
Σε ηλικία 98 ετών, το Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023, έφυγε από κοντά μας ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης, Κιλκισιώτης, φιλόλογος – λαογράφος, ο οποίος συνέδεσε τη ζωή του με τη λαογραφία, την έρευνα και την καταγραφή της ιστορίας, του πολιτισμού και των παραδόσεων του Ποντιακού ελλην ισμού. Είχε δύο παιδιά την Ερμιόνη και τον Σάββα και τέσσερα εγγόνια. Υπήρξε λαμπρός δάσκαλος, φιλόλογος, ο οποίος δίδαξε σε εξατάξια γυμνάσια της Ελλάδας και στη συνέχεια κατέληξε στη γενέτειρά του, στο Κιλκίς, όπου συνταξιοδοτήθηκε ως λυκειάρχης από το 2ο Λύκειο της πόλης.
Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την ιστορία του Πόντου και του Ποντιακού ελληνισμού, προσέφερε πολλά σε αυτόν τον τομέα και αναγνωρίστηκε τόσο από την κοινωνία του Κιλκίς, όσο και πανελληνίως για την προσφορά και τη συμβολή του στη διάσωση και στη διάδοση του πολιτισμού, της ιστορίας και των παραδόσεων των Ποντίων. Μια πνευματική παρακαταθήκη και ένα έργο πολύ σημαντικό και αξιοθαύμαστο μέσα από το οποίο θα τον θυμόμαστε πάντα και θα τον μνημονεύουμε ταυτισμένο με την ιερή και άσβεστη μνήμη των ποντιακών πατρίδων. Καλή ανάπαυση…

Αφιέρωμα στον Δημήτριο Νικοπολιτίδη, τον δάσκαλο των δασκάλων
του Νίκου Κωνσταντινίδη, εκπαιδευτικού – συγγραφέα
Κάθε τόπος έχει τους δικούς του ανθρώπους. Έχει τις δικές του μορφές και προσωπικότητες που ξεχωρίζουν. Μια τέτοια εμβληματική μορφή, βγαλμένη από της μαχόμενης ζωής το διάβα είναι ο καθ’ όλα σεβαστός και αγαπητός, φιλόλογος, λεξικογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Δημήτρης Νικοπολιτίδης.
Λέμε ότι το μεγαλύτερο σχολείο είναι η ζωή. Ότι αυτή σφυρηλατεί στο αμόνι της επάνω τους πιο καλούς ανθρώπους. Ένας τέτοιος άνθρωπος και παιδαγωγός που ξέρει να ορίζει τα βήματά του, καθώς περπατά στους δρόμους του Κιλκίς, με μια τσάντα στον ώμο, καλοντυμένος πάντα, είναι ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης.

Το Κιλκίς σε παλαιά καρτ ποστάλ
Ξέρουμε ότι παιδεία δεν είναι μόνο τα πτυχία μας, δεν είναι μόνο η γνώση μας, είναι και η αισθητική μας. Παιδεία είναι ο τρόπος με τον οποίο ζούμε, λειτουργούμε και φερόμαστε. Είναι ο τρόπος που ομιλούμε, ακούμε και γράφουμε. Είναι οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιούμε. Παιδεία είναι η σεμνότητα, η ταπεινότητα και η διακριτικότητά μας. Η επιμονή μας στις αξίες. Όλα αυτά και πολλά άλλα τα τίμησε με τον καλύτερο τρόπο ο καθηγητής φιλολογίας στον οποίο αναφερόμαστε.
Όπου κι αν βρίσκεται, όπου κι αν κάθεται, σε καφενεία, σε καφετέριες ή αλλού, χαίρει της εκτίμησης των παρευρισκομένων. Είναι μια ζώσα πνευματική κιβωτός κι ένα ανεκτίμητο ιστορικό αρχείο για τον τόπο μας. Ευγενής κι ευσυνείδητος, έντιμος και καλοσυνάτος, προικισμένος με όλα εκείνα τα ανθρώπινα στοιχεία που συγκροτούν την αρχοντιά, τη λεβεντιά, την πνευματική και την ηθική στάση συμπεριφοράς.

