Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών

Στο βάθος μιας κατάφυτης χαράδρας στις Σέρρες, βρίσκεται η Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Η Μονή κτίσθηκε το 1270 μ.Χ. και παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές αποτελεί σήμερα εκπληκτικής ομορφιάς μνημείο και Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης. Πρώτος κτήτωρ της Μονής ήταν ο Ιωαννίκιος ο οποίος διετέλεσε και επίσκοπος Εζεβών.

Συνέχεια

Εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω..

«εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἠσαΐας ὁ προφήτης» (Ιω. 22-23)

Συνέχεια

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (Φώτης Κόντογλου)

29 Αυγούστου

Σήμερα που γράφω, μέρα Tετάρτη, 29 Aυγούστου, είναι η μνήμη του αγίου Iωάννου του Προδρόμου. Xθες το βράδυ ψάλαμε τον Eσπερινό κατανυκτικά σ’ ένα παρεκκλήσι, κ’ ήτανε μοναχά λίγες γυναίκες και δυο-τρεις άνδρες. Σήμερα το πρωί ψάλαμε τη λειτουργία του πάλι με λίγους προσκυνητές. Tα μαγαζιά ήτανε ανοιχτά, όλοι δουλεύανε σαν να μην ήτανε η γιορτή του πιο μεγάλου αγίου της θρησκείας μας. Aληθινά λέγει το τροπάρι του «Mνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Kυρίου, Πρόδρομε». Mε εγκώμια και με ευλάβεια γιορτάζανε άλλη φορά οι ορθόδοξοι χριστιανοί τον Πρόδρομο, αλλά τώρα του φτάνει η μαρτυρία του Kυρίου. Aυτή η μαρτυρία θ’ απομείνει στον αιώνα, είτε τον γιορτάζουνε είτε δεν τον γιορτάζουνε οι άνθρωποι, είτε τον θυμούνται είτε τον ξεχάσουνε. K’ η μαρτυρία είναι τούτη: πως ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος είναι «ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων» δηλ. «ο πιο μεγάλος απ’ όσους γεννηθήκανε από γυναίκα» κατά τα λόγια του ίδιου του Xριστού. Γι’ αυτό κ’ η Eκκλησία μας ώρισε να μπαίνει το εικόνισμά του πλάγι στην εικόνα του Xριστού στο εικονοστάσιο της κάθε ορθόδοξης εκκλησιάς.

Συνέχεια

Άγιος Απόστολος Τίτος

25 Αυγούστου

Συνέχεια

Η «Μονή της Χώρας» κατά τον Αλέξανδρο Γ. Πασπάτη, 1877

Πέτρος Παπαπολυβίου

Λιθογραφία της Μονής της Χώρας από το ίδιο βιβλίο του Α.Γ. Πασπάτη (1877)

Η είδηση για τη μετατροπή του ιστορικού ναού της Μονής της Χώρας με τις μοναδικού κάλλους βυζαντινές τοιχογραφίες σε τζαμί προκαλεί θλίψη και αγανάκτηση. Ας σκεφτούμε όλοι και όλες, ειδικά όσοι ασχολούνται με τον πολιτισμό, ή δηλώνουν ή καμώνονται πως νοιάζονται για αυτόν, τη σπάνια ωραιότητα των τοιχογραφιών της Μονής, για να αντιληφθούμε στην έκτασή της τη βαρβαρότητα της απόφασης του καθεστώτος Ερντογάν. Κι ας φανταστούμε τον Παντοκράτορα με τον Θ. Μετοχίτη, καλυμμένο με τα σεντόνια και τις μπούρκες της πολιτιστικής – θρησκευτικής αισθητικής του Ερντογάν, μεσούντος του 21ου αιώνος… Ένα ακόμη φρικτό πολιτιστικό έγκλημα ενός παρανοϊκού.

Συνέχεια

O Άγιος Ανδρέας ο Στρατηλάτης και οι συν αυτώ 2.593 στρατιώτες

19 Αυγούστου

Άγιος Ανδρέας ο Στρατηλάτης, αγιογραφία
από την Ιερά Μονή Λειμώνος Λέσβου

Μια πλειάδα Αγίων και Μαρτύρων της αρχαίας Εκκλησίας ανάδειξε το ρωμαϊκό στράτευμα. Μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς κατέχουν τον ύπατο τίτλο του Μεγαλομάρτυρα, διότι ως στρατιωτικοί, επέδειξαν μεγάλη ανδρεία και καρτερικότητα στα ανείπωτα μαρτύρια, που υπέστησαν από τους ειδωλολάτρες για την πίστη τους στο Χριστό και με το παράδειγμά τους μετέστρεψαν πολλούς ειδωλολάτρες στον χριστιανισμό. Ένας από αυτούς είναι και ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Ανδρέας ο Στρατηλάτης και οι συν αυτώ 2.593 Μάρτυρες στρατιώτες.

Συνέχεια

Παναγία Παρηγορήτισσα της Άρτας

Η Παναγία η Παρηγορήτισσα είναι ο πιο σημαντικός και διάσημος βυζαντινός ναός του νομού Άρτας. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα από τον Νικηφόρο τον Α’ Κομνηνό Δούκα, στην ακμή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και υπάρχουν ενδείξεις ότι τον 16ο αιώνα ήταν το Καθολικό γυναικείου μοναστηριού.

