9 Σεπτεμβρίου 2021

Βουβά σε κλαίνε τα βουνά, οι έμορφες Μαδάρες
Γλυκά κοιμήσου Μίκη μας στης Κρήτης τση αγκάλες
Στη γη των προγόνων του ο Μίκης Θεοδωράκης
Η Κρήτη τον αποχαιρέτησε όπως ξέρει. Με τα τραγούδια της και τη λεβεντιά της… Στο ταπεινό χωριό του Γαλατά, έξι χιλιόμετρα από τα Χανιά, πάνω από τη θάλασσα του Αιγαίου προς το ύψωμα: αυτή τη γη επέλεξε ο Μίκης Θεοδωράκης για να ξαποστάσει. Στη γη των προγόνων του, σε μια κοινότητα προοδευτικών Βενιζελικών και Κομμουνιστών, δίπλα από τους τάφους του πατέρα, της μητέρας και του αδελφού του. Εκεί και η τελευταία πράξη σε μία ζωή πλούσια σε βιώματα, πλήρη σε δημιουργία και γεμάτη από χαρές και πίκρες, βάσανα και χειροκρότημα, πόνο, δάκρυα, αίμα αλλά και περισσή ευχαρίστηση. Έτσι όπως πρέπει να είναι η ζωή.

Η Κρήτη τον αποχαιρέτησε όπως ξέρει. Με τα τραγούδια της και τη λεβεντιά της, εντάσσοντας αυτόν τον μεγάλο Έλληνα στη δική της Ιστορία, που τόσες χιλιετίες τώρα λειτουργεί σαν φάρος όχι μόνο για εμάς τους Έλληνες, αλλά και για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Αυτή η γη υποδέχτηκε εκείνον που υποδειγματικά κατάφερε να παντρέψει με μοναδική μαεστρία τον Ελύτη με τον Σεφέρη, τον Σικελιανό με τον Ρίτσο και τον Αναγνωστάκη και τον Πάμπλο Νερούδα σε έναν γάμο, σαν τους κρητικούς χορούς με απόλυτη αρμονία του στίχου με τη μουσική και την κίνηση.
Σπάνια ένας άνθρωπος είχε την ικανότητα -και την ευτυχία- να καταφέρει το ακατόρθωτο και να φέρει την Ποίηση στο κατώφλι κάθε πολίτη, μαθαίνοντάς τον όχι μόνο να σιγομουρμουρίζει τους στίχους, αλλά και να τους σιγοτραγουδά με πάθος και ορμή. Αν θα μείνει στην Ιστορία αυτός ο άνθρωπος θα είναι γιατί κατήχησε τον κόσμο ολάκαιρο και του έμαθε να ζει με την Ποίηση των μεγάλων ποιητών αυτού του τόπου.
«Θέλω να πεθάνω σαν Κομμουνιστής» είπε και έγραψε. Δεν είναι δα και μικρή κουβέντα αυτή. Μετά από περίπου έναν αιώνα ζωής το να καταλήξεις εκεί που άρχισες δεν είναι και λίγο πράγμα. Ο Μίκης γέμισε τις ζωές μας και κάποιες στιγμές οδήγησε και τα βήματά μας. Έμαθε την ψυχή μας να τραγουδά και να υμνεί, να μοιρολογεί και να χορεύει, να απαγγέλλει και να δακρύζει μοιραζόμενη τον πόνο. Τον συλλογικό πόνο. Της Ρωμιοσύνης τον πόνο. Τον δικό μας και τον δικό τους πόνο, σαν τη γη πάνω στην οποία ζούμε και το χώμα που είναι δικό τους και δικό μας. Καλό ταξίδι στις γειτονιές των αγγέλων.
Κατερίνα Σακελλαροπούλου: «Ο Μίκης Θεοδωράκης θα είναι πάντα εδώ»

