
Ένα αφιέρωμα στον ασυμβίβαστο «μπαγάσα» των Εξαρχείων που έφυγε έναν άλλο Μάρτη…
Στις 17 Μαρτίου του 1988, ο αντισυμβατικός Έλληνας στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής Νικόλας Άσιμος έβαλε τέλος στη ζωή του. Η ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του και η επαναστατική του συμπεριφορά του χάρισαν τα παρατσούκλια «Άγιος των Εξαρχείων» αλλά και «Τρελός των Εξαρχείων».
Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το «Άσιμος» με γιώτα. Ουχί Ασίμος ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής…», η λέξη «άσημος» παίζει τον ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου».

Ο Νικόλας Άσιμος στα Προπύλαια, το 1985
Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε ως Νικόλας Ασημόπουλος στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Αυγούστου 1949. Ο πατέρας του, ο Λάζαρος, ήταν έμπορος γυαλικών και φιαλών υγραερίου, ενώ η μητέρα του ονομαζότανΜαρίκα. Ο Νικόλας ήταν ο πρωτότοκος. Ακολούθησαν ο Βασίλης (1952) και ο Δημήτρης (1956). Μεγάλωσε στην Κοζάνη όπου, στην εφηβεία του, ανακάλυψε τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή και διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής.
Στο Δημοτικό λαμβάνει αρχικά μέρος σε σκετσάκια ενώ τελειόφοιτος παρελαύνει ως σημαιοφόρος. Στο Γυμνάσιο (Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Αρρένων Κοζάνης) δεν τα θέλει καθόλου αυτά και καθησυχάζει τους γονείς του καθώς τον βλέπουν να μην διαβάζει: «Εγώ τα ξέρω, δεν πα να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά». Παιδαρέλι ακόμη, αρχίζει να δείχνει τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Τον χαρακτηρίζει πλούσια αντίληψη, περιέργεια και σιγουριά, ενώ ο νεανικός εγωισμός βρίσκεται στο ζενίθ του. Οξύθυμος σαν φιτίλι, χωρίς ωστόσο να κρατάει κακία σε κανέναν. «Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά», έλεγε η μητέρα του.

Έφηβος ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στη θέση του τερματοφύλακα ενώ οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι «Βίντος». Διακρίθηκε επίσης, στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας, αρνούμενος κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα «Λ.Α.Κ.» (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης).
Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα σαν χείμαρρος από την πρώτη κιόλας Λυκείου. Αφορμές, το σχολείο, η κοινωνική ζωή και ο καταπιεσμένος επαρχιακός έρωτας. Ένα υποκειμενικό καλλιτεχνικό «alter ego» αρχίζει να καλλιεργείται μέσα του. Για το σχολείο αρχίζει σταδιακά να αδιαφορεί και από διάβασμα, τόσο όσο για να βρίσκεται βαθμολογικά λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο. Δεν έχει φίλους κολλητούς και ούτε βρίσκεται στο επίκεντρο κάποιας νεανικής παρέας.

Το χειμώνα του 1966 αποτολμά να στείλει για δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στη στήλη για νέους, που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας «Monsieur Cannibal». Ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται. Ο Νικόλας ως ανταπάντηση συγγράφει μία τετρασέλιδη επιστολή, ερχόμενος στην πρώτη του δημόσια αντιπαράθεση. Αντιδρώντας με νεανικό κριτικό πνεύμα, βάζει τον Μαστοράκη στη θέση του με τρία εύστοχα τετράστιχα. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί δημοσίως το ψευδώνυμο Άσιμος. Έκτοτε το καθιερώνει.
Venceremos
Αποκομμένος απ’ όλους κι απ’ όλα
σε μαγεμένη τροχιά
πήρα το δρόμο να φύγω μα ήρθα
τίποτα δε μ’ ακουμπά
στον παράξενο μου χρόνο
Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
να σ’ αγκαλιάσω να μ’ αγκαλιάσεις
να ξεγελιέσαι να ξεγελιέμαι
να σ’ αγαπήσω να μ’ αγαπήσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι
Σα ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά
μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά
στων προσώπων μας τις ζάρες
Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες
δίχως καβάντζα καμιά
ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας
και η ψυχή μου πηδά
στου απέραντου τη ψύχρα

