Αντώνης Μπενάκης, ο ευπατρίδης που εμπνέει διαχρονικά

Αντώνης Μπενάκης
(1873-1954)

Mπροστά στη χρυσή μυκηναϊκή κύλικα από τα Δέντρα της Αργολίδας (1950)

Ο Αντώνης Μπενάκης ήταν ένα κράμα Έλληνα της εποχής που ακολούθησε την Επανάσταση και του κομψού αστού των αρχών του νέου αιώνα. Υπήρξε υπόδειγμα ανθρώπου – δημιουργού και ένα παντοτινό πρότυπο προσφοράς που είχε ως βάση την αγάπη για τον άνθρωπο και την αφοσίωση στην πατρίδα

Σε ένα έτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Έλληνα εθνικού ευεργέτη Αντώνη Μπενάκη. Το 2004, στο πλαίσιο του αφιερώματος του Μουσείου Μπενάκη για τα 50 -τότε- χρόνια από τον θάνατο του ιδρυτή του, πραγματοποιήθηκε η έκθεση «Ομοιότητα περίπου», όπου αρκετοί Έλληνες εικαστικοί κλήθηκαν να δημιουργήσουν τις δικές τους εκδοχές πάνω στο πορτρέτο του Αντώνη Μπενάκη. Το έργο ως σύνολο (που έχει σήμερα, μεταφερθεί σε μια κομψή, έντυπη έκδοση) υπερέβη τις προσδοκίες των επιμελητών -όχι μονάχα όμως για την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του αξία, αλλά και για τις πολλαπλές αναγνώσεις που, εκ των υστέρων, τροφοδοτεί: καθεμιά από τις εικαστικές μεταμορφώσεις της εικόνας του είναι και ένας πικρός σαρκασμός του παρόντος κοινωνικού και αισθητικού τοπίου. Και πάνω απ’ όλα, είναι η παιγνιώδης έκφραση του «Τρελαντώνη» που μας θυμίζει πώς μοιάζει η ελληνική ψυχή -αλλά, όπως εύγλωττα περιγράφει ο τίτλος, είναι μια ομοιότητα, περίπου. Διότι ο Αντώνης Μπενάκης ήταν ένας «ξένος».

Το Μουσείο Μπενάκη στη συμβολή τω οδών Βασ. Σοφίας και Κουμπάρη, έχει δίκαια αποκληθεί
ως «To μουσείο που τοποθετεί τον ελληνικό πολιτισμό στην παγκόσμια διάστασή του»

Πορφυρογέννητος Αιγυπτιώτης, που μεγάλωσε με γκουβερνάντες σε έπαυλη του αλεξανδρινού Quartier Grec και μαθήτευσε υπό τη δεσποτική κατήχηση των καθολικών Frères σε γαλλικό σχολείο, για να αποβληθεί ως απείθαρχος και να συνεχίσει εσώκλειστος στο Rossall School του Λίβερπουλ. Εκεί ήταν που μυήθηκε στον προσκοπισμό, την ιστιοπλοΐα αλλά και στο ντύσιμο των gentlemen, στους καλύτερους ράφτες του Νησιού. Μέχρι τον θάνατό του, άλλωστε, διέθετε κούκλα – ομοίωμα σ’ ένα από αυτά τα ραφτάδικα, για να ράβονται εκεί τα κοστούμια του και κατόπιν να αποστέλλονται στην Ελλάδα.

Πορτραίτο του μικρού Αντώνη Μπενάκη,
του θρυλικού «Τρελαντώνη»

Όπως όλοι φερέλπιδες νέοι του παροικιακού ελληνισμού, έβλεπε την πατρίδα των παππούδων του υπό ένα πρίσμα φαντασιακού και ιδεαλιστικού προτάγματος: να αποκτήσει η Ελλάδα την εθνική της αξιοπρέπεια και να συναντήσουν οι Έλληνες το ιστορικό πεπρωμένο τους. Γι’ αυτό και πριν την εμπλοκή του με την πολιτική -ακόμη και πριν την ενεργό συμμετοχή του πατέρα του, Εμμανουήλ Μπενάκη στην κεντρική πολιτική σκηνή- πολέμησε, ως εθελοντής, στον ατυχή πόλεμο του 1897 και ξανά, το 1912, στους Βαλκανικούς πολέμους. Η πατρίδα ήταν το παιδικό βίωμα από τα καλοκαίρια στην Καστέλα, όπου ο «Τρελαντώνης» ήταν ο «σκάνταλος και πεισματάρης» γιος που δεν συμβιβαζόταν με τους άκαμπτους κανόνες του αστικού καθωσπρεπισμού.

Αντώνης Μπενάκης

Όταν εγκαταστάθηκε οριστικά, στην Ελλάδα, ο Μπενάκης ήταν ένας χορτασμένος μεσήλικας με δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Έφερε μαζί του, σε μια φτωχή βαλκανική χώρα, τον προσκοπισμό και το ναυταθλητισμό, ενώ αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στο πάθος του για τη συλλογή έργων τέχνης και εθνικών κειμηλίων. Αλλά, κι όταν του ανατέθηκε το χαρτοφυλάκιο του Υφυπουργού Οικονομικών από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν άλλαξε συνήθειες. Παρέμεινε «le beau Grec», όπως τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι φίλοι του στη Νίκαια, κοσμοπολίτης και αρχοντικός, όπως τότε που θριάμβευε ως παίκτης του polo με την ομάδα του Alexandria Sporting Club.

Φωτογραφία της οικογένειας Μπενάκη στο πατρικό σπίτι στην Αλεξάνδρεια (16/29.4.1915)
με αφιέρωση του Ελ. Βενιζέλου. Ο Αντώνης Μπενάκης διακρίνεται πίσω στο κέντρο

Το όνειρό του για το Μουσείο ήταν κάτι περισσότερο από ένα δείγμα της παραδοσιακής «ευποιίας» που χαρακτήριζε τους Μπενάκηδες. Φιλοδοξούσε να γίνει μια πνευματική κιβωτός για την χώρα που, στο πέρασμα του χρόνου, θα ακτινοβολεί ζωντάνια και νεανικό ενθουσιασμό. Όπως, δηλαδή, διήγε τον βίο του και ο ίδιος. Και ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να το εγγυηθεί αυτό, ήταν φυσικά η ρητή επιθυμία που άφησε στους κληρονόμους του: «Παραγγέλλω να εντοιχίσετε την καρδιά μου εις την είσοδον».

