Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες. Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού αδερφάκι του σύννεφου!
«La double vie de Véronique» by Krzysztof Kieślowski
Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ζωή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για Ανάσταση.
Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα Σκαλώνει μες στα σύννεφα Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού. Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας Άγγελοι! Σία τα κουπιά Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
Χάνουνταν ολοπόρφυρος ο ήλιος, βουλιάζανε τα βουνά, χώνονταν στο σκοτάδι και τα σπίτια γινόντουσαν μουντά και μολυβιά. Το πέπλο της νύχτας, ζεστό, βαρύ απλωνόταν κι ήντουνα η μέρα που μόλις έφευγε μελαγχολική, γιατί σκεύουνταν πως τη θέση της τη δίνει στην πρώτη του βασιλιά ή και Θεού μήνα, του πιο πλούσιου, που ταΐζει τους άλλους έντεκα του χρόνου.
«Γέρασε το καλοκαίρι», σκέφτηκα και λαχταρούσα ν’ ανοίξω την αγκαλιά μου να σφίξω όσο απόμενε, να το σώσω, να το κρατήσω για πάντα να με ζεσταίνει. Ξυπνούσανε ιστορίες θαλασσινές κι αποσπερίτικες που λέγαμε σαν αρμενίζαμε ολάκερη ζωή στο καλντερίμι, σφαλνούσα τους οφταλμούς κι ονειρευόμουνα. Κι ήθελα να τραγουδήσω, να νανουρίσω τον Ιούλιο που ’φευγε, να του δώσω παρηγόρια πως, ναι, είναι ζωντανός ακόμα ο Ιούλιος Καίσαρας ο Αυτοκράτορας ο ισχυρός που του έδωκε το όνομά του.. Σκευόμουνα και θέλανε να κλείσουν τα βλέφαρά μου, να κοιμηθώ..
Κι είχα πολλή δουλειά ακόμα με τα μολυβοκόντυλα, τα σύνεργά μου. Μα, λάμψη φάνηκε στο τρίστρατο, εκεί που ανταμώνουν οι δρόμοι και κάθε βράδυ μαζώνονταν παλιά οι κυράδες και τα κοριτσόπουλα να πούν’ τις πίκρες, τους καημούς και τις χαρές τους. Από νωρίς, λέει, είχανε μαζωμένα τα παλικάρια ξύλα, τα ανάψανε τούτη την ώρα λίγο πριν ξεκινήσ’ η Πρωταυγουστιά, κι οι πύρινες γλώσσες παραβγαίνανε στο ύψος.
Κι ευτύς, φωνές, γέλια, πειράγματα και λιανοτράγουδα πλημμυρίσανε τη γειτονιά ολάκερη. Παιδιά, άντρες και γυναίκες, αρχίσανε με πολλή φασαρία να πηδούνε. Παίρνανε φόρα, δίνανε μια και περνούσαν μέσα απ’ τις φλόγες. Να εξαγνιστούνε, μου είπανε, και να υποδεχτούν την καινούργια, ως πίστευαν οι προγόνοι, αιώνες πριν, που θα άρχιζε σε λίγες ώρες με τον Αυγερινό αντάμα. Τους σίμωσα, χαιρετηθήκαμε, με γκαρδιώσανε και μ’ έναν πήδο κατάφερα κι εγώ να περάσω την άλλη μεριά της φωτιάς. Αλλάξαμε ευχές και καλολογήματα, μοναξιά όμως γύρευα για να βγάλω τις εικόνες που χρειαζόμουνα απ’ τα βάθη του νου μου να τελειώσω το γραφτό μου. Ανάγκη ήτανε, τους καληνύχτισα κι έφυγα με βαριά καρδιά..
Φολέγανδρος
Περπάταγα ανάμεσα αρμυρίκια, σφάκες και αλυγαριές, έφτασα κατάγιαλο, με τους πύργους που είχανε κάνει τα παιδιά στην κάψα τη μεσημεριανή να με προστατεύουν και τα καβουράκια να τρέχουν φοβισμένα για να κρυφτούνε. Μια απαλή μουσική, ένα χάδι από το λίκνισμα του θαλασσόνερου, και τα κρεμασμένα αστέρια με μαγέψανε, έκατσα στη βρεμένη άμμο, κι έβλεπα το στραφτάλισμα του νερού που με οδηγούσε σε ένα μωρουδιακό ύπνο. Και μουρμούριζα Ελύτη:
«Κι εγώ μέσα στους αχινούς στις γούβες στ’ αρμυρίκια, σαν τους παλιούς θαλασσινούς ρωτούσα τα τζιτζίκια: Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι, γεια σας κι η ώρα η καλή! Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; Κι όλ’ αποκρίνονταν μαζί: -Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει! ..».
Σα ξύπνησα στο τρεμόπαιχμα των αστεριών, ήμουνα ζεστός κι ολόβρεχτος. Δίπλα, η Αντρομάχη, νύμφη του πελάγους, με κοιτούσε και στάζανε τα μαλλιά της αλισάχνη. … Γελούσαν θάλασσα, γης κι αστέρια. Κι ένοιωθα πληρότητα κι ευτυχία. Αγκαλιαστήκαμε με την Αντρομάχη και τραγουδήσαμε πάλι Ελύτη..
Η θέα στη Χώρα της Σκύρου από τη μονή Αγίου Γεωργίου
Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
«ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης – Ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια…» (Οδ. Ελύτης)
Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο περίφημο «Άξιον εστί» του μας παρέδωσε τη δική του ποιητική εκδοχή των «Χαιρετισμών» η οποία, θα έλεγε κανείς, πως είναι συνώνυμη της θάλασσας, του θαύματος, του Αιγαίου, του ονείρου, του ανέμου…
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Άγιος Νικόλαος Λασίθι – Κρήτη, Fred Boissonas (1920)
Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα». Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ‘ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα.
Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό από το να ‘χω παιδευτεί και από το να ‘μαι μόνος.. Κι ούτε που μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα, σε τι μεριές με μάλωνε η μητέρα μου Πού πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη το φωτόδεντρο.. Από κάπου ο καπνός περνούσε ..ίσως πέμπονταν το μήνυμα ότι τα δεινά μας καλώς έχουν κι η τάξη δεν πρόκειται ν’ ανατραπεί. Αχ πού ‘σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο, πού ‘σαι φωτόδεντρο, παραμιλούσα κι έτρεχα. Τώρα σε θέλω, τώρα που έχασα ως και τ’ όνομά μου Που πια κανένας δεν πενθεί τ’ αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]