27 Μαρτίου – Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου

Jacques Lacarrière (1925-2005)
«Αντηρίδες και στοιβάδες από πέτρα, ριζωμένες μέσα στο λόφο, σαν δαχτυλίδια ή σπείρες μεγάλου απολιθωμένου κοχυλιού μαζεμένες γύρω από την ορχήστρα.. Αυτό που γιορτάζανε άλλοτε πάνω σε αυτόν τον λείο και άπιαστο κύκλο, μάτι ορθάνοιχτο προς τον ουρανό με κόρη από πέτρα στη μέση του, την αρχαία θυμέλη -το βωμό του Διονύσου, δεν ήταν παράξενες και εξωτικές λατρείες, τελετές μαγείας ή μανίας, αλλ’ η συνειδητή παντρειά του τραγικού και της λογικής, η θελημένη ένωση πάθους και στοχασμού. Ολόκληρη η ελληνική τραγωδία, από τον Αισχύλο ως τον Ευριπίδη, αναφέρεται, τελείως αυθόρμητα, σε αυτό που κάνει τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται σαν να μην ήταν εκείνος σε αυτούς τους τρομακτικούς μύθους που φέρνουν απάνω τους την τιτάνια μνήμη των πραγμάτων. Για να λύσει έτσι ευκολότερα, αντιμετωπίζοντας ανοιχτά τη φρίκη, το αίνιγμα των επιθυμιών και των φόβων μας ..».
Με τον μοναδικό αυτό τρόπο ο γάλλος συγγραφέας και θερμός ελληνιστής Jacques Lacarrière περιγράφει, στο βιβλίο του «Το ελληνικό καλοκαίρι», το αρχαίο ελληνικό θέατρο καθώς επίσης και το δέος και τα συναισθήματα που προκαλεί η επαφή με τον χώρο του. Η αναφορά του καταγράφει τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στην Επίδαυρο, το καλοκαίρι του 1947, κατά το οποίο συμμετείχε και ο ίδιος, ως ηθοποιός, στους Πέρσες του Αισχύλου, την πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος που ανέβηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σηματοδοτώντας την επαναλειτουργία του στον σύγχρονο κόσμο.




Αρχαία θέατρα Δωδώνης και Επιδαύρου (επάνω) και Δελφών και Παμφυλίας (κάτω)
Ο Jacques Lacarrière (Ζακ Λακαριέρ, 2.12.1925, Λιμόζ – 17.9.2005, Παρίσι) υπήρξε Γάλλος συγγραφέας, γνωστός για τις ταξιδιωτικές του διηγήσεις, στην πλειονότητα των οποίων αντανακλάται το πάθος του για την Ελλάδα. Στο κλασικό έργο του «Το ελληνικό καλοκαίρι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, αποτυπώνει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από τις περιηγήσεις του στην ελληνική ύπαιθρο μεταξύ των ετών 1947 και 1966. Το βιβλίο αποτελεί μία σπάνιας αξίας καταγραφή του ελληνικού τοπίου και πολιτισμού, μια μοναδική απόδοση της Ελλάδας που χάσαμε, μέσα από τη ματιά του Γάλλου φιλέλληνα περιηγητή, που της αφιέρωσε τη ζωή του.

Αρχαίο θέατρο Αρκαδικού Ορχομενού
Παραθέτουμε ορισμένα ακόμα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του Ζακ Λακαριέρ, «Το ελληνικό καλοκαίρι»:

«Στα περισσότερα από είκοσι πέντε ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα μέσα σε αυτά τα χρόνια, είναι ζήτημα αν είχα πάνω από δύο με τρεις φορές αρκετά χρήματα για να γυρίσω στην Γαλλία. Αλλ’ αυτά τα προβλήματα σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν καμιά σημασία. Απόδειξη ότι ούτε με εμπόδισαν να ταξιδέψω ούτε με ανάγκασαν να γράψω άλλα πράγματα από εκείνα που θέλησα να γράψω. Δεν πέθανα ούτε από την πείνα ούτε από το κρύο ούτε από αρρώστια και κάθε ταξίδι -από τις αβεβαιότητες και τις συμπτώσεις που πάντα το χαρακτήριζαν- μου φαινόταν σαν το πρώτο ..».
«Σε αυτή την έλλειψη χρημάτων … χρωστώ το ότι γνώρισα την Ελλάδα όπως οι ίδιοι οι Έλληνες (και εννοώ τους Έλληνες του λαού) τη ζούνε και την τριγυρίζουνε. Όλα αυτά τα χρόνια τα πέρασα μαζί τους, δίπλα τους και συχνά στα σπίτια τους. Επιπλέον έχω την τύχη να διαθέτω καλή υγεία, μια ιδιοσυγκρασία χωρικού συνδυασμένη με μία έντονη αγάπη για το απρόβλεπτο που με κάνουν να προσαρμόζομαι πολύ εύκολα σε όλες τις αλλαγές και να δείχνομαι αδιάφορος για τις υλικές ανέσεις …».
«Ακόμα και σήμερα, αν ήταν να πληρώσω την ομορφιά ή την αλήθεια με τούτο το τίμημα, θα κοιμόμουν στην ύπαιθρο και θα τρεφόμουν με ελιές όσον καιρό έπρεπε. Είναι ο σκοπός, ο μόνος σκοπός που δεν πρέπει να χάσετε ποτέ από τα μάτια, a fortiori όταν πρόκειται για ταξίδια. Και αυτός ο σκοπός, έτσι όταν ζεις μέσα στο σώμα σου και στον οργανικό σου χρόνο, αυτή η ζωή, αυτή η σταθερή επίκληση της αλήθειας, υπήρχαν πάντα για μένα όταν μπορούσα να απαντήσω την Ομορφιά -κι ας ονομαζότανε Πάτμος, Ύδρα, Αμοργός, Άρτεμις, Βασιλική ή Αγγελική ..».