Ο επικήδειος που εκφώνησε η Προέδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου στην τελετή αποχαιρετισμού του Μίκη Θεοδωράκη:
«Σήμερα αποχαιρετάμε τον Μίκη Θεοδωράκη, όλοι μαζί, όλες οι ηλικίες κι όλες οι γενιές. Και αυτές που μοιράστηκαν μαζί του βιωμένες εμπειρίες, και αυτές που εισέπραξαν τα τραγούδια του σαν ένα κάλεσμα για την υπέρβαση του ατομικού και τη συνάντηση με τους άλλους· σαν ένα κώδικα που υπερέβαινε τις συγκυρίες, σηματοδοτώντας την αντίσταση, την ελπίδα, τη συντροφικότητα, τη συλλογική διεκδίκηση· σαν ένα μήνυμα ελευθερίας. Και μαζί με τους μεγαλύτερους, τον αποχαιρετούν και οι νεότερες γενιές, τα παιδιά και οι έφηβοι. Γιατί και οι νέοι μας συγκινούνται όταν τραγουδούν το «Ένα το χελιδόνι» στα σχολειά τους, παρασυρμένοι από τον εγερτήριο άνεμο που διαπερνά τους στίχους και τη μουσική. Εκείνο τον σχεδόν μεταφυσικό άνεμο – ζωοδότη μιας εποχής οδύνης αλλά και ανάτασης, αγώνων και μεγάλων οραμάτων.
Τον αποχαιρετούν οι άνθρωποι, αλλά και οι τόποι. Οι τόποι που τους έζησε σαν δωρεά, τόποι μυρωμένοι των παιδικών του χρόνων, η Χίος, η Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, ο Πύργος, η Πάτρα, η Τρίπολη, όπου και έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ηλικία 17 ετών με το έργο του «Κασσιανή»· οι τόποι της νιότης του -η Αθήνα, τα Χανιά, η Αλεξανδρούπολη- και της διεθνούς του αναγνώρισης: από το Παρίσι ως τη Μόσχα, από το Τελ Αβίβ ως τη Στοκχόλμη, από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ως την Αβάνα. Αλλά και οι τόποι της εξορίας, η Ικαρία, η Μακρόνησος, η Ζάτουνα της Αρκαδίας, ο Ωρωπός, τους οποίους ο συνθέτης μετέτρεψε σε εστίες δημιουργικής έμπνευσης, καταφέρνοντας έτσι να ακυρώσει έμπρακτα τη φίμωσή του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης επέδρασε καταλυτικά στο αισθητικό, το ηθικό, το πολιτικό μας φρόνημα. Δημιούργησε ένα ιδιαίτερο μουσικό σύμπαν, μέσα από τον πλούσιο συγκερασμό δημοτικής παράδοσης και βυζαντινού μέλους, λαϊκού τραγουδιού και σύγχρονων αρμονικών κατακτήσεων, θέλοντας να εκφράσει, καθώς έγραφε το 1972, «την απέραντη ευαισθησία και το ένθεο πάθος του λαού μας». Έβαλε τους στίχους των ποιητών μας στο στόμα του καθένα από μας και τους έκανε κοινό μας κτήμα, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό, «ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική», όπως σημείωνε ο ίδιος. Έδωσε ρωμαλέα αγωνιστικότητα στο ελληνικό τραγούδι, δραματική διάσταση στις επικές του συνθέσεις, λυρική ομορφιά και υπόρρητη μελαγχολία στις μπαλάντες του.
Έλληνας και οικουμενικός, πατριώτης και διεθνής, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σύμβολο και παράδειγμα μαζί. Σύμβολο της υπεύθυνης ατομικής στάσης απέναντι στα σκληρά αιτήματα της Ιστορίας, συνέδεσε το όνομά του, ήδη από τα πρώτα του νιάτα, με το ΕΑΜ και την αντίσταση την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Με την πολιτική και πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του εξήντα, με τους Λαμπράκηδες και το κίνημα της ειρήνης, με την αντιδικτατορική δράση εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών. Στη