Άγιος Φιλογόνιος, ένας δικηγόρος που αγίασε στη δικηγορία

20 Δεκεμβρίου

Tά Χριστούγεννα, δηλαδή ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού γίνεται καί υἱός ἀνθρώπου, ἀρχίζει τό ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργίας καί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔρχεται καί ἀποφυλακίζει τόν ὑπόδικο ἄνθρωπο, πού χωρίς ἐλπίδα βοήθειας περιμένει τήν ὁριστική καταδίκη του. Τό σωτηριῶδες καί ἀπολυτρωτικό αὐτό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει ὄχι ἁπλῶς ἠθικές ἀλλά -ὅπως λέμε στή γλώσσα τῆς θεολογίας- κυρίως ὀντολογικές (ὑπαρξιακές) διαστάσεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση, ἔρχεται νά τό μιμηθεῖ στό ἐπίπεδο τῆς ἠθικῆς καί τῆς ὁριζόντιας ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο ἕνας ἅγιος πού γιορτάζει πέντε μόλις ἡμέρες πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, στίς 20 Δεκεμβρίου.

Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Φιλογόνιο, πού ἔζησε στό δεύτερο μισό τοῦ 3ου αἰώνα καί ἐκοιμήθη ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας στό πρῶτο τέταρτο τοῦ 4ου αἰώνα (τό 324), ἕναν χρόνο πρίν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α’ οἰκουμενικῆς συνόδου. Ὁ ἅγιος Φιλογόνιος ἐργάσθηκε φιλόπονα καί συστηματικά στά δέκα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας του γιά τήν προστασία τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν δεινή αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τήν ὁποία καταδίκασε ἡ Α’ οἰκουμενική σύνοδος καί θριάμβευσε ἡ ὀρθοδοξία ἔναντι τῆς ἐν λόγῳ αἱρέσεως ἡ ὁποία ἔπληττε καίρια τήν ἀλήθεια τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος. Ὁ ἅγιος Φιλογόνιος, παρόλο πού δέν εὑρίσκετο στή ζωή ὅταν συγκλήθηκε ἡ Α’ οἰκουμενική σύνοδος, μποροῦμε νά ποῦμε χωρίς νά ὑπερβάλουμε ὅτι μέ τούς ἀντιαιρετικούς του ἀγῶνες προετοίμασε τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἐπῆλθε μέ τόν ὀρθόδοξο δογματικό ὅρο πού ἐξέδωσε τελικά ἡ σύνοδος περί τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ καί τῆς ἀκεραιότητας τοῦ τριαδολογικοῦ δόγματος.

Ὁ ἅγιος Φιλογόνιος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στόν ἐπισκοπικό του θρόνο ἀφοῦ προηγουμένως ἔγινε γιά τόν λαό του «ὁ ποιμήν ὁ καλός» (Ἰω. ι’, 11), ἀκόλουθος τοῦ «ἀρχιποίμενος» Χριστοῦ (Α’ Πέτ. δ’, 4), ὁρατή εἰκόνα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Πρόφθανε τά πάντα γιά νά τά διορθώσει καί τούς πάντες γιά νά τούς διακονήσει, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα καί τόν λόγο τοῦ Κυρίου του, πού εἶπε ὅτι δέν ἦλθε νά διακονηθεῖ ἀλλά νά διακονήσει (Ματ. κ’, 28).

Ἀξίζει νά δοῦμε μία πολύ ἐνδιαφέρουσα πτυχή τοῦ βίου του, πολύ πρίν ἀπό τήν ἄνοδό του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀντιόχειας. Μία διακονία πού τήν ἐπιτέλεσε ὡς λαϊκός καί γιά ὑπερδιπλάσια χρόνια ἀπό ὅσα ἐπισκόπευσε. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, πού γεννήθηκε στήν ἴδια πόλη 25 χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Φιλογονίου, στίς ὁμιλίες του καί ἰδιαίτερα στήν ἕκτη ὁμιλία «Περί ἀκαταλήπτου», ἀναφέρεται στίς ἐξαιρετικές ἀρετές τοῦ συντοπίτη του ἁγίου, ἀλλά τονίζει ἐναργέστατα καί τήν πρίν ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη του πτυχή τοῦ βίου του καί τῆς διακονίας του.

Ὁ περί οὗ ὁ λόγος ἅγιος Φιλογόνιος ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ λαμπρές φυσικές ἱκανότητες, πού τίς ἀξιοποίησε ὡς «πιστός καί ἀγαθός δοῦλος» (πρβλ. Ματ. κε’, 21). Ἀπέκτησε ἐνδελεχεῖς γνώσεις ἐπί παντός ἐπιστητοῦ. Ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου (δικολόγου, ρήτορος), πού τότε ἦταν τό πλέον λαμπρό καί προβεβλημένο ἐπάγγελμα, καί ἔθεσε τίς γνώσεις καί τήν ρητορική του δεινότητα στήν ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων του. Ὑπερασπιζόταν στά δικαστήρια ὡς συνήγορος ὑποδίκους πού δέν εἶχαν τά οἰκονομικά μέσα νά ὑπερασπισθοῦν τον ἑαυτό τους, καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά τήν ἀποτελεσματικότητα τοῦ ἔργου του στά δικαστήρια: ἀναδείκνυε «τούς ἀδικουμένους τῶν ἀδικούντων ἰσχυροτέρους». Τόσο ἀκτινοβολοῦσε ἡ ἀρετή του, ὥστε μετά τήν κοίμηση τοῦ ἐπισκόπου Ἀντιοχείας ἐξελέγη ὁ Φιλογόνιος ἐπίσκοπος μέ ἀπαίτηση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῆς μεγάλης ἐκείνης πόλης καί τή φανέρωση θεϊκοῦ σημείου.

Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι ἐργάσθηκε περισσότερα χρόνια μέσα στά δικαστήρια ὑπερασπιζόμενος τούς ἀδυνάτους, παρά στήν ἐπισκοπική του ἕδρα, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἁγιάσθηκε κατά τήν ἐνάσκηση τῆς δικηγορίας, καί τελείως φυσιολογικά μεταπήδησε ἀπό τό βῆμα τοῦ συνήγορου στό βῆμα τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει τή δική του διατύπωση: «ἀπό βήματος δικαστικοῦ ἐπί βῆμα ἤγετο ἱερόν». Κατόπιν τούτων, ἔχουμε τό δικαίωμα νά γενικεύουμε κάποια ἀρνητικά παραδείγματα, πού ἐξάλλου δέν λείπουν ἀπό κανένα ἐπάγγελμα ἤ λειτούργημα, καί νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι τιμιότητα καί δικηγορία εἶναι ἀσύμβατες μεταξύ τους ἔννοιες καί πραγματικότητες;

Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ἐκφράσω μία ἀπορία πού εἶναι συγρόνως καί ἔμμεση πρόταση. Τό λειτούργημα τῶν δικαστῶν εἶναι δημόσιο, ἐνῶ τό ἔργο τῶν δικηγόρων, μπορεῖ νά ἐπιτελεῖται στίς ἴδιες αἴθουσες μέ αὐτό τῶν δικαστῶν, ἀνήκει ὅμως στά ἐλεύθερα ἐπαγγέλματα. Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, προστάτης τοῦ δικαστικοῦ καί δικηγορικοῦ κλάδου, ἦταν δικαστικός καί ὄχι δικηγόρος. Δέν θά ἦταν καλύτερα νά ἀποκτήσουν οἱ δικηγόροι ἕναν ἅγιο ἀποκλειστικά δικό τους ὡς προστάτη, πού μάλιστα ἡ ζωή του, τό λειτούργημά του καί ἡ προσφορά του εἶχε νά κάνει μέ τήν ὑπεράσπιση τῶν ὑποδίκων, ὅ,τι ἔργο ἀκριβῶς καλοῦνται νά ἐπιτελοῦν οἱ δικηγόροι;

Ἀκροτελευτίως θά μποροῦσα νά συμπληρώσω πόσο κερδισμένοι θά εἴμαστε ὅλοι (δικηγόροι, ὑπόδικοι, μάρτυρες) ἀπό τήν καθιέρωση τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Φιλογονίου ὡς προστάτου τῶν δικηγόρων, ἀφοῦ ἀπό τήν εὔφημη ἐκκλησιαστική μνήμη του θά προέκυπτε γιά ὅλους μας ἀπό ἐκεῖνον ἀντίδοση τῆς ἔμπρακτης εὐλογίας του, τήν ὁποία ἔχουμε ἀνάγκη.