Συνέχεια

Αγία Ειρήνη η Αυγούστα

13 Αυγούστου

Η Αγία Ειρήνη, η ευσεβεστάτη Αυγούστα του Βυζαντίου, σε ψηφιδωτό
της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως

Η Αγία Ειρήνη έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. και ήταν πολύ ωραία και ενάρετη. Αυτό το παρατήρησε ο βασιλιάς Αλέξιος ο Κομνηνός και την πάντρεψε με το γιο του Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω των πολλών του αρετών. Η ενάρετη λοιπόν βασίλισσα Ειρήνη, ξόδευε απλόχερα σε φιλανθρωπικά έργα, μόνη μάλιστα πήγαινε σε φτωχικές καλύβες, για να δώσει όχι μόνο χρήματα, αλλά και ανώτερη ενίσχυση και παρηγοριά της ελπίδας στο Χριστό. Επίσης έκτισε γηροκομεία και ξενώνες και άφησε σε αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά για την ασφαλή και άνετη συντήρησή τους.

Συνέχεια

Παναγία Ελπίς στην Πόλη

Η Κωνσταντινούπολη έδειχνε πάντοτε ιδιαίτερο σεβασμό και απέδιδε ξεχωριστή τιμή στην Υπεραγία Θεοτόκο. Δεκάδες ναοί έχουν από αιώνων οικοδομηθεί στον ευλογημένο αυτό τόπο των ονείρων και των πάντα ζωντανών ελπίδων μας, με σκοπό να τιμηθεί η Μητέρα του Κυρίου μας.

Συνέχεια

Όσιος Νικάνωρ ο θαυματουργός

7 Αυγούστου

«Κόσμον νικήσας, καὶ τὰ τούτου ἡδέα, νίκην ἀρίστην ἦρας ὄντως Νικάνωρ»

Ἡ καταγωγή, ἡ θαυµαστή γέννηση καί ἡ ἀνατροφή του

Ἐκατό περίπου χρόνια εἶχαν περάσει ἀπό τό ἔτος 1385 πού καί ἡ Δυτική Μακεδονία βρισκόταν κάτω ἀπό τό βάρβαρο ὀθωµανικό ζυγό. Σκλαβωµένη ἦταν καί ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ νύφη τοῦ Θερµαϊκοῦ, ἡ συµπρωτεύουσα τῆς πάλαι ποτέ κραταιᾶς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ὅταν στά τέλη τοῦ 15ου αἰώνα, τό 1491, γεννήθηκε στήν πόλη αὐτή ἕνα ἀγόρι, µε τρόπο θαυµαστό. Καί νά πῶς ἔγινε αὐτό:

Συνέχεια

H Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού

6 Αυγούστου

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος – Λεπτομέρεια από τοιχογραφία
του Θεοφάνους του Έλληνος, 1408 (Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα)

«Θαβὼρ ὑπὲρ πᾶν γῆς ἐδοξάσθη μέρος,
Ἰδὸν Θεοῦ λάμψασαν ἐν δόξῃ φύσιν
Μορφὴν ἀνδρουμένην κατὰ ἕκτην Χριστὸς ἀμεῖψε»

Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».

Συνέχεια

Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία, τὸ μέγα μοναστῆρι..

Ἀρχιμ. Δοσιθέου, Ἡγουμένου Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης

«Ἡ ῥωμιοσύνη ἔζησε γιατὶ ὀνειρευόταν!»

Ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος ὁ Καισαρεύς, σύγχρονος τῆς ἐποχῆς ποὺ ὁ «κάλλιστος νεώς» τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἀνεγείρετο, γράφει στὸ ἔργο του «Περὶ κτισμάτων» (Ι’, 1-78): «Ἡ Ἐκκλησία τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας εἶναι ἕνα θέαμα ἐξαισίου κάλλους, ὑπερφυσικὸ μὲν γιὰ ὅσους τὸ ἀντικρύζουν, ἀπίστευτο δὲ γιὰ ὅσους ἄλλοτε ἀκοῦνε νὰ ὁμιλοῦν γι’ αὐτό. Ἐκεῖ ὁ νοῦς ἀνυψώνεται ἀνάλαφρος πρὸς τὸν Θεό. Νομίζει πὼς αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν βρίσκεται μακρυά, ἀλλὰ κατοικεῖ σ’ αὐτὸν τὸν ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξε γιὰ κατοικία. Κι αὐτὸ δὲν συμβαίνει μόνο κατὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψι, ἀλλὰ ὅσες φορὲς κι ἂν τὸν ἐπισκεφθῇ κανείς, εἶναι σὰν νὰ τὸν βλέπει γιὰ πρώτη φορά. Κανεὶς ποτὲ δὲν χόρτασε νὰ βλέπῃ αὐτὸ τὸ θέαμα».

Ὁ σύρων αὐτὲς τὶς πενιχρὲς γραμμὲς ἔχει ἐπισκεφθῆ αὐτὸν τὸν ναὸ τῶν ναῶν ἀμέτρητες φορές. Ἴσως φθάνουν καὶ τὶς ἑκατό. Ποτὲ δὲν «ἐνεπλήσθη», ποτὲ δὲν χόρτασε, ποτὲ δὲν ἔμαθε τὰ μυστικά του. Ὅλο καὶ κάτι τοῦ ξέφευγε. Τί λέγω ὁ τάλας «κάτι»; Τὰ πλεῖστα. Προσπαθοῦσε νὰ μένῃ ὅσο τὸ δυνατὸν μόνος γιὰ νὰ μπορῇ νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ παρὸν καὶ νὰ ἀνιχνεύῃ τὸ παρελθόν, ὀπισθοβατῶν γιὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸ γιατί εἶπε στὰ ἐγκαίνια ὁ Ἰουστινιανός: «Νενίκηκά σε, Σολομών»! Πλὴν ὅμως τὸ «μόνος» ἦτο πάντοτε ἀνέφικτον. Πάντα εἶναι γεμάτος ἀπὸ ὀρδὲς τουριστῶν. Γιαπωνέζοι μὲ σορτσάκια, γαλλιδοῦλες ἡμίγυμνες, ἐγγλέζοι μὲ τὴν φωτογραφικὴ μηχανὴ κρεμασμένη στὸ στῆθος. Ἕλληνες φωνακλάδες· -Γιῶργο ἀπὸ δῶ! -Μαρία ἀπὸ κεῖ! Πανσπερμία, συνονθύλευμα, Βαβέλ. Εἰσέρχονται μπουλουκηδὸν βιαστικοί, βιαστικοὶ κοιτοῦν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, βιαστικὰ φεύγουν, γιὰ λίγο καθαρὸν ἀέρα… Ἀνυποψίαστοι. Τουρίστες.

