
Υπάρχει μια λαϊκή παράδοση με την οποία σχετίζεται η οικοδόμηση της παλιάς εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Πολύ παλιά λοιπόν, το χωριό Νησί, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, ήταν διασκορπισμένο σε διάφορα σημεία, 5-10 σπίτια βόρεια, 5-10 σπίτια ανατολικά, άλλα τόσα νότια από τη θέση του σημερινού χωριού. Ήταν εκεί τα σπίτια όπου υπήρχε ξηρά και δεν πλημμύριζαν από τη λίμνη, από τα νερά του Βάλτου.
Κάποιος κάτοικος του χωριού, λέει η λαϊκή μνήμη, είχε μία ετοιμόγεννη αγελάδα που μία ημέρα δεν επέστρεψε πίσω από τη βοσκή μαζί με τα άλλα ζώα της αγέλης. Πήγε λοιπόν την επομένη ο χωρικός μαζί με τον γελαδάρη στα βοσκοτόπια -«αγελαδαριά» όπως τα λέγανε- και βρήκε εκεί την αγελάδα του, η οποία όμως είχε γεννήσει. Αργά το απόγευμα παρακολούθησαν για να δουν πού είχε κρυμμένο το μοσχαράκι που είχε γεννήσει και την είδαν να πηγαίνει προς το μέρος όπου περνούσε ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, που υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ‘80 έξω από τον χώρο της εκκλησίας και περνούσε και τριγύριζε παλιά το χωριό… Μπήκε στο ποτάμι και κατευθύνθηκε σε ένα νησάκι∙ είχαν δημιουργηθεί νησίδες στην πρότερη Λίμνη των Γιαννιτσών.

Εκεί βρισκόταν το μοσχαράκι της, ενώ δίπλα υπήρχε ένα όστρακο μιας θαλάσσιας χελώνας. Όταν λοιπόν έψαξαν το καβούκι της θαλάσσιας χελώνας, βρήκαν μέσα σε αυτό τοποθετημένα τα λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Πάνω από το όστρακο, στα κλαδιά μιας παλιουριάς, κρέμονταν μία αναμμένη καντήλα! Από αυτή την παλιουριά έκοψαν οι χωρικοί δύο βέργες και τις έδεσαν με σύρμα σταυρωτά, και σταυρώνονταν οι πιστοί με αυτές την ημέρα της γιορτής των Αγίων. Το σημείο όπου ανακαλύφθηκαν τα λείψανα είναι αυτό όπου είναι τοποθετημένη η Αγία Τράπεζα του μοναστηριακού ναού. Αρχικά οι κάτοικοι του Νησίου, οι οποίοι βοηθήθηκαν από τους κατοίκους των γύρω ρουμλουκιώτικων χωριών, έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι, ενώ αργότερα ιδρύθηκε το μοναστήρι, έκαναν μετά προέκταση και έχτισαν κελιά και άλλα κτίσματα.
Τα χρόνια περνούσαν και το μοναστήρι είχε γίνει πόλος έλξης για τους χωρικούς που ήταν διασκορπισμένοι στη γύρω περιοχή. Κατά το χρονικό διάστημα 1850-1880, ο Αμπντουραχμάν μπέης, ιδιοκτήτης του Νησίου, υποχρέωσε τους χωρικούς που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή «Μπάχτσι», τρία χιλιόμετρα βόρεια του σημερινού χωριού, να μετακινηθούν δίπλα στο μοναστήρι. Έγινε όμως η εγκατάσταση των κατοίκων ανατολικά της Μονής, επειδή τους εμπόδιζε πιο δυτικά ο παραπόταμος του Αλιάκμονα.
Το 2005 επισκέφτηκα το σπίτι του Φώτη Δαρδαγιαννόπουλου, του συγχωρεμένου, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Ο Φώτης Δαρδαγιαννόπουλος γεννήθηκε το 1913. Η μητέρα του, το γένος Δέλλα, από το Νησί και ο πατέρας του από το Καμποχώρι, 4,5 χρόνια μακεδονομάχος ήταν ο πατέρας του. Τον επισκέφτηκα, επειδή πληροφορήθηκα από τους δικούς μου, που κατοικούν στο Νησί, ότι γνωρίζει πάρα πολλά για την εκκλησία και εγώ τότε είχα την ελπίδα ότι θα συνέβαλα στη συντήρηση και την ανάδειξή της. Και δεν υπήρχε πιο ενισχυτικό ντοκουμέντο από τις μνήμες του ανθρώπου αυτού που από πολύ μικρός, όπως μου είπε, μπαινόβγαινε στον περιφραγμένο χώρο της Μονής…

«Έχω κάνει ένα σχέδιο πώς ήταν τότε». Το ξετύλιξε με περηφάνια και νοσταλγική μνεία, πραγματικά πολύ ενδιαφέρον το σχέδιο. Γρήγορα άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για έναν προικισμένο άνθρωπο, δίκαιο και καλό Χριστιανό.