Θες ν’ αγγίξεις την αλήθεια
για βγες απ’ έξω απ’ τη συνήθεια
σύρε κι έλα να με λούσεις
κι ας είμαι της καθαρευούσης
να σ’ αγαπήσω να μ’ αγαπήσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι
Δρεπανηφόρα άρματα περνάν
στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν
ασυγκίνητο σ’ αφήνει
Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
θωρακισμένε καιρέ
με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
σε πλησιάζω, μωρέ
μ’ αυταπάτες πια δεν έχω
Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
να περπατάν σαν καβουράκια
πλάγια κι ακριβά τα χάδια
φως αχνό μες στα σκοτάδια
Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
Venceremos, Venceremos.
Θεσσαλονίκη – Η επανάσταση της συνείδησης
Η μεταστροφή του Νικόλα επέρχεται κατά το τελευταίο σχολικό έτος. Αποφασίζει να σπουδάσει φιλολογία, παρόλο που στο Λύκειο ακολουθεί τον πρακτικό κλάδο. Έπειτα από εντατικά φροντιστήρια, το καλοκαίρι του 1967 καταφέρνει το ακατόρθωτο! Μαθαίνει λατινικά, αρχαία ελληνικά, ιστορία και έκθεση. Ο Σεπτέμβρης του ’67 τον βρίσκει στη Θεσσαλονίκη, να διασχίζει τις πύλες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, μετά την εισαγωγή του στο Τμήμα Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, μακριά από την ασφυκτική οικογενειακή θαλπωρή.
Τριτοετής στη Φιλοσοφική, πρωτοστατεί εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο την πρώτη του καλλιτεχνική αγάπη. Το Θέατρο. Την άνοιξη του 1970 πρωταγωνιστεί στον ρόλο του γιατρού Σγαναρέλου, στο έργο του Μολιέρου «Γιατρός με το στανιό», σε σκηνοθεσία Σταύρου Παπαδόπουλου. Στις 3 Μαΐου του επομένου χρόνου, ερμηνεύει τον ρόλο του Ονήσιμου στο έργο του Μενάνδρου «Επιτρέποντες», σε σκηνοθεσία και πάλι του Σταύρου Παπαδόπουλου. Έχει επίσης την μουσική επιμέλεια της παράστασης! Στις πρόβες, έρχονται σε σύγκρουση με το χουντικό καθεστώς που απαιτούσε να μπει στο οπισθόφυλλο του προγράμματος της παράστασης το πουλί, σήμα της 21ης Απριλίου. Η κόντρα με το καθεστώς έχει, έστω και υποκειμενικά, ήδη ξεκινήσει…

Συμμετείχε επίσης σε μια παράσταση που έδωσε το Θεατρικό Εργαστήρι της Μακεδονικής Εταιρείας «Τέχνη», σε σκηνοθεσία Στέλιου Γιούτη. Ανέβασαν το «Spectacle» του Ζακ Πρεβέρ. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα δραματολογίας στη Δραματική Σχολή Χαρατσάρη. Μάλιστα βρέθηκε σε κάποια στιγμή να κάνει ανεπίσημα και τον «καθηγητή».
Φυσικά μετά από λίγο καιρό τα παράτησε μιας και στα υπόγεια δωματιάκια της Παλιάς Φιλοσοφικής έστησε τον θεατρικό «ναό» του. Ήταν μόλις 21 ετών όταν θέλησε να σκηνοθετήσει! Η Ασφάλεια έχει όμως αντίθετη άποψη. Τον ζορίζουν, του παρακρατούν την ταυτότητα (δεν έβγαλε άλλη παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα καταφέρνοντας να του εκδώσουν ταυτότητα στο όνομα Άσιμος με τη «διευκρίνιση» στο σημείο του Θρησκεύματος: «Άνευ Θρησκεύματος») και διαλύουν μετά απειλών την αυτοσχέδια θεατρική ομάδα πριν καν ξεκινήσει παραστάσεις.

Την άνοιξη του 1972 συναντά τον Δημήτρη Δημητρακόπουλο (ο οποίος του έμαθε κιθάρα) και τον Γιώργο Κατσικαβέλη. Τα πρώτα τραγούδια μελοποιούνται, ενώ εμφανής είναι η προδιάθεσή για πρόζα. Mέσα Δεκεμβρίου, στην καφετέρια που βρισκόταν στο δώμα του Λευκού Πύργου, «Ο Νικόλας Άσιμος και η παρέα του, χωρίς μικρόφωνα και εξοπλισμό, εμφανίζονται μπροστά από κοινό. Η επιτυχία ήταν άμεση. Η διάθεση για πρόζα κυριαρχεί και η συνεργασία περνάει δοκιμασία. Ταυτόχρονα, αρχίζουν τα πηγαινέλα και στην Ασφάλεια. Ο Νικόλας αντιδρά, όμως είναι πλέον αργά. Η συνεργασία αποτελεί πια παρελθόν.
Συνεχίζει με νέο σχήμα στον Λευκό Πύργο. Ταυτόχρονα αρχίζουν οι ρήξεις με τους συνεργάτες του. Αποκορύφωμα η αποχώρηση του Άσιμου από τον Λευκό Πύργο με μαυρισμένο μάτι. Μηνύει μάλιστα τον Γιώργο Αραπάκη, ο οποίος με την έκβαση της υπόθεσης καταδικάζεται σε 15ήμερη φυλάκιση. Στις 28 Μαρτίου 1973 ξεκινάει εκ νέου συνεργασία με τους Δημητρακόπουλο – Κατσικαβέλη καθώς και άλλους καλλιτέχνες στη ντισκοτέκ «Apple» όπου και συνεχίζει εμφανίσεις μέχρι τα τέλη Μαΐου.

Από το πανεπιστήμιο έχει οριστικά ξεκόψει, παρ’ όλο που απείχε μόλις έξι μονάχα μαθήματα από το πτυχίο, σε μια ενσυνείδητη προσπάθεια να αποφύγει τη θητεία και με τα όνειρά του για οδηγό χαράζει ρότα για την Αθήνα και τις ζωντανές εμφανίσεις.
Στους δρόμους της Αθήνας… Ένα παιδί που είχε διαβάσει πολλά

