
Καρπασία
Καρπασία
Άντρος Παυλίδης
Η Καρπασία είναι, θεωρώ, ένας από τους πλέον αξιόλογους χώρους που έχω περπατήσει και έχω ταξιδέψει στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Είναι ένας χώρος πολύπαθος, καθώς πρόκειται για μια στενή λωρίδα γης που με περισσή τόλμη εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα.

Δεν υπάρχει εκτενής ενδοχώρα και ουσιαστικά όλες της οι περιοχές ήσαν βατές σε επιδρομείς. Από την άλλη, στον στενό αυτό χώρο συνωθούνται αναγκαστικά εκατοντάδες μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι που εκπροσωπούν όλες ανεξαίρετα τις περιόδους της μακράς ιστορίας της Κύπρου, από το 7000 π.Χ. και εξής, σε μια εκπληκτική και ευδιάκριτη συνέχεια.
Δεν γνωρίζω άλλον χώρο, πουθενά, όπου περπατώντας τον μπορείς να σκουντουφλήσεις σε αρχαία αγάλματα, να βαδίσεις πάνω σε χιλιάδες θραύσματα αρχαίων αγγείων, να φθάσεις σε ναούς διαφόρων εποχών, να εισέλθεις σε ταπεινά μοναστήρια, να θαυμάσεις τοιχογραφίες αυστηρών αγίων, να συναντήσεις λαξευμένους αρχαίους τάφους, να σταθείς μπροστά σε ασκητήρια, να ξεχωρίσεις κάτω από το διάφανο νερό ίχνη αρχαίων λιμανιών, να καθίσεις να ξαποστάσεις πάνω σε πεσμένους αρχαίους κίονες, να βρεις ζώα να βόσκουν ελεύθερα, να μελετήσεις την τόσο ενδιαφέρουσα χλωρίδα.
Και όλα αυτά σε μια μονό μικρή περιοχή, τη χερσόνησο της Καρπασίας. Έναν εκπληκτικό χώρο που αποπνέει πνευματικότητα, που σε αναγκάζει να σηκώσεις το κεφάλι και να κοιτάξεις ψηλά.

Η Χερσόνησος της Καρπασίας
Στα Βορειοανατολικά του νησιού της Κύπρου βρίσκεται η λεπτή χερσόνησος της Καρπασίας, η οποία εκτείνεται σε ένα μήκους περίπου 47 μιλίων και απολήγει στο ακρωτήριο Κλειδιά. Εκεί σήμερα είναι χτισμένο το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Αρχαία ονομασία του ακρωτηρίου ήταν Βοός ουρά ή Κλείδες ή και Δεινάρετον και ήταν το πιο ανατολικό σημείο της Κύπρου και πλησίον του υπάρχουν μικρές βραχονησίδες, σε μια από τις οποίες έχει ανεγερθεί από την περίοδο της Αγγλοκρατίας φάρος.
Στη χερσόνησο της Καρπασίας υπήρχαν κατά την αρχαιότητα δύο λιμάνια, το ένα στα βόρεια, απέναντι από τη Σαρπηδόνα της Κιλικίας και το άλλο από τη νότια αναπτυσσόμενη ακτή. Τα δύο αυτά επίνεια βρίσκονταν κοντά στην άκρα της χερσονήσου όπου δημιουργείται μια στενότητα, ισθμός, που έχει εύρος 3 μόλις στάδια. Η δε αρχαία μεσογαία πόλη Κάρπασος βρισκόταν επί του ίδιου σημείου, όπου σήμερα είναι χτισμένο το Ριζοκάρπασο.

