Η πορεία προς Εμμαούς

Μετά την Ανάσταση του Χριστού, οι μαθητές Του δεν μπορούσαν να πιστέψουν το γεγονός. Ο Χριστός εμφανίστηκε στις Μυροφόρες και στη Μαρία τη Μαγδαληνή. Ταυτόχρονα, στον τάφο Του έσπευσαν οι απόστολοι Ιωάννης και Πέτρος για να βρουν το σώμα Του, αλλά βρήκαν μονάχα τα νεκρικά σπάργανα με τα οποία τον είχαν τυλίξει, όπως επίσης και την πετσέτα (το σουδάριο), με το οποίο είχαν καλύψει την τίμια κεφαλή Του. Ο Χριστός, εν τω μεταξύ, προκειμένου να βοηθήσει τους μαθητές Του να καταλάβουν το θαυμαστό γεγονός το οποίο είχε συμβεί, εμφανιζόταν συνεχώς.

Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, δύο από τους 70 μαθητές του Χριστού, ο Λουκάς και ο Κλεόπας, βάδιζαν έξω από τα Ιεροσόλυμα, κατευθυνόμενοι προς ένα κοντινό χωριό, τους Εμμαούς, όπου βρισκόταν το σπίτι του Κλεόπα. Είχαν ακούσει τα νέα της Αναστάσεως, αλλά δεν τα είχαν πιστέψει. Ήταν πολύ στενοχωρημένοι για τα γεγονότα που είχαν συμβεί, για το ότι ο Χριστός πέθανε μαρτυρικά στον Σταυρό. Τότε πλησίασε κοντά τους ο Αναστημένος Χριστός, αλλά δεν τον γνώρισαν. Ο Κύριος τους ρώτησε γιατί ήταν ταραγμένοι και περπατούσαν σκυθρωποί. Τότε αυτοί του εξήγησαν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών.

Ο Κύριος τους μάλωσε και τους είπε ότι αυτά έπρεπε να πάθει ο Χριστός, καθώς έτσι έλεγαν οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη και αυτό ήταν το σχέδιο του Θεού. Οι δύο μαθητές δεν χόρταιναν να τον ακούνε. Προχώρησαν τόσο πολύ, ώστε έφτασαν μαζί Του ως τους Εμμαούς, στον προορισμό τους. Και οι δύο μαθητές, κατασυγκινημένοι και καταγοητευμένοι από τα λόγια του Χριστού, τον παρακάλεσαν έντονα λέγοντας: «Μείνον μεθ’ ημών», «μείνε μαζί μας, καθώς πέρασε η ημέρα και βράδιασε».

Και ο Χριστός τους ακολούθησε στο σπίτι του Κλεόπα. Εκεί έστρωσαν τραπέζι. Τότε ο Χριστός πήρε το ψωμί, όπως έκανε όταν ήταν μαζί με τους μαθητές Του, το ευλόγησε και τους το έδωσε. Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους, αλλ’ ο Χριστός έγινε άφαντος. Οι μαθητές έμειναν στη θέση τους άφωνοι. Και είπαν στους εαυτούς τους: «Δεν καιγόταν η καρδιά μας από αγάπη για τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν πιστέψαμε στην Ανάσταση, αλλ’ ούτε και τον γνωρίσαμε. Τώρα όμως μάθαμε».

Και έφυγαν, πηγαίνοντας το ίδιο βράδυ να μιλήσουν στους άλλους μαθητές και να τους ανακοινώσουν το σπουδαίο γεγονός. Ο Χριστός όμως είχε εμφανιστεί και στον Πέτρο και σε άλλους, ώστε να μπορέσουν όλοι να καταλάβουν το σπουδαίο γεγονός της Ανάστασής Του και κανένας να μην δυσπιστήσει πλέον σ’ αυτό.