Ἄς καταφύγουμε πάλι στήν εὔστοχη χρυσοστομική διατύπωση: «Οὕτω δή καί οὗτος λαβών παρ’ ἡμῶν εὐφημίαν ρημάτων, ἧς οὐδέν δεῖται, ἀντιδώσει τήν διά τῶν ἔργων εὐλογίαν ἡμῖν, ἧς ἀεί χρήζομεν». Δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ἀναφέρουμε ὅτι προκειμένης κάποιας δίκης, θά ἦταν εὐλογία γιά δικηγόρους, ὑποδίκους καί μάρτυρες νά ἐπικαλεσθεῖ ὁ καθένας ἀπό αὐτούς τήν εὐλογία καί προστασία τοῦ προστάτη ἁγίου ψάλλοντας ἤ διαβάζοντας τήν σχετική πρός τόν ἅγιο παράκληση (ἤδη τό κάνουν τοῦτο κάποιοι).

Απολυτίκιον (ήχος Γ’ – Θείας πίστεως)
Φιλογόνιον Αντιοχείας, ἀρχιποίμενα ἐκ δικολόγων, προαχθέντα τῇ ψήφῳ τοῦ Πνεύματος, τόν τοῦ Αρείου τῇ πλάνῃ πολέμιον, καί ὀρθοδόξων δογμάτων ὑπέρμαχον, ὓμνοις ἃπαντες, αἰσίαις φωναῖς δοξάσωμεν, αἰτούμενοι αὐτοῦ λιτάς πρός Κύριον.

* Ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανός Καζανζίδης, Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγιᾶς.

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΦΙΛΟΓΟΝΙΟΥ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Οὗ ἡ μνήμη Δεκεμβρίου κ’ (20)

ΕΝ ΤΩ ΜΙΚΡΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ

Εἰς τό, Κύριε ἐκέκραξα, ἱστῶμεν στίχους δ’ καί ψάλλομεν στιχηρά Προσόμοια

῏Ηχος α’ – Τῶν Οὐρανίων Ταγμάτων
Ὡς ῾Ιεράρχην Κυρίου, ἀνευφημοῦμέν σε, τῆς ᾿Εκκλησίας γέρας, καί στερρόν ἀληθείας, ἀμύντορα τιμῶμέν σε οἱ πιστοί, Φιλογόνιε δίκαιε, ὃτι ἀστήρ ἀνεδείχθης πασιφαής, σελαγίζων ᾿Αντιόχειαν.

Τήν μακαρίαν σου μνήμην, τελοῦμεν ῝Αγιε, καί ᾄδομέν σοι ὓμνους, Φιλογόνιε θεῖε, θαυμάζοντες σεπτήν σου τήν βιοτήν, καί τήν ἄριστον ποίμανσιν, τῶν λογικῶν σου προβάτων ἃ ὁ Χριστός, ταῖς χερσί σου ἐμπεπίστευκε.

Συνηγορῶν ἀδυνάτοις, ἐν δίκαις πάνσοφε, δικαιοσύνην πᾶσαν, ἀπεδίδους πρεπόντως, καί λάμψας ὑπέρ ἣλιον φαεινόν, Φιλογόνιε πάνσεπτε, ἐπί τό βῆμα προσήχθης τό ἱερόν, ἐπινεύσει Θείου Πνεύματος.

Ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ, θείοις σκηνώμασι, καί παρρησίαν ἔχων τῇ ῾Αγίᾳ Τριάδι, πρεσβείας ἀναπέμπεις ὑπέρ ἡμῶν, τῶν τιμώντων τήν μνήμην σου, τήν πανσεβάσμιον πάνυ καί ἱεράν, Πατριάρχα Φιλογόνιε.

Δόξα. ῏Ηχος πλ. δ’
Οὐρανίοις φρονήμασι καί ἀρεταῖς, κεκοσμημένος πανάριστε, ὣσπερ ἀστήρ ἐωθινός, ᾿Αντιοχείᾳ κατέλαμπες· συνηγορῶν γάρ ἐν βήματι δικαστικῷ, ἀδυνάτους ἐνίσχυες, δίκαιος καλούμενος καί μεγαλόψυχος· ὃθεν ἐκ μέσης τῆς ἀγορᾶς, ἀνηρπάσθης ὑπό λαοῦ, καί ἐπί θρόνον ἤχθης λαμπρότατον, ᾿Αποστολικήν ἐκδεξάμενος ἐξουσίαν, καί διάδοχος γενόμενος ῾Ιερέ, ᾿Ιγνατίου τοῦ Θεοφόρου, μεθ’ οὗ τιμῶμεν σήμερον, τήν πανίερόν σου κοίμησιν.

Καί νῦν. Προεόρτιον
῏Ηχος ὁ αυτός. ᾿Εκ τοῦ μηναίου
Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἣκει. ῎Αγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῷ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς. Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὓμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην.

Εἰς τόν Στίχον Στιχηρά Προσόμοια
῏Ηχος β’ – Οἶκος τοῦ ᾿Εφραθᾶ
Πάντες νῦν οἱ πιστοί, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, αἰνέσωμεν αἰσίως, τόν μέγαν ῾Ιεράρχην, ᾿Αντιοχείας κλέος.

Στίχος: Τό στόμα μου λαλήσει σοφίαν, καί ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν.

Ἄρειον δυσσεβῆ, κατῄσχυνας στηρίξας, τήν ὀρθοδόξων πίστιν, λαμπρύνας ᾿Εκκλησίας, τό φωταυγές στερέωμα.

Στίχος: Στόμα Δικαίου ἀποστάζει σοφίαν, χείλη δέ ἀνδρῶν ἐπίστανται χάριτας.

Ὕμνους σοι μελῳδεῖ, ἡ τάξις δικηγόρων, κατέχουσά σε Πάτερ, ὡς ὄντα δικολόγον, προστάτην καί ὑπόδειγμα.

Δόξα. ῏Ηχος β’
Ἀρχιεραρχῶν τυγχάνεις, ἱερόν και τερπνόν φροντιστήριον, ὃτι ἀοίδιμε Πάτερ, ἱεραρχικήν στολήν ἐνδυσάμενος, θεοφιλῶς ἐποίμανας, τήν ἐμπιστευθεῖσάν σοι ᾿Εκκλησίαν, γεγονώς ἑωσφόρος λαμπρός ἐπισκοπῆς σου. ῝Οθεν πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν Κυρίῳ, εὑρεῖν τό μέγα ἔλεος.
Καί νῦν. Προεόρτιον
῏Ηχος ὁ αὐτός. ᾿Εκ τοῦ μηναίου
Ἰδού καιρός ἤγγικε τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Εὐτρεπίζου Σπήλαιον, ἡ Παρθένος ἐγγίζει τοῦ τεκεῖν. Βηθλεέμ γῆ ᾿Ιούδα, τέρπου καί ἀγάλλου, ὃτι ἐκ σοῦ ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν. ᾿Ακούσατε ὄρη καί βουνοί, καί τά περίχωρα τῆς ᾿Ιουδαίας, ὃτι ἔρχεται Χριστός, ἳνα σώσῃ ὃν ἔπλασεν ἄνθρωπον, ὡς φιλάνθρωπος.

Νῦν ἀπολύεις. Τό Τρισάγιον καί τά ᾿Απολυτίκια

Τοῦ ῾Αγίου. ῏Ηχος γ’ – Θείας πίστεως
Φιλογόνιον ᾿Αντιοχείας, ἀρχιποίμενα ἐκ δικολόγων, προαχθέντα τῇ ψήφῳ τοῦ Πνεύματος, τόν τοῦ ᾿Αρείου τῇ πλάνῃ πολέμιον, καί ὀρθοδόξων δογμάτων ὑπέρμαχον, ὓμνοις ἃπαντες, αἰσίαις φωναῖς δοξάσωμεν, αἰτούμενοι αὐτοῦ λιτάς πρός Κύριον.

῝Ετερον. ῏Ηχος α’ – Τῆς ἐρήμου πολίτης
Φιλογόνιον πάντες, ἐν ᾠδαῖς ἀνυμνήσωμεν, τῆς ᾿Αντιοχείας τό κλέος, δικολόγων ὡράϊσμα· σεπτήν γάρ ἐπιδείξας βιοτήν, ἐπίσκοπος ὡρίσθη ἐκ Θεοῦ, ὀρθοδόξων δέ δογμάτων ὑπερμαχῶν, τόν ῎Αρειον ἐτρόπωσεν. Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ μεγαλύναντι, δόξα τῷ σέ ἀκέστορα θερμόν ἡμῖν δωρήσαντι.

