
Ο Άγιος Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος, ένθρονος, έργο του Λευκαδίτη
ζωγράφου Ιω. Ρούσσου (1779-1844), Αθήνα Μουσείο Μπενάκη (ageliaforos.com)
«Συνέβη αὐτόν διά Κυθρίας τῆς πόλεως διελθεῖν καί διά τοῦ ὄρους
τοῦ καλουμένου Πενταδακτύλου τήν ὁδοιπορίαν ποιήσασθαι ..»
(Από τον βίο του Αγ. Σπυρίδωνος του Θαυματουργού)
Έφθασαν και φέτος τα ευλογημένα Χριστούγεννα! Γεννιέται και πάλι ο Σωτήρας για κάθε άνθρωπο και κάθε τόπος ελληνικός και χριστιανικός, στα γιορτινά στολισμένος, ετοιμάζεται να υποδεχθεί το νεογέννητο Χριστό! Υπάρχει όμως κι εκείνη η αγαπημένη γη που στενάζει ακόμα βουβή και λεηλατημένη, υπόδουλη σε αυτούς που δεν σεβάστηκαν ούτε τα ιερά ούτε τον άνθρωπο και τον πολιτισμό… Στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου μας, καμιά γωνιά δεν θα στολίσει και φέτος τη φάτνη της τη φωτεινή, ούτε οι Μάγοι θα έρθουν με τα πολύτιμα δώρα τους, μήτε οι άγγελοι θα φανούν στον ουρανό υμνολογώντας τον Λυτρωτή, ούτε κι αυτοί οι ταπεινοί βοσκοί θα ‘ρθούν να προσκυνήσουν… Στις ερειπωμένες εκκλησιές και στα ρημαγμένα βυζαντινά μοναστήρια δεν θ’ ακουστεί το «Δόξα εν υψίστοις» κι ο ηρωικός Πενταδάκτυλος θα γείρει ξανά αποκαμωμένος, ακούγοντας από μακριά, στις παγερές του νύχτες, τις ουράνιες ψαλμωδίες και τα κάλαντα των παιδιών από τις χριστιανικές πολιτείες που θα γιορτάζουν ολόφωτες και φορτωμένες από τα καλούδια και τη χαρά των ημερών… Λίγο πριν τη γέννηση του Χριστού και τόσο κοντά στην εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού, επιχειρούμε ένα σύντομο οδοιπορικό στη μνήμη και στην ιστορία, στα κατεχόμενα εδάφη της μαρτυρικής Άσσιας, στο «χωρκόν» όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο Άγιος Σπυρίδωνας, και της Τρεμετουσιάς (Τριμυθούντος), όπου έζησε και εθαυματούργησε ο μεγάλος Άγιος της χριστιανοσύνης. «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός»! Στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη των Αγίων και των Ποιητών, και στους αδερφούς μας, τον ηρωικό λαό της, είθε η χαρά Του νεογέννητου Χριστού να φέρει στην καινούργια Χρονιά τη λύτρωση, τη λευτεριά, την ειρήνη και την πολυπόθητη επιστροφή όλων στις πατρογονικές εστίες τους!
Α. Άσσια
Η Άσσια και ο Άγιος Σπυρίδων
Η Άσσια είναι χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στο κατεχόμενο σήμερα από τους Τούρκους βορειοανατολικό τμήμα της Κύπρου. Ιστορικά είναι ευρύτερα γνωστή ως το «χωρκόν», η γενέτειρα του Αγίου Σπυρίδωνος, Επισκόπου Τριμυθούντος του Θαυματουργού. Όπως χαρακτηριστικά ιστορείται: «Ούτος ουν ο Άγιος Σπυρίδωνας αγροίκος μεν ων ως ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία γεννηθείς εις την Κυπρίαν επαρχίαν». Το πιο πάω απόσπασμα είναι παρμένο από παλαιό χειρόγραφο, γραμμένο από τον Τριφύλλιο, μαθητή και βιογράφο του Αγίου και αργότερα επίσκοπο Λευκωσίας. Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι καταγωγή και ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν η Άσσια.



Η Άσσια μέσα από παλαιές φωτογραφίες πριν την τουρκική εισβολή (oc.csp.com.cy, assia.org.cy)
Ο Άγιος Σπυρίδωνας έζησε από τα παιδικά του χρόνια τη ζωή του βοσκού. «Ανήρ αγροίκος» ονομάζεται από το βιογράφο του, ήτοι απλοϊκός, από αγροτική περιοχή. Και προσθέτομεν εμείς: «Αλλά πραγματικός ανήρ». Πέρασε την παιδική και την εφηβική του ηλικία στην Άσσια, έχοντας για συντροφιά το κοπάδι του, τα πρόβατά του και το Ευαγγέλιο που βρισκόταν πάντα μέσα στη «βούρκα» του.
Αφού ενηλικιώθηκε, παντρεύτηκε και απέκτησε από το γάμο του μία θυγατέρα, μοναχοκόρη, την Ειρήνη. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από τον γάμο του και η σύζυγός του, άγνωστο πώς, πέθανε. Ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατός της δεν κλόνισε τον Άγιο. Αντίθετα, περισσότερο σφυρηλάτησε την πίστη του και τον ενδυνάμωσε στη θεία αποστολή, για την οποία ήταν ταγμένος. Μετά τις φροντίδες για την κόρη του και για το κοπάδι του, η ανάγνωση του Ευαγγελίου έγινε η μοναδική και προσφιλής απασχόληση του Αγίου. Δεν αρκέστηκε όμως στην απλή ανάγνωση του θείου λόγου. Για τον Σπυρίδωνα, κι αυτό το καταμαρτυρεί η ζωή του ολόκληρη, τα έργα προείχαν. Ακολουθώντας πιστά ο ίδιος τα θεία ρήματα, δίδασκε και συγχρόνως νουθετούσε τους χωριανούς του. Ήταν για εκείνους ο τύπος και υπογραμμός του Ευαγγελίου.


Η Άσσια σε χάρτη του 1571 και σε σύγχρονο χάρτη της Κύπρου (agrino.org)
Αργά, αλλά σταθερά, η φήμη του Αγίου βοσκού της Άσσιας ξεπέρασε τα στενά όρια της επαρχιακής κώμης αλλά και των γύρω χωριών και κάλυψε όλη την Κύπρο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ψηφιστεί ομόφωνα ως Επίσκοπος της γειτονικής της Άσσιας πόλεως, της Τρεμιθούντος, όταν χήρεψε ο επισκοπικός της θρόνος. Έγινε έτσι ο Άγιος και βοσκός «λογικών προβάτων», ενώ παράλληλα, εξακολουθούσε να βόσκει και τα πρόβατά του στους κάμπους της Άσσιας και της Τρεμετουσιάς.
Και οι Ασσιώτες, που τόσο πολύ αγαπούν και σέβονται τον Σπυρίδωνα, δεν μπορούσαν να τον νιώθουν -έστω και τόσο λίγο- μακριά τους. Δεν άργησαν όμως να ανακαλύψουν ότι ο Άγιός τους, τους άφησε σημάδια αμετακίνητα της αγάπης του και της παρουσίας του. Πάνω στην «παμπούλα του Γιακουμίτη» βρήκαν ίχνη από ποδίνα ανθρώπου, πατήματα προβάτων και αμαξιού, και οπλές αλόγου, όλα χαραγμένα πάνω σε σκληρή πέτρα, βαθιά ριζωμένα στη γη. Έγινε έτσι σε όλους πια αντιληπτό ότι τα ίχνη αυτά δεν μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο παρά ίχνη από τα πόδια του Αγίου, από το κοπάδι και το άλογό του, σημάδια παντοτινά της παρουσίας του στην Άσσια.
Οι Εκκλησίες της Άσσιας
Το χωριό, όπου εγεννήθη ο Άγιος Σπυρίδωνας, αποτελείται από δύο ενορίες, την «πάνω γειτονιά» του Αγίου Ιωάννου και την «κάτω γειτονιά» του Αγίου Γεωργίου. Το χωριό έχει συνολικά πέντε εκκλησίες: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Αγίου Θεοδώρου, του Αγίου Σπυρίδωνος και της Παναγίας.
Στο διάβα των αιώνων, χάρη στη βαθειά θρησκευτική πίστη των Ασσιωτών, που ενισχυόταν ανέκαθεν και από το γεγονός ότι η ιδιαίτερη πατρίδα τους ανέδειξε έναν τόσο μεγάλο και σπουδαίο Άγιο της Ορθοδοξίας, τον Άγιο Σπυρίδωνα, δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε μία έντονη και πλούσια εκκλησιαστική παράδοση, την οποία οι Ασσιώτες τιμούσαν σε κάθε περίσταση του βίου τους. Η τελετή του γάμου ήταν πραγματικό θρησκευτικό μυστήριο στην Άσσια. Σε κάθε στιγμή του ήταν παρούσα η εκκλησία. Τέλειωσε το μυστήριο. Το αντρόγυνο θα συνοδεύσουν στο σπίτι ο παπάς με επικεφαλής τα εξαπτέρυγα.


«Ο γάμος» και το «Σιερέτισμα ατροήνου», έργα του λαϊκού Ασσιώτη ζωγράφου Μιχ. Κκασιάλου (pinterest)
Ο λαός μας, βαθιά θρησκευόμενος, εκφράζει το σεβασμό, την αγάπη και λατρεία του προς το θείο, με τα ποικίλα έργα που αφιερώνει στο Θεό και στους Αγίους του. Δείγμα της βαθιάς ευσέβειας των κατοίκων της Άσσιας είναι και οι πολλές εκκλησίες που ανεγέρθηκαν στον τόπο, παρ’ όλο που πρόκειται για μια αγροτική κώμη της ευρύτερης περιοχής της Επαρχίας Αμμοχώστου. Ακολούθως παραθέτουμε ορισμένα βασικά στοιχεία που αφορούν τις εκκλησίες και τα παρεκκλήσια της Άσσιας.




Οι ιεροί ναοί Αγίου Γεωργίου, Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, Παναγίας και Προφήτου Ηλιού Άσσιας στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974. Λεηλασία, καταστροφή και εγκατάλειψη… (biodiversitycyprus.blogspot.com, alphanews.live)
α. Η εκκλησία Αγίου Γεωργίου
Ο ιερός ναός Αγίου Γεωργίου χτίστηκε το 1861, σε χρονικό διάστημα εξήντα πέντε μόνο ημερών, στην κάτω ενορία της Άσσιας, με εθελοντική κυρίως εργασία. Η σύντομη αποπεράτωσή του οφείλεται στον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στις δύο ενορίες, που ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα την ανέγερση των εκκλησιών τους, και στη μεγάλη επιθυμία των ενοριτών ν’ αποκτήσουν δική τους εκκλησία. Στο χτίσιμο της εκκλησίας πρωτοστάτησε ο χωριανός Χατζημιχάλης, μαζί με τους πέντε γιους του Χατζηπαναγή, Χατζηδημητρό, Χατζηγαβριήλ, Χατζηχριστοφή και Χατζηγιώρκη.

Ο ιερός ναός Αγίου Γεωργίου Άσσιας, ερειπωμένος και λεηλατημένος, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 (fb)
Η εκκλησία είναι ρυθμού βασιλικής. Το ιερό βήμα χωριζόταν από τον κυρίως ναό με περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στο βόρειο τοίχο του ναού υπήρχε ξυλόγλυπτος άμβωνας, στον οποίο από ξύλινη σκάλα ανέβαινε ο διάκονος και εκφωνούσε το Ευαγγέλιο. Στο δυτικό μέρος του ναού υπήρχε μεγάλος γυναικωνίτης.


Η θαυματουργός εικόνα του Αγίου Γεωργίου της Άσσιας (assia.org.cy) και δεξιά το εσωτερικό του ναού του αγίου Γεωργίου μετά την τουρκική εισβολή.. (biodiversitycyprus.blogspot.com)
Η εικόνα του Αγίου ήταν και θαυματουργή, όπως βεβαιώνεται από τις μαρτυρίες πολλών κατοίκων. Στις 23 του Απρίλη, γιορτή του Αγίου Γεωργίου, γινόταν κοινός εκκλησιασμός και των δυο ενοριών. Συνήθως λειτουργούσαν δύο ιερείς. Από τους ιερείς που λειτούργησαν στον Άγιο Γεώργιο θυμούνται τους πιο κάτω: Παπαντώνιος Παπαγιάννης, Χρίστος Ιερομόναχος, διάκονος Γεώργιος, Παπαλεόντιος, Παπαναθαναήλ και μετά ιερομόναχος, Παπαηλίας και Παπαμιχαήλ. Η εκκλησία είχε και κτηματική περιουσία που έφθανε τα εκατόν περίπου στρέμματα. Στην εκκλησία ανήκε και το οικόπεδο, όπου χτίστηκε ο σύλλογος των εθνικοφρόνων σωματείων.







