Πού πάνε όλα αυτά τα παιδιά, που ανάμεσά τους κανένα δεν γελά; Αυτές οι γλυκές, σκεφτικές υπάρξεις που ο πυρετός αδυνατίζει; Αυτά τα κορίτσια των οχτώ χρόνων που περπατούν μόνα τους; Δουλεύουν δεκαπέντε ώρες κάτω από τις μυλόπετρες κάνοντας από την αυγή ως το βράδυ αδιάκοπα την ίδια κίνηση. Στην ίδια φυλακή, την ίδια κίνηση. Σκυμμένα πάνω από μια σκοτεινή μηχανή, το αποτρόπαιο τέρας, που καταβροχθίζει τα πάντα μέσα στο σκοτάδι. Αθώοι σε κάτεργο, άγγελοι στην κόλαση.
Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας (8 Μαρτίου)
Δεν είναι η γιορτή της γυναίκας ημέρα για λουδουδάκια, σοκολατάκια και συνάξεις γυναικοπαρεών για καλοπέραση. Είναι μια εργατική πρωτομαγιά που προηγήθηκε της γνωστής, διότι αν και οι γυναίκες ανήκαν στο ανθρώπινο είδος, επί αιώνες εργαζόταν πολλές φορές διπλάσια από ό,τι το «ισχυρό φύλο». Τα δικαιώματά τους ως ανθρώπινο είδος τα κατέκτησαν μετά από πολλά εργατικά «ατυχήματα», πολύ ξύλο και απίστευτη διαπόμπευση τόσο από την κοινωνία των ανδρών όσο και από το οικείο τους περιβάλλον. Ενώ τα πρώτα συνδικάτα στο Σικάγο εξεγέρθηκαν υπέρ των εργατικών δικαιωμάτων τους τον Μάιο 1886, η πρώτη διαμαρτυρία εργατριών για τις άθλιες συνθήκες εργασίας τους στα κλωστοϋφαντουργεία της Αμερικής έγινε 10 χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1857.
Πριν λοιπόν, αρχίσουν τα «χρόνια πολλά» και οι ηλεκτρονικές καρδούλες να στέλνονται σε γυναίκες που ούτε καν γνωρίζουν τι αντιπροσωπεύει η 8η Μαρτίου, καλό θα είναι να διαβάσουν σελίδες ιστορίας του γυναικείου κινήματος. Μία από αυτές είναι η ακόλουθη που δεν είναι ροζ αλλά κατακόκκινη όπως και το αίμα που έχυσαν για ένα κομμάτι ψωμί οι προγιαγιάδες όλων των γυναικών του κόσμου για να μην διανοηθεί κανείς ότι τις εγγόνες τους θα τις μεταχειρίζονται μόνο ως άξιες για ένα μπουκέτο λουλούδια σαν να είναι πραγματικά οι ασθενείς του ανθρώπινου είδους.
Μόνο όταν το ανθρώπινο μάτι βλέπει τη φρίκη, τότε αρχίζει η συνείδηση να αναζητά το δίκαιο. Η φρίκη που αντίκρισαν οι Νεοϋορκέζοι ήταν η αιτία να αλλάξουν ριζικά στην Αμερική οι συνθήκες εργασίας, αλλά και να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα όλων των εργαζομένων.
Η πυρκαγιά στο εργοστάσιο γυναικείων πουκαμίσων της «Triangle Shirtwaist» είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους 131 εργάτριες και 17 εργάτες με τραγικό τρόπο. Οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου, Max Blanck και Isaak Harris, είχαν στήσει στο πολυόροφο κτήριο του Asch Building ένα σύγχρονο χώρο εκμετάλλευσης δούλων, οι οποίοι ήταν όλοι τους μετανάστες στη χώρα της «επαγγελίας». Στο εργοστάσιο δούλευαν 500 εργάτες ανάμεσα στους οποίους παιδιά που για ένα πενιχρό μεροκάματο έμπαιναν από την πόρτα το ξημέρωμα και έβγαιναν το βράδυ. Οι εργοστασιάρχες για να μην έχουν την έννοια ότι μπορεί κάποιος από τους εργάτες να κλέψει εμπόρευμα, αμπάρωναν τις πόρτες των ορόφων, όταν οι μηχανές δούλευαν.
