Υπάρχει μια λαϊκή παράδοση με την οποία σχετίζεται η οικοδόμηση της παλιάς εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Πολύ παλιά λοιπόν, το χωριό Νησί, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, ήταν διασκορπισμένο σε διάφορα σημεία, 5-10 σπίτια βόρεια, 5-10 σπίτια ανατολικά, άλλα τόσα νότια από τη θέση του σημερινού χωριού. Ήταν εκεί τα σπίτια όπου υπήρχε ξηρά και δεν πλημμύριζαν από τη λίμνη, από τα νερά του Βάλτου.
Ο Τρανός Χορός στη Βλάστη και το Πανηγύρι στο Συρράκο αποτελούν πατροπαράδοτα θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα του Δεκαπενταύγουστου, που το 2022 εντάχθηκαν στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO
Το 2022, κατά την 17η ετήσια συνεδρίασή της στο Μαρόκο, η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) ενέκρινε την εγγραφή μετ’ επαίνων του στοιχείου με τίτλο: «Ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου σε δύο ορεινές κοινότητες της Β. Ελλάδας: Τρανός Χορός στη Βλάστη και Πανηγύρι στο Συρράκο» στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.
1. Ο Τρανός Χορός στη Βλάστη
Ο Τρανός Χορός είναι ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο με βασικά δομικά στοιχεία το δίπτυχο «τραγούδι – χορός» χωρίς καθόλου συνοδεία μουσικών οργάνων. Έχει τελετουργικό χαρακτήρα και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά κυρίως με τη συμμετοχή στο δρώμενο. Ο όρος «τρανός» υποδηλώνει την καθολική συμμετοχή της κοινότητας στην επιτέλεσή του αλλά και τη σημασία του για αυτήν. Για όλους τους Βλατσιώτες, αποτελεί τον «τρανό» δηλαδή τον σημαίνοντα, τον πιο σπουδαίο χορό, το σύμβολο της πολιτιστικής τους ταυτότητας.
Πανοραμική άποψη της Βλάστης Ν. Κοζάνης
Η Βλάστη (παλαιά ονομασία: Μπλάτσι) είναι ένα ορεινό κεφαλοχώρι της Δυτικής Μακεδονίας στον νομό Κοζάνης. Είναι χτισμένη στο ανατολικό τμήμα ενός οροπεδίου ανάμεσα στα όρη Άσκιο (Σινιάτσικος) και Μουρίκη. Ένα τμήμα της, στα δυτικά του χωριού, αποτελείται από μια τεράστια επίπεδη και καταπράσινη περιοχή που ονομάζεται «Λιβάδια». Πρόκειται για την τοποθεσία όπου χορεύεται ο Τρανός Χορός κάθε χρόνο ανήμερα στην εορτή του Αγίου Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) καθώς και το διήμερο του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15-16 Αυγούστου). Η γιορτή της Παναγίας υπήρξε ανέκαθεν για τους Βλατσιώτες η μεγάλη γιορτή της κοινότητας, καθώς τον Αύγουστο βρίσκονται εκεί -εκτός από τους μόνιμους κατοίκους- και οι οικογένειες των κτηνοτρόφων πριν αφήσουν τη Βλάστη για να κατέβουν στα χειμαδιά τους, αλλά και οι Βλατσιώτες που διαμένουν στα αστικά κέντρα και έρχονται στη Βλάστη για τις καλοκαιρινές διακοπές τους.
Τρανός χορός
Ο Τρανός Χορός του Δεκαπενταύγουστου αποτελεί το αποκορύφωμα των εορταστικών θρησκευτικού, κοινωνικού και ψυχαγωγικού χαρακτήρα εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια του πανηγυριού του Δεκαπενταύγουστου, το οποίο αρχίζει στη Βλάστη στις 14 και ολοκληρώνεται στις 16 Αυγούστου. Η γιορτή δίνει την ευκαιρία για αντάμωμα, ψυχαγωγία και τελετές κοινοτικού χαρακτήρα. Παραμονή της Παναγίας μετά τον Εσπερινό, η πλατεία γεμίζει από τους Βλατσιώτες που συγκεντρώνονται στη Βλάστη για τη συμμετοχή στα πιο βαθιά ριζωμένα στον τόπο έθιμά τους, για να ανταμώσουν με συγγενείς και φίλους και να διασκεδάσουν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στις τοπικές ταβέρνες υπό τους ήχους των παραδοσιακών μουσικών οργάνων.
Η εορτή της Παναγίας τιμάται με το επίσημο τελετουργικό της Ορθόδοξης λατρείας με τη θεία λειτουργία ανήμερα της γιορτής. Η περιφορά της εικόνας γίνεται το πρωί της 16ης Αυγούστου, με τη συνοδεία της τοπικής μουσικής ορχήστρας. Πριν και μετά τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις των χωριανών, επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια, οικογενειακές μαζώξεις και απαραίτητα το βράδυ, χορός με την ντόπια ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής.
Για όλους τους Βλατσιώτες αυτό το εορταστικό τριήμερο η καρδιά τους χτυπάει δυνατά στον Τρανό Χορό, αυτό το εξαιρετικά σημαντικό κοινοτικό γεγονός, στο οποίο κάθε χρόνο παίρνουν μέρος. Όπως χαρακτηριστικά ιστορείται, «πρέπει να εξομολογηθούμε τον πόθο για αυτή την ετήσια συνάντηση που απαιτούμε όλοι οι Βλατσιώτες της διασποράς. Αλλιώς δε νιώθουμε να αλλάζει ο ημεροδείκτης. Είναι σαν να μην περνάει η χρονιά…». Ο τρανός χορός χορεύεται τρεις φορές κατά το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου: ανήμερα της εορτής το απόγευμα και την επομένη, 16 Αυγούστου, το πρωί και το απόγευμα.
Ο Τρανός Χορός στη Βλάστη δεν έχει χαρακτήρα ενός απλού χορευτικού δρώμενου αλλά παίρνει διαστάσεις μιας κοινοτικής πράξης. Είναι ένας τελετουργικός, κοινοτικός χορός που οι Βλατσιώτες τον χορεύουν για να επιτελέσουν την καθιερωμένη προς την παράδοση τελετουργία. Γι’ αυτόν τον λόγο και έχει τους ιδιαίτερους κανόνες του. Οι κανόνες ορίζουν την ώρα προσέλευσης των χορευτών, την ιεράρχηση της διάταξής τους στον κύκλο, τη σειρά των τραγουδιών κ.λπ. Οι συμμετέχοντες τιμούν το δρώμενο φορώντας τα καλά τους και «σαν έτοιμοι από καιρό» φροντίζουν να είναι συνεπείς στο ετήσιο ραντεβού τους. Όλοι παρευρίσκονται με τάξη και ευπρέπεια για να συμμετάσχουν στο δρώμενο το οποίο επιτελείται με βάση το καθιερωμένο τυπικό με τη δέουσα επισημότητα και μέσα σε κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης.
Γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά Βλάστης
Ώρα έναρξης του Τρανού Χορού είναι η 7η απογευματινή και τόπος η περιοχή Λιβάδια. Η περιοχή αυτή είναι έντονα συναισθηματικά φορτισμένη για τους Βλατσιώτες, καθώς συνδέεται με προσωπικές βιωματικές μνήμες. Συνδυάζει την ικανή έκταση για το πλήθος των χορευτών, την άμεση πρόσβαση στο οικισμένο τμήμα του χωριού και το κάλλος του τοπίου, η θέαση του οποίου αφυπνίζει την αίσθηση του ωραίου και προκαλεί αισθητική συγκίνηση. Οι μεγαλύτεροι γνωρίζουν πού πρέπει να σταθούν για να αρχίσουν τον χορό και το τραγούδι και καθώς η ώρα περνά η προσέλευση αυξάνεται. Ο καθένας που προσέρχεται, γνώστης του τυπικού και των τραγουδιών, παίρνει θέση στον χορό και αρχίζει να τραγουδά και να χορεύει. Έτσι σταδιακά σχηματίζεται ένας μεγάλος κυκλικός χορός που ολοένα διευρύνεται καθώς προστίθενται συνεχώς χορευτές.
Βλάστη
Ο Τρανός Χορός χορεύεται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Χαρακτηριστικό της δομής του είναι η ιεράρχηση κατά ηλικία και κατά φύλο. Προηγούνται οι άνδρες, όλοι, κατά σειρά ηλικίας και ακολουθούν οι γυναίκες. Προηγούνται εκείνες που φορούν την παραδοσιακή ενδυμασία με πρώτη τη μεγαλύτερη σε ηλικία και την ικανότερη στο τραγούδι. Στην περίπτωση συνομήλικων γυναικών, κριτήριο για τη σειρά της θέσης της στον χορό είναι η χρονολογία του γάμου της. Η παράδοση θέλει πρωτοχορευτής να είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία που να είναι και άριστος γνώστης του ρυθμού και των τραγουδιών. Τα βήματα του χορού «στα τρία» και «μέσα έξω» είναι μικρά, βαριά, στρωτά και ακολουθούν τον ρυθμό των τραγουδιών. Η δομή του τρανού χορού, με τον πρωτοκορυφαίο χορευτή και ένα τμήμα των ανδρών που τραγουδούν τον πρώτο στίχο τον οποίο επαναλαμβάνουν χορεύοντας οι υπόλοιποι, προκαλεί την αίσθηση της ομοιογένειας, αλλά και της απλότητας και της λιτότητας. Σοβαρός, επιβλητικός, θεατρικός, ο χορός είναι ο εκφραστής του συλλογικού αισθήματος.
Παράδοση από μάνα σε θυγατέρα…!
Ο Τρανός Χορός είναι ένα ιστορικά καθιερωμένο γεγονός και με την επιτέλεσή του, ως ιδιαίτερο σύμβολο ταυτότητος, επιτυγχάνεται η συσπείρωση της κοινότητας και η συνειδητοποίηση της έκφρασης του ανήκειν σε αυτήν, γεγονός που κάνει τους Βλατσιώτες περήφανους. Είναι ένας αληθινά μεγάλος και σπουδαίος χορός, που υφίσταται για να αναδεικνύει τη συνέχεια της παράδοσης και να επιβεβαιώνει, να ανανεώνει και να προάγει τη διαφύλαξη της Βλατσιώτικης πολιτιστικής φυσιογνωμίας και ταυτότητας. Το δυνατό χειροκρότημα και η ευχή «και του χρόνου στον μέτρο» με τα οποία κλείνει ο χορός, αποτελούν υπόσχεση ανανέωσης των κοινοτικών δεσμών και διατήρησης της κοινοτικής συλλογικής μνήμης της Βλάστης.
2. Το πανηγύρι στο Συρράκο
Το παραδοσιακό πανηγύρι του Συρράκου είναι μια κοινωνική – τελετουργική πρακτική και ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο που αναγνωρίζεται από τους Συρρακιώτες ως σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και αποτελεί μια ζωντανή και σύγχρονη παράδοση που συνδέει το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον. Το πανηγύρι, αποτελεί για τους Συρρακιώτες, που ζουν πλέον διασκορπισμένοι σε διάφορα αστικά περιβάλλοντα, έναν τρόπο έκφρασης της κοινότητας και των ομάδων που τη συγκροτούν και ένα από τα πολυτιμότερα πολιτισμικά/συμβολικά κεφάλαια αυτοπροσδιορισμού της.
Το αρχοντικό Συρράκο σκαρφαλωμένο σε χιονοσκέπαστες πλαγιές
Το Συρράκο είναι βλαχόφωνο χωριό της περιοχής των Τζουμέρκων της Ηπείρου, χτισμένο στους πρόποδες του όρους Λάκμος (Περιστέρι), σε υψόμετρο 1.200 μ. και απέχει 53 χλμ. από τα Ιωάννινα. Οι κάτοικοι παλαιότερα ήταν δίγλωσσοι, καθώς μιλούσαν τη βλάχικη και την ελληνική γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσαν στη γραπτή και προφορική επικοινωνία με την κεντρική εξουσία και στις επαγγελματικές συναλλαγές και δραστηριότητες, όπως προκύπτει από τα πολυάριθμα αρχεία της Κοινότητας Συρράκου. Ο χώρος που διεξάγεται το πανηγύρι είναι το χοροστάσι στην κεντρική πλατεία του Συρράκου, που αποτελεί τον πυρήνα της κοινωνικής, πολιτιστικής, θρησκευτικής και οικονομικής ζωής της κοινότητας.
Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στο Συρράκο
Πρόκειται για σύμπλεγμα κτισμάτων με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, εναρμονισμένο με το φυσικό περιβάλλον καθώς έχουν αξιοποιηθεί περίτεχνα η απότομη πλαγιά στην οποία είναι κτισμένο το χωριό και το ανισόπεδο του εδάφους, δημιουργώντας τρία διαφορετικά επίπεδα. Στο πάνω διάζωμα βρίσκεται η εκκλησία του πολιούχου του χωριού Αγίου Νικολάου και η Γκούρα με τις κεντρικές βρύσες που είναι και το παλαιότερο κτίσμα του οικισμού, ενώ το χοροστάσι απλώνεται στο τρίτο και χαμηλότερο επίπεδο. Στην πλατεία οδηγεί πλακόστρωτο μονοπάτι με δύο λιθόκτιστα γεφύρια που, μέχρι πριν λίγα χρόνια, αποτελούσε τη μοναδική είσοδο στο κέντρο του χωριού. Από την πλατεία ξεκινούν και όλα τα καλντερίμια που διασχίζουν τον οικισμό.
Το Συρράκο γνώρισε κατά το παρελθόν μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη λόγω της αξιοποίησης των προϊόντων κτηνοτροφίας και βιοτεχνίας αλλά και του εμπορίου τόσο με άλλα ελληνικά κέντρα όσο και με πόλεις του εξωτερικού, όπως το Λιβόρνο, το Παλέρμο, η Μάλτα, η Βενετία κ.ά., φτάνοντας στη μεγαλύτερη ακμή του στα τέλη του 18ου αιώνα. Στην τοπική κοινωνία κυριαρχούσαν δύο διακριτές ομάδες, οι Ραφτάδες που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη, ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο, και οι Κτηνοτρόφοι. Η οικονομική ανάπτυξη του τόπου οδήγησε στην ανάπτυξη του θεσμού της «ευεργεσίας» μέσω του οποίου ανεγέρθηκαν στην κοινότητα περικαλλείς πέτρινες κατασκευές και κτίσματα και καλύφθηκαν σημαντικές δημόσιες δαπάνες και ανάγκες.
Το Συρράκο είναι η πατρίδα των ποιητών Κώστα Κρυστάλλη και Γεωργίου Ζαλοκώστα. Το 1821 το Συρράκο μετείχε στην επανάσταση του Γένους από κοινού με τους γειτονικούς Καλαρρύτες, με αποτέλεσμα να καεί ολοσχερώς. Οι περισσότεροι κάτοικοι διασκορπίστηκαν, πολλοί ωστόσο επέστρεψαν και έχτισαν εκ νέου τα σπίτια τους και τους ναούς του χωριού. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, το Συρράκο γνώρισε μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης και μείωσης του μόνιμου πληθυσμού του καθώς η εσωτερική μετανάστευση έφερε πολλούς κτηνοτρόφους στα αστικά κέντρα της Ηπείρου (Γιάννενα, Πρέβεζα, Άρτα κ.ά.), όπου άλλοτε διαχείμαζαν και δραστηριοποιούνταν εμπορικά, οι οποίοι έως και τη δεκαετία του 1970 συνέχιζαν να ανεβαίνουν το καλοκαίρι με τα κοπάδια τους στο Συρράκο.
Γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά Συρράκου
Στους νέους τόπους εγκατάστασής τους, οι κτηνοτρόφοι ιδρύουν πολιτιστικούς συλλόγους, εκδίδουν την εφημερίδα «Αντίλαλοι του Συρράκου» και με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνουν μεταδίδουν το πολιτιστικό κεφάλαιο της κοινότητας στις νεότερες γενιές. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά το Συρράκο γνωρίζει μια νέα άνθιση αποτελώντας πόλο έλξης χιλιάδων Ελλήνων και ξένων επισκεπτών κάθε χρόνο, που μαγεύονται από τον μοναδικό συνδυασμό της απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς των τοπίων του και της καλοδιατηρημένης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του οικισμού και των δομικών στοιχείων του σε κάθε έκφρασή τους.
Πανηγύρια στο Συρράκο διοργανώνονταν σε όλες τις τοπικές θρησκευτικές εορτές του καλοκαιριού, όπως των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και πάντα αποτελούσαν ευκαιρία για συνάθροιση των Συρρακιωτών μετά τον δύσκολο χειμώνα στα χειμαδιά ή στην ξενιτιά, για γαμήλιες ανταλλαγές, σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών και διασκέδαση. Όλα γίνονταν με την ίδια πατροπαράδοτη τελετουργική πρακτική, όμως το σημαντικότερο όλων και το πλέον πάνδημο ήταν εκείνο του Δεκαπενταύγουστου.
Το πανηγύρι του Συρράκου συνιστά σύνολο συμβολικών πράξεων με καθιερωμένο τυπικό, ενταγμένο στον κύκλο του χρόνου, που ενισχύει τη συλλογική έκφραση της κοινότητας των Συρρακιωτών. Είναι ταυτισμένο με τον δημόσιο χορό που οργανώνεται σε δύο ή και περισσότερους ομόκεντρους, ανοικτούς κύκλους. Στους εσωτερικούς κύκλους χορεύουν οι γυναίκες και στους εξωτερικούς οι άνδρες. Στην πρώτη θέση χορεύουν όλοι με τη σειρά που έχουν πιαστεί στον κύκλο, καθένας με τον χορό – τραγούδι της επιλογής του, που προέρχεται από αυτό που αναγνωρίζεται ως «συρρακιώτικο ρεπερτόριο».
Στο πανηγύρι παλαιότερα χόρευαν τα παντρεμένα και νιόπαντρα ζευγάρια, οι νέοι άνδρες και οι ελεύθερες κοπέλες σε ηλικία γάμου. Όλοι έπρεπε όχι απλώς να γνωρίζουν τον χορό αλλά για να χορέψουν στην πρώτη θέση, να μπορούν να οδηγούν τον χορό και να συντονίζονται στον διπλό ή τριπλό κύκλο. Καθένας πιανόταν στον κύκλο τελευταίος και χόρευε πρώτος όταν ερχόταν η σειρά του. Η τήρηση της σειράς είναι αυστηρή και αλλαγή γίνεται μόνο μεταξύ των γυναικών, κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης, ώστε να βρεθούν στην πρώτη θέση μαζί ζευγάρια ή στενοί συγγενείς. Όλοι χόρευαν δύο χορούς και η διάρκεια κάθε χορού ήταν δύο γύροι της πλατείας, ώστε να υπάρχει ίση αντιμετώπιση από τους οργανοπαίχτες. Οι γυναίκες συμφωνούσαν μεταξύ τους και το τραγούδι που θα χόρευαν το παράγγελνε ο άντρας πρωτοχορευτής, που ήταν και εκείνος που πλήρωνε και τους μουσικούς.
Οι χοροί που συνηθίζονται στο πανηγύρι είναι οι συρτοί, πατητός (συρτός στα τρία) και συρτός στα δύο (Βούλα, Κιτρολεμονιά, Αυτά τα μάτια Δήμο μ’, Παιδιά της Σαμαρίνας, Μου ‘πανε τα γιούλια, Το βλέπεις κείνο το βουνό, Μηλίτσα κ.ά.), το τσάμικο (Για μένα βρέχουν τα βουνά, Βλαχοθανάσης, Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, Δυο πουλάκια, Απόψε δεν κοιμήθηκα, Αγγέλω, Κώστα μ’ τα χιόνια λιώσανε, Τζουμέρκα μου περήφανα κ.ά.) και οι πεντάσημοι (Γιανν’ Κώστας, Μπαλατσός, Νου τι αρ’ ντι, Κάτω στην άσπρη πέτρα, Κωνσταντάκης, Βασιλαρχόντισσα, Μπολονάσαινα, Βιργινάδα κ.ά.), ενώ λίγα είναι τα τραγούδια στη βλάχικη γλώσσα που συνηθίζονται στο πανηγύρι: Βουλ’ μαέρι Βούλ’ (Βούλα μωρ’ Βούλα), Νου τι αρ’ ντι (Μη γελιέσαι), Βίνι ουάρα σι φουτζίμ’ (Ήρθε η ώρα να φύγουμε) κ.ά. Η μουσική κομπανία που παίζεις στο πανηγύρι είναι αυτή που συνηθίζεται σε όλη την Ήπειρο, αποτελούμενη από κλαρίνο, βιολί, λαούτο, ντέφι και τραγουδιστή. Το Συρράκο δεν είχε ποτέ δικούς του οργανοπαίχτες, όμως για πολλά χρόνια κρατάει η παράδοση στο πανηγύρι να παίζουν μέλη της οικογένειας των Γεροδημαίων με καταγωγή από τα Πράμαντα Ιωαννίνων.
Συρράκο Ιωαννίνων
Το παραδοσιακό πανηγύρι αποτελεί για τους Συρρακιώτες, που ζουν πλέον κυρίως διασκορπισμένοι σε διάφορα αστικά περιβάλλοντα, έναν τρόπο έκφρασης της κοινότητας και των ομάδων που τη συγκροτούν και ένα από τα πολυτιμότερα πολιτισμικά και συμβολικά κεφάλαια αυτοπροσδιορισμού της. Στο διάβα του χρόνου, το πανηγύρι κατορθώνει, ενσωματώνοντας τις πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές της κοινότητας, να αποτελεί ένα βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει και τη διακρίνει από τις υπόλοιπες κοινότητες της Ελληνικής υπαίθρου, συνιστώντας έτσι έναν από τους σημαντικότερους δείκτες της πολιτισμικής ταυτότητας των Συρρακιωτών.
Βλάχικος γάμος του Σελιώτη Μητρούλα, αρχές Μεσοπόλεμου Προξενιό, Αρραβώνες (ισουσίρεα)
Όπως συνέβαινε σε όλους τις πληθυσμιακές ομάδες τον παλιό καιρό, έτσι και στους Βλάχους του Βερμίου ήταν δύσκολη η επαφή ανάμεσα στους νέους γιατί τα ήθη ήταν αυστηρά και οι «έξοδοι» των νέων περιορισμένες. Περιπτώσεις να συναντηθούν οι νέοι, έστω και με φευγαλέες ματιές ήταν κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως γιορτές, γάμοι και πανηγύρια. Ακόμα, επειδή εκείνο τον καιρό οι κοινωνικές τάξεις, π.χ. κτηνοτρόφοι – εμποροβιοτέχνες ήταν κλειστές, ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αρραβώνας ανάμεσα σε διαφορετικές τέτοιες τάξεις. Ωστόσο, τα κύρια κριτήρια επιλογής ήταν το καλό σόι, η ομορφιά, η τιμιότητα, η εργατικότητα, η νοικοκυροσύνη και γενικά η καλή ηθική και πνευματική κατάσταση των νέων και των οικογενειών τους.
Την ημέρα που το καλαντάρι έδειχνε 1η Μαρτίου, έτυχε να διαβάσω πως το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Λονδίνου είχε την ωραία ιδέα να οργανώσει στην αγγλική πρωτεύουσα ένα Φεστιβάλ αφιερωμένο στο Βυζάντιο. Τα δύο αυτά «άσχετα» η ημερομηνία και η αναδρομή ξανάφεραν στον νου μιαν από καιρό ξεχασμένη εικόνα: έναν παλιό μακροσυγγενή, που ήταν «βυζαντινός» κι εκείνος, Κωνσταντινουπολίτης δηλαδή, ναυαγός στην Ελλάδα, μετά τον μικρασιατικό όλεθρο και τον ξερριζωμό του εκεί Ελληνισμού. Ιερόθεος ήταν το («αλλόκοτο», για εμάς) όνομά του κι ερχόταν συχνά στο σπίτι επισκέπτης καλόδεχτος και αφηγητής μαγικός, για τα παιδικά μας αυτιά. Αλλά ξεχωριστά τον θυμάμαι στις αρχές της άνοιξης (να ο συνειρμός), να μπαίνει τραγουδώντας μας:
Στην εποχή του Μεσοπολέμου, οι Κρητικοί, αντί για το σημερινό «σαρίκι», όπως αποκαλείται το γνωστό πλεκτό Κρητικό κεφαλομάντηλο, φορούσαν το σπαστό κόκκινο φέσι με τη μακριά φούντα το οποίο καμία απολύτως σχέση δεν είχε με το φέσι των Τούρκων. Γύρω όμως από το σπαστό κόκκινο φεσάκι, που φορούσαν τότε οι Κρητικοί, τύλιγαν ένα μεγάλο μαντίλι, το σημερινό σαρίκι. «Σαρίκι» είναι λέξη τουρκικής προέλευσης. Πριν λάβει αυτή την ονομασία, στην Κρητική διάλεκτο το αποκαλούσαν «πέτσα».