Δόξα καί νῦν. Προεόρτιον
῏Ηχος δ’ – Κατεπλάγη ᾿Ιωσήφ
Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ ᾿Εδέμ. Εὐτρεπίζου ᾿Εφραθᾶ, ὃτι τό ξύλον τῆς ζωῆς, ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Παράδεισος καί γάρ, ἡ ἐκείνης γαστήρ, ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ τό θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχί δέ ὡς ὁ ᾿Αδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννᾶται, τήν πρίν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα.

᾿Απόλυσις

ΕΝ ΤΩ ΜΕΓΑΛΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ

Μετά τόν Προοιμιακόν, τό Μακάριος ἀνήρ. Εἰς δέ τό Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους στ καί ψάλλομεν τά ἑξῆς Προσόμοια τοῦ ῾Αγίου.

῏Ηχος δ’ – ῾Ως γενναῖον ἐν μάρτυσι
Τό τῆς Χάριτος ὄργανον, τόν ἀδέκαστον ἄνθρωπον, πάνσοφον γενναῖον καί μεγαλόψυχον, ὀρθοδοξίας τόν πρόμαχον, ᾿Αρείου διώκτην τε, Πατριάρχην τόν κλεινόν, ᾿Εκκλησίας τό στήριγμα, χαριτότευκτον, τόν ποιμένα λαμπρῆς ᾿Αντιοχείας, εὐφημίσωμεν ἐνθέως, τόν ἱερόν Φιλογόνιον.

Μακαρίσωμεν ἅπαντες, τόν ἀγγέλοις ὁμόφρονα, πάντερπνον Τριάδος τό ἐνδιαίτημα, τῶν ᾿Αποστόλων ἐκτύπωμα, κανόνα εὐθύτατον, ἀρετῶν καί τῶν ψυχῶν, οἰκονόμον ἀλάνθαστον, τόν αἰδέσιμον, Φιλογόνιον ὃς ἐκ δικολόγων, ὤφθη Πνεύματος τῇ ψήφῳ, ἀρχιερεύς θεοφόρητος.

Νομικῶν ἐπαγγέλματα, κατευφραίνονται σήμερον, κοίμησιν τήν θείαν συνεορτάζοντες, τοῦ πανοσίου κοσμήτορος, τερπνῆς ὁμηγύρεως, δικηγόρων εὐσεβῶν, τοῦ αἰσχύναντος ῎Αρειον, καί ποιμάναντος, ὀρθοδόξως λαόν ᾿Αντιοχείας, ὃν ἐπῄνεσεν ἐν λόγῳ, τοῦ Χρυσοστόμου ἡ κάλαμος.

Χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὡς δοχεῖον τό πάντιμον, σύμπαντες τιμήσωμεν Φιλογόνιον, τοῦ ᾿Ιγνατίου διάδοχον, λαμπρόν ἀρχιποίμενα, τοῦ ποιμνίου ὡς κριόν, ἱερῶς ἡγησάμενον. Λικινίου γάρ, τάς ἐσχάτας διώξεις ὑπομείνας, καί λαόν καθοδηγήσας, τήν ᾿Εκκλησίαν ἀνέστησεν.

Τοῦ ᾿Αρείου ἀπόνοιαν, ἀπεκρούσω σεβάσμιε, στύλος καθιστάμενος θείας πίστεως, ὀρθοδοξίας τε πρόμαχος, σεπτέ Φιλογόνιε, καί αἱρέσεων ὁδούς, πρός λαόν σου ἀπέκοψας· ὅθεν ἃπαντες, ὀρθοδόξων οἱ σύλλογοι τρισμάκαρ, ἑορτάζομεν σήν μνήμην, καί τήν ὁσίαν σου κοίμησιν.

Τῶν δικαίων τό πρότυπον, δικολόγων ὑπόδειγμα, ἳστασαι τρισόλβιε Φιλογόνιε· δικαστικῷ γάρ τῷ βήματι, ὡς ἣλιος ἔλαμπες, τοῖς πτωχοῖς συνηγορῶν, ἀδυνάτοις ἀμύνων τε, ὃν ἐκάλεσεν, ἡ μελίρρυτος γλῶσσα Χρυσοστόμου, μεγαλόψυχον γενναῖον, καί δικαιότατον ἄνθρωπον.

Δόξα. ῏Ηχος πλ. β’
Μακαρίζομέν σε πάτερ πανσεβάσμιε, καί ἐνθέως τιμῶμεν τήν μνήμην σου, ὃτι εἰ καί μετετάξω, καί πόλιν ἀφῆκες τήν παρ’ ἡμῖν, ὡς ὁ Χρυσόστομός σοι ἔφη, εἰς ἑτέραν ἀνέβης πόλιν, τήν τοῦ Θεοῦ ἀξιάγαστε, καί ταύτην καταλιπών ἐκκλησίαν, εἰς ἐκείνην τελεῖς εὐφραινόμενος, τῆς τῶν πρωτοτόκων, τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς, καί τάς ἑορτάς ταύτας ἀφείς, πρός τήν τῶν ἀγγέλων μετέστης πανήγυριν· ὅθεν αἴτησαι Δεσπότην, δωρηθῆναι σαῖς πρεσβείαις, καί ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Καί νῦν. Προεόρτιον
῏Ηχος ὁ αὐτός. ᾿Εκ τοῦ μηναίου
Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἣκει. ῎Αγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῷ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς. Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὓμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην.

Εἴσοδος. Φῶς ἱλαρόν, τό Προκείμενον τῆς ἡμέρας, καί τά ᾿Αναγνώσματα

Σοφίας Σολομῶντος τό ᾿Ανάγνωσμα (κεφ. Γ’,1-9)

Δικαίων ψυχαί ἐν χειρί Θεοῦ, καί οὐ μή ἃψητε αὐτῶν βάσανος. ῎Εδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καί ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καί ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία, σύντριμμα· οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καί γάρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐάν κολασθῶσι, ἡ ἐλπίς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης· καί ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὃτι ὁ Θεός ἐπείρασεν αὐτούς καί εὖρεν αὐτούς ἀξίους ἑαυτοῦ. ῾Ως χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς καί ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς· καί ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὑτῶν ἀναλάμψουσι καί ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καί κρατήσουσι λαῶν, καί βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τούς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπί αὐτῷ, συνήσουσιν ἀλήθειαν καί οἱ πιστοί ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ· ὃτι χάρις καί ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ καί ἐπισκοπή έν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Σοφίας Σολομῶντος τό ᾿Ανάγνωσμα (κεφ. Ε’ 15-23, στ’ 1-3)

Δίκαιοι εἰς τόν αἰῶνα ζῶσι, καί ἐν Κυρίῳ ὁ μισθός αὐτῶν, καί ἡ φροντίς αὐτῶν παρά ῾Υψίστῳ· διά τοῦτο λήψονται τό βασίλειον τῆς εὐπρεπείας, καί το διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρός Κυρίου· ὃτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτούς καί τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. Λήψεται πανολίαν, τόν ζῆλον αὑτοῦ, καί ὁπλοποιήσει τήν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν. ᾿Ενδύσεται θώρακα δικαιοσύνης και περιθήσεται κόρυθα, κρίσιν ἀνυπόκριτον. Λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον, ὁσιότητα, ὀξυνεῖ δε ἀπότομον ὀργήν, εἰς ρομφαίαν· συνεκπολεμήσει αὐτῷ ὁ κόσμος εἰ τούς παράφρονας. Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν καί ὡς από εὐκύκλου τόξου, τῶν νεφῶν, ἐπί σκοπόν ἁλοῦνται, καί ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι.᾿Αγανακτήσει κατί αὐτῶν ὓδωρ θαλάσης, ποταμοί δε συγκλείσουσιν ἀποτόμως. ᾿Αντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως, καί ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς, καί ἐρημώσει πᾶσαν τήν γῆν ἀνομία, καί ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν. ᾿Ακούσατε οὖν βασιλεῖς καί σύνετε· μάθετε δικασταί περάτων γῆς· ἐνωτίσασθε οἱ κρατοῦντες πλήθους, καί γεγαυρωμένοι ἐπί ὄχλοις ἐθνῶν· ὃτι ἐδόθη παρά Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν, καί ἡ δυναστεία παρά ῾Υψίστου.

