
Vera Calvo, Η Μαριάνα Πινέδα στη φυλακή
Η Mariana Pineda είναι εθνική ηρωίδα της Ισπανίας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Γρανάδα την 1η Σεπτεμβρίου 1804. Σε πολύ νεαρή ηλικία παντρεύτηκε έναν φιλελεύθερο αξιωματικό του στρατού, τον Manuel Peralta Valte και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά, αλλ’ έμεινε χήρα το 1822, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ανέπτυξε δράση υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας και σύντομα μπήκε στο στόχαστρο των φασιστών. Το 1828 βοήθησε να δραπετεύσει από τη φυλακή τον ξάδερφό της, καπετάνιο Fernando Álvarez de Sotomayor, έναν θερμό επαναστάτη που είχε καταδικαστεί σε θάνατο, επειδή συμμετείχε στην εξέγερση του στρατηγού Rafael Riego.

Σε έλεγχο που διενεργήθηκε τότε στο σπίτι της οι αρχές εντόπισαν μια επαναστατική σημαία με κεντημένο το σύνθημα «Ισότητα, Ελευθερία και Νόμος», οπότε η Μαριάνα συνελήφθη και κατηγορήθηκε για συνωμοσία. Κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή, αλλά λίγο αργότερα συνελήφθη στο μοναστήρι της Santa María Egipciaca, στη Γρανάδα, όπου είχε καταφύγει. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο δικαστής προσπάθησε να την πείσει να προδώσει τους συνεργούς της σε αντάλλαγμα επιείκειας, αλλ’ εκείνη αρνήθηκε. Οι κατήγοροί της επεχείρησαν μάταια ακόμα και να τη δωροδοκήσουν και να την πείσουν με κολακείες και καλοπιάσματα να απαρνηθεί όσα πίστευε χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς η Μαριάνα έμεινε ως το τέλος πιστή και ακλόνητη στα ιδανικά και τις αξίες της. Στις 26 Μαΐου 1831, στα 27 της χρόνια, την κρέμασαν έξω από την πόρτα του σπιτιού της, για τους αγώνες της για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία.


Η Μαριάνα έγινε γρήγορα λαϊκός θρύλος στην Ισπανία, μια αγία των φτωχών, των κατατρεγμένων και όλων των αδυνάτων. Ο μαρτυρικός της θάνατος και το αδούλωτο φρόνημά της αποτέλεσαν και αποτελούν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους λογοτέχνες και τους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Ο μεγάλος Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico García Lorca), που γεννήθηκε και έζησε στη Γρανάδα, διηγείται πως η Μαριάνα ήταν μία από τις πιο μεγάλες συγκινήσεις των παιδικών του χρόνων. Φάνταζε στα μάτια του ως ένα πλάσμα μυθικό, γεμάτο κάλλος και είχε γίνει θρύλος και λαϊκή μπαλάντα, που τραγουδούσαν τα παιδιά στους δρόμους της Γρανάδας.
Στα πρόσωπα που δημιούργησαν οι συγγραφείς του «χρυσού αιώνα» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, προσέθεσε ο Λόρκα την όμορφη Μαριάνα ντύνοντάς την με όλη την ορμή του ηρωικού πάθους, με έναν μοναδικό λυρισμό και βαθιά συγκίνηση. Μια συγκίνηση που έχει τόση λαμπρότητα αλλά και τα γλυκά, γεμάτα πόνο λόγια των φτωχών ανθρώπων, που αποχαιρετούν την ηρωίδα τους στον δρόμο προς την αγχόνη.
Έτσι η Μαριάνα πέρασε στην αιωνιότητα ως ένα ακόμα άσβεστο και λαμπερό αστέρι στο ανέσπερο στερέωμα των ανθρώπων που υπέφεραν και θυσιάστηκαν για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια και τη λευτεριά. Η ζωή και το μαρτυρικό τέλος της Μαριάνας Πινέδα έγιναν θεατρικό έργο από τον Λόρκα, τον Ιούνιο του 1927, όπερα και τηλεοπτική σειρά, στα νεώτερα χρόνια, ενώ δεκάδες εικαστικοί καλλιτέχνες δημιούργησαν ζωγραφικούς πίνακες, χαρακτικά και γλυπτά με θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή και τη θυσία της. Γι’ αυτό το έργο του ο Λόρκα είχε πει: «Αυτή η σύλληψη με ικανοποίησε περισσότερο γιατί πιστεύω πως το θέατρο δεν είναι, ούτε μπορεί να ‘ναι άλλο από συγκίνηση και ποίηση στον λόγο, στη δράση και στην κίνηση».