μεταπολίτευση, υπερασπίστηκε σθεναρά τη «λύση Καραμανλή», την ενότητα της αριστεράς, την υπόθεση της Κύπρου, την εθνική συμφιλίωση. Παράδειγμα θάρρους στην έκφραση γνώμης και τόλμης στη διατράνωση των πιστεύω του, αψήφησε διώξεις, συλλήψεις, εκτοπισμούς, διαψεύσεις, πικρίες – το βαρύ προσωπικό κόστος της συνέπειάς του ως πνευματικού πρωτοπόρου στο ηθικό χρέος απέναντι στην πατρίδα και τους ανθρώπους της, όπως το αντιλαμβανόταν και το όριζε ο ίδιος. Διακινδύνευσε για χάρη των κοινών, προσφέρθηκε στον διάλογο και στην κριτική, αντιστάθηκε στις δεσμεύσεις του μύθου του. Υπόδειγμα της διάχυσης του εαυτού μέσα στα πολλά πρόσωπα της κοινωνίας, κινήθηκε με την ίδια άνεση και ζωντάνια στους πιο διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, είτε ανάμεσα στους συγχωριανούς του και τους φίλους του από τα παλιά, είτε ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς. Τόσο η δημιουργία όσο και η πολιτική του στάση καθορίστηκαν πάντοτε από την πεποίθηση ότι ποιητική ύλη και ποιοτική αλήθεια μπορεί να βρει ο καλλιτέχνης στους κόλπους του λαού· και ότι χωρίς την πίστη στον λαό του κανείς δημιουργός δεν μπορεί να ανοίξει τα φτερά του στον κόσμο.
Άνθρωπος της πράξης και ταυτόχρονα ρομαντικά υπερβατικός, κατάφερε, ως το τέλος της ζωής του, να ηλεκτρίζει με την παρουσία του το συναίσθημα όλων μας. Μολονότι πολιτικά υπήρξε μοναχικός -«μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος, αυτοστρατευμένος», αυτοχαρακτηριζόταν- δεν πρόδωσε ποτέ τις τρεις δεσπόζουσες της ζωής του: την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, την απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη, την αφοσίωση στα υψηλά προτάγματα της τέχνης του. Έγινε έτσι ένας παιδαγωγός του έθνους, που με την πολιτισμική και κοινωνική του παρέμβαση άλλαξε την Ελλάδα και τον καθένα μας με τρόπο πιο έμμεσο αλλά και πιο βαθύ απ’ όσο μπορούμε να διαγνώσουμε σήμερα.
Μαχητικός, χειμαρρώδης, ακατάβλητος, διέρρηξε τα όρια της εθνικής μας μοναξιάς, της ηττοπάθειας, της αποθάρρυνσης, και συνταιριάζοντας το εθνικό με το πανανθρώπινο, έδειξε έναν δρόμο για τη σφυρηλάτηση της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Μας έδωσε τον ανεκτίμητο μίτο της μουσικής του για να τον ξετυλίξουμε, να βγούμε στο ξέφωτο της δημοκρατίας και να μετατρέψουμε το σάλπισμά του σε πράξη και Πολιτεία, λογοδοτώντας στην ιστορία μας. Δηλώνοντας παρών σε κάθε καμπή της εθνικής μας περιπέτειας, πάντα μεταβολίζοντας την ιστορική στιγμή μέσα από τα χαρακτηριστικά της ξεχωριστής, έντονης προσωπικότητάς του, σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική ζωή. Κι αν έγινε, και θα παραμείνει εσαεί, κραταιό πολιτισμικό σύμβολο είναι γιατί στο πρόσωπο και στη δημιουργία του συναιρέθηκαν μερικά από τα πιο ενθουσιώδη, οιστρήλατα, οραματικά στοιχεία της νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας.
Με σεβασμό και συγκίνηση, εκ μέρους όλων των Ελλήνων, αποχαιρετώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Θα είναι πάντα εδώ, ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη μνήμη όλων μας».
Το ύστατο χαίρε

Παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα και του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, που παρίσταντο στην εξόδιο ακολουθία στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου στο χωριό Γαλατάς, τα Χανιά και η Κρήτη αποχαιρέτησαν χθες, 9 Σεπτεμβρίου 2021, τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη και αγωνιστή της δημοκρατίας, Μίκη Θεοδωράκη.

Η σορός του Μίκη Θεοδωράκη έφτασε το πρωί με το πλοίο της γραμμής στο λιμάνι της Σούδας και, με μια ενδιάμεση στάση στην πλατεία της Δημοτικής Αγοράς της πόλης, μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου για λαϊκό προσκύνημα. Με πομπή αυτοκινήτων και με τις καμπάνες να ηχούν πένθιμα, η σορός του Μίκη Θεοδωράκη αναχώρησε στις 12:15 μ.μ. από τον Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, και μέσω της Παλαιάς Εθνικής οδού Χανίων – Κισσάμου έφτασε στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στο χωριό Γαλατάς, όπου και τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία. Κατά την αναχώρηση της σορού από τη Μητρόπολη, πολίτες που βρίσκονταν στο σημείο χειροκροτούσαν φωνάζοντας «αθάνατος», ενώ τραγουδούσαν συνθέσεις του εκλιπόντος. Παράλληλα, πένθιμα παιάνιζε η φιλαρμονική ορχήστρα του Δήμου Χανίων.

Γαλατάς Χανίων
Το ιστορικό χωριό του Μίκη Θεοδωράκη και η σκληρή μάχη με τους ναζί τον Μάιο του ’41
Ο Γαλατάς Χανίων είναι η τελευταία κατοικία του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η ιστορία του χωριού είναι μεγάλη, ιδιαίτερα μετά τη θρυλική σύγκρουση με τους ναζί, τον Μάιο του 1941, κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Ο Γαλατάς ανήκει στον Δήμο Χανίων του ομώνυμου νομού, στη δυτική Κρήτη. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 3.166 κατοίκους. Παλαιότερα ήταν έδρα του Δήμου Νέας Κυδωνίας. Βρίσκεται 5 χλμ. δυτικά των Χανίων, σε υψόμετρο 90 μέτρων. Το χωριό έχει μεγάλη ιστορία, ενώ έγινε διάσημο μετά τη φονική σύγκρουση που συντελέστηκε εκεί, κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, με τους ναζί.

Το πατρικό σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη στον Γαλατά Χανίων
Ο Γιώργος Αγοραστάκης, αδελφικός φίλος του Μίκη Θεοδωράκη, έχει γράψει για το χωριό στο mikisguide.gr, το σάιτ που φιλοξενεί όλο το έργο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη: «Οι σκληρότερες και φονικότερες μάχες κατά τη Μάχη της Κρήτης έγιναν στον Γαλατά Χανίων, όπου οι Γερμανοί είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Ο Γαλατάς είναι το χωριό του Μίκη Θεοδωράκη. Η οικογένεια Θεοδωράκη βρισκόταν τότε στην Τρίπολη. Το σπίτι τους στο χωριό γκρεμίστηκε από τους αεροπορικούς βαρβαρισμούς», γράφει ο κ. Αγοραστάκης. Στη συνέχεια προσθέτει: «Οι Γερμανοί κατακτητές, για να καταλάβουν την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας, έπρεπε πρώτα να καταλάβουν τους οχυρωμένους λόφους του Γαλατά έξω από την πόλη. Υπερασπιστές του Γαλατά ήταν το 6ο ελληνικό σύνταγμα με επικεφαλής το συνταγματάρχη Μιχ. Γρηγορίου, η 4η νεοζηλανδική ταξιαρχία με επικεφαλής τον ταξίαρχο Ίγγλις, η 10η νεοζηλανδική ταξιαρχία με επικεφαλής τον ταξίαρχο Κιπεμπέργκερ και όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής.