Ακόμα και μετά τον θάνατό του «υποδέχεται» τον επισκέπτη στην είσοδο του Μουσείου

Σήμερα, ο επισκέπτης του Μουσείου της οδού Κουμπάρη -που ήταν το πατρικό του σπίτι-αισθάνεται, πράγματι, τον παλμό της καρδιάς του ιδρυτή του. Εκεί, άλλωστε, πήγαινε καθημερινά, από το πρωί, ο Αντώνης Μπενάκης με το άψογο, πρωινό του κοστούμι, εκεί επέστρεφε το απομεσήμερο, με το απογευματινό του κοστούμι. Όταν κατέρρευσε το αλβανικό μέτωπο το 1941 και έγινε η γερμανική εισβολή, φρόντισε να φυγαδεύσει τα εκθέματα και να καλύψει με σακιά τα παράθυρα και τις πόρτες του Μουσείου. Και, βέβαια, έδωσε όλα του τα κοστούμια πρωινά, απογευματινά, βραδινά, στους εξαθλιωμένους στρατιώτες που μόλις είχαν επιστρέψει από το μέτωπο. Από εκείνη την ημέρα -όπως αφηγήθηκε ο επί χρόνια διευθυντής του Μουσείου, Μανόλης Χατζηδάκης στον Χρήστο Γιανναρά- και για τα τριάμισι χρόνια που διήρκησε η Κατοχή, ο Αντώνης Μπενάκης κυκλοφορούσε με το ίδιο, ένα και μοναδικό κοστούμι.

Το παράδειγμα του Αντώνη Μπενάκη

Ο ευπατρίδης «Τρελαντώνης» μας εμπνέει ακόμα με το όραμα, τον πνευματικό πατριωτισμό του, το προσωπικό του στυλ και, κυρίως, με το παράδειγμα της ίδιας της ζωής του που ακτινοβολεί, περισσότερο από ποτέ, στην εποχή μας…

Αντώνης Μπενάκης

Ακόμα κι αν σήμερα φαντάζει μακρινή, υπήρξε μια εποχή όπου η Αθήνα ήταν στα αλήθεια μια όμορφη πόλη. Είχε όμορφα νεοκλασικά κτίρια και φαρδιά πεζοδρόμια με ανθισμένες πορτοκαλιές. Μετρημένα αυτοκίνητα, καλοβαλμένους μεσοαστούς, ραφινάτη αστική αισθητική. Στις 22 Απριλίου του 1931, όταν πραγματοποιήθηκε η τελετή των εγκαινίων του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Κουμπάρη (παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Αλέξανδρου Ζαΐμη και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου), το Κολωνάκι ήταν ένα μικρό πανόραμα αστικής φαντασμαγορίας: δεν ήταν ακριβώς το άντρο της αριστοκρατίας, όπως το θέλει ο μύθος, αφού η έννοια της αριστοκρατίας στην Ελλάδα υπήρξε εξίσου εισαγόμενη με το σούσι, ήταν όμως ένα πολύ ραφινάτο αθηναϊκό Quartier όπου οι δανδήδες έχαιραν θαυμασμού και οι γαλλόφιλοι μεγαλοαστοί κυκλοφορούσαν με εφημερίδα και βιβλία του Μπαλζάκ στο χέρι.

Στην Ύδρα, δεκαετία ’50

Βεβαίως, η Αθήνα δεν ήταν ποτέ Παρίσι, αλλά για τα κυβικά της, εκείνη τη μεσοπολεμική περίοδο, δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. «Η ελπίδα», έγραψε κάποτε ο Μπαλζάκ, «είναι μια μνήμη που επιθυμεί». Η Αθήνα ειδικά δεν έπαψε ποτέ να επιθυμεί αυτό που δεν είχε ποτέ -ή που ήλπιζε πως κάποτε είχε και έχασε εξαιτίας των Οθωμανών. Η ελπίδα αυτής της πόλης, εν ολίγοις, ήταν πάντα η χρυσή εποχή της που, αλήθεια, στον εικοστό αιώνα, φάνταζε πιο παραμύθι και από τις μυθοπλασίες του Μπαλζάκ.

Η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα

Ευεργέτες και οραματιστές εκείνης της εποχής, όπως ο Αντώνης Μπενάκης, πρόσθεσαν στην Αθήνα μία νότα ευρωπαϊκής ευεξίας. Μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι, είχαν μεταμορφωθεί τον 19ο αιώνα σε μητροπόλεις του σύγχρονου κόσμου, χάρη στην επιμονή και το όραμα θρυλικών τεχνοκρατών όπως ο Βαρόνος Οσμάν, στον οποίο οφείλεται ο επικός επανασχεδιασμός της πάλαι ποτέ μεγαλούπολης της επανάστασης. Η Αθήνα δεν είχε ούτε τους τεχνοκράτες ούτε το χρήμα των Παρισίων για να αναπτυχθεί σε αστικό πρότυπο. Είχε όμως αυτό που γλίτωσε κατά καιρούς την μετα-οθωμανική Ελλάδα από τα όρια της κατάρρευσης: πρόθυμους ευεργέτες -ή ευπατρίδες όπως τους αποκαλούσαν τότε- όπως οι Μπενάκηδες, οι οποίοι μπορεί να μην είχαν τα μέσα του Οσμάν για να φέρουν την Αθήνα σε παριζιάνικα μέτρα, είχαν όμως αρκετό πείσμα, χρήμα και μεράκι για να προσφέρουν στην πόλη του Παρθενώνα κάτι που θα ευχαριστούσε ακόμα και εκείνη την ξεχασμένη θεά που τη λένε Αθηνά: όραμα, φινέτσα και πολιτισμό.

Ο Αντώνης Μπενάκης σε παιδική ηλικία

Προτού αξιολογήσει κανείς όλα τα άλλα χαρίσματα ή ψεγάδια κάθε ξακουστού ευπατρίδη του παρελθόντος, όπως ο Εμμανουήλ Μπενάκης ή ο γιος του, ο Αντώνης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τη μεγαλύτερη αλήθεια, που έδωσε άλλωστε σε αυτούς τους άνδρες τον τίτλο του ευπατρίδη: με τα κεφάλαια και τις διεθνείς γνωριμίες που διέθεταν θα μπορούσαν να πάρουν τα φοβερά σεντούκια τους και να πάνε να ξοδέψουν το χρήμα και το χρόνο τους σε κάποιο σπουδαιότερο μέρος -στο λαμπερό Παρίσι του Οσμάν, φερ’ ειπείν, ή στην τότε ακμάζουσα ακόμα Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκε ο Αντώνης Μπενάκης το 1873, ή στην κοσμοπολίτικη Λόντρα όπου βρίσκονταν πια και τα διάσημα λάφυρα του Έλγιν. Προτίμησαν όμως την ταπεινή Αθήνα, όπου και αφιερώθηκαν ψυχή τε και σώματι και με πορτοφόλι πάντα ανοιχτό.