«Παλιά το μοναστήρι ήταν περιφραγμένο με έναν τοίχο φτιαγμένο από πλιθιά άψητα. Ο χώρος πρέπει να ήταν γύρω στα 1.000 τ.μ. Στην πάνω πλευρά ήταν το Ηγουμενείο. Αριστερά και δίπλα στο Ηγουμενείο, στη γωνία και σχεδόν έξω από τον τοίχο, υπήρχε ένας ψηλός περιστερώνας. Να εδώ… ήταν τα κελιά για τους μοναχούς και ο ξενώνας με το μαγειρείο για τους προσκυνητές. Σαράντα μέρες κάθονταν μερικές φορές οι προσκυνητές, οι πιο πολλοί το καλοκαίρι αλλά και τον Νοέμβριο αρκετοί. Ήταν τάματα αυτά στη χάρη τους…
Εδώ ήταν το σχολείο και λίγο πιο πάνω, εκεί που είναι σήμερα η πόρτα η μεγάλη, ήταν μία μεγάλη πύλη (τη βλέπω στο σχέδιο… Εμβληματική και με πολλά και μεγάλα γυφτόκαρφα). Τα κτίσματα ήταν με τον ρουμλουκιώτικο τον τρόπο χτισμένα. Είχε κοντά και μία όμορφη πέτρινη βρύση, είχε και αχυρώνες και χάνι. Να! εδώ… (και δείχνει στο σχέδιο). Ο κεντρικός χώρος ήταν άδειος. Είχε πέντε – έξι τεράστια καραγάτσια και τζιτζιφιές. Αργότερα, κόψανε τα καραγάτσια και τα πουλήσανε. Καταχράστηκαν τα χρήματα που ήταν περιουσία της εκκλησίας. Έξω από τον περίβολο είχε τρεις ντοβρούς, μαντριά δηλαδή. Έξω από τον περίβολο ήταν και τα σπίτια, περιουσία του μοναστηριού. Είχε τεράστια περιουσία το μοναστήρι. Αγελάδες, πρόβατα… χίλια πρόβατα, έλεγε ο πατέρας μου, ότι είχε παλιά.
Εγώ θυμάμαι μικρό παιδί που έλεγαν ο κόσμος: «Έρχονται τα πρόβατα της εκκλησίας». Γυρνούσαν από τη βοσκή, από τη λίμνη. Εκεί πήγαιναν και βοσκούσαν και βγαίναμε να τα δούμε. 500 πρόβατα δεν ήταν λίγα. Ο Θεόδωρος της Καμπανίας (ίσως πρέπει να ερευνηθεί για να επιβεβαιωθεί), έκανε σπίτι με τα έσοδα της εκκλησίας. Εγώ, από 8 χρονών μέσα εκεί ήμουνα. Βοηθούσα τον μπάρμπα – Τζόλα να κάνουμε τα κεριά, είχε μία λεκάνη όπου έβαζε το λιωμένο κερί κι εγώ έκοβα τα σχοινιά. Αργότερα ήμουν ψάλτης για πολλά χρόνια… Πόσοι πέρασαν από αυτό το μοναστήρι!
Το 1917 ήμουν 4 χρονών. Τότε με την Άμυνα του Βενιζέλου, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι σύμμαχοι, Ρώσοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι, ακόμη και Κινέζοι. Θυμάμαι μία φορά που το γεύμα τους ήταν σούπα χελώνας. Τι να πούμε για τους Μακεδονομάχους… Έρχονταν συχνά εδώ ο καπετάν Γκώνος και έπαιρνε βοήθεια. Όλοι οι πεινασμένοι, όλοι οι τραυματίες, από εδώ περνούσαν.
