
Εκείνο το καλοκαίρι αγοράσαμε μεγάλα ψάθινα καπέλα. Της Μαρίας με κεράσια γύρω – γύρω, της Ινφάντας με γαλάζια «μη με λησμόνει» κι εμένα με παπαρούνες κόκκινες σαν τη φωτιά. Έτσι, όταν ξαπλώναμε στα στάχυα, ο ουρανός, τ’ αγριολούλουδα κι εμείς γινόμαστε ένα.

«Πού ήσαστε πάλι κρυμμένες;» φώναζε η μητέρα. Τσιμουδιά. Σιγοκουβεντιάζαμε, λέγαμε μυστικά. Το σπίτι μας απείχε μισή ώρα πάνω – κάτω απ’ την Κηφισιά. Το ‘χε χτίσει ο παππούς όπως το ‘θελε. Δωμάτια μεγάλα, τετράγωνα, ψηλοτάβανα, δυο ταράτσες όπου λιάζαμε τα καλαμπόκια κι ό,τι άλλο, σε ξεχωριστή οικοδομή το σπιτάκι του περβολάρη και παρακάτω ο στάβλος και τα κοτέτσια.
Ιδιαίτερα είχε προσέξει τον κήπο -κι όχι μονάχα γιατί ήτανε γεωπόνος, αλλά γιατί τ’ αγαπούσε τα δέντρα. Τα φύτευε με τα χέρια του, τα μεγάλωνε σαν παιδιά, θυμότανε τις αρρώστιες τους, τους χιονιάδες που τα χτύπησαν, τους κακούς αέρηδες που λύγισαν τους κορμούς τους. Και τα μπόλια τους θυμόταν, και τον καιρό που πρωτοκάρπισαν. «Τα δέντρα», έλεγε, «είναι ολάκερη η δημιουργία. Το ρίζωμά τους στη γη δείχνει πως όλα τα πλάσματα είναι δεμένα μεταξύ τους και με το Θεό».
Και την άνοιξη ξαπλωνόταν κάτω απ’ τη μηλιά του -η μηλίτσα του παππού, λέγαμε εμείς τα παιδιά- κι άκουγε τη βουή απ’ τις μέλισσες που τρύπωναν στα λουλούδια της για να πάρουν τη χρυσή σκόνη.
Μαργαρίτα Λυμπεράκη, «Τα ψάθινα καπέλα», 1946 (απόσπασμα)
Καλό καλοκαίρι!

kimintenia.wordpress.com