Η Κάρπασος αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφεί, όπως ο Στράβων στις πόλεις λιμάνια της Κύπρου, τις διαστάσεις της οποίας όρισε ο Στράβων με εκπληκτική ακρίβεια. Σύμφωνα με την μυθολογία την πόλη αυτή ίδρυσε ο Πυγμαλίων και ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ότι λέγεται και Καρπάσεια, Κάρπασος και Καρβασία από τον άνεμο που φυσάει στην περιοχή και λέγεται «Καρβάς».
Η Καρπασία είναι από τις πρώτες Κυπριακές περιοχές που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό και είχε δική της επισκοπή, την Επισκοπή Καρπασίας, με πρώτο επίσκοπο τον Άγιο Φίλωνα, δεύτερο τον Άγιο Συνέσιο και τρίτο τον Άγιο Θέρισσο (ή Θύρσο). Η πόλη εγκαταλείφθηκε τον 7ο αιώνα εξ αιτίας των αραβικών επιδρομών.
Η Καρπασία αποτελεί τμήμα της επαρχίας Αμμοχώστου περιλαμβάνοντας όλο το βορειοανατολικό τμήμα της Κύπρου. Πριν την τουρκική εισβολή του 1974 ζούσαν στο διαμέρισμα Καρπασίας περίπου 40 χιλιάδες ψυχές σε 39 χωριά. Κύρια προϊόντα της περιοχής είναι τα σιτηρά, το λάδι, το μετάξι, τα χαρούπια, τα ρόδια και το γνωστό «κολοκάσιν», που παράγεται στη Γιαλούσα και στα πέριξ αυτής χωριά, αλλά και τα προϊόντα της αλιείας.

Οι κάτοικοι των χωριών της Καρπασίας, μετά το τέλος της β’ φάσης της τουρκικής εισβολής, είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, έναν όμως χρόνο μετά, οι Τούρκοι τους υποχρέωσαν διά της βίας να φύγουν προς τις ελεύθερες περιοχές. Όσοι δεν πήραν το δρόμο της προσφυγιά έμειναν εκεί «ελεύθεροι πολιορκημένοι» στα σπίτια τους, εγκλωβισμένοι μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Δυστυχώς 47 χρόνια μετά, μερικές μόνο οικογένειες και κυρίως ηλκιωμένοι διαμένουν στο μαρτυρικό Ριζοκάρπασο και στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας.
Καρπασία
Στην αγκαλιά σου ο πάππους μου εκοιμήθη
κι η μάμμη η χρυσοπαραμυθένια
και ο λυγμός που κρύβω μες’ στα στήθη
γιαλοί κι ερημοκλήσια αγιασμένα.
Σαν τη δασκάλα με τα μαύρα ρούχα
ελεύθερος ξανά θέλω να ζήσω
να κλάψω την παλιάν αγάπη που ‘χα
την πόρτα του σπιτιού μου να φιλήσω.
Έμποροι των εθνών παλιά και τώρα
μαύρες σκιές στα μέρη που φωτίζει
μα βλέπουν στις πηγές πάνω απ’ τη χώρα
τ’ Αι Γιώργη το σπαθί ν’ αντιφεγγίζει.
Στην Καρπασία μια φορά θυμάμαι
μικρό παιδί στα γόνατα σου να ‘μαι
και στου μοναστηριού το δρόμο κάτω
αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
(Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Βασίλης Καζούλης, 2002)
Προφήτης Ηλίας και Άγιος Φίλων – Η εορτή δύο αγίων στη βασιλική της αρχαίας Καρπασίας

Επιθυμώ ο χρόνος να γυρίσει πίσω, πριν από το φρικτό καλοκαίρι του 1974. Τότε, αν και υπήρχε πάντοτε ο φόβος του εχθρού, ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι τελικά θα βιώναμε το μέγεθος και το εύρος της λαίλαπας του 1974, που μας αποξένωσε βίαια από τον γενέθλιο τόπο μας, όπου ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Γιατί πατρίδα πρωτίστως είναι τα παιδικά μας χρόνια.
Αποστρέφω το πρόσωπο και τη σκέψη από τις θλιβερές και αποφράδες μέρες της εισβολής και της κατοχής της Κύπρου, γεγονός ωστόσο το οποίο δεν επιτυγχάνεται, αλλά μια περιδιάβαση, έστω νοερά, στα προσφιλή μέρη του Ριζοκαρπάσου αποτελεί αναμφισβήτητα πάντοτε βάλσαμο και ανάσα στα όσα δεινά βιώσαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε…