Τώρα θυμήθηκα τον Ηγούμενο Μελέτιο. Ήταν βοτανολόγος γιατρός… Είχε δεκάδες μικρά και μεγάλα φιαλίδια για να πειραματίζεται θεραπείες. Όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν και καταστράφηκαν. Το 1925, που ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι. Όλοι οι χώροι κατελήφθησαν. Το σχολείο… το σχολείο ήτανε στολίδι της περιοχής. Φοιτούσαν παιδιά από το Σχοινά, από το Βρυσάκι, από το Καταφί και από αλλού. Για όλα αυτά είχε πάρει τέτοιο όνομα η εκκλησία».

Στη συνέχεια βγήκαμε και κάναμε περιήγηση στο χώρο. Όταν τον ρώτησα, αν η εκκλησία έχει σχέση με αρχαίο ναό, επειδή το δάπεδο έχει μαρμάρινες πλάκες, μου μίλησε για το καμπαναριό που είχε σκαλοπάτι πέτρα μαρμάρινη από τα αρχαία ρωμαϊκά λουτρά που βρέθηκαν έξω από το χωριό.
«Εδώ, Ειρήνη, μία Πασχαλιά που έψελνα και ήμουν μελαγχολικός, έστρεψα το βλέμμα μου στο γυναικωνίτη και είδα την Άννα, τη γυναίκα μου. Αμέσως την ερωτεύτηκα. Έψαλα μετά τόσο ωραία και με τόσο πάθος που ο παπα-Βαγγέλης μου είπε να το πω ξανά. Είπα θα το ψάλλω, αν όλοι μαζί ψάλλετε. Όλη η εκκλησία έψελνε το «Χριστός Ανέστη…». Αυτή η μέρα με σημάδεψε…».
Έχει κάτι ωραίες ζωγραφιές η εκκλησία και ωραία νταμπλαδωτά… Πού είναι οι παλιές εικόνες με τα ασημένια καλύμματα και το Ευαγγέλιο; Πού είναι τα «Ημερολόγια» που ψέλναμε εμείς, τα «Μηνιαία», τα «Ευχολόγια»; Αυτοί που τα πήραν, ή αυτός που τα πήρε, εύχομαι να τα έχει καλά φυλαγμένα και να πράξει το καθήκον του κάποια στιγμή. Μακάρι να τη δω να φεγγοβολάει όπως παλιά!».
Μια μαρτυρία…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Νησί Ημαθίας, στο Ρουμλούκι. Οι γονείς μου δεν ήταν ντόπιοι κι αυτό μας στοίχισε λιγάκι εμάς τα παιδιά που νιώθαμε κάποιες φορές πως η κοινότητα αυτή, δεν ήταν και δικιά μας… Ήταν δύσκολα τα χρόνια και η επιβίωση σκληρή και δικαιολογώ εν μέρει αυτή τη συμπεριφορά. Αυτά όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ από το χωριό στο οποίο έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, είναι το σχολείο και ο παλιός μοναστηριακός ναός των Αγίων Αναργύρων.

Το σχολείο όπου φοίτησα στη διάρκεια των έξι ετών του Δημοτικού, βρίσκεται δίπλα στον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων, Καθολικό που απέμεινε από την ιστορική Μονή του Νησίου. Μπορούσες να τον δεις από το παράθυρο της τάξης σου, ανοίγοντας την πόρτα για να βγεις στο διάλειμμα, στην αυλή, τον είχες συνέχεια μπροστά σου.
Εκείνο το καμπαναριό του ήταν για μένα ο πιο μαγικός πύργος. Πανέμορφο με την παλιά του καμπάνα που πολλές φορές τη χτυπούσαν κάποιοι μαθητές που ήταν λίγο παραπάνω ζωηροί από τους άλλους, στο σχόλασμα, κι έφευγαν τρέχοντας μην τους ψάλλουν τον εξάψαλμο, ικανοποιημένοι που τα κατάφεραν και τράβηξαν το σχοινί χτυπώντας την παλιά μουσική καμπάνα με τον… δικό τους ρυθμό. Στο καμπαναριό αυτό μαζεύονταν κουκουβάγιες, τεράστιοι μπούφοι που τινάζονταν τρομαγμένοι όταν χτυπούσε η καμπάνα για να σημάνει κάποια γιορτή ή και τον θάνατο. Τα ξόδια περνούσαν τότε μέσα από την αυλή του σχολείου που συνδέονταν με πόρτα με τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Η αυλή του σχολείου έμοιαζε να είναι το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο…
Θυμάμαι με αγάπη την παλιά εκκλησία και όταν παλαιότερα επισκεπτόμουν το χωριό συχνότερα, ανήμερα ή παραμονή της μεγάλης γιορτής, χαιρόμουν να τη βλέπω ανοιχτή και να μπαίνω μέσα με δέος κουβαλώντας τόσες μνήμες… Σε αυτήν γαλήνευε η ψυχή μου. Όμως με στενοχωρούσε που ένας τέτοιος ναός περιέπεσε σε παρακμή. Την έκρυψε, τη σκίασε και ο καινούργιος πέτρινος ναός ο αφιερωμένος κι αυτός στη χάρη των αγίων και έχασε την αίγλη την οποία άξιζε να έχει….
