Ο Παναγιώτης Κανελλάκης και η περιβαλλοντική δράση στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης

«Το παράγωγο της τρομοκρατίας, το προϊόν της επιβολής του κράτους του τρόμου, είναι ο πανικός. Η αποτελεσματικότατα της τρομοκρατίας μετριέται από την ένταση του πανικού που παράγει. Και η τρομοκρατία στην ΕΣΑ, κεκλεισμένων των θυρών, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Είχε πετύχει το καθεστώς να κατασκευάσει ένα γκέτο, έναν χώρο στεγανό, όπου βασίλευε η αίσθηση του πανικού. Ο πανικός του κυνηγημένου ζώου, που ψάχνει μάταια κάτω από διαρκή καταδίωξη μια γωνιά να κρυφτεί, να αισθανθεί λίγη ασφάλεια. Έναν χώρο όπου δεν αναγνωριζόταν η ανθρώπινή σου υπόσταση, δεν ακουγόταν η φωνή σου. Ξεχνούσες αξίες, απόψεις, συναισθήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται και να συνδέονται μεταξύ τους.

Ζούσες μέσα σε μια αγριότητα ασταμάτητη, που διαπερνούσε ατόφια ακόμη κι εκείνους από τους συγκροτούμενους, που για κάποιους λόγους είχαν εξαιρεθεί από τη σωματική βία με τη στενή έννοια. Ο πανικός ήταν το αίσθημα με το οποίο έπρεπε να ζεις όλο το εικοσιτετράωρο. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του. Και σχεδόν πάντα να ξυπνάει αυτός πριν από σένα και να σε περιμένει.

Ο διαρκής πανικός σε παραμόρφωνε, σου διέλυε την προσωπικότητα, σε γερνούσε, σου αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά. Την έκφραση του προσώπου σου έπαυες να την ορίζεις. Δεν υπήρχε μια στιγμή ιδιωτική, να βρεθείς λίγο μόνος με τον εαυτό σου, να πάρεις μιαν ανάσα. Δεν είχες κάπου ν’ ακουμπήσεις, να βρεις κουράγιο για να συνεχίσεις. Ήσουν αποκομμένος από κάθε τι το αληθινό ή το ανθρώπινο. Κι επιπλέον δεν είχες καμία πληροφορία. Δεν ήξερες τι συμβαίνει έξω ή δίπλα σου· τι γίνεται στην Αθήνα ή στο διπλανό κελί. Δεν είχες ποτέ καμία επαφή μ’ έναν κοινό, μ’ έναν κανονικό άνθρωπο.

Το βίωμα του πανικού δεν είναι απλά μια κατάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Κυρίως είναι μια υπόθεση εσωτερικών εκκρίσεων. Μια υπόθεση ξεχωριστής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αποτυπώθηκε στη δική μου συνείδηση. Ως μία ειδική μορφή “ζην”, που δεν αφορά μόνο το μυαλό ή το σώμα αλλά την ύπαρξη, την υπόσταση του ανθρώπου συνολικά.

Σήμερα, όλα αυτά αποτελούν μνήμες από μια ζωή μακρινή, μια ζωή ξένη αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και οικεία, που ώρες ώρες, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναρωτιέμαι πώς ήταν εκείνος που τα ‘ζησε αυτά. Τι κοινό μπορεί να έχει με μένα σήμερα. Πόσο έχω αποξενωθεί από τη συνείδηση κι απ’ το πετσί εκείνου.

Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως υπάρχει το όνειρο. Αυτή η ελευθεριότητα του νου, που όχι σπάνια έρχεται τη νύχτα σαν καταλύτης να επιβεβαιώσει την υπαρξιακή συνέχεια. Εκεί στον ύπνο, κάπου παραμονεύει η συνείδηση ή το υποσυνείδητο του δεσμώτη. Παραμονεύουν εκείνο το κελί, εκείνες οι φάτσες, εκείνες οι φωνές. Καιροφυλακτεί η γνώριμη αυτή γεύση της παραλυσίας. Του φόβου πως τα βήματα που ακούγονται απ’ έξω, στην πόρτα του ονείρου, οδηγούν στο κελί μου, σε μένα. “Έρχονται για μένα πάλι”». (…)

Πού πάνε όλα αυτά τα παιδιά; (Βίκτωρ Ουγκώ)

Πού πάνε όλα αυτά τα παιδιά, που ανάμεσά τους κανένα δεν γελά; Αυτές οι γλυκές, σκεφτικές υπάρξεις που ο πυρετός αδυνατίζει; Αυτά τα κορίτσια των οχτώ χρόνων που περπατούν μόνα τους; Δουλεύουν δεκαπέντε ώρες κάτω από τις μυλόπετρες κάνοντας από την αυγή ως το βράδυ αδιάκοπα την ίδια κίνηση. Στην ίδια φυλακή, την ίδια κίνηση. Σκυμμένα πάνω από μια σκοτεινή μηχανή, το αποτρόπαιο τέρας, που καταβροχθίζει τα πάντα μέσα στο σκοτάδι. Αθώοι σε κάτεργο, άγγελοι στην κόλαση.