Σ’ αυτό το νοερό ταξίδι τι να προτάξω άραγε από το ατρύγητο πέλαγος των πολιτιστικών αγαθών της Κύπρου; Τι να πρωτοθυμηθώ και απλώς να επαναλάβω από τη μακραίωνη ιστορία μας και τι να διηγηθώ από το απύθμενο ταμείο των θησαυρών των μύθων και των θρύλων, των ηθών και των εθίμων μας; Η 20ή Ιουλίου είναι η μέρα της μαύρης επετείου της τουρκικής εισβολής, αλλά πριν από το 1974, για μας τους Ριζοκαρπασίτες ήταν μια μέρα χαράς και γιορτής. Γιορτής και τιμής του πολιούχου μας αγίου Φίλωνος, αλλά και του προφήτη Ηλία.
Προς τα ανατολικά ή εωθινά μέρη του Ριζοκαρπάσου, σε ένα ύψωμα ενός λόφου, γνωστού με το όνομα Αϊ-Λιάς, υπήρχαν κάποτε ερείπια παλαιάς εκκλησίας αφιερωμένης στον προφήτη Ηλία. Στον ίδιο χώρο, ένα μόλις έτος πριν από την τουρκική εισβολή, οι Ριζοκαρπασίτες οικοδόμησαν μικρό ναό αφιερωμένο στον μεγάλο αυτόν Προφήτη.
Ίσως δεν θα μπορούσε βέβαια πουθενά αλλού να τιμάται ο άγιος αυτός, γιατί, ως γνωστόν, στην Κύπρο αλλά και γενικά στον ελλαδικό χώρο, οι ναοί του Προφήτη Ηλία είναι οικοδομημένοι πάνω σε λόφους, σε βουνά και στα υψώματα. Και ο σοφός λαός μας, όπως πάντα ευρηματικός και εραστής των θρύλων, δικαιολόγησε το γιατί.

Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, ο προφήτης Ηλίας ήταν ναύτης, αλλ’ επειδή κινδύνεψε να πνιγεί πολλές φορές στη θάλασσα, θέλησε να κατοικήσει σε μέρος μακριά από αυτήν, στην ενδοχώρα, όπου οι άνθρωποι όχι μόνο δεν γνώριζαν τη θάλασσα, αλλά και οτιδήποτε είχε σχέση με αυτήν.
Πήρε λοιπόν ένα κουπί και πορευόμενος έφθασε σε ένα μέρος, μακριά από την ακτή, ανάμεσα σε ψηλούς λόφους. Εκεί συνάντησε έναν βοσκό και δείχνοντάς του το κουπί τον ρώτησε, αν γνώριζε τι ήταν, και αυτός του απάντησε ότι είναι ένα ξύλο.
Τότε ο προφήτης σκέφτηκε ότι εκεί, στο μέρος αυτό όπου δεν γνώριζαν τη θάλασσα και τους κινδύνους που εγκυμονούσε, θα μπορούσε να κατοικήσει ασφαλής. Από τότε και οι πιστοί, τις εκκλησιές του, που είναι το σπίτι του, τις χτίζουν μόνο σε υψώματα για να είναι σύμφωνο το χτίσιμο με την επιθυμία του Προφήτη και να χαίρεται ο άγιος να κατοικεί σε αυτές.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις των κατοίκων, στο παρελθόν ετελείτο λειτουργία στα ερείπια του ναού του προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου, την ημέρα που εορτάζεται ο άγιος. Στις 20 Ιουλίου, λοιπόν, εορτάζουμε τον προφήτη Ηλία τον Θεοσεβίτη, τον προφήτη του Θεού, ο οποίος σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη θεωρείται ο ρυθμιστής των καιρικών συνθηκών.
Στις 20 Ιουλίου δεν εορτάζουμε την κοίμηση του προφήτη, αλλά την ανάληψή του, γιατί σύμφωνα με τον βίο του δεν πέθανε, αλλά απλώς αναλήφθηκε στον ουρανό. Σε ένα βιβλίο θρησκευτικών, ίσως της Γ’ τάξης του δημοτικού σχολείου, είχα δει για πρώτη φορά μια απεικόνιση της ανάληψης του προφήτη Ηλία στον ουρανό, με ένα άρμα τυλιγμένο στις φλόγες. Έκτοτε όταν αντίκριζα προς τα ανατολικά του Ριζοκαρπάσου, στον λόφο του Αϊ-Λιά, φανταζόμουν πάντα το πύρινο άρμα με τα άλογα να οδηγούν τον προφήτη Ηλία στους ουρανούς.
Στην ερειπωμένη βασιλική του Αγίου Φίλωνος
Τι συνέβαινε αλήθεια την παραμονή της εορτής του προφήτη Ηλία; Όλοι οι Ριζοκαρπασίτες ανηφόριζαν στον λόφο του Αϊ-Λιά, όπου ήταν τα ερείπια του ναού του, τουλάχιστον έως το 1973; Όχι, συνήθως ακολουθούσαμε άλλη διαδρομή. Κατηφορίζαμε στη βόρεια ακτή της κωμόπολης, χωρίς να σημαίνει ότι κάποιες Ριζοκαρπασίτισσες δεν ανηφόριζαν στον λόφο του Αϊ-Λιά για να ανάψουν το κερί τους στα ερείπια της εκκλησίας του προφήτη, που αγαπά να κατοικεί στα ψηλά. Η παραμονή της 20ής Ιουλίου ήταν μία ιδιαίτερα εορταστική μέρα, αλλά και εορταστική βραδιά για τους Ριζοκαρπασίτες, και κυρίως για μας όταν ήμασταν παιδιά ή έφηβοι, γιατί δεν γιορτάζαμε μόνο τον προφήτη Ηλία, αλλά και τον προσφιλή και δικό μας άγιο τον άγιο Φίλωνα. Ταυτόχρονα, το βράδυ της παραμονής της 20ής Ιουλίου σήμαινε και μία εορταστική παράκτια εξόρμηση.