Το χρονικό
Το απόγευμα του Σαββάτου της 25ης Μαρτίου του 1911 ξεσπάει φωτιά στον όγδοο όροφο του εργοστασίου και εργάτες αρχίζουν να φωνάζουν στους συναδέλφους τους να εγκαταλείψουν το κτήριο. Όσοι βρίσκονταν όμως στον ένατο και δέκατο όροφο ήταν κλειδωμένοι και ο επιστάτης που είχε τα κλειδιά είχε ήδη εγκαταλείψει το κτήριο. Κάποιες από τις εργάτριες κατάφεραν να προλάβουν να φύγουν από τους φλεγόμενους ορόφους από το ασανσέρ που μετέφερε μόνο εμπορεύματα και κάποιες από τη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα του κτηρίου, αλλά η φωτιά πήρε τέτοιες διαστάσεις που και κι αυτές οι έξοδοι διαφυγής έκλεισαν για όσους απέμειναν πίσω.
Οι εργοστασιάρχες που εκείνη την μέρα ήταν με τα παιδιά τους στο εργοστάσιο ήταν οι πρώτοι που έφυγαν και στέκονταν έξω από το κτήριο παρακολουθώντας τη φρίκη που οι ίδιοι προκάλεσαν. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Νεοϋορκέζοι μαζεύτηκαν για να δουν το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, αλλά και να αλλάξει η ήσυχη ζωή τους για πάντα. Στα παράθυρα των τελευταίων ορόφων οι εργάτριες στέκονταν όρθιες και κρατώντας η μία το χέρι της άλλης βουτούσαν στο κενό για να μην καούν ζωντανές.
Οι πρώτοι που έπεσαν στο κενό ήταν ένας νεαρός άνδρας και ένα κορίτσι που αφού φιλήθηκαν έκαναν μαζί το τελευταίο μοιραίο βήμα. Η λεωφόρος των καφέ, των καταστημάτων και των εστιατορίων μέσα σε λίγα λεπτά έγινε μία αρένα νεκρών και η φρίκη δεν σταματούσε εκεί. Κάποιες από τις εργάτριες παρά τη μοιραία πτώση κείτονταν ζωντανές, ακόμα και επί 2 ώρες, αφήνοντας τα ουρλιαχτά τους να σημαδέψουν για πάντα τη μέχρι τότε ήσυχη ζωή των πολιτών της Νέας Υόρκης.
Η δικαιοσύνη δεν ήρθε ποτέ
Οι μετανάστριες εργάτριες και εργάτες δεν ήταν πια κάτι, αλλά ήταν άνθρωποι που πέθαιναν μπροστά τους για ένα μεροκάματο επιβίωσης. Από τους 148 μετανάστες εργάτες της πυρκαγιάς του «Triangle Shirtwaist Factory», οι έξι αναγνωρίστηκαν τον Φεβρουάριο του 2011. Για εκατό χρόνια ήταν θαμμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς ταυτότητα και χωρίς δικαίωμα θρήνου συγγενών. Μόνο ένα θύμα ήταν 48 χρόνων, τα υπόλοιπα ήταν από 14 μέχρι 25 χρόνων.
Η δίκη των ιδιοκτητών ξεκίνησε 9 μήνες αργότερα και με δικηγόρο τον Max Steuer, εύπορο γιο μεταναστών από την Αυστρία, κατάφεραν να αθωωθούν υποστηρίζοντας ότι δεν γνώριζαν για το κλείδωμα των εξόδων φυγής, ενώ πήραν από την ασφαλιστική εταιρεία 60,000 δολάρια για ζημίες. Το 1913 ο Max Blanck, ο ένας εκ των συνεταίρων δολοφόνων, που συνέχιζε να είναι εργοστασιάρχης συνελήφθη για κλείδωμα πάλι των εργατών του νέου εργοστασίου του και το πρόστιμο που κλήθηκε να πληρώσει ήταν 20 δολάρια.