Παιδί, θυμάμαι τον παππού μου, που ήταν ταμίας ως επίτροπος και μάζευε φραγκάκι, φραγκάκι τα χρήματα για να χτιστεί ο καινούργιος ναός των Αγίων Αναργύρων με ευλάβεια μεγάλη και συνείδηση αδιαμφισβήτητη. Του αναγνώριζαν όλοι την τιμιότητά του και ήταν τιμή για αυτόν που όντας ξένος κι όχι ντόπιος, του ανέθεσαν αυτή την ευθύνη. «Κρίμα! Κρίμα, μου έλεγε, που γίνεται εκεί η εκκλησία… στην κοινότητα δίπλα έπρεπε να γίνει ο καινούργιος ναός… τον κρύβουμε… είναι πολύ ιστορικός, πολύ σπουδαίος». Είχε δίκιο, νομίζω… Τότε δεν το καταλάβαινα. Όταν όμως μεγάλωσα και ενδιαφέρθηκα να μάθω για αυτόν, έμεινα άφωνη από το πλήθος των ιστορικών -κι όχι μόνο- στοιχείων του, που τόσο δυναμικά αναδείκνυαν και αποδείκνυαν την ιστορική και την αρχιτεκτονική και πολιτιστική του αξία.

Ο νέος ιερός ναός
Αχ εκείνες οι Μεγάλες Παρασκευές! Ήταν τόσο, μα τόσο μαγικές! Εμείς τα νέα παιδιά στον νάρθηκα μαζεμένα, στο νάρθηκα αυτής της εκκλησίας. Το γνωστό χαγιάτι ή νάρθηκας των Μακεδονικών εκκλησιών («άρτικας» στη ρουμλουκιώτικη διάλεκτο) με τα πέτρινα πεζούλια αντικριστά, για να κάθονται οι εκκλησιαζόμενοι με το πέρας των ακολουθιών. Ο νάρθηκας συνδέεται με πολλά σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του χωριού, αφού εδώ συγκεντρώνονταν οι κάτοικοί του για να εκλέξουν τον μουχτάρη, τον πρόεδρο δηλαδή της κοινότητας ή για να πάρουν σημαντικές αποφάσεις.
Καθισμένοι, λοιπόν, νέες και νέοι στα φιλόξενα πεζούλια, Μ. Παρασκευή, βραδάκι, νιώθαμε τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης, τα διστακτικά βλέμματα να μας πυρπολούν. Ένιωθες ότι βρίσκεσαι σε ένα χώρο πολύ οικείο, πολύ ζεστό κι όχι αυστηρό… σαν να ήσουν σε ένα σπίτι (ο οίκος του Θεού) και αναγάλιαζε η ψυχή σου από τις ψαλμωδίες και από τα αρώματα των μύρων…
Ήμασταν τυχερά παιδιά γιατί η εκκλησία μας γιόρταζε δύο φορές το χρόνο, την 1η Ιουλίου και την 1η Νοεμβρίου. Όπως καταλαβαίνετε η 1η Νοεμβρίου ήταν πολύ αγαπητή ημέρα για μας, όταν τύχαινε να είναι καθημερινή, αφού δεν είχαμε σχολείο. Αυτό όμως που γινόταν την 1η Ιουλίου και παραμονή αυτής είναι κάτι το απίστευτο! Από την παραμονή της γιορτής των πολιούχων του χωριού μου, συνέρρεε κόσμος πολύς από τα γύρω χωριά και από τις γύρω πόλεις… Όλη την ημέρα γέμιζε το χωριό κάρα, αυτοκίνητα, λεωφορεία…
Το βράδυ πολλοί ήταν αυτοί που κοιμόντουσαν μέσα στην εκκλησία, στρώνανε τα χαλάκια τους, τις κουβέρτες τους πάνω στις αρχαίες πλάκες του δαπέδου της και περνούσαν εκεί τη νύχτα γιαγιάδες, μανούλες με παιδιά όλων των ηλικιών, άντρες συνοδοί και προστάτες τους… Αυτό που με συντάραζε ήταν εκείνες οι φορές που μαζί με αυτόν τον κόσμο ερχόταν παιδιά και έφηβοι με κινητικά προβλήματα και αναπηρίες, προσμένοντας ένα θαύμα από τους Αγίους, για να έρθει η λύτρωση.