(Λουκ. 24, 13-35, σε: antexoume.wordpress.com)

Η πορεία προς Εμμαούς

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
(περιοδικό «Επίγνωση», τεύχ. 109)

Η πορεία προς Εμμαούς είναι μια μακρά πορεία μέσα στη νύχτα. Είναι η δική μας πορεία. Τα συμβαίνοντα στην καθημερινότητα μας βυθίζουν ολοένα και πιο βαθιά στον ύπνο. Νομίζουμε πως αν διορθωθούν τα κακώς κείμενα, η κοινωνία θα βαδίσει με ασφάλεια προς την πρόοδο και την ευημερία, με τη σκέψη μας στη βελτίωση της επίγειας βιωτής μας, όπως και των μαθητών που περιστρέφονταν διαρκώς στα στενά πλαίσια της επίγειας κυριαρχίας του Ισραήλ. Όμως κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ελλοχεύει κάτω από τις πατούσες του καθώς πορεύεται απορροφημένος στις ασχολίες του. Μέσα στην απόγνωση και την μοναξιά μας ο Χριστός περπατά δίπλα μας εμψυχώνοντας τις καρδιές μας. Όμως εμείς δεν έχουμε μάτια για να τον δούμε. Οι μαθητές τον γνωρίζουν εν τη κλάσει του άρτου. Η κλάση του άρτου παραπέμπει στην ενσάρκωση. Στο Σώμα του Χριστού που προσφέρεται σε όλους. Όπως και στη ζωή μας, ο Χριστός είναι παρών και ταυτοχρόνως απουσιάζει. Η είσοδός του στον ιστορικό χρόνο δεν είναι για να τον διαιωνίσει, αλλά για να τον υπερβεί, και να δείξει ότι δεν είναι ο ιστορικός χρόνος που καθορίζει τον άνθρωπο ως πνευματική οντότητα, αλλά ο χώρος της μετα-ιστορίας, ακολουθώντας, ωστόσο, την αναγκαία, οδυνηρή όσο και επικίνδυνη πορεία στην κοιλάδα του θανάτου, που είναι η ιστορία.

(Πηγή: anastasiosk.blogspot.com)

Πρὸς Ἐμμαούς – Μια συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό!

Fr. Lev Gillet

«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς … Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς …» (Λουκ. κδ’, 13-15)

Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετήσουμε, νὰ ἐξετάσουμε καλύτερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.

Fr. Lev Gillet

Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους πλησίαζε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Κάποιες φορές, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστό. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπο, ἄμεσα. Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ δική του πρωτοβουλία, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται στὸ δρόμο τους, στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος «ἐπὶ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθει.

Στὴ περίπτωση τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγιση εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπο, ἐμπρός τους· ὅτι δὲν βάδιζε πρός ἀντίθετη κατεύθυνση, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησή τους. Ἔτσι, οἱ μαθητές δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζοντας πίσω τους σέ κάποια ἀπόσταση, τελικά ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀρχικά, βάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθητές ὅτι τοὺς συνώδευε, ἕως ὅτου τοὺς πλησίασε τόσο, ὅσο νὰ ἀκούει τὸν ἦχο τῆς συνομιλίας τους. Τέλος, τοὺς πρόφθασε καί, φθάνοντας στό πλευρό τους, ἔλαβε εὐθὺς μέρος στὸ διάλογο, στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.

Ἡ προσέγγισή Του δὲν ἦταν μόνο τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς πλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι. Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσο τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπο ἀνάλογο ἐκείνου, ποὺ πλησίασε τοὺς μαθητές κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς.

Κάποιοι ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν Ἰησοῦν «κατὰ πρόσωπον»· Τὸν γνωρίζουν λίγο ἕως πολύ· γνωρίζουν πῶς νὰ ἀπευθυνθοῦν πρὸς Αὐτόν, καὶ ἔχουν μάθει νὰ ἀντιλαμβάνωνται πότε Ἐκεῖνος ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς. Ὅμως σήμερα, γιὰ τὸν περισσότερο κόσμο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄγνωστος. Ἔτσι, ὡς ἕνας ἄγνωστος λοιπόν, τοὺς πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ ὁδόν, ὅπως καὶ τοὺς μαθητές πρὸς Ἐμμαούς. Τοὺς πλησιάζει μὲ τέτοιο τρόπο, ὡς νὰ εἶναι κάποιος ἄγνωστος σ’ αὐτούς, ἀλλὰ ἄγνωστος συγγενής τους.

Συνήθως, σκεπτόμαστε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρή πρόθεση νὰ ἀναμείξουμε τὸν Χριστὸ στοὺς συλλογισμούς μας. Καὶ νά, ποὺ ὁ Χριστὸς παρεμβάλλεται στὴ σκέψη μας χωρὶς νὰ τὸ παρατηρήσουμε. Εἰσχωρεῖ στὸ νῆμα τῶν συλλογισμῶν μας, στὰ κύματα τῶν συναισθημάτων μας. Δὲν γνωρίζουμε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, ἀλλὰ λίγο – λίγο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας καινούριος παράγοντας συμμετέχει στὴ δραστηριότητα τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Εἴτε γνωρίζουμε εἴτε δὲν γνωρίζουμε πῶς λέγεται ὁ παράγοντας αὐτός, μᾶς ἐπιβάλλεται· ἀκόμη καὶ ἂν ἀρνούμαστε νὰ δεχθοῦμε ὅσα μᾶς ὑποβάλλει, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ τὸν ὑπολογίσουμε.