Οι Ναζί στον Γαλατά
Οι επιθέσεις των Γερμανών για την εκπόρθηση του Γαλατά γίνονταν σε αλλεπάλληλα κύματα και κράτησαν έξι ημέρες, από τις 20 έως και τις 26 Μαΐου. Η υπεράσπιση του χωριού πήρε τη μορφή ενός ηρωικού αγώνα μέχρι θανάτου. Οι μάχες ήταν λυσσώδεις. Τα αεροπλάνα καθέτου εφόρμησης βομβάρδιζαν και πολυβολούσαν τους αμυνόμενους. Οι βόμβες έπεφταν βροχή. Ο Γαλατάς κατελήφθη τρεις φορές και πάλι ανακατελήφθη από τους υπερασπιστές του. Παντού στα σπίτια, στις αυλές, στους δρόμους, στα λιόφυτα ήταν σκορπισμένοι νεκροί και τραυματίες. Οι Γαλαθιανοί έδωσαν έναν αγώνα μέχρι θανάτου με το όπλο στο χέρι, για να υπερασπιστούν το χωριό τους και για να βοηθήσουν Έλληνες και Νεοζηλανδούς που πολεμούσαν. Από την πρώτη στιγμή δημιουργήθηκε ένα συνεργείο γυναικών και ένα πρόχειρο νοσοκομείο, υπό την καθοδήγηση του γιατρού Εμ. Χατζητζανή για την περίθαλψη των τραυματισμένων. Στη μάχη έχασαν τη ζωή τους 276 Έλληνες και Νεοζηλανδοί και περίπου 1.500 Γερμανοί».

Ο Γερμανός στρατηγός Βίτμαν στο βιβλίο του «Η Κρήτη, το νησί του αινίγματος», ονόμασε τη μάχη του Γαλατά «μάχη των γιγάντων». Περιγράφει στιγμιότυπα ως εξής: «Τα πλήγματα των αεροπλάνων και πυροβόλων μας είναι εύστοχα. Μια κόλαση φωτιάς, καπνού και εκρήξεων συνταράσσει το έδαφος. Καταλαμβάνομε εξ εφόδου το σκεπασμένο από πτώματα αλεξιπτωτιστών ύψωμα της εκκλησίας του Γαλατά και προχωρούμε με αγώνες εκ του συστάδην προς τα σπίτια της Ντόμπιας. Επιθέσεις και αντεπιθέσεις εναλλάσσονται. Μια πολύ ορμητική μας επίθεση κινδυνεύει να εξασθενήσει. Αλλά μια νέα βροχή οβίδων από τα αεροπλάνα μας έρχεται να μας βοηθήσει. Με την τελευταία βόμβα οι αλπινιστές μας εξορμούν κατά του εχθρού. Από χαράκωμα σε χαράκωμα, από σπίτι σε σπίτι, αρχίζει ένας φονικός εκ του συστάδην αγώνας, ο οποίος μέσα στο σκοτάδι μαίνεται ακόμα σε όλη την έκταση του Γαλατά. Μια γενναία αντεπίθεση των Ελλήνων και Βρετανών τους δίδει και πάλι το χωριό στα χέρια εξ ολοκλήρου. Ακολουθεί μια τρομερή νυκτερινή οδομαχία των αλπινιστών μας, οι οποίοι επικρατούν προς στιγμήν. Καθώς βγήκε ο ήλιος, το πρωί φώτισε ένα φρικαλέο θέαμα. Σε λίγο είχαμε σταθεροποιήσει τις θέσεις μας με 1.500 νεκρούς στρατιώτες».

«Ο Γαλατάς ήταν ένας σωστός Γολγοθάς. Δεν έμεινε σπίτι που να μην πληρώσει τον φόρο του αίματος στον Μολώχ της καταστροφής. Όλοι μέχρι κεραίας έκαμαν το καθήκον τους. Από τον παπα-Βασίλη Ρουμελιωτάκη και τον Γαλατιανό γιατρό Χατζητζανή έως και τον τελευταίο κάτοικο του χωριού. Νεοζηλανδοί αντάμα με Έλληνες πολέμησαν σκληρά. Το μεγαλύτερο βάρος του αγώνα το ανέλαβαν οι Νεοζηλανδοί, με την υποστήριξη πάντα και των Ελλήνων στρατιωτών και των πολιτών του Γαλατά… Ο Γαλατάς έμεινε για πάντα σύμβολο. Ένα όνομα με γράμματα φωτεινά που θα λάμπουν για πάντα στο στερέωμα της Ιστορίας της Κρήτης», γράφει ο Τάκης Ακρίτας στο βιβλίο του «Φλεγόμενοι ουρανοί».