«Έξω, στην υπαίθρια κουζίνα, μια γυναίκα πλένει μια μεγάλη σίτα. Δε δείχνει να παραξενεύεται που με βλέπει. Θα πρέπει να το έχει μάθει ότι ένας ξένος, ένας «προφέσσορας», επισκέπτεται τώρα και λίγες μέρες τα Ψαρά. Στο μοναδικό της δωμάτιο η πάστρα είναι εκπληκτική. Οι τοίχοι περασμένοι μ’ ασβέστη. Στο βάθος του δωματίου, σηκωμένος πάνω σε κασέλα από σανίδια ο σοφάς. Χωρίζει το μέρος όπου κοιμάσαι από το μέρος που τρως και ταυτόχρονα έχεις κι ένα μέρος να φυλάξεις στρωσίδια. Παράταξη στο νεροχύτη οι μπουκάλες και τα μπουκαλάκια: ρακή, μαρμελάδες, λάδι για το καντήλι που καίει μέρα – νύχτα σε μια γωνιά, τενεκεδένια κουτιά για τον καφέ και τη ζάχαρη. Κρεμασμένες από το ταβάνι ξεραίνονται ντομάτες. Ο ήλιος που βασιλεύει φέρνει μέσα στο δωμάτιο ένα ζεστό φως και οι ντομάτες αστράφτουν σαν αυτά τα γιγάντια τσαμπιά το σταφύλι που λένε οι Προφήτες πως θα ξεδιψάσουν τους εκλεκτούς στην ουράνια Ιερουσαλήμ. Κοιτάω μαγεμένος αυτά τα κόκκινα, αυτά τα πράσινα, αυτές τις γλυκές ώχρες που αρπάζει ο ήλιος. Όλος ο τόπος μυρίζει λιβάνι, λάδι, ντομάτα και φρεσκοσιδερωμένη πλύση ..».

«Η Χώρα είναι λιγότερο από μια ώρα από τη θάλασσα χτισμένη πάνω σ’ ένα βραχώδες ακρωτήρι. Προτιμώ ν’ ανεβαίνω με τα πόδια και να σταματώ, στη μέση του δρόμου, στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, όπου η γερόντισσα που μένει εκεί κοντά με φυλεύει κάθε φορά σύκα … Τα σπίτια σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού με ταράτσες περασμένες μ’ αυτό το κοκκινόχρωμα που λάμπει ένα γύρω … Πάνω από μια μάντρα, ένας μικρός περνάει το κεφάλι του, ένα κεφάλι γυμνό και ξυρισμένο σαν όλων των ελληνόπουλων. Τα μεγάλα μαύρα μάτια είναι καρφωμένα απάνω μου μ’ ένα μείγμα φόβου και περιέργειας. Ξυρισμένο κρανίο των παιδιών της Ελλάδας, πόσα τέτοια δεν πήρε το μάτι μου διασχίζοντας τούτη τη χώρα. Να ‘ξερε από τώρα άραγε τι το περίμενε; Όμοια με τα περισσότερα ελληνόπουλα θ’ αναγκαστεί κι αυτό να φύγει μια μέρα. Θα ξενιτευτεί για όπου κάποιος αδελφός, κάποιος ξάδελφος, κάποιος κουνιάδος θα μπορέσει να του βρει μια δουλειά. Μπορεί, εκεί πέρα, να θυμηθεί το νησί του το σούρουπο, πάνω στις κόκκινες ταράτσες του Καλλιτσού, τα γένια του παπά που τον αγγύλωναν στο αυτί όποτε τον φιλούσε, τους πορτοκαλανθούς που πετούσαν στην εκκλησία τις ημέρες των γάμων, το μαβί λουλουδάκι που ζούσε μέσα στον τενεκέ μιας αμερικάνικης κονσέρβας έξω από το καφενείο. Τα σκέφτομαι όλα αυτά καθώς κοιτώ εκείνο τον ξυρισμένο γλόμπο και τα μάτια αυτού του παιδιού που δεν παύουνε να πετάνε πυρωμένες σπίθες καθώς με τηράνε. Τον ρωτώ: πώς σε λένε; Όμηρο, μου απαντά με μια ζωντανή φωνή ..».
«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό. Τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: “Αρμονίη κόσμου παλίτροπος”. Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία ..».

Τι ωραίο κείμενο, αχ μύρισε Ελλάδα, υπαίθριος, καλοκαίρι, ξενοιασιά. Ευχαριστούμε Κιμιντένια!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!