
Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι το πιο διάσημο και δημοφιλές μπαλέτο όλων των εποχών ξεκίνησε το καλλιτεχνικό του ταξίδι με παταγώδη αποτυχία, την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε επί σκηνής…!
Η περίφημη «Λίμνη των Κύκνων» ανέβηκε σαν σήμερα, για πρώτη φορά, στο θέατρο Μπολσόι. Ωστόσο στέφτηκε με αποτυχία και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καθιερωθεί ως το κορυφαίο μπαλέτο όλων των εποχών και ως το «απόλυτο» όνειρο κάθε μπαλαρίνας και χορευτή κλασικού μπαλέτου ανά τον πλανήτη…

Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι
Ήταν 20 Φεβρουαρίου του έτους 1877, όταν δόθηκε η πρεμιέρα της «Λίμνης των κύκνων», σε μουσική Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι στο θέατρο Μπολσόι της Μόσχας. Η παράσταση σε χορογραφία του Γιούλιους Ράιζινγκερ θεωρήθηκε αποτυχημένη και οι κριτικοί την απέρριψαν ως «…ασήμαντη αθλητική άσκηση!..». Πέρασαν αρκετά χρόνια και ήρθε η νέα χορογραφία των Μάριους Πετιπά και Λεβ Ιβάνωφ για να γνωρίσει το έργο την αποθέωση που ξέρουμε.
Οι εκατοντάδες παραστάσεις που δόθηκαν από τότε βασίζονται σε εκείνη τη ρομαντική χορογραφία της οποίας μέρη έχουν γίνει το «σήμα κατατεθέν» του κλασικού μπαλέτου σε όλο τον κόσμο.
Η Λίμνη των κύκνων του Τσαϊκόφσκι διαχρονικά συναρπάζει και συγκινεί το κοινό, ενώ την ίδια στιγμή αποτελεί πρόκληση στην καριέρα των χορευτών, αφού οι δεξιοτεχνικές ικανότητες και ο λυρισμός που απαιτούνται για την ολοκληρωμένη ερμηνεία του έργου, υπερβαίνουν σχεδόν τα ανθρώπινα όρια. Παράλληλα, πρόκειται και για ένα μουσικό έργο μεγάλων ερμηνευτικών απαιτήσεων.
Η Οντέτ και η Οντίλ
Η ιστορία της παράστασης αφηγείται τις αισθηματικές περιπέτειες ενός νέου πρίγκιπα και μιας όμορφης πριγκίπισσας που ένας κακόβουλος μάγος μεταμορφώνει σε λευκό κύκνο. Έτσι, η πριγκίπισσα Οντέτ περνά τη ζωή της παγιδευμένη στη μορφή κύκνου. Τα μάγια μπορεί να λύσει μόνον ο έρωτας, ο οποίος έρχεται με την όψη του ωραίου πρίγκιπα Ζίγκφριντ που ορκίζεται να σώσει την Οντέτ.
Ο μάγος προσπαθεί να τον ξεγελάσει και να τον παντρέψει με την κόρη του Οντίλ, τον μαύρο κύκνο που μοιάζει εκπληκτικά με την Οντέτ. Ο Ζίγκφριντ όμως ξεφεύγει από την παγίδα του μάγου, τα μάγια λύνονται, παίρνει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του και πετούν μαζί στον ουρανό.
Η ιστορία βασίζεται σε ρωσικά λαϊκά παραμύθια καθώς και σε έναν αρχαίο γερμανικό μύθο που ο Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι έντυσε, μεταξύ 1975 και 1876, με τη μοναδική, θεσπέσια μουσική του και το μεταμόρφωσε σε ένα διαχρονικό μπαλέτο.
Η «Λίμνη των Κύκνων» παραμένει μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις στον χώρο του μπαλέτου και δεν είναι τυχαίο πως τα γνωστότερα ονόματα της διεθνούς χορογραφίας και οι σημαντικότεροι χορευτές παγκοσμίως δοκιμάζουν το ταλέντο και την έμπνευσή τους σε αυτό το έργο.
Ανάμεσα στους χορευτές και τις χορεύτριες που κατά καιρούς ενσάρκωσαν τους κύριους ρόλους της παράστασης, χαρίοντάς μας με την απαράμιλλη τέχνη τους αλησμόνητες ερμηνείες και παραστάσεις, υπήρξαν μεταξύ άλλων οι Βλάσλαβ Νιζίνσκι, Ρούντολφ Νουρέγιεφ, Μαργκότ Φοντέιν, Γκαλίνα Ουλάνοβα, Ταμάρα Τουμάνοβα, Φρέντερικ Άστον και πολλοί άλλοι.
Σήμερα, η «Λίμνη των Κύκνων» θεωρείται ένα από τα διασημότερα μπαλέτα όλων των εποχών. Και αυτό, γιατί ενσαρκώνει όσο κανένα άλλο έργο, όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, από την ελπίδα μέχρι την απόγνωση, από τον τρόμο μέχρι την τρυφερότητα, από τη μελαγχολία μέχρι την έκσταση…
Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι
Η ζωή και το έργο του