Ήταν Μάιος του 1973 όταν κατέβηκε ξαφνικά στην Αθήνα. Φιλοξενείται αρχικά σε συγγενικό του σπίτι και τα πρώτα του βήματα τον φέρνουν στην Πλάκα, Μνησικλέους 16 και Ανδριανού. Εκεί βρισκόταν το στέκι του Θανάση Γκαϊφύλια, η «Πέμπτη Εποχή»… κι αρχίζουν οι πρώτες κόντρες. Θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ζουγανέλη και θα συνεργαστεί με τους Γιώργο Ζωγράφο, Πάνο Τζαβέλα, Δημήτρη Τραντάλη κ.ά.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου συμμετέχει στο ανέβασμα των «Τσιρκολάνων» στο Θέατρο «Στοά». Αποτελεί την τελευταία του επαφή με το θέατρο. Παράλληλα το ματωμένο φθινόπωρο τον βρίσκει σε δημιουργικό οργασμό, ενώ ο χειμώνας τον ρίχνει σε άγρια πείνα και καλλιτεχνική απραξία την οποία θα καταλύσει ο Θ. Γκαϊφύλιας, προσφέροντας του δουλειά στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή» (Αφροδίτης 1 και Ανδριανού, στην Πλάκα). Στον εν λόγω χώρο θα του δωθεί μια ευκαιρία που ζητούσε από καιρό. Ο Γκαϊφύλιας πάει να δουλέψει στην «Αρχόντισσα» και ο Νικόλας στήνει τη μουσικο-θεατρική του παράσταση, με συνεργάτες τους Β. Σπυρόπουλο, Δ. Φινινή κ.ά. Έπειτα από αλλεπάλληλες επεμβάσεις της Ασφάλειας το μαγαζί τελικά κλείνει τον Απρίλιο του 1974.

Το καλοκαίρι, λαμβάνει μέρος στις προετοιμασίες του ανοίγματος της μπουάτ «Χνάρι» (Γκούρα 2, Πλάκα). Επιστρατεύονται οι Σπυρόπουλος, Φινινής, Πανυπέρης, το ντουέτο Λήδα – Σπύρος, σε μια προσπάθεια να στηθεί το μαγαζί. Το «Χνάρι» τελικά πήγε κατά διαόλου και έκλεισε όπως άνοιξε. Στα θετικά αυτής της απόπειρας ήταν η γνωριμία του Θανάση Μπίκου με τον Νικόλα. Αρχίζει να μηχανεύεται τρόπους ν’ αποφύγει τη θητεία, ενώ τον Σεπτέμβριο δημοσιεύεται για πρώτη φορά κείμενό του σε έντυπο (περιοδικό «Panderma», τεύχος 9, εκδότης Λεωνίδας Χρηστάκης).
Ακολουθεί μια επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Αυγή» και καθώς ο πρώτος μεταπολιτευτικός χειμώνας μπαίνει, ο Νικόλας, βάζει εκ νέου στοίχημα με τον εαυτό του. Δημιουργεί το «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας» («Μου.Θε.Φτω.»), ένα φιλόδοξο μουσικοθεατρικό σχήμα. Το στεγάζει στη Μνησικλέους 15 (Πλάκα) και βαφτίζει το μαγαζί «Ζωντανό Καφενείο», με κοινοβιακές βλέψεις, σκετσάκια, τραγούδια, χορογραφίες κ.λπ. Το μαγαζί παρ’ όλες τις επίμονες και κοπιαστικές πρόβες δεν έχει απήχηση στο κοινό και ακολουθεί το θλιβερό λουκέτο.

Το 1975 μπαίνει και ο Νικόλας βρίσκει παρηγοριά στη Λίλιαν Χαριτάκη και στην κιθάρα του. Ξανακτυπάει για τρίτη φορά την πόρτα της «ΛΥΡΑ» και βρίσκει επιτέλους ανταπόκριση. Ο Α. Πατσιφάς του δίνει το πράσινο φως και το 45αρι με την πρώτη δισκογραφική δουλειά του παίρνει σάρκα και οστά τον Μάιο, σε ενορχήστρωση Γιώργου Στεφανάκη. Η επιτροπή λογοκρισίας έχει αντίθετη άποψη και χωρίς ουσιαστικά προσχήματα απαγορεύει εν ψυχρώ τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις των τραγουδιών.
Ο Ζουγανέλης, που τον είχε φέρει σε επαφή με τη «ΛΥΡΑ» πριν τη μεταπολίτευση, βλέποντας τα ζόρικα αδιέξοδα του Άσιμου, του δίνει την αφορμή. Ο «Συνεργατικός Θίασος Μουσικών» και το μουσικό καφενείο «Σούσουρο» (Ανδριανού 134, Πλάκα), παρέχουν μια ιδανική λύση. Μαζί με τους Θάνο Ανδριανό, Γ. Ζουγανέλη, Περικλή Χαρβά, Σάκη Μπουλά, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζ. Βέη και τέσσερεις μουσικούς – ορχήστρα, συνδυάζουν αρμονικά το θέατρο και το τραγούδι. Η Ιδρυτική Προκήρυξη του Θιάσου, που σώζει ο Νικόλας στο βιβλίο του, αποτελεί διαχρονικό μανιφέστο για κάθε καλλιτέχνη που σέβεται αληθινά τον εαυτό του και την τέχνη του. Από το μαγαζί πέρασαν, ως κοινό, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ. Ιταλίας Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (εδώ ξεκίνησε η γνωριμία τους), ο Θάνος Μικρούτσικος, η Μαρία Δημητριάδη, η Αφροδίτη Μάνου κ.ά.