Μία σκέψη ἢ μία αἴσθηση, ὁποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει, ἀνοίγουν νέες προοπτικές. Οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαοὺς ἦσαν σκυθρωποὶ καὶ τεθλιμμένοι, ὅση ὥρα βρίσκονταν ἀπορροφημένοι στὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς τους. Ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος βρέθηκε μεταξύ τους καὶ ἄρχισε τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅλα ἔγιναν φωτεινά, ὅλα τὰ προβλήματα λύθηκαν, ὅλα εἰρήνευσαν. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ προηγουμένως συζητοῦσαν καὶ ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἀτέρμονα, ἔπαυσαν τώρα. Ὅλες οἱ περιπλοκὲς λύθηκαν, ὅλοι οἱ λαβύρινθοι βρῆκαν διέξοδο, ἐμπρὸς στὴν ἤρεμη βεβαιότητα, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ μόνος διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς. Ὅλοι, κάποιες στιγμές, εἴμαστε προσκυνητές πρὸς Ἐμμαούς, βαδίζοντας μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς νύκτας, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πέφτει, μὲ τὶς ἀμφιβολίες μας, τὰ ἄγχη μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἀντιζηλίες μας, τὶς διεκδικήσεις μας, τὴ νοησιαρχία μας, τὶς καχυποψίες μας, τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές μας συγκρούσεις. Ὅμως κάποιος, ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τρέχει, μᾶς προφθάνει, καὶ «συνεμπαίνει» στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μας. Καὶ τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια καὶ καθαρότητα εἰσβάλλει στὸ νοῦ καὶ στὴ σκέψη μας· μία μεγάλη ἡσυχία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας. Δὲν γνωρίζουμε ἴσως τὴν ὑπέρτατη ζωντανὴ παρουσία Ἐκείνου, ποὺ διεβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι πίεζαν τὸν Κύριο νὰ μὴ φύγει, ἀλλὰ νὰ μείνει μαζί τους, ἡ ψυχή μας ὁλόκληρη κραυγάζει πρὸς τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Παντοδύναμο: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»…

(Πηγή: sostis.gr)

Η αποκάλυψη του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά

Ιερομονάχου Σεραφείμ Ρόουζ

Σε κάποιο σημείο της Καινής Διαθήκης δύο από τους μαθητές του Χριστού βάδιζαν στον δρόμο προς Εμμαούς (κατά Λουκάν, κεφ. 24). Ο ίδιος ο Χριστός, ακριβώς την ημέρα της Ανάστασής Του, τους συνάντησε και προχώρησε μαζί τους, ρωτώντας τους γιατί ήταν τόσο ταραγμένοι. Αυτοί με τη σειρά τους άρχισαν να Τον ρωτούν, αν ήταν ο μόνος που δεν ήξερε τι είχε συμβεί στην Ιερουσαλήμ. Είπαν ότι υπήρχε ένας μεγάλος προφήτης που είχε φονευθεί και μετά υπήρξαν ισχυρισμοί ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς∙ αλλ’ εκείνοι δεν ήξεραν τι να πιστέψουν. Τότε ο Χριστός άρχισε να ανοίγει τις καρδιές τους και να τους εξηγεί τι έλεγε η Παλαιά Διαθήκη ότι επρόκειτο να συμβεί στο Μεσσία. Όλη εκείνη την ώρα οι μαθητές δεν Τον αναγνώριζαν, γιατί δεν ήρθε να τους καταπλήξει με σημεία και τέρατα.