Ο Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι υπήρξε κορυφαίος Ρώσος συνθέτης της Εποχής του Ρομαντισμού. Γεννήθηκε το 1840 στο Βότκινσκ, μια μικρή πόλη στη σημερινή Δημοκρατία των Ουντμούρτ. Ο πατέρας του υπήρξε κυβερνητικός μηχανικός ορυχείων ουκρανικής εθνικότητας, ο οποίος δούλευε ως διευθυντής εργοστασίων σε διάφορες ρωσικές πόλεις. Η μητέρα του συνθέτη, Αλεξάνδρα Αντρέγιεβνα Ντ’ Ασιέ, είχε εν μέρει γαλλική καταγωγή και ήταν η δεύτερη από τις τρεις συζύγους του πατρός Τσαϊκόφσκι. Ο Πιοτρ ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του.
Ο Τσαϊκόφσκι ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στην ηλικία των πέντε ετών. Ως ένας πολύ ταλαντούχος μαθητής, μπορούσε να διαβάζει μουσική τόσο καλά όσο και ο δάσκαλός του μέσα σε τρία μόλις χρόνια. Οι γονείς του υποστήριζαν πάρα πολύ το μουσικό ταλέντο του, προσλαμβάνοντας για εκείνον έναν καθηγητή, αγοράζοντάς του ένα όργανο και ενθαρρύνοντας τις σπουδές του στο πιάνο.


Ωστόσο, ο ενθουσιασμός αυτός των γονιών του για το μουσικό ταλέντο του σύντομα υποχώρησε. Το 1850, η οικογένεια αποφάσισε να στείλει τον Τσαϊκόφσκι στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή στην Αγία Πετρούπολη. Αυτό το ίδρυμα εξυπηρετούσε τους λιγότερο αριστοκράτες και μεγαλοαστούς και θα τον προετοίμαζε για μια σταδιοδρομία δημοσίου υπαλλήλου. Καθώς η κατώτατη ηλικία αποδοχής στη συγκεκριμένη σχολή ήταν τα 12 έτη, ο Τσαϊκόφσκι έπρεπε να περάσει δύο χρόνια εσώκλειστος στο προκαταρκτικό σχολείο της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής, μακριά από την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν αυτά τα δύο χρόνια, μεταφέρθηκε στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή για να ξεκινήσει έναν επταετή κύκλο μαθημάτων.
Πρώτη επαφή με τη μουσική
Στις 25 Ιουνίου 1854 ο Τσαϊκόφσκι υπέστη το σοκ του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, από χολέρα. Μέσα σε έναν μήνα από τον θάνατό της έκανε τις πρώτες του σοβαρές προσπάθειες στη σύνθεση, ένα βαλς στη μνήμη της. Αρκετοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως η απώλεια της μητέρας του έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη σεξουαλική ανάπτυξη του Τσαϊκόφσκι, μαζί με την εμπειρία του στην υποτιθέμενη εκτεταμένη ομοφυλοφιλική άσκηση ανάμεσα στους μαθητές της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής.
Όποια και αν είναι η αλήθεια, κάποιες φιλίες με συμφοιτητές, όπως με τον Αλεξέι Ακπούτιν και τον Βλαντίμιρ Γκέραρντ, ήταν αρκετά έντονες, ώστε να διαρκέσουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Η μουσική δεν εθεωρείτο προτεραιότητα στη σχολή, αλλ’ ο Τσαϊκόφσκι παρακολουθούσε συχνά όπερα και θέατρο με άλλους φοιτητές. Αγαπούσε τα έργα του Ροσίνι, του Μπελίνι, του Βέρντι και του Μότσαρτ.
Ο κατασκευαστής πιάνων Φραντζ Μπέκερ επισκεπτόταν περιστασιακά τη σχολή ως δάσκαλος μουσικής. Αυτή ήταν η μόνη επίσημη μουσική εκπαίδευση που έλαβε ο Τσαϊκόφσκι εκεί. Από το 1855 ο πατέρας του χρηματοδότησε ιδιαίτερα μαθήματα με τον Ρούντολφ Κούντινγκερ, έναν πασίγνωστο δάσκαλο πιάνου από τη Νυρεμβέργη.
Ο γάμος με την πρώην σπουδάστριά του

