Η Παναγία Μεσοσπορίτισσα ή «Παναγίτσα στ’ Αρχαία», όπως τη λένε στην Ελευσίνα, είναι μικρός ναός του 17ου μ.Χ. αιώνα εντός του αρχαιολογικού χώρου στο κέντρο της πόλης της Ελευσίνας, εκεί όπου κατά την αρχαιότητα τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια. Ο ναός εορτάζει κάθε χρόνο στα Εισόδια της Θεοτόκου και σχετίζεται με ένα έθιμο με πολυεπίπεδες αναφορές στην μακραίωνη ιστορία της πόλης και των κατοίκων της.
Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση. Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της.
Το προσκύνημα της Ζωοδόχου Πηγής στο Μπαλουκλί, η «Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα», περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής και βρίσκεται στα δυτικά της Κωνσταντινουπόλεως, έξω από τα χερσαία τείχη. Ο εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου Ζωοδόχου Πηγής διαδόθηκε σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Η παράσταση είναι γνωστή από τις αρχές του 14ου αιώνα και απαντά κυρίως στην κρητική ζωγραφική.
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στον ιερό ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Βωλάδος
Η Βωλάδα είναι παραδοσιακό χωριό της Καρπάθου, χτισμένο σε μια εύφορη περιοχή στην πλαγιά του οροπεδίου Λάστου. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού σε απόσταση 10 χλμ. από τα Πηγάδια. Πάνω από το χωριό, στον λόφο Κοράκι, βρίσκονται λείψανα παλιαού κάστρου, το οποίο χρονολογείται από τον 14ο αιώνα, όταν το νησί ανήκε στην Ενετική οικογένεια των Κορνάρων. Πρόκειται για την ίδια τοποθεσία, όπου πιθανότατα βρισκόταν και η αρχαία ακρόπολη της Καρπάθου.
Ο Τρανός Χορός στη Βλάστη και το Πανηγύρι στο Συρράκο αποτελούν πατροπαράδοτα θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα του Δεκαπενταύγουστου, που το 2022 εντάχθηκαν στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO
Το 2022, κατά την 17η ετήσια συνεδρίασή της στο Μαρόκο, η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) ενέκρινε την εγγραφή μετ’ επαίνων του στοιχείου με τίτλο: «Ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου σε δύο ορεινές κοινότητες της Β. Ελλάδας: Τρανός Χορός στη Βλάστη και Πανηγύρι στο Συρράκο» στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.
1. Ο Τρανός Χορός στη Βλάστη
Ο Τρανός Χορός είναι ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο με βασικά δομικά στοιχεία το δίπτυχο «τραγούδι – χορός» χωρίς καθόλου συνοδεία μουσικών οργάνων. Έχει τελετουργικό χαρακτήρα και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά κυρίως με τη συμμετοχή στο δρώμενο. Ο όρος «τρανός» υποδηλώνει την καθολική συμμετοχή της κοινότητας στην επιτέλεσή του αλλά και τη σημασία του για αυτήν. Για όλους τους Βλατσιώτες, αποτελεί τον «τρανό» δηλαδή τον σημαίνοντα, τον πιο σπουδαίο χορό, το σύμβολο της πολιτιστικής τους ταυτότητας.
Πανοραμική άποψη της Βλάστης Ν. Κοζάνης
Η Βλάστη (παλαιά ονομασία: Μπλάτσι) είναι ένα ορεινό κεφαλοχώρι της Δυτικής Μακεδονίας στον νομό Κοζάνης. Είναι χτισμένη στο ανατολικό τμήμα ενός οροπεδίου ανάμεσα στα όρη Άσκιο (Σινιάτσικος) και Μουρίκη. Ένα τμήμα της, στα δυτικά του χωριού, αποτελείται από μια τεράστια επίπεδη και καταπράσινη περιοχή που ονομάζεται «Λιβάδια». Πρόκειται για την τοποθεσία όπου χορεύεται ο Τρανός Χορός κάθε χρόνο ανήμερα στην εορτή του Αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) καθώς και το διήμερο του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15-16 Αυγούστου). Η γιορτή της Παναγίας υπήρξε ανέκαθεν για τους Βλατσιώτες η μεγάλη γιορτή της κοινότητας, καθώς τον Αύγουστο βρίσκονται εκεί -εκτός από τους μόνιμους κατοίκους- και οι οικογένειες των κτηνοτρόφων πριν αφήσουν τη Βλάστη για να κατέβουν στα χειμαδιά τους, αλλά και οι Βλατσιώτες που διαμένουν στα αστικά κέντρα και έρχονται στη Βλάστη για τις καλοκαιρινές διακοπές τους.
