Η καύση των βιβλίων

«Η καύση των βιβλίων»

του Bertolt Brecht

Όταν το καθεστώς διέταξε να καούν δημοσίως τα «βλαβερά» βιβλία, οι δρόμοι γέμισαν καρότσες που κουβαλούσαν βιβλία από παντού.
Τότε εκεί στην πυρά, ένας κυνηγημένος ποιητής, από τους πιο ξακουστούς, μελετώντας τη λίστα των καταδικασμένων να καούν διαπίστωσε έντρομος ότι τα δικά του έργα είχαν ξεχαστεί!
Έτρεξε στο γραφείο του και συνέταξε μία επιστολή προς τους δυνάστες.
«Κάψτε με!», έγραφε με το μεταξένιο του φτερό.
«Κάψτε με. Μη μου το κάνετε αυτό. Μη με αφήνετε μόνο».
«Δεν είπα πάντα την αλήθεια στα βιβλία μου;».
«Και τώρα μου φέρεστε σαν να ήμουν ψεύτης».
Για τούτο σας προστάζω: «Κάψτε με!».

Die Bücherverbrennung

von Bertolt Brecht

Als das Regime befahl, Bücher mit schädlichem Wissen
Öffentlich zu verbrennen, und allenthalben
Ochsen gezwungen wurden. Karren mit Büchern
Zu den Scheiterhaufen zu ziehen, entdeckte
Ein verjagter Dichter, einer der besten, die Liste der
Verbrannten studierend, entsetzt, daß seine
Bücher vergessen waren. Er eilte zum Schreibtisch
Zornbeflügelt, und schrieb einen Brief an die Machthaber.
Verbrennt mich! schrieb er mit fliegender Feder, verbrennt mich!
Tut mir das nicht an! Laßt mich nicht übrig! Habe ich nicht
Immer die Wahrheit berichtet in meinen Büchern? Und jetzt
Werd ich von euch wie ein Lügner behandelt! Ich befehle euch:
Verbrennt mich!

Με τη φράση «καύση βιβλίων» εννοούμε την τελετουργική καταστροφή βιβλίων ή άλλου εντύπου υλικού στη φωτιά. Η καύση βιβλίων, που συνήθως λαμβάνει χώρα σε δημόσιο χώρο, αποτελεί στοιχείο λογοκρισίας και συνήθως πηγάζει από μια πολιτισμική, θρησκευτική ή πολιτική αντίθεση με το εν λόγω υλικό.

Οι καύσεις βιβλίων έχουν μια μακρά και σκοτεινή ιστορία. Ίσως το πιο γνωστό από αυτά τα γεγονότα, η καύση των βιβλίων από το ναζιστικό καθεστώς στις 10 Μαΐου 1933, να είχε προηγούμενο στη Γερμανία του δέκατου ένατου αιώνα, οπόταν το 1817 οι γερμανικές φοιτητές οργανώσεις (Burschenschaften) επέλεξαν την 300ή επέτειο των 95 Θέσεων του Λούθηρου, για να πραγματοποιήσουν ένα φεστιβάλ στο Βάρτμπουργκ, έναν πύργο στη Θουριγγία, όπου ο Λούθηρος είχε αναζητήσει καταφύγιο μετά τον αφορισμό του. Οι φοιτητές, οι οποίοι διαδήλωναν υπέρ μιας ενοποιημένης χώρας (η Γερμανία εκείνη την εποχή ήταν ένα συνονθύλευμα κρατιδίων), έκαψαν αντιεθνικά και αντιδραστικά κείμενα και βιβλία που τα έκριναν ως «αντιγερμανικά».