Το μνημείο πεσόντων στον Γαλατά κατά τη Μάχη της Κρήτης (Μάης 1941)
Ο μεγάλος Έλληνας
Στο πρόσωπό του συμπυκνώθηκε ο αγώνας μιας Ελλάδας ενάντια στη βαρβαρότητα, με δυνατά της όπλα τη μουσική, την ποίηση και την πίστη στις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε να μας δώσει πίσω την ταυτότητά μας στην πιο αυθεντική της μορφή προτρέποντας, με το προσωπικό του παράδειγμα και τη στάση ζωής του, όλους τους Έλληνες να γίνουν ξανά «όντα πολιτικά». Ολάκερη η ζωή του, η τέχνη του, οι επιλογές και οι αγώνες του υπήρξαν πάντοτε πράξεις κατ’ εξοχήν πολιτικές, δείχνοντας σε όλους πως και ολόκληρος ο ανθρώπινος βίος πρέπει είναι πολιτική σε κάθε του έκφανση, με την ίδια αντίληψη που το νοούσαν αυτό και το δίδαξαν οι αρχαίοι Έλληνες και μπολιασμένο με την παράδοση και την ιστορία του τόπου μας, τα πάθη, τα οράματα και τους καημούς της ρωμιοσύνης!
Υπ’ αυτή την έννοια ο Μίκης γύρισε πάνω μας το αντικαθρέφτισμα του αληθινού εαυτού μας, αποδίδοντας μοναδικά με το αποτύπωμά του στη νεοελληνική πραγματικότητα, όλα εκείνα που συναποτελούν τον Έλληνα στην αρχετυπική του λάμψη και τραγικότητα, στην αιώνια, ανεξάντλητη ομορφιά του! Και αυτή νομίζω είναι η μεγαλύτερη προσφορά του στη ζωή, στον πολιτισμό και στον τόπο μας. Σήκωσε πάνω του ολάκερη την Ελλάδα στις πιο δύσκολες ώρες της νεότερης ιστορίας της. Ενσάρκωσε την καθολική εικόνα του αγωνιζόμενου ελεύθερου ανθρώπου στη συλλογική συνείδηση του λαού μας και του άφησε, θησαυρό αδαπάνητο και παντοτινό σημείο αναφοράς, το τεράστιο έργο του, μέσα στο οποίο θα ζει, θα ανασαίνει και θα πορεύεται παντοτινά η αληθινή Ελλάδα!
Καλή ανάπαυση! Θα είσαι πάντα παρών!
Αποχαιρετούμε τον δημιουργό Μίκη Θεοδωράκη, τον παγκόσμιο Μίκη, με σπαράγματα από το έργο του, τον βίο του και τη συλλογική μνήμη:

«Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές»

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες»

«Teach me to dance» ζήτησε ο Άλαν Μπέιτς, «Come on my boy» απάντησε ο Άντονι Κουίν

«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς»… Μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη σχηματίζουν το «Ζ» στην παραλία. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Γενιά μας» στις 10 Δεκ. 1966 (φωτ. αρχείο ΑΣΚΙ)

«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις». Συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την ανατίναξη της Λέσχης Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Σερρών. Εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, διακρίνονται οι Θόδωρος Καζέλης, Βασίλης Εφραιμίδης, Νίκος Κιτσίκης, Σέρρες 1966 (φωτ. αρχείο ΑΣΚΙ)

«Πίσω απ΄ τον τοίχο πάλι θά ΄μαστε παρέα», Μάρτιος 1949: Ο Μίκης Θεοδωράκης, μαζί με συντρόφους του από τη Μακρόνησο, στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Σπασμένα χέρια, ταλαιπωρημένα σώματα, νέοι άνθρωποι που αναζήτησαν την κοινωνική χειραφέτηση και αναμετρήθηκαν με το κράτος της βίας και του τρόμου. Διακρίνονται επίσης ο Μανώλης Παπουτσάκης και ο Μανώλης Φουρτούνης (ΑΣΚΙ, φωτ. αρχείο Νίκου Μάργαρη)

«Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ / κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ»
Πηγές: inewsgr.com, zougla.gr, in.gr, mikisguide.gr