Μαρμάρινο οικόσημο της οικογένειας Μπενάκη από την οικία της στην Καλαμάτα (1764)

Στο λεύκωμα «Αντώνης Εμμ. Μπενάκης» του Ευθύμιου Θ. Σουλογιάννη (εκδ. Καστανιώτη – Μουσείο Μπενάκη), ένας φίλος του αείμνηστου ιδρυτή του Μουσείου Μπενάκη τον παρομοιάζει με κυπαρίσσι, αυτό το περήφανο όσο και λιτό ψηλό ελληνικό δέντρο, που αντέχει στους ανέμους του χρόνου και της Ιστορίας και που για πολλούς συμβολίζει την αιωνιότητα και τη μακαριότητα που γαληνεύει τις ψυχές. Όλες οι περιγραφές από ανθρώπους που γνώρισαν τον Μπενάκη μιλούν, λίγο ως πολύ, για έναν άνδρα – κυπαρίσσι: λεβέντη στο κορμί και στις προθέσεις του, στον τρόπο ζωής και στις εμμονές του.

Ο Αντώνης Μπενάκης με στολή ιππασίας στον Ιππικό Όμιλο Αλεξάνδρειας (1906)

Η καλλιέργεια του αίματος

Στη μεσοπολεμική, μικρή κοινωνία των Αθηνών, η οικογένεια Μπενάκη ασκούσε περίπου τη γοητεία που απολάμβαναν οι Ροκφέλερ στην άλλη άκρη του κόσμου. Ήταν μια πολυπληθής οικογένεια της οποίας οι γόνοι καταξιώθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του, και της οποίας οι απόγονοι εξακολουθούν να πρωτοστατούν στο ελληνικό προσκήνιο (ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, από το γένος της μητέρας του Ελένης Ζάννα, είναι δισέγγονος της Πηνελόπης Δέλτα, ενώ και ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος, από την πλευρά της μητέρας του, είναι δισέγγονος του Αντώνη Μπενάκη).

Ο Εμμανουήλ Μπενάκης

Η μακριά ιστορία τους ξεκινάει από τη Μεσσηνία του 18ου αιώνα, από όπου κατάγονταν οι προπάπποι του Εμμανουήλ Μπενάκη. Ο Εμμανουήλ γεννήθηκε το 1843 στη Σύρο, αλλά το εμπορικό δαιμόνιό του τον οδήγησε αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Στο γύρισμα του αιώνα, η καβαφική Αλεξάνδρεια είχε αγγίξει την πρωτιά της πιο σοφιστικέ ελληνικής παροικίας της Μεσογείου, όπου οι πιο εκλεκτοί της Ελλάδας διέμεναν στο πολύ σικ Quartier Grec, όπως το έλεγαν, με τις εντυπωσιακές επαύλεις, μία εκ των οποίων ήταν εκείνη των Μπενάκηδων.

Άποψη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα

Οι επιχειρήσεις, οι τέχνες και τα γράμματα ανθούσαν στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε ένα τοπίο πνευματικής καλλιέργειας, εύρωστων επιχειρήσεων και ευχάριστου μεσογειακού κλίματος. Η πόλη που κατά καιρούς περιέγραψε ο Καβάφης ως θαύμα της Μεσογείου -ένα ελκυστικό αστικό κομφούζιο φίνας μπουρζουαζίας και γλυκιάς παρακμής (τα έργα του Εγγλέζου πρίγκιπα του decadence Όσκαρ Ουάιλντ ήταν τότε πιο δημοφιλή από τα ποιήματα του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια)- απλωνόταν πέρα από το Κρητικό πέλαγος ως μια μικρή Νέα Υόρκη του εμπορίου και των προνομιούχων μετοίκων. Πέρα από τις πετυχημένες εμπορικές δραστηριότητές του εκεί, ο Εμμανουήλ Μπενάκης κατάφερε να γίνει κάτι περισσότερο από επιχειρηματίας και έμπορος: χρημάτισε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, δημοτικός-δημαρχιακός σύμβουλος της πόλης, πρόεδρος της Εταιρείας Εκκοκιστών Βάμβακος και διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τραπέζης της Αιγύπτου.

Η Πηνελόπη Δέλτα, αδερφή του Αντώνη Μπενάκη

«Ήταν ένα μείγμα μεταξύ του ανθρώπου της Ελληνικής Επανάστασης και του κομψού ανθρώπου του τέλους του αιώνα. Το πέρασμά του αφήνει χνάρια δημιουργίας και προσφοράς που ως βάση της έχει την ανθρωπιά και την αφοσίωση στην πατρίδα», όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Ν. Λούρος. Ως πρωτότοκος των Μπενάκηδων, ο Αντώνης μεγάλωσε σαν πριγκιπόπουλο. Ήταν ζωηρός, δημιουργικός και πεισματάρης. Η ζωντάνια του και το χάρισμά του θα ενέπνεαν αργότερα την αδελφή του, τη γνωστή συγγραφέα Πηνελόπη Δέλτα, να γράψει τον «Τρελαντώνη», ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο εύθυμα βιβλία του μεσοπολέμου, με κεντρικό ήρωα τον Αντώνη Μπενάκη.

Άποψη της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα

Ο Αντώνης άτακτο παιδί («απ’ όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο», σημειώνει η Δέλτα), ο Αντώνης γοητευτικός έφηβος, ο Αντώνης πρόσκοπος, φίλαθλος και ευπατρίδης. Από τα πέντε παιδιά του Εμμανουήλ και της Βιργινίας, εκείνος έκλεψε την παράσταση ως ο πιο πληθωρικός Μπενάκης και πώς θα μπορούσε η Πηνελόπη, που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, να μη γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτόν; Όπως περιγράφει η ίδια στον «Τρελαντώνη», ήταν «σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος “ιδέες”, ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τραβήγματα των αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά του, ντρεπόταν, υπέφερε στο φιλότιμό του, στην υπερηφάνειά του που ήταν πολύ μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα ούτε έκλαιγε ποτέ ούτε καταδέχονταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι περήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε. Και εμείς, τα κορίτσια, τον λατρεύαμε σαν ήρωα».