Με τη νεογέννητη κόρη του Λίλιαν
Η ρήξη με τους συνεργάτες, παρ’ όλη την επιτυχία, δεν άργησε να έρθει. Αιτία η αύξηση της τιμής του ποτού από τον μαγαζάτορα και η επακόλουθη άρνηση του Νικόλα να δεχτεί κάτι τέτοιο, με επακόλουθο να μείνει πάλι στο δρόμο με τη Λίλιαν έγκυο.
Αγαπάω κι αδιαφορώ
Αγαπάω κι αδιαφορώ
και κρατάω τον κατάλληλο χορό
το λοιπόν θα αγαπάω και μένα
όπως εσένα
Μην παρανοείς τα λόγια που ‘χω πει
είναι η πιο απλή του κόσμου συνταγή
νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς
είν’ πανάκριβο σ’ το λέω ν’ αγαπάς
Κοίτα με στα μάτια με υπομονή
διώξε του άλλου κόσμου την επιρροή
νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς
κι όπου θες να σε πηγαίνω να με πας

Αγαπάω κι αδιαφορώ
και μαζί σου το ‘χω μάθει και αυτό
παραδόξως ν’ αγαπάω και μένα
όπως εσένα
Την εικόνα αυτού του κόσμου δεν μπορώ
δεν του μοιάζω κι ούτε θέλω να αλλοτριωθώ
μάγεψαν και σένανε τα ξωτικά
κάνεις πάλι κύκλους σ’ άλλη αγκαλιά
Μη μας ξεγελάν φως μου οι πληγές
στις χρυσές στιγμές μας πλάι και αυτές
νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς
είν’ πανάκριβο στο λέω ν’ αγαπάς
Αγαπάω κι αδιαφορώ
κι αν το θες μ’ αφήνεις μόνο για καιρό
παραδόξως ν’ αγαπάω και μένα
όπως εσένα.
Και πάλι απ’ την αρχή…
Το Γενάρη του 1976 ξεκινάει με βασικό και εναπομείναν σχήμα – ορχήστρα τον μπασίστα Δημήτρη Τραντάλη (ο πιο πιστός συνεργάτης του Νικόλα), παραστάσεις στη Μνησικλέους 24 (Πλάκα), κάτω από τον τίτλο «Για Ένα Πολιτικό Καφενείο». Το μαγαζί κρατήθηκε όρθιο για μερικές βδομάδες και ο Νικόλας βάζει πια πλώρη για τα Εξάρχεια -όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Παρασκευή 28 Μαΐου του 1976, έρχεται στον κόσμο η «Νιουνιού», όπως συνήθιζε ν’ αποκαλεί ο Νικόλας την κορούλα του Λίλιαν. Ανάμεσα από πολλές δυσκολίες, χωρίς δουλειά, άθλια οικονομικά και συνθήκες πείνας προσπαθεί να σταθεί όρθιος. Γράφει αρκετά επιστρατεύοντας τις καλλιτεχνικές του δυνάμεις με σκοπό την άμεση πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, περνώντας μπόλικες ώρες αγκαλιά με την κιθάρα του.
Με σχήμα τους Τραντάλη, Μπίκο, Καλλοναίο, Ταραίο, Φινινή και Μανιάτη, με την ονομασία «Για Ένα Πολιτικό Καφενείο», εμφανίζεται σε εκδήλωση συμπαράστασης στο γήπεδο της Καλλιθέας. Εκεί τραγουδάει για πρώτη φορά το αποκηρυγμένο «Σαν θα με καλέσει η πατρίδα».
Ο χειμώνας του 1976-77, τον βρίσκει στα κάγκελα του Πολυτεχνείου να πουλάει περιοδικά, κασέτες και βιβλία για να βγάζει τα προς το ζην. Η Ασφάλεια τον τραβάει πολλές φορές στο τμήμα για αντιεξουσιαστική και αντιμιλιταριστική στάση. Το ξύλο από κνίτες και μπάτσους έχει την τιμητική του.

Μέσα στο 1977 υπάρχει μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι ηχογράφησε μια πρώτη κασέτα και τη διακινούσε. Δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται κανένα αντίτυπο που να αποδεικνύει την ύπαρξή της. Το φιτίλι στα Εξάρχεια αρχίζει να καίει επικίνδυνα. Οι αντιεξουσιαστικές προκηρύξεις πυκνώνουν και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη. Με την κορούλα του αγκαλιά, ανεβαίνει για λίγο στην Κοζάνη. Σαν σφήνα δίνει μια συναυλία με την κιθάρα του στη ντισκοτέκ «Tiffany’s».
Το φθινόπωρο του 1977 η αναμονή τελειώνει στα Εξάρχεια. Λόγω πολιτικών εξελίξεων και διεθνών γεγονότων οργανώνονται διαδηλώσεις στα Προπύλαια. Ακολουθούν αληθινές οδομαχίες και το πρώτο αίμα κυλάει στα σοκάκια. Η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις, δεκαέξι στον αριθμό. Ανάμεσά τους και ο Νικόλας, παρ’ όλο που απείχε από τα συγκεκριμένα επεισόδια. Τελικά πέντε εκδότες και ένας συνθέτης ανατρεπτικών τραγουδιών (ο Άσιμος), στις 24 Οκτωβρίου προφυλακίζονται για να παραπεμφθούν σε δίκη (δεν έγινε ποτέ), με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας και υποκίνησης στη διατάραξη της κοινής ειρήνης. Είκοσι χρόνια αργότερα ο τότε ανακριτής της υπόθεσης είχε την εντιμότητα να παραδεχτεί το λάθος του. Δύο μήνες κρατάει η προφυλάκιση, στην οποία έρχεται αντιμέτωπος με τους συγκρατούμενούς του για πολιτικούς λόγους. Εξερχόμενος από τις φυλακές της Αίγινας είπε: «Θα ξανάρθω!».