Όμως θ’ αφήσω αυτό το κομμάτι της νοσταλγίας γιατί θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να παραθέσω κάποια στοιχεία που αφορούν πολύπλευρα τον ναό και θα τα δανειστώ από ένα βιβλίο του Θεολόγου, ερευνητή λαογράφου και συγγραφέα αξιόλογων εκδόσεων, του Δημήτρη του Πανταζόπουλου. Από το βιβλίο του που έχει τίτλο: «Η Ιστορία του χωριού Νησίου και της Μονής των Αγίων Αναργύρων, δύο θεματοφύλακες της Ρωμιοσύνης», 1995:
«Στο χωριό Νησί και δίπλα στο βάλτο υπήρχε το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Σήμερα το μόνο που μας θυμίζει την ύπαρξή του, είναι ο παλιός μοναστηριακός Ναός που στέκεται ευτυχώς ακόμη όρθιος ενάντια στην φθοροποιό δύναμη του χρόνου.
Η Μονή των Αγίων Αναργύρων γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κυρίως τον 18ο και 19ο αιώνα, όπως φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό των ιερών και λειτουργικών αντικειμένων της εποχής αυτής, αλλά και από την ημερομηνία κτήσεως του καθολικού της (1813). Τα κειμήλιά της δείχνουν μακροχρόνιο πνευματικό σύνδεσμο με την αυτοκρατορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Ανάμεσα στα ιερά σκεύη εξέχουσα θέση έχει η οκτάγωνη λειψανοθήκη της Αγίας Αικατερίνης με ανάγλυφη τη γνωστή Σιναϊτική παράσταση των τριών κορφών.
Στη μέση η Αγία κορυφή με τον Μωυσή να παίρνει τις δέκα εντολές, δεξιά η κορυφή της Αγίας Αικατερίνης με παράσταση της μορφής της και αριστερά η παράσταση της Αγίας Επιστήμης με παράσταση Ασκητού. Κάτω και στο μέσο της όλης παράστασης βρίσκεται η Παναγιά Βρεφοκρατούσα ως Καιομένη βάτος… Πολλές φορητές εικόνες είχε ο ναός διαφόρων μεγεθών.
Μία μεγάλη εικόνα ξεχωρίζει, των Αγίων Αναργύρων με ασημένια επένδυση, του 1862 και δύο μικρές παρόμοιες στη μία εκ των οποίων υπάρχει επιγραφή που δηλώνει ότι είναι «αφιέρωμα απάσης χώρας, Γιδά». Μεταξύ των ιερών αργυρών σκευών υπάρχουν δύο εξαπτέρυγα και ένας σταυρός, δύο καλύμματα ευαγγελίων, θυμιατό του 1830, δύο στέφανα γάμου και άλλα. Υπήρχαν πολλά λειτουργικά βιβλία και χειρόγραφα. Πολλές φορητές εικόνες μεγάλης αξίας διαφόρων μεγεθών. Ιδιαίτερης επίσης θρησκευτικής και καλλιτεχνικής αξίας είναι και τα ξυλόγλυπτα Δεσποτικό και βημόθυρα, η Αγία Τράπεζα με ξυλόγλυπτο επίσης ουρανό, το κουβούκλιο των ιερών λειψάνων, ο άμβωνας, ο σταυρός επάνω στο τέμπλο.
Ο παλαιός αυτός ναός των Αγίων Αναργύρων είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική και εσωτερικά χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες που η κάθε σειρά έχει έξι κίονες. Οι διαστάσεις είναι 22×11 μ., ενώ φωτίζεται από 20 περίπου παράθυρα. Είναι χτισμένος κατά τον ρυθμό των εκκλησιών που χτίστηκαν επί Τουρκοκρατίας στο Ρουμλούκι, δηλαδή 1 έως 1,5 περίπου μέτρα κάτω από το επίπεδο του εδάφους και με χαμηλή πόρτα για να μην μπαίνουν οι Τούρκοι με τα άλογα μέσα και τις βεβηλώσουν σύμφωνα με τη λαϊκή άποψη.