Μια δοξασία της παλιάς Κρήτης, δια χειρός Ιωάννη Κονδυλάκη…
Ιω. Κονδυλάκης
Μια δοξασία που υπήρχε κάποτε στην Κρήτη, σύμφωνα με την οποία τη νύχτα των Χριστουγέννων τα βόδια, που ζέσταναν τον νεογέννητο Χριστό, έπαιρναν ανθρώπινα στοιχεία και μιλούσαν, μας μεταφέρει σε χρονογράφημά του ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Σύμφωνα με αυτήν, τα βόδια μιλάνε το βράδυ των Χριστουγέννων, καθώς είναι από τα ευνοημένα τετράποδα, αφού ένα από αυτό παρέστη στη γέννηση του Χριστού στη φάτνη της Βηθλεέμ!
Έφυγε πριν λίγες μέρες από τη ζωή ο Δημήτρης Βύζας στα 79 του χρόνια. Πνεύμα ανήσυχο, εργάτης αφανής της πένας, ένας άνθρωπος που νοιαζόταν για την παράδοση και την ιστορία του τόπου του. Άνθρωπος, που παρά την ηλικία του, είχε την έγνοια να φωτίσει στιγμές ιστορικές του τόπου του, να διατηρήσει το γλωσσάρι του χωριού του, της Φυτειάς, να προβάλει προσωπικότητες ξεχασμένες για τους πολλούς, όπως ο λαϊκός αγωνιστής από το Δάσκιο, ο Βασίλης Πατρίκας. Βλέμμα διεισδυτικό, που σε διαπερνούσε, κουβέντες λίγες, βάθος πολύ.
Ο λαογράφος σήμερα τέμνεται με τον ανθρωπολόγο, τον ιστορικό, τον ψυχολόγο, τον φιλόλογο, αλλά πάνω από όλα πρέπει να επιστρέψει χαμηλά, κάτω, γύρω του για να αντλήσει το νέο υλικό. Κάτι που πρωτοπόρα έκανε ο Πετρόπουλος.
Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, ζούσαν ένας νέος και μια νέα. Η νέα έμενε στον πύργο της Ανατολής, ο νέος στον πύργο της Δύσης. Τον νέο τον έλεγαν Ανήλιαγο, γιατί ήταν γραφτό του να μην τον δει ποτέ ο ήλιος. Τη νέα τη λέγανε Αφέγγαρη, γιατί δεν θα την έβλεπε ποτέ το φεγγάρι. Ο νέος θα μπορούσε να γυρίζει μόνο τη νύχτα, η νέα μόνο τη μέρα. Όταν έκανε τον περίπατό του ο Ανήλιαγος τη νύχτα, έβλεπε πίσω από το παράθυρο του πύργου την Αφέγγαρη κι εκείνη πάλι, όταν έβγαινε τη μέρα έβλεπε τον Ανήλιαγο πίσω απ’ τα παράθυρα του δικού του πύργου. Έτσι γινόταν και δεν μπόρεσαν ποτέ ν’ ανταμώσουν, αν και το ‘θελαν τόσο πολύ!
Το έθιμο το έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από το Πάνιδο της Ραιδεστού της Ανατολικής Θράκης. Οι συμμετέχοντες ανάβουν φωτιές και αφού κάψουν τα μαγιάτικα στεφάνια, πηδάνε από πάνω τους, για να έχουν υγεία και καλοτυχία
Η ερημιά τόπων και ανθρώπων μέσα από θραύσματα μνήμης…
Μικρές κραυγές. Κείμενα για την ερήμωση της υπαίθρου, την εγκατάλειψη. Τα «Όμορφα χωριά» είναι κείμενα λιγόλογα, με κρυμμένη δυναμική, που μέσα από τη λιτότητά τους αναδύονται οι στόχοι τους, καθαροί και όχι αμφιλεγόμενοι… Ο Σιώμος είναι παιδί του τόπου του και ο λόγος του είναι ατόφιος, όπως οι πέτρες του χωριού του, όπως οι κορμοί των δέντρων, που το σκίασαν…
Η Τυρινή ή Τυροφάγος είναι η τελευταία εβδομάδα της περιόδου των Αποκριών. Ονομάστηκε έτσι επειδή από το ξεκίνημά της απαγορεύεται η κατανάλωση κρέατος, ενώ αντίθετα επιτρέπεται η κατανάλωση αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων. Η τελευταία μέρα της εβδομάδας αυτής είναι η Κυριακή της Τυρινής και από την επομένη, η οποία είναι η Καθαρά Δευτέρα, ξεκινάει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή για το Πάσχα.
Η Αποκριά ήταν η μεγάλη δόξα του Γιαβρή. Όλο το χρόνο ήταν ένας τίποτας. Γυρνούσε από δω κι από κεί ψάχνοντας για κανένα μεροκάματο, πότε καντηλανάφτης, πότε στ’ αμπέλια, πότε στις στάνες, πότε κάνοντας θελήματα στους νοικοκύρηδες του χωριού. Έβγαινε κάθε Σάββατο στο παζάρι κι άμα περνούσε κανένας φορτωμένος με ψώνια, κολλούσε δίπλα του: «Να σε ξαλαφρώσω άρχοντά μου από το βάρος; Με μια δεκαρούλα θα τα πάω εγώ στην κυρά σου, εσύ κάτσε στον καφενέ, μη σκοτίζεσαι με δαύτα, άστα πάνω μου, αφέντη μου, εγώ θα τα κουβαλήσω γιαβρή μου».
Σε ηλικία 98 ετών, το Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023, έφυγε από κοντά μας ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης, Κιλκισιώτης, φιλόλογος – λαογράφος, ο οποίος συνέδεσε τη ζωή του με τη λαογραφία, την έρευνα και την καταγραφή της ιστορίας, του πολιτισμού και των παραδόσεων του Ποντιακού ελλην ισμού. Είχε δύο παιδιά την Ερμιόνη και τον Σάββα και τέσσερα εγγόνια. Υπήρξε λαμπρός δάσκαλος, φιλόλογος, ο οποίος δίδαξε σε εξατάξια γυμνάσια της Ελλάδας και στη συνέχεια κατέληξε στη γενέτειρά του, στο Κιλκίς, όπου συνταξιοδοτήθηκε ως λυκειάρχης από το 2ο Λύκειο της πόλης.
Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα από το Μελί Ερυθραίας Μικράς Ασίας
Βασίλης βόσκει πρόβατα, Βασίλης βόσκει γίδγκια. Στο ‘να μαντρί τυροκομά, σε άλλο στερφοχωρίτζει στ’ άλλο χύνει τον τσίρο του, να μην πνιγούν τ’ αρνιά του. Κλέφτες τον απαντήσανε σαράντα Σαϊμιζήδες. – Βασίλη δέσε τα σκυλιά να μη μας χαραμίσουν. – Πώς να τα δέσω τα σκυλιά που είστε χαραμιτζήδες, και μένα θα σκοτώσετε να πάρετε τα γίδγκια. – Στην πίστη μας, στο λόγο μας, Βασίλη στ’ άρματά μας. Πιάνει και δένει τα σκυλιά με δεκαοχτ’ αλυσίδες. Δένει την σκύλα την κακιά, και την ανθρωποφάγα, και το τρεμολοκούλουκο με δεκαοχτώ αλυσίδες. Παίρνει και πα’ και δένει τα σ’ ένα ξερό πηγάδι. Οι κλέφτες τον συλλάβανε πισθάγκωνα τον δένουν. – Βασίλη πού ‘ναι τα χρουσά και πού ‘ναι τα φλουργκιά σου; – Τα πρόβατα τα χρήματα, τα γίδκια, τα φλουργκιά μου. – Περικαλώ σας βρε παιδγκιά περικαλιά μεγάλη: Για λύστε μου το χέρι μου να παίξω το παγιαύλι ν’ αφήκω γεια στα πρόβατα και γεια εις τα καλά μου και γεροσύνη και χαρά ν’ αφήκω στα παιδιά μου. Και το παγιαύλι ήλεγε μ’ ανθρώπινη μιλίτσα: – Για λύσου σκύλα τζουβεργκιά και συ ανθρωποφάγα και συ τρεμηλοκούλουκο, σπάσε τις αλυσίδες. Και λύσαν όλα τα σκυλιά και τους εχαραμίσαν…
Οι παλιοί Τσοπαναραίοι, η ζωή, οι στάνες και τα κοπάδια τους
Βαγγέλης Μητράκος
Το να είσαι τσοπάνης σέρνει πίσω του μεγάλη και βαριά ιστορία και παράδοση. Οι βοσκοί έχουν τον ρόλο του θεματοφύλακα της παράδοσης. Αν σκύψουμε με σεβασμό και μελετήσουμε τον τρόπο ζωής τους, θα μάθουμε πολλά για την ιστορία και την παράδοσή μας. Στους βοσκούς και στα βουνά είναι οι ρίζες και τα θεμέλιά μας. Ακόμη και σήμερα οι βοσκοί αποτελούν ένα σημαντικό δυναμικό με μεγάλη συμβολή στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας…
Ο τσοπάνης στα Ομηρικά Έπη, στη Βίβλο και στην Παράδοση
Στα παλιότερα χρόνια (μπορεί και σήμερα), αν ένας μαθητής «δεν έπαιρνε τα γράμματα» του λέγανε: «Εσύ θα γίνεις τσοπάνης» ή (ακόμα χειρότερα) «εσύ δεν κάνεις ούτε για τσοπάνης». Αυτός ήταν ο τρόπος μια τάξης δήθεν ανεβασμένων ανθρώπων για να υποβαθμίσουν και ν’ απαξιώσουν τη δουλειά του τσοπάνη, χωρίς να γνωρίζουν, οι δύστυχοι, πως αυτή η δουλειά είναι η πρώτη που έκανε ο προϊστορικός άνθρωπος όταν άρχισε να εξημερώνει ζώα για τις ανάγκες του, πως χάρη σε αυτή τη δουλειά κατάφερε ο άνθρωπος να βγει από τις σπηλιές και να δημιουργήσει πολιτισμό, πως χάρη στη δουλειά του τσοπάνη ο άνθρωπος εξασφαλίζει επί αιώνες τη σημαντικότερη τροφή του που είναι το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, πως χάρη στο μαλλί των ζώων του τσοπάνη καταφέρνει να έχει ρούχα για να ντύνεται, ρουχισμό για το σπίτι του και ποδήματα για να μην περπατάει ξυπόλητος και πως αυτή είναι μια πολύ δύσκολη, σύνθετη και απαιτητική δουλειά που μόνο έξυπνοι και ικανοί άνθρωποι μπορούν να την κάνουν και να τη βγάλουν πέρα.
Στα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, η δουλειά του τσοπάνη κατέχει σημαντική θέση και ήταν περηφάνια, ακόμα και για τους βασιλιάδες, να έχουν πολλά κοπάδια. Ας θυμηθούμε, πώς περιγράφει ο χοιροβοσκός του Οδυσσέα, ο Εύμαιος, ένα μέρος από την περιουσία του αφέντη του:
«Κι ήταν το βιος του αμέτρητο. Τόσο κανείς αφέντης Άλλος δεν το ‘χει στη στεριά τη μαύρη, ούτε στο Θιάκι,… Θα λογαριάσω να το ιδείς. Στους κάμπους πέρα βόσκουν Κοπάδια δώδεκα βοδιών, προβάτων άλλα τόσα, Κι ως τόσα χοίρων και γιδιών πλατιά κοπάδια ακόμα, Που του τα βόσκουν μισθωτοί κι άλλοι βοσκοί δικοί του. Κι εδώ όλα ως έντεκα γιδιών πλατιά κοπάδια θα ‘χει, Που τα προσέχουν πιστικοί να βόσκουν στ’ ακροβούνια». (Οδύσσεια, ξ’-96)
Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Αβραάμ, ο Γενάρχης των Εβραίων και εκλεκτός του Θεού, δεν ήταν παρά ένας τσοπάνης, όπως κατοπινά και ο ένδοξος Βασιλιάς Δαβίδ, πρόγονος του Χριστού, κι ένα σωρό άλλα βιβλικά πρόσωπα. Στα Ευαγγέλια, ο ίδιος ο Χριστός επέλεξε για τον εαυτό του τον τίτλο του Ποιμένα, του τσοπάνη δηλαδή. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη λέγει ο Χριστός: «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων». Το θέλημα του Θεού χάρισε στους τσοπάνηδες το προνόμιο να είναι οι πρώτοι που προσκύνησαν στη φάτνη της Βηθλεέμ τον νεογέννητο Χριστό. Πρώτα οι τσοπάνηδες και ύστερα οι Μάγοι με τα δώρα.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας, εκεί στην Κύπρο, πριν γίνει επίσκοπος και Άγιος, υπήρξε τσοπάνης. Ακόμα κι αυτόν τον Άγιο Βασίλειο ο λαός μας τσοπάνη τον θέλησε. Λένε κάποια κάλαντα της πρωτοχρονιάς:
«Βασίλης βόσκει πρόβατα, Βασίλης βόσκει γίδια στο ’να μαντρί τυροκομά, στ’ άλλο στερφοχωρίζει, στ’ άλλο κινεί το τσίρο του, να μην πνιγούν τ’ αρνιά του».