Παροιμιῶν τό ᾿Ανάγνωσμα (κεφ. γ’,13)

Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων, καί εὐλογία Κυρίου ἐπί κεφαλήν αὐτοῦ. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρεν σοφίαν, καί θνητός ὃς εἶδε φρόνησιν. Κρεῖσσον γάρ αὐτήν ἐμπορεύεσθαι, ἤ χρυσίου και ἀργυρίου θησαυρούς. Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν. Οὐκ ἀντιτάσσεται αὐτῇ οὐδέν πονηρόν, εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτήν. Πᾶν δέ τίμιον, οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. ᾿Εκ γάρ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δέ καί ἔλεον ἐπί γλώσσης φορεῖ. Τοιγαροῦν, ἀκούσατέ μου ὦ τέκνα· σεμνά γάρ ἐρῶ. Καί μακάριος ἄνθρωπος, ὃς τάς ἐμάς ὁδούς φυλάξει. Αἱ γάρ ἔξοδοί μου, ἔξοδοι ζωῆς, καί ἑτοιμάζεται θέλησις παρά Κυρίου. Διά τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς, καί προΐεμαι ἐμήν φωνήν υἱοῖς ἀνθρώπων. ῝Οτι ἐγώ ἡ σοφία κατεσκεύασα βουλήν καί γνῶσιν καί ἔννοιαν· ἐγώ ἐπεκαλεσάμην. ᾿Εμή βουλή καί ἀσφάλεια, ἐμή φρόνησις, ἐμή δέ ἰσχύς. ᾿Εγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν. Νοήσατε τοίνυν ἄκακοι πανουργίαν, οἱ δέ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν. Είσακούσατέ μου καί πάλιν, σεμνά γάρ ἐρῶ, καί ἀνοίγω ἀπό χειλέων ὀρθά. ῝Οτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ λάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δέ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ. Μετά δικαιοσύνης πάντα τά ρήματα τοῦ στόματός μου, οὐδέν ἐν αὐτοῖς σκολιόν· οὐδέ στραγγαλιῶδες. Πάντα εὐθέα ἐστι τοῖς νοοῦσι, καί ὀρθά τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν. Διδάσκω γάρ ὑμῖν ἀληθῆ, ἳνα γένηται ἐν Κυρίῳ ἡ ἐλπίς ὑμῶν, καί πλησθήσεσθε Πνεύματος.

῾Ο Διάκονος ἤ ὁ ῾Ιερεύς τήν ᾿Εκτενῆ
Καταξίωσον. Πληρωτικά

Εἰς τήν Λιτήν
᾿Ιδιόμελα
῏Ηχος α’
Θεοτίμητε πάτερ Φιλογόνιε, πόθεν ἡμῖν ἀρκτέον τῶν ἐγκωμίων; ὃτι ἀπό δικολόγου ἐπίσκοπος ἐγένου. ᾿Εκ μέσης γάρ τῆς ἀγορᾶς ἁρπασθείς, ἐπί τόν θρόνον ἤχθης ᾿Αντιοχείας. Οὓτω σεμνόν καί λαμπρόν, τόν πρότερον ἐπεδείξω βίον, καί γυναῖκα ἔχων καί θυγατέρα, καί ἐν δικαστηρίῳ στρεφόμενος· οὓτω ὑπέρ τόν ἣλιον ἔλαμψες, ὡς εὐθέως ἐκεῖθεν φανῆναι, ἄξιος ταύτης τῆς ἀρχῆς, καί ἀπό βήματος δικαστικοῦ, ἐπί βῆμα ἱερόν ἀνῆλθες· διό σε ἐπαξίως ὁ Χριστός ἐδόξασεν.

῏Ηχος β’
Σέ τόν μέγαν ᾿Αρχιερέα, ᾿Αντιοχείας τό ἐγκαλλώπισμα, Χριστιανῶν τεῖχος τό ἀρραγές, καί δικολόγων κοσμήτορα πάνσεπτον, ἀνευφημοῦμεν πόθῳ καί μεγαλύνομεν, καί καλοῦμέν σε χαριτόβρυτον, λειμῶνα μυρίπνοον καί θεῖον ἐνδιαίτημα, ἀγγέλων ὁμόσκηνον ὑπερθαύμαστον, θεοπτικώτατον καί θεοκόσμητον, ἐραστήν τοῦ Θεοῦ μανικώτατον, τῆς Χάριτος ἐκζητητήν, καί φωτός θείου κληρονόμον· ὅθεν πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν ἁγιώτατε, τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

῏Ηχος γ’
Χερσομανοῦσαν τήν γῆν ᾿Αντιοχείας, ἀνηῦρες Φιλογόνιε, ὃτι λαβών τήν ἀρχήν, ἄρτι του διωγμοῦ παυσαμένου, ζάλη συνεῖχε τό ποίμνιον, καί σύν τούτοις τά μολύσματα, τοῦ ᾿Αρείου ἐνέσκηψε. ᾿Αλλ’ ὡς ἣλιος Πάτερ, τῇ δοθείσῃ ἄνωθεν σοφίᾳ, πρόβολος ἀτίνακτος κατέστης, καί πέτρα ἀρραγής ἐκκλησίας, καταγγέλων τά ὀρθόδοξα· ὅθεν πίστει ἃπαντες τιμῶμεν σήν μνήμην, ῾Ιεράρχα θεσπέσιε.

Δόξα. ῏Ηχος πλάγιος δ’
Τόν λαμπρότατον λύχνον τῆς διακρίσεως, τόν ἄριστον ποιμένα καί διδάσκαλον, τόν ἀληθῆ μύστην τοῦ Σωτῆρος, πάντες οἱ πιστοί ἐπαινέσωμεν, ὃτι σκεῦος τίμιον τοῦ Παρακλήτου κατέστη, τῇ ἀγάπῃ τοῦ ποιμνίου ἐκτηκόμενος, καί κληρονόμος νῦν ἀγαθῶν αἰωνίων· διό πρέσβευε Πάτερ ὑπέρ ἡμῶν, εὑρεῖν τό μέγα ἔλεος!

Καί νῦν. Προεόρτιον. ᾿Εκ τοῦ Μηναίου. ῏Ηχος ὁ αὐτός
Προεορτάσωμεν λαοί, Χριστοῦ τά γενέθλια· καί ἐπάραντες τόν νοῦν, ἐπί τήν Βηθλεέμ ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ, καί κατίδωμεν τήν Παρθένον, τοῖς ψυχικοῖς λογισμοῖς, ἐπειγομένην τίκτειν ἐν Σπηλαίῳ, τόν τῶν ὃλων Κύριον καί Θεόν ἡμῶν· οὗ ᾿Ιωσήφ κατιδών τῶν θαυμάτων τό μέγεθος, ἐδόκει ἄνθρωπον θεωρεῖν, ὡς βρέφος σπαργανούμενον· ὑπενόει δέ ἐκ τῶν πραγμάτων, Θεόν εἶναι ἀληθινόν, τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, τό μέγα ἔλεος.

Εἰς τόν Στίχον, στιχηρά Προσόμοια

῏Ηχος πλ. α’ – Χαίροις ἀσκητικῶν ἀληθῶς
Χαίροις ᾿Αντιοχείας κλεινέ, ᾿Αρχιερεῦ τῶν δικολόγων θησαύρισμα, ἐν πράξει καί θεωρίᾳ, λελαμπρυσμένος σοφέ, ὀρθοδόξων σάλπιγξ ἡ κηρύξασα, Χριστοῦ τήν Θεότητα, τοῦ ᾿Αρείου τά ζιζάνια, ἀποξηράνας, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ῾Ιερώτατε καί σεπτέ Φιλογόνιε· ὅθεν σε μακαρίζοντες, δεόμεθα ῝Οσιε, ὡς πρός πατέρα τά τέκνα, ἡμῶν τά γόνατα κλίνοντες, Χριστόν ἐκδυσώπει, τοῦ δωρήσασθαι τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος.

Στίχος. Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.

Χαίροις Πατριαρχῶν κορωνίς, διαποιμάνας ὡς πατήρ τό σόν ποίμνιον, καί γάλακτι γαλουχήσας, πνευματικῷ ἐν Χριστῷ, ἐκ φθορᾶς ᾿Αρείου ἠλευθέρωσας. Γλυκύτητι λόγων σου, ὡς μαγνήτης προσείλκυες, πιστῶν τά πλήθη, καταστάς παντερπνότατον, φροντιστήριον, καί Θεοῦ τό μεφάγωνον· ὅθεν αἰδεσιμώτατε, Χριστόν καθικέτευε, τήν ᾿Εκκλησίαν φυλάττειν, ἀπό κυμάτων αἱρέσεων, θελόντων μολῦναι, τήν ἁγίαν ἡμῶν πίστιν τήν μόνην σῴζουσαν.