Καλλιτεχνικές και αγιογραφικές λεπτομέρειες από τον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Άσσιας (φωτ. Γιώργος Κωνσταντίνου, biodiversitycyprus.blogspot.com)
β. Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Ο ιερός ναός Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου της Άσσιας χτίστηκε το 1861, σε διάστημα επίσης εξήντα πέντε μόνον ημερών (Ιούλιος – Σεπτέμβριος), στην πάνω ενορία της κοινότητας, με εθελοντική κυρίως εργασία. Στο χτίσιμο της εκκλησίας πρωτοστάτησε ο χωριανός Δημήτρης Κούππας με τους γιους του Χριστούδια, Γιακουμή και Παναγή. Η εκκλησία είναι ρυθμού βασιλικής. Περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο χώριζε το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό. Στον βόρειο τοίχο, στο μέσο του περίπου, υπήρχε ξυλόγλυπτος άμβωνας, στον οποίο ανέβαινε ο διάκονος από πέτρινη σκάλα, η οποία ήταν χαραγμένη μέσα σε στοά του τοίχου που ήταν αρκετά πλατύς. Στο δυτικό του ναού υπήρχε μεγάλος γυναικωνίτης.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στην Άσσια (assia.org.cy)
Η εικόνα του Αγίου ήταν θαυματουργή και σε περιπτώσεις ανομβρίας γινόταν λιτανεία της στην περιοχή «Προδρόμου», στα βόρεια του χωριού, όπου υπήρχε παλαιά εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Οι παρακλήσεις αυτές είχαν πάντοτε άμεσο αποτέλεσμα. Αναφέρεται ακόμη από τους χωριανούς ότι σε κάποιο πανηγύρι του Αγίου θεραπεύτηκε από ανίατη ασθένεια κάποια γυναίκα από τη Λύση.
Στις 29 Αυγούστου, γιορτή του Τιμίου Προδρόμου, γινόταν κοινός εκκλησιασμός των δύο ενοριών της κοινότητάς μας. Τη μέρα αυτή γινόταν μεγάλο πανηγύρι, στο οποίο έρχονταν και πολλοί ξένοι, φιλοξενούμενοι των Ασσιωτών. Στην εκκλησία λειτουργούσαν συνήθως δυο ιερείς. Από τους ιερείς που λειτούργησαν στην εκκλησία οι χωριανοί θυμούνται τους εξής: Παπαπέτρος, Παπαμιχαήλ, Παπαγιώργης, Παπανικόλας, Παπαγιάννης, Παπαποστόλης, Παπαγεώργιος, Παπασωτήριος. Η κτηματική περιουσία της εκκλησίας έφθανε τα 80 περίπου στρέμματα. Στην εκκλησία ανήκε και μεγάλο καφενείο με καταστήματα και μικρός ξενώνας, που δεν απείχε πολύ από αυτήν.


Η ιερά θαυματουργός εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου από τον ιερό ναό του στην Άσσια πριν και μετά τον καθαρισμό της (vimaorthodoxias.gr, assia.org.cy)
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει, στο σημείο αυτό, σε ένα συγκλονιστικό γεγονός, που έλαβε χώρα το 2003 και αφορά την απελευθέρωση της θαυματουργού ιεράς εικόνος του Τιμίου Προδρόμου από τα κατεχόμενα εδάφη και την μεταφορά της με θαυμαστό τρόπο στις ελεύθερες περιοχές. Το γεγονός καταγράφεται από τον κ Κώστα Χρ. Τζωρτζή, σε άρθρο με τίτλο: «Είχαμε τον Άγιο μαζί μας!», από το βιβλίο του «Άσσια περιμένοντας την Ανάσταση», έτους 2009, όπου σημειώνει τα εξής:
«Όταν άνοιξαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα, εκείνο τον Απρίλιο του 2003, με μεγάλη λαχτάρα προσμέναμε ν’ αντικρίσουμε ξανά το αγαπημένο μας χωριό, την Άσσια, τη γη μας, τα σπίτια μας και να μάθουμε κάτι για την τύχη των αγνοουμένων μας. Ποτέ όμως δεν φανταζόμασταν ότι θα ήμασταν μάρτυρες ενός μεγάλου θαύματος. Ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι εμείς οι ίδιοι θα συμμετείχαμε και θα συμβάλλαμε στη συντέλεση αυτού του θαύματος… Αρχικά, την πρώτη φορά που πήγαμε, ήμουν μόνο εγώ και ο αδερφός μου. Μετά από την πρώτη συγκίνηση, αφού πρωτοείδαμε το χωριό μας μετά από 29 ολόκληρα χρόνια, πήγαμε να επισκεφτούμε τα σπίτια μας. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μας ότι τη μεγαλύτερη ανατριχίλα θα τη νιώθαμε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Στο σπίτι μας τώρα κατοικούν έποικοι, οι οποίοι δεν μιλούν Ελληνικά, ωστόσο μας άνοιξαν την πόρτα, χωρίς κανένα πρόβλημα, δείχνοντας πολλή κατανόηση και έχοντας μια θετική στάση απέναντί μας. Η αναστάτωση και η συγκίνησή μας ήταν τόσο μεγάλη, που ενώ περιεργαστήκαμε όλο το σπίτι, δεν προσέξαμε τίποτα το ιδιαίτερο.
Η δεύτερη επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες αργότερα στο χωριό ήταν με τη μητέρα μας, η οποία αποτελεί βασικά και τον καταλύτη στην εξέλιξη της όλης υπόθεσης, ξετυλίγοντας την αρχή του νήματος. Εκεί που τα μάτια μας, για δεύτερη φορά, περιεργάζονταν κάθε γωνιά του σπιτιού, προβαίνοντας σε μια αναπόφευκτη σύγκριση με το χθες, το χθες προ του ’74, ξαφνικά μια κραυγή της μητέρας μας διέκοψε αμέσως τις σκέψεις μας. Πίσω από ένα τραπεζάκι αχνοφαινόταν μια μαυρισμένη μορφή, η οποία μας κίνησε την περιέργεια να μάθουμε τι ήταν. Αρχικά, δεν αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για εικόνα, γιατί ήταν τόσο μαυρισμένη που δεν κινούσε οποιεσδήποτε υποψίες. Όταν απομακρύναμε το τραπεζάκι αποκαλύφθηκε μπροστά μας μια μορφή που ήταν περισσότερο οικεία στα μάτια της μητέρας μας. Επρόκειτο για την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου του Ιωάννη του Βαπτιστή. Η εκκλησία στην πάνω ενορία του χωριού μας είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο και βρίσκεται πολύ κοντά στο σπίτι μας.
Η συγκίνησή μας ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι βρισκόταν η εικόνα του πολιούχου προστάτη της ενορίας μας. Συναισθήματα χαράς μας πλημμύρισαν, αλλά ταυτόχρονα νιώθαμε και μια ηθική υποχρέωση που μας καθόριζε και επέβαλλε την ευθύνη να μεταφέρουμε την εικόνα αυτή εκεί όπου έπρεπε, εκεί όπου μπορούσε να λατρευτεί από τους ελληνορθόδοξους πιστούς. Ατελείωτα και βασανιστικά ερωτήματα για το πώς η εικόνα κατέληξε στο σπίτι μας γέμισαν το μυαλό μας… Ο έποικος Τούρκος που κατοικεί τώρα στο σπίτι μας, μας διηγήθηκε τη δική του ιστορία. Εστάλη ως στρατιώτης στην Κύπρο επί καιρώ εισβολής. Παρέμεινε στο χωριό μας και μετά την εισβολή, αφού παντρεύτηκε με Τουρκοκύπρια. Κατοίκησε μαζί της στο σπίτι μας. Κάποια μέρα, ενώ βρισκόταν στα χωράφια και όργωνε, είδε ξαφνικά κάτι να λάμπει από την αντανάκλαση του ήλιου μέσα σ’ ένα σωρό χωμάτων και σκουπιδιών. Πλησίασε και αντίκρισε μέρος μιας τεράστιας εικόνας, η οποία ήταν εν μέρει θαμμένη στα χώματα και ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Δεν την άφησε εκεί, αλλ’ αντίθετα, την κράτησε και με πολλές δυσκολίες τη μετέφερε κρυφά και την έκρυψε μέσα στον αχυρώνα του σπιτιού μας, με αποτέλεσμα να μείνει στο σπίτι μας για 29 ολόκληρα χρόνια.
Η επιθυμία μας να μεταφέρουμε την εικόνα στις ελεύθερες περιοχές μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Γνωρίζαμε από πριν ότι επρόκειτο για ένα δύσκολο εγχείρημα, λόγω του ενδελεχούς ελέγχου που γίνεται και από τις δύο πλευρές στα οδοφράγματα. Επίσης πρόκειται για μια εικόνα ανεκτίμητης αξίας. Ωστόσο μοναδικό μας μέλημα ήταν να την «απελευθερώσουμε», έτσι ώστε να τοποθετηθεί σε μια εκκλησία στις ελεύθερες περιοχές, εκεί άλλωστε που πρέπει να είναι και η θέση της. Σημαντική βοήθεια στην όλη προσπάθειά μας μας προσέφερε ένας Τουρκοκύπριος, ο οποίος ήξερε Ελληνικά και συνεπώς μας έκανε μετάφραση και αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ εμάς και του έποικου Τούρκου. Πήγαμε ακόμα μια φορά στο χωριό για να μπορέσουμε να πείσουμε τον Τούρκο έποικο για τις ειλικρινείς μας προθέσεις. Από την αρχή, μόλις ζητήσαμε την εικόνα από τον έποικο Τούρκο μας υποσχέθηκε να μας τη δώσει χωρίς δισταγμό. Δεν ζήτησε ούτε χρήματα, ούτε κανένα άλλο αντάλλαγμα. Λόγω κάποιων καταστάσεων και προβλημάτων που δημιουργήθηκαν, ο Τούρκος αναγκάστηκε τελικά να μεταφέρει την εικόνα σε άλλο χωριό, γιατί είχε δικαιολογημένα φοβηθεί. Κατά την ημέρα της παράδοσης της εικόνας, όταν φτάσαμε στην Άσσια, ήταν ήδη αργά το βράδυ. Εκεί με έκπληξη ακούσαμε ότι ο Τούρκος δεν είχε την εικόνα πλέον στο σπίτι μας, αλλά σε άλλο χωριό και έπρεπε να τον περιμένουμε να τη φέρει. Ο ίδιος δεν μπορούσε να το κάνει για κάποιους δικούς του λόγους και γι’ αυτό έστειλε την γυναίκα του και την κόρη του. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε σε συγκεκριμένο χώρο εκτός του χωριού, για να μας παραδώσουν την εικόνα. Μετά από κάποια προβλήματα και δυσκολίες μας παρέδωσαν τελικά την εικόνα στα χέρια μας.
Εγώ έμεινα άναυδος, γιατί πρώτη φορά είδα την εικόνα σε όλο της το μεγαλείο, σε όλες της τις διαστάσεις. Ήταν πράγματι τεράστια. Ήταν τυλιγμένη σε μια κουβέρτα. Μόλις την έπιασα στα χέρια μου, ανατρίχιασα… την προσκύνησα με μεγάλη ευλάβεια και είπα: «Άγιε μου, τζαι πού να σε κρύψω τώρα!!». Δεν υπολόγισα ότι δεν θα χωρούσε στο αυτοκίνητο. Την τοποθέτησα πίσω από τα καθίσματα και τη σκέπασα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη που και πάλι φαινόταν. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε αμέσως βιαστικοί. Από εκείνη τη στιγμή νιώθαμε ότι η εικόνα είναι δική μας… νιώθαμε πως ο Άγιος μας προστάτευε και μας καθοδηγούσε. Ούτε μια στιγμή δεν φοβηθήκαμε, ούτε καν νιώσαμε ανασφάλεια πως δεν θα τα καταφέρναμε να τη φέρουμε στις ελεύθερες περιοχές. Ο Άγιος ήταν πραγματικά μαζί μας και στο αυτοκίνητο, αλλά και στην ψυχή μας. Το νιώθαμε, το διαισθανόμαστε, το ξέραμε…
Εκείνη τη νύχτα είχε πάρα πολλή κίνηση. Όταν φτάσαμε στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, περιμέναμε στη σειρά με πολλά άλλα αυτοκίνητα για να περάσουμε στις ελεύθερες περιοχές. Υπήρχαν δύο ψευδοαστυνομικοί, ο ένας έπαιρνε τα χαρτιά της εισόδου – εξόδου και ο δεύτερος έκανε έλεγχο στα αυτοκίνητα. Ξεχώρισε απ’ όλα τα αυτοκίνητα το δικό μας. Εμείς ήμασταν το πέμπτο αυτοκίνητο στη σειρά. Μας έγνεψε να βγούμε από τη σειρά που περιμέναμε μαζί με τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, να περάσουμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου που ήταν ελεύθερη και να φύγουμε χωρίς κανέναν έλεγχο! Περνώντας από δίπλα τους, έριξαν απλώς μια επιπόλαια ματιά σ’ εμάς και το αυτοκίνητο. Είχαμε στην κυριολεξία τον Άγιο μαζί μας!!! Σίγουρα ήθελε και ο ίδιος ο Άγιος να έρθει στις ελεύθερες περιοχές. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά τη στάση των ψευδοαστυνομικών. Ο ίδιος ο Τίμιος ο Πρόδρομος προστάτευσε πρώτα εμάς και ταυτόχρονα φώτισε τους ψευδοαστυνομικούς να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο. Το ίδιο περίπου σκηνικό επαναλήφθηκε και στον έλεγχο του ελληνοκυπριακού σημείου ελέγχου. Όταν φτάσαμε εκεί, κατέβασαν τον οδηγό του προηγούμενου αυτοκινήτου και έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο σε όλο του το αυτοκίνητο. Σ’ εμάς όμως, κατά την ίδια περίεργη σύμπτωση με τον προηγούμενο έλεγχο, ο Ελληνοκύπριος, αυτήν τη φορά, αστυνομικός μας έγνεψε να περάσουμε και να φύγουμε! Μας κοίταξε απλώς εξ αποστάσεως και μας άφησε να φύγουμε χωρίς έλεγχο.
Κατά τα μεσάνυκτα φτάσαμε επιτέλους στα σπίτια μας κατασυγκινημένοι, που επιτέλους η επιθυμία μας να φέρουμε την εικόνα του Αγίου στις ελεύθερες περιοχές έγινε πραγματικότητα. Χωρίς να χάνουμε χρόνο και παρά το προχωρημένο της ώρας, καλέσαμε κάποιον ιερέα και έτσι απλά και οικογενειακά με τη χάρη του Κυρίου κάναμε μια μικρή δέηση στον Άγιο, μετά από 29 χρόνια. Ύστερα από καθοδήγηση και συμβουλές ειδικών του κράτους, η εικόνα δόθηκε σε ιερείς της εκκλησίας που με τη σειρά τους την έστειλαν στο Σταυροβούνι για να καθαριστεί. Έτσι, στις 27 Ιουλίου 2003, πρωτοεμφανίστηκε η εικόνα, αφού έτυχε καθαρισμού. Εμείς όταν την είδαμε, μείναμε κατασυγκινημένοι. Ήταν τόσο λαμπερή που πραγματικά έμοιαζε σαν καινούργια! Είχαμε ανατριχιάσει…
Η εικόνα ανήκει σε όλο τον κόσμο της Άσσιας, σε όλους τους χριστιανούς και σε όλη την Κύπρο. Η εικόνα βρίσκεται από τότε στον ιερό ναό του Αποστόλου Ανδρέα στο Πλατύ Αγλαντζιάς. Οποιοσδήποτε Ασσιώτης μπορεί να πάει και να προσκυνήσει τη χάρη Του. Από τότε που πήραμε την εικόνα δεν μετέβηκα ποτέ ξανά στις κατεχόμενες περιοχές. Αυτή η μεγάλη προσπάθεια αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις στη ζωή μου. Θα μείνει πάντοτε χαραγμένη στη μνήμη μου και ριζωμένη βαθιά στην ψυχή μου. Πίστεψα στον Άγιο ακόμη περισσότερο. Φαίνεται θα ήταν και δική του επιθυμία να περάσει στις ελεύθερες περιοχές, να έρθει ξανά σε χριστιανικά χέρια, γεγονός που πραγματοποιήθηκε μέσω του δικού του θαύματος…! Σίγουρα ήταν μαζί μας, μας προστάτευε και μας φώτιζε για να καταφέρουμε να περάσουμε την εικόνα του έτσι απλά και ανεμπόδιστα. Είχαμε τον Άγιο μαζί μας!».

