετής υιός της Μιχαήλ. Εις τα περίχωρα ανακαλυφθείσαι εφονεύθησαν ομαδικώς αι εκ Κάτω Σύμης γυναίκες Καλλ. Συγκελλάκη, η κόρη της Ζαχαρένια Ρηνάκη, η πενθερά της τελευταίας Μαρία Ρηνάκη, η Μαρία Γ. Μεταξάκη, το ενννεαετές της Ζαχ. Ρηνάκη, Γεώργιος, εις τας αγκάλας της μητρός του κρατούμενον, μαζί αι εκ του χ. Γδόχια καταγόμεναι 80ντούτιδες Χαρ. Γ. Ξανθάκη και Καλλιόπη Ν. Παπαδάκη.

Άνω Βιάννος
Αυτή υπήρξεν η τραγωδία των χωρίων της Βιάννου ή μάλλον το πρώτο μέρος της. Διότι οι Γερμανοί δεν ηρκέσθησαν εις τον φόνον τόσων εκατοντάδων θυμάτων. Έπρεπε και τα χωρία να καταστραφούν εκ θεμελίων. Ούτω μετά 15 περίπου ημέρας εξεδόθη προκήρυξις ορίζουσα ολόκληρον την περιοχήν ως νεκράν ζώνην, πλην των χ. Βιάννου, Βαχού, Αμιρών και Αγίου Βασιλείου. Εδόθη ολιγοήμερος προθεσμία προς αναχώρησιν, η έλλειψις όμως μεταφορικών μέσων δεν επέτρεψεν εις τους κατοίκους να περισώσουν ει μη ελάχιστον μέρος της περιουσίας των. Αλλαχού ούτε αυτή η ευκαιρία δεν εδόθη, όπως π.χ. εις την Κάτω Σύμην, της οποίας οι κάτοικοι μετά την μάχην, γενομένην εις ελαχίστην απόστασιν από του χωρίου, είχον αποχωρήσει και κρυβή, η δε καταστροφή επηκολούθησεν την επομένην, 13/9/43.

Οι κάτοικοι της ανατολικής Βιάννου (χ. Μύρτος, Γδόχια κτλ) διετάχθησαν να συγκεντρωθούν εις την Ιεράπετραν, οι της δυτικής να φύγουν εκτός της επαρχίας. Κατόπιν τα χωριά αφού ελεηλατήθησαν, εκάησαν και ανετινάχθησαν δια δυναμίτιδος μετά των σχολείων και των εκκλησιών. Ούτω κατεστράφησαν ολοσχερώς τα εξής χωρία:
Συκολόγος 80 οικίαι.
Κάτω Σύμη 245 οικίαι. Το χωρίον επυρπολήθη εις τας 13/9, κατεδαφίσθη δε εις τας 9/10 εκ θεμελίων. Εις τας 245 οικίας συμπεριλαμβάνονται και αι του συνοικισμού Λουτράκι, χειμερινής διαμονής των Συμιανών.
Πεύκος 80 οικίαι. Πυρπόλησις εις τας 14/9, κατεδάφισις εκ θεμελίων μετά ένα μήνα περίπου.
Κεφαλοβρύσι 80 οικίαι.
Κρεββατάς 70 οικίαι.
Γδόχια 100 οικίαι. Δεν απέμεινεν ούτε μία οικία ορθία.
Μουρνιές 110 οικίαι.
Μύρτος 110 οικίαι. Ουδεμία απέμεινεν ορθία.
Ρίζα 30 οικίαι. Εκάη εις μόνον συνοικισμός του χωρίου.
Καλάμι 40 οικίαι. Κατεστράφη το 1/3 του συνόλου, διότι μεσολαβήσει του τότε Γεν. Διοικητού Κρήτης, εξεδόθη νέα διαταγή του γερμαν. Στρατηγείου αίρουσα την προηγουμένην.
Μερική ήτο και η καταστροφή του χ. Επάνω Σύμη.
Επίσης κατεστραμμένα ευρίσκονται σήμερον τα επίνεια της επαρχίας ΚΕΡΑΤΟΚΑΜΠΟΣ και ΑΡΒΗ. Οι γερμανοί ελεηλάτησαν τα εκεί εναποθηκευμένα προϊόντα και κατέστρεψαν τας οικίας και τας αποθήκας.
Είναι εξόχως χαρακτηριστικόν ότι οι Γερμανοί εζήτησαν εκ των υστέρων να αποσκεπάσουν τα εν Βιάννω εγκλήματά των πιέσαντες τον εκεί προσελθόντα αρχιμανδρίτην Ευγ. Ψαλιδάκην, αντικαθιστώντα τον Μητροπολίτην Κρήτης εις τα καθήκοντά του, να υπογράψη έγγραφον δήλωσιν, ότι δεν έγιναν παραβάσεις του διεθνούς δικαίου κατά τα γεγονότα της Βιάννου. Ο αρχιμανδρίτης όμως, μη πτοηθείς από τας απειλάς των, έβγαλεν από το στήθος του τον σταυρόν, τον επέθεσεν επί της τραπέζης του γερμανού αξιωματικού και εφώναξεν· «τουφεκίστε με, αλλά ψεύτικη δήλωση δεν υπογράφω· γιατί είδα με τα μάτια μου γυναίκες ξεκοιλιασμένες».

