
Ο Γιοχάνες Μπραμς (Johannes Brahms, 7 Μαΐου 1833 – 3 Απριλίου 1897) ήταν Γερμανός συνθέτης και πιανίστας, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 19ου αιώνα. Η μουσική του συνδυάζει τη δραματική δύναμη και τη λυρική ένταση μαζί με μία ανακουφιστική ζεστασιά. Ο Μπραμς ήταν ριζοσπαστικός ως προς την αρμονική του τόλμη και την εκφραστική του δεινότητα, αλλά συντηρητικός στη χρήση των μουσικών δομών.

Δρόμος στο Λίχτενταλ όπου ο Μπραμς πέρασε πολλά δημιουργικά χρόνια της ζωής του
Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1833 από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του, κοντραμπασίστας στο επάγγελμα, διέκρινε από πολύ νωρίς το ταλέντο του και φρόντισε εγκαίρως να λάβει την κατάλληλη μουσική παιδεία. Όταν ο Μπραμς ήταν 20 χρονών, ο Ρόμπερτ Σούμαν, που ήταν 23 χρόνια μεγαλύτερός του, μελέτησε ορισμένες από τις συνθέσεις του και εξήγγειλε τη γέννηση μιας μεγαλοφυΐας. Μάλιστα τότε ο Σούμαν δήλωσε για τον Μπραμς: «Πέρασαν χρόνια… και ήρθε το νέο αίμα, εκείνος που είχε για φύλακες στην κούνια του όλες τις χάριτες και τους ήρωες. Τον έλεγαν Γιοχάνες Μπραμς και ήταν από το Αμβούργο. Μόλις καθόταν στο πιάνο άρχιζαν ν’ αποκαλύπτονται εξαίσιοι, άγνωστοι τόποι. Μας μετέφερε σε κύκλους ολοένα πιο μαγικούς».



Αριστερά: Ο Γιοχάνες Μπραμς, κέντρο: ο Ρόμπερτ Σούμαν και δεξιά: η Κλάρα Σούμαν
Υπάρχει η γενική πεποίθηση ότι ο Μπραμς και η σύζυγος του Ρόμπερτ Σούμαν, πιανίστρια και συνθέτρια Κλάρα Βικ Σούμαν, ήταν ερωτευμένοι, αλλ’ ότι η σχέση τους δεν ολοκληρώθηκε ίσως ποτέ, ούτε μετά τον θάνατο του Σούμαν, το 1856. Στη ζωή του Μπραμς έμελλε να υπάρξουν και άλλες αισθηματικές περιπέτειες, ωστόσο ο συνθέτης δεν παντρεύτηκε ποτέ.


Το κάστρο του Λίχτενταλ
Το 1855 ο Μπραμς άρχισε τις εμφανίσεις του ως πιανίστας. Κατέλαβε τη θέση του διευθυντή ορχήστρας στην πριγκηπική αυλή του Ντέτμολντ και το 1859 ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση μιας γυναικείας χορωδίας στο Αμβούργο. Απογοητευμένος από την αδυναμία του να διοριστεί διευθυντής της Φιλαρμονικής του Αμβούργου, εγκαταστάθηκε το 1863 στη Βιέννη, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του.

Δεν έγραψε ποτέ όπερα, αλλά συνέθεσε αριστουργήματα σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μουσικά είδη: τέσσερις συμφωνίες, τέσσερα κοντσέρτα, δύο σερενάτες για ορχήστρα και δύο εισαγωγές. Συνέθεσε επίσης το «Γερμανικό Ρέκβιεμ» και άλλα χορωδιακά έργα με συνοδεία και a capella, τραγούδια, μεγάλο όγκο έργων για μουσική δωματίου, τις παραλλαγές Χάυντν για ορχήστρα, τις παραλλαγές Χέντελ και Παγκανίνι για πιάνο, δεκάδες έργα για πιάνο (ήταν το αγαπημένο του όργανο), αλλά και έργα για εκκλησιαστικό όργανο. Πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε τους ιδιαίτερα δημοφιλείς «Ουγγρικούς Χορούς» για τέσσερα χέρια, που γνώρισαν πολλές ενορχηστρώσεις.