Άρα, λοιπόν, το να είναι κάποιος «τσοπάνης» είναι τίτλος τιμητικός και αξιοζήλευτος, που σέρνει πίσω του μεγάλη και βαριά ιστορία και παράδοση. Οι βοσκοί έχουν τον ρόλο του θεματοφύλακα της παράδοσης. Εάν σκύψουμε με σεβασμό και μελετήσουμε τον τρόπο ζωής τους, θα μάθουμε πολλά για την ιστορία και την παράδοσή μας. Στους βοσκούς και στα βουνά είναι οι ρίζες και τα θεμέλιά μας. Ακόμη και σήμερα οι βοσκοί αποτελούν ένα σημαντικό δυναμικό με μεγάλη συμβολή στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας. Αν ανατρέξουμε στη ζωή ή στις άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των τσοπάνηδων περασμένων δεκαετιών, θα διακρίνουμε μουσικές, γλώσσα, λόγο, συνήθειες, χορούς, έθιμα και ήθη που καθόρισαν το πολιτισμό μας.
Η φορεσιά του τσοπάνη
Η Γορτυνία, ως ένας τόπος ορεινός και φτωχός, υπήρξε πραγματικό βασίλειο της ζωής των τσοπαναρέων. Πάνω στα βουνά της Γορτυνίας, χιλιάδες γιδοπρόβατα, έβοσκαν το πουρνάρι, το σφεντάμι, την κουμαριά, τη σμυρτιά, τη θρούμπη και τους άλλους τους θάμνους και τα φρύγανα της γορτυνιακής γης, γεμίζοντας με το τραγούδι από τα τροκάνια και τα βελάσματά τους τη γορτυνιακή φύση. Κοντά τους, άγρυπνος φρουρός, προστάτης και καθοδηγητής, ο τσοπάνης, ντυμένος παλιότερα με τη φουστανέλα ή την πουκαμίσα, το γελέκι, το σιλάχι, τις κάλτσες τις χοντρές τις υφαντές και τα τσαρούχια ή τα γουρνοτσάρουχα. Από κάτω φόραγε ψηλά στο κορμί τη φανέλα και χαμηλά το βρακί μέχρι τους αστραγάλους, και το πανωβράκι που έδενε με τη βρακοζώνα όλα υφαντά στον αργαλειό από το μαλλί των προβάτων του.
Για τον χειμώνα, οι τσοπάνηδες είχαν την κάπα που τους προστάτευε από το κρύο και τη βροχή και για τον ύπνο τους είχαν την τραούσα ή καπερώνα, φτιαγμένη από μαλλί γιδιών, πιο χοντρή και πιο μακριά από την κάπα, με κουκούλα για το κεφάλι και χωρίς μανίκια. Το βράδυ που τέλειωναν τις δουλειές τους με τα ζωντανά στο μαντρί, τυλίγονταν με την τραούσα κι έπεφταν στο καλύβι τους και κοιμόντανε. Άλλοτε πάλι, όταν νυχτοβόσκανε έξω στα βοσκοτόπια, κοιμούντανε καταγής πάλι τυλιγμένοι με την τραούσα. Αυτή, δηλαδή, ήτανε και κρεβάτι και σκέπασμα για τον τσοπάνη. Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήτανε και μια τσάντα πέτσινη με δύο θήκες και κρεμαστή με λουρί στον ώμο ή ο ντορβάς (ταγάρι) κρεμαστό στον ώμο. Σ’ αυτά έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί, το τυρί, σκόρδα ή κάνα ξερό κρεμμύδι, ελιές, κάνα μπουκαλάκι λάδι, αλάτι κ.λπ. Ακόμα εκεί μέσα είχε ορισμένα εργαλεία ή χρήσιμα αντικείμενα (μαχαίρι, σακοβελόνα για να ράβεται, σουβλί, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για ν’ ανάβει φωτιά, φυτίλι κ.λπ.). Νερό είχε μαζί του σε νεροκολοκύθα (φλασκί) ή σε νεράσκι, έναν μικρό δερμάτινο σάκο.
Το μαντρί, η στρούγγα, το λεβετοστάσι, η καλύβα και η λόντζα
Τα βράδια, ο τσοπάνης έπρεπε να έχει ένα μέρος για να βάζει τα ζώα του, όταν τα γύριζε από τη βοσκή. Έτσι λοιπόν έφτιαχνε οπωσδήποτε ένα μαντρί. Το μαντρί ήταν συνήθως κυκλικό ή τετράγωνο, φτιαγμένο με μάντρα από πέτρες, ξερολιθιά, με κλαριά και καλάμια. Μια μικρή πόρτα ήταν η είσοδος στο μαντρί που κι αυτή έκλεινε με δέματα κλαριά ή σανίδια. Ακόμα παλιότερα το μαντρί το έφραζαν με κλαριά γκορτσιάς και σπαλαθριών, που είναι αγκαθωτά, και τον χειμώνα με δεμάτια από πλατάνες, λίγο γερτά προς τα μέσα για να προστατεύονται τα ζωντανά από το κρύο και τη βροχή.
Κοντά στο μαντρί ήταν φτιαγμένη η στρούγκα, από τα ίδια υλικά, αλλά με δυο πόρτες: Τη μια μεγάλη για να μπαίνει το κοπάδι και την άλλη μικρή και στενή, τόσο που να χωράει μόνο ένα πρόβατο ή γίδι για να περάσει. Στη μικρή αυτή έξοδο καθόντανε ένας ή και δύο τσοπάνηδες, έπιαναν ένα – ένα ζωντανό που πήγαινε να βγει και το άρμεγαν. Η δουλειά αυτή γινότανε το πρωί και το βράδυ. Τη στρούγκα την έφτιαχναν την άνοιξη, όταν άρχιζε το άρμεγμα.
Το λεβετοστάσι ήταν ένας μικρός χώρος, απαγγερός, δηλαδή να μην τον πιάνουν οι αέρηδες, λίγο πιο πέρα από τη στρούγγα. Εκεί γινόταν το τυροκομιό και υπήρχαν όλα τα απαραίτητα σκεύη και σύνεργα, όλα τα λεβέτια, γι’ αυτό και είχε το όνομα λεβετοστάσι.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της όλης εγκατάστασης ήταν η λεγόμενη καλύβα. Είχε σχήμα κυλινδρικό ή τριγωνικό με ξύλινο σκελετό. Για τη στέγη της καλύβας γύριζαν τα ξύλα, συνήθως ροδοδάφνες ή ξιφάρες. Η ξιφάρα είναι χόρτο με 1-1,5 μ. ύψος, που φυτρώνει στα βαλτόνερα και κόβει τα χέρια σαν ξυράφι. Το στρώνανε στην οροφή και ήταν αδιαπέραστο από το νερό. Τα κλαδιά που χρησιμοποιούσαν τα λύγιζαν προς τα μέσα κι έτσι η καλύβα έπαιρνε σχήμα κυλινδρικό . Τον σκελετό αυτό τον σκέπαζαν με την τέντα, ένα μεγάλο χοντρό σκέπασμα από γιδίσιο μαλλί που τη λέγανε κοζιά, για να γλιστράει πάνω της το νερό της βροχής. Όμως, όταν έβρεχε δυνατή βροχή, έπεφταν επάνω στους ανθρώπους που ήτανε μέσα στην καλύβα ψιλές – ψιλές σταγόνες (δροσιά). Τα χαμηλότερα τοιχώματα της καλύβας τα έφτιαχναν με ευλύγιστα κλαριά, συνήθως καλαμιές από αραποσίτι, που τα έπλεκαν μεταξύ τους.
Στη μια μεριά της καλύβας, συνήθως την προσηλιακή, άφηναν μια μικρή πόρτα. Γύρω – γύρω, στο έδαφος, έκαναν ένα μικρό ανάχωμα, για να μην μπαίνουν από κάτω τα νερά της βροχής. Μέσα στην καλύβα έβαζαν τα απαραίτητα πράγματά τους και άφηναν έναν χώρο για ν’ ανάβουν φωτιά να ζεσταίνονται και να μαγερεύουνε στον τέντζερη τραχανά, χυλοπίτες, φασόλια, τριφτιάδες φτιαγμένες με νερό και αλεύρι, που τις έκανε η μάννα τρίμματα και τις έβραζε με νερό. Αραιά και πού μπορεί να μεγερεύανε και λίγο κρέας. Φυσικά η κύρια τροφή τους ήταν το γάλα και το ξινόγαλο. Σε μιαν άκρη της καλύβας έστρωναν για κρεβάτι αφάνες και άλλα ξερά κλαριά, άπλωναν πάνω χοντρόρουχα (σαΐσματα, βελέντζες, παντανίες κ.ά.) και κοιμούντανε όλοι μαζί, γονείς, παιδιά αλλά και ξένοι, πολλές φορές, που περνούσαν από εκεί κι έπρεπε κάπου να ξενυχτήσουν.
Εμείς, οι σημερινοί μαλθακοί και καλοζωισμένοι άνθρωποι, μπορεί να σκεφτόμαστε με φρίκη πώς ήταν δυνατό να κοιμούνται οι παλιοί πάνω σ’ αυτά τα κρεβάτια. Εκείνοι όμως μολόγαγαν, πως τέτοιον ωραίο ύπνο δεν είχαν κάνει ούτε σε κρεβάτια βασιλικά. Τέλος, σε μιαν άκρη της καλύβας είχαν και μια μεγάλη κοφίνα (φτιαγμένη από καλάμια), όπου βάζανε το ψωμί και ό,τι άλλο υπήρχε για φαγώσιμο.
Για μεγαλύτερη εξυπηρέτησή τους και ασφάλεια του κοπαδιού, πολλοί τσοπάνηδες, στα κατοπινά χρόνια, έφτιαξαν ποιμνιοστάσια, τις λεγόμενες λόντζες, που ήταν χαμηλά, μακρόστενα χτίσματα, από πέτρα, ανοιχτά τελείως από τη μια μεριά προς νότο. Ο βορινός τοίχος της λόντζας ήτανε πιο ψηλός από τους άλλους, έτσι ώστε η στέγη να γέρνει προς τα μπροστά και να αδειάζει τα νερά της βροχής. Τη λόντζα τη σκέπαζαν με κεραμίδια ή με τσίγκους. Το μπροστινό ανοιχτό μέρος το έφραζαν με κλαριά ή σύρμα για να μένει εκεί μέσα το κοπάδι. Τη λόντζα, εσωτερικά, τη χώριζαν με φράχτες σε μικρότερα μέρη για να μένουν χωριστά τα γαλάρια, τα στέρφα ή τα αρνιά και τα κατσίκια. Στη μια άκρη της λόντζας, συνήθως στην ανατολική, φτιαχνότανε και η καλύβα του τσοπάνη, από πέτρα κι αυτή, ένα κανονικό ισόγειο δωμάτιο με πόρτα και παράθυρο. Πολλές από τις λόντζες εξελίχθηκαν σε κανονικές και μόνιμες κατοικίες της οικογένειας των τσοπάνηδων, υπάρχουν ακόμα, έρημες πια, σε πολλά μέρη της γορτυνιακής υπαίθρου, και λέγονται ακόμα με τα ονόματα των τσοπάνηδων που τις κατοίκησαν.
Τα τσοπανόσκυλα
Μέσα σ’ αυτή τη σκληρή ερημιά της ζωής του, ο παλιός τσοπάνης είχε πιστούς, αγαπημένους και αφοσιωμένους φίλους και συντρόφους τα τσοπανόσκυλα, που τα βάφτιζε συνήθως ανάλογα με το χρώμα τους και τα ’λεγε (ας πούμε) Μούργο το σκουρόχρωμο, Τραχήλη το ασπρόμαυρο κ.ά.