Από τον καθαρισμό της ιεράς εικόνος του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Σταυροβούνι (assia.org.cy)
Έτσι η θαυματουργός εικόνα του Τιμίου Προδρόμου ήρθε και πάλι κοντά στον πιστό λαό της των εκτοπισμένων Ασσιωτών, που ασπάζονται με ευλάβεια το ιερό κειμήλιο και από τα βάθη της ψυχής τους δέονται ν’ αξιωθούν να την στήσουν και πάλι με τιμή στον θρόνο της, σε μια ελεύθερη Άσσια!






Από την προσκύνηση και λιτάνευση της ιεράς εικόνας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στον Ι.Ν. Αγίου Αποστόλου Ανδρέα στο Πλατύ Αγλαντζιάς (φωτ. Πέτρος Ζωγράφου, Γιάννος Δημητρίου) (assia.org.cy)
γ. Η εκκλησία της Παναγίας
Η εκκλησία της Παναγίας χτίστηκε στην Άσσια κατά την εποχή της Ενετοκρατίας και εκεί λειτουργούνταν οι κάτοικοι της Άσσιας, όταν η κοινότητα ήταν χτισμένη γύρω από την εκκλησία και συγκεκριμένα, στις τοποθεσίες Χανούδκια, Πρόδρομοι και Συκαμιές. Η εκκλησία ήταν αγιογραφημένη, όμως οι αγιογραφίες καταστράφηκαν ή σκεπάστηκαν. Ο χώρος γύρω από την εκκλησία χρησιμοποιείτο ως κοιμητήριο. Στην εκκλησία ετελείτο η Θεία Λειτουργία κατά τις εορτές της Παναγίας και σε μερικές άλλες γιορτές. Την ευθύνη για τη συντήρησή της είχαν με τη σειρά οι επιτροπές των δυο εκκλησιών της κοινότητας, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και του Αγίου Γεωργίου.




Ο ιερός ναός Παναγίας της Άσσιας στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974 (φωτ. εγγονός Μιχ. Ψαρά, assia.org.cy)
δ. Η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος
Τον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος της Άσσιας τον έκτισε και τον αγιογράφησε ο σπουδαίος Ασσιώτης λαϊκός ζωγράφος Μιχάλης Κκάσιαλος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει για εκείνον ο Γιάννης Νίκας, στο έργο του «Κκάσιαλος» (1983): «Την τελευταία φορά (που τον είδα), μια μέρα πριν πεθάνει, μου μίλησε με παράπονο για την εκκλησία του, για το όνειρό του να συμπληρώσει τη διακόσμησή της με εικόνες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις». Και πραγματικά, για τον Μιχάλη Κκάσιαλο η ανέγερση του ναού και η ολοκλήρωση της αγιογράφησής του, ήταν ένα έργο ζωής και ένας σκοπός ιερός, στον οποίο έταξε τις δημιουργικές δυνάμεις του και τις άοκνες προσπάθειές του.

Ο ιερός ναός Αγίου Σπυρίδωνος στην Άσσια προ της τουρκικής εισβολής (assia.org.cy)
Όπως περαιτέρω ιστορείται στο έργο του Γ. Νίκα: «Την ανέγερση της εκκλησίας ο Κκάσιαλος την άρχισε το 1969 και την τελείωσε σε δύο περίπου χρόνια, με δικά του έξοδα. Τα εγκαίνιά της έγιναν στις 11 Αυγούστου 1971, από τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη κ Φώτιο Κωνσταντινίδη, ο οποίος ετέλεσε και την πρώτη θεία λειτουργία. Οι εικόνες της ήταν όλες ζωγραφικό έργο του Μιχ. Κκασιάλου. Και όταν μερικοί προσφέρθηκαν ν’ αγοράσουν από αλλού εικόνες για την εκκλησία, ο Κκάσιαλος δεν δέχτηκε. Μπορούσαν να αγοράσουν κάτι άλλο, αν επιθυμούσαν. Ήθελε όλες οι εικόνες της, όπως και ο εσωτερικός της διάκοσμος, που άρχισε να ζωγραφίζει, με διάφορες θρησκευτικές παραστάσεις, να είναι δικό του έργο. Η εκκλησία λειτουργήθηκε μόνο τρεις φορές. Η επιθυμία του, όπως μου ανέφερε μια μέρα που κουβεντιάζαμε στην Άσσια, ήταν να ζητήσει να καθιερωθεί ως εορτάζουσα μέρα στην εκκλησία του, η μέρα που ο Άγιος πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., όπου έκανε και τα γνωστά θαύματά του. Μας πρόλαβε όμως ο Αττίλας κι έτσι η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Κκάσιαλος δεν ήταν πλούσιος. Τα χρήματα που ξόδεψε για το χτίσιμο της εκκλησίας ήταν όλες οι οικονομίες του από τη ζωγραφική του δουλειά. Και απ’ ότι γνωρίζω οι δυσκολίες που συνάντησε στην εξεύρεση χρημάτων ήταν μεγάλες. Στη μνήμη μου παραμένει πάντα ζωντανή η εικόνα του Κκάσιαλου, έτσι όπως μου μιλούσε με πάθος και αγωνία για την εκκλησία του Άη Σπυρίδωνα, τους πίνακές του που άφησε στο σπίτι του και την επιθυμία του να φύγουν οι Τούρκοι και να γυρίσει στο αγαπημένο του χωριό, για ν’ αφήσει την ψυχή του εκεί δίπλα, στον Άγιο Σπυρίδωνα που τόσο αγαπούσε ..».

Ο λαϊκός Ασσιώτης ζωγράφος Μιχαήλ Κκάσιαλος (1885-1974) (xronografos.com)
«Ο Κυριάκος Μ. Κκάσιαλος, ο πιο μικρός από τα παιδιά του καλλιτέχνη, ο οποίος ακολουθεί τα αχνάρια του, ζωγραφίζοντας κατά το πρότυπο του πατέρα του, μου ανάφερε τα πιο κάτω: “Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε πάντοτε αισιοδοξία και πίστη. Όσες δυσκολίες κι αν συναντούσε τις αντιμετώπιζε με μεγάλη ψυχραιμία. Ήταν γαλήνιος, υπομονετικός και το χαμόγελο δεν έλειπε από το πρόσωπό του. Τον θυμάμαι όταν έκτιζε την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και του τέλειωναν τα λεφτά να μου λέει χαμογελαστός: “Ο Άγιος θα με βοηθήσει να την τελειώσω. Κάποιους θα στείλει ν’ αγοράσουν πίνακες για να μπορέσω να συνεχίσω”. Και πράγματι, ως εκ θαύματος, κάθε φορά που δεν είχε χρήματα, για να προχωρήσει την ανέγερση της εκκλησίας, κάποιοι έρχονταν και αγόραζαν πίνακες. Έργα τα οποία έφτιαχνε για την εκκλησία δεν τα πουλούσε σε κανέναν. Λίγους μήνες πριν από την εισβολή κάποιοι ξένοι ζητούσαν ν’ αγοράσουν μια ζωγραφιά του, που παρουσίαζε την παραβολική σκηνή του γιου που προσπαθεί να σπάσει τις δύο βέργες μετά από εντολή του πατέρα του, που εμπνεύστηκε από το σχετικό μύθο του Αισώπου και που μ’ αυτή τη ζωγραφιά ήθελε να μεταδώσει το μήνυμα της ενότητας. Για το έργο του αυτό του πρόσφεραν το σεβαστό για την εποχή εκείνη ποσό των £180. Αυτός όμως αρνήθηκε λέγοντάς τους, ότι η ζωγραφιά προοριζόταν για την εκκλησία. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό τραυματισμένος από τους Τούρκους, έφερε μαζί του δυο εικόνες. Η μια είναι παλιά και την είχε από χρόνια στην Άσσια. Παρουσιάζει την Παναγία να κρατεί το Χριστό. Η άλλη εικόνα παρουσιάζει τον Ιησού και είναι το τελευταίο του έργο. Σ’ αυτή δεν υπάρχει η υπογραφή του επειδή δεν πρόλαβε να την τελειώσει. Μετά τον θάνατό του πολλοί εκτιμητές του έργου του, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, ενδιαφέρθηκαν ν’ αγοράσουν πίνακές του, προσφέροντας ποσό μέχρι δύο χιλιάδες λίρες για τον καθένα. Η πιο μεγάλη επιθυμία του ήταν, αν δεν προλάβει να γυρίσει στην Άσσια και πεθάνει στη Λάρνακα, σαν γυρίσουμε στο χωριό, να ξεθάψουμε τα κόκκαλά του και να τα θάψουμε εκεί, στην εκκλησία του Άη Σπυρίδωνα που έχτισε”…».

Ο Μιχάλης Κκάσιαλος στην Άσσια πριν την τουρκική εισβολή (xronografos.com)
ε. Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία
Την περίοδο της Βενετοκρατίας το χωριό μετακινήθηκε προς τα νότια και οι κάτοικοι έχτισαν, κάπου στο κέντρο του χωριού, την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους η εκκλησία του Προφήτη Ηλία μετατράπηκε σε τζαμί. Οι παλαιότεροι κάτοικοι ανέφεραν ότι ο Ραματάν Πασάς -που κατέστρεψε το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Μάνιας, αφού του το δώρισε ο Λαλά Μουσταφάς- διάλεξε την εκκλησία του Προφήτη Ηλία για να προσευχηθεί. Έκοψε με το σπαθί του μια γωνία της εκκλησίας -της έκαμε τάχα περιτομή- και την ανακήρυξε τζαμί. Τις εικόνες τις πήραν κρυφά οι Χριστιανοί και τις φύλαξαν για τις νέες εκκλησίες τους αργότερα. Οι Τούρκοι κάτοικοι της Άσσιας έλεγαν ότι έβλεπαν τον Άγιο τη νύκτα να περιφέρεται στο χώρο της εκκλησίας. Επίσης λέγεται ότι ο πρώτος Χότζας που ανέβηκε στο θόλο της εκκλησίας για την καθιερωμένη προσευχή του έπεσε και σκοτώθηκε.
Επειδή οι Τούρκοι κατοικούσαν στο κέντρο του χωριού, και σε αυτή την περιοχή βρισκόταν η εκκλησία που μετατράπηκε σε τζαμί, το χωριό χωρίστηκε σε δύο ενορίες, σε αυτούς που έμεναν στα δυτικά του χωριού ή την «πάνω» ενορία και την «κάτω», αυτούς που έμεναν στα ανατολικά του χωριού. Λίγο μετά το μέσο του 19ου αιώνα, περίπου το 1861, έκτισαν και τις εκκλησίες τους, του Τιμίου Προδρόμου, η πάνω και του Αγίου Γεωργίου, η κάτω ενορία, όπως είδαμε.