Το βούλευμα του Ειδικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου περιγράφει το ανθρωπομακελειό που έγινε τότε στη Βιάννο:
«Τμήματα του γερμανικού στρατού της μεραρχίας Ηρακλείου Κρήτης εκύκλωσαν ολόκληρον την επαρχίαν και δι’ απατηλών υποσχέσεων προς τους κατοίκους, ότι δήθεν δεν είχαν να πάθωσι τι, κατώρθωσαν να πείσουν τούτους να επανέλθουν εις τα χωρία των. Τούτου γενομένου ήρχισαν να συλλαμβάνωσι τους πάντες αδιακρίτως και να τους εκτελούν ομαδικώς εις τους δρόμους, εντός των οικιών ή όπου αλλού τους συνήντων.

Εν μια ημέρα εξετέλεσαν 700 εκ των κατοίκων. Καθ’ οδόν απόσπασμα γερμανικόν συναντά τους Αθ. Παπαδημητρόπουλον, δικηγόρον, την σύζυγόν του, τον αδελφόν του Χαράλαμπον, επίσης δικηγόρον, την κόρην του Μαρίαν, ηλικίας 16 ετών, την εξαδέλφην του Κατίναν Μηλιαράκη, ηλικίας 25 ετών και άλλους εν συνόλω 17 μεταβαίνοντας εις Άγιον Βασίλειον Βιάννου και άνευ οιασδήποτε διαδικασίας τους παρέταξεν εις γραμμήν και τους εξετέλεσε, πλην του εκ τούτου Αθ. Παπαδημητροπούλου, όστις δεχθείς διαμπερές τραύμα εις το στήθος και εκληφθείς ως φονευθείς και μετά τας χαριστικάς βολάς εσώθη υπό μυθιστορηματικάς όντως συνθήκας, δια να αποσταλή, συλληφθείς εκ νέου μετά την επί μακρούς μήνας κρυφά νοσηλείαν του ως όμηρος εις Γερμανίαν.
Μετά την σφαγήν των κατοίκων οι Γερμανοί επεδόθησαν εις την καταστροφήν των χωρίων, λεηλατήσαντες και πυρπολήσαντες τα χωρία Συκολόγον, Καλάμη, Πεύκον, Σύμη, Κεφαλοβρύση, Κρεββατά Βιάννου, επυρπόλησαν και ανετίναξαν και τα σχολεία, εκκλησίας, εξετέλεσαν γέροντας, παιδιά 4 και 5 ετών, γυναίκας εγκύους, ασθενείς εις τας κλίνας των. Ελάχιστοι οίτινες διεσώθησαν ωδηγήθησαν γυμνοί και ανυπόδητοι δια τον εκτοπισμόν των. Η αποσύνθεσις των πτωμάτων και τα ρυάκια άτινα εσχημάτισε το αίμα προσέδιδαν αγρίαν και φρικώδη εικόνα».

Mνημείο Ολοκαυτώματος Βιάννου
Η φωτογράφιση της Βιάννου από τους Ναζί πριν το ολοκαύτωμα
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, στη μέση της γερμανικής κατοχής, η Βιάννος δεχόταν μια παράξενη επίσκεψη, που μάλλον αντιμετωπίστηκε με αμηχανία, ίσως και με παγωμάρα, από τους ανθρώπους της. Στο χωριό βρέθηκαν δύο Γερμανοί στρατιωτικοί, και παρά την κάψα εκείνης της ημέρας, της 6ης Ιουνίου 1943, περπάτησαν επί ώρες στα σοκάκια αλλά και στις περιοχές γύρω από τον οικισμό.