Τα τσοπανόσκυλα ήταν αχώριστοι σύντροφοι του κοπαδιού και του τσοπάνη, ιδιαίτερα στα παλιότερα χρόνια που υπήρχαν στα βουνά λύκοι, τσακάλια και ζωοκλέφτες. Από τα τσοπανόσκυλα άλλα έμεναν στο μαντρί για να το φυλάνε κι άλλα ακολουθούσανε το κοπάδι όλη μέρα στη βοσκή του. Οι τσοπάνηδες είχανε τα σκυλιά τους καλύτερα κι από παιδιά και φροντίζανε να τα ταΐζουνε όσο καλύτερα γινότανε με ψωμί, τυρί, κρέας και τυρόγαλο καθώς και με τάραμα, ένα μείγμα που έφτιαχναν με γάλα ή τυρόγαλο και αλεύρι, που τα σκυλιά το έτρωγαν πολύ, μεγάλωναν γρήγορα και γίνονταν δυνατά και ατρόμητα, για να νικάνε τους λύκους και να κυνηγάνε τους ληστές και τους ζωοκλέφτες.
Επειδή τα τσοπανόσκυλα ήταν απόλυτα απαραίτητα για τον τσοπάνη, εκείνος φρόντιζε να βρίσκει σκυλιά από καλή ράτσα και να τα περιποιέται όσο καλύτερα μπόραγε, με όλες τις τροφές, για να γίνουν θεριόσωμα, μεγάλα, πιστά σ’ αυτόν και στη στάνη του και δυνατά για να νικάνε τους λύκους και να διώχνουνε μακριά τους κλέφτες. Κι έβγαιναν, πραγματικά, τέτοια σκυλιά πιστά, που φύλαγαν άξια το κοπάδι. Γιατί το κοπάδι ήταν όλο το βιος, η τιμή και το καμάρι όχι μόνο του τσέλιγκα αλλά και της κόρης του, της βλάχας της έμορφης, η οποία δεν παινευότανε για άλλο τίποτα παρά μόνο για τα πρόβατα και τα γίδια που είχε ο πατέρας της και που θα της έδινε προίκα για να καλοπαντρευτεί.
Η κλίτσα του τσοπάνη
Τσοπάνης χωρίς κλίτσα δε νοείται, ούτε κλίτσα χωρίς τσοπάνη. Η κλίτσα (ή γκλίτσα) ήταν το τα απαραίτητο και αχώριστο ραβδί του τσοπάνη. Με την κλίτσα στο χέρι οδηγούσε ο τσοπάνης και φύλαγε το κοπάδι του, σ’ αυτή στηριζότανε για να ξεκουραστεί, αυτή τον βοηθούσε για να μην πέφτει στις κακοτοπιές, μ’ αυτήν έπιανε από το πόδι, όταν χρειαζότανε, τ’ αρνιά και τα γίδια και στην ανάγκη αυτήν χρησιμοποιούσε σαν όπλο για άμυνα απέναντι σε ανθρώπους και ζώα που τον απειλούσαν. Για να γίνει η κλίτσα έπρεπε πρώτα να φτιάξουν το ραβδί της από ίσιες βέργες αγριλιάς, λυγαριάς ή αγριοκορομηλιάς. Το ραβδί αυτό το ξεφλούδιζαν, το ζέσταιναν στη φωτιά για να ψηθεί και να σκληρύνει και σε λίγες μέρες ήταν έτοιμο. Στο πάνω μέρος του ραβδιού περνούσαν την κλίτσα.
Η κλίτσα γινότανε από χοντρό ξύλο αγριελιάς ή άλλο αγριόξυλο που να είναι γεροντζωπό, δηλαδή ώριμο, ψημένο, όχι νεαρό και τρυφερό. Το ξύλο αυτό το πελεκάγανε με ένα κοφτερό μαχαιράκι ή ένα ειδικό εργαλείο, το ξουράφι, δηλαδή ένα παλιό ξυράφι κουρείου, που το στενεύανε μπροστά και του βάνανε μια ξύλινη λαβή. Με το ξουράφι αυτό ή το κοφτερό μαχαίρι δίνανε στην κλίτσα το γνωστό σχήμα της και μετά τη σκάλιζαν και τη διακοσμούσανε με λουλούδια, φύλλα, ζώα, πουλιά, φίδια, δράκους κι ό,τι άλλο έβρισκε η φαντασία και το μεράκι του ευαίσθητου λαϊκού τεχνίτη ξυλογλύπτη. Στη βάση της κλίτσας έφτιαχναν μια τρύπα κι εκεί προσάρμοζαν σφιχτά το ραβδί. Για τούτο και το ραβδί μαζί με την κλίτσα στο πάνω μέρος λεγότανε και κλιτσόραβδο. Για την κλίτσα έχει βγει και μια πολύ γνωστή λαϊκή παροιμία: Λέμε για κάποιον: «Ξύνεται στη γκλίτσα του τσοπάνη», όταν θέλουμε να δείξουμε ότι όταν κάποιος γίνεται ενοχλητικός στο τέλος υφίσταται τις συνέπειες, όπως όταν η γίδα πάει και ξύνεται πάνω στην κλίτσα του τσοπάνη, εκείνος της κοπανάει μια γερή ξυλιά πάνω στη ράχη για να την απομακρύνει.
Ο σκάρος
Ο Σκάρος ήταν το αποκορύφωμα της ομορφιάς της ποιμενικής ζωής. Σκάρο οι τσοπάνηδες λέγανε τη νυχτερινή βοσκή των κοπαδιών κατά την περίοδο του χειμώνα, τότε που η νύχτα είναι μεγάλη και τα ζωντανά πεινάνε, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, σε κοντινή απόσταση από τη στάνη και διαρκούσε μια με δυο ώρες. Ήταν μια δύσκολη και σκληρή δουλειά, καθώς ο τσοπάνης ήταν αναγκασμένος να διακόψει τον ύπνο του και μέσα στο σκοτάδι και το κρύο να βγάλει τα ζωντανά για νυχτοβόσκημα. Κατά τη διάρκεια του σκάρου, οι τσοπάνηδες άναβαν φωτιές για να ζεσταίνονται, αλλά και για να μη ζυγώνουν οι λύκοι, και μαζεμένοι γύρω – γύρω από τη φωτιά κουβέντιαζαν κι έλεγαν ιστορίες.
Κάποτε ήταν ένας τσοπάνος και του έλεγε το αφεντικό τα πρόβατα να τα βοσκάει και τη νύχτα. Ο τσοπάνος του απαντούσε, πως δεν βλέπουν να βοσκήσουν. Το αφεντικό επέμενε και του έλεγε ότι τα πρόβατα τη νύχτα ό,τι βρουν μπροστά τους θα το φαν’. Αυτός όμως τίποτα. Την άλλη μέρα το αφεντικό βάζει την κυρά του και ζυμώνει ένα ψωμί. Με το ψαλίδι πήρε κοζιά από γίδια και την έκοψε ψιλή μέσα στο ζυμάρι. Το βράδυ πήγε το ψωμί στον τσοπάνο. Σκοτάδι τώρα και ο τσοπάνος μη βλέποντας τι είχε μέσα το ψωμί, αλλά και από τη μεγάλη του πείνα, το έφαγε μαζί με τις τρίχες. Του έμεινε μόνο ένα κομμάτι. Το πρωί το είδε και το είπε του αφεντικού. Τότε του λέει το αφεντικό. «Γιατί βρε το έτρωγες;» Του απαντάει. «Δεν το έβλεπα». «Ε, του λέει, το ίδιο και τα πρόβατα. Τη νύχτα ό,τι βρουν το τρώνε». Από τότε ο τσοπάνος άρχισε να βγάζει τα πρόβατα και τη νύχτα για βοσκή.
Αν κάποιος ήταν μερακλής, έπαιζε με τη φλογέρα του (εκεί, δίπλα στη φωτιά) κανένα σκοπό ή ακόμα τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Η μελωδία της φλογέρας, τα κουδουνίσματα, τα βελάσματα των προβάτων, τα αλυχτίσματα των τσοπανόσκυλων και πότε – πότε οι φωνές από τα μαυλίσματα των τσοπάνηδων συνέθεταν μια υπέροχη και ονειρεμένη συναυλία, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, στις παγερές νύχτες του χειμώνα. Βουνά, λαγκάδια, σούδες, γκρεμοί, ακόμη και τρόχαλα, άκουγαν με δέος τον τσοπάνη που βάραγε τον Σκάρο ακόμη και τον τραγουδούσε…
Γράφει ο ποιητής του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης σε ένα από τα ποιήματά του:
«Τι να ’ναι η λαμπερή φωτιά μες στο βουνό το πέρα που πότε – πότε ανάβεται και πότε – πότε σβιέται; Αυτή την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν, βόσκουν αυτά με τη δροσιά και με το κρύο της νύχτας, σε γούπατο, σε λαγκαδιά και σ’ όχθους απλωμένα. Γλυκός – γλυκός αντίλαλος χύνεται απ’ τα κουδούνια κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, κάποτε σκύλου βάβισμα βαθιά – βαθιά γρικιέται μεσ’ τη μαυρίλα την πυκνή. Κι από τις στάνες γύρα οι πιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαριά από κέδρους, σταίνουν τετράψηλη φωτιά στρώνονται αράδα – αράδα και μες στην πύρα της φωτιάς, στη μυρωδιά του κέδρου καθένας λέει τα λόγια του».
Η φλογέρα
Στις ατέλειωτες και μοναχικές περιπλανήσεις του στα βουνά και στους κάμπους ο τσοπάνης είχε περασμένο στο σελάχι του έναν ακόμα αχώριστο και συνάμα γλυκό σύντροφο: Τη φλογέρα.
Η φλογέρα είναι πανάρχαιο μουσικό ελληνικό όργανο. Ο Πάνας, θεός των βοσκότοπων, που γύριζε στα αρκαδικά δάση, έπαιζε μουσική με τις ξύλινες φλογέρες του… Η υπάρχουσα εικονογραφία – τοιχογραφία τεκμηριώνει την παρουσία της φλογέρας στον ελλαδικό χώρο από τα αρχαία χρόνια έως και σήμερα. Η φλογέρα είναι ένα από τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα, το οποίο παίζεται κυρίως από αυτοδίδακτους οργανοπαίχτες. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς νότες για να παίξει φλογέρα, παρά μόνο να διαθέτει μεράκι και θέληση. Γι’ αυτό οι φλογεροπαίκτες πρέπει να έχουν μουσικό αυτί και να παίζουν τα κομμάτια ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αφού τα αφομοιώσουν.
Είναι όργανο κυλινδρικό, ένας σωλήνας ανοιχτός και στα δύο του άκρα, που φτιάχνεται από καλάμι ή από ξύλο αχλαδιάς, κέδρου και σφενταμιού. Τις περισσότερες φορές η κατασκευή της φλογέρας ήταν υπόθεση του ίδιου του τσοπάνη με μια τεχνική που είχε παραδοθεί πάππου προς πάππου. Αφού κόψουν το κατάλληλο καλάμι ή σκαλίσουν και τρυπήσουν με πυρωμένο σιδερένιο σουβλί το ξύλο δίνοντάς του το κατάλληλο σχήμα, δημιουργούν το επιστόμιο, το σημείο δηλαδή στο οποίο ακουμπούν τα χείλη για να φυσήξουν. Ύστερα ανοίγουν τις τρύπες: Την πρώτη τρύπα την ανοίγει ο τσοπάνης με πυρωμένο καρφί στη μέση της φλογέρας. Μετά, αφού κλείσει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού, αφήνει τα δάχτυλα και των δυο χεριών πάνω στη φλογέρα, σα να παίζει και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες. Η φλογέρα έως περίπου 50 εκατοστά, έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία από την άλλη ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα. Η πίσω τρύπα ανοίγεται συνήθως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ή κάτω από την πρώτη τρύπα.
Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά, προς τα δεξιά, έτσι ώστε όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει, ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο. Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα. Και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα, λίγους επιπλέον φθόγγους ψηλότερα.
Στο παίξιμο της φλογέρας ο φλογεροπαίκτης ξομπλιάζει διαρκώς τους φθόγγους της μελωδίας του με διάφορα μελωδικά στολίδια. Τα στολίδια αυτά: αποτζατούρες, τρίλιες, τρέμολα κ.ά. χαρίζουν στη μελωδία της φλογέρας νεύρο και έκφραση. Ποιμενικό όργανο όπως είναι η φλογέρα, παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνηδες, όταν βόσκουν τα κοπάδια τους. Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα, σε γλέντια ή και πανηγύρια, όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός.
Παλιότερα δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε κρεμασμένο στον τοίχο του μια πάντα υφασμένη στον αργαλειό ή ένα κάδρο που παρίστανε μια πράσινη ραχούλα με άσπρα πρόβατα που βοσκάγανε κι έναν τσοπάνη ξαπλωμένο κάτω από ένα δέντρο να παίζει τη φλογέρα του.