Με τη «Νιουνιού» στα Εξάρχεια
Επιστρέφει στην πώληση περιοδικών στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, ενώ ο αντιμιλιταρισμός και οι πολιτικές του παρεμβάσεις είναι πιο έντονες από ποτέ. Μάλιστα με αφορμή τη σύλληψη του Φίλιππα και της Σοφίας Κυρίτση, ο Νικόλας με εκρηκτικό τρόπο και με την «Νιουνού» αγκαλιά, πλακώνει στα ανακριτικά γραφεία με ένα πλαστικό πιστόλι – παιχνίδι, προκαλώντας χάος και πανικό.
Το τραγούδι «Είμαστε Τρομοκράτες», το έγραψε για τη σύλληψη του ζεύγους Κυρίτση και το πρωτοτραγούδησε στο θέατρο «Αλάμπρα», μαζί με τους Μιχάλη Σύρπο και Μάριο Μεγαπάνο. Την άνοιξη του 1978 τον καλούν να παρουσιαστεί στην Πολεμική Αεροπορία, στην Τρίπολη. Επιστρατεύοντας θεατρικά κοστούμια, παρτάλια και ότι άλλο βρήκε στον δρόμο του, εισέρχεται με ιερό μένος στο στρατόπεδο. Εκεί γίνεται της κακομοίρας με τον Άσιμο να πρωταγωνιστεί σε μία καλοστημένη παράσταση, πουλώντας τρέλα δεξιά κι αριστερά. Τελικά κερδίζει αναβολή για άλλο ένα χρόνο.

Τέλη Ιουλίου μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου στο αυτοσχέδιο στουντιάκι του Στέλιου Λογοθέτη, γίνονται οι ηχογραφήσεις της «Παράνομης Κασέτας Νο 000001 – Με το Βαρέλι που για να βγει το σπάει». Πρωτοκυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα με αξία 100 δραχμές έκαστη. Ακολουθεί ο χωρισμός με την Λίλιαν, μετά από μία ταλαίπωρη και εκρηκτική συμβίωση. Ενοικιάζει ένα υπόγειο, στην Αραχώβης 41, στα Εξάρχεια, όπου θα παραμείνει για περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Περνώντας από την «υπόγα», ο Χρίστος Ζυγομαλάς, προτείνει τη δημιουργία ενός μουσικού σχήματος, της «Exarchia Square Band», που στο σύντομο βίο της έδωσε αρκετές συναυλίες.
Άνοιξη του 1979, παρουσιάζεται εκ νέου στην Πολεμική Αεροπορία, στο Ελληνικό αυτή τη φορά. Συνοδευόμενος από τον ποιητή Σωτήρη Μπουσμπουρέλη, στήνει άλλη μία θεατρική παράσταση με πλήρη επιτυχία. Με τη διάγνωση «Σχιζοειδής Ψύχωσις», παίρνει αναβολή για ένα ακόμη χρόνο. Μπαίνει και πάλι στο αυτοσχέδιο στούντιο του Στέλιου Λογοθέτη και ηχογραφεί 20 τραγούδια, κάτω από τη γενική ονομασία «Τριπλή Κασέτα Μπέλα με Χωρίς Ταμπέλα». Αποτελείται από τρεις κασέτες, «Παράνομη Κασέτα Νο 000002 – Είμαι Παλιάνθρωπος«, «Παράνομη Κασέτα Νο 000003 – Γιατί Φοράς Κλουβί», και την «Παράνομη Κασέτα Νο 000004 – Klaste Eleftheros».

Η πλατεία Εξαρχείων δεκαετία ’90
Μπαγάσας
Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια.
Θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια,
να ξαναγίνω καβαλάρης
και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και τη χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις
σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις.
Πρότεινέ μου κάποια λύση
δε θα σου παρα κοστήσει.
Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν

Aφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους.
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πως να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω.
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου ‘ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις.
Γιατί σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν.
Ανά τας νους και τας Οδούς

«Κάθε στιγμή είναι η τελευταία…». Αυτός ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός αποτέλεσε ένα αιθέριο πέρασμα σε μιαν άλλη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που καταλύει κάθε άλλη. Ισορροπώντας επικίνδυνα στο τεντωμένο σκοινί της αυτοκαταστροφής, ο Νικόλας, αρχίζει την εσωτερική του «Βόλτα«, «που δε σταματάει κι ούτε ποτέ της έχει αρχίσει…».
Αναζητώντας (άνευ αναζήτησης) Κροκανθρώπους, ανθρώπους μεταφουρφούριους, αγνούς, αυθεντικούς. Το ΚΡΟΚ για τον «Έτσι» αποτέλεσε την μεγαλύτερη πρόκληση. Απορρίπτοντας όλους τους θεσμούς και τις ιδεολογίες, θα μπορούσε πολύ εύστοχα να χαρακτηριστεί ως αναρχικό μανιφέστο, αν δεν καταργούσε ακόμη και την ίδια την αναρχία! Εδώ εξάλλου, έγκειται και η σπουδαιότητά του. Στη διαφοροποίηση. Ένα καταγραμμένο ηχητικά «Συμβάν ΚΡΟΚ» διαδραματίστηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1979, στο χώρο όπου στεγαζόταν το καινούργιο «Σούσουρο» (Θόλου 17, Πλάκα), του Θάνου Ανδριανού, στο οποίο για αρκετές ώρες βασίλευσε το απόλυτον χάος.