Μπορεί η δικαιοσύνη να πούλησε και μεταθανάτια τα θύματα αυτού του μεγάλου εργατικού δυστυχήματος, αλλά ο λαός έκανε λάβαρο τον θάνατό τους και μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις ξεκίνησαν στη Νέα Υόρκη. Τον Οκτώβριο του 1911 ιδρύθηκε και η Αμερικανική Ένωση Ασφάλειας Μηχανικών, η οποία είχε ως μέλημα την επιθεώρηση στους χώρους εργασίας της ασφάλειας του ανθρώπινου δυναμικού.
Ανάμεσα στους μάρτυρες θεατές εκείνου του ματωμένου Σαββάτου ήταν και ένα πρόσωπο το οποίο στιγματίστηκε τόσο από την εικόνα απόγνωσης του θανάτου των εργατών που άλλαξε, όταν ήρθε η ώρα, όλη την εργατική νομοθεσία της Αμερικής. Η Φράνσις Πέρκινς, η πρώτη γυναίκα Γραμματέας Εργασίας των ΗΠΑ. Μία γυναίκα που δεν ξέχασε τις γυναίκες που η ανάγκη της εργασίας τις έκανε μάρτυρες δουλείας εις το όνομα του κέρδους.
Από κάποιο μακρινό μάθημα εγκληματολογίας στη Νομική Σχολή της Αθήνας, αρχές της δεκαετίας του ‘90… Τότε που μέσα από την πυραμίδα της «αφανούς εγκληματικότητας» μαθαίναμε πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των πραγματικά τελούμενων εγκλημάτων (η πλατιά βάση), πόσο μικρότερος σε σύγκριση με αυτόν είναι ο αριθμός των εγκλημάτων που καταγγέλλονται στις αρχές (κατώτερο ενδιάμεσο στάδιο), πόσο ακόμα μικρότερος είναι ο αριθμός των εγκλημάτων που τελικώς διώκονται από τις αρχές χάρη στις υπάρχουσες ενδείξεις (μεσαίο στάδιο), πόσο πιο μικρός και από αυτόν είναι ο αριθμός των εγκληματιών που καταδικάζονται από τα δικαστήρια (ανώτερο ενδιάμεσο στάδιο) και πόσο τελικά απειροελάχιστος, σε σύγκριση με τη βάση, είναι ο αριθμός των εγκλημάτων των οποίων οι δράστες παραμένουν έγκλειστοι στις φυλακές (κορυφή πυραμίδας).
Η ανομία κάθεται στη θέση του νόμου, η νομιμότητα «τίθεται» εκτός νόμου. Εδώ είναι η κακοήθης ανατροπή. Ο πολίτης επανέρχεται στη θέση του υπηκόου, είναι δέσμιος και ανυπεράσπιστος απέναντι στον μηχανισμό βίας της καταχρηστικής εξουσίας. Από τη στιγμή που ανατρέπεται το Σύνταγμα που καθιέρωσε τη διάκριση των εξουσιών, την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας από το Κοινοβούλιο και τον Τύπο, ουσιαστικά καταργείται το κράτος δικαίου, και ο δρόμος είναι ανοιχτός για την κρατική παραβατικότητα, την αστυνομική αυθαιρεσία και το ίδιο το έγκλημα (Περικλής Κοροβέσης, «Ανθρωποφύλακες», Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2020, σελ. 15).
Τον Οκτώβριο του 1975 ξεκίνησε η δίκη των υπευθύνων για την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, από τις πιο σημαντικές στιγμές της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Ελλάδας. Η ακροαματική διαδικασία κράτησε δυόμιση περίπου μήνες από τις 16 Οκτωβρίου 1975 ως τις 30 Δεκεμβρίου 1975.