Χειμαδιά
Όσο ήταν άνοιξη και καλοκαίρι οι βουνοκορφές ήταν φιλόξενες. Πηγές και γάργαρα νερά πότιζαν το πράσινο χορτάρι και θέριευε η βοσκή και τα κοπάδια έβοσκαν και δροσίζονταν κάτω από τα πουρνάρια, τα δέντρα, τα έλατα, τα πεύκα και τα πλατάνια. Το γάλα χύνονταν απ’ τα καρδάρια, τυριά, κασέρια, μυζήθρες, βαρέλιαζαν οι γυναίκες στο καλύβι, και με το πλούσιο μαλλί υφαίνονταν φλοκάτες για τον χειμώνα.
Όταν όμως πέρναγε το καλοκαίρι και άρχιζε να «μυρίζει» χειμώνας, με ορόσημο τη γιορτή του Άη Δημήτρη, οι τσοπάνηδες έπρεπε να πάρουν τα κοπάδια τους από τα βουνά και να τα κατεβάσουν στα χειμαδιά, σε μέρη δηλαδή του κάμπου που ο χειμώνας είναι μαλακός και υπάρχει τροφή. Εκεί, ήδη από νωρίτερα, είχαν εξασφαλίσει λιβάδια για βοσκή και είχαν δώσει το κάπαρο στους ιδιοκτήτες. Ξεσήκωναν, λοιπόν, όλο το νοικοκυριό τους και όλα τα χρειαζούμενα (μπαγάδια τα λέγανε) και τα φόρτωναν στα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Έπρεπε να είναι όλα έτοιμα αποβραδίς. Πολύ πρωί, με τα χαράματα ξεκινούσαν. Προτού πιάσει η ζέστη έπρεπε να έχουν περάσει διάφορες τοποθεσίες που από χρόνια τις είχαν για σημάδι.
Με το κίνημα γινόταν μια οχλοβοή ανεπανάληπτη. Τροκάνια, τσιοκάνια, κουδούνια, κυπριά, μπουζούκες να χτυπάνε, σκυλιά να γαυγίζουν, γιδοπρόβατα να βελάζουν, τσοπάνηδες να σαλαγάνε με δυνατές φωνές και να σφυρίζουν κι από κοντά τους οι νέοι και το παιδομάνι να τρέχουν και να φωνάζουν στα τσοπανόσκυλα και να περιμαζεύουν το κοπάδι. Μπροστά πήγαιναν τ’ αλογομούλαρα φορτωμένα τα μπαγάδια (σαΐσματα, μπατανίες, καρδάρια, λεβέτια, σκάφες, τεντζερέδες, κότες κρεμασμένες κατωκέφαλα από τα κολιτσάκια των σαμαριών και μικρά κατσικάκια στα μισογόμια, μπόγοι με ρούχα και κουβέρτες και άλλα χρειαζούμενα). Ακολουθούσαν τα γίδια με τα γκεσέμια μπροστά και παραπίσω τα πρόβατα. Από κοντά και τα τσοπανόσκυλα. Ένας από τους τσοπάνηδες, ο πιο έμπειρος, ξέκοβε τα γκεσέμια μπροστά που γνώριζαν το δρόμο και ακολουθούσαν τα υπόλοιπα.
Το κατέβασμα από τα βουνά στα χειμαδιά είχε μια μελαγχολία, αφού ΜΟΝΟ στα βουνά ο τσοπάνης νιώθει ζωντανός κι ελεύθερος και αναπνέει. Ο κάμπος τον ψυχοπλακώνει. Γι’ αυτό και βγάλανε και την παροιμία: «Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες». Το ταξίδι προς τα χειμαδιά δύσκολο και κοπιαστικό, με διανυκτερεύσεις στην ύπαιθρο και στα χάνια και πεζοπορίες εκατοντάδων χιλιομέτρων, μέσα από βλαχόστρατες αλλά και πάνω στη δημοσιά πολλές φορές. Και σαν έφταναν στα μαντριά των χειμαδιών, ξεκινούσαν το μέτρημα των κοπαδιών, τακτοποιούνταν και ξεκινούσαν τη νέα ζωή τους. Οι πεδινοί υποδέχονταν με χαρά τους «ορεινούς» και το «καθιερωμένο Σάββατο» που προηγούταν του Αγίου Δημητρίου «συλλειτουργούνταν» προσφέροντας λίγα κόλλυβα από το «νιό σιτάρι»…
Οι τσοπάνηδες της Γορτυνίας διάλεγαν για χειμαδιά κυρίως τη Μεσσηνία (πιο πολύ στην Πυλία και Κυπαρισσία) αλλά και την Ηλεία και την Αχαΐα (κυρίως το Αίγιο). Καθώς περνούσε ο χειμώνας κι ερχόταν η άνοιξη, οι τσοπάνηδες στα χειμαδιά άρχιζαν να νοσταλγούν τα βουνά. Στους κάμπους η ζέστη δεν υποφέρεται. Ιδιαίτερα τα παλαιότερα χρόνια που υπήρχαν πολλά κουνούπια. Μετά τ’ Αγιωργιού και μέχρι του Αγίου Κωνσταντίνου έφευγαν όλοι από τα χειμαδιά. Ας ακούσουμε τι λέει ένα παλιό δημοτικό τραγούδι της Γορτυνίας:
«Γρήγορα νάρθεις Άνοιξη κι όμορφο καλοκαίρι Να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσουν Να βγουν τα πρόβατα μ’ αρνιά τα γίδια με κατσίκια Να βγει η Φροσύνη στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσει Να πιεί νερό απ’ τον Αγιολιά κι απ’ τον Αγιοδημήτρη Να της περάσει η αρρωστιά να της κοπεί κι η θέρμη Κι ήπιε νερό απ’ τον Αγιολιά κι απ’ τον Αγιοδημήτρη Κι η αρρωστιά επέρασε κι η θέρμη της εκόπη».
Πριν ξεκινήσουν για την επιστροφή ψώνιζαν από τα μαγαζιά του κάμπου και από τα διάφορα πανηγύρια ό,τι χρειάζονταν και μετά, με τον ίδιο τρόπο που κατέβηκαν, οργάνωναν και το ανέβασμα στα αγαπημένα τους βουνά. Για τούτο και ο κόσμος τους έλεγε: «ανεβοκατεβάτες». Τον Μάη, με ορόσημο επιστροφής τη γιορτή του Αγιώργη, αφού θυσίαζαν τον «αγιωργίτη» αμνό στον Άγιο, έπαιρναν τον δρόμο του «γυρισμού» στα ορεινά λιβάδια.
Τα κουδούνια
Τα κουδούνια φανέρωναν το μεγάλο μεράκι του τσοπάνη για τα ζωντανά του. Από τα παλιά χρόνια συναγωνίζονταν ποιος θα βάλει στο κοπάδι του τα καλύτερα, τα περισσότερα και τα πιο γλυκόηχα κουδούνια. Πολλές φορές πήγαιναν και τα αγόραζαν μακριά, παντού όπου άκουγαν πως είχαν καλά κουδούνια. Τα κουδούνια τα έλεγαν τσιοκάνια, τροκάνια, τροκάκια και τροκάρια. Έβαζαν στα πρόβατα τροκάκια, στα γίδια τσιοκάνια και στα γκεσέμια μεγάλα κουδούνια (κυπριά) και μεγάλα τροκάκια (μπουζούκες), για να οδηγούν τα γιδοπρόβατα. Ήταν η μόνη διασκέδασή τους ακούγοντας τη μελωδία απ’ όλους αυτούς τους ήχους. Αν και υπήρχε φτώχεια, συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι τσελιγκάδες ποιος θα έχει τα περισσότερα και με τους καλύτερους ήχους σιδερικά (έτσι τα έλεγαν) στο μπουλούκι. Όταν πήγαιναν στα πανηγύρια οι τσοπάνηδες, όπως στην Αγία Παρασκευή Λαγκαδίων, στα Λουτρά Ηραίας τη Μεγάλη Πέμπτη και αλλού, πρώτα ψώνιζαν κουδούνια για τα γιδοπρόβατα και μετά τσαρούχια για τα πόδια τους. Και για τα παιδιά των τσοπαναραίων τα τροκανοκούδουνα ήταν το παιχνίδι και η διασκέδασή τους.
Τα κουδούνια αυτά τα κρεμάγανε κυρίως στα νέα, δυνατά, ζωηρά και ζημιάρικα ή μπολιάρικα ζωντανά, που έφευγαν από το κοπάδι, προκειμένου να τ’ ακούει ο τσοπάνης και να τα μαζεύει. Ο κάθε τσοπάνης από το βάρεμα των τσοκανιών, καταλάβαινε εάν το κοπάδι εκείνη την ώρα βοσκούσε, αν αναχάραζε, αν περπατούσε, αν έτρεχε, αν κυνηγιόταν, αν έπινε νερό, αν ξύνονταν, αν τα τρώγανε μύγες, αν κτυπιόνταν μεταξύ τους, εάν είχε πέσει μέσα λύκος ή ξένα σκυλιά, αν βοσκούσαν κ.λπ. Επίσης τον βοηθούσαν στο έργο του όπως στο σάλαγο, στο σκάρο, στη στρούγκα και στο στάλο, τον διευκόλυναν να τα βρει, όταν είχαν ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι ή είχαν μείνει πίσω ή είχαν χαθεί κ.λπ. Ακόμη, από την ακουστική εμπειρία που είχε αποκτήσει ο τσοπάνης, γνώριζε επ’ ακριβώς ακόμη και τον ήχο κάποιου ξένου τσοκανιού, που τυχόν κτυπούσε στο κοπάδι του. Τα τσοκάνια λειτουργούσαν, επίσης, και σαν ένα ειδικό σύστημα συναγερμού για το κοπάδι, σε περίπτωση απόπειρας ζωοκλοπής.
Μερικά κουδούνια ήτανε διπλά, δηλαδή ένα μικρό μέσα σε ένα μεγάλο και τα λέγανε διπλοκούδουνα. Τα κουδούνια τα κρεμάγανε στο λαιμό των ζωντανών με έναν ξύλινο κρίκο, την κουλούρα ή βεζέ ή γιδοστέφανο ή γιδοζυγό. Τις κουλούρες τις κατασκεύαζαν με ξύλα από μουριά, γάβρο, σκίντο, κουτσουπιά, αγριλιά, αγκλαβουτσά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ. Επίσης χρησιμοποιούσαν και πέτσινα (δερμάτινα) λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα και βαριά κύπρια.
Για να μην προδίνονται τα κοπάδια, όταν λαθροβόσκανε τη νύχτα σε ξένα ή απαγορευμένα λιβάδια και βοσκοτόπια, οι τσοπάνηδες βούλωναν τα κουδούνια με αγριόχορτα, χαρτιά ή παλιόπανα, ώστε να μην βροντάνε καθόλου και τους πάρουνε χαμπάρι. Η τέχνη του κουδουνοποιού γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα) και έγινε το σήμα κατατεθέν της πόλης από τον 19ο αιώνα. Τα παλιά χρόνια οι κουδουνοποιοί ήταν γνωστοί ως κουδουνάρηδες ή λεράδες.
Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις από τα κουδούνια:
«Στην καλή προβατίνα κρεμάνε τα κουδούνια». «Κάθε πράμα και το τσοκάνι του». «Κατά τα τσοκάνια κι ο τσοπάνης». «Του φτωχού τσοπάνη τα κουδούνια του φταίνε». «Του κρεμάσανε κουδούνια». «Όπου βαρούνε τα κουδούνια είναι και το κοπάδι». «Το μερακλή τσοπάνη τον ακούς απ’ τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα γκεσέμια». «Του πήραν τα κοπάδια και του έμειναν τα τσοκάνια».
Επώνυμα από τα κουδούνια: Καμπανίδης, Καμπανέλλης, Καμπάνης, Καμπάνας, Καμπανάκης, Καμπάνης, Καμπανάρης, Κουδούνας, Κουδούνης, Κουδουνέλης, Κουδουνίδης, Τσοκανάς, Τσοκάνης, Τσοκανίδης, Τσοκανόπουλος, Τσοκανάκης.
Η κλεψιά
Οι τσοπάνηδες, εκεί στην ερημιά των βουνών, πέρα από τις δυσκολίες που είχαν με τα κοπάδια τους, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και τη ζωοκλοπή. Η κλεψιά γινότανε κυρίως τις φεγγαρόλουστες νύχτες του καλοκαιριού. Οι ζωοκλέφτες πάντοτε οπλοφορούσαν και ήταν επικίνδυνοι για όλα. Για να κλέψουν τα πρόβατα κάποιου έπρεπε να υπάρχει ο λεγόμενος «δότης» αυτός, δηλαδή, που έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες στους ζωοκλέφτες.