Με την αδερφή του Πηνελόπη Δέλτα στην Κηφισιά

Ο Αντώνης Μπενάκης έμελλε να γίνει ο ήρωας πολλών ανθρώπων και όχι μόνο των κοριτσιών. Θα έλεγε κανείς πως ένας από τους λόγους που ψήθηκε από νωρίς και ξέφυγε από τους χαλαρούς ρυθμούς της Αλεξάνδρειας ήταν η ξαφνική σχολική φυγή του στο Λίβερπουλ, στην Αγγλία. Αρχικά ο πατέρας του τον είχε γράψει στο τοπικό καθολικό σχολείο -τα ελληνικά σχολεία δεν έχαιραν ακόμα σπουδαίας φήμης στην Αλεξάνδρεια, αλλ’ ο μικρός αντιστάθηκε στο καθολικό δόγμα και μετά από μια περιπλοκή με τους δασκάλους, ο πατέρας του, λίγο πριν κλείσει τα 14, τον έστειλε εσώκλειστο στο ξακουστό Rossall School του Λίβερπουλ, όπου και τελείωσε το σχολείο.

Σ’ εκείνη την εφηβική περίοδό του οφείλεται η συγκρότηση και η πειθαρχία του, καθώς και μια τάση εγκράτειας και αυτοκυριαρχίας που τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή, δείγμα της βικτοριανής λογικής που υπήρξε κάποτε ο θεμελιώδης λίθος του Rossall και της Αγγλίας γενικότερα. Ο προσκοπισμός, μία από τις μετέπειτα δραστηριότητες και μεγάλο πάθος του Αντώνη, είχε επινοηθεί στην Αγγλία κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ακριβώς χάρη σε αυτή τη βικτοριανή παράδοση διάπλασης με αρχές που υποτίθεται ότι εμφύτευαν τη σωφροσύνη και την αυτοκυριαρχία στο ήθος, την ψυχή και το κορμί ενός νέου. Όπως ξέρουμε σήμερα, ο προσκοπισμός ήταν μια άσκηση ψυχαγωγικής σκληραγωγίας που αντανακλούσε τα σκληρά, άκαμπτα ήθη μιας γκρίζας εποχής.

Ο Αντώνης Μπενάκης (αριστερά) και ο Αλέξανδρος Μπενάκης
με τις αδελφές τους Πηνελόπη Δέλτα (καθιστή) και Αλεξάνδρα Χωρέμη,
πριν από την αναχώρησή τους για το βαλκανικό μέτωπο

Αλλά για τον Αντώνη Μπενάκη και τη γενιά του -που πολέμησαν σε αληθινούς πολέμους και επέζησαν ολέθριων κινδύνων- ο προσκοπισμός ήταν ένα πολύτιμο σχολείο. Μετά την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια από την Αγγλία, το έδαφος ήταν ήδη προετοιμασμένο: θα εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση των Μπενάκηδων «Χωρέμη – Μπενάκη», που εμπορευόταν το αιγυπτιακό βαμβάκι. Αργότερα, μετά την οριστική επιστροφή του Εμμανουήλ στην Αθήνα, όπου το 1911 θα γινόταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου και το 1914 δήμαρχος Αθηναίων, ο Αντώνης θα αναλάμβανε τη διεύθυνση της εταιρείας -και ίσως να είχε παραμείνει εκεί αν η ιστορία δεν άλλαζε διαθέσεις. Στους Βαλκανικούς πολέμους, πολέμησε ως εθελοντής και μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου μετοίκησε πλέον στην πατρίδα του πατέρα του και των παππούδων του, όπου θα γινόταν ένας από τους σημαντικούς Αθηναίους του εικοστού αιώνα.

Εν πλω… (1936)

Το έργο της ζωής του

Όταν μετακόμισε στην Αθήνα, ο Αντώνης Μπενάκης είχε πατήσει τα πενήντα, είχε κάνει δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Για κάποιο λόγο, όμως, η ζωή του ήταν μια σειρά από αυτοτελή κεφάλαια δημιουργίας και ανανέωσης. Ο κοσμοπολίτης αυτός Έλληνας ξαναγεννιόταν μέσα από την εργασιομανία του, καθώς και από τα δημιουργικά πάθη του για τον αθλητισμό, την ιστιοπλοΐα και τον προσκοπισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έπαψε να αθλείται ως τα βαθιά του γεράματα και ότι ακόμα και στα εξήντα του ήταν τόσο λεβέντης όσο ένας τριαντάρης. Και κομψός! Όπως περιγράφει μια φίλη του, «ήταν ένας άρχοντας, περίφημος, όλοι τον λάτρευαν. Όταν κατέβαινε στη Νίκαια, έλεγαν όλοι “le beau Grec!”. Φορούσε από πολύ νωρίς άσπρα πουκάμισα και παντελόνια».

Mε φίλες της οικογένειας πλέοντας με τη θαλαμηγό του «Αελλώ ΙΙ» προς Αιδηψό, Σκιάθο, Θεσσαλονίκη (1936)

Μπορεί να γεννήθηκε σε προνομιούχα οικογένεια και στη ζωή του να ήταν τυχερός που τον αγάπησαν όσοι τον γνώρισαν ως «ήρωα» και «Τρελαντώνη», παράλληλα όμως ο Αντώνης Μπενάκης είχε την ατυχία να ανήκει στην «καταραμένη γενιά», όπως την είπαν, εκείνων που γεννήθηκαν τη λάθος στιγμή για να ζήσουν πολλαπλούς αιματηρούς πολέμους και μεγάλες ανακατατάξεις: ο ίδιος επέζησε των Βαλκανικών, δύο Παγκόσμιων και ενός εμφύλιου. Όπως είχε διδαχτεί την πειθαρχία στο αγγλικό του σχολείο, έτσι έμαθε από τους πολέμους αυτό που είχε διατυπώσει στην αρχαιότητα ο Ηρόδοτος: ο πλούτος είναι πιο εφήμερος από τον άνθρωπο και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον του ή να κοκορευτεί για τα κατορθώματά του πριν πεθάνει, απλώς επειδή όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.

Με το χαμόγελο στο στόμα, που ήταν και το πιο αφοπλιστικό χαρακτηριστικό του σύμφωνα με όσους τον γνώρισαν, αντιμετώπιζε κάθε νέα μέρα -πριν, κατά και μετά τους πολέμους- σαν μια νέα πρόκληση και δυνατότητα εξέλιξης, προσωπικής και συλλογικής. Πέρα από τον προσκοπισμό, είχε επίσης πάθος με τον ναυταθλητισμό (ίδρυσε τον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδας) και την τέχνη (ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος και έμπειρος συλλέκτης), ενώ του άρεσε να ενθαρρύνει και να χορηγεί κάθε προσπάθεια που τιμούσε την τέχνη, τα γράμματα και τον φιλελληνισμό. Για ένα φεγγάρι, μάλιστα, διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, επίσημος τελετάρχης της βασιλικής αυλής και υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Δεμερτζή.