Ιερομ. Σεραφείμ Ρόουζ

Αργότερα, όταν έφτασαν στους Εμμαούς, ο Χριστός έκανε σαν να επρόκειτο να συνεχίσει πιο πέρα, και θα έφευγε από κοντά τους χωρίς να τον αναγνωρίσουν αν δεν Του ζητούσαν -από απλή αγάπη για ένα ξένο που βρισκόταν σε δυσχέρεια- να περάσει τη νύχτα μαζί τους. Τελικά, όταν κάθησε μαζί τους στο τραπέζι και έκοψε τον άρτο όπως στο Μυστικό Δείπνο, τα μάτια τους ανοίχθηκαν, είδαν ότι ήταν ο ίδιος ο Χριστός, και τότε χάθηκε ακριβώς μπροστά στα μάτια τους. Άρχισαν να αναρωτιούνται και να θυμούνται ότι, όλη την ώρα που Εκείνος ήταν μαζί τους, είχαν ένα φλόγισμα στην καρδιά τους, παρ’ ότι δεν Τον είχαν αναγνωρίσει ακόμα. Αυτό που τελικά τους έκανε να αναγνωρίσουν το Χριστό ήταν αυτή η φλεγόμενη καρδιά, κι όχι απλά το γεγονός ότι χάθηκε από μπροστά τους, γιατί αυτό μπορούν να το κάνουν επίσης και οι μάγοι. Για τον λόγο αυτόν, δεν είναι τα θαύματα που αποκαλύπτουν πρώτα απ’ όλα το Θεό στους ανθρώπους, αλλά κάτι σχετικά με το Θεό το οποίο αποκαλύπτεται σε μια καρδιά που είναι έτοιμη γι’ αυτό. Αυτό εννοούμε λέγοντας «φλεγόμενη καρδιά» μέσω της οποίας οι δύο μαθητές είχαν επαφή με τον Ενσαρκωμένο Θεό.

Εδώ βλέπουμε πως προκύπτει αυτό που λέγεται αποκάλυψη: η καρδιά συγκινείται και αλλοιώνεται από την παρουσία του Θεού, ή από κάποιον που είναι πληρωμένος με το Πνεύμα Του, ή απλά ακούγοντας να κηρύσσεται η αλήθεια γι’ Αυτόν. Επίσης, έτσι οι Απόστολοι είχαν τη δύναμη να πάνε σε όλη σχεδόν την οικουμένη -στην Ινδία (και πιθανώς ακόμα μακρύτερα, στην Κίνα), στη Ρωσία στο Βορρά, όπου ζούσαν οι Σκύθες, στη Βρετανία στη Δύση, και στην Αβησσυνία στο Νότο- με σκοπό να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλους τους λαούς μέσα στις πρώτες δεκαετίες μετά την ανάσταση του Χριστού.

(Πηγή: users.uoa.gr)

Κυριακή τῶν Μυροφόρων: Μέτρο τῆς πιστότητας – Η στιγμή της ήττας

Metr. Αntony Bloom

Αὐτοί πού ἑορτάζουν σήμερα ἦσαν φίλοι καί ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σπάνια τούς φέρνουμε στόν νοῦ μας, ἐπειδή πολύ λίγο ἀναφέρονται στίς Γραφές. Καθένας τους ὅμως θά μποροῦσε νά γίνει ἕνα μάθημα γιά μᾶς.

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾿Αριμαθαίας ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος πού ἄκουγε τόν Χριστό μέ ἀνοιχτό μυαλό, δέν δεσμεύτηκε ὅμως ποτέ. Δέν δεσμεύθηκε οὔτε ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας μορφωμένος καί μέλος τοῦ Συνεδρίου. Παρακολουθοῦσε τόν Χριστό, Τοῦ ἔθετε ἐρωτήματα, ἤθελε νά καταλάβει, ἤθελε νά βεβαιωθεῖ. Κανείς ὅμως ἀπό τούς δύο δέν δεσμεύθηκε ὅτι θά ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, κανείς ἀπ’ τούς δύο δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του μαθητή Του.