Το Καρς στις αρχές του 20ού αιώνα
Το ρηθέν του Καζαντζάκη ότι «ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας τον μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες», το τίμησε στη διάρκεια του διδασκαλικού του βίου με θέρμη και ζήλο ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης. Παρά τα 96 του χρόνια συμμετέχει ενεργά στο πολιτισμικό γίγνεσθαι της πόλης μας, γράφοντας μικρά σκετς και ποντιακά ανέκδοτα και παραμένοντας παιδί, στην ψυχή, ως ένας αληθινός δάσκαλος. Ας δώσουμε τον λόγο στον ίδιο κι ας τον ακούσουμε:
Η καταγωγή μου
Γεννήθηκα στο Κιλκίς, την 1η Οκτώβρη 1925, και βαφτίστηκα στις 26 Οκτωβρίου του ιδίου έτους, γι’ αυτό και πήρα το όνομα Δημήτριος. «Ο κύρη μ’ έτον Βεζινκϊολής, Σιντισκομλίσσα η μάνα μ». Ο πατέρας μου ήταν από το Βεζίνκιοϊ και η μητέρα μου από το Σιντισκόμ (του Καρς). Τα ονόματά τους ήταν Συμεών Νικοπολιτίδης και Αγάπη Κετικίδη. Πήγα στο 2ο Νηπιαγωγείο Κιλκίς με νηπιαγωγό τη δεσποινίδα Ειρήνη Γεωργιάδου. Συμμαθητής της ήταν ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου, με το όνομα Νικόλαος. Ο θείος μου ήρθε στο Κιλκίς από το Καρς το 1914, με δύο άλλα αδέρφια του, σε ηλικία 14 ετών.
Φοίτησα στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Κιλκίς (1932-1938) και στο Γυμνάσιο Κιλκίς (1932-33-1938-39). Τις σπουδές στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τις περάτωσα το 1945, απ’ όπου πήρα την ειδικότητα καθηγητή φιλολογίας. Η φοίτηση τα χρόνια εκείνα εξαιτίας της Γερμανικής Κατοχής γινόταν με πολλά εμπόδια. Τα μαθήματα λόγω της κατάληψης των κτηρίων στα οποία διδάσκονταν, γίνονταν σε άλλους χώρους, όπως στην οικία του Βάτσου, σ’ ένα κτήριο που βρισκόταν στην πλατεία Ειρήνης. Μια φορά οι γραπτές εξετάσεις έγιναν στο Α’ Δημοτικό Σχολείο. Υπήρξαν και χρονιές που τα μαθήματα διαρκούσαν μόνο 3 μήνες…
Όταν φοιτούσα στο δεύτερο έτος της φιλοσοφικής σχολής επιστρατεύτηκα. Ήταν περίοδος του Εμφυλίου και δεν έδιναν τότε αναβολή. Τη βασική εκπαίδευση της στρατιωτικής μου θητείας την έκανα στο Στρατιωτικό Κέντρο της Δράμας. Μετατέθηκα κατόπιν στη Λάρισα όπου πήρα την ειδικότητα του σκαπανέα κι ύστερα ανηφόρισα για τα ψηλά βουνά, τον Γράμμο και το Βίτσι. Συνολικά υπηρέτησα 36 μήνες.
Στα χρόνια της Γερμανο-βουλγαρικής Κατοχής τα πράγματα ήταν άσχημα και δύσκολα από κάθε άποψη. Η οικογένειά μου βρέθηκε σε εξαιρετικά δεινή θέση. Σε απελπιστική μπορώ να πω. Ζήσαμε την πείνα του 1941-42, παρόλο που ήμασταν σαν γεωργική οικογένεια από τις καλύτερες. Προσβλήθηκα από ελονοσία τότε. Με «έπιασε» πέντε φορές, με πενθήμερη διάρκεια την κάθε φορά. Έζησα και τα θλιβερά γεγονότα του Εμφυλίου. Δεν θέλω όμως να αναφερθώ σ’ αυτά, γιατί στενοχωριέμαι. Συνέπεια όλων των γεγονότων της εποχής εκείνης ήταν να καθυστερήσω για κάποια χρόνια τις σπουδές μου.