Σπάραγμα λεηλατημένης αγιογραφίας Προφήτη
από την Παναγία της Άσσιας. Επαναπατρίστηκε
από την Ολλανδία το 2019 (ekklisionline.gr)
στ. Άλλες εκκλησίες και παρεκκλήσια
Παλαιά Εκκλησία Αγίου Ιωάννη Προδρόμου: Βορειοδυτικά της Άσσιας υπάρχει τοποθεσία γνωστή ως «Πρόδρομοι». Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην τοποθεσία αυτή υπήρχαν ερείπια εκκλησίας που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Χτίστηκε πριν από την εκκλησία της Παναγίας και καταστράφηκε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας από τα νερά του ποταμού Γιαλιά. Το 1861, όταν χτίστηκαν οι δυο κύριοι ναοί της Άσσιας, οι χωριανοί μετέφεραν τις πέτρες της και τις χρησιμοποίησαν για το χτίσιμο των εκκλησιών. Για τις πέτρες του ναού διηγούνται το εξής περιστατικό: Κάποιος χωριανός, με το όνομα Πάντελος, μετέφερε με τα αμάξι του πέτρες, που πήρε από την εκκλησία, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ως θεμέλια του σπιτιού του. Τη νύκτα ένας άγνωστος παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του είπε τα εξής: «Διάταξε ο Άγιος να ζέξεις το ζευκάρι σου, και τις πέτρες που έπιασες να του τις πάρεις πίσω». Και ο Πάντελος τρομαγμένος τις επέστρεψε αμέσως στην ίδια θέση απ’ όπου τις πήρε. Και βεβαίωνε πως ο νυκτερινός επισκέπτης του ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Εκκλησία Αγίου Θεοδώρου του Τράχωνα: Χτίστηκε σε ωραία τοποθεσία προς τα νότια του χωριού, σε αντικατάσταση της παλαιάς που ήταν ετοιμόρροπη. Το οικόπεδο, μέσα στο οποίο χτίστηκε η εκκλησία, παραχωρήθηκε δωρεάν από τον χωριανό Χατζημιχάηλο Χατζηκυριάκου. Για το χτίσιμο της εκκλησίας πρωτοστάτησε ο Δημήτρης Καφάς. Οι εργασίες για την ανέγερσή της άρχισαν το 1942 και τελείωσαν το 1962, οπότε έγιναν και τα εγκαίνιά της από τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’. Τα χρήματα για την ανέγερσή της προήλθαν από εράνους και διάφορες δωρεές. Η ανέγερση γινόταν σταδιακά, δηλαδή όταν συγκεντρωνόταν ένα σεβαστό ποσό χρημάτων συμπληρωνόταν ένα μέρος του ναού. Στην εκκλησία ετελείτο Θεία Λειτουργία στις 8 Φεβρουαρίου, στην εορτή του Αγίου Θεοδώρου, οπότε και γινόταν πανηγύρι. Επίσης λειτουργούσε και μερικές άλλες φορές. Επίσης ετελούντο σε αυτήν γάμοι και αρραβώνες.
Παρεκκλήσι Αγίου Γεωργίου Μάνιας: Στην περιοχή Μάνια, η οποία ήταν άλλοτε τουρκικό τσιφλίκι (αγρόκτημα), υπήρχε πλινθόκτιστη εκκλησία. Πριν χτιστεί το παρεκκλήσι, στη θέση του υπήρχε ένα μικρό υπόστεγο σε σχήμα φούρνου. Το υπόστεγο αυτό βρισκόταν στη θέση αρχαίας εκκλησίας, για να θυμίζει την ύπαρξη του παλαιού ναού. Το παρεκκλήσι αυτό δεν ελειτουργείτο. Υπήρχαν σε αυτό μόνο δύο εικόνες που προσκυνούσαν οι περαστικοί και άναβαν το καντήλι της οι βοσκοί και οι γεωργοί.
Παρεκκλήσι Αγίου Θεοδώρου του κάμπου: Μικρή πλινθόκτιστη εκκλησία που βρίσκεται στα βορειοανατολικά του χωριού, στα διακόσια πενήντα περίπου μέτρα από αυτό. Χτίστηκε ίσως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η εκκλησία λειτουργούσε στις 8 Φεβρουαρίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου Θεοδώρου. Είναι άγνωστο, αν στη θέση της υπήρχε προηγουμένως άλλη εκκλησία. Γνωστό είναι ότι δίπλα από αυτήν υπήρχε μικρό υπόστεγο σε σχήμα φούρνου, μέσα στο οποίο ήταν τοποθετημένη η εικόνα του Αγίου και της άναβαν καντήλι. Σε κάθε περίπτωση που παιδιά αρρωστούσαν με πύρεξη (πυρετό), οι γονείς τους τα μετέφεραν εκεί και τα κυλούσαν πάνω στις πλάκες του φούρνου, πιστεύοντας πως ο Άγιος θα τα θεράπευε. Το 1925 βρέθηκαν κοντά στην εκκλησία ανθρώπινα λείψανα. Το γεγονός αυτό ερμηνεύτηκε από μερικούς ότι παλαιότερα υπήρχε στην περιοχή εκκλησία με κοιμητήριο. Άλλοι όμως ισχυρίζονται ότι τα λείψανα αυτά ανήκαν σε αρναουτάδες που σκοτώθηκαν από Ασσιώτες.

Από τις εκκλησίες που προαναφέραμε, οι δύο πρώτες λειτουργούσαν τακτικά, κάθε Κυριακή. Του Αγίου Γεωργίου στην κάτω ενορία και του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στην πάνω ενορία. Είναι γνωστό ότι το θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων της Άσσιας ήταν αρκετά αναπτυγμένο. Κάθε Κυριακή και οι δυο εκκλησίες ήταν γεμάτες από κόσμο. Πόσο ωραία ήταν την ώρα που τελείωνε η Θεία Λειτουργία και οι πιστοί έφευγαν ανανεωμένοι για να συνεχίσουν τον αγώνα της ζωής. Αρκετοί συνήθιζαν μετά τη λειτουργία να κάθονται στο καφενείο της εκκλησίας και να κουβεντιάζουν τα διάφορα προβλήματα του χωριού, απολαμβάνοντας την κυριακάτικη πρωινή ησυχία. Οι περισσότερες γυναίκες, βιαστικές για τις δουλειές του νοικοκυριού, έσπευδαν στα σπίτια τους για να τις προλάβουν. Όμως έβλεπες στα πρόσωπα όλων διάχυτη τη χάρη και την ευλογία που σκορπά η Θεία Λειτουργία σ’ εκείνους που με συναίσθημα και ευλάβεια εκκλησιάζονται.
Ώρες αλησμόνητες της όμορφης Άσσιας! Να ‘τανε να τις ξαναζούσαμε! Να ‘τανε να ξαναχτυπούσαν οι καμπάνες του Αϊ-Γιώρκη και του Τιμίου Προδρόμου και να καλέσουν τους πιστούς ξανά στη Θεία Λειτουργία, σε Λειτουργία δοξολογίας και ευχαριστίας για την απελευθέρωση του τόπου μας και την επιστροφή στα σπίτια μας…




Έργα του Μιχ. Κκασιάλου με σκηνές από την οικογενειακή, κοινωνική και αγροτική ζωή στην Άσσια των μέσων του περασμένου αιώνα (assia.org.cy, pinterest, larnakaonline.com.cy, paletaart.wordpress.com)
Περιγραφή της περιοχής και ιστορικά στοιχεία
Η Άσσια είναι ένα από τα μεγάλα χωριά της κεντρικής Μεσαορίας, στην Επαρχία Αμμοχώστου. Βρίσκεται μεταξύ Λευκωσίας – Αμμοχώστου, 22,5 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της Λευκωσίας και 38,62 χιλιόμετρα δυτικά της Αμμόχωστου. Το χωριό είναι στο κέντρο της Μεσαορίας και συνορεύει στα δυτικά του με το χωριό Αφάνεια, στα ανατολικά με την Βατυλή, στα βορειοδυτικά, βόρεια και βορειοανατολικά με την Αγκαστίνα, το Μαραθόβουνο, τη Μουσουλίτα και το Στρογγυλό. Στα νότια, σε κάπως μεγαλύτερη απόσταση, βρίσκεται η Τρεμετουσιά (Τριμυθούντα), το Άρσος, η Αθηαίνου και δυο μικρά τουρκόφωνα χωριά, η Αγιά και η Μελούσια.
Στη βόρεια πλευρά της Άσσιας εκτείνεται «ο Κάμπος», κατά τους Ασσιώτες, δηλαδή η εύφορη, πλατειά πεδιάδα της Μεσαορίας, με τα λιγοστά δέντρα. Ο κάμπος ποτίζεται από τον ποταμό Γιαλιά, που τον γεμίζει με πλούσιες προσχώσεις. Στα νότια του χωριού εκτείνεται ο «Τράχωνας», γη λιγότερο γόνιμη και πετρώδης, καθώς δεν βρέχεται από κάποιο ποτάμι, αλλά ποτίζεται μόνον από τη βροχή και από τα τοπικά πηγάδια. Εδώ σπέρνεται κυρίως κριθάρι και βόσκουν πρόβατα. Εδώ βρίσκονται και τα περβόλια που παράγουν πλούσια και καλής ποιότητας λαχανικά.
Σχεδόν σε όλες τις πλευρές του χωριού, υπάρχουν διάσπαρτα τεχνουργήματα, κατασκευές και κτίσματα από παλαιούς οικισμούς, που δείχνουν την κατά καιρούς τοποθεσία του χωριού. Στα νότια υπάρχει η τοποθεσία «καταλύματα», όπου έχουν βρεθεί πήλινα σπασμένα αντικείμενα, πηγάδια και σπηλιές παλαιών οικισμών. Πολλοί παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού υποστήριζαν ότι σε προηγούμενα χρόνια το χωριό βρισκόταν στην τοποθεσία «Μάνια» (Μάνγκια), προς το μέρος της Αγκαστίνας, καταμεσής στον κάμπο, στην τοποθεσία όπου ενωνόταν ο ποταμός Γιαλιάς με τον Πεδιαίο. Τον καιρό της Φραγκοκρατίας υπήρχε στο σημείο εκείνο μοναστήρι, με εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και δώδεκα μοναχούς.
Οι Τούρκοι κατέστρεψαν το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και το μετέτρεψαν σε αγρόκτημα. Το αγρόκτημα το δώρισε ο Λαλά – Μουσταφάς στον Ραματάν πασά, που έμενε τότε στην Άσσια. Επειδή όμως η περιοχή πλημμύριζε από τα νερά του ποταμού και γινόταν λασπώδης, οι κάτοικοι της Μάνιας αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς την Άσσια, στα βόρεια του σημερινού χωριού. Ορισμένοι γέροντες ανέφεραν παλαιότερα: «Πάντα ακούαμε για μια γυναίκα, που μπήκε μπροστά και μαζί με άλλους χωριανούς μας χώρισαν τους δυο ποταμούς, έτσι που ο Γιαλιάς να περνά δίπλα από το χωριό μας». Η γυναίκα αυτή λέγεται πως ήταν η Κόμισσα Μαρία, που είχε μεγάλο αγρόκτημα, εκεί όπου σήμερα είναι το χωριό Στρογγυλός. Το γεγονός αυτό τοποθετείται τον καιρό της Τουρκοκρατίας.
Ο ποταμός όμως εξακολουθούσε να τους δημιουργεί προβλήματα και έτσι, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς τα νότια, που ήταν πιο ψηλά, εκεί περίπου που βρίσκεται σήμερα η Άσσια. Η νέα τοποθεσία βρισκόταν στην περιοχή Προδρόμου και Χανούθκια, στα βορειοδυτικά του χωριού. Στην τοποθεσία Προδρόμου βρέθηκαν θεμέλια, ίσως ναού, του οποίου οι πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου, στην πάνω ενορία του χωριού. Για την ύπαρξη εκκλησίας σε αυτή την περιοχή μιλούν και διάφορες διηγήσεις μεταξύ των γεροντότερων Ασσιωτών.



Εικόνες της τουρκικής βαρβαρότητας στην κατεχόμενη Άσσια: α. Το εσωτερικό του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, β. Ερειπωμένο σπίτι, γ. Το Ορθόδοξο νεκροταφείο της Άσσιας με συλημένους όλους τους τάφους
Ερείπια υπήρχαν και στην περιοχή Χανούθκια, καθώς και μια μικρή πλινθόκτιστη εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου, στα βορειοανατολικά του χωριού. Η εκκλησία υπήρχε μέχρι το 1974. Εκεί, όταν έσκαβαν για να πάρουν «χαβάρα», για την επίστρωση των δρόμων, έβρισκαν σκελετούς ανθρώπων, γεγονός που μαρτυρεί ότι προϋπήρχε κάποιο νεκροταφείο. Επί πλέον στην περιοχή αυτή υπήρχαν τρία πηγάδια, ο Λουρικός, στο δρόμο Άσσιας – Αγκαστίνας, ο Λάκκος της Καμάρας, στο δρόμο Άσσιας – Στρογγυλού και ένας ακόμα. Από αυτούς πότιζαν οι βοσκοί και υδρευόταν όλο το χωριό, γιατί δεν υπήρχε άλλη προμήθεια πόσιμου νερού.
Μια άλλη μαρτυρία για το ότι το χωριό βρισκόταν τότε σε αυτή την περιοχή είναι η εκκλησία της Παναγίας, του 15ου αιώνα που έχει μεγάλη αρχαιολογική αξία, όπως αναφέρει και ο άγγλος αρχαιολόγος Robert Gunnis. Οι τοίχοι της ήταν σκεπασμένοι με τοιχογραφίες, καλύφθηκαν όμως κατά την επισκευή της. Υπήρχε ως το 1974 στην εκκλησία σταυρός 17ου αιώνα και διάφορες παλαιές εικόνες.


Παλιές ευτυχισμένες μέρες στην Άσσια: παρέα Ελληνοκυπρίων σε γλέντι και Πάσχα στην Παναγία της Άσσιας, το 1918 (assia.org.cy)
Προέλευση της ονομασίας του χωριού
Το όνομα του χωριού προέρχεται, κατά μια εκδοχή, από την λέξη «σκιά» και το στερητικό «α», δηλαδή «Άσκια», από το άδεντρο και άσκιο της περιοχής. Τα δέντρα ήταν πάντα πολύ λίγα και δεν υπήρχε σκιά. Η περιοχή ήταν άσκια (χωρίς σκιά), σιγά-σιγά δε με κάποια παραφθορά -συνήθη στην κυπριακή διάλεκτο σε όμοιους φθόγγους- έγινε Άσσια. Στα μεσαιωνικά κείμενα αναφέρεται ως Άσκια ή Ασκία ή Ascia. Σχετικά αναφέρει ο Σ. Μέναδρος στο βιβλίο του «Το τοπωνυμικό της Κύπρου»: «Επίσης Άσσια καλείται παλαιά κώμη μνημονευομένη πολλάκις επί της Φραγκοκρατίας ότι απετέλη κατά την ενετικήν απογραφήν το baliazzo d’ Ascha. Άσσος δε ήτο πόλις της Μυσίας επί του Αδραμυττίου κόλπου. Εν ταις Assises γράφεται διαφοροτρόπως Aschia, Achia, Asquie και παρά Μαχαιρά “Άσκια” και “Αχεά” πάσαι δ’ αι γραφαί αύται μαρτυρούσιν ότι έκτοτε συνέπεσεν η προφορά των και σήμερον συγχεομένων φθόγγων σσι, σκι, xxι πάντων ακουόμενων ως ταχύ ιταλικόν sc».