Στίχος. Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ῾Αγίοις αὐτοῦ

Δεῦτε, τῶν νομικῶν οἱ χοροί, καί ἐξαιρέτως δικηγόρων οἱ σύλλογοι, τιμήσωμεν Πατριάρχην, ᾿Αντιοχείας λαμπρᾶς, ἐξ οἰκείων κόλπων καταγόμενον· πτωχοῖς γάρ ἐνίσχυσις, ἀδυνάτοις παράκλησις, ἀδικουμένοις, ἡ βεβαία δικαίωσις, καί ἀνάργυρος, προσεγένου ὁ ἔνθεος· ὅθεν ἀπό τοῦ βήματος, ἡρπάσθη ὁ ὃσιος, δικαστηρίου καί αὖθις, ἐπί τό βῆμα τοῦ ἄμβωνος, ἐστήθη ἀξίως, ὡς ὁ ἣλιος ἐκλάμψας, φωτίζων ἃπαντας.

Δόξα. ῏Ηχος πλ. δ’
Ἡ ᾿Αντιόχεια καί πᾶσα ἡ ᾿Εκκλησία, τῆς ἀληθείας σε ἐγνώρισεν πρόμαχον, καί καθαιρέτην ᾿Αρείου, βλασφημήσαντος τόν Υἱόν ὡς κτίσμα, ὃν καί κατῄσχυνας, εὐστόμῳ τῇ γλώττῃ σου· διό καί ὁ ῎Αρειος, γραπτῶς ἐχθρόν σε ἐκήρυξεν, γενόμενον οὓτω, ἀληθῆ φίλον Κυρίου, ἱερέ Φιλογόνιε.

Καί νῦν. ῏Ηχος ὁ αὐτός. Προεόρτιον. ᾿Εκ τοῦ Μηναίου
Ἄκουε οὐρανέ, καί ἐνωτίζου ἡ γῆ· ἰδού γάρ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, πρόεισι τεχθῆναι, ἐκ κόρης ἀπειράνδρου, εὐδοκίᾳ τοῦ φύσαντος αὐτόν ἀπαθῶς, καί συνεργείᾳ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Βηθλεέμ εὐτρεπίζου, ἄνοιγε πύλην ἡ ᾿Εδέμ· ὃτι ὁ πλαστουργός πάσης κτίσεως διαπλάττεται, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ, τό μέγα ἔλεος.

Νῦν ἀπολύεις, τό Τρισάγιον, καί τά ᾿Απολυτίκια

Τοῦ ῾Αγίου. ῏Ηχος γ’- Θείας πίστεως
Φιλογόνιον ᾿Αντιοχείας, ἀρχιποίμενα ἐκ δικολόγων, προαχθέντα τῇ ψήφῳ τοῦ Πνεύματος, τόν τοῦ ᾿Αρείου τῇ πλάνῃ πολέμιον, καί ὀρθοδόξων δογμάτων ὑπέρμαχον, ὓμνοις ἃπαντες, αἰσίαις φωναῖς δοξάσωμεν, αἰτούμενοι αὐτοῦ λιτάς πρός Κύριον.

῝Ετερον. ῏Ηχος α’ – Τῆς ἐρήμου πολίτης
Φιλογόνιον πάντες, ἐν ᾠδαῖς ἀνυμνήσωμεν, τῆς ᾿Αντιοχείας τό κλέος, δικολόγων ὡράϊσμα· σεπτήν γάρ ἐπιδείξας βιοτήν, ἐπίσκοπος ὡρίσθη ἐκ Θεοῦ, ὀρθοδόξων δέ δογμάτων ὑπερμαχῶν, τόν ῎Αρειον ἐτρόπωσεν. Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστόν, δόξα τῷ σέ μεγαλύναντι, δόξα τῷ σέ ἀκέστορα θερμόν ἡμῖν δωρήσαντι.

Δόξα καί νῦν. Προεόρτιον.

῏Ηχος δ’ – Κατεπλάγη ᾿Ιωσήφ
Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ ᾿Εδέμ. Εὐτρεπίζου ᾿Εφραθᾶ, ὃτι τό ξύλον τῆς ζωῆς, ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Παράδεισος καί γάρ, ἡ ἐκείνης γαστήρ, ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ τό θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχί δέ ὡς ὁ ᾿Αδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννᾶται, τήν πρίν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα.

᾿Απόλυσις

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετά τήν πρώτην Στιχολογίαν, Κάθισμα

῏Ηχος α’ – Τόν Τάφον σου Σωτήρ
Ἐπέφανεν ἰδού, τοῦ σεπτοῦ Πατριάρχου, ἡ μνήμη· ὃθεν νῦν, ἀνακράξωμεν πόθῳ, παμμάκαρ Φιλογόνιε, δι’ εὐχῶν σου ἱλάσθητι, πάντων Κύριον, καί ᾿Εκκλησίας Δεσπότην, ἳνα ἔλεος, τοῖς ὀρθοδόξοις παράσχῃ, καί σώσῃ τούς κάμνοντας.

Δόξα, καί νῦν. Προεόρτιον. ᾿Εκ τοῦ Μηναίου

῏Ηχος ὁ αὐτός
Ὁκλίνας οὐρανούς, καί Παρθένῳ οἰκήσας, προέρχεται σαρκί, Βηθλεέμ ἐν Σπηλαίῳ, τεχθῆναι καθώς γέγραπται, ὁραθῆναί τε νήπιος, ὁ τά νήπια, ζωογονῶν ἐν τῇ μήτρᾳ. Τούτῳ χαίροντες, νῦν ὑπαντήσωμεν πάντες, καρδίας εὐθύτητι.

Μετά τήν δεύτερην Στιχολογίαν, Κάθισμα

῏Ηχος γ’ – Θείας πίστεως
Ψήφῳ Πνεύματος κεκληρωμένος, τήν ἐκποίμανσιν ᾿Αντιοχείας, ἐν διωγμῶν τῇ λήξει παρείληφας, καί γαληνεύσας τῆς ζάλης τά κύματα, ὀρθοδοξίᾳ τήν πίστιν ἐστήριξας, ὃτι ῎Αρειος, Χριστόν ὡς κτιστόν ἐκήρυττεν, οὗ ἤσχυνας τήν πλάνην θείοις λόγοις σου.

Δόξα καί νῦν. Προεόρτιον. ᾿Εκ τοῦ Μηναίου

῏Ηχος α’ – Τόν Τάφον σου Σωτήρ
Ἀγάλλου ἡ Σιών, Βηθλεέμ εὐτρεπίζου. ῾Ο πάντων συνοχεύς, τόν ᾿Αστέρα προπέμψας, μηνύει τήν ἄμετρον, ἑαυτοῦ συγκατάβασιν· ὃν γάρ τρέμουσιν, τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις, ὄντως τίκτεται, ἐκ τῆς Παρθένου ἀτρέπτως, ὁ μόνος Φιλάνθρωπος.

Μετά τόν Πολυέλεον Κάθισμα

῏Ηχος δ’ – ῾Ο ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ
Τῇ πανοσίᾳ καί σεπτῇ βιοτῇ σου, ὣσπερ ὁ ἣλιος ἐξέλαμψας Πάτερ, ᾿Αντιοχείας δῆμον καταπλήξας τῶν πιστῶν· ὅθεν σε ἐξήρπασαν, ὑποδείξει τῇ θείᾳ, ἃπαντες ὁμόφρονες, καί ἐν θρόνῳ ἀρχαίῳ, λαοῦ κατέστησάν σε κεφαλήν, ἡμῶν τό κλέος σοφέ Φιλογόνιε.

Δόξα. Καί νῦν. Προεόρτιον ἐκ τοῦ Μηναίου

῏Ηχος γ’ – Τήν ὡραιότητα
Χαρᾶς πεπλήρωται, πάντα τά πέρατα· ἡ Θεοτόκος γάρ, γεννᾶν ἐπείγεται, τόν Βασιλέα τοῦ παντός· ὦ θαύματος ἀνερμηνεύτου! ἄρχεται ὁ ἄναρχος, καί σαρκοῦται ὁ ἄσαρκος, Σπήλαιον εἰσδέχεται, τόν συνέχοντα ἃπαντα. ῾Η Βηθλεέμ ἀγάλλου καί χόρευε, ἡ κτίσις ἡμέραν προεόρτιον.

Τό πρῶτον ἀντίφωνον του δ’ ἤχου καί τό Προκείμενον

Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει καί ὡσεί κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.