Οι φτωχοί ζουν κάτω προσμένοντας να σηκωθεί ο ποταμός μεσ’ τη νύχτα και να τους φέρει στη θάλασσα Έχω δει μικρές κούνιες που αρμένιζαν, κομμάτια σπιτιών, καρέκλες και μια σεπτή οργή από μαυροκίτρινα νερά που μέσα τους συγχέονται ο ουρανός και ο τρόμος.
Ιστορική δικαστική απόφαση στη Γαλλία για αποζημίωση πολιτών που ασθένησαν από ατμοσφαιρικούς ρύπους
Είναι η πρώτη φορά που η γαλλική δικαιοσύνη υποχρεώνει την κυβέρνηση να αποζημιώσει θύματα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, δικαιώνοντας τις οικογένειες δύο παιδιών που ασθένησαν λόγω της υπέρβασης των ορίων στην περιφέρεια του Παρισιού. «Οι δύο αποφάσεις είναι πρωτοφανείς και σημαντικές», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Φρανσουά Λαφόργκ, δικηγόρος των οικογενειών, επιβεβαιώνοντας πληροφορία της εφημερίδας Le Monde. «Για πρώτη φορά στη Γαλλία αποζημιώνονται θύματα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης».
Με τη φράση «Ίδε ο άνθρωπος!» (λατ. Ecce homo!) ο Πόντιος Πιλάτος παρουσίασε στον Ιουδαϊκό λαό τον Ιησού Χριστό, φέροντα ακάνθινο στεφάνι και περιβεβλημένο με στρατιωτικό ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα. Τούτο ιστορείται από τον Ιωάννη στο Ευαγγέλιό του (19:5)
«Σε τέτοιες στιγμές το ουσιώδες είναι να προστατεύσει κανείς τον εαυτό του όχι από τη δίωξη αλλ’ από τον εξευτελισμό…»
Αριστόβουλος Μάνεσης (1922-2000)
Ημέρα μνήμης η σημερινή αλλά και περισυλλογής και προβληματισμού για την πορεία του πολιτικού βίου στη χώρα μας στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του επτάχρονου δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, στην εποχή που συνηθίζουμε να αποκαλούμαι με τον όρο «Μεταπολίτευση» έως και σήμερα.
Ήταν η δίκη του Χριστού δίκαιη; Ήταν μία δίκη, η οποία έγινε σύμφωνα με τον νόμο και τη δικονομία της εποχής;Στην εβραϊκή δίκη ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώθηκαν δεκαέξι παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου, ενώ και στη δίκη ενώπιον του Πιλάτου σημειώθηκαν άλλες δεκαέξι σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η νομική ανάλυση έχει αποδείξει πως η όλη διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι τη μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωσή Του, ενώ βρέθηκε έξι φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δίκη, ούτε καν ως παρωδία δίκης, αλλά ως το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και ως αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο.
Μιχαήλ Άγγελος, Ερυθραιώτικη Σύβιλλα (από την οροφή της Cappella Sistina)
Θα ήταν θυμάμαι τέτοιες μέρες, ένα από εκείνα τα φθινοπωρινά πρωινά της Αθήνας, τα λουσμένα στον ήλιο και το φως. Μια αδιόρατη αντίσταση που αποτολμά σχεδόν απαράλλαχτα κάθε χρόνο τέτοια εποχή η πόλη, η ύστατη υπερήφανη αναλαμπή της λίγο προτού παραδοθεί οριστικά στον χειμώνα. Με τη μοναδική φίλη που είχα στο χώρο, τη Ρίτα από το φροντιστήριο για τις Πανελλήνιες, συναντηθήκαμε χαμηλά στη Σόλωνος και ανηφορίσαμε το δρόμο προς τη Νομική. Ήταν το πρώτο μας μάθημα…
Ιουστινιανός Α’ – Ψηφιδωτό στην εκκλησία του San Vitale στη Ραβέννα
Σε ολόκληρη την ιστορική πορεία του Βυζαντίου ο ισχυρότερος φραγμός στην απόλυτη εξουσία του μονάρχη ήταν ο νόμος. Παρ’ ότι όμως οι νόμοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας πήγαζαν από τον ηγεμόνα, εν τούτοις ο νόμος πάντα θα υπερείχε του αυτοκράτορα. Αυτός ο συγκερασμός δυνάμεων λειτούργησε ως ασπίδα εναντίον της συγκεντρωτικής και απόλυτης εξουσίας του αυτοκράτορα και απέτρεψε τη μοναρχία από την μετατροπή της σε δεσποτεία.