Ο ποταμός Γιαλιάς και το γεφύρι του (agrino.org)
Δεύτερη εκδοχή, η οποία αποτελεί μια λαϊκή ετυμολογία, κοινή σε πολλούς κατοίκους του χωριού, είναι πως το όνομά της η Άσσια το πήρε από τα ασκιά που κατασκεύαζαν πολλοί κάτοικοι από δέρματα προβάτων και κατσικών. Σε περιόδους ηρωικών φαγοποτιών και ομηρικών διαγωνισμών στο ποτό, έλεγαν ότι το όνομα προήλθε από το ότι οι κάτοικοι της Άσσιας έπιναν άφθονο το κρασί, μετρώντας το κρασί που κατανάλωναν όχι με τα ποτήρια, αλλά με τ’ ασκιά!
Ο Αθ. Σακελαρίου, στο ιστορικό του βιβλίο «Κυπριακά», υποστηρίζει ότι η Κώμη Άσσια, την οποία ο Λεόντιος Μαχαιράς ονομάζει «Άσκια», βρίσκεται ανάμεσα στις άλλες αποικίες της Πελοποννήσου στην Κύπρο. Αντίθετα, κατά τον Κύπριο λαογράφο και ερευνητή Νέαρχο Κληρίδη, ο οικισμός της Άσσιας ιδρύθηκε από μετανάστες που ήρθαν από την πόλη Άσσος της Μικράς Ασίας.


Έργα του λαϊκού Ασσιώτη ζωγράφου Μιχάλη Κκασιάλου με καθημερινές σκηνές από το σπίτι του στην Άσσια (ageliaforos.com, assia.org.cy)
Η ίδρυση της Άσσιας είναι δυνατό να συνδεθεί, κατά την εκδοχή του Σακελαρίου, με τους Λάκωνες αποίκους της Κύπρου, χωρίς όμως επιστημονικές αποδείξεις. Τούτο μπορεί να δικαιολογηθεί από τοπωνύμια του χωριού Άσσια, όπως η «Μάνια», που πήρε ενδεχομένως το όνομά της από την Μάνη, την ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου που καλύπτει τη χερσόνησο του Ταϋγέτου. Επίσης τούτο συνάγεται από κοντινούς στο χωριό αρχαίους οικισμούς, όπως οι Γόλγοι, που σχετίζονταν με Λάκωνες, από τον περήφανο, πείσμονα, σκληρό και εκδικητικό χαρακτήρα των Ασσιωτών, τη βεντέτα, τους φόνους και άλλα. Η Άσσια αναφέρεται από αρκετούς συγγραφείς, ιστορικούς, λογοτέχνες, λαογράφους παλαιούς και νεωτέρους, Έλληνες και ξένους. Ο καθηγητής Αθανάσιος Σακελλαρίου γράφει στο βιβλίο του «Τα Κυπριακά»: «Εν μίλιο ανατολικά των Αθηαίνου και των Γόλγων κείται η κώμη Άσσια εκ τε Χριστιανών και Τούρκων κατοικουμένη».
Ο λαογράφος Νέαρχος Κληρίδης γράφει για την Άσσια στο βιβλίο του «Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου», λαμβάνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας την έλεγαν «Άσκια», με την εξήγηση πως ήταν ένα χωριό που δεν είχε ούτ’ ένα δέντρο να κάνει λίγη σκιά το καλοκαίρι. Στα χρόνια εκείνα, η Άσσια ήταν φέουδο του σπουδαιότερου φεουδάρχη της Κύπρου, που είχε τον τίτλο «Κόμης της Τρίπολης» και αποτελούσε σταθμό για εκείνους που ταξίδευσαν από την Λευκωσία στην Αμμόχωστο ή από την Αμμόχωστο στην Λευκωσία. Οι ταξιδιώτες έκαναν σταθμό συνήθως στην Άσσια, για να ξεκουραστούν και οι άνθρωποι και τα άλογά τους. Εδώ έκανε σταθμό και η βασίλισσα της Κύπρου Ελεονόρα, στα 1373, μητέρα του βασιλέα Πέτρου Β’, τον οποίον οι Γενουάτες είχαν αιχμαλωτίσει στην Αμμόχωστο, σχεδιάζοντας να κάνουν δική τους την Κύπρο.

Εκτελεσθέντες Ασσιώτες από τους Τούρκους στο Ορνίθι (papapolyviou.com)
Την Άσσια την αναφέρει και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στο βιβλίο του «Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου». Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους και ενώ ο Αρχιεπίσκοπος απουσίαζε στη Βενετία, ο τότε Επίσκοπος Πάφου Κονταρίνης έκαμε μίαν ομιλία στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας «παρόντων πάντων των Ρετόρων και Αρχηγών των στρατιωτών και του λαού αυτού». Μετά την ενθουσιώδη ομιλία του Επισκόπου Πάφου, ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει επί λέξει τα εξής: «Αυτή η ομιλία εθέρμανε πάντας και ο ένας εγκαρδίωνε τον άλλον. Εδιεμοιράζοντο τα σήματα, και οι τόποι εις τον καθένα, και συνερίζοντο καθ’ ένας να διαφεντεύση την πατρίδα του με την ιδίαν χύσιν του αίματος. Τότε ηνάγκασαν οι Ρετόροι να φέρουν εις τα καστέλια τα αναγκαία της τροφής. Επορεύθησαν οι ίδιοι εις Άσχιαν, προσμένοντας εκεί τον τοποτηρητήν της Αμμοχώστου διά να διορίσουν τα σιτάρια, τα πρόβατα, και όσα άλλα χρειαζόμενα και δεν έκαμαν άλλο, παρά να αρπάξουσι τα ζώα του καθ’ ενός, τα κριθάρια και σιτάρια. Οι δυστυχείς Πάροικοι επρόσμεναν με επιθυμίαν μεγάλην ν’ ακούσουν ότι ελευθερώθησαν από την σκλαβιάν, επειδή ήκουσαν, πως ήλθον γράμματα από την Αυθεντίαν, οπού έγραφον να τους ελευθερώσουν, την Ελευθερίαν δεν απόκτησαν, μήτε ήλπιζαν ν’ αποκτήσουν, έξω απ’ εκείνην του Μουσταφαπασά».
Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει στη σελίδα 302 ότι αμέσως μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, το 1570, η Άσσια ήταν το πρώτο από δεκαέξι χωρία της Κύπρου, που εξαναγκάστηκε από τους Τούρκους να πληρώνει ειδικό φόρο για τη συντήρηση των τούρκων στρατιωτών που λέγονταν «γιανίτσαροι».
Νεώτεροι χρόνοι
Τους Ασσιώτες διέκρινε ανέκαθεν ένας τοπικισμός, δεν έφευγαν από το χωρίο τους, εκτός εάν ήταν αναγκασμένοι. Την χρονιά της Τουρκικής εισβολής το χωριό αριθμούσε 2.500 κατοίκους.
Οι Τούρκοι έφυγαν από την Άσσια μετά από τα γεγονότα της 26ης Μαΐου 1956. Συγκεκριμένα, το Σαββάτο βράδυ της 26ης Μαΐου 1956, Τούρκοι ένοπλοι πυροβόλησαν εναντίον ανύποπτων θαμώνων ελληνικού καφενείου στο γειτονικό προς την Άσσια μικτό χωριό Αφάνεια. Από τους πυροβολισμούς τραυματίστηκαν επτά συνολικά αθώοι Έλληνες -μεταξύ των οποίων και ο ιερέας παπα-Νικόλαος Γεωργίου- και μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου. Η είδηση διαδόθηκε αμέσως στην Αφάνεια. Μερικοί προσέτρεξαν στην Άσσια αναφέροντας τα γεγονότα και ζητώντας βοήθεια. Άλλοι άρχισαν να κτυπούν την καμπάνα του Αγίου Αρτεμίου στην Αφάνεια. Εκατοντάδες Ασσιώτες, νέοι και γέροι, άλλοι με αυτοκίνητα και άλλοι με τα πόδια έφθασαν αυθόρμητα στην Αφάνεια. Για όπλα οι Ασσιώτες, είχαν μαζί τους γεωργικά εργαλεία, όπως φτυάρια, αξίνες, μαχαίρια. Τότε οι Τούρκοι άρχισαν να εκκενώνουν το χωριό Αφάνεια, φεύγοντας προς το αμιγές τουρκικό χωριό Αγυιά Κεπήρ. Το ίδιο βράδυ κάποιοι έβαλαν φωτιές σε περιφράξεις των τουρκικών σπιτιών στην Άσσια. Όταν ξημέρωσε Κυριακή, μάταια οι Έλληνες διαβεβαίωναν τους Τούρκους, ότι δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε. Οι Τούρκοι φόρτωσαν τα πράγματά τους σε αυτοκίνητα και εγκατέλειψαν ομαδικά την Άσσια.


Ομαδικός τάφος αγνοουμένων που βρέθηκε στο Ορνίθι (papapolyviou.com, assia.org.cy)
Αγροτική παραγωγή
Λόγω της μορφολογίας του εδάφους και του ποταμού Γιαλιά, η Άσσια ήταν ανέκαθεν γνωστή ως αγροτικό χωρίο. Μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα η πλειοψηφία των χωριανών ασχολείτο με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Συγκεκριμένα, οι Ασσιώτες καλιεργούσαν σιτηρά, βαμβάκι, σησάμι και εποχιακά, όπως αγγουράκια, πεπόνια, καρπούζια, αλλά και τριφύλλι και ρόβι. Παγκύπρια φημισμένο είναι το χωριό για τα Ασσιώτικα αγγούρια του και για τα γαϊδούρια του. Κατά την απογραφή του 1946 το χωριό είχε 2.041 κατοίκους, οι οποίοι καλλιεργούσαν 3.281 σκάλες σιτάρι, 5.620 κριθάρι, 1.373 κτηνοτροφικά φυτά, 1.208 σκάλες βαμβάκι και 211 σκάλες σησάμι. Κατά την ίδια απογραφή, το χωριό είχε 3.121 ρίζες ελιές, 49 άλογα, 281 γαϊδούρια, 331 βόδια, 2.047 πρόβατα και 264 κατσίκες.
Η καλλιέργεια του σιταριού γινόταν βορειοανατολικά και δυτικά του χωριού και οριοθετείται μεταξύ των κατεχομένων χωριών Αφάνεια, Αγκαστίνα, Μουσουλίτα και Στρογγυλός, δηλαδή στην έκταση ανάμεσα στον παλαιό και τον καινούριο δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Αυτή η περιοχή της Μεσαορίας λεγόταν «Κάμπος». Το χώμα των χωραφιών αυτής της περιοχής ήταν καθαρό από την ίλη των ποταμών.




Μέρες της συμφοράς: Καταυλισμός Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων από την Άσσια, το 1974 (φωτ. Δώρος Παρτασίδης: polygnosi.com)
Η καλλιέργεια του κριθαριού γινόταν στα νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά του χωριού, στην περιοχή που περικλείεται μεταξύ του παλαιού δρόμου Λευκωσίας – Αμμοχώστου και των χωριών Βατυλή, Άρσος, Αγιά και Αφάνεια. Τα χωράφια αυτής της περιοχής, που λεγόταν «Τράχωνας», ήταν κάπως πετρώδη και λιγότερο γόνιμα, η δε απόδοσή τους ήταν ικανοποιητική με κανονική βροχόπτωση. Μέχρι το 1960 γινόταν καλλιέργεια βαμβακιού. Η καλλιέργειά του γινόταν στον «Κάμπο». Ένα άλλο αξιόλογο προϊόν για πολλούς γεωργούς ήταν το σησάμι. Η καλλιέργειά του γινόταν επίσης στον Κάμπο. Φυτευόταν είτε μέσα σε φυτείες βαμβακιού είτε μόνο του, κυρίως σε χωράφια που είχαν ποτιστεί τον χειμώνα από τον ποταμό.
Μέσα στις φυτείες του βαμβακιού φύτευαν επίσης πεπονιές και καρπουζιές. Η παραγωγή πεπονιών και καρπουζιών ήταν εξαιρετική σε ποιότητα και ποσότητα, κυρίως στα χωράφια που είχαν ποτιστεί από τον ποταμό. Η ποιότητα και γεύση των πεπονιών ήταν πολύ καλές, γιατί τα φυτά ήταν άνυδρα, δηλαδή δεν ποτίζονταν. Για πολλά χρόνια τα πεπόνια της Άσσιας ήταν πολύ γνωστά για την εξαίρετη γεύση τους.
Αθλητικά σωματεία και κοινωφελή ιδρύματα
Στην Άσσια δραστηριοποιούνταν, πριν την τουρκική εισβολή, δύο ποδοσφαιρικά σωματεία, ο «Εθνικός Άσσιας», που ιδρύθηκε το 1966 και η «Ομόνοια Άσσιας». Στο χωριό λειτουργούσαν διάφορες κοινωφελείς υπηρεσίες, όπως κινηματογράφος, εστιατόρια ταβέρνες κ.τ.λ. Υπήρχε επίσης και το γνωστό Αγροτικό Υγειονομικό Κέντρο (ΑΥΚ) Ιδαλίου, το οποίο εξυπηρετούσε και τα γύρω χωριά. Εκτός αυτών λειτουργούσε και μία στέγη ηλικιωμένων, ο «Άγιος Δημητριανός» πλησίον του Υγειονομικού Κέντρου.