Για τη ζωοκλοπή συνήθως δεν γινότανε καταγγελία στην Αστυνομία. Ο καθένας προσπαθούσε με τη βοήθεια συγγενών, γνωστών και φίλων να εντοπίσει όχι τόσο τους δράστες, αλλά τα κλεμμένα πρόβατα και να του επιστρέψουνε όσα περισσότερα γινότανε. Το ζητούμενο δεν ήταν η τιμωρία των δραστών, αλλά η επιστροφή των κλεμμένων.
Επειδή η ζωοκλοπή δεν γινότανε «στα τυφλά», αλλ’ οι κλέφτες ξέρανε ποιανού είναι τα πρόβατα που κλέβανε, για ν’ αποτρέψει κάποιος τους επίδοξους ζωοκλέφτες, έπρεπε να είναι από μεγάλη οικογένεια, να έχει πολλούς συγγενήδες και κουμπάρους, ώστε και να τον «φοβούνται και να τον σέβονται».
Το άρμεγμα
Αίνιγμα: «Κώλος ειν’ στην πέτρα, κώλος στο κεφάλι. Τέσσερις στέκονται, δυο τραβάνε, δυο κερνάνε. Τι είναι; Ο τσοπάνης που αρμέγει».
Το άρμεγμα είναι η σπουδαιότερη δουλειά του τσοπάνη. Όλος ο καυγάς γι’ αυτό το πάπλωμα είναι. Για να πάρει ο τσοπάνης το γάλα, παραδέρνει χρονικής πέρα δώθε χωρίς να βρίσκει ανασασμό. Το άρμεγμα γίνεται δυο φορές την ημέρα, το πρωί και το βράδυ, από έναν, δύο, τρεις ή και περισσότερους αρμεχτάδες. Χρειάζονται κι άλλοι, που θα οδηγούν τα γαλάρια στους αρμεχτάδες, να μην τ’ αφήνουν να ξεκόβει το ένα σιαδώ και τ’ άλλο σιακεί και να τα βάνουν στη σειρά, για να μπορέσουν οι αρμεχτάδες να τ’ αρμέξουν.
Καθισμένοι λοιπόν στο λιθάρι, στη στενή έξοδο της στρούγγας, οι αρμεχτάδες ανοίγουν τα πόδια του ζώου, πιάνουν τα «μαστάρια» με τα δυο τους χέρια και αρχίζουν το άρμεγμα. Το άρμεγμα με το χέρι συνδέεται λανθασμένα με το τράβηγμα προς τα κάτω των θηλών του ζωντανού. Αυτό θα οδηγήσει σίγουρα σε τραυματισμό. Αντί αυτού, πρέπει να εφαρμοστεί μια κίνηση παγίδευσης και συμπίεσης, συνήθως με τον αντίχειρα και τον δείκτη. Το γάλα χύνεται μέσα στην καρδάρα, γεμίζει μια, δυο, τρεις, ώσπου να τελειώσουν όλα.
Στο τέλος το γάλα το στράγγιζαν, γιατί κατά τη διαδικασία του αρμέγματος, πέφτανε μέσα στην καρδάρα, τρίχες, φύλλα, «τσάχαλα» κ.λπ., αλλά κι επειδή τα ζώα δεν είχαν καθόλου καλούς τρόπους και «κερνούσαν» τον τσοπάνη και «κανένα μεζεδάκι», που αν δεν προλάβαινε να αντιδράσει, κατέληγε κι αυτό μέσα στο γάλα του. Όταν το ζώο ήταν ζωηρό, οι τσοπάνηδες έσκυβαν το κεφάλι τους και το έβαζαν κόντρα στον πισινό του ζώου, για να μπορέσουν να το κουμαντάρουν και να μην τους χύσει το γάλα. Άντε να έχεις να αρμέξεις, 50 – 100 – 200 ή και περισσότερα ζώα, να δεις τι ιδρώτα έχεις να χύσεις.
Όσο κι αν φαίνεται απλή και εύκολη δουλειά, το άρμεγμα θέλει τέχνη και τεχνική για να γίνει σωστά και γρήγορα. Δεν πρέπει να κάνεις το ζωντανό να πονέσει την ώρα του αρμέγματος, γιατί το ζώο χοροπηδάει και σφίγγεται και το γάλα δεν κατεβαίνει. Αν δεν το κατέχεις, εσύ βάζεις δύναμη να κατέβει το γάλα και αυτό ανεβαίνει προς τα πάνω. Πολλές φορές άνθρωποι της πόλης που πάνε διακοπές στα χωριά δοκιμάζουν για πλάκα ν’ αρμέξουν. Το αποτέλεσμα είναι να τυραννάνε το δύστυχο το ζώο και να αποχωρούν απογοητευμένοι και μουστρισμένοι από το γάλα που πετάχτηκε στη μούρη και στα ρούχα τους.
Το γάλα το άρμεγαν μέσα σε καρδάρια που χωρούσαν δώδεκα οκάδες και το συγκέντρωναν σε καζάνια των εκατό οκάδων ή και μεγαλύτερα. Για να τυροκομήσουνε βράζανε το γάλα, ώσπου να γίνει χλιαρό. Τότε ρίχνανε την πυτιά που έπαιρναν από το στομάχι των μικρών κατσικιών, την οποία αλάτιζαν και την έβαζαν στον ήλιο για να βράσει. Σκεπάζανε αρκετή ώρα το γάλα στο καζάνι για να πήξει. Μετά το βάζανε σε τρυπητά πανιά, τσαντίλες, για να στραγγίξει. Με διαφορετική κατεργασία βγάζανε τη μυζήθρα, το βούτυρο, το ξινόγαλο, τη γιαούρτη κ.λπ. Το έτοιμο τυρί το βάνανε παλιά σε ασκιά με άλμη (αλατόνερο), γι’ αυτό λεγότανε τουλουμοτύρι και τουλουμίσιο από το «τουλούμι», που σημαίνει ασκί. Το φυλάγανε όμως και σε πιθάρια, λαγήνες και τενεκέδες, πάλι βουτηγμένο σε αλατόνερο.
Για το πρώτο άρμεγμα μετά τη γέννα χρειαζόταν να πιέσουν πιο πολύ τη θηλή για να ξεβουλώσουν οι πόροι και να βγαίνει πιο εύκολα το γάλα. Το πρώτο γάλα, επειδή είναι κίτρινο και πηχτό σαν κόλλα, το λέγανε «κολλάστρα». Κι επειδή μπορεί να βλάψει το νεογέννητο, μερικοί τσοπάνηδες το άρμεγαν και το έχυναν. Άλλοι όμως το έβραζαν ή το τηγάνιζαν κι εκείνο έπηζε σαν τυρί ή αυγό και το έτρωγαν πασπαλισμένο με αλάτι ή ζάχαρη. Αυτό ήταν το λεγόμενο «κορκοφίγκι». Μερικοί το αραίωναν με νερό και το έβραζαν όπως τη βραστογαλιά, δηλαδή το βραστό γάλα με αλάτι και ψωμί, που ήτανε η αγαπημένη λιχουδιά του τσοπάνη.
Ο κούρος
Κατά τον Μάρτη μήνα, επειδή αρχίζει το άρμεγμα, οι τσοπάνηδες κολοκουρίζουν, δηλ. κουρεύουν την ουρά και το πίσω μέρος των προβάτων τους για να διευκολύνονται στο άρμεγμα και να μην πέφτουν ακαθαρσίες στο γάλα. Κατά τον Μάη μήνα ή και λίγο αργότερα, στα πολύ ορεινά (Ιούνιο και Ιούλιο) γίνεται ο μεγάλος κούρος του κοπαδιού, το κατακούρι, όπως το λένε. Στα γίδια αφήνουν λίγα μαλλιά στη ράχη που τα λένε σέλα, ενώ τα πρόβατα τα κουρεύουν τελείως. Τα τραγιά, τα γκεσέμια, τα φτιάχνανε όμορφα. Τους αφήνανε μπροστελίνες, δηλ. μαλλί στα μπροστινά πόδια. Την ορισμένη μέρα μαζεύονται αρκετοί τσοπάνηδες, οι κουρευτάδες, που με τα μεγάλα προβατοψάλιδα κουρεύουν τα ζωντανά. Πρώτα κουρεύουν τα κριάρια, μετά τα λευκόμαλλα και τελευταία τα λάγια (τα μαύρα) για να μην μπερδευτούν τα μαλλιά. Το μαλλί του κάθε προβάτου το τυλίγουν χωριστά, το δένουν με τα λόιδα του, δηλ. τις μακριές τρίχες του, το κάνουν δεματάκι και αυτό το λένε ποκάρι.
Ο νοικοκύρης του κοπαδιού σφάζει ένα ζωντανό για να φάνε το μεσημέρι και το βράδυ οι κουρευτάδες. Κι όλη μέρα τα αστεία, τα κεράσματα με κρασί και μεζέ δεν λείπουν. Κερνάνε και τους επισκέπτες και τους περαστικούς κι εκείνοι τους εύχονται: «Χρόνια πολλά … να τα χιλιάσετε … του χρόνου στον κούρο χίλια τα ψαλίδια σας … κ.ά.». Όταν τέλειωναν τον κούρο, οι κουρευτάδες μπούχιζαν, δηλ. ράντιζαν το κοπάδι με λίγο νερό κι εύχονταν στον νοικοκύρη «να τα χιλιάσει … και του χρόνου». Αν τέλειωναν τον κούρο νωρίς, τότε γινόταν ένα μικρό πανηγύρι με κρασί, μεζέδες, τραγούδια, χορό και τουφεκολόι.
Με τα μαλλιά των προβάτων, στα παλιότερα χρόνια, οι νοικοκυρές, αφού πρώτα έκαναν το πλύσιμο, το λανάρισμα, το ξάσιμο και το γνέσιμο, ύφαιναν στον αργαλειό τα χοντρόρουχα του σπιτιού: σαΐσματα, βελέντζια, παντανίες, χράμια, κιλίμια, αλλά και ρούχα: κάλτσες, φανέλες, βρακιά, μισοφόρια κ.λπ. Με το μαλλί των γιδιών (κοζιά), αφού πρώτα τη χτυπούσαν (την έκοβαν όπως λέγανε) με τριχιές στο πάτωμα, έκαναν ύστερα τις τουλούπες και με το νήμα ύφαιναν σαΐσματα, τραούσες και κάπες. Αυτά τα κόζινα υφαντά ήταν αδιαπέραστα από το νερό και γι’ αυτό πολύτιμα κατά τον χειμώνα.
Τόσα και τόσα χρήσιμα υφαντά και ρούχα που ήταν ζεστά τον χειμώνα και προστάτευαν τους τσοπάνηδες και την οικογένειά τους από τα κρύα, τις βροχές και τα χιόνια. Και ήταν πραγματική απόλαυση ο ύπνος μέσα στα ζεστά φλοκωτά βελέντζια που είναι μαλακά, παχιά και αφράτα από τη νεροτριβή. Όταν η νοικοκυρά του τσοπάνη είχε κορίτσια τότε έφτιαχνε στον αργαλειό τρακάδες ολόκληρες από τέτοια ωραία ρούχα, για να τα προικίσει όταν θα ’ρχόταν ο καιρός της παντρειάς. Μόνον όσες γυναίκες δούλεψαν στον αργαλειό ξέρουν πόση κούραση, ταλαιπωρία και τυραννία έχει αυτή η δουλειά. Γι’ αυτό λέει ένα 4στιχο παλιό:
«Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά σκλαβιά πολύ μεγάλη»
Συνήθειες των τσοπάνηδων
Οι «σμίχτες»
Κατά την εποχή του τυροκομιού, από την άνοιξη μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οι τσοπάνηδες που είχαν μικρά κοπάδια κι έπιαναν λίγο γάλα, συμφωνούσαν μεταξύ τους κι έσμιγαν το γάλα και το έπαιρνε ο καθένας με τη σειρά του για ορισμένες μέρες, για να πήξει τυρί, να το πουλήσει κ.λπ. Αυτοί οι τσοπαναραίοι λεγόντουσαν «σμίχτες».
Οι «σέμπροι»
Όταν κάποιος είχε δικά του ζωντανά αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να τα φυλάξει και να τα συντηρήσει ο ίδιος, τότε τα έδινε σε άλλον τσοπάνη για να τα φυλάξει, με τη συμφωνία να δίνει στον ιδιοκτήτη ένα μέρος του εισοδήματος, τόσο τυρί, τόσα αρνιά ή κατσίκια κ.λπ. κι όταν περάσουν τα ορισμένα χρόνια και λήξει η συμφωνία, τότε ο τσοπάνης να επιστρέψει όλα τα ζωντανά που πήρε από τον ιδιοκτήτη. Η συμφωνία αυτή λεγότανε «σεμπριά», οι συνεταίροι «σέμπροι» και τα ζωντανά «σέμπρικα».