Σχολεία που υπηρέτησα
Αρχικά υπηρέτησα στο Ιδιωτικό Γυμνάσιο Κρύας Βρύσης Γιαννιτσών. Εκεί πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια. Αγαπήθηκα απ’ όλους τους μαθητές και τους γονείς τους. Αν και πέρασαν 65 χρόνια από τότε, έχω ακόμη επικοινωνία με ορισμένους. Οι πιο πολλοί έχουν φύγει από τη ζωή. Αργότερα διορίστηκα στην εμπορική σχολή της Κομοτηνής, ενώ το 1962 επανήλθα στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών, αυτή τη φορά όμως στο Δημόσιο Γυμνάσιο.
Στη συνέχεια αποσπάστηκα ως διευθυντής στο Γυμνάσιο της Νέας Μεσημβρίας, γυμνασιακό παράρτημα του Αγίου Αθανασίου Θεσσαλονίκης. Από εκεί μετατέθηκα στο Γυμνάσιο Εράτυρας Κοζάνης και κατόπιν στο 13ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, απ’ όπου πήρα απόσπαση στο Λυκειακό τμήμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Στη σχολή πήρα τον βαθμό του γυμνασιάρχη. Στο διάστημα που περίμενα την έγκριση της αίτησής μου από τις Τουρκικές Αρχές, για τη νέα μου απόσπαση στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, υπηρέτησα για ένα μήνα στην Αλεξάνδρεια (Γιδάς), μέχρι που εγκρίθηκε η αίτησή μου.
Στη Χάλκη γνώρισα τον τότε σχολάρχη της σχολής καθώς και τον μητροπολίτη Βαρθολομαίο, σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη. Μετά από εξαετή θητεία στη Θεολογική Σχολή, από το 1974-1980, εγκρίθηκε η αίτησή μου για μετάθεση στο Β’ Γυμνάσιο Κιλκίς με τον βαθμό του γυμνασιάρχη. Τελευταία τοποθετήθηκα στο Β’ λύκειο Κιλκίς ως λυκειάρχης και παράλληλα ως αναπληρωτής του προϊσταμένου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Κιλκίς, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκα το 1988.
Οι αναμνήσεις μου ως δασκάλου
Οι αναμνήσεις μου από τη ζωή, συνεχίζει ο Δημήτριος Νικοπολιτίδης, είναι και καλές και κακές, λόγω των θλιβερών γεγονότων που σημάδεψαν τα χρόνια εκείνα. Χρόνια που ελπίζω να μην τα ζήσει ξανά η πατρίδα μας. Το λειτούργημα του εκπαιδευτικού το αγάπησα πολύ και δόθηκα σ’ αυτό ολόψυχα. Στήριζα όσο μπορούσα τους μαθητές που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το δράμα που περάσαμε στην Κρύα Βρύση, όταν μια μαθήτριά μας αυτοκτόνησε πίνοντας παραθείο, γιατί ένας καθηγητής της μονόγραψε την κόλλα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το δυστύχημα στον Άγιο Αθανάσιο, όπου το τρένο χτύπησε θανάσιμα έναν μαθητή του σχολείου μας. Θέματα απίστευτα δύσκολα. Ήταν σαν να χτύπησε ο θάνατος το ίδιο μας το σπίτι, γιατί τα παιδιά αυτά ήταν και δικά μας παιδιά. Πώς θα το λέγαμε στους γονείς τους; Πώς θα τους το εξηγούσαμε; Και στις δύο περιπτώσεις το βάρος της ενημέρωσης έλαχε σε μένα -λέει με μάτια βουρκωμένα.