Τρανός χορός
Ο Τρανός Χορός του Δεκαπενταύγουστου αποτελεί το αποκορύφωμα των εορταστικών θρησκευτικού, κοινωνικού και ψυχαγωγικού χαρακτήρα εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου, το οποίο αρχίζει στη Βλάστη στις 14 και ολοκληρώνεται στις 16 Αυγούστου. Η γιορτή δίνει την ευκαιρία για αντάμωμα, ψυχαγωγία και τελετές κοινοτικού χαρακτήρα. Παραμονή της Παναγίας μετά τον Εσπερινό, η πλατεία γεμίζει από τους Βλατσιώτες που συγκεντρώνονται στη Βλάστη για τη συμμετοχή στα πιο βαθιά ριζωμένα στον τόπο έθιμά τους, για να ανταμώσουν με συγγενείς και φίλους και να διασκεδάσουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στις τοπικές ταβέρνες υπό τους ήχους των παραδοσιακών μουσικών οργάνων.
Η εορτή της Παναγίας τιμάται με το επίσημο τελετουργικό της Ορθόδοξης λατρείας με τη θεία λειτουργία ανήμερα της γιορτής. Η περιφορά της εικόνας γίνεται το πρωί της 16ης Αυγούστου, με τη συνοδεία της τοπικής μουσικής ορχήστρας. Πριν και μετά τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις των χωριανών, επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια, οικογενειακές μαζώξεις και απαραίτητα το βράδυ, χορός με την ντόπια ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής.
Για όλους τους Βλατσιώτες αυτό το εορταστικό τριήμερο η καρδιά τους χτυπάει δυνατά στον Τρανό Χορό, αυτό το εξαιρετικά σημαντικό κοινοτικό γεγονός, στο οποίο κάθε χρόνο παίρνουν μέρος. Όπως χαρακτηριστικά ιστορείται, «πρέπει να εξομολογηθούμε τον πόθο για αυτή την ετήσια συνάντηση που απαιτούμε όλοι οι Βλατσιώτες της διασποράς. Αλλιώς δε νιώθουμε να αλλάζει ο ημεροδείκτης. Είναι σαν να μην περνάει η χρονιά…». Ο τρανός χορός χορεύεται τρεις φορές κατά το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου: ανήμερα της εορτής το απόγευμα και την επομένη, 16 Αυγούστου, το πρωί και το απόγευμα.
Ο Τρανός Χορός στη Βλάστη δεν έχει χαρακτήρα ενός απλού χορευτικού δρώμενου αλλά παίρνει διαστάσεις μιας κοινοτικής πράξης. Είναι ένας τελετουργικός, κοινοτικός χορός που οι Βλατσιώτες τον χορεύουν για να επιτελέσουν την καθιερωμένη προς την παράδοση τελετουργία. Γι’ αυτόν τον λόγο και έχει τους ιδιαίτερους κανόνες του. Οι κανόνες ορίζουν την ώρα προσέλευσης των χορευτών, την ιεράρχηση της διάταξής τους στον κύκλο, τη σειρά των τραγουδιών κ.λπ. Οι συμμετέχοντες τιμούν το δρώμενο φορώντας τα καλά τους και «σαν έτοιμοι από καιρό» φροντίζουν να είναι συνεπείς στο ετήσιο ραντεβού τους. Όλοι παρευρίσκονται με τάξη και ευπρέπεια για να συμμετάσχουν στο δρώμενο το οποίο επιτελείται με βάση το καθιερωμένο τυπικό με τη δέουσα επισημότητα και μέσα σε κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης.
Γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά Βλάστης
Ώρα έναρξης του Τρανού Χορού είναι η 7η απογευματινή και τόπος η περιοχή Λιβάδια. Η περιοχή αυτή είναι έντονα συναισθηματικά φορτισμένη για τους Βλατσιώτες, καθώς συνδέεται με προσωπικές βιωματικές μνήμες. Συνδυάζει την ικανή έκταση για το πλήθος των χορευτών, την άμεση πρόσβαση στο οικισμένο τμήμα του χωριού και το κάλλος του τοπίου, η θέαση του οποίου αφυπνίζει την αίσθηση του ωραίου και προκαλεί αισθητική συγκίνηση. Οι μεγαλύτεροι γνωρίζουν πού πρέπει να σταθούν για να αρχίσουν τον χορό και το τραγούδι και καθώς η ώρα περνά η προσέλευση αυξάνεται. Ο καθένας που προσέρχεται, γνώστης του τυπικού και των τραγουδιών, παίρνει θέση στον χορό και αρχίζει να τραγουδά και να χορεύει. Έτσι σταδιακά σχηματίζεται ένας μεγάλος κυκλικός χορός που ολοένα διευρύνεται καθώς προστίθενται συνεχώς χορευτές.
Βλάστη
Ο Τρανός Χορός χορεύεται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Χαρακτηριστικό της δομής του είναι η ιεράρχηση κατά ηλικία και κατά φύλο. Προηγούνται οι άνδρες, όλοι, κατά σειρά ηλικίας και ακολουθούν οι γυναίκες. Προηγούνται εκείνες που φορούν την παραδοσιακή ενδυμασία με πρώτη τη μεγαλύτερη σε ηλικία και την ικανότερη στο τραγούδι. Στην περίπτωση συνομήλικων γυναικών, κριτήριο για τη σειρά της θέσης της στον χορό είναι η χρονολογία του γάμου της. Η παράδοση θέλει πρωτοχορευτής να είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία που να είναι και άριστος γνώστης του ρυθμού και των τραγουδιών. Τα βήματα του χορού «στα τρία» και «μέσα έξω» είναι μικρά, βαριά, στρωτά και ακολουθούν τον ρυθμό των τραγουδιών. Η δομή του τρανού χορού, με τον πρωτοκορυφαίο χορευτή και ένα τμήμα των ανδρών που τραγουδούν τον πρώτο στίχο τον οποίο επαναλαμβάνουν χορεύοντας οι υπόλοιποι, προκαλεί την αίσθηση της ομοιογένειας, αλλά και της απλότητας και της λιτότητας. Σοβαρός, επιβλητικός, θεατρικός, ο χορός είναι ο εκφραστής του συλλογικού αισθήματος.
Παράδοση από μάνα σε θυγατέρα…!
Ο Τρανός Χορός είναι ένα ιστορικά καθιερωμένο γεγονός και με την επιτέλεσή του, ως ιδιαίτερο σύμβολο ταυτότητος, επιτυγχάνεται η συσπείρωση της κοινότητας και η συνειδητοποίηση της έκφρασης του ανήκειν σε αυτήν, γεγονός που κάνει τους Βλατσιώτες περήφανους. Είναι ένας αληθινά μεγάλος και σπουδαίος χορός, που υφίσταται για να αναδεικνύει τη συνέχεια της παράδοσης και να επιβεβαιώνει, να ανανεώνει και να προάγει τη διαφύλαξη της Βλατσιώτικης πολιτιστικής φυσιογνωμίας και ταυτότητας. Το δυνατό χειροκρότημα και η ευχή «και του χρόνου στον μέτρο» με τα οποία κλείνει ο χορός, αποτελούν υπόσχεση ανανέωσης των κοινοτικών δεσμών και διατήρησης της κοινοτικής συλλογικής μνήμης της Βλάστης.
2. Το πανηγύρι στο Συρράκο
Το παραδοσιακό πανηγύρι του Συρράκου είναι μια κοινωνική – τελετουργική πρακτική και ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο που αναγνωρίζεται από τους Συρρακιώτες ως σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και αποτελεί μια ζωντανή και σύγχρονη παράδοση που συνδέει το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον. Το πανηγύρι, αποτελεί για τους Συρρακιώτες, που ζουν πλέον διασκορπισμένοι σε διάφορα αστικά περιβάλλοντα, έναν τρόπο έκφρασης της κοινότητας και των ομάδων που τη συγκροτούν και ένα από τα πολυτιμότερα πολιτισμικά/συμβολικά κεφάλαια αυτοπροσδιορισμού της.