Τα «μισιακά»
Άλλες φορές οι συνεταίροι έβαζαν εξίσου από έναν ορισμένο αριθμό ζωντανών κι επιπλέον ο ένας έβαζε τα λιβάδια κι ο άλλος τη φύλαξη και την περιποίηση του κοπαδιού. Τότε μοιράζονταν στα ίσα και τη νομή, δηλ. τυρί, αρνιά, κατσίκια, μαλλί κ.λπ. καθώς και τα ζωντανά στο τέλος, όταν τέλειωνε η συμφωνία. Τα κοπάδια αυτά λέγονταν «μισιακά».
Οι «Δωρεές»
Στις μεγάλες γιορτές και κυρίως στα πανηγύρια των χωριών, οι τσοπάνηδες πρόσφεραν δωρεάν διάφορα ζωντανά, αφιερώματα στην εκκλησία, για να την ενισχύσουν οικονομικά, αλλά κι εκείνοι να έχουν τη βοήθεια της Παναγίας και των Αγίων. Τα ζώα αυτά οι επίτροποι της εκκλησίας τα έβγαζαν σε δημοπρασία ή κλήρωση υπέρ της εκκλησίας.
«Χίλιασμα» των ζωντανών
Στα παλιότερα χρόνια ο μεγάλος πόθος και ο κρυφός καημός των τσοπάνηδων ήταν να φτάσουν χίλια τα ζωντανά τους, να χιλιάσουν τα σφαχτά τους, όπως λέγανε. Γι’ αυτό δεν έσφαζαν ούτε πούλαγαν θηλυκά πρόβατα ή γίδια, μέχρι να φτάσουνε στα χίλια. Κι όταν επιτέλους ερχότανε η μεγάλη στιγμή έβγαινε ο τσοπάνης σε μια κορφή βουνού και φώναζε μ’ όλη τη δύναμή του: «Τ’ ακούτε λαγκάδια και βουνά; Τα χίλιασα τα πρόβατά μου…» ή «τα χίλιασα τα γίδια μου!!!». Αυτό το φώναζε προς όλες τις κατευθύνσεις και πολλές φορές, για ν’ ακουστεί καλά. Γιατί πίστευαν πως, αν δεν το έκαναν αυτό, τότε θα χάνανε τα ζωντανά τους και δεν θα τα είχαν χίλια.
Τσοπάνηδες και θρησκευτική παράδοση
Οι τσοπάνηδες, ζώντας μια ζωή αγνή, κοντά στη φύση, ένιωθαν απόλυτα δεμένοι με το Θείο Θέλημα και γι’ αυτό είχαν αναπτύξει πολλές συνήθειες ζωής προσαρμοσμένες πάνω στη θρησκευτική παράδοση:
Τη μέρα της βάφτισης του Χριστού ράντιζαν με αγιασμό το κοπάδι και σε μια αρνάδα έβαζαν αντίδωρο από την εκκλησία στο τσοκάνι της.
Στη γιορτή του Αγίου Βλασίου (11 Φεβρουαρίου) δεν τυροκομάγανε, επειδή ο Άγιος Βλάσης προστατεύει τα ζωντανά από τον λύκο, τα τσακάλια και τ’ άλλα άγρια ζώα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαζαν ανάμεσα από τα στρουγκόλιθα της στρούγκας, μέσα στο χώμα, ένα κόκκινο λειτουργημένο αυγό, για να φυλάει τα ζώα από την παρμάρα και το μασταρά, αρρώστιες που κόβουνε το γάλα.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, πάλι, έβαζαν στο τσοκάνι μιας προβατίνας λουλούδια από τον Επιτάφιο για φυλαχτό του κοπαδιού.
Στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου), επειδή ήταν μέρα σημαδιακή, που άφηναν τα χειμαδιά για να πάνε στα βουνά, πρόσφεραν στη χάρη του Αη Γιώργη, στην εκκλησία, ένα αρνί άσπρο και στη στάνη κάνανε γλέντι τρικούβερτο: Έσφαζαν το πιο καλοθρεμμένο αρνί τους, τον «Αη Γιωργίτη», όπως το έλεγαν, και καλούσαν σε τραπέζι συγγενείς και φίλους. Να τυριά, να γιαούρτη, να γαλατόπιτες, να τυρόπιτες και τα τέτοια.
Την Πρωτομαγιά, αν τύχαινε να βρέξει, μάζευαν νερό της βροχής και το χρησιμοποιούσαν αντί για μαγιά, προκειμένου να πήξουν το τυρί.
Στη γιορτή της Αναλήψεως, που πέφτει πάντοτε ημέρα Πέμπτη, οι τσοπάνηδες, σε πολλά μέρη, έκαναν αγιασμό για τα κοπάδια τους κι έφτιαχναν γαλατόπιτες. Γι’ αυτό τη μέρα της Αναλήψεως τη λέγανε και «Γαλατοπέφτη».
Στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, 26 Οκτωβρίου, ξεκινάγανε για τα χειμαδιά. Για καλό και για κακό κρεμάγανε στα ζώα τους φυλαχτά. Για να τα προφυλάξουν από το κακό το μάτι, μάλιστα, τους έβγαζαν τα μεγάλα κουδούνια και τα τροκάνια και τους έβαζαν μικρά, ώστε να μην ακούγονται πολύ και προκαλούν τη ζήλεια και τον φθόνο.
Η γιορτή του Αγίου Μηνά, 11 Νοεμβρίου, ήταν το τελευταίο χρονικό όριο για να κατεβούν και οι τελευταίοι τσοπάνηδες από τα βουνά στα χειμαδιά. Γι’ αυτό βγήκε η παροιμία:
«Ο Αη Μηνάς εμήνυσε, Πούλια μην ξημερώσει Κι ούτε τσοπάνος στο βουνό κι ούτε ζευγάς στους κάμπους».
Επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, ο Άη Μηνάς λέγεται έτσι, επειδή «μηνάει», φανερώνει δηλαδή ό,τι είναι χαμένο, μαζί και τα χαμένα ζώα, οι τσοπάνηδες ζητούσαν πάντα τη βοήθεια του Αγίου Μηνά, όταν είχαν χάσει ζώα και πάνω απ’ όλα (επειδή είναι στρατιωτικός άγιος) τον παρακαλούσαν να τα φυλάξει από το στόμα του λύκου. Γι’ αυτό και οι γυναίκες τους τη μέρα αυτή δεν άνοιγαν ψαλίδι -το έδεναν, μάλιστα, με μια κλωστή- και οι τσοπάνηδες δεν άνοιγαν σουγιά, για να είναι το στόμα του λύκου κλειστό.
Παροιμίες των τσοπάνηδων
«Αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει» «Το πρόβατο που φεύγει από το μαντρί… ή του λύκου ή του μαχαιριού» «Εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει» «Γυναίκα από σπίτι και σκυλί από μαντρί» «Το καλό αρνί βυζαίνει δυο μανάδες» «Αυτός κοιμάται σαν αρνί» «Βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα» «Αυτός κόβει των σκυλιών κλαρί».
Φράσεις των τσοπάνηδων
Για να πήξει καλά το τυρί βάζανε πάνω στο λεβέτι έναν στούμπο, δηλ. μια στρογγυλή, σφαιρική πέτρα και λέγανε: «Πέτρα να γίνει…».
Επίσης, για να πήξει καλά η γιαούρτη και να είναι νόστιμη, λέγανε το εξής χαριτωμένο:
«Σαν ψωμί, σαν τυρί, σαν της κόρης το βυζί, σαν στέρφης γίδας κόκαλο, σαν χήρας κωλομέρι».
Ακόμα λέγανε:
«Η κόρμπα (μαύρη) γίδα για μαλλί κι η ρούσα (κοκκινωπή) για το γάλα Κι η λιάρα (ασπρόμαυρη) και η παλιβή (κάτασπρη) στολίδι μέσα στ’ άλλα».
Η σχέση του τσοπάνη με τα ζωντανά του ήταν σχέση ζωής. Αν κάποιο ζωντανό πάθαινε κάτι κακό, τότε υπέφερε κι ο τσοπάνης. Κι αν ο τσοπάνης ήταν που πάθαινε το κακό τότε όλο το κοπάδι θρηνούσε που του ’λειπε ο αφέντης, ο προστάτης και πατέρας του.
Προλήψεις των τσοπάνηδων
Οι τσοπάνηδες , οι νήπιοι του Ευαγγελίου, όπως τους αποκάλεσε ο Κόντογλου, με τις αθώες και άδολες ψυχές τους είχαν δημιουργήσει, από γενιά σε γενιά, διάφορες προλήψεις, σχετικά με το καλό ή το κακό, τις οποίες τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια, π.χ.:
Μετά τη δύση του ήλιου δεν δάνειζαν και δεν έβγαζαν από την καλύβα τους αλάτι, σπίρτα και κάθε άλλο πράμα, γιατί θα το έβλεπαν τ’ άστρα και θα πάθαιναν κακό τα ζωντανά στη στάνη.
Αρχίζοντας στη στρούγκα το άρμεγμα κι όταν το τελείωναν, έκαναν τον σταυρό τους και σταύρωναν τρεις φορές τη γεμάτη γάλα καρδάρα. Στο άρμεγμα δεν έπρεπε να κοιτάει κανείς ξένος ή περαστικός, γιατί θα μάτιαζε τα ζωντανά και θα ’χαναν το γάλα τους. Κι αν τύχαινε όμως κείνη την ώρα κάποιος, πρέπει να τα φτύσει μην τα ματιάσει.
Κακό σήμαινε για το βοσκό όταν, χωρίς λόγο, βέλαζαν, φτερνίζονταν ή δέρνονταν τα ζωντανά του. Επίσης, όταν ο τσοπάνης ονειρευτεί ότι τα ζωντανά του βόσκουν σε μεγάλο και πλούσιο λιβάδι, τότε θα δυστυχήσουν…
Την πρώτη μέρα και στο πρώτο άρμεγμα στη στρούγκα έβαζαν κάτω στην πόρτα ένα τσεκούρι, για να περάσουν από πάνω του τα πρόβατα και τα γίδια και να είναι «σιδερένια».
Όταν άδειαζαν την καρδάρα με το γάλα στο κακάβι, για να συνεχίσουν το άρμεγμα, άφηναν μέσα στην καρδάρα λίγο γάλα, για να μην στερφέψουν τα ζωντανά.
Τη μυτζήθρα δεν τη βράζανε ποτέ με ξύλα γκορτσιάς, για να μη χαθούνε τα ζωντανά. Επίσης, την Κυριακή ποτέ δε δέρνανε το γάλα για να βγάλουν βούτυρο.
Τα κουτάβια που προορίζονταν για τσοπανόσκυλα τα τάιζαν το πρώτο γάλα μέσα από το τσαρούχι του τσοπάνη, για να γίνουν πιστά στο αφεντικό και στο κοπάδι. Επίσης έκοβαν λίγο από την άκρη του αυτιού των σκυλιών, το έψηναν και το έδιναν να το φάνε, για να γίνουν άγρια, ατρόμητα και δυνατά.
Στη γιορτή της Αναλήψεως έβγαζαν βούτυρο, το φυλάγανε ανάλατο όλο τον χρόνο και το χρησιμοποιούσαν για φάρμακο, σαν αλοιφή, για διάφορες αρρώστιες.
Άμα «αρουλιούσανται» (ουρλιάζανε) τα σκυλιά τη νύχτα, κάποιο κακό προμηνυόταν για τον τσοπάνη.
Εδώ όμως φτάσαμε στο τέλος της αποψινής παρουσίασης. Για επίλογο δεν μπόρεσα να βρω τίποτε καλύτερο από ένα ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη για τους τσοπάνηδες:
Ο Νοέμβριος είναι ο ενδέκατος μήνας του Γρηγοριανού Ημερολογίου, με διάρκεια 30 ημερών. Η ονομασία του ετυμολογείται από τη λατινική λέξη «November», η οποία προέρχεται από το αριθμητικό «novem» (εννέα), επειδή στο αρχαίο δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Νοέμβριος ήταν ο ένατος κατά σειρά μήνας. Στη συνέχεια, με την προσθήκη του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, το ρωμαϊκό ημερολόγιο έγινε δωδεκάμηνο. Ο Νοέμβριος μετακινήθηκε στην ενδέκατη θέση, αλλά διατήρησε την παλιά του ονομασία.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]