Ο συγγραφέας Erich Maria Remarque και εξώφυλλα του έργου του «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα

Το 1933 οι ναζιστικές γερμανικές αρχές επεχείρησαν την ταύτιση των επαγγελματικών και πολιτιστικών οργανώσεων της χώρας με την ιδεολογία και την πολιτική των Ναζί (Gleichschaltung). Ακολουθώντας αυτή την πολιτική, ο Γιόζεφ Γκέμπελς, Υπουργός Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας των Ναζί, εγκαινίασε μία αθρόα επιχείρηση ευθυγράμμισης των τεχνών και της κουλτούρας με τους στόχους των Ναζί. Η κυβέρνηση εκκαθάρισε τους πολιτιστικούς οργανισμούς από Εβραίους και άλλους αξιωματούχους που θεωρούσε ότι έτρεφαν ύποπτες πολιτικές πεποιθήσεις καθώς και από όσους δημιουργούσαν ή συμμετείχαν σε έργα τέχνης που οι Ναζί αποκαλούσαν «εκφυλισμένα».

Σε αυτή την προσπάθεια να «συμμορφώσει» τη λογοτεχνική κοινότητα, ο Γκέμπελς είχε έναν ισχυρό σύμμαχο, τον Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Σύνδεσμο Φοιτητών (Nationalsozialistischer Deutscher Studentenbund ή NSDStB). Οι Γερμανοί φοιτητές αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή του πρώιμου ναζιστικού κινήματος και στα τέλη της δεκαετίας του ’20, πολλοί είχαν προσχωρήσει στις τάξεις διάφορων ναζιστικών ομάδων. Ο ακραίος εθνικισμός και αντισημιτισμός λαϊκών φοιτητικών οργανώσεων προερχομένων από τα μεσαία στρώματα εκφραζόταν έντονα και ανοιχτά εδώ και δεκαετίες. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί φοιτητές ήταν αντίθετοι με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933) και ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούσε κατάλληλο όχημα για την έκφραση της εχθρότητας και της απογοήτευσής τους από την πολιτική σκηνή.

«Το σχέδιο των Ναζί»: Η καύση των βιβλίων. Η ταινία προβλήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο στο Διεθνές Στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, στις 11 Δεκεμβρίου 1945. Δημιουργήθηκε ειδικά για τη δίκη από τον Μπαντ Σούλμπεργκ και άλλα μέλη των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, υπό την επίβλεψη του Ναυάρχου Τζέιμς Ντόνοβαν. Οι δημιουργοί της ταινίας χρησιμοποίησαν υλικό μόνον από γερμανικές πηγές καθώς και επίσημο κινηματογραφικό ειδησειογραφικό υλικό (επίκαιρα). Αυτό το απόσπασμα τιτλοφορείται: «Καύση βιβλίων, 10 Μαΐου 1933».

Οι Ναζί στη Δίκη της Νυρεμβέργης

Στις 6 Απριλίου 1933 το Κεντρικό Γραφείο Τύπου και Προπαγάνδας της ναζιστικής φοιτητικής οργάνωσης κήρυξε μια πανεθνική «Κινητοποίηση κατά του αντιγερμανικού πνεύματος», η οποία έμελλε να αποκορυφωθεί με την εκκαθάριση ή «κάθαρση» (Säuberung) των λογοτεχνικών έργων δια πυρός. Οι τοπικές οργανώσεις έπρεπε να τροφοδοτούν τον Τύπο με ανακοινώσεις και άρθρα επί παραγγελία, να δίνουν μαύρες λίστες με «αντιγερμανούς» συγγραφείς, να χρηματοδοτούν ομιλίες διασήμων προσωπικοτήτων ναζιστικής ιδεολογίας σε δημόσιες συγκεντρώσεις και να διαπραγματεύονται χρόνο για ραδιοφωνικές εκπομπές.