Τί ἁγία Σοφία, τί μπλὲ τζαμί, τί κλειστή ἀγορά! Ὅλα τὸ ἴδιο. Καλύτερα ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι τὰ βραδυνὰ σὲ χοροὺς ὀριεντάλ… Οἱ προσκυνηταὶ ἐλάχιστοι. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνοντας τὰ πόδια τους τρικλίζουν, τὰ μάτια βουρκώνουν, ἡ καρδιὰ πάει νὰ σπάσῃ, τὸ δεξὶ χέρι σηκώνεται ἀνεπαίσθητα γιὰ νὰ κάμῃ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.

Αὐτός, ναί, ξέρει. Γνωρίζει ὅτι δὲν μπαίνει σὲ μουσεῖο, ἀλλὰ σὲ χῶρο ἁγιασμένο, στὸν ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πληρώνει εἰσιτήριο, ἀλλὰ τὸ λησμονεῖ ἀμέσως. Ἔχει μάθει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος δὲν τιμᾷ καὶ δὲν προσκυνεῖ μόνον τὶς ἱερὲς εἰκόνες ἢ τὰ ἅγια λείψανα, ἀλλὰ καὶ κάθε πέτρα ὅπου κάποτε ἐτελεῖτο θεία Λειτουργία, εἴτε τώρα εἶναι τζαμὶ εἴτε εἶναι μουσεῖο. «Βλέπει», αἰσθάνεται, σκέπτεται πράγματα ἄγνωστα στοὺς πολλούς. Βλέπει ἀπ’ ἔξω ἕνα ὀγκῶδες κτίριο μὲ μόνο στόλισμα ἕνα σουβᾶ, ἕνα κονίαμα βαμμένο μὲ νερομπογιά, ξεθωριασμένο. Εἰσέρχεται καὶ βλέπει σεμνὴ μεγαλοπρέπεια. Φῶς ἱλαρό, κολῶνες πορφυρὲς καὶ πράσινες, κιονόκρανα περίτεχνα, δαντέλα πραγματική. Ὅμως δὲν διερωτᾶται γιατί τόση διαφορὰ τοῦ «ἔξω» ἀπὸ τὸ «μέσα». Γνωρίζει ὅτι ἡ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται ὅπως τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖνοι ἐλάτρευαν τοὺς θεούς των ἔξω ἀπὸ τοὺς ναούς. Οἱ Ὀρθόδοξοι «ἔσωθεν», μέσα στὸν ναό. Νὰ γιατί ἡ τόση διαφορά. Εἰσερχόμενος ἀκροποδητὶ διακρίνει ἤδη στὸν νάρθηκα δικούς του ἀνθρώπους γνω­στοὺς ἀπὸ παλιά. Εἶναι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ὁ Ἰουστινιανός, ὁ Λέων ὁ Σοφός. Εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων. Μὰ καὶ ὁ εἰσερχόμενος Ῥωμηὸς εἶναι, ἄρα συγγενής. Ὁμόπιστος, ὁμαίμων.

Πατάει στὰ φαγωμένα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν χρῆσι κατώφλια ποὺ ὁδηγοῦν στὸν κυρίως ναὸ καὶ ἀναλογίζεται· «Πόσα πόδια ἁγίων ἀνδρῶν, πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, παντὸς βαθμοῦ κληρικῶν καὶ μοναχῶν ἐπάτησαν καὶ ἐλείαναν αὐτὰς τὰς «φλιάς»; Πόσοι αὐτοκράτορες, πόσοι πορφυρογέννητοι, πόσοι ξένοι πρεσβευταὶ πέρασαν ἀπ’ αὐτὲς τὶς θύρες, θαύμασαν καὶ ἐξέστησαν; Τί ἔκαμε τοὺς Ῥώσσους ἀπεσταλμένους νὰ ἀνα­φωνήσουν «οὐκ ἴσμεν εἴ ἐσμεν ἐν οὐρανῷ ἢ ἐν γῇ»; Πόσοι μαΐστορες τῆς ψαλτικῆς, πόσοι βαστακταὶ γέμισαν μὲ τὶς ψαλμῳδίες τους αὐτὸν τὸν ἀπέραντο καθαγιασμένο χῶρο; Πόσοι πιστοὶ «ἐπώνυμοι» καὶ «ἀνώνυμοι» προσευχήθηκαν καὶ μετέλαβαν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπ’ ἐκείνη τὴν «ἅγια τράπεζά μας» διὰ χειρὸς ἁγίων πρεσβυτέρων; Πόσα ἅγια λείψανα ὑπῆρχαν; Πόσες θαυματουργὲς εἰκόνες»; Πῶς μπορῇ νὰ στέκεται κάτω ἀπὸ ἕνα τροῦλλο ποὺ φαίνεται νὰ κρατῆται ἀπὸ χρυσῆ ἁλυσίδα κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν οὐρανό; Πῶς μπορῇ νὰ ἀντέξῃ ἡ καρδιὰ ὅταν ὁραματίζεται νὰ ψάλλῃ «ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης»; Κι ἂν στρέψῃ τὸ βλέμμα πρὸς τὸ ἅγιο βῆμα καὶ ἀντικρύσῃ ἐκεῖ ψηλὰ ἔνθρονη τὴν Κυρία Θεοτόκο, βαστάζουσαν τὸν Κύριο τῆς δόξης, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ σιγοψάλῃ: «Τῆς Θεοτόκου ἡ Πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν καὶ δι’ αὐτῆς περισῴζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτήν· Χαῖρε ἡ ἐλπὶς τῶν περάτων τῆς γῆς»;