Metr. Αntony Bloom

῾Ωστόσο ὅμως, τή στιγμή πού ὁ Χριστός στά μάτια ὅλων ἦταν ὁ ἡττημένος, τότε πού ἡ νίκη ἦταν μέ τό μέρος τῶν ἐχθρῶν Του, ὅταν ἦταν νεκρός καί ἐπρόκειτο νά ταφεῖ, τότε ἦρθε στήν ἐπιφάνεια ἡ ἀφοσίωση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων πού ἀπό τό στόμα Του εἶχαν ἀκούσει ρήματα Ζωῆς. ᾿Αποκαθήλωσαν λοιπόν τό σῶμα Του μαζί μέ τή Θεοτόκο γιά νά τό ἐνταφιάσουν. Μέ τόλμη προσῆλθαν στόν Πόντιο Πιλάτο καί ζήτησαν τήν ἄδεια νά πάρουν τό σῶμα ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν μέ τήν προσήκουσα τιμή. Στήν πορεία τῆς ζωῆς Του, Τόν ἄκουγαν μέ διστακτικό ἀλλ’ ἀνοιχτό μυαλό. Μέ τόν θάνατό Του, ἦρθε στό προσκήνιο ἡ πιστότητά τους. Καί βλέποντας τόν πόνο τῆς Μητέρας Του καί τοῦ ᾿Ιωάννη, δέν τούς ἔμεινε καμιά ἀμφιβολία· Πρέπει νά πάρουν θέση· πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνεχθοῦν νά πεταχτεῖ περιφρονημένος Αὐτός πού στάθηκε δάσκαλος, ὁδηγός καί φίλος τους;

῎Εχουμε καί τήν ἄλλη ὁμάδα, αὐτή τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό καί φρόντιζαν γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές Του καί τῶν μαθητῶν Του. ῞Οταν ὁ Χριστός σταυρώθηκε, ὅλοι οἱ ἀπόστολοι σκορπίστηκαν, ἐκτός ἀπό τόν ᾿Ιωάννη καί ἀπό αὐτές τίς γυναῖκες. ῾Η ἀφοσίωση πού τίς κρατοῦσε κοντά Του δέν εἶχε νά κάνει μέ τή διανοητική βεβαιότητά τους γι’ Αὐτόν· μᾶλλον ἔκλεινε μέσα της κάτι ἀπό τά λόγια τῶν μαθητῶν πού πορεύονταν πρός ᾿Εμμαούς· «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ;» (Λουκ. 24, 32).

Σε ὅλη τήν πορεία, ἀπό τή Γαλιλαία ἕως τήν ῾Ιερουσαλήμ, ἀπό τό εἰρηνικό τοπίο μέχρι τόν τόπο τῆς τραγωδίας, ὅλο αὐτό τό διάστημα Τόν ἄκουγαν καί οἱ καρδιές τους ζωντάνευαν -ὄχι ἀπό προσωπική ἀγάπη πρός Αὐτόν ἀλλά ἀπό μιά βαθιά αἴσθηση αἰώνιας ζωῆς. Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού ἀντανακλοῦσαν καί τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἐνωρίτερα· ὅταν Τόν ἐγκατέλειψαν ὅλοι ὅσοι Τόν ἀκολουθοῦσαν, ὁ ᾿Ιησοῦς ρώτησε τούς μαθητές, «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;». Τότε ὁ Πέτρος ἀπάντησε· «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (᾿Ιωάν. 6, 67-68). Καί δέν ἦταν αὐτά τά λόγια, λόγια πού προέκυπταν ἀπό συλλογισμούς ἤ ἀποδείξεις. ῞Οταν ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε, ξυπνοῦσε μέσα τους ἡ αἰώνια ζωή, ἄνοιγε γι’ αὐτούς ἡ πύλη τῆς αἰωνιότητας. Καί ἤξεραν ὅτι ἦταν λόγια ἀληθινά ἐπειδή ὑπῆρχε μέσα τους νέα ζωή. Αὐτό συνέβη καί μέ αὐτές τίς γυναῖκες.

Σήμερα λοιπόν τιμοῦμε τούς ἀνθρώπους πού ἀποδείχθηκαν πιστοί, ἐκείνους πού ἐνῶ ἦσαν ἀδύναμοι δέν τό ἔβαλαν στά πόδια καί ἐκείνους πού μπροστά στήν ἥττα καί τήν τραγωδία ἀναδείχθηκαν πιστοί μαθητές. ῎Ας τούς θυμόμαστε, ὄχι μόνο ὅταν βλέπουμε πόσο δοξάστηκαν, ὅπως σήμερα στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά καί γιά νά ρωτοῦμε τόν ἑαυτό μας· Μοιάζουμε, σέ κάποιο βαθμό, μέ ὁποιονδήποτε ἀπό αὐτούς; ῞Οταν ὁ Χριστός μοιάζει ἡττημένος, ἔχω τή δύναμη νά κάνω ἕνα βῆμα μπροστά καί νά πῶ «εἶμαι κι ἐγώ μαθητής Του», τή στιγμή πού σέ ἀνέφελους καιρούς ἤμουν συγκρατημένος, ἀβέβαιος, διστακτικός καί ἔθετα στόν ἑαυτό μου, ἤ μᾶλλον ἔθετα στόν Κύριο, ἕνα σωρό ἐρωτήματα;