Φωτογραφία Άγγλου ρεπόρτερ με τίτλο «Turkish Airstike to Nikosia» (Τουρκική επιδρομή από αέρος στη Λευκωσία) (amina-politiki.blogspot.com)
Στις 20 Ιουλίου 1974, μόλις πέντε ημέρες μετά την εκδήλωση του υποκινούμενου από τη Χούντα των Αθηνών Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, ξεκίνησε στην Κύπρο η τουρκική στρατιωτική εισβολή. Μέσα σε τρεις ημέρες, 20-23 Ιουλίου 1974(Αττίλας Ι), κατελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό η Κερύνεια και τα περίχωρά της, ο Άγιος Ιλαρίωνας με τη διάβαση προς Λευκωσία και τα χωριά του τουρκοκυπριακού θύλακα, που χρησιμοποιήθηκαν ως προγεφύρωμα.
«Δυο νέες κοπέλες, που βρέθηκαν τυχαία σ’ ένα παγκάκι να λένε τα δικά τους, κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες μιας από τις σημαντικότερες πολιτικές δολοφονίες των τελευταίων δεκαετιών, της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομά τους. Αν και οι αστυνομικοί έκαναν έκκληση, πολύ λίγοι κατέθεσαν από πολύ κόσμο που είχε δει το συμβάν, καθώς το έγκλημα έγινε σε δημόσια θέα.
Η μητέρα της μίας, ξέροντας τις πιέσεις και τους κινδύνους που ενέχει σε μια τέτοια κοινωνία το να είσαι ηθικά άρτιος, της είπε να γυρίσει αμέσως σπίτι. Όπως πιθανόν θα έλεγε και η μητέρα των περισσοτέρων από εμάς.. Η φοιτήτρια όμως αυτή ύψωσε το ανάστημά της. «Και αν ήταν ο αδερφός μου, αυτό θα μου έλεγες;», ρώτησε τη μητέρα της.
Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Ίσως όμως μια ιστορία που θα γραφόταν διαφορετικά, αν δεν υπήρχαν αυτές οι δύο γυναίκες. Και όλα αυτά καθώς έδρασε και αναδύθηκε ο κόσμος της αλληλεγγύης, ο κόσμος της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο έναν άνθρωπο και δεν λέει «να ένας ξένος», αλλά λέει «να ο αδελφός μου!».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον συνάδελφο δικηγόρο Θανάση Καμπαγιάννη και είναι απόσπασμα της αγόρευσής του εκ μέρους της Πολιτικής Αγωγής, ενώπιον του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, στο πλαίσιο της δίκης της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής.
Αποδεικνύουν δε πως σε πείσμα της αλλοτρίωσης και του ατομικισμού, που κυριαρχούν σήμερα στις κοινωνίες μας, η αγάπη και ο σεβασμός στον άνθρωπο και στον «πλησίον» εξακολουθεί να υπάρχει και να γεννά θαυμαστά αποτελέσματα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το ήθος αυτό ανήκει σε δύο νεαρά άτομα, τότε το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο..
Η δίκη αυτή ίσως τελικά είναι μια νίκη όχι μόνον όσον αφορά αυτό καθ’ αυτό το σπουδαίο αντικείμενό της, αλλά και σε περισσότερα από τα διαφαινόμενα επίπεδα.. Αποτελεί μια νίκη της κοινωνίας μας και του πολιτισμού μας. Μια νίκη της γενιάς μας!
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]