Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής

8 Μαΐου

Υπήρξε «ὁ μαθητής ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς», «ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ» (Ιω. κα’ 20). Ο μόνος που Τον ακολούθησε με θάρρος ακόμα και κάτω από τον σταυρό και στον οποίον ο Κύριος εμπιστεύτηκε την Παναγία μητέρα Του. Ο συγγραφέας του τετάρτου Ευαγγελίου και του θαυμαστού βιβλίου της Αποκαλύψεως με το οποίο ολοκληρώνεται η Αγία Γραφή. Έως το τέλος της επίγειας ζωής του, σε βαθιά γεράματα, δίδασκε προς όλους την «καινή εντολή» του Χριστού, το «αγαπάτε αλλήλους».

Βίος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από ένα φτωχό χωριό της Γαλιλαίας, που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης, η οποία ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου, ενώ παράλληλα ασκούσε και το επάγγελμα του ψαρά κοντά στον πατέρα του και στον αδελφό του Ιάκωβο.

Κάποια μέρα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας στον λαό τη μετάνοια και βαπτίζοντάς τους. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησού Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού». Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;… Μόλις τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά: «Τι ζητείται;». «Ραββί, που μένεις;» του απαντούν. «Έρχεσθε και ίδετε» (ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας). Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα.

Ύστερα από λίγες ημέρες, καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα, ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησού να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν’ ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου. Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στο ιερό και ύψιστο έργο του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.

Από την ημέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησού γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ’ εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και είδε εκεί τη Μεταμόρφωση του Θεού Λόγου και άκουσε τη φωνή του Θεού Πατρός, που έλεγε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα• αυτού ακούετε».

Επίσης κατά τον Μυστικό Δείπνο εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος από αυτούς θα τον προέδιδε, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;». Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι ο Ιωάννης ήταν ο μόνος από τους δώδεκα μαθητές που τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως ως γνωστός του και κοντά σε εκείνον μπήκε και ο Πέτρος.

Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος ο Ιωάννης ήταν ο μόνος παρών, μαζί με την Παναγία, κάτω από τον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, που όλοι είχαν εγκαταλείψει τον Κύριο. Τότε ο Διδάσκαλος στρέφοντας το βλέμμα του σε εκείνον πάνω από το σταυρό ανέθεσε στον αγαπημένο Του μαθητή την Παναγία μητέρα Του και απευθυνόμενος στοργικά σε Εκείνην, της είπε: «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του είπε: «Ιδού η μήτηρ σου». Ποια άλλη μπορούσε να υπάρξη μεγαλύτερη ευτυχία για τον Ιωάννη από τον λόγον εκείνον την δύσκολη εκείνη στιγμή; Από την ώρα εκείνη λοιπόν ο Ιωάννης επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος.

Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, ο Ιωάννης ήταν εκείνος που, αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται από τον Κύριο το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Ο Ιωάννης είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη. Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός, τέλος, και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σε όλες της τις ανάγκες.

Αποστολή και κήρυγμα

Η ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Πάτμος, 1950-1955

Ύστερα από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στη Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη. Για την κατάσταση αυτή λυπήθηκε βαθιά ο Απόστολος και επειδή ως άνθρωπο τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθή με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στη θάλασσα για σαράντα ημέρες.

Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στη Σελεύκεια. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι ήταν μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξόδευε. Από τη Σελεύκεια επήγε σε έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών. Όταν πήγε εκεί βρήκε τον δάσκαλό του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεό που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.

Στην Έφεσο – Εργασία στο λουτρό

Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μία γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως τη Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τους ανάγκασε να δουλεύουν σε ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε κάποιες εργασίες, τους μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον δε Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σε όσους έκαναν λουτρό. Μέσα σε εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μία νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνο ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Από αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.

Θάνατος και ανάστασις του Δόμνου και του Διοσκουρίδου

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Πάτμος

Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ’ ότου πήγαν στο λουτρό, ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου. Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι του θανάτου του παιδιού του πέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμη να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά. Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνούσε η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντεί ότι δήθεν ήταν μάγος και τέλος να τον φοβερίζει ότι επρόκειτο να τον θανατώσει, εάν δεν μεταχειριζόταν κάθε μέσο για ν’ αναστήσει τον Δόμνο. Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχή. Και, ω του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλεί τον Ιωάννην «Θεό» και «υιό Θεού».

Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρηση για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και στον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνο ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιό του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.

Συντριβή της Αρτέμιδας

Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στη θεά Άρτεμη, για τούτο ο Απόστολος πήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σε εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλο της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντάς τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιο, αλλά το είδωλο μέχρι που το συνέτριψαν. Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθηση, αλλά βλέποντας τον Απόστολο να τους μιλάει για πίστη, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γης και χάθηκαν από αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από τη μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γης, γι’ αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.

Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σε κάποιον τόπον που ονομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναό της Αρτέμιδος και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθεί από εκεί απ’ τον Ιωάννη, μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν από τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγει. Εξ αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλο κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλουριά και υποσχόταν να το δώσει σε αυτούς, εάν έβρισκαν τους μάγους και τους θανάτωναν.

Ευάγγελος Φαεινός, Το Κάστρο Πάτμου, χαρακτικό (faeinos.gr)

Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί με αυτόν, αν δεν παρέδιδε στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καεί παρά να παραδώσει τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατική χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδιδόταν σε αυτούς επρόκειτο πάλι να κάνη θαύματα και από αυτό να επιστρέψει πολλούς στη ζωή της ευσεβείας, παρέδωσε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορο στους απίστους. Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμιστεί ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μην πάθη κακό. Και, ω του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια: «Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο δαίμονα». «Τι θέλεις;», αποκρίθηκε η φωνή. «Θέλω να ομολογήσεις φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαό εναντίον μας», ξανάπε ο Απόστολος. Πιεζόμενος ο δαίμονας από τη θέληση του Αγίου αποκρίθηκε: «Διακόσια σαράντα εννέα χρόνια κατοικώ σε αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας». «Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μην κατοικήσεις πια σε αυτόν τον τόπον», είπε πάλι ο Απόστολος. Αμέσως λοιπόν έφυγε ο δαίμονας από την πόλη της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς τρόμαξαν. Από το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.

Εξορία στην Πάτμο

Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης και γύρισε πλήθος Ελλήνων στην πίστη του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ’ αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82 μ.Χ., ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγα Ιωάννη μαζί με τον Πρόχορο. Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε τη σταθερότητα που έδειξαν για την πίστη τους, τους υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιουν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε, τους έριξε σε ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και από εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό, με διαταγή του Δομιτιανού εξορίστηκαν στη νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεση αυτή. Δηλαδή ότι επρόκειτο να πάθει πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξοριζόταν σε κάποιο νησί που είχε μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.

Το σπήλαιο της Αποκαλύψεως

Πλέοντας λοιπόν στη θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε έναν στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα από αυτά στη θάλασσα τη μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκληση του στρατιώτη θεράπευσε και έναν από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνει ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σε αυτόν και το εξώρισε μακρυά από το νησί. Από το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.

Κύνωψ ο μάγος

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σε έρημο τόπο, από αρκετά χρόνια, μαζί με τα ακάθαρτα δαιμόνια. Αυτόν τον μάγο όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των δαιμόνων που εγίνοντο από αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθεί κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναό του Απόλλωνος και απομάκρυνε όλους από τον σεβασμό και τη λατρεία των θεών. Ο Κύνωψ λοιπόν, όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθηκε και έκρινε ανάξιο της υπολήψεώς του το να πάει μόνος στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στη χώρα της Πάτμου, αυτοί πήγαιναν σε αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα έστελνε έναν πονηρό Άγγελο στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώσει σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ έναν άρχοντα των πονηρών δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης. Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει: «Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα». Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το δαιμόνιο δεμένο και απήντησε ως εξής, πιεζόμενο από τη θεία δύναμη: «Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθει εδώ στη χώρα και να σε θανατώσει. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας: “Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω Άγγελον πονηρόν για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου και να την φέρει σ’ εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν”».

Και ο Ιωάννης του είπε: «Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρεις ψυχή ανθρώπου και την πήγες σεαυτόν;». «Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχή ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλαση», αποκρίθηκε ο δαίμονας. «Για ποιον λόγο υπακούετε στον Κύνωπα;», ρώτησε ο Ιωάννης. «Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνία αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας, εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους δαίμονες, εμείς δε οι δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα». «Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσεις άνθρωπο, ούτε να γυρίσεις στον τόπο σου. Αλλά να φύγεις έξω απ’ αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί». Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά από το νησί. Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σε αυτόν το πρώτο δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπει το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθεί έξω και να ιδεί αυτά που γίνονται και να γυρίσει να τα φανερώσει στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα δαιμόνιο και διώχθηκε έξω από το νησί, όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν.

Οργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων και πήγε στη Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύθηκε από θυμό πολύ και είπε στον λαό: «Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει, αν είναι αλήθεια, θα θεραπεύσει και σας και μένα. Αν μπορέσει να κάνει εκείνο που θα πω σε αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σε όλα όσα λέγει». Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει: «Νέε, ζει ο πατέρας σου;». «Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης», απεκρίθηκε ο νέος. Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη: «Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσεις από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού, φέρε τον μπροστά σε όλους μας ζωντανό και υγιή».

«Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους», απάντησε ο άγιος Ιωάννης. Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλο τον λαό: «Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από τη θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό. Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από τη θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένν δαίμονα που φαινόταν να μοιάζει στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν. Έπειτα λέγει προς τον νέον: «Αυτός είναι ο πατέρας σου;». «Ναι, κύριε», απήντησε ο νέος. Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».

Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε: «Είχες υιόν;». «Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε», απεκρίθη εκείνος. «Θ’ αναστηθή ο υιός σου», του είπε ο Κύνωψ. Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο: «Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;». «Ναι, Κύριε», απεκρίθη ο άνθρωπος. Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ, είπε στον Ιωάννη: «Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;». «Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτά». «Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα από αυτά τότε θα θαυμάσης», είπε ο Κύνωψ. «Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν», απήντησε ο Ιωάννης. Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήσει νεκρό. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαό. «Αφήστε τον άταφο για να τον φάγουν τα όρνια». Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν από εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.

Εξαφάνισις του Κύνωπος

Ύστερα από αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζούσε και δίδασκε τον λαό σε έναν τόπο που ονομαζόταν Λίθου Βολή, κάλεσε τον δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε: «Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζεις. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεις την δύναμή μου και θα ντροπιασθείς». Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών. Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθό της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν από τη θέση τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανεί πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.

Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγει από τη θάλασσα. Οι δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν από τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι. Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγει ο Κύνωψ από τη θάλασσα, από τη νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι από αυτούς, ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σε αυτούς πολλά για την πίστη τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στη θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.

Περί Προκλιανής και Σωσιπάτρου

Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρό για τον ίδιο τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος. Επειδή δε δεν πέτυχε τη βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε. Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθεί ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ’ έναν μεγάλο ήχο και τρίξιμο. Όταν λοιπόν έπαθαν αυτή την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δύο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.

Συγγραφή του Ευαγγελίου

Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός, ύστερα από τον Νερουάν, κατά το έτος 98 μ.Χ., εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν’ αναχωρήσει από την από την Πάτμο και να πάει στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, γι’ αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολο. Δηλαδή να αφήσει σε αυτούς, αντί για τον εαυτό του, τους λόγους του και να γράψει σε βιβλίο το Μυστήριο όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας. Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στη δίκαιη επιθυμία τους αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις ημέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχή. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό με τον μαθητή του Πρόχορο και ανέβασε όλη του τη σκέψη στον Θεό. Και, ω του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος έπεσε από τον φόβο του με το πρόσωπο στη γη και έγινε ως νεκρός.

Ο Ιωάννης όμως δεν φοβήθηκε αλλά στάθηκε όρθιος. Επειδή η τελεία αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο από την καρδιά του, όπως ο ίδιος είπε: «Η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. δ’ 18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωάν. α’1). Αυτή τη φωνή τη φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε από το χέρι και έδιωξε από αυτόν τον φόβο. Αφού τελείωσε λοιπόν όλο το θείο Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Από εκεί διαδόθηκε στα πέρατα του κόσμου.

Ο νέος ληστής

Αφού έφυγε από την Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σε έναν τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε έναν τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλη. Εκεί βρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίο στο πρόσωπο και τον οδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι’ αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρτησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με τη διδασκαλία του και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σε αυτές Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλη που είπαμε προηγουμένως. Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων. Λυπήθηκε λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.

Ξεκίνησε τότε και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σε αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών οδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνάντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγει (διότι κατάλαβε ότι ήταν ο ευεργέτης του Ιωάννης), τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια. Κατόρθωσε να τον πάρει μαζί του με τη Χάρη του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλη. Και τόσο τον έκανε να προκόψει στην αρετή με τις συμβουλές του, που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.

Επάνοδος στην Έφεσο και μετάστασις

Αφού επανήλθε στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα έξι ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξορίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξι χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες. Έτσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστη του Χριστού. Πέρασε αρκετό χρόνο της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, τον οποίο είχε ο ίδιος αναστήσει μαζί με τους επτά μαθητές του και τέλος έφυγε μαζί με αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σε έναν τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωινή. Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνο, όσο ήταν το μέτρο του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σε εκείνον τον σκαμμένο τόπο, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος. Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλη διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολο. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρηση τέτοιου ποιμένος.

Η μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εορτάζεται στις 8 Μαΐου, η δε μετάστασή του στις 26 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Πάτμος

Απολυτίκιον (Ήχος β’)
Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.

Κοντάκιον (Ήχος β’ – Αυτόμελον)
Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.

Πηγή: impantokratoros.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s