Νομίζω ότι αξίζει να αφιερώσω άλλη μία Δευτέρα σε αυτόν τον ιστορικό ναό, διότι πολλά στοιχεία ακόμη είναι απαραίτητα για να ολοκληρώσουμε την εικόνα του… Όλος αυτός ο παραπάνω πλούτος τόσο των κειμηλίων, όσο και του ναού που φρόντισαν με ευλάβεια οι καλόγεροι και οι κάτοικοι του Νησίου να διαφυλάξουν, δείχνει το μεγαλείο που γνώρισε το μοναστήρι στο παρελθόν, αλλά αποτελεί και μία βαριά κληρονομιά και ιερά παρακαταθήκη την οποία οφείλουμε όλοι να διαφυλάξουμε.

Το Νησί Ημαθίας
Το Νησί είναι οικισμός και τοπική Κοινότητα της Δημοτικής Ενότητας Αλεξανδρείας του Δήμου Αλεξανδρείας, της Περιφερειακής Ενότητας Ημαθείας, στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με πληθυσμό 1.379 κατοίκους. Στην Κοινότητα Νησίου υπάγεται επίσης και ο ακατοίκητος οικισμός Σάντα ο οποίος απέχει 2 χιλιόμετρα βόρεια.
Το Νησί οφείλει την ονομασία του στη νησίδα του παραποτάμου του Αλιάκμονα στην οποία είχαν βρεθεί τα οστά των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκε το ομώνυμο μοναστήρι. Ο ναός έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και πρόκειται για τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που κτίσθηκε το 1813, και αποτελεί αξιόλογο δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 19ου αιώνα στην Επαρχία της Ημαθίας. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξε εθνικό, θρησκευτικό και εκπαιδευτικό προπύργιο της περιοχής (Ρουμλούκι), ενώ γνώρισε μεγάλη άνθιση κυρίως τον 18ο και 19ο αιώνα.
Οι κάτοικοι του Νησίου ήταν αρχικά ψαράδες και μικροκαλλιεργητές. Μετά την αποξήρανση της Λίμνης των Γιαννιτσών άρχισαν να εγκαθίστανται οικογένειες από διάφορα μέρη, κυρίως σε περιοχές ανατολικά και νότια της Μονής. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο Νησί αρκετές οικογένειες Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, ενώ αργότερα (1938) εγκαταστάθηκαν Βλάχοι από το Σέλι, Πόντιοι από τη Γουμένισσα Πέλλας και Δασκιώτες από το Δάσκιο Ημαθίας (1944).
Το Νησί συμμετείχε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τόσο με τους χωρικούς του όσο και με τους μοναχούς της Μονής των Αγίων Ανάργυρων. Από τη Σκάλα του Νησίου, τα Eλληνικά ένοπλα σώματα καθοδηγούνταν από τους ντόπιους οδηγούς στη Λίμνη των Γιαννιτσών, οι οποίοι ήταν πολύ καλοί γνώστες της περιοχής του Βάλτου. Ένας από τους πιο γνωστούς οδηγούς του Καπετάν Γκόνου ήταν ο Θωμάς Καμπράνης. Στο χωριό φιλοξενήθηκαν οι περισσότερες μορφές του Μακεδονικού Αγώνα, όπως Παπατζανετέας, Δεμέστιχας, Σταυρόπουλος, Άγρας, Αναγνωστάκος, εφόσον το Νησί αποτέλεσε μία από τις ασφαλέστερες και σημαντικότερες βάσεις των Ελληνικών ενόπλων σωμάτων.