Η γιορτή του αγίου Φίλωνος είναι στις 24 Ιανουαρίου και λόγω της χειμερινής περιόδου δεν ήταν εύκολο να εορταστεί, για ευνόητους λόγους, με σύσσωμο τον κόσμο της κωμόπολης Ριζοκαρπάσου, γι’ αυτό υπήρχε η συνήθεια να εορτάζουμε τους δύο αγίους μαζί, στις 20 Ιουλίου, στην αρχαία πόλη της Καρπασίας. Άγνωστο παραμένει από πότε υπήρχε αυτή η συνήθεια να εορτάζονται μαζί τόσο η ανάληψη του προφήτη Ηλία όσο και ο πολιούχος άγιός μας, ο άγιος Φίλων. Πολύ πιθανόν να ανάγεται στους μεσαιωνικούς χρόνους μετά την καταστροφή της Καρπασίας και την ίδρυση του Ριζοκαρπάσου.
Η παραμονή της 20ής Ιουλίου ήταν μια ημέρα κατά την οποία πυρετωδώς οι Ριζοκαρπασίτισσες έκαναν προετοιμασίες για την εορτή των δύο αγίων μας, μαζί με τα κόλλυβα και τις μοναδικές ριζοκαρπασίτικες αφράντες, δηλαδή τα σιμιγδαλένια πρόσφορα, τα οποία παρασκευάζονται μόνο στο Ριζοκάρπασο με έναν ιδιαίτερο τρόπο και φέρουν αυτήν την ονομασία μόνο στην κωμόπολή μας. Με τις αφράντες οι νοικοκυρές γέμιζαν τα πανέρια ή τα καλάθια και αναμέναμε με αγωνία μόλις πέσει το βράδυ να μεταβούμε στην αρχαία Καρπασία, εκεί στην ερειπωμένη βασιλική του Αγίου Φίλωνος, ν’ ακούσουμε με ευλάβεια την υπαίθρια βραδινή λειτουργία, σε μια ατμόσφαιρα ανεπανάληπτης κατάνυξης.