Το αρχοντικό Συρράκο σκαρφαλωμένο σε χιονοσκέπαστες πλαγιές
Το Συρράκο είναι βλαχόφωνο χωριό της περιοχής των Τζουμέρκων της Ηπείρου, χτισμένο στους πρόποδες του όρους Λάκμος (Περιστέρι), σε υψόμετρο 1.200 μ. και απέχει 53 χλμ. από τα Ιωάννινα. Οι κάτοικοι παλαιότερα ήταν δίγλωσσοι, καθώς μιλούσαν τη βλάχικη και την ελληνική γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσαν στη γραπτή και προφορική επικοινωνία με την κεντρική εξουσία και στις επαγγελματικές συναλλαγές και δραστηριότητες, όπως προκύπτει από τα πολυάριθμα αρχεία της Κοινότητας Συρράκου. Ο χώρος που διεξάγεται το πανηγύρι είναι το χοροστάσι στην κεντρική πλατεία του Συρράκου, που αποτελεί τον πυρήνα της κοινωνικής, πολιτιστικής, θρησκευτικής και οικονομικής ζωής της κοινότητας.
Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στο Συρράκο
Πρόκειται για σύμπλεγμα κτισμάτων με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, εναρμονισμένο με το φυσικό περιβάλλον καθώς έχουν αξιοποιηθεί περίτεχνα η απότομη πλαγιά στην οποία είναι κτισμένο το χωριό και το ανισόπεδο του εδάφους, δημιουργώντας τρία διαφορετικά επίπεδα. Στο πάνω διάζωμα βρίσκεται η εκκλησία του πολιούχου του χωριού Αγίου Νικολάου και η Γκούρα με τις κεντρικές βρύσες που είναι και το παλαιότερο κτίσμα του οικισμού, ενώ το χοροστάσι απλώνεται στο τρίτο και χαμηλότερο επίπεδο. Στην πλατεία οδηγεί πλακόστρωτο μονοπάτι με δύο λιθόκτιστα γεφύρια που, μέχρι πριν λίγα χρόνια, αποτελούσε τη μοναδική είσοδο στο κέντρο του χωριού. Από την πλατεία ξεκινούν και όλα τα καλντερίμια που διασχίζουν τον οικισμό.
Το Συρράκο γνώρισε κατά το παρελθόν μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη λόγω της αξιοποίησης των προϊόντων κτηνοτροφίας και βιοτεχνίας αλλά και του εμπορίου τόσο με άλλα ελληνικά κέντρα όσο και με πόλεις του εξωτερικού, όπως το Λιβόρνο, το Παλέρμο, η Μάλτα, η Βενετία κ.ά., φτάνοντας στη μεγαλύτερη ακμή του στα τέλη του 18ου αιώνα. Στην τοπική κοινωνία κυριαρχούσαν δύο διακριτές ομάδες, οι Ραφτάδες που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη, ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο, και οι Κτηνοτρόφοι. Η οικονομική ανάπτυξη του τόπου οδήγησε στην ανάπτυξη του θεσμού της «ευεργεσίας» μέσω του οποίου ανεγέρθηκαν στην κοινότητα περικαλλείς πέτρινες κατασκευές και κτίσματα και καλύφθηκαν σημαντικές δημόσιες δαπάνες και ανάγκες.
Το Συρράκο είναι η πατρίδα των ποιητών Κώστα Κρυστάλλη και Γεωργίου Ζαλοκώστα. Το 1821 το Συρράκο μετείχε στην επανάσταση του Γένους από κοινού με τους γειτονικούς Καλαρρύτες, με αποτέλεσμα να καεί ολοσχερώς. Οι περισσότεροι κάτοικοι διασκορπίστηκαν, πολλοί ωστόσο επέστρεψαν και έχτισαν εκ νέου τα σπίτια τους και τους ναούς του χωριού. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, το Συρράκο γνώρισε μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης και μείωσης του μόνιμου πληθυσμού του καθώς η εσωτερική μετανάστευση έφερε πολλούς κτηνοτρόφους στα αστικά κέντρα της Ηπείρου (Γιάννενα, Πρέβεζα, Άρτα κ.ά.), όπου άλλοτε διαχείμαζαν και δραστηριοποιούνταν εμπορικά, οι οποίοι έως και τη δεκαετία του 1970 συνέχιζαν να ανεβαίνουν το καλοκαίρι με τα κοπάδια τους στο Συρράκο.
Γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά Συρράκου
Στους νέους τόπους εγκατάστασής τους, οι κτηνοτρόφοι ιδρύουν πολιτιστικούς συλλόγους, εκδίδουν την εφημερίδα «Αντίλαλοι του Συρράκου» και με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνουν μεταδίδουν το πολιτιστικό κεφάλαιο της κοινότητας στις νεότερες γενιές. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά το Συρράκο γνωρίζει μια νέα άνθιση αποτελώντας πόλο έλξης χιλιάδων Ελλήνων και ξένων επισκεπτών κάθε χρόνο, που μαγεύονται από τον μοναδικό συνδυασμό της απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς των τοπίων του και της καλοδιατηρημένης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του οικισμού και των δομικών στοιχείων του σε κάθε έκφρασή τους.
Πανηγύρια στο Συρράκο διοργανώνονταν σε όλες τις τοπικές θρησκευτικές εορτές του καλοκαιριού, όπως των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και πάντα αποτελούσαν ευκαιρία για συνάθροιση των Συρρακιωτών μετά τον δύσκολο χειμώνα στα χειμαδιά ή στην ξενιτιά, για γαμήλιες ανταλλαγές, σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών και διασκέδαση. Όλα γίνονταν με την ίδια πατροπαράδοτη τελετουργική πρακτική, όμως το σημαντικότερο όλων και το πλέον πάνδημο ήταν εκείνο του Δεκαπενταύγουστου.
Το πανηγύρι του Συρράκου συνιστά σύνολο συμβολικών πράξεων με καθιερωμένο τυπικό, ενταγμένο στον κύκλο του χρόνου, που ενισχύει τη συλλογική έκφραση της κοινότητας των Συρρακιωτών. Είναι ταυτισμένο με τον δημόσιο χορό που οργανώνεται σε δύο ή και περισσότερους ομόκεντρους, ανοικτούς κύκλους. Στους εσωτερικούς κύκλους χορεύουν οι γυναίκες και στους εξωτερικούς οι άνδρες. Στην πρώτη θέση χορεύουν όλοι με τη σειρά που έχουν πιαστεί στον κύκλο, καθένας με τον χορό – τραγούδι της επιλογής του, που προέρχεται από αυτό που αναγνωρίζεται ως «συρρακιώτικο ρεπερτόριο».
Στο πανηγύρι παλαιότερα χόρευαν τα παντρεμένα και νιόπαντρα ζευγάρια, οι νέοι άνδρες και οι ελεύθερες κοπέλες σε ηλικία γάμου. Όλοι έπρεπε όχι απλώς να γνωρίζουν τον χορό αλλά για να χορέψουν στην πρώτη θέση, να μπορούν να οδηγούν τον χορό και να συντονίζονται στον διπλό ή τριπλό κύκλο. Καθένας πιανόταν στον κύκλο τελευταίος και χόρευε πρώτος όταν ερχόταν η σειρά του. Η τήρηση της σειράς είναι αυστηρή και αλλαγή γίνεται μόνο μεταξύ των γυναικών, κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης, ώστε να βρεθούν στην πρώτη θέση μαζί ζευγάρια ή στενοί συγγενείς. Όλοι χόρευαν δύο χορούς και η διάρκεια κάθε χορού ήταν δύο γύροι της πλατείας, ώστε να υπάρχει ίση αντιμετώπιση από τους οργανοπαίχτες. Οι γυναίκες συμφωνούσαν μεταξύ τους και το τραγούδι που θα χόρευαν το παράγγελνε ο άντρας πρωτοχορευτής, που ήταν και εκείνος που πλήρωνε και τους μουσικούς.