Στίχ. Πεφυτευμένος ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐξανθήσει.

Εὐαγγέλιον κατά ᾿Ιωάννην (ι-1-9)

Εἶπεν ὁ Κύριος πρός τούς ἐληλυθότας πρός αὐτόν ᾿Ιουδαίους. ᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, ὃτι ὁ μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων…

῾Ο Ν Ψαλμός. Δόξα. Ταῖς τοῦ ῾Ιεράρχου…

Καί νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου…

᾿Ιδιόμελον. ῏Ηχος πλ. β’

Στίχ. ᾿Ελέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου…

Ἐπιφοιτήσει τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὁσιώτατε Πάτερ, ἐξεχύθη ἡ αλήθεια ἐκ χειλέων σου, καί ἐδίδαξας τό λογικόν σου ποίμνιον, τόν ᾿Ιησοῦν πιστεύειν, Θεόν καί ἄνθρωπον τέλειον.

῾Ο ἱερεύς· Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου…

Εἶτα ὁ Κανών τοῦ ῾Αγίου, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·

ΣΥΝΗΓΟΡΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΓΟΝΙΕ ΣΩΣΟΝ. Γ(ΕΩΡΓΙΟΥ)

ῼδή α’ – ῏Ηχος πλ. δ’ – ῾Υγράν διοδεύσας
Σήν δόξαν ὁρῶν τήν έν οὐρανοῖς, θαμβοῦμαι ὦ πάτερ, Φιλογόνιε θαυμαστέ· διό σύ τάς λέξεις μοι χορήγει, ἳνα ὑμνήσω τά κλέη σου πάνσοφε.

Ὑπέρμαχος πάτερ καί νῦν γενοῦ, δογμάτων ὁσίων, ᾿Εκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, καί δίωξον πάσας τάς αἱρέσεις, ὣσπερ ᾿Αρείου τήν πλάνην κατέρριψας.

Ναμάτων γευθείς τῶν πνευματικῶν, ἐπόμβρησον θεῖον, γλυκασμόν τόν ἐξ οὐρανοῦ, τοῖς τέκνοις σου οὖσι ἐν πικρίαις, καί πολυτρόποις δεινοῖς Φιλογόνιε.

Θεοτοκίον
Ἡμῶν ἡ προστάτις καί ἡ χαρά, τυγχάνεις ὦ Μῆτερ, καί πιστῶν ἡ καταφυγή, ἀπαύστως πρεσβεύουσα Κυρίῳ, τῆς σωτηρίας ῾Αγνή ὃπως τύχωμεν.

ῼδή γ’ – Οὐρανίας ἁψῖδος
Γεγονώς Πατριάρχης, μυσταγωγός ἄριστος, τῶν ᾿Αντιοχέων κατέστης, μακαριώτατε· νῦν οὖν ὑπόδειξον, τοῖς ἀδιστάκτῳ καρδίᾳ, τῷ Χριστῷ πιστεύοντας, τρίβον σωτήριον.

Οὐρανόθεν σκεπάζεις, τούς σούς πιστούς ῝Αγιε, χάριτας παρέχων ἀφθόνως, καί θεῖον ἔλεος, ὃτι νῦν κέκτησαι, πρός τόν Χριστόν παρρησίαν, δραστικαῖς πρεσβείαις σου, σῴζων τούς πάσχοντας.

Ριζοτόμος ἐδείχθης, ἀνομιῶν πάνσεμνε, παντός ἀδυνάτου ἀμύντωρ, ὁ γενναιότατος· διό μελίρρυτος, τοῦ Χρυσοστόμου ἡ γλῶττα, ἀληθῶς σ᾿ ἐκάλεσεν, δίκαιον ἄνθρωπον.

Θεοτοκίον
Ὤφθης Κόρη τῷ κόσμῳ, θρόνος Θεοῦ πάντερνος, καί ὡς σωτηρίας αἰτίαν, πάντες ὑμνοῦμέν σε, ὃτι πρεσβείαις σου, ταῖς ῥυπτικαῖς ἀποπλύνεις, τῶν παθῶν βδελύγματα, Δέσποινα ῎Αχραντε.

Κάθισμα. ῏Ηχος δ’ – ᾿Επεφάνης σήμερον
Τοῦ ᾿Αρείου γέγονας, μέγας διώκτης, τήν Χριστοῦ Θεότητα, κηρύξας πᾶσι τοῖς πιστοῖς, καί τῶν δογμάτων ὀρθότητα, λόγοις στηρίξας, σεπτέ Φιλογόνιε.

Θεοτοκίον
Μετανοίας αὔγασον φωτί τόν νοῦν μου, Θεοτόκε Δέσποινα, ἀμαυρωθέντα λογισμοῖς, φθοροποιοῖς καί διάσωσον, πυρός γεαίνης· εἰμί γάρ κατάκριτος.

ῼδή δ’ – Εἰσακήκοα Κύριε
Νικηφόρως ἠγώνισαι, ἐν ᾿Αντιοχείᾳ ποιμάνας ἄριστα, ἣν Χριστός σοι ἐμπεπίστευκε, ἐκκλησίαν Πάτερ τήν ὀρθόδοξον.

Δικολόγων τό κόσμημα, καί τῶν εὐσεβῶν νομικῶν ὡράϊσμα, Φιλογόνιε παρίστασαι, ὃτι τούτων εἶ τό περιτείχισμα.

Ἱεράρχης πανάγιος, Πάτερ κατεδείχθης ὁσίῳ βίῳ σου, τῇ γλυκύτητι τῶν λόγων σου, τόν λαόν ἑλκύων πρός τόν Κύριον.

Θεοτοκίον
Καθοδήγησον Δέσποινα, πρός τάς σωτηρίους νομάς τά τέκνα σου, τῆς σαρκός ἡμῶν φρονήματα, ταῖς λιταῖς σου Μῆτερ κατακαίουσα.

ῼδή ε’ – Φώτισον ἡμᾶς
Ἅγιος Θεός, ἐνεχείρισέν σοι πάνσεπτε, καθοδήγησιν ποιμνίου λογικοῦ, οὗ έγένου θησαυρός ὁ ανεξάντλητος.-

Ἴσος ἐν τῇ γῇ, νοεραῖς οὐσίαις γέγονας, φύσει γήϊνος τυγχάνων καί φθαρτός, καί συνίστασαι Χριστῷ ὡς φίλος γνήσιος.

Ὄμβρησον ἡμῖν, οὐρανόθεν θεῖον ἔλεος, καί τοῖς νάμασι κατάρδευσον σεπτέ, Παραδείσου τάς ψυχάς ἡμῶν δεόμεθα.

Θεοτοκίον
Ὕψωσον ἡμῶν, ἐκ ματαίων τήν διάνοιαν, καί πρός τρίβον τῆς ἐν Πνεύματι ζωῆς, Παναμώμητε ὁδήγησον τα βήματα.

ῼδή στ’ – Τήν δέησιν ἐκχεῶ
Συντήρησον, λειτουργούς τοῦ δικαίου, νομοθέτας δικαστάς δικηγόρους, καί νομικῶν πᾶσαν τάξιν ἐν γένει, ἐν ὀρθοδόξων τῇ πίστει πανόλβιε, καί ἔμπνευσον τύπον ζωῆς, ἐναρέτου ποθεῖν αὐτούς ῝Αγιε.

Φωτίζεις, ἐξ οὐρανοῦ ὣσπερ ἄστρον, φαεινόν τούς ῾Ιεράρχας Κυρίου, ὧν τό γλυκύτατον καύχημα Πάτερ, καί τό ὑπόδειγμα πάντων παρίστασαι, ὃτι δεικνύεις τήν ὁδόν, τῆς ἀρίστου θεόφρον ποιμάνσεως.

Ἱκάνωσον, συνηγόρων τήν τάξιν, ἀνομίαν ἐκδιώκειν παμμάκαρ, καί ᾿Εκκλησίαν Χριστοῦ τήν Αγίαν, ἀπό κινδύνων φυλάττειν αἱρέσεων, καί δυσμενῶν ἐπιβουλῶν, ἐξ ἐχθρῶν κινουμένων ἑκάστοτε.

Θεοτοκίον
Λιταῖς σου, πρός τον Δεσπότην πρεσβείαις, ἐξ ἀμέτρων Θεοτόκε πταισμάτων, τῆς μετανοίας τό δῶρόν μοι δίδου, ἳνα ῥυσθῶ τοῦ ἐρέβους κολάσεως, καί τάχος λύτρωσαι παθῶν, τήν ψυχήν μου Θεόνυμφε Δέποινα.