T. Mann

Στις 8 Απριλίου 1933 η φοιτητική οργάνωση συνέταξε τις δώδεκα «θέσεις» της -μια εσκεμμένη αναφορά στις 95 Θέσεις του Λούθηρου: δηλώσεις που περιέγραφαν τα βασικά στοιχεία μιας «καθαρής» εθνικής γλώσσας και πολιτισμού. Οι θέσεις αυτές, οι οποίες κυκλοφορούσαν σε αφίσες, στρέφονταν κατά της «εβραϊκής διανόησης», εξέφραζαν την ανάγκη «κάθαρσης» της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας και απαιτούσαν τα πανεπιστήμια να αποτελούν κέντρα του γερμανικού εθνικισμού. Οι φοιτητές χαρακτήρισαν την «κινητοποίηση» ως απάντηση στην παγκόσμια εβραϊκή «εκστρατεία σπίλωσης» της Γερμανίας και ως επιβεβαίωση των παραδοσιακών γερμανικών αξιών.

Σε μια συμβολική πράξη που λειτούργησε ως κακός οιωνός, στις 10 Μαΐου του 1933, φοιτητές έκαψαν πάνω από 25.000 τόμους «αντιγερμανικών» βιβλίων, προμηνύοντας μια εποχή κρατικής λογοκρισίας και ελέγχου της κουλτούρας. Το βράδυ της 10ης Μαΐου, στις περισσότερες πανεπιστημιακές πόλεις, φιλοναζιστές φοιτητές οργάνωσαν λαμπαδηδρομίες «κατά του αντιγερμανικού πνεύματος». Στις προσχεδιασμένες τελετουργικές εκδηλώσεις, υψηλόβαθμα στελέχη των Ναζί, καθηγητές, πρυτάνεις και ηγέτες φοιτητικών οργανώσεων καλούνταν να απευθυνθούν στους συμμετέχοντες και στους θεατές. Στα καθορισμένα σημεία συνάντησης φοιτητές πετούσαν τελετουργικά τα λεηλατημένα και «ανεπιθύμητα» βιβλία στην πυρά, υπό τη συνοδεία μουσικών συνόλων, ενώ έδιναν και τους λεγόμενους «πύρινους όρκους» μίσους και ολοκληρωτισμού.

Στο Βερολίνο, συγκεντρώθηκαν περίπου 40.000 άτομα στην Πλατεία της Όπερας, για ν’ ακούσουν τον Γιόζεφ Γκέμπελς να εκφωνεί τον λόγο του: «Όχι στην παρακμή και στην ηθική διαφθορά!». Ο Γκέμπελς διέτασσε το πλήθος: «Ναι στην ευπρέπεια και στην ηθική, στην οικογένεια και στο κράτος! Παραδίδω στις φλόγες τα γραπτά των Χάινριχ Μαν, Έρνστ Γκλέζερ, Έριχ Κέστνερ».

E. Hemingway

Μεταξύ των συγγραφέων, τα βιβλία των οποίων έκαψαν οι ηγέτες των φοιτητών εκείνο το βράδυ, ήταν διάσημοι σοσιαλιστές, όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht) και ο Αύγουστος Μπέμπελ (August Bebel), ο θεμελιωτής της έννοιας του κομμουνισμού Καρλ Μαρξ (Karl Marx), συγγραφείς που επέκριναν τη «μπουρζουαζία», όπως ο Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας Άρτουρ Σνίτσλερ (Arthur Schnitzler) και «αρνητικές επιρροές από το εξωτερικό», όπως ο Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Hemingway). Οι φλόγες κατέκαψαν επίσης τα γραπτά του Γερμανού νομπελίστα (το 1929) συγγραφέα Τόμας Μαν (Thomas Mann), του οποίου η υποστήριξη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η κριτική στον φασισμό προκάλεσαν την οργή των Ναζί, και τα έργα του διεθνώς δημοφιλούς συγγραφέα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (Erich Maria Remarque), του οποίου η αδυσώπητη περιγραφή του πολέμου στο έργο του «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο», δυσφημίστηκε από τους Ναζί ιδεολόγους ως «κυριολεκτική προδοσία των στρατιωτών του Παγκοσμίου Πολέμου».