Συνέχεια

Ο ματωμένος Μάρτιος των γυναικών

Δεν είναι η γιορτή της γυναίκας ημέρα για λουδουδάκια, σοκολατάκια και συνάξεις γυναικοπαρεών για καλοπέραση. Είναι μια εργατική πρωτομαγιά που προηγήθηκε της γνωστής, διότι αν και οι γυναίκες ανήκαν στο ανθρώπινο είδος, επί αιώνες εργαζόταν πολλές φορές διπλάσια από ό,τι το «ισχυρό φύλο». Τα δικαιώματά τους ως ανθρώπινο είδος τα κατέκτησαν μετά από πολλά εργατικά «ατυχήματα», πολύ ξύλο και απίστευτη διαπόμπευση τόσο από την κοινωνία των ανδρών όσο και από το οικείο τους περιβάλλον. Ενώ τα πρώτα συνδικάτα στο Σικάγο εξεγέρθηκαν υπέρ των εργατικών δικαιωμάτων τους τον Μάιο 1886, η πρώτη διαμαρτυρία εργατριών για τις άθλιες συνθήκες εργασίας τους στα κλωστοϋφαντουργεία της Αμερικής έγινε 10 χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1857.

Πριν λοιπόν, αρχίσουν τα «χρόνια πολλά» και οι ηλεκτρονικές καρδούλες να στέλνονται σε γυναίκες που ούτε καν γνωρίζουν τι αντιπροσωπεύει η 8η Μαρτίου, καλό θα είναι να διαβάσουν σελίδες ιστορίας του γυναικείου κινήματος. Μία από αυτές είναι η ακόλουθη που δεν είναι ροζ αλλά κατακόκκινη όπως και το αίμα που έχυσαν για ένα κομμάτι ψωμί οι προγιαγιάδες όλων των γυναικών του κόσμου για να μην διανοηθεί κανείς ότι τις εγγόνες τους θα τις μεταχειρίζονται μόνο ως άξιες για ένα μπουκέτο λουλούδια σαν να είναι πραγματικά οι ασθενείς του ανθρώπινου είδους.

Μόνο όταν το ανθρώπινο μάτι βλέπει τη φρίκη, τότε αρχίζει η συνείδηση να αναζητά το δίκαιο. Η φρίκη που αντίκρισαν οι Νεοϋορκέζοι ήταν η αιτία να αλλάξουν ριζικά στην Αμερική οι συνθήκες εργασίας, αλλά και να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα όλων των εργαζομένων.

Η πυρκαγιά στο εργοστάσιο γυναικείων πουκαμίσων της «Triangle Shirtwaist» είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους 131 εργάτριες και 17 εργάτες με τραγικό τρόπο. Οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου, Max Blanck και Isaak Harris, είχαν στήσει στο πολυόροφο κτήριο του Asch Building ένα σύγχρονο χώρο εκμετάλλευσης δούλων, οι οποίοι ήταν όλοι τους μετανάστες στη χώρα της «επαγγελίας». Στο εργοστάσιο δούλευαν 500 εργάτες ανάμεσα στους οποίους παιδιά που για ένα πενιχρό μεροκάματο έμπαιναν από την πόρτα το ξημέρωμα και έβγαιναν το βράδυ. Οι εργοστασιάρχες για να μην έχουν την έννοια ότι μπορεί κάποιος από τους εργάτες να κλέψει εμπόρευμα, αμπάρωναν τις πόρτες των ορόφων, όταν οι μηχανές δούλευαν.

Το απόγευμα του Σαββάτου της 25ης Μαρτίου του 1911 ξεσπάει φωτιά στον όγδοο όροφο του εργοστασίου και εργάτες αρχίζουν να φωνάζουν στους συναδέλφους τους να εγκαταλείψουν το κτήριο. Όσοι βρίσκονταν όμως στον ένατο και δέκατο όροφο ήταν κλειδωμένοι και ο επιστάτης που είχε τα κλειδιά είχε ήδη εγκαταλείψει το κτήριο. Κάποιες από τις εργάτριες κατάφεραν να προλάβουν να φύγουν από τους φλεγόμενους ορόφους από το ασανσέρ που μετέφερε μόνο εμπορεύματα και κάποιες από τη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα του κτηρίου, αλλά η φωτιά πήρε τέτοιες διαστάσεις που και κι αυτές οι έξοδοι διαφυγής έκλεισαν για όσους απέμειναν πίσω.