Καρπασία
Οι ψαλμωδίες στην ερειπωμένη βασιλική, πλήθος κόσμου, τα απολυτίκια των δύο αγίων, ο δροσερός αέρας της γειτνιάζουσας ακτής, ο ήχος των κυμάτων στο αρχαίο λιμάνι της Καρπασίας που κτυπούσαν στους βράχους και το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό, λες και επόπτευαν την όλη λειτουργία και την ευλάβεια του πλήθους, αποτυπώθηκαν ολοζώντανα και ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Κι επειδή γνωρίζουμε ότι εξ αιτίας της τουρκικής εισβολής και της κατοχής χάθηκαν ανεπιστρεπτί αυτοί οι ατίμητοι θησαυροί, γιατί περί αυτών πρόκειται, μας προκαλούν πικρά, ναι! Πικρότατα δάκρυα και περίλυπος εστί η ψυχή μας έως θανάτου. Υπό το βάρος των ερειπίων από την ιστορία των αιώνων, αίφνης είχες την εντύπωση ότι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας η νεκρή πολιτεία, δηλαδή η Καρπασία, που έσβησε από τις αραβικές επιδρομές και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν, ξαναζωντάνευε ή ξυπνούσε μέσα από τον λήθαργο…

Ιωάννης Κισσονέργης, «Εκκλησία στην Καρπασία»


Η Παναγία Κανακαριά και η Παναγία Κυρά Καρπασίας
Η Ελένη απ’ τη Γιαλούσα

«Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος
μες στο ρόδι κι ευφραίνεται»
Οδ. Ελύτης
Μια τυχαία ανακάλυψη του τεύχους του αμερικανικού περιοδικού National Geographic έκδοσης 1928, μου επιβεβαίωσε πως εμείς οι Κύπριοι παρά τις δυσκολίες και τη φτώχια μας, μέσα στους αιώνες ποτέ δεν χάσαμε τη δύναμη, την αισιοδοξία και την ευγένειά μας.
«Οι γυναίκες της Κύπρου, ζουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να διατηρούν επάξια την ομορφιά της αρχαίας θεάς Αφροδίτης!», γράφει ο αμερικανός φωτορεπόρτερ, δίπλα από μια φωτογραφία δύο μεσήλικων γυναικών που, παρά το μεγάλο βάρος από τις πέτρες που κουβαλούσαν στις πλάτες τους, χαμογελούν στο φακό.

Η μεγάλη πρωταγωνίστρια όμως του τεύχους είναι η Ελένη… Ο φωτογράφος την εντόπισε στην Γιαλούσα, να κόβει πέτρες, μαζί με την μάνα της, για να φτιαχτεί ο δρόμος προς την πόλη. Εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της και της ζήτησε να τη φωτογραφήσει. Την επομένη μέρα, ο φωτογράφος επανήλθε, γιατί ήθελε να την απαθανατίσει και σε πιο «ανέμελες φωτογραφίες» μέσα στη φύση, όπως αρμόζει σ’ ένα 12χρονο παιδί.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ. Το 1957, όταν ο ίδιος φωτογράφος ξαναεπισκέφτηκε την Κύπρο για ένα δεύτερο αφιέρωμα του National Geographic, έψαξε την Ελένη. Όλοι στο χωριό, παρά τα λιγοστά εγγλέζικά τους, κατάλαβαν ποιαν έψαχνε ο αμερικανός και του έδειξαν την μεσήλικη -πια- Ελένη. «Τα σημάδια του χρόνου είναι ευδιάκριτα στο πρόσωπο της Ελένης», γράφει ο φωτορεπόρτερ. Παρά τις δυσκολίες και τη φτώχια της, η Ελένη τον κέρασε καφέ και σπιτική ελιόπιττα και δέχτηκε να την φωτογραφίσει στην αυλή του σπιτιού της.
Αυτή η μεγάλη άγνωστη γιαγιά είναι η μόνη Kύπρια, που φωτογραφίες της έχουν δημοσιευτεί σε δυο διαφορετικά τεύχη του γνωστού αμερικανικού περιοδικού. Και αποτέλεσε για τους αναγνώστες του περιοδικού την εικόνα της Κύπρου επί τρεις δεκαετίες. Δεν ξέρω, αν ο φωτογράφος ζούσε, όταν έγινε η εισβολή ή το πώς η Ελένη βίωσε τον ξεριζωμό και την προσφυγιά… Πολύ λίγη σημασία έχουν όμως πια αυτά. Χιλιάδες γιαγιάδες, όπως η Ελένη πόνεσαν, έκλαψαν. Και ακόμη και αν η Ελένη δεν έζησε το ‘74, το έζησαν τα παιδιά και τα εγγόνια της…


