19 Απριλίου

Έργο του ζωγράφου Μάρκου Καμπάνη, 1955
Ο Άγιος καταγόταν από την Αίνο της Θράκης και το κοσμικό του όνομα ήταν Αθανάσιος. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κωνσταντίνος, η δε μητέρα του Κρυσταλλία. Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και, εξ αιτίας της φτώχιας της οικογένειάς του, πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο. Ο δυσσεβής πλοίαρχος βλέποντας την εξυπνάδα, τη σύνεση και τα προτερήματά του νέου έβαλε στον νου του πώς να τον εκβιάσει και να τον εξισλαμίσει. Κάποια νύχτα, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, προφασιζόμενος ότι ήθελε να πάει για κάποια υπόθεσή του στην πόλη, διέταξε τον νέο να προπορευθεί κρατώντας φανάρι, για να του φωτίζει τον δρόμο. Έτσι προχωρώντας τον οδήγησε στο τουρκικό νεκροταφείο, όπου, κρατώντας τη μάχαιρά του, τον απείλησε πως, αν δεν γινόταν μουσουλμάνος, θα τον έσφαζε. Ο Άγιος φοβήθηκε και είπε ότι δέχεται. Αμέσως τότε εκείνος, μέσα στη νύχτα, τον οδήγησε στον δικαστή, όπου ομολόγησε και περιετμήθη αμέσως.

Μετά από λίγες ημέρες αρρώστησε βαριά και, φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση, μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό, επειδή πάλι κινδύνευσε να φονευθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε και ήλθε στο Άγιον Όρος, όπου με συμβουλή ενός ενάρετου πνευματικού προσήλθε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Ο ηγούμενος Ευθύμιος τον δέχθηκε και τον έβαλε να υπηρετεί στο μαγειρείο. Κάποια ημέρα τον έτσουξαν τα μάτια του από τον καπνό και γυρνώντας στο κελλί του άρχισε να κλαίει με τη σκέψη, εάν δεν μπορούσε να υπομείνει τον καπνό, πως θα υπέμενε το μαρτύριο; Προσευχόταν δε θερμά στον Κύριο και στην Υπεραγία Θεοτόκο να τον ενδυναμώσουν να εκπληρώσει τον πόθο του. Πράγματι του εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος και του λέει: «Έχε θάρρος, παιδί μου, διότι θα απολαύσεις το ποθούμενο μαρτύριο».
Αφού τελείωσε τον κανόνα του, με εντολή του ηγουμένου ο πνευματικός του διάβασε τις ανάλογες ευχές και τον έχρισε με το Άγιο μύρο, επανεντάσσοντάς τον έτσι στην Εκκλησία. Κατόπιν συνοδευόμενος από τον γέροντά του επισκέφθηκε την Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και συγκεκριμένα την καλύβη, όπου είχαν ασκηθεί οι Νεομάρτυρες Ευθύμιος, Ακάκιος, Ιγνάτιος και Ονούφριος και προσκύνησε τα τίμια λείψανά τους. Όταν επέστρεψαν στη Μονή, ο ηγούμενος όρισε ν’ αρχίσει τον προμαρτυρικό αγώνα, με την επίβλεψη του γέροντος Γερμανού. Με πολλή χαρά και προθυμία ο Άγιος απομονώθηκε στον πύργο, όπου ξεκίνησε την άσκησή του με αδιάλειπτη προσευχή, αυστηρή νηστεία και σωματική άσκηση.

Την τετάρτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής εκάρη μοναχός με το όνομα Αγαθάγγελος και κοινώνησε των Αχράντων μυστηρίων. Μετά από δυο εβδομάδες, κατά θεία οικονομία, προσορμίστηκε πλοίο στην Μονή, το οποίο θ’ αναχωρούσε για τη Σμύρνη, τη Δευτέρα του Πάσχα. Έτσι στον εσπερινό του Πάσχα ο ηγούμενος του έδωσε το Μέγα Σχήμα των μοναχών και όλοι οι αδελφοί τον ασπάστηκαν με δάκρυα, ευχόμενοι να τον ενισχύσει ο Κύριος στον αγώνα του μαρτυρίου.
Την άλλη ημέρα αναχώρησαν με τον γέροντα Γερμανό και έφθασαν στη Σμύρνη την Κυριακή του Θωμά. Ντυμένος με τουρκικά ρούχα και κρατώντας τον σταυρό και την εικόνα της Αναστάσεως πήγε στον δικαστή. Όταν τον ρώτησαν τι ήθελε, απάντησε: «Εξαπατήθηκα από τον προηγούμενο αφέντη μου, Τούρκο, και δέχτηκα τη θρησκεία του αλλά τώρα πάλι είμαι Χριστιανός». Όλοι οι παρόντες άρχισαν με κολακείες, πολλές υποσχέσεις και ταξίματα να μεταπείσουν τον Άγιο. Εκείνος όμως προσευχόμενος συνεχώς νοερά τους απάντησε: «Και σας σιχαίνομαι και τις συμβουλές σας και τις υποσχέσεις σας βδελύσσομαι και μόνο τον Χριστό μου ποθώ να απολαύσω».