Με τους Απόστολο Αλεξανδρή, Ελευθέριο Βενιζέλο -το 1911 έγινε υπουργός
Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνησή του- και Στέφανο Δέλτα (1931)

Δεν είναι μυστικό, όμως, πως αγαπούσε περισσότερο την τέχνη από την πολιτική, γι’ αυτό και, αναμφίβολα, μία από τις μεγαλύτερες στιγμές του, αυτή για την οποία τον θυμούνται οι νεότεροι και χάρη στην οποία τον μνημονεύουμε σήμερα, ήταν η δημιουργία του Μουσείου Μπενάκη, του οποίου τα εγκαίνια, τον Απρίλιο του 1931, ήταν ίσως ένα από στα σημαντικότερα πολιτιστικά γεγονότα της Αθήνας. Η Αθήνα μπορεί να ήταν «πτωχή στην τσέπη», όπως άρεσε στον ίδιο να χαριτολογεί, αλλά όχι στην ψυχή. Δεν είναι μυστικό επίσης πως ο Αντώνης ήταν «πολύ φιλάνθρωπος και λιγότερο επιχειρηματικό μυαλό», όπως παρατηρεί ο βιογράφος του, Ευθύμιος Σουλογιάννης.

Μετά τον θάνατο του Εμμανουήλ Μπενάκη, το πατρικό της οικογένειας στην οδό Κουμπάρη δωρήθηκε στο κράτος και σε αυτό το υπέρκομψο νεοκλασικό -το οποίο έκτοτε έχει επανειλημμένα ανακαινιστεί και επεκταθεί– ο Αντώνης Μπενάκης έστησε την άλλη «οικία» του. Το Μουσείο Μπενάκη, που στεγάστηκε σε αυτό το ακίνητο, ήταν το μεγάλο έργο της ζωής του: η αναδιαρρύθμιση του χώρου, οι συλλογές του, η λειτουργία του, η διατήρησή του στα χρόνια της Κατοχής (που τα παράθυρα είχαν καλυφθεί με σακιά για να μην σακατέψουν οι βόμβες το εσωτερικό του μεγάρου), η περαιτέρω ανάπτυξή του μετά τον πόλεμο σε σημαντικό μουσείο και ίδρυμα, που επανειλημμένα «έβαλε τα γυαλιά» στην Εθνική Πινακοθήκη, με πρωτοποριακές εκθέσεις διεθνούς εμβέλειας. Από το κεντρικό κτήριο του μουσείου στην οδό Κουμπάρη ως τη σύγχρονη εντυπωσιακή επέκταση του μουσείου στην οδό Πειραιώς, το ίδρυμα του Αντώνη Μπενάκη εξελίχτηκε σε μια από τις σημαντικότερες ελληνικές πολιτιστικές μονάδες με πολλαπλές δραστηριότητες.

Το κτήριο του Μουσείου Μπενάκη επί της συμβολής των οδών Π. Ράλλη και Πειραιώς

Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο λεύκωμα για τον Αντώνη Μπενάκη από τον αείμνηστο ακαδημαϊκό, πάλαι ποτέ συνεργάτη του και πρώην διευθυντή του Ιδρύματος Μπενάκη, Μανόλη Χατζηδάκη:

«Είναι πιθανόν ότι ο φίλαθλος νεαρός ευπατρίδης, όταν άρχισε να αγοράζη πολύτιμα ανατολίτικα όπλα, με χρυσοποίκιλτες λάμες και ψιλοδουλεμένες λαβές, δεν σκεπτόταν ακόμα την ίδρυση μουσείου. Περίπου τριάντα χρόνια ασχολήθηκε με τη συστηματική αγορά και συγκέντρωση έργων τέχνης από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Δυτική Ευρώπη, και όταν στα 1929 πίστεψε ότι οι συλλογές του μπορούσαν ν’ αποτελέσουν με την άρτια συγκρότησή των ένα Μουσείο, με την παιδευτική έννοια του αρχαίου όρου, προσέφερε στο Έθνος τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει με τόσες θυσίες, με τόση λαχτάρα… Από το 1931, που έγιναν τα εγκαίνια του Μουσείου Μπενάκη ως αυτόνομου ιδρύματος, ο δωρητής του εξακολούθησε να το πλουτίζη με λαμπρά νέα αποκτήματα, να φροντίζη και να δαπανά για τη μόρφωση ειδικευμένου προσωπικού, για την ενημέρωση της Βιβλιοθήκης, για την έκδοση των επιστημονικών καταλόγων του Μουσείου.

Έως το 1942, όλες οι δαπάνες λειτουργίας εβάρυναν τον ίδιο. Μόνο στα μαύρα χρόνια της Κατοχής αναγκάστηκε να ζητήση την οικονομική συνδρομή του κράτους. Μόλις εξάλλου κηρύχτηκε ο πόλεμος, το 1939, ο ίδιος με τα χέρια του εφύλαξε μέσα σε ειδικά κιβώτια όλα τα αντικείμενα του Μουσείου, δουλεύοντας επί μήνες, πολλές ώρες την ημέρα, όρθιος -και ήταν ήδη 66 ετών άνθρωπος. Με ανάλογους προσωπικούς κόπους και με την ίδια πρόθυμη εκτέλεση του χρέους του ξανάστησε ο ίδιος το Μουσείο τα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Η απόλυτη ταύτιση του δημιουργού με το έργο του -αυτήν εξέφρασε ο ίδιος με τη μεταθανάτια ευχή του εντοιχισμού της καρδιάς του στο Μουσείο- έδωσε την πολλαπλότητα και την ποικιλία των συλλογών με ουσιαστική ενότητα».