Οι χοροί που συνηθίζονται στο πανηγύρι είναι οι συρτοί, πατητός (συρτός στα τρία) και συρτός στα δύο (Βούλα, Κιτρολεμονιά, Αυτά τα μάτια Δήμο μ’, Παιδιά της Σαμαρίνας, Μου ‘πανε τα γιούλια, Το βλέπεις κείνο το βουνό, Μηλίτσα κ.ά.), το τσάμικο (Για μένα βρέχουν τα βουνά, Βλαχοθανάσης, Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, Δυο πουλάκια, Απόψε δεν κοιμήθηκα, Αγγέλω, Κώστα μ’ τα χιόνια λιώσανε, Τζουμέρκα μου περήφανα κ.ά.) και οι πεντάσημοι (Γιανν’ Κώστας, Μπαλατσός, Νου τι αρ’ ντι, Κάτω στην άσπρη πέτρα, Κωνσταντάκης, Βασιλαρχόντισσα, Μπολονάσαινα, Βιργινάδα κ.ά.), ενώ λίγα είναι τα τραγούδια στη βλάχικη γλώσσα που συνηθίζονται στο πανηγύρι: Βουλ’ μαέρι Βούλ’ (Βούλα μωρ’ Βούλα), Νου τι αρ’ ντι (Μη γελιέσαι), Βίνι ουάρα σι φουτζίμ’ (Ήρθε η ώρα να φύγουμε) κ.ά. Η μουσική κομπανία που παίζεις στο πανηγύρι είναι αυτή που συνηθίζεται σε όλη την Ήπειρο, αποτελούμενη από κλαρίνο, βιολί, λαούτο, ντέφι και τραγουδιστή. Το Συρράκο δεν είχε ποτέ δικούς του οργανοπαίχτες, όμως για πολλά χρόνια κρατάει η παράδοση στο πανηγύρι να παίζουν μέλη της οικογένειας των Γεροδημαίων με καταγωγή από τα Πράμαντα Ιωαννίνων.
Συρράκο Ιωαννίνων
Το παραδοσιακό πανηγύρι αποτελεί για τους Συρρακιώτες, που ζουν πλέον κυρίως διασκορπισμένοι σε διάφορα αστικά περιβάλλοντα, έναν τρόπο έκφρασης της κοινότητας και των ομάδων που τη συγκροτούν και ένα από τα πολυτιμότερα πολιτισμικά και συμβολικά κεφάλαια αυτοπροσδιορισμού της. Στο διάβα του χρόνου, το πανηγύρι κατορθώνει, ενσωματώνοντας τις πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές της κοινότητας, να αποτελεί ένα βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει και τη διακρίνει από τις υπόλοιπες κοινότητες της Ελληνικής υπαίθρου, συνιστώντας έτσι έναν από τους σημαντικότερους δείκτες της πολιτισμικής ταυτότητας των Συρρακιωτών.
1η Αυγούστου σήμερα και ξεκινά η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου. 14 ημέρες νηστείας για να υποδεχτούμε το Πάσχα του καλοκαιριού… την Κοίμηση της Πηγής της Ζωής. Ένα από τα στιχηρά της εκκλησίας, για την Κοίμηση της Θεοτόκου, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ω, του παραδόξου θαύματος. Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται».
Πάνω στις χαράδρες και στα υψώματα των Αγράφων, στο χείλος μιας απόκρημνης πλαγιάς στα 1.400 μέτρα υψόμετρο, ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά του χωριού Καρίτσα του Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, το μοναστήρι της Παναγιάς Πελεκητής αποτελεί ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό δημιούργημα του 15ου αιώνα.
Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Μαρτύρησε το 96 μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη βαθιά του καλλιέργεια. Αρχικά υπήρξε ειδωλολάτρης δικαστής, μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε χριστιανός. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Άγιο Ιερόθεο και επιτέλεσε εν ζωή πολλά θαύματα.