Πόντιες γυναίκες και μικρά παιδιά εκτοπισμένοι, στις πορείες θανάτου, 1919
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», γράφει ο Σεφέρης. Το έβλεπα στα μάτια του, το ένιωθα στη ραγισμένη του φωνή, που καθώς μετρούσε τη ζωή του με μνήμες και πρόσωπα, οι αναστεναγμοί του πύκνωναν. Σε κάποια ονόματα στεκόταν λίγο παραπάνω. Τα μάτια του έλαμπαν, όταν αναφερόταν στην επιτυχημένη τους πορεία στη ζωή. Κάποιοι από τους μαθητές του τον επισκέπτονται ακόμη. Κάποιοι του τηλεφωνούν ή αλληλογραφούν μαζί του. Η ζωή βαδίζει τον δρόμο της έχοντας για αποσκευές το παρελθόν της. Αποσκευές ελαφριές και βαριές, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινες.
Την αγάπη του στον Πόντο και στον Καύκασο, εκτός από το συγγραφικό του έργο, την έδειξε και με δύο προσκυνηματικά ταξίδια στους γενέθλιους τόπους των προγόνων του. Το πρώτο του ταξίδι ήταν αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του το 1988 και το δεύτερο το 2004. Στο δεύτερο ταξίδι ήμασταν μαζί. Κι ήταν τότε που μεγάλωσε και το δικό μου ενδιαφέρον για τις αλησμόνητες πατρίδες.

Η βιβλιοθήκη του
Ολόκληρη η οικία του είναι γεμάτη από βιβλία. Δεν υπάρχει πουθενά ελεύθερος χώρος. Βιβλιοθήκες φορτωμένες με εγκυκλοπαιδικά και γλωσσικά λεξικά με ποντιακά κι άλλα περιοδικά, στοιχεία, ντοκουμέντα, αντίγραφα από πρακτικά και πρωτόκολλα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, σχολικοί και στατιστικοί κατάλογοι, πλήθος από αποδελτιωμένα άρθρα, η ιστορία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Κιλκίς του περασμένου αιώνα και διάφορα άλλα βιβλία, ων ουκ έστιν αριθμός, συνθέτουν ένα πλούσιο αρχειακό υλικό που για να το μελετήσει κανείς, χρειάζεται κάμποσα χρόνια. Δεν υπάρχει ούτε ένα δωμάτιο που να μην είναι βιβλιοθήκη. Δεν υπάρχει τοίχος που να μην είναι καλυμμένος με φωτογραφίες…
Το συγγραφικό του έργο

Ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης έγραψε ποντιακές κωμωδίες που παρουσιάσθηκαν από μαθητές του και από θιάσους. Τα θεατρικά του έργα είναι: «Ο πρόεδρον τη χωρί». «Όλια για την Παναΐλαν», «Τη Κίτσας η γλώσσα τρανόν εν», «Χωρίς εσέν’ κι ίνουμε, χωρίς εσέν κι ευτάω» και «Η Λίτα εγάνωσεν τα πουπούλια». Έργα του παίχτηκαν από ερασιτέχνες ηθοποιούς στη Σουηδία, σε πόλεις της Γερμανίας και στην Κρύα Βρύση από τους μαθητές του, όταν υπηρετούσε εκεί. Το θεατρικό του έργο «Όλια για την Παναΐλαν» βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο το 1993 από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά», ενώ η κωμωδία του «Ο πρόεδρον τη χωρί» βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο το 1996 από την Ένωση Ποντίων Κιλκίς «Οι Αργοναύτες». Να σημειωθεί ότι στον διαγωνισμό αυτό δεν δόθηκε κανένα πρώτο βραβείο.
Εξαιρετικός γνώστης της ποντιακής διαλέκτου, από το 1992 έως το 2015 υπήρξε διορθωτής κειμένων του περιοδικού «Ποντιακή Εστία», επιμελήθηκε προσωπογραφίες, έκανε αφιερώσεις σε χωριά του Καρς και δημοσίευσε περισσότερα από 300 ανέκδοτα. Η ναυαρχίδα όμως του συγγραφικού του έργου είναι το «Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», ένα πολύτιμο εφόδιο γνώσης και εκπαίδευσης, από τις εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, στο οποίο αφιέρωσε πάνω από 15 χρόνια συνολικής δουλειάς.

Ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης ανήκει στη χορεία των εκπαιδευτικών που πάλεψαν σε δύσκολους καιρούς και στάθηκαν όρθιοι στο ύψος της ανθρωπιάς και της επιστήμης. Δεν αποκόπηκε ποτέ από τα κοινωνικά και τα πνευματικά δρώμενα. Κράτησε και καλλιέργησε δια βίου σχέσεις φιλίας με τους μαθητές του. Ψυχή βαθιά ποντιακή, η ζωή και το έργο του ανταποκρίνονται πλήρως στα λόγια του Θουκυδίδη «Ανδρών αγαθών έργω γενομένων έργω και δηλούσθαι τας τιμάς». Κι ας είναι αυτή μια απόδοση της δικής μου τιμής στον δάσκαλο των δασκάλων, εκφράζοντας μαζί μου και πολλούς άλλους.
Η καμπάνα του Καρς στο Κιλκίς
Δημήτριος Νικοπολιτίδης
Αναρτώνται δύο δημοσιεύματα από τοπικές εφημερίδες που έγραψαν για την καμπάνα που έφεραν οι πρόσφυγες Πόντιοι από το Καρς ο φιλόλογος Δημήτρης Νικοπολιτίδης και ο μακαρίτης δάσκαλος και καλλιτέχνης Αριστείδης Σιδέρης. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται στα δύο κείμενα δεν συμφωνούν απολύτως (όπως το άνομα του δωρητή της καμπάνας τσάρου ή κάποιοι αριθμοί), ωστόσο όλες είναι ενδιαφέρουσες και χαρακτηριστικές της κατάστασης που επικρατούσε κατά τη δεκαετία του 1930 σε μια επαρχιακή πόλη, όπως το Κιλκίς.

Η καμπάνα του Καρς κατά τη μεταφορά της στον λόφο του Αγίου Γεωργίου Κιλκίς
Δυστυχώς υπάρχουν πολλά τυπογραφικά και άλλα λάθη στο δημοσίευμα του αξέχαστου Αριστείδη Σιδέρη, που δυσκολεύουν την ανάγνωση, για τα οποία έγινε προσπάθεια να εξαλειφθούν όσο είναι δυνατόν. Ο Σιδέρης γνώριζε πολύ καλά την ελληνική, παρά το γεγονός ότι έζησε επί πολλά χρόνια στις ΗΠΑ.
Εφιστάται η προσοχή του αναγνώστη στην πληροφορία του συγγραφέα, που ανήκε στη συντηρητική παράταξη, ότι «ήτο το έτος 1946 πον ευρίσκοντο εις Κιλκίς Άγγλοι στρατιώται της 4ης Μεραρχίας». Ήταν τότε που άρχιζε ο εμφύλιος στην Ελλάδα και οι Άγγλοι βρίσκονταν στο προσφυγικό Κιλκίς, για να μετράνε τους Έλληνες νεκρούς από τις δύο αλληλοεξοντωνόμενες παρατάξεις!
Η ρωσική επανάσταση του 1917 είχε τραγικά αποτελέσματα και για τις 70.000, περίπου, Ελληνοπόντιους του Καρς – Αρταχάν. Ό,τι απέκτησαν με μεγάλους κόπους και μόχθους στα 40 χρόνια (1878-1918) που έζησαν εκεί, αναγκάστηκαν, για να γλιτώσουν από την εκδικητική μανία των Τούρκων, να τα εγκαταλείψουν και να πάρουν τον δρόμο για την αιώνια πατρίδα, που τους ήταν εντελώς άγνωστη και που μόνον ακουστά την είχαν.
Μέσα στην παραζάλη και τη μεγάλη σύγχυση που επικράτησε τότε εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης, δεν ξέχασαν τη μεγάλη καμπάνα που τους χάρισε ο τσάρος Νικόλαος Β’ και που κοσμούσε την εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του Καρς. Την κατέβασαν, άρον-άρον, από το καμπαναριό, με πρωτοβουλία κληρικών και άλλων, όπως ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Καριπίδης, ο Τσαφρακίδης και άλλοι πατριώτες του Καρς, με τη βοήθεια του Έλληνα προξένου Κωνστανταράκη. Η καμπάνα φορτώθηκε σε πλοίο με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τότε έπεσε το γλωσσίδι στη θάλασσα και χάθηκε.