Ἀτενίζοντας τὰ τέσσαρα ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ σοῦ ἔρχεται νὰ ψάλῃς τὸν ὕμνο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: «τὰς ὄψεις καλύπτοντα καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον, ἀλληλούϊα». Διερωτᾶσαι δὲ πῶς ἐκεῖνος ὁ ἀνώνυμος ψηφιοθέτης κατώρθωσε νὰ δώσῃ ἀνθρώπινη μορφὴ στοὺς ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, καὶ ἐνῷ βλέπεις σῶμα, αἰσθάνεσαι τὸ τῶν ἀγγέλων ἀσώματον.

Ἀναβαίνουμε στὰ Κατηχουμενεῖα μέσῳ τοῦ κοχλία. Τὸ πῶς ἀνεβαίνουμε μόνον ὁ Θεὸς τὸ ξέρει! Κόβονται τὰ πόδια μας προσδοκῶντας τὸ τί θὰ δοῦμε. Ἐδῶ συναθροίσθηκαν τόσες καὶ τόσες Ἱερὲς Σύνοδοι γιὰ νὰ καθορίσουν τὶς λεπτομέρειες τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος. Φθάνουμε ἐπὶ τέλους στὴν Μεγάλη Δέησι. Μᾶς καθηλώνει τὸ γλυκύ, ἥρεμο βλέμμα τοῦ Κυρίου. Εὐλογεῖ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τὰ ἁμαρτωλὰ παιδιά Του. Εἶναι ὁ ἐλεήμων, ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. Δέομαι: «Σῶσον, Κύριε, τὸν λάον σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Ἐκ δεξιῶν δέεται τοῦ Κυρίου ἡ πανάμωμος Μήτηρ. Μοῦ ὑπενθυμίζει ἕνα διάλογο παλαιὸ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ Μονογενοῦς:

«-Τί, Μῆτερ, αἰτεῖς;

– Τὴν βροτῶν σωτηρίαν.

– Παρώργισάν με.

– Συμπάθησον Υἱέ μου.

– Ἀλλ’ οὐκ ἐπιστρέφουσι.

– Καὶ σῶσον χάριν.

– Ἕξουσι λύτρον.

– Εὐχαριστῶ σοι, Λόγε!».

Ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Κυρίου ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Τὸ τῆς ἐρήμου κάλλιστον θρέμμα, ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων, ἀσκητικὸς «ἄτακτον τὴν κόμην ἔχων». Ἱκετεύει καὶ αὐτὸς ὑπὲρ λαοῦ ἡμαρτηκότος. Χεῖρες βανδάλων ἀπέκοψαν ἀπὸ τοῦ ψηφιδωτοῦ τὴν δεξιάν του χεῖρα «τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου». Κύκλῳ σου ἡ τουριστικὴ πλημμυρίς. Δὲν σὲ ἀφήνουν οὔτε νὰ προσευχηθῇς, οὔτε νὰ δακρύσῃς, οὔτε νὰ ἀσπασθῇς κάποια πτυχὴ τοῦ ἀῤῥάφου χιτῶνος.

Λίγο παράμερα, στὴν γωνία ἀπ’ ὅπου αἱ «εὐγενεῖς κυρίαι» παρακολουθοῦσαν τὴν Θεία Λειτουργία, ἀόρατοι ὄπισθεν τοῦ δρυφράκτου, ἰδοὺ οἱ μορφὲς αὐτοκρατόρων καὶ συζύγων. Πρώτη ἡ μορφὴ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου, τρίτου συζύγου τῆς παραπλεύρως Ζωῆς, τῆς ἄ­κρως ζωηρᾶς Ζωῆς. Τὸ ψηφίδωμα ἀνῆκε εἰς τὸν πρῶτον σύζυγό της, τὸν Ῥωμανὸ τὸν Ἀργυρό. Αὐτὸς πέθανε. Ἢ μᾶλλον «τὸν πέθανε». Ἔρχεται ὁ δεύτερος, Μιχαὴλ ὁ Παφλαγών. Τὸν ἀνάγκασε νὰ καλογερέψῃ. Ἦλθε καὶ ὁ τρίτος. Διατάσσει καὶ ξηλώνουν τὴν μορφὴ (τοῦ προσώπου μόνον, διὸ καὶ ἐμφανὴς ἡ διόρθωσις) καὶ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου καὶ ψηφιοθετοῦν τὴν μορφὴ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ τρίτου. Ἁπλᾶ πράγματα καὶ ὑπὲρ λίαν χριστιανικά! Ὁ «Ῥωμανο-Κωνσταντῖνος» κρατεῖ «ἀποκόμβιον». Ἕνα σακκοῦλι μὲ τρεῖς λίτρες χρυσοῦ διὰ τὶς ἐτήσιες ἀνάγκες τοῦ ναοῦ. Ἐτοποθετεῖτο μάλιστα ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης ἑκάστην Μεγάλην Πέμπτην. Ἐξ ἀριστερῶν ἡ «εὐσεβεστάτη» Αὐγούστα Ζωή, ἡ ὁποία κατεσπατάλησε τὰ ἔσοδα τοῦ κράτους πρὸς ἀγορὰν καλλυντικῶν καὶ ἀλοιφῶν ἀπὸ τὴν Κίνα διὰ νὰ φαίνεται ἡ ἑβδομηντάχρονη ὡς εἰκοσάχρονη παρθένος. Εἰς τὸ μέσον ὁ ἔνθρονος Κύριος εὐλογῶν (ἀναγκαστικῶς) τὰ αὐτοκρατορικὰ τερατουργήματα.