Άνοιξη του 1980, ο αντιμιλιταριστικός στόχος για αποφυγή της θητείας είχε επιτευχθεί. Κράτησε 7 ολόκληρα χρόνια και η τελευταία του θεατρική παράσταση διάρκειας 3 ημερών, στήθηκε στην Πολεμική Αεροπορία του Ελληνικού. Στο απολυτήριο αναγράφονται ως αίτια απόλυσης: «Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου», η γνωστή κατά τον Νικόλα: «Σχιζοφρενοβλαβίωση».

Στη συνέχεια αποφασίζει να καταγράψει με στοιχειώδη χρονολογική σειρά, στίχους από τραγούδια και ποιήματα, προκηρύξεις, θεατρικά και αφίσες, συμβάντα και πολλές στιγμές, εκδίδοντας παράνομα και χωρίς εκδότη, το 150 (επιπρόσθετα περιλαμβάνονται 7 σελίδες με εξώφυλλα και αφίσες) σελίδων βιβλίο, «Αναζητώντας Κροκανθρώπους». Η σπάνια αυτή έκδοση έγινε κατορθωτή το φθινόπωρο του 1980, με την πολύτιμη βοήθεια του Λεωνίδα Χρηστάκη και κυκλοφόρησε σε άγνωστο αριθμό αντιτύπων (λιγότερα από 1.500) σε δύο εξώφυλλα (ασπρόμαυρο και μαυρόασπρο). Όταν στο αφιέρωμα του «InRock» ο Δ. Παπαδημητρίου διατύπωσε το σχόλιο: «όποιος το διαβάσει απλώς δε θα είναι πια ο ίδιος άνθρωπος…» δεν υπερέβαλλε καθόλου!
Τον χειμώνα του 1980-81 καθιερώνεται πλέον ως καλλιτέχνης του δρόμου, στήνοντας αυτοσχέδια συμβάντα που ταράζουν τους μίζερους βίους στους φιλήσυχους πολίτες με την πρωτοτυπία τους. Καθώς μπαίνει το καλοκαίρι κάνει και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Συμμετέχει στην ταινία του Νίκου Ζερβού «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων».

Αρχές Οκτωβρίου, σαν σφήνα στο σβέρκο του προεκλογικού πυρετού που κυριαρχεί, στα Εξάρχεια ένα αυτοσχέδιο συμβάν ταράζει την ηρεμία. Η θεατρικότητα του μεταφουρφούριου Άσιμου βρίσκεται στο ζενίθ της. Την ίδια περίοδο πρωτοστατεί στην κατάληψη ενός ερειπωμένου σπιτιού επί της οδού Βαλτετσίου, αριθμός 42, στα Εξάρχεια.
Τα συμβάντα εκ μέρους του Νικόλα που ακολουθούν, προκαλούν αίσθηση και χαώδεις καταστάσεις στο κέντρο της Αθήνας με αποκορύφωμα την αυτοκατάληψη της περιβόητης «υπόγας» του! Κατά τη διάρκεια ενός από τα διαδοχικά happenings, συνελήφθη μαζί με τους Γιώργο Γαβαλά και Νίκο Σαββίδη. Άσιμος και Σαββίδης οδηγήθηκαν τελικά στο «Δαφνί» στο οποίο ο Νικόλας κρατήθηκε τελικά για μερικές μέρες. Για την απελευθέρωσή του κινητοποιήθηκε πολύς κόσμος. Ανάμεσά τους η Κατερίνα Γώγου, ο Δ. Σαββόπουλος, ο Γ. Κορδέλλας, ο Η. Τριανταφυλλίδης. Ήταν ο πρώτος από μια σειρά εγκλεισμούς των οποίων ο φόβος θα συνοδεύει τον Νικόλα μέχρι το τέλος της ζωής του. Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα που αναγράφονται στο βιβλίο του Νικόλα για όλα αυτά.

Το καλοκαίρι του 1982, διασχίζει για τελευταία φορά την πόρτα της επίσημης δισκογραφίας. Με τη βοήθεια του Β. Παπακωνσταντίνου, υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία «Μίνως». Αρχές Νοεμβρίου κυκλοφορεί τελικά τον δίσκο «Ο Ξαναπές», ο οποίος υπήρξε η αφορμή για την κορύφωση ενός αμείλικτου πολέμου από τους πρώην συνεργάτες του και την αναρχίζουσα κοινωνία των Εξαρχείων. Με διαθέσεις αυτοσαρκασμού συνθηκολογεί σιωπηλά με τις κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του και κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, συντηρώντας μονάχα τις μουσικο-θεατρικές του εμμονές.
Τον Οκτώβρη του 1982 αρχίζει μια σειρά εμφανίσεων με τους αδελφούς Νασιάκους, στη μπουάτ «Σκάιλαμπ» (Πλάκα), ενώ αργότερα συνεχίζει μαζί με το Χ. Ζυγομαλά και άλλους καλλιτέχνες τις εμφανίσεις στο ίδιο μαγαζί κάτω από τον τίτλο «Τάδε Έφη». Στα 1983 με κλονισμένες τις ισορροπίες από τον ανελέητο πόλεμο και τον φόβο των εγκλεισμών να ανεμίζει πάνω από το κεφάλι του, ξεκινάει την εσώτερή του «Βόλτα». Εγκαταλείπει αρχικά το υπόγειο στην Αραχώβης και ταυτόχρονα συμμετέχει σε δύο ταινίες. Τα «Βαποράκια» του Παύλου Τάσιου και στο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη. Τα καθημερινά συμβάντα στο δρόμο όμως κορυφώνονται επικίνδυνα.

Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε «Χώρο Προετοιμασίας». Οι μπάτσοι πλακώνουν συχνά – πυκνά. Η διαδρομή γνωστή: Τμήμα – Δαφνί – Καλλιδρομίου, κι απ’ την αρχή. Ξύλο, ηλεκτροσόκ, ενέσεις, είναι μερικά από τα λυπηρά ανείπωτα του παρασκηνίου. Η «Βόλτα» του Νικόλα εκδηλώνεται πλέον μέσα από σημάδια και οιωνούς. Ο Βασιλιάς, ο Σοφός κι ο Γελωτοποιός ενσαρκώνονται με μιας σε ένα οριστικό μπέρδεμα.

Με τον Χαρίλαο Φλωράκη, Μάης 1987
Με τους Τόλη Βουλτζάτη και Λίτσα Περράκη δημιουργεί τα σχήμα «Ο Νικόλας Άσιμος και οι Εναπομείναντες», από τη συνεργασία των οποίων σώζεται σήμερα σε ζωντανή ηχογράφηση το τραγούδι «Πάλι στην Ξεφτίλα».
Το 1985 βρίσκει τον Νικόλα στο στούντιο «DIVA» να ηχογραφεί πυρετωδώς. Από την επιλογή των τραγουδιών κυκλοφορεί στα 1986 την δεύτερή του «Τριπλή Κασέτα» που την αποτελούν οι κασέτες «Παράνομη Κασέτα Νο 000005 – Ο Σάλιαγκας«, «Παράνομη Κασέτα Νο 000006 – Η Ζαβολιά» και τέλος, η «Παράνομη Κασέτα Νο 000007 – Πάλι στην Ξεφτίλα». Με βάση τις ηχογραφήσεις που περιέχονται σε αυτές τις τρεις κασέτες θα κυκλοφορήσει 6 χρόνια αργότερα ο μεταθανάτιος δίσκος «Στο Φαλημέντο του κόσμου – Γιουσουρούμ».

Αρχές του 1986 συμμετέχει μαζί με τους «Εναπομείναντες» σε συναυλίες της «ΜΟΥ.ΣΥΝ.Κ.Α» (αργότερα ως ανεξάρτητη «Α.Ε.ΤΑ.» στην οποία πρωτοστάτησε κι έπειτα διαγράφτηκε), ενώ προσκαλείται και τραγουδά στην αντιπυρηνική συναυλία διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε στη Χαλκίδα. Τον Σεπτέμβριο εμφανίζεται για δεύτερη και τελευταία φορά στη γενέτειρά του Κοζάνη. Μάλιστα από την εν λόγω συναυλία σώζεται κι ένα πρόχειρο βίντεο. Επιστρέφοντας απ’ την Κοζάνη περνάει από τα Ψαχνά της Εύβοιας όπου εμφανίζεται στο καφενείο «Ηχώ».
Δε θέλω καρδιά μου να κλαις
Δε θέλω καρδιά μου να κλαις για όσα περάσαμε χθες
χαλάσανε τόσα πολλά μα βρες μονοπάτι ξανά
δεν ξέρει ο κόσμος να ζει, κατέβα να πάμε πεζοί
εκεί που καθένας ζητά να βρει τη μιλιά του ξανά
Τον πόλεμο μισώ κι απ’ τη ζωή αποζητώ
να μη μου μείνει μόνο το παράπονο
κι ας ήταν μια φορά να μ’ είχες πάρει αγκαλιά
το ξέρω σου ζητώ πάρα πολλά
Δε θέλω καρδιά μου να κλαις για όσα περάσαμε χτες
δανείσου κι εσύ μια φορά και βρες μονοπάτι ξανά
κι αν χάνεις αυτό που σε ζει δεν έφταιξες μόνον εσύ
αξίζει να ζουν σαν παιδιά εκείνοι που έχουν καρδιά

Τον πόλεμο ζητώ για μια ζωή που δεν τη ζω
να μην μου μείνει μόνο το παράπονο
κι ας ήταν μια φορά να δεις μικρέ μου φουκαρά
πως μαλακώνω σαν δε μου μιλάς σκληρά
Τον πόλεμο μισώ κι απ’ τη ζωή αποζητώ
να μη μου μείνει μόνο το παράπονο
κι ας ήταν μια φορά να μ’ είχες πάρει αγκαλιά
το ξέρω σου ζητώ πάρα πολλά.
Η Μοναξιά μιας «Βόλτας»
Καθώς μπαίνει ο χειμώνας του 1987 η ψυχική και σωματική υγεία του Νικόλα χειροτερεύει. Ταυτόχρονα αυξάνεται η σκληρότητά του σε διαδοχικά πειράματα αθανασίας που εκτελεί σε μικρά ζωάκια (στα χειρόγραφα της αυτοκτονίας ζητά την ύστατη συγχώρεση από τα ζωάκια αυτά για το λάθος που είχε κάνει), ενώ δοκιμάζεται η επιθετικότητά του καθώς τα χαστούκια κατά παντός δίνουν και παίρνουν και η μαγκούρα σαν γκόμενα τον συντροφεύει παντού. Εσωτερικά ωριμάζουν πλέον οι σκέψεις και τα σενάρια για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Το Φευγιό έχει ήδη ξεκινήσει…

Σαν μπαίνει η άνοιξη κυκλοφορεί την τελευταία του κασέτα στην οποία συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου, «Παράνομη Κασέτα Νο 000008 – Στο Φανάρι του Διογένη» και γύρω στο Πάσχα παραχωρεί ως δημιουργός 5 τραγούδια στον Β. Παπακωνσταντίνουγια τα «Χαιρετίσματα» Η επιτυχία του δίσκου ξυπνάει το ένστικτο στα αδηφάγα κοράκια του Τύπου που ξαφνικά ανασύρουν από το χρονοντούλαπο της λήθης τον Νικόλα. Παραχωρεί μερικές συνεντεύξεις, ενώ εμφανίζεται στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς «Μειδιώμεν καθ’ οδόν» του Γιάννη Σμαραδγή.
Βράδυ Σαββάτου, στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, λαμβάνει χώρα μια παρανοϊκή «Τελετή Μύησης» με την οικειοθελή παρουσία μιας κοπελιάς που ο έσχατος της φόβος συνδυάζεται με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Νικόλα και οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις αβάσιμες κατηγορίες: «Βιασμός κατ’ εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση». Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.