Ο στιγματισμός της ομοφυλοφιλίας ήταν τόσο έντονος στη ρωσική κοινωνία, που η ερωτική ζωή του Τσαϊκόφσκι παραμένει άγνωστη. Πάντως, είναι σαφές από σκόρπιες αναφορές ότι συμμετείχε στους ομοφυλοφιλικούς κύκλους της Μόσχας. Για ν’ αποφύγει τον διασυρμό, αποφάσισε το 1877 να παντρευτεί. Ξαφνικά έλαβε μια επιστολή από την Αντονίνα Μιλιούκοβνα, πρώην σπουδάστρια του Ωδείου και εννέα χρόνια νεότερή του. Του ανακοίνωσε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του εδώ και πολλά χρόνια. Απ’ αυτό και μόνο θα ‘πρεπε να ανησυχήσει, αφού δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, αλλ’ εκείνος πίστεψε ότι η μοίρα του είχε στείλει μια νύφη. Σε λιγότερο από δύο μήνες παντρεύτηκαν.

Ο Τσαϊκόφσκι το μετάνιωσε αμέσως. Στο τρένο, όταν έφευγαν για τον μήνα του μέλιτος, ο γαμπρός εξήγησε με λυγμούς και υστερίες ότι δεν μπορούσαν να έχουν σεξουαλική σχέση. Άγνωστο αν η Αντονίνα κατάλαβε τι εννοούσε. Ο Τσαϊκόφσκι ήταν τόσο αμήχανος από την επιμονή της γυναίκας του, ώστε απέφευγε τους φίλους και, αδυνατώντας ν’ αντέξει την παρουσία της στο σπίτι, έβγαινε κάθε βράδυ για μακρινούς περιπάτους μες το κρύο.
Μια νύχτα αποφάσισε να πέσει στον παγωμένο ποταμό της Μόσχας, ελπίζοντας να πεθάνει απ’ το κρυολόγημα. Γύρισε σπίτι μισοπαγωμένος, αλλ’ είχε γερή κράση και δεν έπαθε τίποτα… Τέλος, έβαλε τον αδελφό του να του στείλει ένα ψεύτικο τηλεγράφημα με το οποίο να τον καλεί στην Αγία Πετρούπολη. Έτσι, εγκατέλειψε τη γυναίκα του και δεν επέστρεψε ποτέ. Σε λίγους μήνες βρισκόταν στο Παρίσι και τα αδέλφια του άρχισαν να πληρώνουν την Αντονίνα για να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Πέρασαν μήνες μέχρι να ξαναρχίσει να συνθέτει.

Η μυστηριώδης χήρα και η σχέση δι’ αλληλογραφίας

Ενώ ο γάμος του διαλυόταν, ο Τσαϊκόφσκι ανέπτυξε μια πολύ πιο ευχάριστη σχέση με άλλη μια ξένη γυναίκα. Και πάλι έλαβε ξαφνικά ένα γράμμα, αυτή τη φορά από μια πλούσια χήρα ονόματι Ναντέζντα φον Μεκ. Ήθελε να του παραγγείλει κάποια κομμάτια μουσικής δωματίου. Άρχισαν να αλληλογραφούν και σύντομα αντάλλασσαν μακροσκελείς επιστολές περί τέχνης, βιβλίων, έρωτα και ζωής.
Η φον Μεκ πρόσφερε στον Τσαϊκόφσκι ένα μισθό που θα του επέτρεπε ν’ αφήσει τη δουλειά του στο Ωδείο της Μόσχας. Υπήρχε μόνο ένας όρος: δεν μπορούσαν να συναντηθούν. Η επιμονή της φον Μεκ για μια σχέση δι’ αλληλογραφίας ήταν ακατανόητη, αλλ’ ο Τσαϊκόφσκι τη σεβάστηκε. Κατέληξαν να καταφεύγουν σε ακρότητες για να τηρήσουν τον όρο. Έλεγαν ο ένας στον άλλον τα ταξιδιωτικά τους δρομολόγια για να μη συναντηθούν κατά τύχη στο Παρίσι ή στη Φλωρεντία…