Δίπλα Ἰωάννης Β΄ ὁ Κομνηνός, ὁ καὶ Καλοϊωάννης ἐπονομαζόμενος διὰ τὰς ἀρετὰς αὐτοῦ μετὰ τῆς Οὐγγαρέζας συζύγου αὐτοῦ Εἰρήνης, ξανθῆς καὶ ῥοδαλῆς. Σημειωτέον ὅτι αὐτὴ ἡ «ξένη» ἵδρυσε τὴν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος (σημερινοῦ Zeyrek cami) μετὰ νοσοκομείου. Ὕστερον ἐγένετο μοναχὴ ἐπονομασθεῖσα Ξένη καὶ ἡγίασε ἑορταζομένη τῇ 13ῃ Αὐγούστου. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ ψηφιδωτὸν ὁ αὐτοκράτωρ κρατεῖ «ἀποκόμβιον». Εἰς τὸ μέσον τοῦ ζεύγους ἔχει ψηφιοθετηθεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος ὀρθὴ βαστάζουσα τὸν παῖδα Ἰησοῦν εὐλογοῦντα τὸ ὄντως εὐλογημένον τοῦτο ζεῦγος. Εἰς τὴν γωνίαν εὑρίσκεται τὸ ψηφιδωτὸν τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου μὲ μορφὴν νεαροῦ παιδιοῦ, καὶ τοῦτο διότι ἐβασίλευσεν εἰς ἡλικίαν δώδεκα ἐτῶν καὶ ἐστραγγαλίσθη μετὰ τρία μόλις ἔτη… Ὅ­μως διερωτῶμαι; «Ὠκεανὸς εἰς κοτύλην χωρεῖ»; Χωράει ἕνας ὠκεανὸς σ’ ἕνα φλυτζάνι τοῦ καφέ; Προφανῶς ὄχι. Ἐξ ἄλλου ἡ ὥρα πέρασε. Οἱ φύλακες σημαίνουν μὲ κώδωνα. Πρέπει νὰ ἐξέλθουμε.

Κάθομαι σ’ ἕνα παγκάκι ἔξω ἀπ’ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, στὸν ἀπέναντι κῆπο. Προσπαθῶ νὰ ὀνειρευθῶ ξύπνιος. Διώχνω τοὺς τέσσερις μιναρέδες. Κατεβάζω τὴν ἡμισέληνο ἀπὸ τὸν τροῦλλο καὶ τοποθετῶ ἕνα λαμπυρίζοντα Τίμιο Σταυρό. Σκέπτομαι πῶς χώρεσαν μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ναὸ τὰ πάθη καὶ οἱ καημοὶ τῆς πονεμένης Ῥωμιοσύνης, τῆς Ἐσταυρωμένης Ὀρθοδοξίας! Τόση ἱστορία, τόσοι θρύλοι, τόσες παραδόσεις! Ἦλθαν στὸ νοῦ μου αὐτὲς οἱ ὑπέροχες ἐσωτερικὲς ὀρθομαρμαρώσεις ποὺ ἔγιναν τραγούδι: «σὰν τὰ μάρμαρα τῆς Πόλης πού ’ναι στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, ἔτσι τάχεις ταιριασμένα μάτια, φρύδια καὶ μαλλιά». Οἱ ἐλπίδες; «Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴν πολυδακρύζεις, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ’ναι». Τὰ μοιρολόγια; «Πουλί μ’ γιατί δὲν κελαηδεῖς, ὡς κελαηδοῦσες πρῶτα;». Ἡ μισοτελειωμένη Λειτουργία, ὁ μαρμαρωμένος Βασιληᾶς; Ὄνειρα… Ὄνειρα… Ναί, μὰ ἡ ῥωμιοσύνη ἔζησε γιατὶ ὀνειρευόταν. Ὅταν τὰ ὄνειρα σβήσουν θὰ χαθῆ κι αὐτή; Τὸ λέει ὁ ἐθνικὸς τῆς Κύπρου ποιητής, ὁ Μιχαηλίδης: «Ἡ ῥωμιοσύνη ἐν’ νὰ χαθῇ ὄντας ὁ κόσμος λείψει»…

– Ξύπνα, πάτερ, σὲ πῆρε ὁ ὕπνος! Νύχτωσε, φεύγουμε!

Νύχτωσε… «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ». Φεύγουμε, μὰ ἡ καρδιά μας ξεριζωμένη μένει πίσω. Πίσω στὴν Πόλι τῶν ὀνείρων μας, πίσω στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστῆρι…

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο «Αγιολόγιο» έτους 2016 της Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών Πρεβέζης, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως.

Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com

Φώτης Κόντογλου: «Δροσίσετε την ψυχή σας στην αγιότητα»

Σαν σήμερα, την 13η Ιουλίου του 1965, έφυγε ο σπουδαίος αγιογράφος, ζωγράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου (1895-1965)

Ο Φώτης Κόντογλου (Φώτιος Αποστολλέλης) γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, στις 8 Νοεμβρίου 1895, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία μόλις ενός έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο αδερφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου, που ήταν Ηγούμενος στην ιερά μονή Αγίας Παρασκευής, στην κηδεμονία του οποίου ανάγεται και το όνομα Κόντογλου. Τα μαθητικά του χρόνια ο μικρός Φώτης τα πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες και το 1913 εισήχθη, κατόπιν εξετάσεων, στο τρίτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψε τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του.

Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό «Illustration», σε διαγωνισμό του οποίου βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του έργου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα», και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Το 1917 ταξίδεψε στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Το 1919, μετά το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου διορίστηκε ως καθηγητής γαλλικών και ιστορίας τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε τον σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι».

Το 1921 έλαβε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή, το 1922, κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιον Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923, για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφα αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις στη Μυτιλήνη και στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και επισκέφτηκε για τρίτη φορά το Άγιον Όρος. Την περίοδο 1930-1931 εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Από το 1933 δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο Αμερικανικό Κολλέγιο, όπου γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν και είχε μαθητές του τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Εγγονόπουλο.

Η πρώτη εμφάνιση του Κόντογλου στα γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1918 με την έκδοση της νουβέλας του «Πέδρο Καζάς» σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1928 εκδόθηκε το βιβλίο του «Ταξείδια» και το 1935 ο «Αστρολάβος». Εντονότερη παρουσιάζεται η συγγραφική του δραστηριότητα (θρησκευτικής κυρίως θεματολογίας) στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ως το τέλος της ζωής του.

Το 1935 του ανατέθηκε η οργάνωση του βυζαντινού τμήματος του Μουσείου της Κέρκυρας. Ανέλαβε τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Μυστρά, την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών, τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αγιογράφησε την πρώτη εικόνα των νεοφανέντων Αγίων μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, και το 1962 εκδίδεται το βιβλίο του «Σημείον μέγαν, ήγουν τα θαύματα της Θερμής», που αποτελεί την πρώτη επίσημη καταγραφή του βίου τους και της ευρέσεως των ιερών λειψάνων τους στη Θερμή της Λέσβου.

Μαθητής ακόμη του Γυμνασίου στις Κυδωνίες είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό «Μέλισσα», όπου εικονογραφούσε ο ίδιος. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Φιλική Εταιρεία», μαζί με τους Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Πικιώνη, Στρατή Δούκα και Βάσο Δασκαλάκη, που κυκλοφόρησε από το 1924 ως το 1925, και του περιοδικού «Κιβωτός», μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά (1929), «Νέα Εστία», «Ελληνική Δημιουργία», «Εκκλησία», «Εφημέριος» και την εφημερίδα «Ελευθερία» (από το 1949 ως το τέλος της ζωής του) και εξέδωσε μελέτες για τη βυζαντινή τέχνη και έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και πεζογραφίας.

Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1959), για το βιβλίο του «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», με το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο του «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», με το Βραβείο του Ταξιάρχη του Φοίνικα καθώς και με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (1965) για το σύνολο του έργου του.

Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα, από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη.

Ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε ένας πραγματικός μαχητής της Ορθοδοξίας που έδωσε πολλά  και τα λόγια του είναι μία αιώνια παρακαταθήκη για όλους μας. Διαισθανόταν πού βαδίζει η κοινωνία και προειδοποιούσε:

«Σὲ βεβαιώνω πὼς αἰσθάνομαι στεναχώρια καὶ θλίψη ὅποτε δημοσιευθεῖ τίποτα γιὰ μένα. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τὰ δοξάρια. Πολὺ φτηνὸ πράγμα. Ἀφοῦ εἶπα πολλὲς φορὲς νὰ μὴ γράψω πιὰ νὰ μὲ ξεχάσουν. Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος..

Τό κάθε τι εἶνε τυλιγμένο μέσα σὲ μυστήριο. Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλουνε νὰ βγάλουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Μὰ ξεγυμνώνουνε τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε βαθὺ αἴσθημα. Ἀφοῦ καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς σήμερον θέλουνε νὰ κάνουνε τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς μυστήρια, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Ἂν δὲν νοιώθεις μυστήριο σὲ ὅ,τι βλέπεις, σὲ ὅ,τι ἀκοῦς, σὲ ὅ,τι πιάνεις, εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια πεθαμένος ἄνθρωπος…

Θυμᾶμαι τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα πιὸ φυσικὴ ζωή, πὼς ὅλα μὲ κάνανε νὰ βουτῶ βαθειὰ μέσα μου καὶ νὰ βρίσκω κάποια ἀλλόκοτα πετράδια, καὶ κάποια μαργαριτάρια μιᾶς ξωτικῆς θάλασσας…

Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίστηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίστηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ.

Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο, ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸ ἀγώνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ ὅλα γαληνεύουν, ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία …».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

– Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Η θεωρία και η πράξη της αφηγηματικής τέχνης του Φώτη Κόντογλου», εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986.

– Αλεξίου Έλλη, «Φώτης Κόντογλου – Μικρός το δέμας αλλά …», Έλληνες λογοτέχνες, δοκίμια, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1982, σ. 51-64.

– Βαλσαμάκης Πάνος, «Μνήμη Φώτη Κόντογλου». Ένωσις Κυδωνιωτών, Αθήνα.

– Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Φώτης Κόντογλου· εν εικόνι διαπορευόμενος· εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τριάντα από την κοίμησή του», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1995.

– Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Βιογραφικές παρατηρήσεις για τον Φώτη Κόντογλου», Νέα Εστία, 1.11.1995, ετ. ΞΘ’, αριθ. 1640, σ. 1413-1418.