Οι Βιαννίτες τούς έβλεπαν χωρίς φυσικά να τολμούν να ρωτήσουν το σκοπό αυτής της παράξενης επίσκεψης. Ο ένας από τους δύο κρατούσε και φωτογραφική μηχανή. Μ’ αυτήν κατέγραψε τα πάντα. Δρόμους, κτίρια, περιβάλλοντες χώρους. Ακόμη και ανθρώπους. Έκανε και γενικά πλάνα του χωριού, από διάφορες πλευρές. Λες κι ήθελε να αποτυπώσει την περιοχή, μαζί με τους δρόμους διαφυγής!
Τότε τέτοιες σκέψεις δεν μπορούσαν να γίνουν. Τώρα όμως, μετρώντας την ιστορία, τους πάνω από 400 νεκρούς της σφαγής του Σεπτεμβρίου του 1943, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί πόση σχέση είχε η φωτογράφιση των αρχών του Ιουνίου με τα φοβερά γεγονότα του Ολοκαυτώματος της επαρχίας Βιάννου, 3 μήνες αργότερα… Ίσως η υπόθεση να έχει στοιχεία αυθαιρεσίας, αλλά δεν μπορεί παρά να γίνει.

Πολύ περισσότερο αν σκεφτεί κανείς δύο στοιχεία:
Άλλη ανάλογη φωτογράφιση, τουλάχιστον στην Κρήτη, δεν έκαναν ή δεν είναι γνωστό ότι έκαναν οι Γερμανοί εκείνη την εποχή. Μόνο στο Κοντομαρί, στα Χανιά, στη σφαγή του ανδρικού πληθυσμού, στις 2 Ιουνίου 1941. Τότε, αφού φωτογράφισαν διάφορα σημεία του χωριού, μετά φωτογράφισαν τον πληθυσμό αλλά και την εκτέλεση του… Φωτογραφίες που κρατήθηκαν καλά κρυμμένες στα αρχεία του γερμανικού στρατού επί δεκαετίες.




Δρόμος της Βιάννου την εποχή του ολοκαυτώματος και σήμερα
Οι φωτογραφίες, που είναι περίπου 50 και δεν είχαν δημοσιοποιηθεί μέχρι πρόσφατα. Είχαν εντοπιστεί αρχικά το 2013, αφού άνοιξε το φωτογραφικό αρχείο του γερμανικού στρατού. Σε πολλές εμφανίζεται ένας Γερμανός αξιωματικός -προφανώς ο υπεύθυνος της αποστολής- να περπατά στους δρόμους της Βιάννου. Πιθανώς ο ίδιος υποδείκνυε τις φωτογραφίες που θα έπρεπε να ληφθούν. Και δεν φαίνονται φωτογραφίες που τραβήχτηκαν για το προσωπικό του αρχείο… Υπάρχει ένας δεύτερος Γερμανός αξιωματικός που τον συνοδεύει, αλλά δεν φαίνεται πουθενά, καθώς αυτός είναι ο φωτογράφος. Γνωρίζουμε όμως το όνομά του, καθώς υπάρχει αποτυπωμένο σε κάθε φωτογραφία που τράβηξε και βρίσκεται στα γερμανικά φωτογραφικά αρχεία (Bundesarchiv Bild). Ήταν ο Karl Ottahal. Το όνομα του άλλου αξιωματικού των Ναζί, αυτού που φαίνεται στις φωτογραφίες, δεν αναφέρεται κάπου.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στο σχετικό αρχείο οι Γερμανοί παρουσίαζουν το πέρασμά τους από τα χωριά της περιοχής ως αναβάθμιση και ως ευεργεσία για τον τόπο και τους κατοίκους αναφέροντας τα έργα που έκαναν στην περιοχή για τη βελτίωση της ζωής, όπως διάνοιξη δρόμων κ.λπ.:
Juni 1943
An der Südküste Kretas
Die Südküste Kretas wird jetzt besonders von den deutschen Besatzungstruppen ausgebaut. Ano Wianos ein malerisches Gebirgsdorf im Süden, wird jetzt eine Straße nach Iccapetra ausgebaut. Ein sehr alter Bergahorn beschließt die alte Dorfstraße.
(Ιούνιος 1943
Νότια ακτή Κρήτης
Η νότια ακτή της Κρήτης αναπτύσσεται πλέον ειδικά από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Η Άνω Βιάννος, ένα γραφικό ορεινό χωριό στον νότο, αναβαθμίζεται με την κατασκευή δρόμου προς την Ιεράπετρα. Ένα αρχαίο πλατάνι κλείνει τον παλαιό δρόμο του χωριού).