Μέλη της ποδοσφαιρικής ομάδας «Ομόνοια Άσσιας» πριν την τουρκική εισβολή (ageliaforos.com)
Τουρκική εισβολή – Αγνοούμενοι και εγκλήματα πολέμου
Η Άσσια είναι το χωριό με τους περισσότερους αγνοούμενους από όλα τα χωριά της Κύπρου από την τουρκική εισβολή, τον Αύγουστο του 1974. Συνολικά εκατόν πέντε (105) άτομα, ανάμεσά τους γέροντες και παιδιά, έχουν δηλωθεί επίσημα ως αγνοούμενοι από την περιοχή. Από αυτούς εβδομήντα έξι (76) ήταν κάτοικοι της Άσσιας και άλλοι εικοσιεννέα (29) προέρχονταν από άλλα χωριά, έχοντας βρει καταφύγιο στην Άσσια, στην προσπάθειά τους να προφυλαχθούν από τις περιοχές των μαχών. Άλλοι οκτώ (8) Ασσιώτες, των οποίων αγνοείται η τύχη, εξαφανίσθηκαν σε άλλες περιοχές της Κύπρου (Αγκαστίνα 1, Αφάνεια 1, Δίκωμο 1, Κοντέα 4, Τράχωνας 1). Ο Ασσιώτης Ανδρέας Κασάπης, ο 17χρονος τότε Αμερικανός πολίτης, ήταν ο πρώτος αγνοούμενος της Τουρκικής εισβολής, του οποίου τα λείψανα εντοπίστηκαν και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA, τον Μάρτιο του 1998. Αυτό έγινε κατορθωτό μετά από πολυετείς και επίμονες προσπάθειες του πατέρα του, Κώστα Κασάπη και με την ενεργό συμπαράσταση της Ελληνοαμερικανικής κοινότητας και Αμερικανών βουλευτών και γερουσιαστών. Η πιο τραγική περίπτωση των αγνοουμένων της Άσσιας είναι εκείνη της οικογένειας Εγγλέζου, της οποίας επτά (7) μέλη χάθηκαν μετά την σύλληψή τους από το σπίτι τους, τον Αύγουστο του 1974. Τέσσερα από τα αγνοούμενα μέλη της εν λόγω οικογένειας είχαν ηλικία από 11 μέχρι 18 ετών, γεγονός ενδεικτικό της τουρκικής βαρβαρότητας ακόμα και σε βάρος μικρών παιδιών..
Συγκεκριμένα, στις 21 Αυγούστου 1974, σε μία ευρείας κλίμακας εκκαθαριστική επιχείρηση, τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής συνεπικουρούμενα από ομάδες ενόπλων Τουρκοκυπρίων από γειτονικά χωριά, οδήγησαν περί τους 900-1.000 εγκλωβισμένους αμάχους πολίτες της Άσσιας στην πλατεία Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στην πάνω ενορία της Άσσιας. Εκεί, Τούρκοι αξιωματικοί διαχώρισαν τα γυναικόπαιδα απ’ όλους τους άνδρες και νεαρούς εφήβους 14-15 ετών και πάνω. Όλους τους άνδρες τους έδεσαν με σύρματα και έριξαν πολλούς από αυτούς, σαν τα ζώα, πάνω σε τρία φορτηγά οχήματα. Συνολικά εκατόν επτά (107) συλληφθέντες άνδρες και νέοι, συνοδευόμενοι από Τούρκους στρατιώτες και αξιωματικούς, οδηγήθηκαν στο γκαράζ Παυλίδη, στη Λευκωσία, με ενδιάμεσο σταθμό σε αγροτική περιοχή του γειτονικού χωριού Αγυά Κεπήρ. Στο γκαράζ Παυλίδη, Τουρκοκύπριος αστυνομικός, επ’ ονόματι Αλί Ριζά, επέλεξε τριάντα επτά (37) από τους αιχμαλώτους -όλους κάτω των 50 ετών- να αποβιβαστούν και για τους υπόλοιπους εβδομήντα (70) (σχεδόν όλους άνω των 50 ετών) εδόθη οδηγία να επιστρέψουν στο χωριό, προφανώς λόγω του προχωρημένου της ηλικίας τους. Αυτή η ομάδα των 70 αμάχων πολιτών είναι η γνωστή πλέον ομάδα εκτελεσθέντων Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων, που εντοπίστηκε σε δύο ομαδικούς τάφους στο γειτονικό προς την Άσσια χωριό Ορνίθι. Το έγκλημα στο Ορνίθι αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου εναντίον αμάχων πολιτών, που διέπραξε ο Τουρκικός στρατός στην Κύπρο, το 1974. Τα στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτό το φρικαλέο έγκλημα είναι αδιάσειστα. Το μαρτυρούν οι εκατοντάδες πολίτες που ήταν παρόντες κατά τη σύλληψη των αιχμαλώτων, οι δεκάδες άνδρες και νέοι που ήταν μαζί τους στα ίδια φορτηγά μέχρι το γκαράζ Παυλίδη, αλλά και η συγκλονιστική μαρτυρία από τουρκικές πηγές, που έχει καταγραφεί στο βιβλίο του Ρόνι Αλάσορ, «Διαταγή Εκτέλεστε τους Αιχμαλώτους» και έχει ως τίτλο του συγκεκριμένου κεφαλαίου τη συνθηματική φράση που χρησιμοποιούσαν οι τούρκοι για να δώσουν εντολή για μαζικές εκτελέσεις: «Φορτώστε τους στο τρένο»..
Η αρχαιολογική και ανθρωπολογική έρευνα των δύο ομαδικών τάφων που βρέθηκαν στο Ορνίθι, τα έτη 2009-2010, έφερε στο φως ένα ακόμα φρικτό έγκλημα: Όπως πιστοποιήθηκε από τα ευρήματα, οι κατοχικές αρχές είχαν προβεί σε εσκεμμένη και οργανωμένη εκταφή και μετακίνηση των οστών, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσουν τα τεκμήρια του εγκλήματος. Από τους δύο τάφους σώθηκαν στο σύνολό τους τα οστά μόνο τεσσάρων εκτελεσθέντων και σημαντικό μέρος άλλων τριών. Μερικά από αυτά βρέθηκαν εντός λαγουμιών που συγκοινωνούσαν με γειτονικά πηγάδια, προφανώς σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια των θυμάτων να διαφύγουν, γεγονός που ενισχύει την μαρτυρία του στρατιώτη Ο. Σαατ στην προαναφερθείσα τουρκική πηγή, ότι ορισμένοι ρίχθηκαν στα πηγάδια ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί. Από τους υπόλοιπους εκτελεσθέντες αιχμαλώτους βρέθηκαν μόνο λίγα τεμάχια ή θραύσματα των οστών τους.
Τα γυναικόπαιδα της Άσσιας οδηγήθηκαν μαζικά, κατά την τουρκική εισβολή στο χωριό τον Αύγουστο του 1974, σε μερικά σπίτια της κάτω ενορίας του χωριού (ανατολικό μέρος), όπου κυριολεκτικά στοιβάχτηκαν κάτω από συνθήκες φόβου, αλλά και έλλειψης τροφής, κατάλληλου πόσιμου νερού, ηλεκτροδότησης και γενικά υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής. Πρώτιστο μέλημα των μεγαλυτέρων γυναικών ήταν να προστατέψουν τις νεαρές κοπέλες από τον κίνδυνο των βιασμών. Τις είχαν ντύσει σαν γριές, με μαύρα ρούχα και μαύρα μαντίλια (κουρούκλες) που κάλυπταν σχεδόν όλο τους το πρόσωπο και τις έκρυβαν σε διάφορα σημεία, κάτω από κρεβάτια, μέσα σε ερμάρια και όπου αλλού μπορούσαν. Σαν ασπίδα κάθονταν κοντά στην είσοδο οι γριές και τα μικρά παιδιά που με το κλάμα τους, όταν εμφανίζονταν οι Τούρκοι, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα πέπλο προστασίας για το σύνολο και κυρίως για τις νεαρές κοπέλες και τα κορίτσια τους.


Μέρες της συμφοράς: Καταυλισμός Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων από την Άσσια, το 1974 (φωτ. Δώρος Παρτασίδης: polygnosi.com)
Στο υπόλοιπο χωριό, εν τω μεταξύ, γινόταν ένα ανελέητο πλιάτσικο από Τουκοκυπρίους των γειτονικών χωριών. Όλα τα σπίτια εκκενώνονταν συστηματικά. Έπιπλα, οικιακά σκεύη, ρουχισμός, τα ζώα, όπου βρέθηκαν σε κοπάδια ή σε αυλές και μάντρες, λεηλατήθηκαν. Μέχρι και το σύρμα που κρέμαγαν ρούχα οι νοικοκυρές υπάρχουν μαρτυρίες ότι το σήκωναν και το έπαιρναν μαζί τους οι πλιατσικολόγοι.. Μέσα σε λίγες μέρες τα σπίτια στο χωριό μετατρέπονταν, από οικίες γεμάτες ζωή, σε τοίχους ξερούς.. Το χωριό δεν ήταν πλέον βιώσιμο, το σκηνικό της κόλασης συμπλήρωνε η μυρωδιά του θανάτου που αναδυόταν παντού. Οι Τούρκοι σκόπιμα άφησαν τους πλείστους νεκρούς άταφους, για τουλάχιστον πέντε μέρες, που μαζί με ζώα που είχαν πεθάνει από την δίψα, δημιούργησαν αφόρητες συνθήκες. Από τις 23 έως και τις 28 Αυγούστου 1974, όλος ο πληθυσμός της Άσσιας εκδιώχθηκε από το χωριό, μέσω Περγάμου και Τρούλλων, προς την επαρχία Λάρνακας.
Αναμφίβολα η Άσσια υπήρξε η σκηνή, όπου διαδραματίστηκε μία από τις πιο αποτρόπαιες συμφορές της Κυπριακής τραγωδίας του 1974. Δεν υπάρχει άτομο στην Άσσια που να μην έχει χάσει γονέα, παιδί, αδελφό ή αδελφή, θείο ή θεία, τον καλό του γείτονα ή το στενό φίλο των νεανικών του χρόνων. Οι Ασσιώτες και όσοι έτυχαν να εγκλωβιστούν στο χωριό τις ημέρες της εισβολής, βιώσαν επί δύο εβδομάδες την απροκάλυπτη βαρβαρότητα και την ωμότητα της τουρκικής πολεμικής μηχανής και έζησαν από πρώτο χέρι τον μηχανισμό της καταστροφής και του εθνικού ξεκαθαρίσματος.
Όλα τα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής και κατοχής και οι τουρκοκύπριοι συνεργάτες τους στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων και όσα διεπράχθησαν στην Άσσια και στο γειτονικό Ορνίθι, παραμένουν ατιμώρητα έως και σήμερα.
Β. Η Τρεμετουσιά (Τριμυθούντα)
«Ο ποιμένας Σπυρίδωνας, τόση οσιότητα είχε, ώστε κρίθηκε άξιος να γίνει και ποιμένας ανθρώπων. Ο Σπυρίδων ορίστηκε να είναι επίσκοπος σε μία από τις πόλεις της Κύπρου με το όνομα Τριμιθούς. Αυτά τα πληροφορήθηκα και προφορικά από πολλούς Κυπρίους και τα συνάντησα στο σύνταγμα κάποιου πρεσβυτέρου Ρουφίνου, το οποίο είναι γραμμένο στα λατινικά…»
(J.P. Migne, Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, Paris 1857-1906, 67.104)

Φορητή εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος Επισκόπου Τριμυθούντος του Θαυματουργού
από την ιερά μονή του στην Τρεμετουσιά (ageliaforos.com)
Η Τρεμετουσιά είναι μεικτό χωριό της επαρχίας Λάρνακας, περί τα 23 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Λάρνακας. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου. Είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 100 μέτρων, με τα βόρειά της σύνορα ν’ αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας – Λάρνακας. Από μορφολογικής απόψεως, το νότιο τμήμα του χωριού χαρακτηρίζεται από λοφώδη τοπογραφία και το υψόμετρο περί τα 3 χλμ. νότια του οικισμού φθάνει τα 240 μέτρα (κορφή Ελιάς). Αντίθετα, το βόρειο τμήμα του χωριού, με μόνη εξαίρεση έναν μεμονωμένο λόφο ύψους 157 μ., στα βόρειά του, στην τοποθεσία Αλουπότρυπες, είναι καμπίσιο με μια πολύ μικρή κλίση από τα βόρεια προς τον οικισμό.

Λεπτομέρεια χάρτη της Επαρχίας Λάρνακας (polignosi.com)
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι), οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κρητίδων, μαργών και ψαμμιτών), οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες) και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη, ξερορεντζίνες και προσχωσιγενή εδάφη.
Στην περιοχή της Τρεμετουσιάς καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, σιτηρά και νομευτικά φυτά. Αρκετά ανεπτυγμένη, πριν από την τουρκική εισβολή, ήταν και η κτηνοτροφία του χωριού. Το 1973 εκτρέφονταν 1.124 πρόβατα, 400 κατσίκες, 545 αγελάδες και 6.630 πουλερικά. Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Τρεμετουσιά συνδέεται στα βορειοανατολικά με το χωριό Άρσος (περί τα 2 χλμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Μελούσεια (περί τα 2 χλμ.). Συνδέεται επίσης με σκυρόστρωτους δρόμους στα βόρεια με το χωριό Άσσια (περί τα 9 χλμ.) και στα βορειοδυτικά με το χωριό Αγυιά (περί τα 5 χλμ.). Το χωριό γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Βρίσκεται στον ίδιο χώρο, όπου άκμασε κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες η πόλη Τρεμιθούς, έδρα μιας από τις πρώτες επισκοπές της Κύπρου. Σημαντικός επίσκοπος της Τρεμιθούντος (ή και Τριμιθούντος) υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους αγίους της Κύπρου, ο άγιος Σπυρίδων. Στο χωριό υπάρχει μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο Σπυρίδωνα.