Κι ἀκόμα, ἄς τό σκεφθοῦμε· Εἶναι εὔκολο νά εἴμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὅταν εἴμαστε στήν κορυφή τοῦ ἀφρισμένου κύματος, στήν ἀσφάλεια τῶν χωρῶν πού δέν ὑπάρχει διωγμός, οὔτε κίνδυνος ἀπόρριψης, οὔτε ἡ προδοσία μπορεῖ νά ὁδηγήσει στό μαρτύριο, οὔτε κἄν τό ἐνδεχόμενο νά πέσουμε θύματα γελοιοποίησης ἤ κοροϊδίας. ῎Ας σκεφθοῦμε τούς ἑαυτούς μας ὄχι σέ σχέση μέ τόν Χριστό μόνο ἀλλά καί σέ σχέση μέ τούς ἀδελφούς μας, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶπε ὅτι ὅ,τι κάνουμε στόν ἐλάχιστο, τόν πιό ἀσήμαντο ἀπό αὐτούς, τό ἔχουμε κάνει στόν ῎Ιδιον. ῎Ας ἀναρωτηθοῦμε πῶς συμπεριφερόμαστε ὅταν κάποιος παραμερίζεται, λοιδωρεῖται, ἀποδιώχνεται ἤ καταδικάζεται ἀπό τήν κοινή γνώμη ἤ ἀπό τή γνώμη ὅσων μετροῦν γιά μᾶς· βρίσκουμε τή στιγμή ἐκείνη τό θάρρος νά ποῦμε, «ἦταν καί παραμένει φίλος μου, εἴτε τόν ἀποδέχεστε εἴτε ὄχι»; Δέν ὑπάρχει πιό ἀξιόπιστο μέτρο πιστότητας ἀπό ἐκείνη τήν πιστότητα πού ἐκδηλώνεται τή στιγμή τῆς ἥττας.

῎Ας τό σκεφθοῦμε αὐτό, γιατί ὅλοι ὑφιστάμεθα τήν ἥττα, καί μέ τόσους πολλούς τρόπους! ῞Ολοι ἀγωνιζόμαστε, μέ ὅση δύναμη ἔχουμε -λίγη ἤ πολλή- γιά νά εἴμαστε αὐτό πού πρέπει, καί παρόλα αὐτά ὑπολειπόμαστε ὅλη τήν ὥρα. Δέν θά ’πρεπε ἄραγε νά βλέπουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὄχι μόνο μέ συμπάθεια, ἀλλά καί μέ τήν πιστότητα τοῦ φίλου πού εἶναι διατεθειμένος νά σταθεῖ κοντά σ’ ἐκεῖνον πού πέφτει, πού ἐκπίπτει τῆς χάριτος, πού ἀποτυγχάνει νά φθάσει στό δικό του ἰδανικό, πού διαψεύδει τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες πού εἴχαμε ἐναποθέσει ἐπάνω του; Στίς ὧρες αὐτές, ἄς στεκόμαστε δίπλα του, ἄς εἴμαστε πιστοί καί ἄς ἀποδεικνύουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς νίκης ἀλλά ἦταν ἕνα δῶρο ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, δῶρο «δωρεάν», δῶρο χαρούμενο καί ὑπέροχο.

Εἶναι κανείς ἀπό μᾶς ᾿Ιωσήφ ἀπό ᾿Αριμαθαίας, εἶναι κανείς ἀπό μᾶς Νικόδημος, καί μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μοιάζουμε στίς Μυροφόρες, τίς ὁποῖες οὔτε οἱ ἀνάγκες, οὔτε ἡ ἥττα, οὔτε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ μπόρεσε νά τίς χωρίσει ἀπό Αὐτόν; Κανείς μας δέν μοιάζει ἀπόλυτα μέ ὅλους αὐτούς. ῎Ας διδαχτοῦμε ὅμως ἀπό αὐτούς καί ἄς προσπαθήσουμε νά αὐξηθοῦμε σέ πιστότητα, μιμούμενοι ἐκείνους· ἐκείνους πού Τόν διακόνησαν, ἐκείνους πού στάθηκαν δίπλα Του τήν ὥρα τῆς ἥττας.

(Πηγή: http://www.imaik.gr)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s