Οι φωτογραφίες της εποχής έχουν μοναδική αξία καθώς καταγράφουν την εικόνα του χωριού λίγο πριν την καταστροφή, δίνοντας στον μελετητή πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή των Βιαννιτών την περίοδο της κατοχής και λίγο πριν το Ολοκαύτωμα. Παράλληλα είναι και οι τελευταίες φωτογραφίες πολλών εκ των θυμάτων των Γερμανών.

Η περιοχή, φέρει ακόμα τα σημάδια της σφαγής, αν και έχουν περάσει 79 χρόνια. Οι εικόνες της φρίκης παραμένουν ζωντανές, για τους ελάχιστους πια εν ζωή κατοίκους που έζησαν εκείνες τις μαρτυρικές ώρες, αλλά και για τους απογόνους τους που φροντίζουν να κρατούν ζωντανές τις μνήμες του Ολοκαυτώματος.

Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει
Ζωή Δικταίου
Με το στερνό το σάλπισμα ξύπνησε o άλλος κόσμος
είδα συντρίμμια και φωτιές, αυτά πού είχε αφήσει
κείνη η φουρτούνα τού θυμού σ’ Ανατολή και Δύση.
Στο βλέμμα το τρικύμισμα, δάκρυα δροσοσταλίδες
κυλήσανε απ’ τα μάτια μου και σίμωσε ο αιώνας.
Σύραν χορό οι ασώματοι στ’ αθάνατα τ’ αλώνια
αγέννητο θησαύρισμα τ’ ανείπωτα τα λόγια,
μακαρισμένα ονόματα με το χρυσό γραμμένα
στο κρύο άσπρο μάρμαρο και στης καρδιάς τα φύλλα.
Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει,
απλώνω φλέγες του νερού κι αυτές γεμίζουν αίμα.
«Να μεταλάβεις τη φωτιά», είχε γραμμένο η Μοίρα
στην κούπα το νερό θολό, πόση θαλασσαλμύρα,
ήπιες και πάλι δίψασες και πάλι δάκρυα ήπιες
για να ξορκίσεις στ’ άγιο φως το πιο βαθύ σκοτάδι.
Αφίλιωτη μένει η καρδιά στην πλατωσιά τού κόσμου
γιατί στενεύει ο ουρανός, οι μέρες μου τελειώνουν
όσα θυμάμαι με πονούν κι όσα πονούν εδώ είναι,
ερείπια, φαντάσματα και σπίτια ρημαγμένα.
Η μέρα εκείνη μούδιασε και κρύφτηκε ο ήλιος
γέμισε η πλάση τέρατα, μοιρόγραφτο ο Άδης
μαύρη σκιά που σύρθηκε κι ύστερα εγιγαντώθη
από την άκρα του γιαλού ως την ψηλή Μαδάρα.
Καιρό δεν πρόλαβαν να βρουν, καιρός τους προλαβαίνει.
να κλάψουν, να λυγίσουνε, να ξαναμετρηθούνε
κι όσο να μαυροφορεθούν θημώνιασαν τον πόνο
μες στην ψυχή, μες στην καρδιά, κάτω απ’ το προσκεφάλι
ο Χάρος φίλος κι αδερφός, γειτόνισσα η ορφάνια.
Προσκύνησα το πρόσφορο απάνω στο τραπέζι
τη μαύρη αθάλη σκόρπισα μ’ αυτές τις δυο μου χούφτες,
«μη μού μιλάς για όνειρα, δώσ’ μου ξανά ό,τι πήρες»
μαλώνουν τα χαλάσματα μήτε κι αυτά ξεχνούνε.
Ακέρια ακούγεται η φωνή σαν σήμαντρο εντός μου,
«απόγνωση με γέμισες φτώχεια και καταφρόνια,
μα πάλι εγώ δεν λύγησα περίσσεψε η τιμή μου,
τον όλεθρο που έσπειρες, εσύ θα τον θερίσεις».
Απ’ την παλιά ραγισματιά πηχτό το αίμα τρέχει