Με εντολή του δικαστή τον άρπαξαν οι βάναυσοι οπλοφόροι και χτυπώντας τον, τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στην ποδοκάκη και βαριά αλυσίδα στον λαιμό. Όσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στη φυλακή τον ευλαβούνταν ως μάρτυρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, με την παράκληση του ηγουμένου Ευθυμίου, παράγγειλε σε όλους τους ιερείς και όλους τους Χριστιανούς της Σμύρνης και έκαναν θερμή δέηση υπέρ του μάρτυρος.
Την νύχτα της Παρασκευής τον έφεραν πάλι στο κριτήριο. Ο Άγιος έμεινε στερρός στην ομολογία, οπότε διετάχθη ο δι’ αποκεφαλισμού θάνατός του. Με φωνές και αλαλαγμούς οι δήμιοι τον οδήγησαν στο τόπο της εκτέλεσης, όπου και αποκεφαλίστηκε, ημέρα Σάββατο, 19 Απριλίου του έτους 1819. Ο Άγιος ήταν δεκαεννέα ετών.
Μετά από δύο ημέρες επετράπη στους Χριστιανούς να παραλάβουν το τίμιο λείψανό του. Το ενταφίασαν με τιμές στον ναό του Αγίου Γεωργίου, στον τάφο του Νεομάρτυρα Δήμου, ο οποίος είχε μαρτυρήσει το 1763. Το 1844 με ενέργειες του ηγουμένου Αγαθαγγέλου προς τον Μητροπολίτη και τους Δημογέροντες της Σμύρνης, απεδόθησαν στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου η αγία και θαυματουργή Κάρα του καθώς και τμήμα λειψάνων του Αγίου Νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος δ’ – Ταχὺ προκατάλαβε)
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Κοντάκιον (Ἦχος πλ. δ’ – Τῇ ὑπερμάχῳ)
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.

Η Iερά Μονή Εσφιγμένου Αγίου Όρους (άποψη από βορειοανατολικά), Κarl Girardet, 1870
Ο βίος και το μαρτύριο του Αγίου Νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου αποδόθηκαν μέσα από μία συναρπαστική λογοτεχνική αφήγηση, που ζωντανεύει μοναδικά τα ηρωικά χρόνια των νεομαρτύρων της πίστεώς μας. Πρόκειται για το έργο του Παιδιάτρου Γιάννη Πατσώνη,* «Σκεύος Μετανοίας – Ο συναρπαστικός Βίος του Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου», που κυκλοφόρησε το 2017, από τις εκδόσεις «Εν Πλω». Από το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, που αποτελεί πολύτιμη πηγή για τον Άγιο νεομάρτυρα Αγαθάγγελο και ένα ψυχωφέλιμο ανάγνωσμα, μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα, όπου ο συγγραφέας με ευλάβεια αποδίδει τις στιγμές του μαρτυρίου του Αγίου και όσα ακολούθησαν:

Φτάνουν στον τόπο της καταδίκης και ο τζελάτης, ο Καρά-Αλή, μαύρος στο όνομα, στο σώμα και στην ψυχή, ο πιο άγριος από τους δήμιους φωνάζει:
«Γονάτισε άπιστε!».
Τρεις φορές τον γονάτισε και άλλες τόσες τον μετατόπισε, αγγίζοντάς τον -και είναι ν’ ανατριχιάζει κανείς!- με την άκρη του σπαθιού του.
Κατσίβελοι, σ’ ένα ύψωμα απέναντι, χτυπούσαν ρυθμικά τα νταβούλια τους, που κρέμονταν με μαύρα λουριά απ’ τους γυμνούς ώμους τους. Γύφτισσες, φορτωμένες χαϊμαλιά τινάζαν κατάρες. Ο δήμιος κάνει το τσαλίμι του μ’ ένα γιαταγάνι, που σφυρίζει φέρνοντας κύκλους, ενώ ένας στρατιώτης δένει σφιχτά μ’ ένα μαντήλι τα μάτια του μάρτυρα. Κείνη τη στιγμή -πώς σταματήσαν όλοι οι θόρυβοι, τα ντουμπελέκια κι έπεσε παγερή σιωπή;- φτάνει ο σεϊχουλισλάμης. Κρατούν την ανάσα τους όλοι.
«Δεν τους αφήνω να σε αποτελειώσουν… Πες μονάχα έναν λόγο, μία μόνη φορά, όχι με την καρδιά, αλλά καν μόνο με τη γλώσσα, πες πως είσαι ο Ισμαήλ κι εγώ θα πω λάθος έγινε, και σε τραβώ από δω. Ο Αλλάχ είναι μεγαλόψυχος, η προστασία είναι μόνο δική του! Ολσούν! Έτσι να γίνει!».
Αντί γι’ απάντηση, ο Αγαθάγγελος απλώνει τον λαιμό του πάνω στο κούτσουρο και λέει:
«Χτυπάτε!».
Το ξίφος του Καρά-Αλή, καθώς υψώνεται, αστράφτει στις αχτίνες του ήλιου, που κείνη την ώρα μεσουρανούσε μες στη λαμπή του μεσημεριού. Κατεβαίνει με ορμή στον τράχηλο, το κεφάλι χωρίζεται από το σώμα που σπαρταράει, το αίμα κυλάει, ρυάκι άλικο.
Σάββατο, 19 Απριλίου 1819, μία το μεσημέρι, κι ο μάρτυρας ήταν δεκαεννιά χρονών, όταν τον κατέσφαξαν.
«Κοιτάξτε το αίμα του», είπαν οι άγγελοι και πήραν την ψυχή του. Και τότε, σαν ν’ άκουσαν τις μυστικές εκείνες φωνές, όρμησαν οι στραβοραγιάδες να βουτήξουν πανιά και βαμβάκια στα μαρτυρικά εκείνα τα αίματα, αψηφώντας τις απειλές των φρουρών που τους έσπρωχναν μακριά με τα κοντάρια τους.
«Κόψτε κι εμάς, δεν σας φοβούμαστε. Την πίστη μας δεν την αφήνουμε καν μύρια βάσανα μας δώσετε».
Κι έπαιρναν ιερά λύθρα, ίχνη αίματος, άλλος ένα κομματάκι από τα ράκη που τον σκέπαζαν κι ας ήταν καν ένα ξέφτι ή ένα λιωμένο κορδόνι, άλλος χώματα βαμμένα με αίματα, γιατί πίστευαν πως ήταν γι’ αυτούς ευλογία κι αγιασμός. …
Τρία μερόνυχτα έμεινε άταφο το λείψανο και το φρουρούσαν με βάρδιες. Από το πρώτο κιόλας βράδυ, φάνηκε ένας πύρινος στύλος να κατεβαίνει πάνω στο μαρτυρικό εκείνο σώμα.
«Βλέπετε;», έλεγαν οι φύλακες. «Ο Αλλάχ ρίχνει κεραυνό για να τον κατακάψει».
Ωστόσο, έπαψαν οι βλαστήμιες τους, όταν με τρόμο είδαν την άλλη νύχτα το λείψανο ν’ αλλάζει θέση, χωρίς κανένα εξόγκωμα ή μελανό σημάδι, αλλά, αντίθετα, ασυνήθιστη μοσχοβολιά σαν από μύρα και ρόδα σκορπούσε στον αέρα.

Ο Γιάννης Πατσώνης γεννήθηκε το 1950 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες. Εργάστηκε ως παιδίατρος και δημοσίευσε άρθρα σε λογοτεχνικά και ιατρικά περιοδικά.
Έχει εκδώσει τα πεζά έργα: «Κυλιόμενες σκάλες», «Τα μάτια των περαστικών», «Σκεύος μετανοίας» και «Ανεμοδείκτες στην Επτόλοφο», καθώς και ένα παραμύθι στον συλλογικό τόμο «17 ιστορίες που ξεχωρίζουν».

Η Αίνος (Κάτω Μαχαλάς, βορειοδυτικό τμήμα)
Πηγές:
– Γιάννης Πατσώνης, «Σκεύος Μετανοίας – Ο συναρπαστικός Βίος του Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου», εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2017, σελ. 128-131.
– Ιστολόγια: pemptousia.gr, saint.gr, ilovethrace.wordpress.com, biblionet.gr
– ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ, Σελίδα στο fb