E. Kästner

Οι Έριχ Κέστνερ (Erich Kästner), Χάινριχ Μαν (Heinrich Mann) και Έρνστ Γκλέζερ (Ernst Glaser), που κατασυκοφαντήθηκαν από την έντονη ρητορική του Γκέμπελς, ήταν από τους πρώτους Γερμανούς λογοτέχνες που άσκησαν έντονη κριτική στο ναζιστικό καθεστώς αψηφώντας τον κίνδυνο. Μάλιστα, ο Χάινριχ Μαν ήταν ήδη διάσημος ως ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ο καθηγητής Ούνρατ», το οποίο παίχτηκε στις γερμανικές αίθουσες το 1930, με τον τίτλο «Γαλάζιος άγγελος», ενώ ο Έριχ Κέστνερ ήταν κυρίως γνωστός για τα βιβλία του για παιδιά και νέους. Μεταξύ των υπολοίπων συγγραφέων, που είχαν μπει στη μαύρη λίστα των ναζί, ήταν οι Αμερικανοί Τζακ Λόντον (Jack London), Θίοντορ Ντράγιερ (Theodor Dreyer) και Έλεν Κέλλερ (Helen Keller), η πίστη της οποίας στην κοινωνική δικαιοσύνη την ώθησε να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των αναπήρων, το κίνημα του ειρηνισμού, τις καλύτερες συνθήκες των εργατών στις βιομηχανίες και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών.

St. Zweig

Δεν πραγματοποιήθηκαν όλες οι καύσεις βιβλίων στις 10 Μαΐου, όπως είχε προγραμματίσει ο Γερμανικός Σύνδεσμος Φοιτητών. Ορισμένες αναβλήθηκαν για λίγες ημέρες αργότερα εξ αιτίας της νεροποντής. Άλλες, βάσει απόφασης των τοπικών οργανώσεων, πραγματοποιήθηκαν στις 21 Ιουνίου, στο θερινό ηλιοστάσιο, μια παραδοσιακή ημερομηνία για εορτασμούς με πυρά στη Γερμανία. Εν τούτοις, σε 34 πανεπιστημιακές πόλεις σε όλη τη Γερμανία, η «Κινητοποίηση κατά του αντιγερμανικού πνεύματος» της 10ης Μαΐου ήταν επιτυχημένη, αποσπώντας ευρεία κάλυψη από τις εφημερίδες. Σε ορισμένες πόλεις, κυρίως στο Βερολίνο, ραδιοφωνικές εκπομπές μετέφεραν τις ομιλίες, τα τραγούδια και τους τελετουργικούς ύμνους «ζωντανά» σε αμέτρητους Γερμανούς ακροατές. Η προώθηση της «Άριας» κουλτούρας και η καταστολή άλλων μορφών καλλιτεχνικής παραγωγής ήταν μία ακόμη προσπάθεια των Ναζί για «εξαγνισμό» της Γερμανίας.

H. Heine

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι περισσότεροι από τους συγγραφείς των οποίων τα έργα παραδόθηκαν στην πυρά, ήταν Εβραίοι. Μεταξύ αυτών ορισμένοι από τους πλέον διάσημους σύγχρονους συγγραφείς, όπως ο Φραντς Βέρφελ (Franz Werfel), ο Μαξ Μπροντ (Max Brod) και ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig). Επίσης, ανάμεσα στα έργα που παραδόθηκαν στην πυρά ήταν τα γραπτά του Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine), δημοφιλέστατου Γερμανοεβραίου συγγραφέα του 19ου αιώνα, ο οποίος στο έργο του «Almansor» (1820-21) έγραψε την περίφημη φράση: «Dort, wo man Bücher verbrennt, verbrennt man am Ende auch Menschen», δηλαδή: «Εκεί όπου καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους…».

(Μετάφραση – απόδοση κειμένων: Σοφία Παυλάκη)

kimintenia.wordpress.com

Πηγή: bpb.de

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s