ανακλαδίζουν τα βουνά και το στοιχειό βρυχάται
τη μπότα του κατακτητή, τού Γερμανού θυμάται.
Η λάβα τού αναστεναγμού στο κύμα πάνω τρέχει
η Δίκτη ακόμη άγρυπνες κρατεί τις πάνω βίγλες,
«εδώ οι νεκροί νικούν θεούς», το σάβανο ανεμίζει
και φοβερίζει αδάμαστη κι ασύχαστη, όπως πρώτα,
«αλήστευτη έμεινε η ψυχή και πάλι αναντρανίζει
συνείδηση και θέληση, λαμπάδα μια, αναμμένη».
Βιάννος , Μουρνιές και Αμιράς , Πεύκος, Κεφαλοβρύσι,
Ρίζα, Βαχός, Παρσάς, Χριστός, Μάλλες και Συκολόγος
Άγιος Βασίλης, Κρεββατάς, Σύμη, Γδόχια και Μύρτος,
αχνίζει ακόμη ο καπνός. Μα αρχοντοθυγατέρα,
η Κρήτη, το καινούργιο φως κλώθει τής οικουμένης
και ξελογιάζει τη ζωή με λύρες και τραγούδια.
Ξοδεύτηκε το μίσος σου, έσπασες τα φτερά σου
τ’ άστρο σου ξενοχάραγο σαν κάρβουνο σβησμένο
θα σού θυμίζει όσα ’καμες εγκλήματα πολέμου
κι έχεις πολλά για να ντραπείς, να σκύψεις το κεφάλι,
όλοι θυμούνται, η σβάστικα ποια συμφορά σκορπίζει.
Όταν θα πάψει η θάλασσα την Κρήτη ν’ αγκαλιάζει
τότε θα σβήσει στην καρδιά ετούτο το μαράζι.
Σε κάθε λάμψη κι αστραπή μετρώ ζωές χαμένες
η νύχτα φέρνει καταχνιά και η αυγή την πάχνη.
Δεν θέλομε άλλο κουρνιαχτό απάνω από τη γη μας,
στερέωσα τη σκέψη μου και την απαίτησή μου,
ξαναγυρίζω το κλειδί και ξεκλειδώνει η μνήμη,
να βρούμε κι άλλες σαν κι εμάς γυναίκες ψυχωμένες
να βγούμε ν’ ανταρτέψομε το δίκιο μας να βρούμε.
Το φως του λύχνου πάλιωσε μα πάλι ίδια φέγγει
ακόμη κλαίνε οι ζωντανοί, λείψανα ματωμένα
και την πραμάτεια της ζωής που χάθηκε στη Βιάννο.
Παντοτινός ο θάνατος ανάσταση δεν έχει,
χωρίς αιτία κόλαση, τον λύχνο πάλι ανάψτε,
εδώ η ζωή πετούσε ανθούς κι ύστερα μαύρα ξέφτια
καθώς σωπάσαν τα πουλιά και φύγανε τ’ αγρίμια
έγινε η ώρα ατσάλινη κι αψύ το αεράκι
και όρνια μαζωχτήκανε στα ριζιμιά χαράκια.
Η σκέψη ξαναγύρισε στο αίμα βουτηγμένη
οι λάκκοι φέγγουνε ψυχές απάνω από το χώμα,
στα ισκιόφωτα, δες τριγυρνούν κάτω απ’ τα κυπαρίσσια,
οι δολοφόνοι ξύπνησαν απ’ τον παλιό βραχνά τους
κι επέστρεψαν στις ρούγες μας να πάρουν τ’ άρματα μας,
ξολοθρευτές και λυτρωτές, δυο πρόσωπα μια μάσκα,
κείνη τη μάσκα του καλού φορούνε για ν’ αρέσουν,
μα αδόξαστοι θα μείνουμε στους κύκλους τών αιώνων.
Τί χρώμα είχαν τα μάτια τους την τελευταία ώρα
αλλότροπα κοιτάζανε, το βήμα ελαττωμένο,
στα χείλη έκαιγε ο λυγμός μα η τιμή περίσσια.
Άνεμος εξαπτέρυγος σηκώθηκε απ’ αλάργα
κι η θάλασσα φοβέριζε «οι μέρες σας θα λήξουν,
με τών αθώων τα αίματα πλούτος δεν αβγαταίνει
να σε κοιτάζω μα ποτέ, δεν θα με καταλάβεις
εσύ δεν έχεις ανθρωπιά, εσύ δεν έχεις μπέσα
εσύ έχεις κρεματόρια κι αψήφιστα λογιάζεις».
Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, μισάνοιχτη την είχα
μα πια, τη διπλοκλείδωσα κι είναι μανταλωμένη.
Κι όταν θα με ρωτάς γιατί, εκδίκηση θα παίρνω
και δεν θα το καταδεχτώ απόκριση να δώσω
σ’ ένα φονιά που θέρισε παιδιά σαν να ήταν στάχυα
και τις γυναίκες έσφαξε κι αφάνισε τους άντρες.
Αδούλωτη, αταπείνωτη κι ανέλπιδη η ψυχή μου
«σ’ άνανθο τόπο να βρεθείς να κρύψεις τη ντροπή σου,
στην Κρήτη ορθή περπατησιά κατάντικρυ στον ήλιο
έχουν γυναίκες τής τιμής και άντρες τής ευθύνης.
Δεν έχω τόπο να σταθείς κι αέρα για να ζήσεις,
μια χούφτα στάχτες κι αίματα σού στέλνω στο μαντήλι
και ακριβή παραγγελιά, συγγνώμη να ζητήσεις».
Στα πέντε δάχτυλα μετρώ τα σπίτια που απομείναν
στο κάλεσμα τής αγκαλιάς δεν βρίσκω ν’ αγκαλιάσω
μα ξεδιπλώνω σάβανα να θάψω πεπρωμένα.
Φυσά η οργή άγρια θύελλα κι αμάχη τρανεμένη
να μην σκεπάσεις τη φωνή, ν’ ακούς το μοιρολόι,
πικρό, και ύστερα άναρθρη να βγαίνει η κραυγή σου.
Ο πόνος ασυλλάβιστος, με το κερί στα χείλη
«εργολαβία το θάνατο στα κάτεργα του τρόμου»,
παιδί μου, συλλογίζεται η μάννα μου και κλαίει
τρέμουν τα φυλλοκάρδια της, «ας είναι άγνωρη ώρα».
«Εμείς ξαναγινήκαμε λαός και η Κρήτη φέγγει
τρανό, λαμπρό παράδειγμα σ’ όλη την οικουμένη»,
λέει ο πατέρας και βουβό ένα του δάκρυ αφήνει
κάθε Σεπτέμβρη που έρχεται το δίκιο και τον πνίγει.
Πλάτυνε κι άλλο η ψυχή στον Αμιρά, στη Βιάννο,
η σκέψη στρατολάτισσα γυρίζει άλλη σελίδα,
ξέμεινε ένα φθινόπωρο, απ’ τού σταυρού τη μέρα
με βουρκωμένα σύννεφα, θρήνο και μοιρολόι
θαρρείς ξυπνούνε οι νεκροί και δείχνουν τις πληγές τους
κι απ’ τα βαθιά τής κόλασης, ανίκητη η φωνή τους.
«Εχθρούς δεν σμίγει ο θάνατος σε τάβλες αργυρένιες,
τών σκοτωμένων οι ψυχές στον ουρανό δεν πάνε,
μόνο φυλάνε τις γενιές και τον καινούργιο σπόρο».
Ασάλευτο το δίκιο μας, στού νου το ώριο κανίσκι
ζυγές φτερούγες στις κορφές απλώνονται στον ήλιο,
τής λησμοσύνης το νερό στη βρύση μας δεν τρέχει
κι απ’ το μαβί το πέλαγος έρχονται μόνο φίλοι.
Εδώ το πνεύμα καταλεί τα σχέδια του θανάτου.
(Από την ποιητική συλλογή «Αύριο, στάχυα οι λέξεις», εκδ. Φίλντισι)

Ρουσσέτος Παναγιωτάκης, «Τα περιβραχιόνια»
«Αδέρφια, σαν θα πάτε στης Βιάννου τα χωριά,
μνήματα μην πατάτε, μην πάρουνε φωθιά.
Μια μέρα του Σεπτέμβρη που ‘λαμπε ο ουρανός
εις τα χωριά της Βιάννου ήτανε σκοτεινός.
Οι βάρβαροι επήγαν και βάλανε φωθιά,
Σύμη, Κεφαβοβρύσι, Πεύκο και Κρεββατά»
Ευριπίδης Πλαγιωτάκης
Πηγές: viannitika.gr, ertnews.gr, candiadoc.gr, iefimerida.gr, cretalive.gr, eikastikon.gr, candiadoc.gr