Η ιερά μονή Αγίου Σπυρίδωνος Τρεμετουσιάς Επαρχίας Λάρνακας (oc.csp.com.cy)
Το χωριό φέρει σήμερα, παραλλαγμένη, την αρχαία ονομασία της Τρεμιθούντος, απ’ όπου «Τρεμεθουσία» αργότερα και τελικά, «Τρεμετουσιά». Σχετικά ο ντε Μας Λατρί αναφέρει το χωριό ως Trimithussia (= Τριμιθουσία), αλλά και Trimithussa (= Τριμιθούσα) και Tremithosse καθώς και La Tremetossie, γράφοντας ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ανήκε στα βασιλικά κτήματα. Ο ίδιος σημειώνει όμως ότι το χωριό υπήρξε και φέουδο της οικογένειας Babin, προς την οποία φαίνεται ότι είχε παραχωρηθεί από κάποιον βασιλιά του νησιού, άγνωστο όμως πότε ακριβώς. Η Τρεμετουσιά βρίσκεται σημειωμένη και σε παλαιούς χάρτες με την ονομασία Trimitusa (Τριμιθούσα). Την ονομασία της αρχαίας Τρεμιθούντος ετυμολογεί ήδη από την Αρχαιότητα ορθά ο Στέφανος Βυζάντιος, που γράφει ότι προήλθε από το φυτό «τρεμιθκιά» που αφθονούσε στην περιοχή: «ἀπό τῶν περί τόν τόπον πεφυκυιῶν τερεβίνθων, ἅς Κύπριοι τρεμίθους καλοῦσιν …».
Στην Τρεμετουσιά αναφέρεται ότι είχε διεξαχθεί η αποφασιστική μάχη μεταξύ των δυνάμεων του βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου Λεοντόκαρδου κι εκείνων του τυράννου της Κύπρου Ισαακίου Κομνηνού, το 1191. Φαίνεται, συνεπώς, ότι ο οικισμός υφίστατο και πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας, κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Είναι πολύ πιθανό ότι η κατοίκηση στην περιοχή υπήρξε συνεχής από την Αρχαιότητα και ότι δεν είχε εγκαταλειφθεί η αρχαία Τρεμιθούς για να επανιδρυθεί αργότερα η Τρεμετουσιά, όπως μερικοί παλαιότεροι μελετητές αφήνουν να νοηθεί. Ο Νέαρχος Κληρίδης, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η πολιτεία είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191 και ότι ο νεότερος οικισμός ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα γύρω από το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος. Αυτό όμως δεν ευσταθεί, αφού μαρτυρείται ότι στο μεσοδιάστημα των πιο πάνω χρονολογιών ο οικισμός υφίστατο και μάλιστα ως αρκετά σημαντικό φέουδο. Ο ντε Μας Λατρί υποστηρίζει ότι αναφορές για καταστροφή της πόλης από τον Ριχάρδο οφείλοντο μάλλον σε παρεξήγηση, επειδή πολλά αρχαία ερείπια στην περιοχή είχαν εκληφθεί ως ερείπια εξ αιτίας της συγκρούσεως του 1191.

Κτητορική επιγραφή από το επιδαπέδιο ψηφιδωτό της βασιλικής του Αγίου
του Σπυρίδωνος στην Τρεμετουσιά (Τριμυθούντα), η οποία αναφέρεται
στον άγιο Σπυρίδωνα (α’ μισό 5ου αι.)
Ο οικισμός αναφέρεται επίσης από τον μεσαιωνικό χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, ως επισκοπική έδρα του αγίου Σπυρίδωνος. Σαφέστερη αναφορά κάνει ο άλλος μεσαιωνικός χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος, που γράφει για κάποιον ονόματι «Καλόγηρον», «ὁ ποῖος ἦτον πάροικος ἀπό τήν Τριμυθουσίαν …» (Διήγησις… έκδ. «Φιλόκυπρος», 1989, παρ. 25). Ως βασιλικό κτήμα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και ως κρατική περιουσία κατά την ακολουθήσασα περίοδο της Βενετοκρατίας, το χωριό θα πρέπει να είχε κατασχεθεί από τους Τούρκους μετά την κατάληψη της Κύπρου το 1570-71. Έτσι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έγινε μεικτός οικισμός, με την εγκατάσταση σε αυτόν Τούρκων αξιωματούχων. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και αργότερα, στην περιοχή της Τρεμετουσιάς εκαλλιεργείτο και το βαμβάκι, ενώ παραγόταν και άφθονο μετάξι. Στο χωριό υπάρχει και μουσουλμανικό τέμενος, με την ονομασία τέμενος Χατζή Μουσταφά Αγά.
Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν μετά την τουρκική εισβολή του 1974, στη δε συνέχεια κατοίκησαν και άλλοι Τουρκοκύπριοι στο χωριό, όπως και έποικοι από την Τουρκία. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαφανίσουν κάθε τι το ελληνικό από τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, άλλαξαν και την ελληνική ονομασία του χωριού, ονομάζοντάς το Erdemli, που μπορεί να ερμηνευθεί ως «ενάρετο».

Ο Άγιος Σπυρίδωνας από την Άσσια στην Τριμυθούντα και στην Κέρκυρα (in.gr)
Σύντομο ιστορικό της Ιεράς Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος Τρεμετουσιάς
Στις 12 Δεκεμβρίου εκάστου έτους εορτάζει ο Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου, ο οποίος εκοιμήθη το 348 μ.Χ. Με αφορμή την εορτή του Αγίου, παραθέτουμε λίγα στοιχεία για την Ιερά Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος, που βρίσκεται στην Τρεμετουσιά, η οποία, όπως είδαμε, παλαιότερα ονομαζόταν «Τριμυθούντα».
Λίγο μετά την κοίμηση του Αγίου Σπυρίδωνος ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, στη πόλη Τριμυθούντα, όπου έζησε και ποίμανε τον λαό του Θεού για πολλά χρόνια. Με την πάροδο του χρόνου, δημιουργήθηκε μοναστική κοινότητα γύρω από την εκκλησία, αλλά δυστυχώς η πρώτη ιστορία του Μοναστηριού είναι άγνωστη. Ο περιηγητής μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι, που την επισκέφθηκε το 1735, άφησε μία ενδιαφέρουσα περιγραφή της. Κάνει λόγο για «ωραία λιθόκτιστη εκκλησία, όχι μικρή, (ότι) διορίσθηκαν ηγούμενος και ιερομόναχος και άρχισαν να μαζεύουν μοναχούς και έτσι δημιουργήθηκε το Μοναστήρι». Το μοναστικό συγκρότημα αποτελείτο από πέντε δωμάτια στη μια πλευρά και τρία στην άλλη. Η πρώτη προς στα νότια ήταν η κυρίως Μονή, ενώ η δεύτερη προς τα βόρεια χρησίμευε ως στάβλος και αχυρώνας.

Ο σημερινός ναός, ανακαινισμένος το 1729, είναι κτισμένος στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του πρώτου μισού του 5ου αιώνα, στο ψηφιδωτό δάπεδο της οποίας αναγράφεται το όνομα του ψηφοθέτη Καρτερίου. Το τέμπλο είναι έργο του 17ου αιώνα και τα βημόθυρα του 1634 φέρουν την υπογραφή του ιερογράφου Παύλου. Στη δεξιά πλευρά του ναού, δίπλα στο ιερό βήμα, βρίσκεται η σαρκοφάγος, όπου αναπαυόταν το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος, επί περίπου τρεις αιώνες. Τον 7ο αιώνα μ.Χ., το τίμιο λείψανο του Αγίου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί, περί το έτος 1456, στην Κέρκυρα, της οποίας τιμάται ως προστάτης και πολιούχος.

Η λάρνακα του Αγίου Σπυρίδωνος στον ιερό ναό του στην Τρεμετουσιά (orthodoxianewsagency.gr)
Το Μοναστήρι λειτουργούσε και ως «Κέντρο Συντήρησης Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης» για εικόνες και χειρόγραφα, υπό τον μακαριστό Ηγούμενό του Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Παπαχριστοφόρου, μετέπειτα ηγούμενο της Ι.Μ. Παναγίας Χρυσορροϊατίσσης. Μετά την τούρκικη εισβολή εξαφανίστηκαν περισσότερες από 150 βυζαντινές εκκλησιαστικές εικόνες και ανεκτίμητης αξίας χειρόγραφα. Πριν την εισβολή, χιλιάδες προσκυνητές πήγαιναν κάθε χρόνο, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου στις 12 Δεκεμβρίου, στο Μοναστήρι του, όπου γινόταν μεγάλη πανήγυρις. Σήμερα, η Ιερά Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα στην κατεχόμενη Τρεμετουσιά έχει -δυστυχώς- μετατραπεί σε στρατώνα του τουρκικού στρατού και γι’ αυτό τον λόγο δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες για την κατάστασή της, αφού είναι αυστηρώς απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή και καλύπτεται από το στρατιωτικό απόρρητο.


Παλαιά πανηγύρια στον Άγιο Σπυρίδωνα Τρεμετουσιάς πριν το 1974, όταν Ηγούμενος της Μονής ήταν ο μακαριστός αρχιμ. Διονύσιος. Η φωτογραφία στα δεξιά είναι του Erdal Eryene, από το πανηγύρι του έτους 1953 (ageliaforos.com, fb)
«Αιχμάλωτες» εικόνες στο κάστρο της Κερύνειας
Η επίσκεψη της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά, το 2018, στο δωμάτιο όπου βρίσκονται περίπου 2.000 εικόνες από την ιερά μονή Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία, την ιερά μονή Αγίου Σπυρίδωνος Τρεμετουσιάς καθώς και από άλλους ναούς και μονές στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, είχε χαρακτήρα καθαρά διαπιστωτικό και δεν κράτησε πάνω από 25 λεπτά. Το δωμάτιο βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κάστρου. Τα μέλη της Επιτροπής συνόδευαν ο διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της ούτω καλουμένης «ΤΔΒΚ» Φουάτ Αζιμλί, ο προκάτοχος του, Τουντζέρ Χουσεΐν Μπαγισκάν και μία ακόμη αρχαιολόγος.
Οι εικόνες και τμήματα από εικονοστάσια είναι τοποθετημένα σε ξύλινα ράφια. Όλα είναι καταγεγραμμένα σε δελτία, αλλά δεν αναφέρεται ο ναός προέλευσής τους. Οι εικόνες στην πλειοψηφία τους είναι του 19ου και του 20ού αιώνα, ενώ υπάρχουν και κάποιες του 17ου και του 18ου αιώνα. Εκκλησιαστικά σκεύη δεν βρέθηκαν στο χώρο. Πιθανόν άλλες εικόνες να υπάρχουν σε άλλα δωμάτια του Κάστρου, στον Αρχάγγελο της Κερύνειας, στα κελιά του Αποστόλου Βαρνάβα και του Αγίου Μάμαντος της Μόρφου, στον Άγιο Ιωάννη στην περίκλειστη περιοχή της Αμμοχώστου, ίσως και αλλού.. Η γενική εικόνα που αποκόμισαν τα μέλη της Επιτροπής είναι ότι η κατάσταση των εικόνων είναι καλή. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη κλιματισμού. Ο επικεφαλής της ελληνοκυπριακής ομάδας στην Επιτροπή, Τάκης Χατζηδημητρίου, δήλωσε ότι η αξιολόγηση της επίσκεψης στο κάστρο της Κερύνειας θα γινόταν σε σχετική επόμενη τότε συνεδρίαση.

Το Κάστρο της Κερύνειας σε φωτογραφία του National Geographic του 1928 (travelstyle.gr)
Η Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά επισκέφθηκε το κάστρο της Κερύνειας το 2018, μετά από σχετικό δημοσίευμα της τουρκοκυπριακής εφημερίδας Havadis. Ωστόσο, το θέμα είχε αναδείξει πρώτος ο «Φιλελεύθερος», ήδη από το 2013, με δύο άρθρα των βυζαντινολόγων Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου και Ανδρέα Φούλια, τα οποία συνοδεύονταν από φωτογραφίες που πρώτη φορά έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.
Το πρώτο άρθρο (15/11/2013) είχε τίτλο «Αναζητώντας 145 εικόνες που βρίσκονταν στην μονή του Αγίου Σπυρίδωνα στην κατεχόμενη Τρεμετουσιά και ήταν πολύ μεγάλης αξίας». Στο άρθρο μεταξύ άλλων σημειωνόταν: «Το άγνωστο και σημαντικό από κάθε άποψη φωτογραφικό υλικό, το οποίο δημοσιεύουμε σήμερα, ρίχνει φως για πρώτη φορά στην μετά το 1974 κατάσταση της περίφημης μονής του Αγίου Σπυρίδωνος στην Τρεμετουσιά (αρχαία Τριμυθούντα), αλλά κυρίως των κειμηλίων που υπήρχαν για συντήρηση εκεί, αφού η μονή αποτελούσε Κέντρο Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων υπό τη διεύθυνση του Πανοσιολογιοτάτου Αρχιμανδρίτη Διονυσίου (τώρα καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσορογιατίσσης στην Πάφο)».
Στο άλλο άρθρο (24/11/2013), με τίτλο: «Στα ίχνη της εικόνας του Αποστόλου Ανδρέα», οι δύο βυζαντινολόγοι έγραφαν ότι υπάρχουν «συγκλονιστικά ντοκουμέντα για τα ιερά κειμήλια των Καρπασιτών, όπως αποτυπώθηκαν σε έγγραφο του κατοχικού καθεστώτος». Οι βυζαντινολόγοι Χατζηχριστοδούλου και Φούλιας τεκμηρίωναν τα όσα έγραφαν το 2013 με αδημοσίευτο φωτογραφικό υλικό, το οποίο είχε περιέλθει τότε στην κατοχή τους.