Το σπίτι της Μαριάνας Πινέδα -σήμερα Μουσείο, και το άγαλμά της στην ομώνυμη πλατεία στη Γρανάδα
Μεταξύ των ετών 1965 και 1969, ο Γάλλος συνθέτης Louis Saguer (1907-1991) συνέθεσε μια όπερα για τη Μαριάνα. Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1970 στη Μασσαλία και απενεμήθη στον συνθέτη το Μεγάλο Βραβείο Όπερας του Μονακό (1970). Ένας άλλος Ισπανός θεατρικός συγγραφέας, ο José Martín Recuerda, κάτοικος της Γρανάδας, έγραψε το έργο «Las arrecogías del Beaterio de Santa María Egipciaca», με θέμα τη φυλάκιση της Μαριάνας Πινέδα. Το έργο προσαρμόστηκε και μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα από τον Ρόμπερτ Λίμα με τον τίτλο «Οι τρόφιμοι της μονής της Αγίας Μαρίας Αιγύπτου» και έκανε πρεμιέρα στις 17 Μαρτίου 1980, με επαγγελματίες ηθοποιούς, στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Μετά τη δημοσίευσή του στο «Drama Contemporary», στην Ισπανία το 1985, σε επιμέλεια του Marion Peter Holt, το έργο παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, από το Oxford Theatre Group, το 1988.


Η αίθουσα Mariana Pineda του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο
Ο Έλληνας συνθέτης Χρήστος Λεοντής μελοποίησε και συμπεριέλαβε το υπέροχο ποίημα του Λόρκα για τη Μαριάνα Πινέδα στον δίσκο του «Αχ Έρωτα», ως έναν αιώνιο ύμνο στη δύναμη της αδούλωτης ψυχής και στην αντίσταση του απλού ανθρώπου σε κάθε μορφής σκλαβιά. Το 1984 προβλήθηκε μια μίνι σειρά, σε πέντε επεισόδια, για τη ζωή της Μαριάνας, από την ισπανική τηλεόραση, με τίτλο «Proceso a Mariana Pineda» και πρωταγωνίστρια την Pepa Flores, ως Mariana Pineda. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η εντυπωσιακή αίθουσα με το κόκκινο χαλί, στην έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο Στρασβούργο, φέρει το όνομα της Μαριάνα Πινέδα.
O Λόρκα και η Μαριάνα ντε Πινέδα
ή τρεις σκέψεις για τον Λόρκα, τρεις σκέψεις για το σήμερα
Ελένη Καρασαββίδου

Isidoro Lozano, Η Mariana Pineda αποχαιρετά τις μοναχές της Santa María Egipciaca (Museo del Prado)
Στα μέσα του 1927 η λογοτεχνική Μαδρίτη παραδινόταν σ’ έναν άγνωστο 29χρονο δραματουργό κι ένα πρωτόλειο έργο. Το έργο ονομαζόταν «Μαριάνα Πινέδα» και μιλούσε για μια ιστορική γυναικεία μορφή που την κρέμασαν οι φασίστες στην πόρτα του σπιτιού της, γιατί παρά τις προσπάθειες, τα καλοπιάσματα και τις απόπειρες εξαγοράς της, δεν έπαψε στιγμή να μιλά για τη Δημοκρατία και (άρα) Δικαιώματα. Ο συγγραφέας του, εν αντιθέσει, πίστευε ότι η ποίηση θα απέτρεπε κάθε εναντίον του κακό. «Είμαι ποιητής και κανείς δεν πυροβολεί τους ποιητές» είναι μια από τις διάσημες φράσεις του Λόρκα. Στην πραγματικότητα, ο νεαρός Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα είχε λιγότερο από δέκα χρόνια ζωής… Γιατί στις 19 Αυγούστου του 1936, οι Φρανκιστές φασίστες θα τον σκότωναν κάπου κοντά στη Γρανάδα..