– Ζήρας Αλεξ., Σπητέρης Τ., «Κόντογλου Φώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.

– Καλαμαράς Βασίλης, «Εργοβιογραφία Φώτη Κόντογλου», Διαβάζω, 27.2.1985, σ. 10-15.

– Καρούζος Ν.Δ., «Ο Φώτης Κόντογλου ο ριζορθόδοξος», Σύνορο, Φθινόπωρο 1965, σ. 106-108.

– Μαστροδημήτρης Π.Δ., «Το πεζογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου», Πέντε δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα 1987, σ. 69-91.

– Μητσάκης Κάρολος, «Φώτης Κόντογλου», Νεοελληνική πεζογραφία· Η γενιά του ‘30, Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 1977, σ. 37-39.

– «Μνήμη Κόντογλου· Δέκα χρόνια από την κοίμησή του», Αθήνα 1975.

– Μουστάκης Βασ., «Κόντογλου Φώτης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα.

– Παγανός Γ.Δ., «Φώτης Κόντογλου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε’, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1992, σ. 48-121.

– Πάσχος Π.Β., «Κόντογλου – Εισαγωγή στη λογοτεχνία του μ’ ένα επίμετρο – ανθολόγιο κειμένων του», εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991.

– Πάσχος Π.Β., «Φώτης Κόντογλου – 25 χρόνια από την κοίμησή του», Τήνος, 1990.

– Σαρδέλης Κώστας, «Η ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1982.

– Σαχίνης Απόστολος, «Φώτη Κόντογλου: Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι -1942, Ο θεός Κόνανος – 1943, Ιστορίες και περιστατικά – 1944», Η πεζογραφία της κατοχής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1948, σ. 25-39.

– Σκοτεινιώτη Ελένη, «Οι ηθικές και θρησκευτικές αρχές του Κόντογλου· “Σηματώρος και κήρυκας” του έργου του», Νέα Εστία, 1.5.1998, ετ. ΟΒ’, αριθ. 1700, σ. 615-625.

– Σπητέρης Τώνης, Ζήρας Αλεξ., «Κόντογλου Φώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.

– Τσιάμης Μ.Ν., «Φώτης Κόντογλου· Ένας ερημίτης ασκητής της τέχνης και της ζωής», Αθήνα, 1971.

– Φώτης Κόντογλου, «Σημείον αντιλεγόμενον», εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.

– Χατζηφώτης Ι.Μ., «Φώτιος Κόντογλου· Η ζωή και το έργο του», εκδ. Γραμμή, Αθήνα 1977.

– Χατζηφώτης Ι.Μ., «Κόντογλου ο Μεταβυζαντινός», Δοκίμιο, Αθήνα 1978.

– Χατζίνης Γιάννης, «Φώτη Κόντογλου: Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», Νέα Εστία, ετ. ΙΖ’, 15.1.1943, αριθ. 375, σ. 121-123.

Αφιερώματα περιοδικών

«Νέα Εστία», ετ. ΛΘ’, 1.8.1965, αριθ. 914, σ. 1016-1030.

«Διαβάζω», 27.2.1985.

«Ζυγός», 1978.

«Αιολικά Γράμματα», 11-12/1971, αριθ. 22-23.

«Κριτικά Φύλλα», 22-23, 4-5/1975.

«Παράδοση», 21-22, 5-8/1980.

«Τετράδια Ευθύνης» (Μνημονάριον του Φώτη Κόντογλου), 1985.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

I. Πεζογραφία:

«Pedro Cazas», Αϊβαλί, τυπ. Αιολικός Αστήρ, 1918.

«Η τέχνη του Άθω – Αντιγραφή και ανασυγκρότηση του Φώτη Κόντογλου», τα ξυλογραφήματα εφιλοτεχνήθησαν από τον Άγγελο Θεοδωρόπουλο, εκδ. Γανιάρης, Αθήνα 1923.

«Ταξείδια – Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, περιγραφικά του τι απόμεινε από τα χρόνια των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσάνων και των Τούρκων», εκδ. Γανιάρης, Αθήνα 1928.

«Icones et fresques d’ art Byzantine», Αθήνα 1932.

«Τοιχογραφίες των βυζαντινών εκκλησιών του Υμηττού», Ελληνική Τέχνη, Αθήνα 1933.

«Ο Αστρολάβος – Βιβλίο παράξενο γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Κέρκυρα, 1935.

«Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι – Βιβλίο ιστορικό γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Αετός, Αθήνα 1942.

«Ο θεός Κόνανος και το Μοναστήρι του το λεγόμενο Καταβύθιση· Ιστορία γραμμένη από το Φώτη Κόντογλου», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1943 (μαζί «Τα Δαιμόνια της Φρυγίας» και το «Εξ’ Ανατολών πνεύματα οργισμένα»).

«Ιστορίες και περιστατικά· κι άλλα γραψίματα λογής – λογής γραμμένα από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1944.

«Ιστορία ενός καραβιού που χάθηκε απάνου σε μια ξέρα· Όπως την ταίριαξε από κάποια παληά χαρτιά ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. Πήγασος, Αθήνα 1944.

«Η Αφρική και οι θάλασσες της νοτιάς», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944.

«Ο μυστικός κήπος», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1944.

«Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944.

«Ο κουρσάρος Πέδρο Κάζας· Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο Οπόρτο· Τυπωμένη και ζωγραφισμένη από το Φώτη Κόντογλου», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944 (έκδοση γ’).

«Οι Αρχαίοι Άνθρωποι της Ανατολής», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1945.

«Βίος και Πολιτεία του Βλασίου Πασκάλ του διά Χριστόν Σαλού», εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, Αθήνα 1947.