Ογδόντα τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του, στην εποχή του Facebook πλέον, το Μουσείο Μπενάκη όχι απλώς έχει επιζήσει πολέμων και ανακατατάξεων, αλλά έχει καταξιωθεί ως ένα από τα κυριότερα ιδρύματα της χώρας. Πολλά έχουν αλλάξει, προς το καλό και προς το κακό, από τις μέρες του Αντώνη Μπενάκη. Αυτό που έχει μείνει σταθερά στη θέση του, όμως, είναι η καρδιά του θρυλικού ιδρυτή, καθώς και η αγάπη όσων τον γνώρισαν. Τι παραπάνω άλλωστε είναι η αθανασία, πέρα από μια ευλογημένη θέση στη μνήμη των μεταγενέστερων; Όπως το τοποθέτησε κάποτε ο ακαδημαϊκός Ν. Λούρος:

«Ο Μπενάκης ήταν ένα μείγμα μεταξύ του ανθρώπου της Ελληνικής Επανάστασης και του κομψού ανθρώπου του τέλους του αιώνα. Ήταν υπόδειγμα ανθρώπου – δημιουργού, που το πέρασμά του από τον κόσμο μάς αφήνει χνάρια δημιουργίας και προσφοράς που ως βάση της έχει την ανθρωπιά, την αγάπη στον άνθρωπο και την αφοσίωση στην πατρίδα».

Εκτός από την αγάπη για τον άνθρωπο τον διέκρινε και η αγάπη για τα ζώα.
Εδώ με τους αγαπημένους φίλους του, τα σκυλιά του

Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, σε μια εγκύκλιό του προς το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, ο Αντώνης Μπενάκης έγραψε τα εξής:

«Το ψεύδος, η εγωπάθεια, η επίδειξις, η ματαιοδοξία, η υποκρισία, η έλλειψις ανεκτικότητος και αναγνωρίσεως της αξίας ή της εργασίας του πλησίον μας, ιδού πάθη ανθρώπινα ή μερικά εκ των χαρακτηριστικών μας ελαττωμάτων, από τα οποία προσεπάθησε και θα προσπαθήση το παιδαγωγικόν μας σύστημα ν’ απαλλάξη την ελληνικήν κοινωνίαν του μέλλοντος διά να ξεπηδήση και πάλιν από την κοιτίδα του αρχαίου πολιτισμού ένας άλλος ανθρώπινος πολιτισμός, που θ’ αποτελέση παράδειγμα προς μίμησιν».

Παρά τη θετική του σκέψη ωστόσο, που προσωπικά τον καθοδήγησε σωστά, επ’ αυτού ο μεγάλος αυτός Έλληνας έπεσε παταγωδώς έξω… Η προφητεία του, δυστυχώς, θάφτηκε παρέα με την καρδιά του…

Στις Μυκήνες (1953)

Πέντε αριστουργήματα του Μουσείου Μπενάκη

Το Μουσείο Μπενάκη

«… Δημιούργημα και ανάστημα του υπέροχου εκείνου Έλληνα (που, μέσα από τις σελίδες του «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα, αξιώθηκε μια πρώτη αθανασία, πολλές δεκαετίες πριν μπη οριστικά στο πάνθεον των εθνικών ευεργετών), το Μουσείο Μπενάκη, η θρυλική αυτή στον κόσμο συλλογή όμορφων και σπάνιων αντικειμένων, είναι ίσως ο πιστότερος καθρέφτης που διαθέτομε όχι μονάχα της εξαίσιας και ευρύστερνης φιλοκαλίας του Αντώνη Μπενάκη, αλλά και της ίδιας της καλαισθησίας του έθνους μας στο διάβα των αιώνων. Και ασφαλώς δεν θα μπορούσαμε σήμερα να βρούμε πιο έμπειρο κι’ ανοιχτομάτη οδηγό για την επίσκεψή μας στο Μουσείο Μπενάκη από τον άνθρωπο που του εχάρισε είκοσι ολόκληρα χρόνια της ζωής του, τον βυζαντινολόγο και ιστορικό της Τέχνης κ. Μανόλη Χατζηδάκη …».

Περιοδικό «Ταχυδρόμος», 10.1.1959 (Ιστορικό Αρχείο Εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα»)

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το εισαγωγικό σημείωμα του «Ταχυδρόμου», στο αφιέρωμα που είχε κάνει στο Μουσείο Μπενάκη, στο τεύχος του που είχε κυκλοφορήσει στις 10 Ιανουαρίου 1959. Ο Αντώνης Μπενάκης, μέγας εθνικός ευεργέτης και διανοούμενος, γόνος ιστορικής οικογένειας του ελληνισμού της διασποράς, είχε γεννηθεί το 1873 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Έφυγε από τη ζωή στις 31 Μαΐου του 1954.

Περιοδικό «Ταχυδρόμος», 10.1.1959
(Ιστορικό Αρχείο Εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα»)

Ο τότε διευθυντής του μουσείου Μανόλης Χατζηδάκης, είχε κληθεί από τον «Ταχυδρόμο» να επιλέξει και να παρουσιάσει τα πέντε ωραιότερα εκθέματά του, στο πλαίσιο μιας σειράς δημοσιευμάτων του περιοδικού που αφορούσαν τα αριστουργήματα των μουσείων της χώρας μας. Ο αείμνηστος Χατζηδάκης είχε απαντήσει ως ακολούθως:

«Για την ευκολία της επιλογής, θα σας υποδείξω ένα εκλεκτό κομμάτι από κάθε μία από τις κυριώτερες συλλογές του Μουσείου μας, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνη ότι και στις υπόλοιπες ή και στην ίδια συλλογή δεν υπάρχουν και άλλα κομμάτια που θα μπορούσαν εξ ίσου επιτυχώς να διεκδικήσουν τον τίτλο του αριστουργήματος. Φυσικά, στην εκλογή μου αυτή παίζει πολύ ρόλο ο υποκειμενικός παράγοντας.

Χάλκινο αναθηματικό ειδώλιο του Ηρακλή, αργείτικου εργαστηρίου
από το βοιωτικό ιερό του Πτώου Απόλλωνα (480-460 π.Χ., ύψος 0,092 μ.)

Αν πάμε χρονολογικά, θα έλεγα ότι, μες στην συλλογή αρχαίας ελληνικής τέχνης, ένα ειδώλιο του Ηρακλή -μ’ όλο που οι διαστάσεις του είναι μικρές και προφανώς ήταν ένα κοινό ανάθημα, προωρισμένο για κάποιο ναό του Ηρακλή- είναι ένα τέλειο έργο των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. και περιέχει όλα τα γνωρίσματα της αυστηρής τέχνης της μεγάλης αυτής εποχής. Βλέπετε, σε όλες τις μεγάλες και δημιουργικές εποχές, ακόμη και τα μικρά έργα, των δεύτερης σειράς τεχνιτών, εκφράζουν με δύναμη το κυρίαρχο πνεύμα του καιρού τους.

Ανδρικό πορτραίτο φαγιούμ (225-250 μ.Χ.)