Οι εργοστασιάρχες που εκείνη την μέρα ήταν με τα παιδιά τους στο εργοστάσιο ήταν οι πρώτοι που έφυγαν και στέκονταν έξω από το κτήριο παρακολουθώντας τη φρίκη που οι ίδιοι προκάλεσαν. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Νεοϋορκέζοι μαζεύτηκαν για να δουν το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, αλλά και να αλλάξει η ήσυχη ζωή τους για πάντα. Στα παράθυρα των τελευταίων ορόφων οι εργάτριες στέκονταν όρθιες και κρατώντας η μία το χέρι της άλλης βουτούσαν στο κενό για να μην καούν ζωντανές.

Οι πρώτοι που έπεσαν στο κενό ήταν ένας νεαρός άνδρας και ένα κορίτσι που αφού φιλήθηκαν έκαναν μαζί το τελευταίο μοιραίο βήμα. Η λεωφόρος των καφέ, των καταστημάτων και των εστιατορίων μέσα σε λίγα λεπτά έγινε μία αρένα νεκρών και η φρίκη δεν σταματούσε εκεί. Κάποιες από τις εργάτριες παρά τη μοιραία πτώση κείτονταν ζωντανές, ακόμα και επί 2 ώρες, αφήνοντας τα ουρλιαχτά τους να σημαδέψουν για πάντα τη μέχρι τότε ήσυχη ζωή των πολιτών της Νέας Υόρκης.

Οι μετανάστριες εργάτριες και εργάτες δεν ήταν πια κάτι, αλλά ήταν άνθρωποι που πέθαιναν μπροστά τους για ένα μεροκάματο επιβίωσης. Από τους 148 μετανάστες εργάτες της πυρκαγιάς του «Triangle Shirtwaist Factory», οι έξι αναγνωρίστηκαν τον Φεβρουάριο του 2011. Για εκατό χρόνια ήταν θαμμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς ταυτότητα και χωρίς δικαίωμα θρήνου συγγενών. Μόνο ένα θύμα ήταν 48 χρόνων, τα υπόλοιπα ήταν από 14 μέχρι 25 χρόνων.

Η δίκη των ιδιοκτητών ξεκίνησε 9 μήνες αργότερα και με δικηγόρο τον Max Steuer, εύπορο γιο μεταναστών από την Αυστρία, κατάφεραν να αθωωθούν υποστηρίζοντας ότι δεν γνώριζαν για το κλείδωμα των εξόδων φυγής, ενώ πήραν από την ασφαλιστική εταιρεία 60,000 δολάρια για ζημίες. Το 1913 ο Max Blanck, ο ένας εκ των συνεταίρων δολοφόνων, που συνέχιζε να είναι εργοστασιάρχης συνελήφθη για κλείδωμα πάλι των εργατών του νέου εργοστασίου του και το πρόστιμο που κλήθηκε να πληρώσει ήταν 20 δολάρια.

Μπορεί η δικαιοσύνη να πούλησε και μεταθανάτια τα θύματα αυτού του μεγάλου εργατικού δυστυχήματος, αλλά ο λαός έκανε λάβαρο τον θάνατό τους και μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις ξεκίνησαν στη Νέα Υόρκη. Τον Οκτώβριο του 1911 ιδρύθηκε και η Αμερικανική Ένωση Ασφάλειας Μηχανικών, η οποία είχε ως μέλημα την επιθεώρηση στους χώρους εργασίας της ασφάλειας του ανθρώπινου δυναμικού.

Ανάμεσα στους μάρτυρες θεατές εκείνου του ματωμένου Σαββάτου ήταν και ένα πρόσωπο το οποίο στιγματίστηκε τόσο από την εικόνα απόγνωσης του θανάτου των εργατών που άλλαξε, όταν ήρθε η ώρα, όλη την εργατική νομοθεσία της Αμερικής. Η Φράνσις Πέρκινς, η πρώτη γυναίκα Γραμματέας Εργασίας των ΗΠΑ. Μία γυναίκα που δεν ξέχασε τις γυναίκες που η ανάγκη της εργασίας τις έκανε μάρτυρες δουλείας εις το όνομα του κέρδους.

Πηγή: faretra.info

Μνήμη βασανιστηρίων στην ΕΣΑ (Δημήτρης Σερεμέτης)

Δημήτρης Σερεμέτης

«Θα σε φουντάρω, ρε, αφού δεν μιλάς. Κι έπειτα, σε εκατό χρόνια που θα’ ρθει ο κοινοβουλευτισμός, ας γίνεις πλατεΐτσα στην Κοκκινιά, για να πηδιούνται τα ζευγαράκια».