Από το αφιέρωμα του National Geographic Society στην Κύπρο (1928) (pinterest)
Το μεγάλο όμως μήνυμα που στέλνουν οι άγνωστοι πρωταγωνιστές των φωτογραφιών της Κύπρου του 1928 είναι πως παρά τις δυσκολίες, τις κακουχίες και τα βάσανα, ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν και να χαμογελούν πως «ένα καλύτερο αύριο θα ξημερώσει».. Ίσως, αυτή η ελπίδα και η αισιοδοξία μας να είναι το μυστικό που μας κράτησε στον τόπο μας διαμέσου των αιώνων…
«Καρπασίτισσα Φωνή» (παραδοσιακό Κύπρου)
Τραγουδά ο Θεόδουλος Καλλίνικος, Άρχων Πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Κύπρου, που ήτουν τζαι τούτος Καρπασίτης που τον Λεωνάρισσον:
Η ομορφιά και περηφάνια των γυναικών της Καρπασίας τράβηξε το ενδιαφέρον πολλών ξένων φωτογράφων και επισκεπτών στην Κύπρο, από την αρχή της Αγγλοκρατίας. Ένας άγνωστος Βρετανός φωτογράφος απαθανάτισε μια νεαρή Καρπασίτισσα, ντυμένη με νυφικό του 1780. Η φωτογραφία χρονολογείται μεταξύ 1925-1930:

Κοπέλα της Καρπασίας με νυφικό του 1780 (ammohostos.files.wordpress.com)
Η Χρυσταλλού και το θαύμα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα

Η περίφημη επίχρυση εικόνα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα, του 1886. Ανήκει στην ιερά μονή του στην κατεχόμενη Καρπασία της Κύπρου. Από την τουρκική εισβολή έως και σήμερα η εικόνα συγκαταλέγεται στους αιχμάλωτους θησαυρούς που οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής κρατούν, υπό ανεξέλεγκτες συνθήκες, στα κλειστά δωμάτια του Κάστρου της Κερύνειας (gr.euronews.com)
Μιά φορά, ήταν μια γυναίκα, που την έλεγαν Χρυσταλλού. Τούτη η γυναίκα στον κόσμο είχε μόνο ένα γιό. Κι ήταν έξυπνος -έπαιρνε τα γράμματα πολλά- κι όμορφος και ζωηρός.
Μιαν ημέρα, μάνα μου, εβγήκαν οι Τούρκοι κι είδαν το παιδί πως ήταν παλλικάρι κι επήραν το. Από τότε η μάνα του… μέρα-νύκτα έκλαιε.
– Α, το γιό μου, α το γιό μου… Απόστολε Αντρέα μου, φανέρωσέ μου τον, Απόστολε Αντρέα μου…
Μια νύχτα πήγε ο Απόστολος Αντρέας και της λέει:
– Τι έχεις και κλέεις;
– Τι έχω; Μου κλέψαν το παιδάκι μου και δεν ηξέρω που ένι. Τον σκότωσαν; Ζει; Τι τον εκάμαν δεν ηξέρω.
– Να μην μαραζώνεις, της λέει, τον έχουν πολλά καλά. Να μην κλέεις και σε δέκα χρόνους από τώρα να πάεις στο Μοναστήρι μου στην Καρπασία και θα τον εύρεις.
Έκτοτε σιώπησε η κακορίζικη, πήρε παρηγοριά. Πέρασε ένας χρόνος, άλλος ένας χρόνος… Τέλος πάντων να μην τα πολυλογούμε, τελείωσαν οι δέκα χρόνοι. Ετοιμάστηκε η Χρυσταλλού κι έπιασε τα τάματα που έταξε στον Απόστολο Αντρέα και πήγε στο Μοναστήρι του στην άκρη της Κύπρου. Πήρε πρόσφορα, άναψε λαμπάδες, έκαμε γιορτή, παράκληση, λειτουργήθηκε, μετάλαβε και βγήκε έξω από την εκκλησία. Είχε έγνοια, παρατηρούσε… Έρχονταν ξένοι πολλοί. Από ένα καράβι κατέβηκαν κάμποσοι κι ένας αξιωματικός των Τούρκων, ψηλός, όμορφος, λεβέντης. Παρατηρεί, εγνώρισέν την εκείνος. «Είναι η μάνα μου, λαλεί τούτη!». Πάει κοντά και της λέει:
– Ε, ποια είσαι εσύ;
– Εκλέψαν μου το γιό μου, γιέ μου, εκλέψαν μου τον, εσκοτώσαν μου τον, τι τον εκάμαν δεν ηξέρω. Μου είπε όμως ο Απόστολος Αντρέας να’ ρτω σε δέκα χρόνους και θα τον εύρω.
– Θένα τον αναγνωρίσεις; Λαλεί της. Έχει τόσον καιρό να τον δεις.
– Θένα μου βοηθήσει, γιέ μου, ο Απόστολος Αντρέας να τον αναγνωρίσω.
Δεν έχει κανένα σημάδι πάνω του; Λαλεί της.
– Πάνω στο πόδι του. Από τον καιρό που ήταν μωρό, καθώς έπαιζε κοντά στη νεστιά, εκύλισ’ ένα κάρβουνο πάνω στο πόδι του. Μέχρι ν’ αρχίσει φωνές, μέχρι να πάω κοντά, κάηκε και σούρωσε. Τον πήρα στο γιατρό και του έβαλε κάτι πάνω και γλύκανε ο πόνος, και λίγο-λίγο υγίανε. Του έμεινε όμως σημάδι.
– Έχω κι εγώ λαλεί της, ένα σημάδι. Σηκώνει τα ρούχα του… αρχίνησε κλάματα.
– Γιέ μου, λαλεί του, μα είσαι εσύ;
– Εγώ είμαι! Και λούστηκαν στο κλάμα.
Μάνι-μάνι πήγε κι αγόρασε ρούχα χριστιανικά για να βγάλει τα τούρκικα και πήγε εις τους παπάδες και τους είπε την ιστορία του.
– Να έρθετε να με διαβάσετε, να με λειτουργήσετε να φωρέσω τα ρούχα μου τα χριστιανικά, γιατί ηύρα τη μάνα μου.
Ήρθαν, εδιαβάσαν τον, ελειτουργήσαν τον, εκοινωνήσαν τον κι έκαψε τα ρούχα τα τούρκικα κι εφόρεσε τα ρωμεΐκα.
Είδες ο Απόστολος Αντρέας …! Πρέπει να’ χεις πίστη πάνω σου για να σε ακούει ο αφέντης μου ο Θεός. Πίστη και καλοσύνη.
* Κυπριακό λαϊκό διήγημα βασισμένο σε αληθινή ιστορία (μεταφέρθηκε σε γραπτό λόγο από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα)

Επίσκεψη σε κατοικία στη Γιαλούσα (National Geographic Society, 1928) (pinterest)

Παραδοσιακές ενδυμασίες της Καρπασίας
Οι εορταστικές φορεσιές από την απομακρυσμένη χερσόνησο της Καρπασίας ήταν πολύτιμες και είναι πιθανό ότι οι περισσότερες από αυτές αποτελούσαν αρχικά μέρος της προίκας.
Σε γενικές γραμμές, η γυναικείες ενδυμασίες στην Κύπρο μπορούν να διαιρεθούν σε αστικές και αγροτικές, καθημερινές και εορταστικές. Μέχρι τις αρχές του 19ού αιώνα, η συνήθης καθημερινή γυναικεία ενδυμασία, τόσο τις πόλεις όσο και στα χωριά, ήταν ένα μακρύ ένδυμα, η σαγιά, η οποία φοριέται πάνω από πουκάμισο και μακρυά βρακιά.
Μετά, οι αστές κυρίες άρχισαν να φορούν ένα κοντό εφαρμοστό σακάκι (σάρκα) μαζί με μακρυά πλατιά φούστα από μετάξι, και, στα μεγαλύτερα χωριά, αυτή η φορεσιά υιοθετήθηκε ως εορταστική ή νυφιάτικη ενδυμασία.