«Ίσως να ξανάρθεις όταν θα ‘χω πια χαθεί
ή θα μ’ έχουν θάψει ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
κι ας συνήθισες κι εσύ…»
Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να του βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται κυριολεκτικά στη «Σχιζοφρενοβλαβίωσή» του. Οι περίοικοι και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του.
Παλεύοντας με τους εφιάλτες του, σε μια προσπάθεια ψυχικής ανάκαμψης συμμετέχει στη βιντεοταινία «Ανθρωποφάγοι στην Τιβί» του Νίκου Ζερβού. Ίδια πάνω κάτω εποχή κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία του Κώστα Φέρρη «Oh Babylon».
Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα, με έναν καταπέλτη – βούλευμα 22 σελίδων, τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.


Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, το τσεκούρι της έξωσης να ανεμίζει πάνω απ’ το κεφάλι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή που κατακτά το μυαλό του, τον κάνουν κυριολεκτικά κομμάτια. Κρίσεις μελαγχολίας τον σφυρηλατούν, αυτοαπομόνωση, απελπισία και απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί… Μάταια όμως. Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988, καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς… Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι «Μπαγάσα»…
Άραγε την ώρα που έφευγε τι να σκεφτόταν;
Σαν ρέκβιεμ…
Σαν ζόρι…
Σαν φυτίλι…

Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας στη Νέα Σμύρνη, παρουσία 200 περίπου ατόμων, σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα:
«Παιδιά να μην αφήσουμε να τον πάρουν τον Νικόλα τα ‘κοράκια’…»
«Δεν ήξερα, αγόρι μου, ότι είχες τόσους φίλους…»
«Θα μας λείψεις, αλλά να είσαι σίγουρος ότι η ευαισθησία και η ανθρωπιά δε θα λείψει…»
«Λέγανε ότι ήσουν απροσάρμοστος, μα εμείς ξέραμε ότι ήσουν ευαίσθητος…»
«Νικόλα, γεια σου, σ’ αγαπάμε…

Από το κασετόφωνο του Στέλιου Λογοθέτη ακούγεται για λίγο «Ο Μηχανισμός» σαν ύστατο χαίρε τιμής, ενώ στο μνήμα παραμένουν μέχρι που σκοτεινιάζει λίγοι φίλοι, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας: «…Πα να κάνεις άλλη μια ζα…ζα…ζα…ζαβολιά…». Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του «Μπαγάσα».
Εντύπωση προκαλεί η ενασχόληση των μέσων ενημέρωσης με την αυτοκτονία, ενώ οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ως αντικειμενικοί (όπως πάντα) κριτές κι επικριτές στολίζουν τα άρθρα τους με αρκετές ανακρίβειες, λάθη και καταδίκες.

«Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
θωρακισμένε καιρέ
Με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
σε πλησιάζω, μωρέ
Μ’ αυταπάτες πια δεν έχω…
Φως αχνό μες στα σκοτάδια
Venceremos, Venceremos»
Το παπάκι
Έχω ένα παπάκι να μου κάνει πα
να μου κάνει πα, πα, πα
Και ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει
που όλο μου κουνάει τ’ αφτιά
Και δε μου καίγεται καρφί
αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς
Ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ’ έχουν θάψει ή θα έχω μα
ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
Και ας συνήθισες και ας συνήθισες και εσύ.
(Στίχοι, μουσική: Νικόλας Άσιμος, 1982,
Ερμηνεία: Νικόλας Άσιμος, Χάρις Αλεξίου)

Χριστίνα Τσέβη, Give up the ghost
Μάρα
Σαν στα παραμύθια
Που ‘λεγε η γιαγιά
Κι όλα τέλειωναν κουφά
Τη μισή αλήθεια
Κρύβανε κι αυτά
Ψέμα που κυβερνά
Μάρα μάρα
Πήρες μια τρομάρα
Κι ήταν μια φορά
Που μπήκες καθαρά
Και ράγισε η κατάρα
Άμα θα ‘ρθει η ώρα
Να ψυχορραγείς
Κέντα ρυθμούς ζωής
Πρέπει να πεθάνεις
Και να αναστηθείς
Ρέντα υπομονής
Χάρο χάρο
Σ’ έκανα κουμπάρο
Κι ήταν μια φορά
Σε ήρεμα νερά
Που κάναμε τσιγάρο
Τα ανθρωπάκια
Ζούνε δίχως τη ζωή
Μάρα βγες
Απ’ το κλουβί
Κι έλα στη δικιά μου
Τη διαδρομή
Κι είμαι έρημο πουλί
Τώρα τώρα πάει
Κι αυτή η μπόρα
Σήμανε αργή
Αλλά θα ξαναρθεί
Η τελευταία ώρα.
Πηγή: artbloggr.wordpress.com