Παλαιές γκραβούρες, πίνακας και γραμματόσημο με πορτραίτα της Μαριάνας Πινέδα

Η αξία του Λόρκα σήμερα, δηλαδή η διαρκής επικαιρότητά του, είναι πως δεν υπήρξε μόνο μια πολυσχιδής μορφή των γραμμάτων (ποιητής, δραματουργός, καλλιτέχνης με ζωγραφικές και μουσικές επιδόσεις), αλλ’ ότι δεν εκχώρησε στιγμή (παρά ένα πλούσιο ταλέντο που κάθε σύστημα ενδιαφέρεται συνήθως να εξαγοράσει) την ιδιότητα του πολίτη. Την ιδιότητα του ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχνά, ούτε χάριν ενός υψηλού μα απολιτικού αισθητισμού, τις κραυγές του ανθρώπου που βάλλεται και επιλέγει γι’ αυτό να γίνει η φωνή του. Η ματιά (κι άρα η «έγγραφη φωνή») του Λόρκα δεν «περιπατεί απαλά» στα «ρομαντικά ηλιοβασιλέματα», μα χαρακώνεται από τη σκληράδα της ζωής. Από το Romancero Gitano ακόμη (που του ‘δωσε μια πρώιμη φήμη στα 1927), ο Λόρκα μιλά για τον πολιτισμό των τσιγγάνων κι ένα πρωταρχικό σκοτάδι που θα επαναλαμβάνεται στα έργα του (Ματωμένος Γάμος, το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Θρήνος για τον θάνατο του Σάντες Μεχίας κ.λπ). Σκοτάδι που ανατρέπει τις «χαρούμενες φιέστες» της εποχής και γίνεται γνήσιο φως, αφού τρέπεται σε σύμβολο της ίδιας της δύναμης της φύσης και των ιδρυματοποιημένων ενστίκτων της, που έχουν παραβιαστεί από τις νόρμες του μοντέρνου πατριαρχικού καπιταλισμού και των «αβρών ανθρώπων με τ’ άγρια κράτη» που έφερε μαζί του. Φύση όμως που μπορεί κάθε στιγμή να εγερθεί για να λάβει την «εκδίκησή της (του), κωδικοποιώντας έτσι μέσα στη φαντασίωση του «Δημιουργού» όλη τη στάση Ζωής του «Πολίτη».














Σκηνές θεατρικών και τηλεοπτικών έργων, αφίσες και αρθρογραφία για την ηρωίδα Μαριάνα Πινέδα
Ο Λόρκα στην τόσο σύντομη ζωή του ηγέρθη, με το σπάνιο ταλέντο του, απέναντι στον ρωμαιοκαθολικισμό, δηλαδή τη δομημένη εκκλησία, στην ομοφοβία (και μην ξεχνάμε ότι ως τέτοιο έγκλημα προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον θάνατό του οι μελανοχίτωνες…), στον σεξισμό, δίχως ν’ αποφεύγει αντιφάσεις ή φοβίες μα δίχως να πισωγυρίζει από το στενό μονοπάτι που είχε να διαβεί. Ο συμβολισμός του θανάτου του υπήρξε τεράστιος, ιδίως σε χώρες με ισχυρά αντιφασιστικά κινήματα και σ’ εποχές που το λάιφ στάιλ δεν μπέρδευε συστηματικά τον διασκεδαστή με τον καλλιτέχνη. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μαραμπού – Καββαδίας του αφιέρωσε ομώνυμο με τ’ όνομά του ποίημα, που συγκρίνει τη δολοφονία του με το ολοκαύτωμα των ναζιστών στο Δίστομο, αφού η πένα του Λόρκα ήταν τα στόματα όλων αυτών.