Κοντάκιον. ῏Ηχος α’ – Χορός ἀγγελικός
Προστάς ὣσπερ πατήρ, τοῦ λαοῦ σου θεόφρον, εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ, κατηνάλωσας βίον· ναούς γάρ ἐδόμησας και εὐκτήρια ἳδρυσας, καί ἐκήρυξας ᾿Αντιοχείας τῷ πλήθει, τήν θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ καταρρίψας, ᾿Αρείου βδελύγματα.

῾Ο Οἶκος

Ἅγιος ῾Ιεράρχης
ἀνεδείχθης τρισμάκαρ
λαόν ᾿Αντιοχείας ποιμάνας.
Δικαιότατος ὤν ἐν βροτοῖς
ἀπό βήματος δικαστικοῦ ἄμεμπτε
τῇ Χάριτι τοῦ Πνεύματος
ἐν βήματι ναοῦ ἐστάθης.
Χαῖρε, ᾿Αρείου τήν πλάνην σβήσας,
χαῖρε, πιστοῖς τά ὀρθά κηρύξας.
Χαῖρε, δικολόγων ἀρχαῖον θησαύρισμα,
χαῖρε, συνηγόρων δικαίων ὑπόδειγμα.
Χαῖρε, ὓψος ταπεινώσεως δι᾿ ἀσκήσεως πολλῆς,
χαῖρε, βάθος διακρίσεως δυσθεώρητον βροτοῖς.
Χαῖρε, ὃτι ἐγένου ῾Ιεράρχης ἐν γάμῳ,
χαῖρε, ὃτι τῇ ψήφῳ τοῦ Θεοῦ ἀνεδείχθης.
Χαῖρε, ἐν λόγοις λάμψας καί πράξεσι,
χαῖρε, διδάξας Πνεύματος Χάριτι.
Χαῖρε, φωστήρ τῆς Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας,
Χαῖρε, φωνή καί πηγή ἀληθείας.
Χαῖρε, πάτερ πανόλβιε.

Στίχοι
῎Ελαμψε λόγοις ἀνήρ δίκαιος.
Φῶς ὀρθοδόξοις, πῦρ δ’ αἱρετικούς φλέγον.
῎Αντυγ’ ἐς Οὐρανίην ἀναδέδραμε Φιλογόνιος εἰκάδι.

Ἕτεροι ἐκ τοῦ Μηναίου

Φιλογόνιος ἐντολεύς λείπει βίον,
δραμών ἀρίστην ἐντολῶν Θεοῦ τρίβον.

Συναξάριον

Οὗτος ὁ μακάριος Φιλογόνιος ὁ γενόμενος ἀπό δικολόγου ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας, οὗ τήν ἑορτήν ἄγομεν νῦν, τῇ μαθήσει τῶν θείων γραμμάτων ἐκδοθείς, ἀνάθημα τῷ Θεῷ ἐγένετο· διά πάσης γάρ διελθών παιδεύσεως ὡς μίαν ἁπάσας κατώρθωσεν· ὅθεν λαμπρόν ἐπεδείξατο βίον, καίτοι γυναῖκα ἔχων καί θυγατέρα, καί ἐν δικαστηρίοις στρεφόμενος, καί ἀνθρώποις ἀδικουμένοις συνηγορῶν καί χεῖρα βοηθείας ὀρέγων. Οὗτος ὑπέρ ἢλιον ἔλαμψεν, ὡς εὐθέως ἐκεῖθεν ταύτης ἄξιος φανῆναι τῆς ἀρχῆς, καί ἐκ μέσης τῆς ἀγορᾶς ἁρπασθείς ἀπό βήματος δικαστικοῦ ἐπί βῆμα ἤγετο ἱερόν. Καί πρῶτον μέν ἀνθρώποις συνηγόρει, τούς ἠδικημένους τῶν ἀδικούντων ἰσχυροτέρους ποιῶν, ἔπειτα δέ τό τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον ἐνεχειρίσθη καί ἀπό τοῦ ἐπισκοπικοῦ θώκου ἀνθρώποις πάλιν συνηγόρει κατά δαιμόνων τῶν ἐπηρεαζόντων. ῝Οταν δέ ἐπί τόν θρόνον τοῦτον τῆς ᾿Αντιοχείας ἀνήγετο, πολλή ἦν ἡ δυσκολία, ἄρτι τοῦ παρά Λικινίου διωγμοῦ παυσαμένου, καθ’ οὗ ὁ μακάριος γενναίως ἀντέστη, καί τῶν λειψάνων ἔτι μενόντων τῆς χαλεπωτάτης ζάλης, ἀλλά καί τάχα ἡ τῶν αἱρετικῶν ἐπανάστασις, ἐπ’ αὐτοῦ τήν ἀρχήν λαβοῦσα ὑπό τῆς ἐκείνου σοφίας ἐνεκόπτετό τε καί ἐκωλύετο, καθώς καί ὁ τίμιος Χρυσόστομος, ἐγκωμίοις αὐτόν τιμήσας, πλατύτερον τά περί αὐτοῦ ἐφιλοσόφησεν. Γενναῖον δέ, δίκαιον καί μεγαλόψυχον ἐφώνησεν αὐτόν ἡ τοῦ Χρυσοστόμου ὄντως μελίρρυτος γλῶττα. ῾Ο μακάριος Φιλογόνιος ὑπερασπισθείς τῶν ὀρθῶν δογμάτων, τοῦ δυσσεβοῦς ᾿Αρείου τάς πλάνας θείοις λόγοις κατέρριψεν, κληθείς παρ’ αὐτοῦ εἰς τήν πρός τόν Εὐσέβιον Νικομηδείας ἐπιστολήν ὡς μέγας ἐχθρός αὐτοῦ. ῾Ο σεπτός Φιλογόνιος πλήν ἄλλων συνυπέγραψεν καί τήν ᾿Εγκύκλιον του ὀρθοδόξου Πατριάρχου ᾿Αλεξανδρείας ᾿Αλεξάνδρου κατά τοῦ ᾿Αρείου ἐν ἔτει 321 μ.χ. μετά τῆς δηλώσεως ὃτι ἐπήνει τήν ἐν αὐτῇ ἐκτιθεμένην ὀρθόδοξον πίστιν. Οὗτος θεαρέστως ποιμάνας τό πιστευθέν αὐτῷ ποίμνιον ἀπό τοῦ 314 μέχρι τοῦ 324 μ.χ., καί ἀγγελικῶς ἐπί γῆς βιώσας, καί διαπρέψας τῇ ᾿Αρχιερωσύνῃ, πρός Κύριον ἐξεδήμησεν τῇ εἰκοστῇ Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 323 μ.χ., πρός τήν ἀτάραχον μεταταξάμενος ζωήν. Διά τῆς γλώττης τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «μακαρίζομεν αὐτόν ὅτι εἰ καί μετετάξατο καί πόλιν ἀφῆκεν τήν παρ᾿ ἡμῖν, ἀλλ’ εἰς ἑτέραν ἀνέβη πόλιν τήν τοῦ Θεοῦ, καί καταλιπών τήν ᾿Εκκλησίαν ταύτην, εἰς ἐκείνην τελεῖ τήν τῶν πρωτοτόκων τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς, καί τάς ἑορτάς ταύτας ἀφείς πρός τήν τῶν ἀγγέλων μετέστη πανήγυριν».

Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. ᾿Αμήν.

ῼδή ζ’ – Οἱ ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας
Ὁ ἰσάγγελος βίος, ὅν διήνυσας πάτερ, τοῖς πᾶσι δέδεικται, κανών πρός σωτηρίαν, τοῖς θέλουσι σωθῆναι, προσευχαῖς καί δεήσεσι, ταῖς πρός Σωτῆρα Χριστόν, τόν ῝Ενα τῆς Τριάδος.

Γεωργήσας πανσόφως, τῷ ἀρότρῳ σῷ λόγῳ, πάτερ πανόλβιε, ἀγρόν τῆς ᾿Εκκλησίας, εἰς ὓψος μέγα ἤρθης, διδασκάλων ἰσότιμος, ὡς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, θεότητα κηρύξας.

Ὁρισθείς ᾿Αρχιθύτης, νυσταγμόν τοῖς βλεφάροις, πάτερ οὐκ ἔδωκας, τήν πλάνην ἕως ὃτου, κατέρριψας ᾿Αρείου, καί δογμάτων ὀρθότητα, ᾿Αντιοχείας λαῷ, ἐδίδαξας ἐνθέως.