Δεξιά: Η μεγάλη καμπάνα του Καρς στον λόφο Αγίου Γεωργίου, κέντρο: Από τη μεταφορά της καμπάνας από την πλατεία Νίκης στον Άγιο Γεώργιο, και δεξιά: Η καμπάνα όταν ακόμα κοσμούσε την πλατεία Νίκης στο Κιλκίς, 1935
Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης έμεινε μέχρι το 1929, μέχρι να περιέλθει δηλαδή στην κυριότητα των Ποντοκαυκασίων του Κιλκίς, γιατί έως τότε ήταν στην κυριότητα των Ποντοκαυκασίων Καλαμαριάς. Το 1929 μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στον σταθμό Κιλκίς, στην Κρηστώνα, και από εκεί φορτώθηκε και μεταφέρθηκε με κάρο, ειδικά κατασκευασμένο για το βάρος της καμπάνας, που ζύγιζε τέσσερις περίπου τόνους (256 πουντ) και τοποθετήθηκε στην αυλή της μητρόπολης.

Ο Άγιος Γεώργιος Κιλκίς στον ομώνυμο λόφο, 1912
Εκεί έγινε προσκύνημα από τους Κιλκισιώτες και ιδιαιτέρως τους Καρσλήδες. Συγκίνηση, δάκρυα και πολλές αναμνήσεις. Όλοι θυμούνταν μεγαλεία του παρελθόντος. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά της θείας μου Ειρήνης, αδελφής του πατέρα μου, και τα συγκινητικά της λόγια: «Όντες έγκαν το τρανόν το κωδών’ εμπροστά σην εγκλεσίαν, επήγα εγκαλάστα το, εφίλεσα’ το και έκλαψα». Συγκινούμαι, και ποιος δεν συγκινείται, κάθε φορά που θυμάμαι τα νοσταλγικά λόγια της θείας μου, κι ας ήμουν μικρό παιδί τότε που τα άκουσα.
Το 1933 πάρθηκε απόφαση από το κοινοτικό συμβούλιο Κιλκίς να μεταφερθεί η καμπάνα και να τοποθετηθεί στον λόφο του Αγίου Γεωργίου. Η μεταφορά της πήρε πανηγυρικό χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι φωτογραφίες της εποχής. Ομιλητής ορίστηκε ο διευθυντής του γυμνασίου Κιλκίς Αθανάσιος Τσούντας, ανεψιός του αρχαιολόγου Χρήστου Τσούντα, από τη Στενήμαχο της Βουλγαρίας.
Η μεταφορά έγινε με δύο ζεύγη βουβάλια και δύο ζεύγη βόδια. Τοποθετήθηκε η καμπάνα σ’ ένα πρόχειρο καμπαναριό, που κατασκεύασε ο σιδηρουργός Χαράλαμπος Κουραλίδης. Το καινούργιο γλωσσίδι κατασκεύασε ο επίσης σιδηρουργός Αλέξανδρος Τσαβδαρίδης. Ο βροντερός ήχος της μεγάλης καμπάνας ακουγόταν σε απόσταση 20 έως 25 χιλιομέτρων.

Άποψη του Κιλκίς με τον λόφο του Αγίου Γεωργίου σε παλαιά φωτογραφία
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και σε ανύπτοτο χρόνο, η μεγάλη καμπάνα του Καρς ξεκρεμάστηκε και μεταφέρθηκε και πάλι στην αυλή της μητρόπολης. Το 1956, με εντολή του τότε μητροπολίτη Πολυανής, Αξιωτών, Παιονίας και Κιλκισίου Ιωακείμ Σμυρνιώτη, η μεγάλη καμπάνα κομματιάστηκε και στάλθηκε σε χυτήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο έφτιαξε από το μέταλλο εφτά μικρές καμπάνες, αυτές που υπάρχουν στο καμπαναριό της μητρόπολης…
Το κειμήλιο -γιατί για κειμήλιο επρόκειτο- που έπρεπε να κοσμεί την πόλη του Κιλκίς και να θυμίζει τις αλησμόνητες πατρίδες στις επερχόμενες γενιές, είχε, δυστυχώς, αυτό το άδοξο και τραγικό τέλος.
Πηγές: efxinospontos.gr, gr.pinterest.com, k4station.gr, facebook.com, kilkisbalkania.blogspot.com