Η περίφημη Αλάμπρα, το φρούριο της Γρανάδας
Λέγεται πως το πρωί του θανάτου του είπε στον φίλο που τον είδε τελευταίος σιδεροδέσμιο: «Δεν πιστεύω παρά μονάχα στο Θεϊκό και στη Μητέρα μου». Παράφραση λόγου της Μαριάνας ντε Πινέδα – θηλυκού εαυτού του σε έναν «διάλογο» συμβολισμό του ακατάταχτου «άλλου», του «ανδρόγυνου», του ολόκληρου ανθρώπου, ιεροποιημένου στις αρχαίες θρησκείες, μονίμως κυνηγημένου από τον σύγχρονο πολιτισμό και τις κυρίαρχες θρησκευτικές και πολιτικές του εκφάνσεις. Μέσα από αυτά τα δύο σύμβολα που τόνιζαν την τελική ανεξαρτησία της πένας του, ο Λόρκα ίσως είχε βρει γενναιόψυχα τη σκοτεινή μήτρα – φύση που αποζητούσε. Και το σχήμα του ανθρώπου που μένει μόνος μες στην ερημιά του ακολουθώντας τη βασική του επιλογή. Να κοιτά μα και να βλέπει. Να μη σιωπά και όπως κι όσο πρέπει να μιλά.


Το άγαλμα της Μαριάνας στη Γρανάδα (αριστερά)
Ο Τόμας Μαν, προσπαθώντας να εξηγήσει το είδος του ανθρώπου που, λίγα χρόνια αργότερα από τον θάνατο του Λόρκα και με την επικράτηση του φασισμού, έκλαιγε όταν άκουγε Μπαχ αλλά γελούσε όταν σκότωνε παιδιά, μίλησε για την πλάνη του γερμανικού αστισμού. Για την πλάνη όσων θεωρούσαν πως το βιοτικό τους επίπεδο (σαν αυτό που απότομα αποκτήσαμε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα…) και η κουλτούρα αρκούν για να γίνουν οι άνθρωποι ανθρώπινοι.. Δεν αρκούν δίχως πολιτική συνείδηση, τόνισε. Δεν αρκούν δίχως τη συνείδηση του πολίτη. Δηλαδή του ανθρώπου που δεν αποστρέφει τα μάτια στις εξαφανίσεις του γείτονα, που δεν κλείνει τ’ αυτιά στις κραυγές του «Άλλου». Αφού θεωρεί ότι κάθε ερώτηση που η πραγματικότητα του θέτει, είναι μία ερώτηση προσωπική. Κάτι που αφορά τον ίδιο όταν κοιτάζεται μονάχος στον καθρέπτη. Όταν, δηλαδή, οφείλει να γεννηθεί από την ίδια του την ερημιά…

Γειτονιά της Γρανάδας στο ηλιοβασίλεμα…
Ο Λόρκα έζησε μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη ξέροντας πως μια έγγραφη φωνή δεν μπορεί παρά ν’ ανήκει στους δίχως φωνή διωκόμενους όλου του κόσμου. Εκείνον τον Αύγουστο του ‘36, συμπληρώνοντας το συμπέρασμα ζωής του Κανέτι, θα μάθαινε ίσως πως ο χειρότερος εχθρός για τους επικρατούντες δεν μπορεί παρά να είναι όχι όσοι απλά γράφουν, παρά όσοι ζουν ποιητικά. Όσοι αναλίσκονται σε μια μάταιη μα ελπιδοφόρα προσπάθεια ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Είχε πια μάθει πως γι’ αυτό πυροβολούν τους ποιητές…
Μέρα γεμάτη θλίψη
Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμα
σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάνα.
Κοντραβαντιέρης είμαι εγώ
κι όπου μ’ αρέσει πάω
τα βάζω με τον αρχηγό
κανέναν δε ρωτάω.
Χάι, χάι, χάι στήστε χορό κορίτσια
χάι, χάι, χάι στήστε χορό χάι, χάι
Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμη
σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάνα.
(Ποίηση: Federico Garcia Lorca, Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς κι Τάνια Τσανακλίδου, Δίσκος: «Αχ, Έρωτα», 1974)
Πηγές: elzoni.gr