Η «Βραχοπαναγίτσα» βρίσκεται 500 μ. κάτω και βόρεια του φράγκικου κάστρου Μίλα στη Μεσσηνία, σκαρφαλωμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Ξάστερου (Λευκασία) μέσα σε ένα θαυμάσιο τοπίο από πλούσια βλάστηση με πανύψηλα πλατάνια, ιτιές και κυπαρίσσια, λίμνες και νερόμυλους. Λένε πως η βραχώδης από πωρί όχθη του ποταμού, με περίεργα σχέδια και σταλακτίτες, σχηματίστηκε, χιλιάδες τώρα χρόνια, από τα άφθονα νερά της «Ξερόβρυσης». Στον βράχο αυτό έχει σχηματισθεί μια μικρή φυσική σπηλιά με σταλακτίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν καταστραφεί.
Η Ιερά Μονή των Ποιμένων στα Ιεροσόλυμα είναι χτισμένη στον τόπο όπου αναγγέλθηκε για πρώτη φορά η Γέννηση του Μεσσία, εκεί όπου Άγγελος Κυρίου ευαγγελίσθηκε τη Γέννησή Του στους απλοϊκούς Ποιμένες της περιοχής. Τα κτήματα της Παναγίας, αφού ανήκαν στους γονείς της Ιωακείμ και Άννα, βρίσκονται σε μία έκταση περίπου δύο χιλιόμετρα βόρεια του Σπηλαίου της Γέννησης, μέρος της οποίας καταλαμβάνει το σπήλαιο όπου έμεναν και ενταφιάστηκαν οι Ποιμένες που έσπευσαν πρώτοι να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος. Γείτονες και κάτοικοι της περιοχής, ακόμη και σήμερα, ομολογούν πως συχνά βλέπουν μια μαυροφορεμένη γυναίκα να περιφέρεται στα κτήματα και είναι σίγουροι πως η Μεγαλόχαρη τα προστατεύει. Ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής των Ποιμένων, Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Καζάκος, μιλάει για την ιστορία της περιοχής και της Ιεράς Μονής στο βίντεο που παραθέτουμε.
Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας έβαλαν τη δική τους σφραγίδα ο καθένας στη διατύπωση της αποκαλυμμένης και σώζουσας αλήθειας. Είναι όντως θαυμαστό το γεγονός ότι ουδέποτε υπήρξε χρόνος στη δισχιλιόχρονη πορεία της Εκκλησίας μας να μην υπάρχουν Πατέρες και διδάσκαλοι, οι οποίοι εκφράζουν την αυτοσυνειδησία Της.
Μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, που κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες συνέβη το 47 μ.Χ., όταν η Παναγία μας ήταν σε ηλικία 59 ετών, στη Γεθσημανή, στην οικία του Ευαγγελιστού Ιωάννη, στον οποίο ο Ιησούς την είχε εμπιστευτεί από τον Σταυρό Του, διασώθηκαν εκτός από τα σπάργανα του τάφου Της, δύο από τα θεομητορικά της άμφια, η Εσθήτα και η Ζώνη Της.
Για την Κοίμηση της Θεοτόκου δεν έχουμε πληροφορίες από την Καινή Διαθήκη, αλλά μόνον από τα κείμενα των αγίων Πατέρων. Την ευσεβή αυτή παράδοση της Εκκλησίας μας συνοψίζει άριστα το εξαποστειλάριο της εορτής της Κοιμήσεως
Το μοναστήρι της Παναγίας Μαυριώτισσας στη Λίμνη της Καστοριάς
Σήμερα πάμε μια βόλτα στην Καστοριά, στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου – Παναγίας Μαυριώτισσας. Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Καστοριάς, πάνω στα νερά της πανέμορφης λίμνης, δεσπόζει εδώ και αιώνες η ιερά Μονή. Το καθολικό της, που χτίστηκε το 1082 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό, κατατάσσεται στους μονόχωρους ξυλοστεγείς ναούς με νάρθηκα, ενώ είναι χτισμένο πάνω στα θεμέλια παλαιότερου ναού. Συναντάμε τρία στρώματα αγιογράφησης του καθολικού της μονής, του 10ου, 15ου και 17ου αιώνος. Όλες οι τοιχογραφίες είναι αρκετά φθαρμένες από τον χρόνο και με δυσκολία διακρίνει κανείς μορφές και παραστάσεις από τον πλούσιο, μοναδικής αξίας διάκοσμο.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]