Θεοτοκίον
Νεκρωθέντα Παρθένε, ἁμαρτίαις τόν νοῦν μου, εὐχαῖς σου ζώωσον, καί δός μοι μετανοίας, καρπούς καί τῶν δακρύων, τό πανίερον χάρισμα, ἳνα δοξάζω Χριστόν, ἐκ σοῦ τόν γεννηθέντα.

ῼδή η’ – Τόν Βασιλέα
Ἰλύος πάσης, τῆς ἐμπαθοῦς μου καρδίας, κάθαρόν με Φιλογόνιε λιταῖς σου, καί σήν εὐλογίαν, χορήγει μυστικῶς μοι.

Ἐξ ἁμαρτίας, καί πονηρᾶς συνηθείας, λύτρωσόν με Φιλογόνιε τρισμάκαρ, ὡς λαβών θεόθεν, πολλήν τήν θείαν χάριν.

Σῶσόν με πάτερ, προσπίπτοντά σοι ἐν πίστει, ἐξαιτούμενον ἀόκνους σου πρεσβείας, ἵνα τοῦ παρόντος, κινδύνου διαφύγω.

Θεοτοκίον
Ὦτῆς μεγίστης, φιλανθρωπίας τοῦ Κτίστου, εἰσακούοντος Μητρός τάς ἱκεσίας, χάριν σωτηρίας, παντός προσδεομένου.

ῼδή θ’ – Κυρίως Θεοτόκον
Σοῖς ῥήμασι θεόφρον, ῎Αρειος ἐπλήγη, καί ἡ ἀμόλυντος πίστις ἐστήρικται· διό τιμῶμεν σήν μνήμην, καί εὐφημοῦμέν σε.

Ὁμήγυρις ἁγίαν, σήν τελεῖ τήν μνήμην, τῶν εὐλαβῶν συνηγόρων θεόσοφε, καί προσφωνεῖ σε προστάτην, αὐτῆς καί πρόεδρον.

Ναμάτων τῶν ἐνθέων, ὤν πεπληρωμένος, ἐξ οὐρανοῦ γλυκασμόν ἡμῖν δώρησαι, συνεχομένοις τῷ πλήθει, πταισμάτων ῝Αγιε.

Θεοτοκίον
Γεννήσασα τόν Κτίστην, κέκτησαι μεγίστην, τήν παρρησίαν Παρθένε Θεόνυμφε, πρός τόν Υἱόν σου τόν πάντας, σωθῆναι θέλοντα.

᾿Εξαποστειλάριον
῏Ηχος β’ – Γυναῖκες ἀκουτίσθητε
Προστάτην σε κεκτήμεθα, πρός τόν Θεόν θερμότατον, ὃν καθικέτευε Πάτερ, τούς ἐκτελοῦντας σήν μνήμην, ἐλεηθῆναι ἃπαντας, πάνσεπτε Φιλογόνιε, καί φύλαττε ἀπήμονας, ἐξ ἁμαρτίας καί βλάβης, ἳνα σωθῶμεν ἐν κρίσει.

Προεόρτιον ἐκ τοῦ μηναίου. ῝Ομοιον
Πιστοί τά προεόρτια, τῶν Γενεθλίων ᾄσματα, νῦν προηχήσωμεν πίστει· ἔρχεται ἣκει γάρ Χριστός, ἐν Βηθλεέμ τοῦ τεχθῆναι, ὡς βροτός ἐκ Παρθένου, καί ὁραθῆναι νήπιος, σπαργάνοις ἐνειλημένος, ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων.

Εἰς τούς Αἴνους
Στιχηρά Προσόμοια

῏Ηχος πλ. α’ – Ποίοις εὐφημιῶν
Ποῖον ἐγκωμιῶν στέφανον, καταστέψωμεν τόν ῾Ιεράρχην, τόν ᾿Αντιοχείᾳ ποιμάναντα, λαόν τοῦ Θεοῦ πανσοφώτατα, τόν ὀξύν ᾿Αρείου ὀλετῆρα, τό ῥεῖθρον, δικαιοσύνης τό ἀκένωτον, τό στόμα, ᾿Ορθοδοξίας τό εξαίρετον, τῆς σωφροσύνης δοχεῖον, καί τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα και ναόν, σεπτόν Φιλογόνιον, ᾿Ορθοδόξων τό ἐγκαλλώπισμα.

Ποίοις ἀσματικοῖς μέλεσιν, μελῳδήσωμεν τόν ῾Ιεράρχην, οὗ τήν ἑορτήν συνδιάγομεν, τόν ἐκ δικολόγων ἐπίσκοπον, Πνεύματος θείᾳ ἐπινεύσει, τό θεῖον, τῆς εὐσεβείας τό ἀγλάϊσμα, τό σκεῦος, τῆς ἀληθείας τό τερπνότατον, τῆς ἀρετῆς μέγα ὕψος, καί μυσταγωγίας, πληρωθέντα τῆς θεϊκῆς, σεπτόν Φιλογόνιον, συνηγόρων τό ὑπόδειγμα.

Ποίοις πνευματικοῖς ᾄσμασι, καθυμνήσωμεν τῶν δικολόγων, τό οὐρανοδώρητον κόσμημα, καί φωταγωγόν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, τῶν πλανῶν ᾿Αρείου καθαιρέτην, ἐνδόξου, ᾿Αντιοχείας ᾿Αρχιποίμενα, τόν μέγαν, τῆς Ἐκκλησίας τόν διδάσκαλον, ὁμολογίας ταμεῖον, φωτός τρισηλίου, κατασκήνωμα ταπεινόν, σεπτόν Φιλογόνιον, τοῦ Χριστοῦ ἱεροφάντορα.

Πάντες, εὐφραντικῶς ἄσωμεν, ᾿Εκκλησίας τόν ᾿Αρχιεράρχην, βίου ἐναρέτου τό αὔγασμα, τό τῆς παρρησίας μεγάφωνον, καί ἀφανιστήν τῶν κακοδόξων, Πατέρων, τό πρυτανεῖον τό θεόληπτον, τόν τύπον, τῆς ποιμανσίας τόν γλυκύκαρπον, τό ἱλαστήριον πάντων, πιστῶς ἐκζητούντων, μεσιτείαν πρός τόν Χριστόν, σεπτόν Φιλογόνιον, δικηγόρων τό προσφύγιον.

Δόξα. ῏Ηχος πλ. β’
Ἐξεχύθη ἡ Χάρις ἐν χείλεσί σου, ὁσιώτατε Πάτερ, καί ἐκ δικολόγων γέγονας, ᾿Αρχιποίμην τῆς Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, διδάξας σά πρόβατα, τήν τῶν δογμάτων ἀλήθειαν, πιστεύειν εἰς Τριάδα ῾Ομοούσιον, ἐν μιᾷ Θεότητι.

Καί νῦν. Προεόρτιον. ᾿Εκ τοῦ Μηναίου
Ἐγγίζει ὁ Χριστός, Βηθλεέμ προετοιμάζου. ῎Ηδη τῶν ἐθνῶν τό σωτήριον αὐγάζει. Εὐτρέπισον τήν Φάτνην, τούς Ποιμένας συνάγαγε, κάλεσον τούς Μάγους ἐκ Περσίας. Αἱ Στρατιαί τῶν ᾿Ασωμάτων, Νοῶν κραυγάζουσιν· ὁ Βασιλεύς τῶν οὐρανῶν, Χριστός παραγίγνεται.

Δοξολογία Μεγάλη καί ᾿Απόλυσις

Εἰς τήν Λειτουργίαν

Τά συνήθη. ᾿Απόστολον καί Εὐαγγέλιον ζήτει τῇ ιγ’ Νοεμβρίου

Κοινωνικόν
Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον…

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, Φιλογόνιε θαυμαστέ, τῆς Τριάδος μύστα, ὀρθοδόξων προασπιστά, κακοδόξων μάστιξ, καί συνηγόρων κλέος, λαμπρέ ᾿Αντιοχείας, ᾿Αρχιεπίσκοπε.

Δίστιχον
Φιλογόνιε δίδου μοί Γεωργίῳ,
σήν εὐχήν· νομικῶν γάρ εἶ παραστάτης.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ

Ποίημα: Γεωργίου ᾿Αποστολάκη, τοῦ ἀπό δικαστῶν.

᾿Εν Τρίκκῃ τῇ 20ῇ ᾿Οκτωβρίου 1998
Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος ᾿Αρτεμίου

Πηγή: eleftheria.gr, crkvenikalendar.com, kalagias.weebly.com

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s