Συνεχίζοντας, από την συλλογή της ελληνιστικής και χριστιανικής Αιγύπτου θα ξεχωρίσω μια νεκρική προσωπογραφία του 3ου αιώνα μ.Χ. από το Φαγιούμ. Οι προσωπογραφίες αυτές, σύμφωνα με μια νεκρική παράδοση της αρχαίας αιγυπτιακής θρησκείας, έμπαιναν στην θέση του προσώπου, στην μούμια του νεκρού, για να μπορή ν’ αναγνωρίζη η ψυχή του το σώμα και να ξανάρχεται. Τούτη η προσωπογραφία είναι βέβαια έργο που συνεχίζει την παράδοση των έργων ελληνιστικής τέχνης -που ήταν εντελώς ξένη προς την ντόπια αιγυπτιακή τέχνη- και με πολύ λιτά ζωγραφικά μέσα εκφράζει με δύναμη το πάθος και την μελαγχολία του νέου ανθρώπου που αφήνει την ζωή.

Η «Φιλοξενία του Αβραάμ», συμβολική παράσταση της αγίας Τριάδας, πιθανόν από σημαντικό
εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης (τελευταίο τέταρτο 14ου αι., διαστάσεις: 0,36 x 0,62 μ.)

Φθάνοντας τώρα στην συλλογή της βυζαντινής τέχνης, πραγματικά δυσκολεύομαι να διαλέξω. Ένα από τα ωραιότερα κομμάτια μας είναι αναμφισβήτητα μια εικόνα του 14ου αιώνα, που παριστάνει την «Φιλοξενία του Αβραάμ» -συμβολική παράσταση της Αγίας Τριάδας. Στην εικόνα αυτή, το υψηλό συμβολικό νόημα, ταιριασμένο με μια λυρική μυστικιστική διάθεση, βρήκε αντάξια έκφραση σε λιτούς τρόπους χρωματικής αρμονίας, ρυθμικής σύνθεσης, αβρής στάσης. Είναι και το έργο αυτό ένα δείγμα πώς η βυζαντινή τέχνη κατώρθωνε μέσα από τα στοιχεία της παράδοσης να δημιουργή αυτοτελή αριστουργήματα.

O Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει την Παναγία Oδηγήτρια,
ενυπόγραφη δημιουργία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1560-67)

Επειδή θέλω στην επιλογή μου να περιλάβω οπωσδήποτε δύο από τις σπουδαιότερες συλλογές του Μουσείου μας, και αφού επιμένετε να περιορισθώ σε πέντε κομμάτια, προσπερνώ εδώ την πλουσιώτατη συλλογή μεταβυζαντινής ζωγραφικής, της οποίας άλλωστε το πιο ενδιαφέρον έργο είναι ήδη γνωστό στους αναγνώστες του «Ταχυδρόμου»: εννοώ, φυσικά, το μοναδικό στο είδος του νεανικό έργο του Θεοτοκόπουλου (δωρεά του κ. Δημ. Σισιλιάνου) που παριστάνει τον Ευαγγελιστή Λουκά που ζωγραφίζει την Παναγία. Αρκούμαι λοιπόν να σας πω ότι η μικρογραφική αυτή εικόνα της Παναγίας είναι η ωραιότερη εικόνα Οδηγήτριας του 16ου αιώνα που γνωρίζομε.

Χρυσά σκουλαρίκια με κρεμαστές καραβέλες, Σίφνος 17ος αιώνας

Από την μεγάλη συλλογή λαϊκής τέχνης του Μουσείου είναι επίσης δύσκολο να ξεχωρίσουμε ένα έργο. Στην περίπτωση αυτή, γιατί τούτο αντιτίθεται στον συλλογικό χαρακτήρα της κατηγορίας αυτής των έργων τέχνης. Ωστόσο, αφού πρέπει να διαλέξω, δεν θα σας μιλήσω για τις πολυποίκιλες φορεσιές, για τα έξοχα κεντήματα -που το καθένα από αυτά θα μπορούσε αξιόλογα να διεκδικήση τον τίτλο του αριστουργήματος, και με τις ιστορικές αξίες που περικλείνει, αλλά και με τις καθαρά αισθητικές. Θα σταματήσω σ’ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια χρυσά, στολισμένα με σμάλτο, που εχάρισε στο Μουσείο η κ. Ελένη Σταθάτου. Είναι σαν μικρές καραβέλες, με τα ξάρτια τους, με τα πανιά τους, με τις σημαίες τους, και κρέμονται κομψά και ελαφρά από ένα δαντελωτό χρυσό ανθέμιο. Δεν είναι μόνο ο συμβολισμός του καραβιού, αλλά και η λεπτή αίσθηση του υλικού και η μεγάλη μαστοριά στην εκτέλεση, που προσδίδουν στα έργα αυτά της ελληνικής μικροτεχνίας του 18ου αιώνα ξεχωριστό θέλγητρο.

Πήλινο ομοίωμα αλόγου, Δυναστείες Sui – Tang, Κίνα 7ος αιώνας μ.Χ.

Τέλος, προσπερνώντας άθελά μου και την πλούσια συλλογή έργων τέχνης και αναμνηστικών αντικειμένων που συνδέονται με τον Αγώνα του ’21 και με τα πρώτα χρόνια του ελληνικού βασιλείου, καταλήγω στις εξωτικές τέχνες, που αντιπροσωπεύονται με εκλεκτότατα κομμάτια αραβικής και τουρκικής τέχνης, αλλά ιδίως με τα οκτακόσια τόσα κομμάτια της κινεζικής συλλογής, που εχάρισε στο Μουσείο ο μακαρίτης Γεώργιος Ευμορφόπουλος, από το Λονδίνο. Από αυτήν την φημισμένη συλλογή αφήνω τα έξοχα κομμάτια της καθαρά κεραμουργικής τέχνης, που εστάθηκε πρότυπο για τα κεραμουργήματα και τις πορσελάνες όλου του κόσμου, γιατί προσωπικά προτιμώ τα μικρά πλαστικά έργα της εποχής των Τανγκ (7ος-10ος αιώνας μ.Χ.). Τούτο το άλογο, π.χ., μας δίνει με τρόπο συνοπτικό την συμπυκνωμένη δύναμη του ωραίου ζώου: η οξύτατη παρατήρηση της φύσης, η απόδοση μιας ωρισμένης στιγμής στην κίνηση του αλόγου, δεν εμποδίζει την υποταγή της μορφής σ’ ένα ρυθμό υψηλής τέχνης».