Ωστόσο, σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές, όπως στην χερσόνησο της Καρπασίας, η πιο παραδοσιακή φορεσιά άντεξε, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι Κυπριακές ανδρικές φορεσιές έτειναν να είναι πιο ομοιόμορφες, από τη μία άκρη του νησιού μέχρι την άλλη, και αποτελούνταν από βράκα, με γιλέκο ή ζιμπούνι.
Τα περισσότερα είδη φορεσιάς είχαν και την εορταστική τους παραλλαγή. Αν και ορισμένα είδη υφασμάτων και σχεδιασμοί από κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ενδυμασίες ήταν σχετικά ομοιόμορφα σε όλο το νησί, η κάθε περιοχή είχε τη δική της τοπική παραλλαγή σχετικά με τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν, την διακόσμηση και αξεσουάρ.

Η περιοχή της Καρπασίας ήταν γνωστή για τα φανταχτερά χρώματα των υφασμάτων της, με το κόκκινο χρώμα να κυριαρχεί. Η Καρπασία ήταν επίσης πασίγνωστη για το καλό της μετάξι που χρησιμοποιείτο για τα εσώρουχα, και για τις περίπλοκα κεντημένες με πετρού(δ)ες γιορτινές και νυφιάτικες ενδυμασίες.
Μια συλλογή από πολύτιμες εορταστικές φορεσιές της Καρπασίας βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, στην Αγγλία. Δωρητής είναι ο Sir Henry Bulwer, που απέκτησε τις φορεσιές, όταν διετέλεσε ύπατος αρμοστής της Αγγλίας στην Κύπρο από το 1886 μέχρι το 1892.



Γαμήλιες παραδοσιακές ενδυμασίες και η αστική γυναικεία φορεσιά της Κύπρου
Δεν είναι σαφές πώς ακριβώς ήρθαν στα χέρια του, όμως ένας επισκέπτης της τότε εποχής στην Κύπρο καταγράφει ότι «… μία πολύ μεγάλη ποσότητα από την καλύτερη χειροτεχνία από μετάξι εξαγοράστηκε το 1887, που ήταν ένα έτος εκπληκτικής ξηρασίας, … έτσι οδηγήθηκαν πολλοί στο ν/ αποχωριστούν από αυτούς τους πανέμορφους θησαυρούς των νοικοκυριών, πολλά από τα οποία ήταν κειμήλια …».


Γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες από το Ριζοκάρπασο, 1971
* Στην πάνω αριστερά φωτογραφία: Νυφική ή εορταστική φορεσιά (σαγιά) της Χερσονήσου της Καρπασίας του 19ου αιώνα, πλούσια διακοσμημένη γύρω από τον λαιμό και στους ώμους με πράσινα, κίτρινα, μπλε, μαύρα και κόκκινα βαμβακερά κορδόνια και χρυσοΰφαντο κεντήματα από επίχρυση ασημένια κλωστή με κόκκινη μεταξωτή σταυροβελονιά. Είναι επίσης κεντημένη στο μπροστινό άνοιγμα, στο πλάι και στα μανίκια και στολισμένη με ασορτί φόδρα στα μανίκια και με πετρού(δ)ες. Μια φορεσιά, όπως αυτή θα ήταν ένα πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο και θα την έβγαζαν έξω μαζί με άλλα πολύτιμα υφάσματα σε ημέρες γάμου ή εορτών, για να φορεθεί ή για να διακοσμήσουν το σπίτι.
Πηγές: parathyro.politis.com.cy, mousikovlog.blogspot.com, ammoxwstos.com, ammohostos.files.wordpress.com, miteriko.blogspot.com
kimintenia.wordpress.com