Το βράδυ της 14-15ης Μαρτίου 1906 έλαβε χώρα η πυρπόληση του χωριού με αποτέλεσμα τον φρικτό θάνατο πολλών κατοίκων του. Στις αρχές Μαρτίου 1906, τα Ελληνικά ένοπλα σώματα επιτέθηκαν σε Βούλγαρους πράκτορες στα εξαρχικά χωριά Γκόλο Σέλο (Γυμνά), Αγία Μαρίνα και Γκολέσανη (Λευκάδια). Για αντίποινα οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, με πενήντα πέντε άνδρες και με μπουκάλια μπύρας που προμηθεύτηκαν από τη Βέροια γεμάτα πετρέλαιο και κηροζίνη (όπως οι ίδιοι ομολογούν), μπήκαν στο χωριό και το πυρπόλησαν με σκοπό να καταστραφεί, ώστε να πάψουν οι κάτοικοί του να βοηθούν τους Μακεδονομάχους. Επικράτησε πανικός και κάηκαν 27 σπίτια (σύμφωνα με τον Καπετάν Γκόνο), έγιναν ανυπολόγιστες ζημιές και πολλοί χωρικοί έχασαν τα ζώα τους τα οποία είτε κάηκαν είτε σκοτώθηκαν. Το τραγικότερο γεγονός είναι ο χαμός του εξάχρονου Θωμά Σπανού, αλλά και του Κωνσταντίνου Σπανού τους οποίους σκότωσαν οι Βούλγαροι. Η γρήγορη επέμβαση των Ελληνικών σωμάτων ανάγκασε τους επιδρομείς να αποσυρθούν και ν’ αποφύγει το χωριό τα χειρότερα.
Το χωριό είχε Δημοτικό Σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν 850 μαθητές, τόσο από το Νησί όσο και από τα γύρω χωριά, τα έξοδα του οποίου αναλάμβανε το μοναστήρι και οι μαθητές τότε, 19ο αρχές 20ού αιώνα φοιτούσαν δωρεάν.

Ο ποταμός Αλιάκμονας
Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων Νησίου
Το Καθολικό της Ιεράς Μονής των Αγίων Αναργύρων χτίστηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες, το 1814. Το Μοναστήρι όμως έχει ιστορία που χάνεται στον 18ο αιώνα. Ο αποχωρήσας πλέον ιερέας του χωριού, π. Θεόδωρος Δαλιγκάρος, μας είχε αναφέρει: «Τα οστά των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, βρέθηκαν μέσα σε όστρακο θαλάσσιας χελώνας πάνω σε νησάκι ενός παραπόταμου του Αλιάκμονα, που περνούσε πλάι στο χωριό τότε κι εκεί χτίστηκε ένα εκκλησάκι και αργότερα μοναστήρι».
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο με έξοδα της Μονής (αναφορές υπάρχουν από το 1749). Μεγάλη η συμβολή της και η βοήθειά της στο Μακεδονικό Αγώνα, παρ’ όλο που οι Κομιτατζήδες προσπάθησαν να την πυρπολήσουν δύο φορές. Πολλά τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων μέχρι και σήμερα. Οι μπέηδες της περιοχής για να τους ευχαριστήσουν, δώριζαν στο μοναστήρι στρέμματα γης για καλλιέργεια κι έτσι απέκτησε μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οποία προσφέρθηκε όλη στους πρόσφυγες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το 1922.

Στον ναό φυλάσσονται λείψανα των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και άλλων Αγίων. Υπάρχουν παλιά κειμήλια, όπως η Οκτάγωνη Αργυρή Λειψανοθήκη της Αγίας Αικατερίνης, τρεις λειψανοθήκες των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Μοδέστου, του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και της Αγίας Παρασκευής, δύο χειρόγραφα του 18ου αιώνα, παλιά λειτουργικά, πολλές εικόνες και ιερά αντικείμενα του 18ου και 19ου αιώνα, Βημόθυρα, Αγία Τράπεζα με ουρανό, το κουβούκλιο των Ιερών Λειψάνων, ξυλόγλυπτο Δεσποτικό.
Αναφορές κάνουν λόγο για στενούς δεσμούς του Μοναστηριού με την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Στον χώρο που σήμερα βρίσκεται το Σχολείο, υπήρχαν κελιά Μοναχών, τα οποία παραχωρήθηκαν μαζί με το μισό οικόπεδο του Μοναστηριού (1937), για να χτιστεί το Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Δίπλα στο Παλιό Καθολικό έχει χτιστεί καινούριος περικαλλής Ναός, που είναι αφιερωμένος στους θαυματουργούς Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό. Ο ναός πανηγυρίζει δύο φορές κατ’ έτος: την 1η Ιουλίου και την 1η Νοεμβρίου. Στοιχεία επικοινωνίας: τηλ. 2333-051465, email: ag.anarg.nis@imverias2.gr

Χρόνια πολλά! Καλό Νοέμβρη!
Πηγές: faretra.info, dim-nisiou.ima.sch.gr, facebook.com, tharos.gr, museumfinder.gr, zeidoros.com