Μουσείο Μπενάκη – Συλλογές – εκθέματα:

Αντιπροσωπευτικά δείγματα πό τις μόνιμες συλλογές του Μουσείου

Από την έκθεση «1821: Πριν και Μετά» (2021)

Από την έκθεση: «Μικρά Ασία: Λάμψη – Καταστροφή» (2022-2023)

Εμείς από την εξαιρετική ψηφιακή απεικόνιση του συνόλου των εκθεμάτων του Μουσείου, που τηρείται στην επίσημη διαδικτυακή ιστοσελίδα του, επιλέξαμε και παραθέτουμε εδώ ορισμένους από τους πιο αγαπημένους μας θησαυρούς του από τις συλλογές του της ελληνικής τέχνης:

1. Παναγία Βρεφοκρατούσα, Η. Μόσκου, 17ος αι., 2. Παναγία Μυρτιδιώτισσα, 19ος αι., 3. Παναγία Βρεφοκρατούσα, Γ. Ορέγκου, 17ος αι.

1. Χρυσοκέντητος επιτάφιος, 1599, 2. Xρυσοκέντητος επιτάφιος της κεντήστρας
Δεσποινέτας (Kωνσταντινούπολη, 1682) Μητροπολιτικός ναός Άγκυρας

Στέφανα γάμου με την Παναγία και τον αρχάγγελο Mιχαήλ, Mικρά Aσία 19ος αι.

Το πιο αγαπημένο μας από όλα τα εκθέματα του Μουσείου, η κορυφαία έκφραση
της ομορφιάς της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από το αφοπλιστικό μεγαλείο της απλότητας:

Θραύσμα από μεγάλο ερυθρόμορφο αγγείο αττικού εργαστηρίου. Στην κεφαλή της θεάς
με το διάδημα βρίσκεται αποτυπωμένη η ευγένεια του κλασικού ιδεώδους του κάλλους
των χρόνων του Περικλή. Αποδίδεται στον Πολύγνωτο (μέσα 5ου αι. π.X.)

Ασημένια λειψανοθήκη της καρδιάς του Αγίου Xαραλάμπους του 1732
Από τα κειμήλια των προσφύγων της Mικράς Aσίας – Aνατολικής Θράκης

Κάλυμμα κασέλας με ζωγραφιστή παράσταση ζευγαριού, Πάτμος, 18ος αι.

1. Ζώνη από ασημένιους σπονδύλους και επίχρυση επισμαλτωμένη πόρπη, Σουφλί Θράκης 19ος αι.
2. Ασημένια επίχρυση πόρπη ζώνης με επισμαλτωμένο διάκοσμο, Σουφλί Θράκης 1798.

Ο Άγιος Γεώργιος δρακοντοκτόνος, χρυσοκέντητη εικόνα
σε πολύτιμο οστρεοκόσμητο πλαίσιο, έργο της μοναχής Αγάθης
από την Αργυρούπολη του Πόντου, 1729 μ.Χ.

Λινό μαξιλάρι με γοργόνα, Κρήτη 17ος αι.

1. Εγκόλπιο με παράσταση της Παναγίας σε αχάτη, 1580, 2. Επίχρυσο περιλαίμιο, Ήπειρος 18ος αι., 3. Χρυσό περιδέραιο με μαργαριτάρια και τυρκουάζ, Κέρκυρα 19ος αι.

1. Υδραίικη ενδυμασία που ανήκε στη σύζυγο του Δημητρίου Βούλγαρη (1802-1877)
2. Νυφική φορεσιά από το Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας, Βόρεια Θράκη, 19ος αι.
3. Φόρεμα με «κουρφουλήθρες», σχισμές για τον θηλασμό, Μεταξάδες Έβρου, 19ος αι.
4. Ενδυμασία τύπου Αμαλίας με τον κεφαλόδεσμο του Αργοσαρωνικού, Σπέτσες, 19ος αι.

1. Λινή κουρτίνα, Φολέγανδρος 18ος αι., 2. Πορτιέρα, Πάτμος 18ος αι., 3. Κάλυμμα οικιακής χρήσης, Ιωάννινα 18ος αι.

1. Χρυσά σκουλαρίκια με κρεμαστές καραβέλες συρματερής τεχνικής, με
πολύχρωμα σμάλτα και μαργαριτάρια, Σίφνος, 17ος αι., δωρεά Eλένης Σταθάτου

2. Χρυσό εγκόλπιο σε σχήμα καραβέλας με πολύχρωμα σμάλτα
και μαργαριτάρια, Πάτμος, 17ος αι., δωρεά Eλένης Σταθάτου

3. Χρυσά σκουλαρίκια με κρεμαστές καραβέλες συρματερής τεχνικής,
με πολύχρωμα σμάλτα και μαργαριτάρια, Πάτμος, 17ος αι.

Καλύμματα κρεβατιού, Ιωάννινα 17ος-18ος αι.

1. Πιατέλα με παράσταση μπρικιού, Σίφνος 1880, 2. Ξυλόγλυπτη πόρτα, Ρόδος 18ος αι., 3. Λεκάνη με διακοσμητικά, Μύκονος 19ος αι.

1. Ραντιστήρι από γαλάζιο γυαλί με επίχρυσο δέσιμο και κοράλλια, Μικρά Ασία 18ος αι.
2. Χρυσοκέντητη μίτρα, Άγκυρα 1715, 3. Ιερατικό εγκόλπιο με ρουμπίνια, ζαφείρια
και σμαράγδια, ανήκε στον Μητροπολίτη Kαισαρείας Παρθένιο, 1738

1. Νυφικό μαξιλάρι, Σκύρος 18ος αι., 2. Νυφικό πουκάμισο, Αττική 19ος αι., δωρεά Eιρήνης Π. Kαλλιγά

1. Πόρπη ζώνης από πορσελάνη, 19ος αι., 2. Μικρή πόρπη από υαλόμαζα, 18ος αι.

1. Xρυσά σκουλαρίκια με μαργαριτάρια, Λευκάδα 19ος αι.
2. Χρυσοκεντημένος μεταξωτός μποξάς – λειτουργικός αήρ
της Αγίας Τράπεζας, Αργυρούπολη Πόντος 18ος αι.
3. Xρυσά σκουλαρίκια με σμάλτο και μαργαριτάρια, Κως 18ος αι.

Γύρος κρεβατιού με ρομβοειδή θέματα, Ρόδος 18ος αι.

Ξυλόγλυπτος αργαλειός, Κρήτη 19ος αι.

Πηγή: benaki.org, andro.gr, in.gr, greece2021.gr, andro.gr, facebook.com, tovima.gr

Σχολιάστε