Συνέχεια

Περικλής Κοροβέσης …εις Μνήμην

Περικλής Κοροβέσης
(Αργοστόλι 20 Ιουλ. 1941 – Αθήνα 11 Απρ. 2020)

Η ανομία κάθεται στη θέση του νόμου, η νομιμότητα «τίθεται» εκτός νόμου. Εδώ είναι η κακοήθης ανατροπή. Ο πολίτης επανέρχεται στη θέση του υπηκόου, είναι δέσμιος και ανυπεράσπιστος απέναντι στον μηχανισμό βίας της καταχρηστικής εξουσίας. Από τη στιγμή που ανατρέπεται το Σύνταγμα που καθιέρωσε τη διάκριση των εξουσιών, την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας από το Κοινοβούλιο και τον Τύπο, ουσιαστικά καταργείται το κράτος δικαίου, και ο δρόμος είναι ανοιχτός για την κρατική παραβατικότητα, την αστυνομική αυθαιρεσία και το ίδιο το έγκλημα (Περικλής Κοροβέσης, «Ανθρωποφύλακες», Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2020, σελ. 15).

Συνέχεια

Η Δίκη του Χριστού

Ήταν η δίκη του Χριστού δίκαιη;

Χρήστος Δερμοσονιάδης, Δικαστής

«Ecce Homo» του Antonio Ciseri (1821-1891)

Με τη φράση «Ίδε ο άνθρωπος!» (λατ. Ecce homo!) ο Πόντιος Πιλάτος
παρουσίασε στον Ιουδαϊκό λαό τον Ιησού Χριστό, φέροντα ακάνθινο στεφάνι
και περιβεβλημένο με στρατιωτικό ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα.
Τούτο ιστορείται από τον Ιωάννη στο Ευαγγέλιό του (19:5)

Συνέχεια

Παναγιώτης Κανελλάκης

«Το περιβάλλον είναι ένας τομέας όπου μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Εκείνη την εποχή ένιωθες χρήσιμος πολεμώντας τη χούντα.
Σήμερα μπορείς να νιώσεις χρήσιμος προωθώντας τα ανθρώπινα
δικαιώματα που συνδέονται με την ποιότητα ζωής.
Αυτό είναι το Περιβάλλον»

Παναγιώτης Κανελλάκης
(1942-2009)

Συνέχεια

Πρόσωπα που σφράγισαν την Άνοιξη της Πράγας

Ο φωτογράφος Γιόζεφ Κουντέλκα και ο φοιτητής Γιαν Πάλατς σφράγισαν με τις μορφές τους την Άνοιξη της Πράγας, ο πρώτος αποτυπώνοντας μοναδικά με τον φακό του τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν για την ένοπλη καταστολή της από τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας στις 20 Αυγούστου 1968 και ο δεύτερος αυτοπυρπολούμενος, με τη θυσία του να γίνεται μια εμφαντική πράξη αντίστασης και διαμαρτυρίας για τη σοβιετική εισβολή και την ανελευθερία στην πατρίδα του

Συνέχεια

Αλέκος Παναγούλης (1939-1976)

Ο Αλέξανδρος (Αλέκος) Παναγούλης (2 Ιουλίου 1939 – 1 Μαΐου 1976) υπήρξε πολιτικός και ποιητής. Δραστηριοποιήθηκε στον αγώνα κατά της Δικτατορίας της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974). Έγινε παγκόσμια γνωστός, ιδιαίτερα για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, στις 13 Αυγούστου 1968, αλλά και για την αντοχή του στα βασανιστήρια που ακολούθησαν τη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Στη μεταπολίτευση εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.).

Συνέχεια

To Sir with Love… Το μεγάλο αντίο στον εμβληματικό ηθοποιό Σίντνεϊ Πουατιέ

Sidney Poitier
(Miami, Florida 1927 – Los Angeles, California 2022)

Έφυγε από τη ζωή στις 6 Ιανουαρίου 2022 στο Λος Άντζελες, ο Αμερικανός ηθοποιός Σίντνεϊ Πουατιέ (Sidney Poitier), σε ηλικία 94 ετών. Είχε βραβευτεί με Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, το 1963, για την ταινία «Κάτω από το βλέμμα του Θεού» (Lillies of the Field), ο πρώτος Αφροαμερικανός ηθοποιός που έλαβε την ανώτατη αυτή κινηματογραφική διάκριση στις Η.Π.Α., 24 χρόνια μετά τη νίκη της Χάτι ΜακΝτάνιελ που είχε βραβευτεί με Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου, το 1939. Υπήρξε επίσης σκηνοθέτης, συγγραφέας, αλλά και διπλωμάτης.

Συνέχεια