Επίχρυση εικόνα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του 1886.
Από την ιερά μονή του στην κατεχόμενη Καρπασία στους αιχμάλωτους
θησαυρούς του Κάστρου της Κερύνειας (gr.euronews.com)
Τα δημοσιεύματα αυτά ρίχνουν, μεταξύ άλλων, φως σχετικά με το πού κατέληξαν οι θρησκευτικοί θησαυροί που υπήρχαν στην ιερά Μονή Αγίου Σπυρίδωνος, μετά το προδοτικό πραξικόπημα και την τούρκικη εισβολή. Όπως επισήμανε ο τ. Ηγούμενος της ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσορρογιάτισσας Διονύσιος: «Κατά τη θητεία μου των σαράντα ετών σαν Ηγούμενος της Μονής Χρυσορρογιάτισσας ποτέ δεν ξέχασα και ούτε θα ξεχάσω το Μοναστήρι εκείνο. Πάντοτε το θυμούμαι και δεν το ξεχνώ ποτέ. Είναι αλήθεια ότι κατά την διάρκεια της θητείας μου πέρασαν από την Μονή όλοι οι Πρέσβεις της Ιταλίας, σα γνώστης της ιταλικής γλώσσας, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όλοι οι Πρέσβεις της Γαλλίας, του Βελγίου, πολλοί Γερουσιαστές, Ευρωβουλευτές, δημοσιογράφοι κ.ά. Σε όλους αυτούς κατά τη συνομιλία μας αναφερόμουν πάντοτε στο Κέντρο Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων που λειτουργούσε στο Μοναστήρι του αγίου Σπυρίδωνα στην Τρεμετουσιά. Κανένας από αυτούς, δυστυχώς, δεν μου είπε ποτέ κάτι για το θέμα αυτό, παρ’ όλον που ακολούθησαν και άλλες επισκέψεις».
Σύμφωνα περαιτέρω με τον Ηγούμενο Διονύσιο, «ένας από τους τελευταίους επισκέπτες μου που πραγματικά έδειξε ενδιαφέρον για την εργασία μου στη Μονή εκείνη, ήταν ο Αμερικανός Δημοσιογράφος James Reston, που με επισκέφθηκε τυχαία στη Μονή, τον Μάιο του 2000. Ο πιο πάνω δημοσιογράφος, που βρισκόταν στην Κύπρο, προσκεκλημένος της τότε Κυβέρνησης της Κύπρου για θέματα αγροτουρισμού, περνώντας από την Μονή προς την Παναγιά είδε την πινακίδα που έγραφε “Μοναστήρι Χρυσορρογιάτισσας”. Η ονομασία, όπως μου είπε κατά την επιστροφή του προς Λευκωσία, του θύμισε το κρασί “Άγιος Ανδρόνικος”, που είχε πιεί σε εστιατόριο στη Λευκωσία, γι’ αυτό και στάθμευσε στη Μονή και με ζήτησε ονομαστικά. Εγώ τον δέχτηκα και καθίσαμε οι δύο μας για δύο περίπου ώρες στο Ηγουμενείο της Μονής. Πρώτη ερώτηση που μου υπέβαλε ήταν πώς άρχισα στην Μονή την κατασκευή του κρασιού. Εγώ απαντώντας του είπα ότι στη ζωή μου ήμουν και είμαι ανήσυχος. Γι’ αυτό κι ερχόμενος στη Μονή αυτή το 1978, είδα ότι οι προκάτοχοί μου ασχολούνταν με το κρασί, το οποίο και πωλούσαν στη Λευκωσία και την Πάφο, όπου είχαν και αντιπροσώπους. Κι όπως είπα με το κρασί ασχολήθηκα όταν ήλθα εδώ. Όμως, προτού έλθω εδώ ήμουν σε άλλο Μοναστήρι, που τώρα είναι κατεχόμενο. Μου είπε πού είναι, και του είπα στο χωριό Τρεμετουσιά, όπου εκεί ήμουν Διευθυντής Ειδικού Κέντρου Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων. Στη Χρυσορρογιάτισσα, του είπα, ήλθα μετά την Τούρκικη εισβολή όταν διώχθηκα από τους Τούρκους. Τότε μου υπέβαλε την ερώτηση πού είναι η Μονή. Και μου εξέφρασε την επιθυμία του να την επισκεφθεί. Εγώ του είπα ότι απαγορεύεται η επίσκεψη κι εκείνος επέμενε. Μου ζήτησε γεωγραφικό χάρτη της Κύπρου. Έβγαλα τότε από το συρτάρι του γραφείο μου γεωγραφικό χάρτη και του τον έδειξα, αφού προηγουμένως του έδειξα το σημείο που βρισκόταν η Μονή. Μετά που είδε το σημείο στον χάρτη μου είπε ότι θα την επισκεφθεί».


Η Παναγία Ελεούσα Ριζοκαρπάσου και άλλες ιερές εικόνες στις αποθήκες του Κάστρου της Κερύνειας (gr.euronews.com)
Και συνεχίζει ο Ηγούμενος Διονύσιος: «Φεύγοντας από την Μονή, ο Αμερικανός δημοσιογράφος μετέβη, την άλλη μέρα κι όλας, στην Τρεμετουσιά, όπου προσπάθησε να μπει στην Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, πράγμα που ωστόσο του απαγορεύτηκε. Στη συνέχεια πήγε στο καφενείο του χωριού και συνομίλησε με τους θαμώνες. Τους ρώτησε για το μοναστήρι και του είπαν ότι γνώριζαν έναν μοναχό ήσυχο, που ασχολείτο με την ζωγραφική, όπως του είπαν. Τότε ένας από τους θαμώνες του είπε ότι πήγαινε στη Μονή και του έπαιρνε κρέας και άλλος ότι τον προμήθευε με γιαούρτι. Φεύγοντας, αφού περπάτησε έξω από τη Μονή, επέστρεψε στη Λευκωσία. Την επομένη επισκέφθηκε την Κερύνεια. Πήγε στο φρούριο, όπου ζήτησε να δει τον υπεύθυνο. Εκεί συνάντησε τον βοηθό Τμηματάρχου Τμήματος περιοχής Κερύνειας, Αϋχάν Μ. Οζάρ, ο οποίος ήταν εκείνος που είχε παραλάβει από την Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα τις 145 εικόνες, από την «παλιά εκκλησία», όπως του είπε. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει έναν κατάλογο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες των 145 εικόνων της Μονής, με τις ονομασίες και τα μεγέθη τους. Ερχόμενος στις ελεύθερες περιοχές συναντήθηκε συγκεκριμένα με τον Αρχαιολόγο Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, που με την άδειά του, του έδωσα τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ο κ. Σοφοκλέους με ενημέρωσε αμέσως και την επόμενη παρέλαβα όλους τους φακέλους. Από πλευράς δικής μου, αφού τα φωτοτύπησα όλα τα έγγραφα και τις φωτογραφίες, την επομένη κι’ όλας έδωσα όλα τα σχετικά στον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α’, ο οποίος αφού τα διάβασε πρόχειρα και είδε και τις φωτογραφίες και διάβασε την επιστολή μου, μου είπε: “Και τώρα εμείς τι πρέπει να κάνουμε;”. Εγώ δεν του απάντησα, γιατί όταν μπήκα στο γραφείο του, του είπα ότι αυτή τη μέρα ήλθα όχι για θέματα της Χρυσορρογιάτισσας, αλλά και για θέμα που αφορά την Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, στην Τρεμετουσιά. Ακούγοντας ο μακαρίτης για την Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, μας είπε ρωτώντας μας, πόσους μοναχούς έχει η Μονή. Εκ μέρους των παρευρισκομένων εκεί του απάντησε ο Άγγελος Λοϊζίδης λέγοντάς του ότι η Μονή είναι κατειλημμένη από τους Τούρκους. Μετά από αυτά μου είπε: ‘’Κι εμείς τώρα τι πρέπει να κάνουμε;”. Εγώ αφού τα παρέδωσα, αποχώρησα …».

† Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπαχριστοφόρου (1938-2020)
«Τα ίδια έγγραφα και την ίδια επιστολή παρέδωσα την επομένη και στον κ. Τάκη Χατζηδημητρίου, Βουλευτή τότε του ΚΙΣΟΣ, που εκπροσωπούσε τότε το Κράτος στα θέματα αυτά. Προσωπικά πιστεύω ότι αν η Εκκλησία και το Κράτος, μετά από αυτή την κίνηση του Αμερικανού δημοσιογράφου, ενεργοποιούνταν δυναμικά, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Γιατί ο υπάλληλος στο φρούριο της Κερύνειας είπε στον δημοσιογράφο ότι όταν δοθεί λύση στο Κυπριακό, οι εικόνες θα επιστραφούν. Στην επισήμανση του Αμερικανού δημοσιογράφου προς τον φύλακα των εικόνων ότι οι συνθήκες φύλαξής τους στο χώρο εκείνο δεν ήσαν οι ενδεδειγμένες, η απάντησή του ήταν ότι σε λίγες μέρες θα έμπαινε σύστημα κλιματισμού. Σαν ειδικός Συντηρητής εικόνων συμφώνησα με τον Αμερικανό δημοσιογράφο, λέγοντάς του ότι, αν συνεχιστούν οι ίδιες συνθήκες, που μου περιέγραψε, οι εικόνες, λόγω της υγρασίας της θάλασσας, θα καταστραφούν».
Ένα θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνα
Τέλος, ο ηγούμενος Διονύσιος, με αφορμή την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος, ανέφερε και τα εξής: «Με αφορμή ότι στις 12 Δεκεμβρίου γιορτάζει ο Μεγάλος αυτός Άγιος της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Σπυρίδωνας, καλό είναι να αναφερθώ κι εγώ στο μεγάλο πανηγύρι που γινόταν με την ευκαιρία της γιορτής του, στην Μονή. Κατά την διάρκεια της παρουσίας μου στη Μονή ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήρθε στη Μονή δύο φορές για τη λειτουργία της γιορτής του. Κι εδώ αξίζει να παρατηρήσω ότι το μισό εκκλησίασμα στο ναό ήταν Τουρκοκύπριοι από την Τρεμετουσιά. Είναι αλήθεια ότι κουβεντιάζοντας με αυτούς όταν μιλούσαν για τον Άγιο, έλεγαν πάντοτε “ο Άγιός μας”. Αυτό που θυμάμαι επίσης και δεν το ξεχνώ, ήταν η μεγάλη κοσμοσυρροή στη γιορτή του. Στις 12 Δεκεμβρίου, μετά τη λήξη της Θείας Λειτουργίας, γινόταν η Λιτανεία του Αγίου εκτός του ναού που μετά τις ανασκαφές και την ανακάλυψη στο πάτωμα ψηφιδωτών με επιγραφή αφιερωμένη στον Άγιο, βγαίνοντας από το ναό θα έπρεπε να ανεβούμε πέντε σκαλοπάτια. Στις 12 Δεκεμβρίου 1973 ανεβαίνοντας αντικρύσαμε απέναντί μας μια λαοθάλασσα, που έκαμε εντύπωση στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, λέγοντας τη φράση: “Μωρέ μπράβο τι κόσμος είν’ αυτός!”».
«Τελειώνοντας, πιστεύω ότι θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και σε ένα θαύμα του Αγίου, που εσυνέβη σε Τουρκοκύπριο από την Τρεμετουσιά. Ήταν Ιούλιος και έβοσκε τα πρόβατά του στη βουνοκορφή της Τρεμετουσιάς – Τρούλλων. Για μια στιγμή είδε μια έχιδνα δηλητηριώδη να του επιτίθεται. Φοβούμενος άρχισε να τρέχει, οπόταν επικαλέσθηκε τη βοήθεια του Αγίου, λέγοντας: “Άγιε Σπυρίδωνα, σώσε με”. Τότε η έχιδνα άλλαξε πορεία. Στη συνέχεια μάζεψε τα πρόβατά του και ήλθε στο χωριό, όπου πήγε στο καφενείο το ελληνικό και διηγήθηκε την περιπέτειά του και τους ρώτησε τι δώρο να έκαμνε στον Άγιο που τον έσωσε. Οι χωριανοί του είπαν έναν σταυρό, που τον αγόρασε από τη Λευκωσία και τον έφερε σ’ εμένα προσωπικά, λέγοντάς μου και την περιπέτειά του».

Σχετικά κείμενα:
Ο Άγιος Σπυρίδωνας και η Κύπρος (Κ. Κοκκινόφτας)
Πηγές:
– Πανίκος Χρίστου, «Άσσια Αμμοχώστου – Μέσα από το φωτογραφικό φακό του Κωνσταντίνου Νεοφύτου», σε: plamprianou.wixsite.com
– Τρεμετουσιά, σε: polignosi.com
– «Η Ι. Μονή Αγίου Σπυρίδωνος στην κατεχόμενη Τριμυθούντα», σε: orthodoxianewsagency.gr
– Ιερά Μητρόπολις Τριμυθούντος, σε: imtrimythountos.org.cy
– Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», «Άσσια – Ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής», Λευκωσία 1983.
– Α. Βικέτος, «2.000 εικόνες “αιχμάλωτες” στο κάστρο της Κερύνειας στην Κύπρο!», σε: pentapostagma.gr
– «Μεγάλης θρησκευτικής αξίας οι εικόνες της Μονής Αγίου Σπυρίδωνα στην Τρεμετουσιά», σε: taxidromos24.com
– «Βίος του Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού, Επισκόπου Τριμυθούντος», σε: polignosi.com
– Μάριος Ιωάννου, «Ανεκτίμητης αξίας εικόνες σαπίζουν στο Κάστρο της Κερύνειας», σε: gr.euronews.com
– Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου, «Μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνα, Επισκόπου Τριμυθούντος (της Κύπρου) του θαυματουργού», σε: ageliaforos.com
– «Η μαρτυρική Άσσια και η ιερή μνήμη των Αγνοουμένων», σε: kimintenia.wordpress.com
– Κώστας Τζωρτζής, «Είχαμε τον Άγιο μαζί μας», σε: vimaorthodoxias.gr
– Γιάννης Νίκας, «Εκκλησία Αγίου Σπυρίδωνα στην Άσσια», σε: «Κκάσιαλος», Λευκωσία 1983, σε: assia.org.cy

kimintenia.wordpress.com