Όταν ο Τσαϊκόφσκι έμενε στο αρχοντικό της φον Μεκ, εκείνη του έδινε το καθημερινό της πρόγραμμα για να μην πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον. Ήταν μοιραίο όμως μια μέρα ν’ αρχίσει ο Τσαϊκόφσκι τον περίπατό του νωρίς, ενώ η φον Μεκ είχε καθυστερήσει. Οι δυο τους συναντήθηκαν σε έναν εξοχικό δρόμο. Δεν είπαν λέξη, αλλ’ ο Τσαϊκόφσκι της έβγαλε το καπέλο και συνέχισε την πορεία του.
Ήταν απίστευτα αλλόκοτο, αλλά στην φον Μεκ ο Τσαϊκόφσκι βρήκε μια πραγματική φίλη και υποστηρίκτρια. Την Αντονίνα μπορούσε να την αγνοήσει. Ορισμένες φορές του ζητούσε διαζύγιο, αλλ’ εκείνος πάντα τη μετέπειθε στέλνοντας κι άλλα λεφτά: φοβόταν μήπως ακουστεί κάτι στο δικαστήριο. Κάποτε εκείνη πήγε στο σπίτι του Τσαϊκόφσκι, τον αγκάλιασε και είπε ότι γνώριζε πια πώς θα πυροδοτούσε τα πάθη του. Με εκατό ρούβλια ξανάφυγε…
Η σχέση με την φον Μεκ τελείωσε τόσο παράξενα όσο είχε αρχίσει. Η φον Μεκ είχε χάσει πολλά χρήματα και το 1890 του έγραψε ότι έπρεπε να διακόψει την οικονομική στήριξη και την αλληλογραφία. Ο Τσαϊκόφσκι το πήρε βαριά. Η μείωση του εισοδήματός του ήταν πρόβλημα, αλλά πολύ χειρότερη ήταν η απώλεια της σταθερής φιλίας της.
Ο μυστηριώδης θάνατος και το σενάριο του «απαγορευμένου» έρωτα

Με τα χρόνια, η φήμη του Τσαϊκόφσκι μεγάλωσε. Κατά τις περιοδείες του σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έβλεπε με χαρά να τον υποδέχονται στους σταθμούς οι θαυμαστές του. Το 1888 επισκέφθηκε την Αμερική. Επανήλθε στο μπαλέτο το 1892 και έγραψε το γνωστότερο έργο του, τον «Καρυοθραύστη». Η επιτυχία και η αναγνώριση καθιστούν ακόμα πιο ανεξήγητο αυτό που συνέβη στη συνέχεια.
Στις 6 Νοεμβρίου 1893 ο Τσαϊκόφσκι πέθανε. Οι έπαινοι και η επικήδειοι έπεσαν βροχή και το κράτος πλήρωσε για μια μεγαλοπρεπή κηδεία, όπου έψαλε η Χορωδία του Παρεκκλησίου των Αυτοκρατορικών Ανακτόρων. Ο ίδιος ο τσάρος είπε τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Έχουμε πολλούς δούκες και βαρόνους, αλλά μόνον έναν Τσαϊκόφσκι».
Υποτίθεται ότι ο σπουδαίος συνθέτης πέθανε από χολέρα, την οποία κόλλησε πίνοντας ένα ποτήρι άβραστο νερό. Προκύπτουν όμως ερωτήματα σε σχέση με αυτή την εκδοχή… Οι αναφορές για το πού και πώς ήπιε το μοιραίο ποτήρι ποικίλλουν, όπως και οι περιγραφές για την εξέλιξη της ασθένειας.
Υπήρξαν φήμες ότι επρόκειτο για αυτοκτονία. Το 1979 εμφανίστηκε μια νέα εκδοχή. Η χήρα του Νικολάι Γιάκομπι, ισχυρού κυβερνητικού αξιωματούχου που ήταν συμμαθητής του Τσαϊκόφσκι, υποστήριξε ότι ο συνθέτης είχε συνδεθεί ερωτικά με τον ανιψιό ενός δούκα. Ο δούκας έγραψε επιστολή καταγγελίας και την έδωσε στον Γιάκομπι για να την παραδώσει στον τσάρο. Ο Γιάκομπι υποτίθεται ότι κάλεσε τον Τσαϊκόφσκι σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών και συζήτησαν για το τι έπρεπε να κάνει.

Αποφάσισαν ότι ο Τσαϊκόφσκι έπρεπε να αυτοκτονήσει, αφού ήταν ο μόνος τρόπος να μην παραδώσει ο Γιάκομπι την επιστολή στον τσάρο και να διατηρήσει την τιμή του. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν αυτή είναι η αλήθεια. Πολλοί προτιμούν να πιστεύουν ότι ο θάνατος του Τσαϊκόφσκι ήταν τραγικό ατύχημα και όχι αυτοκτονία που προκλήθηκε από κοινωνικές προκαταλήψεις. Πάντως, η ουσία ήταν η ίδια: ένας λαμπρός άνθρωπος πέθανε πολύ νέος, μόλις στα 53 του χρόνια, αφήνοντας μια κληρονομιά θαυμάσιας και κοσμοαγάπητης μουσικής.
Πηγές: in.gr, dromospoihshs.gr