Το υπνοδωμάτιο του Γιοχάνες Μπραμς στο Lichtenthal, προάστιο του Baden Baden,
όπου έζησε από το 1864 έως το 1876 και συνέθεσε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του
Ο Μπραμς αντιτάχθηκε στον ριζοσπαστισμό των πρωτοπόρων συνθετών Λιστ και Βάγκνερ και δέχτηκε επιθέσεις από τους οπαδούς τους. Προτού φτάσει στο τέλος της ζωής του, μεγάλο μέρος αυτής της πολεμικής είχε καταλαγιάσει. Μουσικοί και ακροατές είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι μπορεί κανείς ν’ αγαπά τη μουσική που γεννήθηκε και στα δύο αντιμαχόμενα ιδεολογικά στρατόπεδα. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Βιέννη, στις 3 Απριλίου 1897. Στην κηδεία του παρέστησαν χιλιάδες θαυμαστές του απ’ όλη την Ευρώπη και οι σημαίες κυμάτισαν μεσίστιες σε όλα τα πλεούμενα στο λιμάνι του Αμβούργου.

Ο Γιοχάνες Μπραμς σε προχωρημένη ηλικία
Την 3η Συμφωνία του ο Μπραμς άρχισε να την επεξεργάζεται το 1880 και την ολοκλήρωσε τρία χρόνια μετά, προσφέροντάς τη ως δώρο στην Κλάρα Σούμαν, τον μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτά του, για τα εξηκοστά τέταρτα γενέθλιά της. Η γνώμη της είχε ξεχωριστή σημασία για τον Μπραμς. Η συμφωνία αυτή αντικατοπτρίζει τη σχέση του με την Κλάρα και παράλληλα αποτίει φόρο τιμής στον αγαπημένο φίλο του Ρόμπερτ Σούμαν. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ενώ ο Ντβόρζακ τη χαρακτήρισε έργο «απίστευτης ομορφιάς».
Johannes Brahms, «Symphony No 3» (poco allegretto)
Berliner Philharmoniker
Εμπνευσμένο από την 3η Συμφωνία του Μπραμς και βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Φρανσουάζ Σαγκάν (Francoise Sagan), το αισθηματικό δράμα του Ανατόλ Λίτβακ «Σας αρέσει ο Μπραμς;» (Aimez-vous Brahms?) είναι μια ασπρόμαυρη ταινία διάρκειας 120’, που γυρίστηκε στη Γαλλία το 1961, με τους Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Ιβ Μοντάν, Άντονι Πέρκινς, Μισέλ Μερσιέ, Γιούλ Μπρίνερ, Ζαν Πιέρ Κασέλ. Η ταινία εντάσσεται στο Παρίσι του ’60 με την περιγραφή της σχέσης και της ελεύθερης συμβίωσης ενός ζευγαριού μεγαλοαστών. Εκείνος ασχολείται με επιχειρήσεις αυτοκινήτων, είναι playboy, γοητευτικός, άνω των 45, με αδυναμία στην καλή ζωή και στις όμορφες γυναίκες. Εκείνη είναι όμορφη σαραντάρα, πλούσια και πετυχημένη διακοσμήτρια. Ανάμεσά τους θα βρεθεί ένας νεαρός Αμερικανός που θα ερωτευθεί την κυρία.




Το φιλμ συνδυάζει υπέροχα το κοσμοπολίτικο κλίμα του ’60 με τις υπαρξιακές αγωνίες και την καταγραφή της αλλοτρίωσης μιας σχέσης. Αποδίδοντας υπέροχα το πεσιμιστικό ύφος (και κλίμα) της Σαγκάν, αποκαλύπτει πίσω από την ευθυμία και τα πολύβουα μπαρ το σαράκι που σιγοτρώει τις σχέσεις και την ψευδαίσθηση του ιλιγγιώδους τρόπου ζωής. Η ταινία θα μπορούσε να ήταν ένα δραματοποιημένο ντοκουμέντο για το Παρίσι του ’60, όπου η αστική ευμάρεια ξεχώριζε, η νουβέλ βαγκ κυριαρχούσε, ο γαλλικός Μάης ήταν ακόμα μακριά και η ελευθερία στις σχέσεις ολοφάνερη.




Το εμβληματικό φινάλε του φιλμ με την Μπέργκμαν να ντεμακιγιάρεται το βράδυ μπρος στον καθρέφτη είναι ενδεικτικό. Η ταινία υποστηρίζεται από έξοχους ρόλους, τη φανταστική φωτογραφία του Αρμάν Τιράρ και μια λεπτολόγα επιλογή υποδειγματικών ντεκόρ. Το ερώτημα προς όλους είναι ξεκάθαρο: «Σας αρέσει ο Μπραμς ή το Παρίσι;». Αν επιλέγετε τον πρώτο, θωρακίστε την ευαισθησία σας. Αν επιλέγετε το δεύτερο, να είστε έτοιμοι να χαρείτε και την ανεμελιά και τη σκληρότητά του…
Πηγές: wikiwand.com, bookpress.gr, klik.gr, kemes.wordpress.com, kathimerini.gr