«Βίος και Άσκησις του οσίου Πατρός ημών Αγίου Μάρκου του Αναχωρητού του εξ Αθηνών», Αθήνα 1947.

«Άνθος, ήγουν λόγια ανθολογημένα από τους Πατέρας», Αθήνα 1949.

«Πηγή ζωής, ήγουν λόγοι των θεοφόρων εξηγημένοι κατά δύναμιν», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1951.

«Εικόνες της Παναγίας», εκδ. Κιβωτός, Αθήνα 1953.

«Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεράποντος του θαυματουργού», Θεσσαλονίκη 1955.

«Η βυζαντινή τέχνη ή Η λειτουργική ζωγραφική», Αθήνα 1956.

«Η αγιασμένη Ελλάδα», Αθήνα 1957.

«Όρη άγια», Αθήνα 1958.

«Οι άγιοι Ραφαήλ και Νικόλαος και η εικόνα του Χριστού οπού ευρέθη εις την Καρυάν της Θέρμης (Λέσβου)», Μυτιλήνη 1961.

«Η απελπισία του θανάτου – Εις την θρησκευτικήν ζωγραφικήν της Δύσεως και η ειρηνόχυτος και πλήρης ελπίδος ορθόδοξος εικονογραφία», Αθήνα 1961.

«Σημείον μέγαν, ήγουν τα θαύματα της Θέρμης», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1962.

«Θάλασσες, Καΐκια και καραβοκύρηδες», επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.

«Ο Καστρολόγος», επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.

«Ευλογημένο καταφύγιο», επιμ. Π.Β. Πάσχος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985.

«Μικρό εορταστικό», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985.

«Γίγαντες ταπεινοί», επιλογή από άρθρα για αγίους δημοσιευμένα στις εφημερίδες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991.

ΙΙ. Μεταφράσεις:

Λεωνίδα Ουσπένσκη, «Η εικόνα· Λίγα λόγια για τη δογματική έννοιά της», μτφρ. Φώτη Κόντογλου, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1952.

Κάρολος Τζόνσον, «Οι φημισμένοι Κουρσάροι», μτφρ. Φώτη Κόντογλου, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1942.

ΙΙΙ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις:

«Έργα Α’, Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1962.

«Έργα Β’, Αδάμαστες ψυχές», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1962.

«Έργα Γ’, Η πονεμένη Ρωμιοσύνη», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1963.

«Έργα Δ’, Γιαβάς ο θαλασσινός», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1965.

«Έργα Ε’, Πέδρο Κάζας, Βασάντα και άλλες ιστορίες», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1968.

«Έργα Στ’, Μυστικά άνθη», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1977.

«Έργα Ζ’, Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1987.

«Έργα Η’, Βίος και Πολιτεία του Βλασίου Πασκάλ», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1976.

«Έργα Θ’, Ταξείδια», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1981.

«Έργα Ι’, Ο μυστικός κήπος», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1944.

«Έργα ΙΑ’, Ο Αστρολάβος», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1935.

Χειρόγραφα του λογοτέχνη φυλάσσονται στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.).

Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας

Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, πίνακας της Ιωάννας Ξέρα

Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας ιδρύθηκε το 1077. Στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο κτητορικό της για το έτος 1212, ζούσαν στη Βαρνάκοβα 96 ιερομόναχοι και διάκονοι. Οι Κομνηνοί, άρχοντες του Δεσποτάτου, αγάπησαν τόσο πολύ την Παναγία τη Βαρνάκοβα, ώστε μερικοί εξ αυτών επέλεξαν το Καθολικό της Μονής ως τόπο ενταφιασμού τους. Μάλιστα, τουλάχιστον δύο από αυτούς έγιναν μοναχοί: ο Αλέξιος, με το όνομα Ακάκιος, ο κάποτε ηγούμενος και ο πατέρας του Εμμανουήλ, με το όνομα Ματθαίος. Το 1919 ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ανακάλυψε τους τάφους τους κάτω από το δάπεδο του εσωνάρθηκα, ενώ σώζονται μέχρι σήμερα στη Μονή οι επιτύμβιες πλάκες. Ανάλογη με τους Κομνηνούς εύνοια προς το Μοναστήρι λέγεται πως επέδειξαν και οι τελευταίοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι Παλαιολόγοι.

Συνέχεια

Η Παναγία «η Πάντων Ελπίς» εκ Μικράς Ασίας

Η Παναγία «η Πάντων Ελπίς» εκ Μικράς Ασίας βρίσκεται στον ιερό ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης. Η εικόνα αυτή της Παναγίας ήρθε πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία χωρίς να έχει καταγραφεί ποιος την έφερε. Κανένας δεν γνωρίζει ποιου τέμπλου, ποιας εκκλησιάς, ποιου χωριού ή Μικρασιατικής πολιτείας υπήρξε κομμάτι. Την έφεραν πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Πρόσφυγες ανώνυµοι τη δώρισαν εδώ, σε τούτο τον ναό παραδίδοντάς την σε τόπο ασφαλή και χέρια ευλαβικά. Σύμφωνα με μαρτυρίες γηραιών ενοριτών, αν και την έφεραν Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, προέρχεται από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης.

Συνέχεια

Η εικόνα της Αναστάσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Η λέξη Ανάσταση, στην αρχαία ελληνική «ἀνάστασις», ετυμολογικά προέρχεται από το ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι που σημαίνει την έγερση από τον τάφο. Το γεγονός της Αναστάσεως, είναι συνέχεια του γεγονότος του Σταυρού. Στην Ορθοδοξία και σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, η Ανάσταση του Χριστού, αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων».

Συνέχεια